Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2022

Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή

Αν η επανάσταση του 1821 αποτέλεσε την ιδρυτική πράξη του νεοελληνικού εθνικού κράτους, τα αποτελέσματα της Μικρασιατικής εκστρατείας ήταν αυτά που σφράγισαν την ταυτότητα του σε όλα τα επίπεδα μέχρι σήμερα. Σκοπός της παρούσας ανάρτησης δεν είναι άλλος παρά να αναδείξει στοιχεία της κρίσιμης περιόδου 1912-22 που αποσιωπούνται συστηματικά από την κυρίαρχη αφήγηση της Ιστορίας.

 

1.    Η γέννηση της Μεγάλης Ιδέας

Η Μικρασιατική Εκστρατεία και η Μικρασιατική Καταστροφή θα πρέπει να ιδωθούν μέσα στα ιστορικά πλαίσια της εποχής τόσο στον ευρύτερο ευρωπαϊκό και στον βαλκανομικρασιατικό χώρο αλλά και στον ευρύτερο ιστορικό χρόνο που ξεκινά τουλάχιστον στους Βαλκανικούς Πολέμους. Τα σχολικά μας βιβλία διαχωρίζουν τους Βαλκανικούς Πολέμους από τον Α ΠΠ και την Μικρασιατική Εκστρατεία αλλά η οπτική αυτή δεν επιτρέπει να δούμε ότι την περίοδο 1912-22 διαμορφώθηκε συνολικά η τελική εικόνα των εθνικών κρατών που γεννήθηκαν μέσα από την κατάρρευση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, εικόνα που είχε αρχίσει να σχηματίζεται εκατό χρόνια νωρίτερα κατά την δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, του πρώτου εθνικού κράτους και του πρώτου καπιταλιστικού σχηματισμού στην περιοχή (ακολούθησε, πάλι στον 19ο αι., η δημιουργία της Σερβίας, της Βουλγαρίας, του Μαυροβουνίου και της Ρουμανίας).

Ήταν η 14η Ιανουαρίου του 1844 όταν ο Κωλέττης έκανε για πρώτη φορά αναφορά στον όρο «Μεγάλη Ιδέα» σε λόγο του στην ελληνική Βουλή:

«[...]«Φρίττω, ενθυµούµενος την ηµέραν εκείνην, καθ’ ήν εδώσαµεν τον υπέρ της ελευθερίας της πατρίδος όρκον, δι’ ου ωµόσαµεν να συνεισφέρωµεν τα πάντα, και αυτήν µας την ζωήν διά την ελευθερίαν της Ελλάδος. Ζώσιν έτι πολλοί εκ των οµοσάντων τον όρκον τούτον. Πόσον πρέπει να συναισθανθώµεν το βάρος του όρκου τούτου εις ταύτην την περίστασιν, καθ’ ήν συνήλθοµεν να συντάξωµεν το Σύνταγµα, το ευαγγέλιον τούτο της πολιτικής ηµών υπάρξεως, ώστε δύο του λοιπού ευαγγέλια να έχωµεν το της θρησκείας, και το της πολιτικής ηµών υπάρξεως. Δια την γεωγραφικήν της θέσιν η Ελλάς είναι το κέντρον της Ευρώπης, ισταµένη, και έχουσα εκ µεν δεξιών την Ανατολήν, εξ αριστερών δε την Δύσιν, προώρισται, ώστε δια µεν της πτώσεως αυτής να φωτίση την Δύσιν, δια δε της αναγεννήσεως την Ανατολήν.

Το µεν πρώτον εξεπλήρωσαν οι προπάτορες ηµών το δε δεύτερον είναι εις ηµάς ανατεθειµένον. Εν τω πνεύµατι του όρκου τούτου, και της µεγάλης ταύτης ιδέας είδον πάντοτε τους πληρεξουσίους του έθνους να συνέρχωνται διά να αποφασίσωσιν ουχί πλέον περί της τύχης της Ελλάδος, αλλά της Ελληνικής φυλής. Πόσον επεθύµουν να ήτο παρόντες σήµερον Γερµανοί, Ζαΐµαι, Κολοκοτρώναι, οι άλλοτε της Εθνικής Συνελεύσεως πληρεξούσιοι, και αυτοί οι δραξάµενοι τα όπλα επί τω γενικώ τούτω σκοπώ, δια να συνοµολογήσωσι µετ’ εµού πόσον εµακρύνθηµεν της µεγάλης εκείνης της πατρίδος ιδέας, την οποίαν εις αυτό του Ρήγα το τραγούδι είδοµεν κατά πρώτον εκπεφρασµένην. Εν ενίπνεύµατι τότε ηνωµένοι, όσοι είχοµεν το επώνυµον Έλληνες, εκερδίσαµεν µέρος του όλου σκοπού, νυν δε ενασχολούµεθα εις µαταίας διακρίσεις Ελλήνων και Ελλήνων, χριστιανών και χριστιανών, ηµείς, οίτινες φέροντες εις την µίαν χείρα την σηµαίαν της θρησκείας, και εις την άλλην την της ελευθερίας εκοπιάσαµεν επί πολυετίαν δια την απελευθέρωσιν όλων εν γένει των οµοδόξων χριστιανών [...]».

Η αλήθεια είναι πως ο Κωλέττης ανέφερε την Μεγάλη Ιδέα μάλλον ως μια ιστορική “υποχρέωση” και δυνατότητα της Ελλάδας να γίνει πολιτιστική γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και Ανατολής (όπως λέει και ο Β. Κρεμμυδάς) αλλά η πρόταση του δεν άργησε να μετατραπεί σε εθνικιστικό/αλυτρωτικό δόγµα πρώτα από τον Όθωνα που ονειρευόταν τον αυτοκρατορικό θρόνο της  Κωνσταντινούπολης και στην συνέχεια από το ελληνικό κράτος που είδε μέσα από αυτήν το ιδεολογικό όχημα για την εξάπλωση του προς  νέα εδάφη στην καταρρέουσα οθωμανική αυτοκρατορία.

Ο Παπαρρηγόπουλος, ως απάντηση στον Φαλμεράυερ, ανέλαβε να κατασκευάσει το τρίσημον σχήμα «αρχαιότητα-Βυζάντιο-νέος ελληνισμός» νομιμοποιώντας τους νέους προσανατολισμούς και από κει και έπειτα τα πράγματα ακολούθησαν την πορεία τους μέχρι που το 1889 ο πρωθυπουργός Τρικούπης δήλωνε κυνικά με ποιον τρόπο η Μεγάλη Ιδέα θα μπορούσε να υλοποιηθεί στην (τότε οθωμανική) Μακεδονία:

«Όταν έλθη ο μέγας πόλεμος, ως αφεύκτως θα συμβεί μετά τινά έτη, η Μακεδονία θα γίνη ελληνική ή βουλγαρική κατά τον νικήσαντα. Αν την λάβωσιν οι Βούλγαροι, δεν αμφιβάλλω ότι θα είναι ικανοί να εκσλαβίσωσι τον πληθυσμόν μέχρι των θεσσαλικών συνόρων. Αν ημείς την λάβωμεν, θα τους κάνωμεν όλους Έλληνας μέχρι την Ανατολική Ρωμυλία».

Την εποχή αυτή είχε ήδη υπογραφεί η Συνθήκη του Βερολίνου (1878) που έδωσε στα Βαλκάνια την παρακάτω εικόνα:

File:SouthEast Europe 1878.jpg

H προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία (1908) και ο Ιταλο-Οθωμανικός Πόλεμος (1911) έδωσαν το σήμα εκκίνησης στα τρία μεγάλα βαλκανικά εθνικά κέντρα (Ελλάδα, Βουλγαρία και Σερβία) να συνασπιστούν ώστε να αποσπάσουν όσο μεγαλύτερα εδάφη μπορούσαν από την θνήσκουσα Οθωμανική αυτοκρατορία. Στο τέλος των δυο Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913) η Ελλάδα είχε διπλασιάσει τα εδάφη της και είχε αυξήσει τον πληθυσμό που ήλεγχε κατά 80%.

Όμως οι πόλεμοι δεν σήμαιναν μόνο καταστροφές και νεκρούς στα πεδία των μαχών. Όσοι άμαχοι αισθάνονταν πως ανήκαν σε άλλο εθνικό κέντρο από αυτό στο οποίο ενσωματώθηκε η γη τους, μετά τους πολέμους, είτε άλλαξαν οικειοθελώς εθνική συνείδηση είτε γνώρισαν τον θάνατο είτε ακολούθησαν τον δρόμο της προσφυγιάς. Έτσι ένας ελληνόφωνος χριστιανός της Ανατ. Ρωμυλίας αν δεν γινόταν Βούλγαρος στην καλύτερη περίπτωση θα αναγκαζόταν να φύγει στην Ελλάδα. Ομοίως ένας μουσουλμάνος που γλύτωνε τον θάνατο κατά την προέλαση του ελληνικού στρατού στην Μακεδονία έπρεπε, αν ήθελε τη ζωή του, να μαζέψει τα μπογαλάκια του και να γίνει πρόσφυγας στην Ανατολία (όπως είχε γίνει και με τους “τουρκοκρητικούς” –στην πραγματικότητα εξισλαμισθέντες γηγενείς κρητικοί- που αποτελούσαν το ¼ του πληθυσμού της Κρήτης και που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους μετά το 1881). Και δεν μιλάμε για μικρούς αριθμούς θυμάτων των αιματηρών εθνοκαθάρσεων. Αρκεί να δούμε την γλωσσική και θρησκευτική σύσταση της ευρύτερης Μακεδονίας (βιλαέτια Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου και σαντζάκι Σκοπίων) στις αρχές του 20ου αι. για να καταλάβουμε για τι μιλάμε:

Μια βουλγαρική στατιστική (Εξαρχία, 1912) αναφέρει, ότι σε έναν πληθυσμό 2,27 εκατ. ατόμων οι τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι ήταν το ~24%, οι σλαβόφωνοι εξαρχικοί (δλδ εν δυνάμει Βούλγαροι) ήταν το 30,4% και οι ελληνόφωνοι πατριαρχικοί (δλδ εν δυνάμει Έλληνες) το ~11%. Μια οθωμανική απογραφή (1905-06) ανεβάζει τους μουσουλμάνους (τουρκόφωνους και αλβανόφωνους) στο 43% του πληθυσμού, τους σλαβόφωνους εξαρχικούς σε 25% και τους ελληνόφωνους και σλαβόφωνους πατριαρχικούς σε 29%. Μια στατιστική του ελληνικού κράτους (1904) ανέβαζε τους πατριαρχικούς στο 38% του πληθυσμού, μείωνε τους εξαρχικούς σε 19,5% και έδινε ένα 37% στους μουσουλμάνους. (Εκτός αυτών των μεγάλων ομάδων υπήρχαν ακόμη αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι και χριστιανοί, σλαβόφωνοι μουσουλμάνοι/πομάκοι, βλαχόφωνοι, τσιγγάνοι και εβραίοι).



Φυσικά δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία ποια από τις στατιστικές ήταν η σωστή (καθώς η κάθε πλευρά προσπαθούσε να παρουσιάσει ότι την συνέφερε) αλλά ότι είναι προφανές πως για να αποκατασταθεί η σημερινή εθνική ομοιογένεια έδρασε το λεπίδι και ο ξεριζωμός. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, κυρίως μουσουλμάνοι, που βρέθηκαν στην «λάθος πλευρά» και επέζησαν των στρατιωτικών εκκαθαρίσεων ακολούθησαν τον δρόμο της προσφυγιάς.

Ένας νεαρός μυτιληνιός που έζησε ως στρατιώτης τους πολέμους από πρώτο χέρι, ο Στρατής Μυριβήλης, μας έδωσε εικόνες από τα εγκλήματα αυτά στο βιβλίο του Διηγήματα. Μετά την κατάληψη της Πτολεμαΐδας (τότε λεγόταν Καΐλάρια –πιθανώς από τους Kayi, μπεκτασήδες που εγκατέστησε εκεί ο σουλτάνος Σελίμ Β),και αφού περιγράφει τον βιασμό δυο μουσουλμάνων κοριτσιών από τους συν-στρατιώτες του υπό την καθοδήγηση του ανθυπασπιστή τους, θα βρεθεί την επόμενη μέρα στο εκτελεστικό απόσπασμα που τουφέκισε τον ηλικιωμένο πατέρα τους:

«Σαν έφεξε, βάρεσε η σάλπιγγα συναγερμό πάνου απ’ το χαμηλό λασπωμένο λοφάκι του χωριού. Εκεί μαζεύτηκαν όλοι οι αιχμάλωτοι άντρες και κατόπι ντουφεκίστηκαν. Κάθε ενωμοτία έστηνε αντίκρυ της πεντέξη και τους θέριζε. Βρέθηκα αντίκρυ στο γέρο. Είχε μερικές μελανιές στο πατριαρχικό του πρόσωπο και ψιθύριζε ολοένα προσευχές. Τα μεταξωτά του γένια ανέμιζαν απαλά στον αγέρα. Το πιο μεγάλο καλό που θα μπορούσα να του κάνω ήταν να τον σκοτώσω αμέσως και τελειωτικά, για να μην τυραγνιέται σα μερικούς που σπάραζαν σαν τα βουβάλια χτυπώντας τις απαλάμες στο χώμα. Είχαμε κάτι θαυμάσια μάνλιχερ τότες, ολοκαίνουργα, λαφριά κι ευθύβολα, που βαρούσες πεντάρα με δαύτα. Τόνε σημάδεψα στο κούτελο, ανάμεσα στα ολάσπρα φρύδια του. Σήκωσε απάνω μου τα γαλανά μάτια του και με κοίταξε γαλήνια. Θαρρείς πως ένιωσε την οπτική σκοπευτική μου γραμμή ν’ ακουμπά σαν κάτι στερεό πάνου στο κούτελο του.

Τράβηξα τη σκαντάλη και σωριάστηκε μονοκόμματα σαν αστραποκαμμένος στη λάσπη. Μια ψιλή κόκκινη κορδελίτσα κύλισε απ’ το κούτελο του πάνου στο ήσυχο πρόσωπο, και λεκέδιασε τα χιόνια της γενειάδας του.

Σαν τέλειωσαν οι εχτελέσεις ανοίχτηκε το τζαμί για νάβγουνε τα μαντρισμένα γυναικόπαιδα. Κατόπι βάλθηκε φωτιά στο χωριό. Οι φαντάροι τρέχανε με γκαζοτενεκέδες και περεχούσανε πετρέλαιο τα σπίτια. […]»

 

 Τα εδαφικά κέρδη…



…και η τελική εικόνα μετά τους βαλκανικούς πολέμους

 


 

2. Ο ιμπεριαλισμός – Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος

Ενώ στα Βαλκάνια τα νεαρά αστικά κράτη προχωρούσαν στην εθνική τους ολοκλήρωση ο ανεπτυγμένος καπιταλιστικός κόσμος (Γαλλία, Βρετανία, ΗΠΑ, Ιταλία, Αυστροουγγαρία και Γερμανία) περνούσε από το στάδιο του ελεύθερου ανταγωνισμού στο στάδιο του ιμπεριαλισμού (μονοπωλιακού καπιταλισμού). Οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις είχαν γίνει τόσο μεγάλες ώστε το πεδίο του ανταγωνισμού τους δεν ήταν πια η «εθνική αγορά» αλλά ο κόσμος ολόκληρος. Και ο ανταγωνισμός δεν περιοριζόταν μόνο στην προσπάθεια εξεύρεσης αγορών πώλησης των προϊόντων τους αλλά και στην τοποθέτηση πλεοναζόντων κεφαλαίων. Σε αυτό το επίπεδο γινόταν αποφασιστικός ο ρόλος των κρατών. Η διπλωματία, οι στρατοί και το ναυτικό τους εξασφάλιζαν πρόσβαση σε αποικίες και σφαίρες επιρροής, για τον έλεγχο αγορών, πρώτων υλών αλλά επενδύσεων. Ήδη στα τέλη του 19ου αιώνα η Αφρική είχε μοιραστεί κυρίως ανάμεσα στη Βρετανία και τη Γαλλία.

Όμως στο κομβικό σημείο της Εγγύς Ανατολής τα κλειδιά τα κρατούσε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, μια καθυστερημένη και κολοβωμένη πλέον αυτοκρατορία που ήδη από τα μέσα του 19ο αιώνα είχε αποκληθεί ο Μεγάλος Ασθενής της ευρωπαϊκής πολιτικής. Όμως, καμιά Μεγάλη Δύναμη δεν αποφάσιζε να την οδηγήσει στο θάνατο φοβούμενη ότι κάποια άλλη θα βγει περισσότερο κερδισμένη. Στις αρχές του 20ού αιώνα η εικόνα άλλαξε. Όλο και πιο έντονα οι ανταγωνισμοί των ιμπεριαλιστικών χωρών προβάλλονταν στην κουτσουρεμένη αλλά ακόμη αχανή Αυτοκρατορία (κατείχε ακόμη την Μεσοποταμία, το Λεβάντε και την αραβική χερσόνησο) βάζοντας επιτακτικά το θέμα του διαμελισμού της.

Η θέση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η παρουσία των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων στην Αφρική (1914)

Η Γερμανική Αυτοκρατορία (“ριγμένη” σε αποικιακές κτήσεις) προωθούσε προκλητικά τις θέσεις της: γερμανικές «επενδύσεις» συνοδευόμενες με δάνεια προς τον σουλτάνο επισφραγίζονταν με στρατιωτικές συμφωνίες και στρατιωτικούς ειδικούς. Η Γαλλία, αλλά κυρίως η Βρετανική Αυτοκρατορία, είχαν μεγάλα οικονομικά συμφέροντα στην περιοχή. Δεν ήταν μόνο οι τοποθετήσεις εμπορευμάτων και κεφαλαίων αλλά και τα πετρέλαια της Μ. Ανατολής στο (σημερινό) Ιράκ που τότε ήταν τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Για την Βρετανία υπήρχε και ένας επιπλέον λόγος: ως θαλασσοκράτειρα χρειαζόταν τον έλεγχο λιμανιών και σιδηροδρόμων για να συνδέεται με την Ινδία, την Αίγυπτο και τη Διώρυγα του Σουέζ. Γι’ αυτό και αντέδρασε έντονα όταν η γερμανική Εταιρεία Σιδηροδρόμων της Ανατολίας ανέλαβε την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής στη Βαγδάτη και από κει στη Βασόρα στον Περσικό Κόλπο.

Όταν ξέσπασε ο Α ΠΠ η Οθωμανική Αυτοκρατορία τάχτηκε στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας (στις οποίες προσχώρησε και η Βουλγαρία). Από την άλλη οι τρεις βασικές δυνάμεις της Αντάντ (Βρετανία, Γαλλία, Τσαρική Ρωσία) υπέγραψαν μια σειρά μυστικές συνθήκες για το διαμελισμό της Αυτοκρατορίας.

2.1 Η Ελλάδα στον Α ΠΠ

Από την άλλη πλευρά το ελληνικό κράτος έμεινε αρχικά αμφιταλαντευόμενο αφού από την μια ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ήταν υπέρ της «ουδετερότητας» -που στην ουσία σήμαινε φιλογερμανική στάση- ενώ ο Βενιζέλος από την άλλη ήταν υπέρ της συμμετοχής της χώρας στον πόλεμο στο στρατόπεδο της Αντάντ. Ήταν η περίοδος του «Εθνικού Διχασμού» που διήρκεσε μέχρι το 1917 όταν οι δυνάμεις της Αντάντ εισήλθαν στην Μακεδονία και με το τμήμα του στρατού που ήταν πιστό στον Βενιζέλο προωθήθηκαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη και την νότιο Βουλγαρία.


3.    Ο διαμελισμός της οθωμανικής αυτοκρατορίας και το κίνημα αντίστασης

Ο Α ΠΠ έληξε για την οθωμανική αυτοκρατορία στις 17/30 Οκτωβρίου του 1918 όταν οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης του σουλτάνου υπέγραψαν τη συνθηκολόγηση πάνω στο βρετανικό θωρηκτό Αγαμέμνων στον κόλπο του Μούδρου της Λήμνου. Σύμφωνα με τους όρους της «ανακωχής» -τους οποίους η Βρετανία κοινοποίησε σε Γαλλία και Ιταλία μόλις λίγο πριν την υπογραφή της συνθήκης- οι δυνάμεις της Αντάντ αποκτούσαν ανεμπόδιστη πρόσβαση σε όλα τα λιμάνια, έπαιρναν τον έλεγχο των σιδηροδρόμων και, το πιο σημαντικό, το δικαίωμα να καταλαμβάνουν χωρίς προειδοποίηση οποιοδήποτε σημείο στην Αυτοκρατορία έκριναν απαραίτητο για «λόγους ασφαλείας». Αναλυτικά τα 25 άρθρα της ντροπιαστικής για την αυτοκρατορία Συνθήκης προέβλεπαν:

 1. Την υποχρέωση του ανοίγματος των Στενών των Δαρδανελλίων και του Βοσπόρου προς την Μαύρη Θάλασσα και την παράδοση των φρουρίων αυτών.

 2. Την υπόδειξη των σημείων και έκταση πόντισης ναρκών και τορπιλών και παροχή βοήθειας στην αλίευσή τους.

 3. Τη συγκέντρωση όλων των αιχμαλώτων των συμμάχων και των Αρμενίων στην Κωνσταντινούπολη και άμεση παράδοση αυτών.

 4. Την παράδοση του τουρκικού στρατού (του οπλισμού) με άμεση αποστράτευση, εκτός του απόλυτα αναγκαίου για τη φύλαξη των συνόρων και την εσωτερική ασφάλεια. Η δε δύναμη που θα απέμενε και η κατανομή της, θα καθοριζόταν μεταγενέστερα, σε συνεννόηση με την τουρκική κυβέρνηση.

 5. Την άμεση παράδοση όλων των πολεμικών πλοίων στους Συμμάχους.

 6. Την παροχή δυνατότητας στους Συμμάχους να καταλάβουν, για λόγους ασφάλειας, οποιαδήποτε στρατηγικά σημεία επί του εδάφους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έκριναν εκείνοι, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με την Οθωμανική κυβέρνηση.

 7. Την ελεύθερη χρήση παντός λιμένος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από συμμαχικά πλοία.

 8. Τη χρήση παντός υλικού επανόρθωσης που θα βρισκόταν σε τουρκικό λιμάνι.

 9. Την ανεμπόδιστη κατάληψη του συστήματος υπόγειων διωρύγων της Ταυρίδας από τους συμμάχους.

 10. Την απομάκρυνση του τουρκικού στρατού από τα ΒΔ σύνορα με την Περσία και επάνοδο στα προπολεμικά.

 11. Την παράδοση του ελέγχου των υποβρυχίων καλωδίων.

 12. Την αποφυγή καταστροφής στρατιωτικού, ναυτικού ή εμπορικού υλικού, χωρίς προηγούμενη συμμαχική άδεια.

 13. Την παραχώρηση κάθε δυνατής διευκόλυνσης στον ανεφοδιασμό των συμμάχων, με αγορά ανθράκων και ναυτικού υλικού, απαγορευμένης της εξαγωγής τους.

 14. Τον έλεγχο όλου του σιδηροδρομικού δικτύου από αξιωματικούς των συμμάχων και την παράδοση του Βατούμ.

 15. Την παράδοση των φρουρίων της Χετζάζης, Ασσίρ, Υεμένης, Μεσοποταμίας (Ιράκ), Τριπολίτιδας και Κυρηναϊκής.

 16. Την αποχώρηση των στρατευμάτων από την Κιλικία, καθώς και τη διάθεση στις συμμαχικές δυνάμεις όλης της εξάρτησης, όπλων και πυρομαχικών, καθώς και πάσης φύσεως μεταγωγικών του "αποστρατευθησομένου" τουρκικού στρατού.

 17. Την παράδοση των λιμένων της Τριπολίτιδας και της Κυρηναϊκής.

 18. Την εντός μηνός απέλαση οποιουδήποτε Γερμανού ή Αυστριακού υπηκόου από την Οθωμανική επικράτεια.

 19. Την αποδοχή παράλληλης τοποθέτησης αξιωματικών της Αντάντ στο Οθωμανικό Υπουργείο Επισιτισμού.

 20. Την κατακράτηση από τους συμμάχους Τούρκων αιχμαλώτων, εκτός εκείνων που υπερέβησαν το όριο στρατιωτικής ηλικίας.

 21. Την άμεση διακοπή οποιασδήποτε σχέσης (οικονομικής, εμπορικής κ.λπ.) με τις κεντρικές Δυνάμεις (όρος που είχε ήδη ικανοποιηθεί).

 22. Την επιφύλαξη στους Συμμάχους να καταλάβουν οποιοδήποτε χώρο στο βιλαέτι της Αρμενίας, εφόσον εκδηλωθούν ταραχές.

(Τα άρθρα 23 και 24 αφορούσαν κινήσεις των συμμαχικών δυνάμεων, ενώ το 25ο όριζε το τέλος των εχθροπραξιών τη μεσημβρίαν της ημέρας της υπογραφής, η οποία και ήταν η επομένη, δλδ η 31 Οκτωβρίου).

Οι Σύμμαχοι περίμεναν ότι ο Σουλτάνος (Μωάμεθ Στ΄) θα τηρούσε την Συνθήκη και την τάξη. Γρήγορα όμως διαψεύστηκαν καθώς ο οθωμανικός στρατός βρισκόταν σε διάλυση και ενώ ταυτοχρόνως αναπτυσσόταν ένα μαζικό κίνημα αντίστασης από τους μουσουλμάνους των πόλεων και της υπαίθρου αρχικά με τη μορφή του αντάρτικου. Στην ηγεσία του βρέθηκε μια ομάδα εθνικιστών αξιωματικών του παλιού στρατού με επικεφαλής τον Μουσταφά Κεμάλ.

(Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν ξεκινήσει τη πολιτική τους διαδρομή ως μέλη της στρατιωτικής οργάνωσης της «Επιτροπής Ένωση και Πρόοδος» («Νεότουρκοι» όπως έμειναν γνωστοί) και είχαν ηγηθεί της επανάστασης του 1908 εναντίον του σουλτάνου. Πολύ γρήγορα όμως συμβιβάστηκαν μαζί του και έγιναν η κυβέρνηση που έβαλε την Οθωμανική Αυτοκρατορία στον πόλεμο. Η εθνικιστική τάση που επικράτησε τελικά μεταξύ των Νεοτούρκων έβαλε ταυτοχρόνως μπροστά σχέδιο για την δημιουργία ενός τουρκικού έθνους στηριγμένο πάνω στις μουσουλμανικές μάζες της αυτοκρατορίας).

Η δύναμη του «κεμαλικού» κινήματος μόνο σε μικρό μέρος της προερχόταν από τις ρίζες του στους Νεότουρκους. Εξέφραζε μεν τα συμφέροντα μιας αστικής τάξης αλλά κατάφερε να ξεσηκώσει τους αγρότες της Ανατολίας που όχι μόνο είχαν γνωρίσει τι σήμαινε ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση αλλά και είχαν αρχίσει να αποκτούν μαζικά εθνική συνείδηση. Αψηφούσαν ακόμη και τους αφορισμούς που διάβαζαν οι ιμάμηδες σε βάρος των «άπιστων» του Κεμάλ.

Έτσι η Αντάντ ανέλαβε από μόνη της να επιβάλλει τους όρους της Συνθήκης.


4.  Η ιμπεριαλιστική επέμβαση

Τον Μάρτιο του 1919 το ιταλικό εκστρατευτικό σώμα ξεκίνησε επιχειρήσεις στην περιοχή της Αττάλειας. Η απάντηση της Βρετανίας ήταν η αποστολή ελληνικού εκστρατευτικού Σώματος στη Σμύρνη: το Συμμαχικό Συμβούλιο με πρόταση του πρωθυπουργού της Βρετανίας Λόϊδ Τζορτζ έδωσε αιφνιδιαστικά την συμμαχική εντολή στην 1η Μεραρχία του ελληνικού στρατού να αποβιβαστεί στη Σμύρνη (2/14 Μαΐου του 1919). Το πρόσχημα ήταν η προστασία του χριστιανικού (και όχι μόνο) πληθυσμού από (υπαρκτές)αυθαιρεσίες (οι οποίες έφταναν μέχρι και διωγμούς λόγω των εξεγέρσεων των χριστιανικών πληθυσμών και της συμπάθειας με την οποία αυτοί έβλεπαν τους Συμμάχους) αλλά στην ουσία απέβλεπε στην επιβολή της Συνθήκης του Μούδρου κάτι που αδυνατούσε να κάνει ο σουλτάνος.

Μέσα σε δυο εβδομάδες από την αποβίβαση των ελληνικών δυνάμεων είχε καταληφθεί ολόκληρη η περιοχή των σαντζακίων Σμύρνης και Αϊδινίου ενώ μέχρι το τέλος του ίδιου μήνα ο Μουσταφά Κεμάλ είχε αρχίσει να κινητοποιεί τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς και να τους καλεί να αντισταθούν στην ελληνική κατοχή η οποία μέχρι το καλοκαίρι του 1920 περιοριζόταν στα όρια της «ζώνης της Σμύρνης».


4.1 Η αιτιολογική βάση της ελληνικής επέμβασης και τα πραγματικά συμφέροντα πίσω από αυτήν

Η ελληνική πλευρά, ακόμη και σήμερα, ισχυρίζεται ότι η επέμβαση στην Μ. Ασία έγινε επειδή εκεί υπήρχαν μεγάλοι ελληνικοί πληθυσμοί με βαθιές ρίζες στην αρχαιότητα που μάλιστα κινδύνευαν με αφανισμό. Στο δεύτερο υπάρχει μια βάση καθώς ο τουρκικός εθνικισμός προσπαθούσε να δημιουργήσει ένα ενιαίο τουρκικό έθνος στηριγμένο πάνω στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς και οι χριστιανοί (ελληνορθόδοξοι, αρμένιοι ή άραβες) δεν «κολλούσαν» ικανοποιητικά με αυτόν τον στόχο. Όμως το πρώτο μέρος του ισχυρισμού έρχεται σε αντίθεση με την ιστορική πραγματικότητα. Οι Έλληνες της Μ. Ασίας ήταν/αισθάνονταν περισσότερο ρωμηοί παρά Έλληνες όπως σημείωνε και ένας Έλληναςδιπλωμάτηςήδητο1907:

«Ένιοι των μάλλων αμαθών και απλοϊκωτέρων ομογενών, οίτινες ουδέμία Ελληνικήν λέξιν γιγνώσουσι ηξεύρουσι μεν ότι είνε Ορθόδοξοι Ρωμαίοι (Ρουμ), ους αποκαλούσαν αυτούς επισήμως οι Τούρκοι, ασθενήν όμως και συγκεχυμένην ιδέαν έχουσι περί των εθνικών δεσμών αυτών μετά των Γιουνάν (Ιώνων) ως αποκαλούνται τουρκιστί οι Έλληνες του Βασιλείου της Ελλάδος (Γιουνανιστάν)» (Σπ. Γ. Πλουμίδης, «Τα Μυστήρια της Αιγηϊδος - Το Μικρασιατικό Ζήτημα στην Ελληνική Πολιτική (1891-1922)»).

Κυρίως όμως δεν συμφωνούσαν με τους ελληνικούς ισχυρισμούς ακόμη και οι στατιστικές του ελληνικού κράτους. Στο βιλαέτι της Ανδριανούπολης (σημερινή ενιαία Θράκη) η στατιστική Σωτηριάδη παρουσίαζε ως Έλληνες το 35% του πληθυσμού (το 50% παρουσιάζονταν ως μουσουλμάνοι/«Τούρκοι») ενώ στην ελληνική «ζώνη των Σεβρών» πλην του καζά της Σμύρνης -όπου υπερτερούσαν οι ρωμηοί/Έλληνες- η αναλογία Ελλήνων/Τούρκων ήταν ½. Όσο προχωρούσαμε πιο ανατολικά τα ποσοστά των μουσουλμάνων/«Τούρκων» γίνονταν συντριπτικά υψηλότερα. Μόνο στο βιλαέτι της Τραπεζούντας εμφανιζόταν και πάλι μια μεγάλη ελληνική μειονότητα (353 χιλ. Έλληνες έναντι 957 χιλ. Τούρκων κατά τον Σωτηριάδη ή 260 χιλ. Έλληνες έναντι 1.187 χιλ. Τούρκων κατά την οθωμανική απογραφή).

Τα πραγματικά ελατήρια -πέρα από τα προσχήματα- ήταν τα υλικά συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου όπως αυτά απέρρεαν από τον ρόλο του ως «αντιπροσώπου» του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Το ελληνικό τραπεζικό κεφάλαιο (σε συνεργασία με το γαλλικό) είχε διεισδύσει βαθιά στην οικονομία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ενώ οι εφοπλιστές έπαιζαν επίσης πρωταγωνιστικό ρόλο και στο εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας. Κι αυτές ακριβώς οι θέσεις κινδύνευαν πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο: «διαγραφόταν η απώλεια για την ελληνική αστική τάξη της σημαντικότερης οικονομικής ενδοχώρας της» (Χρήστος Χατζηιωσήφ, «Η Μπελ Επόκ του Κεφαλαίου» στο Όψεις Πολιτικής και Οικονομικής Ιστορίας 1900-1940, Βιβλιόραμα 2009, σελ. 251). Εξάλλου, όπως σημειώνει ο Πλουμίδης (ο.π.π., σελ. 66) «έως τις αρχές του 20ού αιώνα το έμπρακτο ενδιαφέρον του ελληνικού κράτους για τον Μικρασιατικό Ελληνισμό ήταν από ισχνό έως ανύπαρκτο».

Το «ενδιαφέρον» των ελληνικών κυβερνήσεων για τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μ. Ασίας φάνηκε τόσο από την απόρριψη της πρότασης της σοβιετικής κυβέρνησης να μεσολαβήσει ώστε να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση υπέρ της ελληνικής μειονότητας (βλ. παρακάτω: «Τα κλεμμένα») όσο και από το ότι εγκατέλειψαν αβοήθητους τους δυστυχείς άμαχους μικρασιάτες ρωμηούς στην διάθεση του κεμαλικού στρατού και των τσετών κατά την κατάρρευση του μετώπου το 1922 (όχι μόνο τους άφησαν απληροφόρητους για την άτακτη υποχώρηση αλλά και απαγόρευσαν –ομού βενιζελικοί και φιλομοναρχικοί- με νόμο που ψηφίστηκε τον Ιούλιο του 1922 κάθε «αποβίβασιν […] προσώπων ομαδόν αφικνουμένων εκ της αλλοδαπής» άνευ ταξιδιωτικών εγγράφων –ΦΕΚ 119/Α/1922). 

Το 1924 η απόφαση του Α’ Συνεδρίου των Παλαιών Πολεμιστών, γραμμένη από τον Παντελή Πουλιόπουλο που είχε πρωταγωνιστήσει στη δράση των αντιπολεμικών ομίλων στις μονάδες του μετώπου, ανέφερε:

«Με τα μάτια μας είδαμε το ψέμμα το εθνολογικό: οι Έλληνες δεν αποτελούσαν σ’ όλες εκείνες τις περιφέρειες ούτε το ένα πέμπτο και στα μέρη που είσαν πιο συγκεντρωμένοι δεν έφθαναν ούτε στο ήμισυ του άλλου πληθυσμού. Όταν το είδαμε αυτό το ψέμμα δεν παραξενευτήκαμε πολύ. Πόσο είχαμε συνηθίσει να ζούμε μέσα στο ψέμμα! Ακόμα και στο έγκλημα μας εσυνήθισαν. Πόσοι από μας –ας μην το ξεχνούμε- δεν έκαναν άγριες πράξεις εις βάρος αθώων πληθυσμών, έτσι από συνήθεια, χωρίς να το θέλουν, παρόμοια όπως οι βάρβαροι Τούρκοι. Πράξεις για τις οποίες τώρα μετανοούν βέβαια».

  


 


 


 Έλληνες και Τούρκοι του Πόντου (βιλαέτια Τραπεζούντας, Κασταμονής και Σεβάστειας)

 


Χάρτης με τα βιλαέτια της Μ Ασίας και τα ποσοστά ελληνικού πληθυσμού σύμφωνα με μια οθωμανική και μια ελληνική απογραφή. Στον έγχρωμο χάρτη με γαλάζιο χρώμα οι περιοχές με ρωμηούς/Έλληνες κατοίκους


 

 

Τον Μάιο του 1920 οι εξεγερμένοι εθνικιστές συγκάλεσαν στην Άγκυρα τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση. Έτσι συγκρότησαν στην ουσία μια επαναστατική εξουσία υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ χωρίς όμως να καταργήσουν τον σουλτάνο. Το πρώτο μέλημα του Κεμάλ ήταν να αρχίσει η οργάνωση του εθνικού λαϊκού στρατού.

Από την πλευρά τους, το καλοκαίρι του 1920, τα ελληνικά στρατεύματα άρχισαν να προελαύνουν σε εδάφη έξω από την «ζώνη Σμύρνης» πιθανώς για να κερδίσει η κυβέρνηση και επιπλέον εδάφη στην επερχόμενη Συνθήκη των Σεβρών. Στις 6 Ιουνίου η ελληνική στρατιά άρχισε να προελαύνει προς βορρά και έως το τέλος του Οκτωβρίου είχε πετύχει να καταλάβει τη γραμμή Νικομήδεια - Προύσσα - Ουσάκ.


4.2 Η Συνθήκη των Σεβρών

Στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου του 1920 –σχεδόν δυο χρόνια μετά την ταπεινωτική Συνθήκη του Μούδρου- υπογράφηκε μεταξύ των χωρών της Αντάντ και της κυβέρνησης του σουλτάνου η ακόμη πιο ταπεινωτική Συνθήκη των Σεβρών που συρρίκνωνε την οθωμανική αυτοκρατορία στο 1/3 των εδαφών της.

Οι όροι της Συνθήκης των Σεβρών:

Τα Δαρδανέλλια και ο Βόσπορος θα έμπαιναν σε καθεστώς διεθνούς ελέγχου και διοίκησης, εξασφαλίζοντας έτσι τον ελεύθερο διάπλου των Στενών (πλέον Διεθνές Κανάλι) για εμπορικά αλλά και πολεμικά πλοία, τόσο σε περίοδο ειρήνης, όσο και σε εποχή πολέμου.

Οι πόλεις Μέκκα, Μεδίνα και ολόκληρο το βιλαέτι της Χετζάζης θα γινόταν ανεξάρτητο βασίλειο υπό Βρετανική επικυριαρχία. Το Ιράκ και η Παλαιστίνη θα τελούσαν υπό Βρετανική «Εντολή», η Αραβία θα γινόταν Βρετανικό προτεκτοράτο, ενώ η Αίγυπτος και η Κύπρος θα επισημοποιούνταν ως Βρετανικές κτήσεις.

Η Συρία, ο Λίβανος και η Κιλικία (βιλαέτια Αδάνων, Χαλεπίου και Σεβάστειας) θα έμπαιναν υπό Γαλλική «Εντολής».

Η Ιταλία αποκτούσε επίσημα τα Δωδεκάνησα, ενώ η οθωμανική αυτοκρατορία όφειλε να αναγνωρίσει την Ιταλική κυριαρχία της Τριπολίτιδας. Έπρεπε, ακόμη, να αποδεχτεί οικονομικές παραχωρήσεις προς την Ιταλία στα εδάφη της Νότιας Μικράς Ασίας, αλλά και την προσωρινή κατάληψη αυτών των εδαφών, έως ότου οριστικοποιούνταν οι όροι της συνθήκης ειρήνης.

Το Κουρδιστάν θα αποκτούσε αυτόνομη κρατική οντότητα, ενώ η (οθωμανική) επαρχία της Αρμενίας θα γινόταν ανεξάρτητο κράτος.

Η Τουρκική Οικονομία θα έμπαινε κάτω από διεθνή έλεγχο, με τις Βρετανία, Γαλλία και Ιταλία να αναλαμβάνουν τόσο τη μείωση, όσο και τη διαχείριση του Οθωμανικού Χρέους (1881). Τα περιουσιακά στοιχεία της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας στην οθωμανική αυτοκρατορία θα απαλλοτριώνονταν και θα μεταβιβάζονταν στο Ταμείο της Επιτροπής Πολεμικών Αποζημιώσεων. Γερμανικά κεφάλαια που είχαν επενδυθεί εκεί θα υπόκεινταν σε ρευστοποίηση. Η οθωμανική αυτοκρατορία θα υποχρεωνόταν να διατηρεί μόνο έναν περιορισμένο στρατό (έως και 50.000 ανδρών), υπό καθεστώς διεθνούς επιτήρησης. Σε διεθνή έλεγχο θα περιέρχονταν και όλα τα λιμάνια, όπως και οι σιδηροδρομικές της γραμμές.

Προφανώς η Συνθήκη των Σεβρών δεν ήταν δυνατόν να γίνει αποδεκτή από τις επαναστατικές τουρκικές δυνάμεις…


 

5. Πόλεμος και ταξική πάλη – ένας πόλεμος μέσα στον πόλεμο

Η συμμετοχή της χώρας σε έναν σχεδόν συνεχή πόλεμο δεκαετίας δεν σήμαινε μόνο ανθρώπινες απώλειες. Επάνω σε αυτές προστίθονταν οικονομικές ζημιές, μεγάλοι φόροι για την χρηματοδότηση των πολέμων και έλλειψη εργατικών χεριών που γονάτιζαν τα μεσαία και φτωχά νοικοκυριά. Όπως αναφέρει ο Χρ. Χατζηιωσήφ (ο.π.π, σελ. 254-255):

«Ο Α΄ΠΠ […] όξυνε σε πρωτοφανή βαθμό για την κοινωνία του ελληνικού κράτους, τις κοινωνικές ανισότητες. […] Στη χρηματιστηριακή φρενίτιδα και την ίδρυση των εταιρειών συμμετείχε μια μειονότητα του συνολικού πληθυσμού. Αντίστροφα, ο πληθωρισμός, οι ελλείψεις των βασικών αγαθών, η στράτευση των παραγωγικών ηλικιών δεν έπληξαν εξίσου όλους αλλά κυρίως τους εργάτες των πόλεων και τους αγρότες ορισμένων εμπορικών καλλιεργειών όπως οι σταφιδοπαραγωγοί».

Έτσι, παρά τις πολεμικές επιτυχίες, σταδιακά, τόσο στα πολεμικά μέτωπα της Μ. Ασίας όσο και στα μετόπισθεν, άρχισε να αναπτύσσεται όλο και πιο έντονα η απαίτηση να βρεθεί κάποια λύση και να επιστρέψουν οι στρατευμένοι στα σπίτια τους. Με αυτή την θέση συμφωνούσε αρχικά και η πλευρά των φιλομοναρχικών που βρίσκονταν στην αντιπολίτευση. Προφανώς λοιπόν δεν είναι παράξενο ότι και κατά την διάρκεια της εκστρατείας αναπτύχθηκαν μαζικοί εργατικοί αγώνες:

«[…] Ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους οι απεργίες του 1918 και ιδίως εκείνες του καλοκαιριού του 1919 μπόρεσαν να γενικευθούν και να πάρουν μαζικές διαστάσεις ήταν ακριβώς ότι οι μισθωτοί είχαν υποστεί επί σειρά ετών συνεχή μείωση του πραγματικού εισοδήματός τους, τη στιγμή που ένα μέρος των κεφαλαιούχων πραγματοποιούσε πρωτοφανή κέρδη» (Χρ. Χατζηιωσήφ, ο.π.π.).

5.1 Το ΣΕΚΕ

Η περίοδος της Μικρασιατικής Εκστρατείας συνέπεσε χρονικά με την δημιουργία του πρώτου εργατικού κόμματος στην Ελλάδα ως αποτέλεσμα της επανάστασης των μπολσεβίκων. Το ΣΕΚΕ (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος) ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 1918 όταν η Γερμανική Επανάσταση έβαζε τέλος στον Α ΠΠ. Σε αντίθεση με τους προϋπάρξαντες σοσιαλιστικούς ομίλους ήταν ένα κόμμα που αναφερόταν ευθέως στον επαναστατικό μαρξισμό και στόχευε στην «ανατροπήν της διεθνούς κεφαλαιοκρατίας και τον θρίαμβον του διεθνούς σοσιαλισμού». Μάλιστα στο Δεύτερο Συνέδριό του, τον Απρίλιο του 1920, ο γραμματέας του κόμματος διακήρυσσε ότι:

«Το κόμμα μας δεν παραδέχεται, μάλιστα είναι εντελώς αντίθετον, την ουτοπικήν ιδέαν της διά του κοινοβουλίου καταλήψεως της πολιτικής εξουσίας υπό των εργαζομένων τάξεων […] Πιστεύομεν αντιθέτως ότι η πραγματοποίησις του τελικού σκοπού του αγώνος μας, η κατάληψις της πολιτικής εξουσίας υπό των εργαζομένων τάξεων δεν δύναται να γίνη παρά μόνον επαναστατικώς και δια της μεταβατικής περιόδου δικτατορίας των εργατικών και αγροτικών οργανώσεων».

Ήταν όμως ταυτοχρόνως και ένα κόμμα διεθνιστικό. Γι’ αυτό και από την πρώτη στιγμή κατήγγειλε την Μικρασιατική Εκστρατεία ως έναν επικίνδυνο τυχοδιωκτισμό του ελληνικού κεφαλαίου που με πρόσχημα την «απελευθέρωση των υπόδουλων αδελφών» στόχευε στην συμμετοχή του στην μοιρασιά της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μετά την μεγάλη απεργία των καπνεργατών της Ανατ. Μακεδονίας (Απρίλιος του 1920) η ΚΕ του κόμματος απηύθηνε μια προκήρυξη στους απεργούς στην οποία σημείωνε:

«H αστική τάξις […] ανέλαβε κι έναν άλλον αγώνα, να γίνη ο φρουρός των κεφαλαιοκρατών της Ευρώπης και της Αμερικής. Με την ασυνειδησία που την χαρακτηρίζει προεξόφλησε την θέληση της εργατικής μας τάξεως στη διεθνή κεφαλαιοκρατία και γι’ αυτό διπλά ενδιαφέρεται να μας κρατά υποδουλωμένους σκλάβους».

Τον Αύγουστο του 1920 έβγαλε μια –άκρως μπολσεβικική-διακήρυξη για την Συμφωνία των Σεβρών:

«Η ειρήνη την οποία πανηγυρίζουν είναι εκείνη που καθιερώνει την ιδικήν μας δυστυχία και την ιδικήν των κυριαρχίαν. Είναι ειρήνη μεταξύ των αστικών τάξεων των κυρίων μας, εναντίον των εργαζομένων τάξεων των δούλων. Η πατρίς, της οποίας ιδιοποιούνται το όνομα, η πατρίς των, για την οποία μας έστειλαν να πολεμήσουμε, δεν είναι παρά η γεωγραφική εκείνη έκτασις επί της οποίας απλώνεται η εκμεταλλευσίς των. Το μεγάλωμά της δια το οποίον πανηγυρίζουν είναι η επέκτασις των ορίων της εκμεταλλεύσεώς των, και της προσοδοφόρου τοποθετήσεως των κεφαλαίων των...

Η ώρα του πολέμου έφθασεν! Ο εχθρός ευρίσκεται εντός των συνόρων και όχι πέραν αυτών! Είναι αυτοί οι εκμεταλλευταί μας οι οποίοι κρύπτονται όπισθεν των διαφόρων αστικών κομμάτων και οι οποίοι εμφανίζονται ενώπιον του λαού με πατριωτικά και εθνικιστικά ενδύματα, ενώ οι ίδιοι ως εργοδόται, ως τραπεζίται, ως τοκισταί, ως γαιοκτήμονες, ως έμποροι, ως πολιτικοί, τυραννούν και καταπιέζουν τον τόπο. Αυτοί είναι οι πραγματικοί -οι φυσικοί- εχθροί μας».

Εντούτοις το ΣΕΚΕ, με τις μικρές του δυνάμεις, δεν ήταν αυτό που δημιούργησε το αντιπολεμικό κίνημα. Αυτό δημιουργήθηκε σταδιακά μέσα στον ίδιο τον κόσμο από τα δεινά του πολέμου και το αδιέξοδο των επιχειρήσεων αλλά και από την αρχική στάση της φιλομοναρχικής αντιπολίτευσης. Το ΣΕΚΕ ήταν αυτό που έβαλε τον διεθνιστικό χαρακτήρα στην απαίτηση για το τέλος του πολέμου γι’ αυτό και κράτησε την θέση του ακόμη και όταν οι φιλομοναρχικοί κέρδισαν τις εκλογές (1/14 Νοεμβρίου 1920) και, παρά τις προεκλογικές τους υποσχέσεις, όχι μόνο συνέχισαν τις πολεμικές επιχειρήσεις αλλά τις επεξέτειναν και μέχρι την Άγκυρα.Όπως σημείωνε σε μια προεκλογική της προκήρυξη η ΚΕ του ΣΕΚΕ δεν είχε την αυταπάτη ότι μπορούσε «να αναλάβη την εξουσίαν» είχε όμως την πεποίθηση ότι «[η] εργατική τάξις της χώρας μόλις κατά τον πόλεμονήρχισε να αφυπνίζεται και να οργανώνεται, μόλις τώρα ανέλαβε τον αγώνα διά την αφύπνισιν και την οργάνωσιν όλων των εργαζομένων και πασχουσών λαϊκών τάξεων»:

Προς τον λαόν των εργατών, υπαλλήλων, επαγγελματιών, μικροαστών και χωρικών

[…]

Ο λαός υπέφερε, εδιώχθη, εφυλακίσθη, εξωρίσθη, εδάρη, ετουφεκίσθη, επείνασε, εδυστύχησε. Ο πόλεμος, η τρομοκρατία και η εκμετάλλευσιςηύξησαν την δυστυχίαν και την αθλιότητά του εις σημείον που υπερβαίνει τα όρια της ανθρωπίνης αντοχής. Ο εργάτης, ο χωρικός, ο υπάλληλος, ο μικροαστός και ο μικροεπαγγελματίας, αντιμετωπίζει σήμερα τη φτώχεια και τη δυστυχία υπό την πλέον απαίσιά της μορφή, ενώ οι πατριδέμποροι σκορπούν επιδεικτικώς εις τους δρόμους τον κλεμένο ιδρώτα του δυστυχισμένου λαού.

Αυταί ήσαν για τον λαόν αι συνέπειαι της μεταξύ των δύο αστικών μερίδων πάλης, εις την οποίαν δυστυχώς δεν ημπόρεσε να παραμείνει ξένος. Τα δύο αυτά κόμματα είναι εκείνα που εμφανίζονται σήμερα και πάλιν ενώπιον του λαού, διεκδικούντα την ψήφον του και την εξουσίαν.

Το ένα εκπροσωπεί μίαν συμμορίαν ληστών, οι οποίοι, ενώ ο μισός ελληνικός λαός ερρίχνετο εις τας φυλακάς και ο άλλος μισός εστέλετο να σκοτωθή εις τα διάφορα μέτωπα, επλούτιζαναισχροκερδούντες και εκμεταλλευόμενοι το αίμα και τον ιδρώτα του, τη συνενοχή και τη υποστηρίξει του κράτους. Είναι οι άνθρωποι που γυρίζουν ολημερίς με τα πολυτελή αυτοκίνητά των εις τους δρόμους προβάλλοντες κατά τον πλέον αναίσχυντον τρόπον κατά πρόσωπον της λαϊκής δυστυχίας τα κλεμμένα πλούτη των. Είναι οι άνθρωποι που έχουν συμφέρον να διατηρήσουν με κάθε τρόπον το σημερινόν καθεστώς της βίας και της τρομοκρατίας για να κρατήσουν την εξουσίαν και τας ατίμως αποκτηθείσας περιουσίας των, για να συνεχίσουν το έργον της εκμεταλλεύσεως των εργαζομένων λαϊκών τάξεων.

Το άλλο εκπροσωπεί εκείνους, οι όποιοι μείναντες μακράν της εξουσίας, εστερήθησαν όλων αυτών των αγαθών, τα οποία τώρα προσπαθούν να αποκτήσουν. Εκπροσωπεί τον παλαιόν πολιτικόν κόσμον της Ελλάδος τον βουτηγμένον εις τον βούρκον της φαυλότητος, τον προσπαθούντα να αρπάξη την ψήφον του λαού, για να αναρριχηθεί εις την ράχην του, τον αποπειρώμενον να γυρίση πίσω εις την πολιτικήνζωήν μαζί με όλας τας απηρχαιωμέναςπολιτικάς και κοινωνικάς αντιλήψεις του, σέρνων μαζί του μίαν στρατοκρατικήν τάξιν, η οποία εδημιουργήθη με τους βαλκανικούς πολέμους γύρω εις την βασιλικήν αυλήν και της οποίας την πίεσιν και την αυθαιρεσίαν έλαβε ο λαός την ευκαιρίαν να γνωρίση και να αισθανθή κατά την κωνσταντινικήν περίοδον την τόσο φρικώδη, όσον η σημερινή περίοδος της βενιζελοκρατίας. Και τα δύο κόμματα, κόμματα της ίδιας ληστρικής τάξεως εκπροσωπούν τον πόλεμον. Η ουδετερότης, η ειρήνη, αι συνταγματικαίελευθερίαικατήντησαν λέξεις κεναί, πίσω από τας όποιας εκδηλώνεται καθαρά η άμιλλα μεταξύ των δύο μερίδων, ποία θα προσφέρει τας περισσοτέρας υπηρεσίας εις τους ισχυρούς της Ευρώπης σπρώχνουσα τον λαόν από πόλεμον εις πόλεμον μέσα εις τα βάθη της Ανατολής, διά να έχει την πολιτικήν των υποστήριξιν, διά να επιβληθεί διά της δυνάμεώς των επί του ελληνικού λαού. Και εις των δύο την σημαίαν είναι χαραγμέναι αι λέξεις: "Εκμετάλλευσις - αίμα".

[…]

Το σφυρί - δρεπάνι μέσα στο κόκκινο φως του ηλίου που ανατέλλει είναι το σήμα του Σοσιαλιστικού εργατικού κόμματος που συμβολίζει την ελευθερία, την ειρήνη και την εργασία, το νέο κόσμο των εργατών και των χωρικών. Μ' αυτό το σήμα αγωνίζονται σήμερα σ' όλο τον κόσμο οι εργάτες και χωρικοί και όλοι οι εκμεταλλευόμενοι και πιεζόμενοι από την τάξη των αέργων εκμεταλλευτών, των ψευτοπατριωτών και των απατεώνων. Με το ίδιο σήμα, σύμβολο του κοινού αγώνος των εκμεταλλευομένων και πιεζόμενων όλης της γης, κατέρχεται στας εκλογάς το Σοσιαλιστικό εργατικό κόμμα και ζητεί να το ψηφίσετε.

Ολοι με θέληση και με πίστη πρέπει να υποστηρίξετε τας τιμίας κάλπας των σοσιαλιστών, να δώσετε υπέρ αυτών την ψήφο σας, με την πεποίθηση ότι έτσι ψηφίζετε κατά του πολέμου, κατά της τυραννίας, κατά της εκμεταλλεύσεως.

Ολοι με το σύνθημα: "Σφυρί - δρεπάνι".

Ολοι με το κήρυγμα: "Κάτω ο πόλεμος! Κάτω η τυραννία! Ζήτω ο διεθνής σοσιαλισμός!".

Αθήναι 27 Σεπτεμβρίου 1920

Η Κεντρική Επιτροπή

 

 

 6. Η τελική φάση της εκστρατείας

Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920 πρωθυπουργός της κυβέρνησης ορκίστηκε ο Δημήτριος Ράλλης ενώ ο Βενιζέλος, που δεν εξελέγη καν βουλευτής(!), αναχώρησε για το εξωτερικό. Κάνοντας στροφή 180ο σε σχέση με τις υποσχέσεις της η κυβέρνηση των φιλομοναρχικών αποφάσισε να συνεχίσει τον πόλεμο.

Στις 6/12/1920, μετά από δημοψήφισμα, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επέστρεψε στην Ελλάδα. Η επιστροφή του και η αδυναμία του ελληνικού στρατού να επιβάλλει λύσεις προκάλεσαν την σταδιακή αλλαγή και της στάσης των χωρών της Αντάντ υπέρ του Κεμάλ τον οποίο απέσπασαν από την επιρροή των μπολσεβίκων που μέχρι τότε τον υποστήριζαν με τα λίγα μέσα που είχαν και ελπίζοντας να τον εντάξουν σε ένα ευρύ αντι-ιμπεριαλιστικό κίνημα των λαών των αποικιών.

Χωρίς πλέον συμμαχίες στο εξωτερικό, με καταπονημένο στράτευμα, σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον και με τον κεμαλικό στρατό (και τους “άτακτους” τσέτες) να φθείρουν τον εγκλωβισμένο στις επιλογές του ελληνικό στρατό η στρατιωτική ηγεσία αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα που, όπως αποδείχτηκε ήταν ένα άλμα στο κενό: να κυνηγήσει τον Κεμάλ στα βάθη της Ανατολίας και να τον συντρίψει.

Στις 24/3/1921 το επιτελείο του ελληνικού στρατού αποφάσισε προέλαση ανατολικότερα προς τη γραμμή Εσκί Σεχίρ - Κιουτάχεια –Αφιόν Καραχισάρ .

Στις 29 Μαΐου 1921 (συμβολική ημερομηνία) ο βασιλιάς Κωνσταντίνος αποβιβάσθηκε στη Σμύρνη και συμμετείχε σε ευρεία στρατιωτική σύσκεψη, όπου ορίστηκε ως στόχος η κατάληψη της Άγκυρας.

Στις 27 Ιουνίου /10 Ιουλίου 1921 άρχισε η επίθεση των ελληνικών στρατευμάτων από τέσσερα σημεία με σκοπό με στόχο την κατάληψη της Άγκυρας. Σε πρώτη φάση καταλήφθηκαν η Κιουτάχεια και το Δορύλαιο (Εσκή - Σεχίρ).

Στις 6 Ιουλίου 1921, οι ίδιες δυνάμεις ενισχυόμενες από δυο μεραρχίες πεζικού και τη μεραρχία ιππικού που είχαν εξορμήσει από Τουμπλού Μπουνάρ και Ουσάκ, κατέλαβαν και τον κόμβο του Αφιόν Καραχισάρ.

Στις 4/17 Αυγούστου 1921 ο ελληνικός στρατός πέρασε τον Σαγγάριο και έφτασε έξω από την Άγκυρα.

Στις 28 Αυγούστου 1921 ο τουρκικός στρατός αντεπιτέθηκε με δύναμη και τη νύχτα της 30ης προς 31η Αυγούστου η ελληνική στρατιά αναγκάσθηκε να συμπτυχθεί επιστρέφοντας στις θέσεις εξόρμησής της (Νικομήδεια-Εσκή Σεχίρ-Σεϊντί Γαζή-Κιουτάχεια-Αφιόν Καραχισάρ-ποταμός Μαίανδρος).

Οι δυο στρατοί παρέμειναν στις θέσεις τους επί μήνες ενώ αναπτύσσονταν διπλωματικές πρωτοβουλίες για ειρήνευση. Οι κεμαλικοί απαιτούσαν την συνθηκολόγηση και αποχώρηση της ελληνικής στρατιάς ενώ ταυτοχρόνως με μυστική συμφωνία με την Γαλλία (Συνθήκη της Άγκυρας, 20/10/1921) ακύρωσαν την συνθήκη των Σεβρών. Στην συνέχεια Γαλλία και Ιταλία (5/4/1922) απομάκρυναν τα στρατεύματα τους αφήνοντας τις ελληνική και την τουρκική πλευρά να λύσουν τις διαφορές τους.

Στο διάστημα αυτό η δυσαρέσκεια ανάμεσα στους στρατιώτες φούντωνε όλο και περισσότερο. Το ίδιο συνέβαινε και στα μετόπισθεν.

Στις 15/2/1921, η “Πανεργατική Ένωση” του Βόλου σε συνεργασία με το τοπικό τμήμα του ΣΕΚΕ (Κ) κάλεσαν σε συλλαλητήριο για την αύξηση της τιμής του ψωμιού. Ακολούθησαν επεισόδια:

«Μετά το συλλαλητήριον οργανώθη διαδήλωσις [...] Εν ριπή οφθαλμού πόρτες, παράθυρα και τζάμια του μακαρονοποιείου θραύονται. Η μανία του εξεριθισθέντος πλήθους εκσπά εις το σπάσιμο των τζαμιών όλων των πέριξ καταστημάτων. [...] Η συμπάθεια των στρατιωτών εφαίνετο προς το μέρος των διαδηλωτών και οι αξιωματικοί φοβούμενοι, ίσως περιπλοκάς επικινδύνους πλέον, εδέχθησαν την πρότασιν. Το σπάσιμο είχε ήδη σταματήσει. Η διαδήλωση εσυνεχίσθη και από τα μπαλκόνια αναπετάσσοντο ερυθραί σημαίαι προς εξευμενισμόν των διαδηλωτών»(η περιγραφή από τον Αβραάμ Μπεναρόγια -ηγετικό στέλεχος του ΣΕΚΕ (Κ) εκείνη την περίοδο- στο «Η Πρώτη Σταδιοδρομία του Ελληνικού Προλεταριάτου»).

Λίγες μέρες μετά ξεκίνησε απεργία από τους σιδηροδρομικούς με βασικό αίτημα το 8ωρο. Όμως, γρήγορα–παρότι οι σιδηροδρομικοί δεν φημίζονταν για τον ριζοσπαστισμό τους- η απεργία μετατράπηκε σε μετωπική σύγκρουση με την κυβέρνηση (μάλιστα αρνήθηκαν να μεταφέρουν από την Καλαμάτα στην Αθήνα και τον Πατριάρχη Αντιοχείας που επρόκειτο να ευλογήσει τον γάμο του μετέπειτα βασιλιά Γεωργίου του Β΄).Τελικά η κυβέρνηση επιστράτευσε τους απεργούς και έστειλε περίπου 300 από αυτούς στο μέτωπο ως τιμωρία για να επανδρώσουν τις στρατιωτικές αμαξοστοιχίες. Εκεί όμως μετατράπηκαν σε μεταφορείς των φυλλαδίων και των παράνομων εφημερίδων που διακινούσαν οι κομμουνιστές φαντάροι στο μέτωπο.

Η δυσαρέσκεια των στρατιωτών γινόταν όλο και πιο έντονη. Μάλιστα στις 18 Ιουλίου, στην τελετή παρασημοφόρησης των σημαιών 22 συνταγμάτων από τον βασιλιά Κωνσταντίνο οι εξουθενωμένοι από τον πόλεμο άνδρες κραύγαζαν μπροστά του «Θέλομεν απόλυσιν! Απόλυσιν!». Ανάλογα έκτροπα παρατηρήθηκαν και στην Κιουτάχεια όταν άνδρες της 9ης Μεραρχίας περικύκλωσαν το αυτοκίνητο του πρωθυπουργού Δ. Γούναρη απαιτώντας να απολυθούν.

Το 1921 «έκλεισε» με την απεργία της Ομοσπονδίας Ηλεκτροκινήσεως (τραμ, ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, γκάζι και ηλεκτρικό της Αθήνας-Πειραιά). Ήταν τόσο απόλυτη η απεργία, που όταν «κατέβηκαν οι διακόπτες» έσβησαν τα φώτα στην Βουλή την ώρα που αγόρευε ο Γούναρης.


 

 

Οι θέσεις των εμπολέμων σε βίντεο




Στις 13 Αυγούστου του 1922 ο κεμαλικός στρατός πραγματοποίησε γενική επίθεση στο πιο αδύναμο σημείο των ήδη ανεπτυγμένων γραμμών του ελληνικού στρατού, στο Αφιόν Καραχισάρ. Την επομένη κιόλας ημέρα οι ελληνικές γραμμές διασπάστηκαν και ξεκίνησε η κατάρρευση. Οι ελληνικές δυνάμεις που κάλυπταν το κεντρικό και νότιο τμήμα του μετώπου και δεν αιχμαλωτίστηκαν υποχώρησαν άτακτα προς τα παράλια καταδιωκόμενα από τις εχθρικές μονάδες. Μόνο οι δυνάμεις του βόρειου τμήματος του μετώπου υποχώρησαν συντεταγμένα. Η κυβέρνηση έδωσε διαταγή να εκκενωθεί η Μικρά Ασία από τον στρατό. Η εκκένωση ολοκληρώθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου και στις (27Αυγούστου/)8 Σεπτεμβρίου οι κεμαλικές δυνάμεις μπήκαν στην Σμύρνη…

 

 

7. Οι «κακοί» υπήρξαν μόνο από την μια πλευρά;

Η εθνική μας αφήγηση, όπως και στους βαλκανικούς πολέμους, περιορίζεται στα εγκλήματα της άλλης πλευράς, εδώ των Τούρκων. Φυσικά είναι αναμφισβήτητο ότι τόσο στον Πόντο όσο και στην δυτική Μ. Ασία οι ρωμηοί/Έλληνες υπέστησαν διώξεις και έπεσαν θύματα αιματηρής εθνοκάθαρσης την πρώτη 20ετία του 20ου αι. Στις αυτοκρατορίες ήταν χαρακτηριστική η σκληρότητα με την οποία τιμωρούνταν όσοι εξεγείρονταν. Στην περίπτωση μας στην σκληρότητα αυτή προστέθηκε η γερμανική μεθοδικότητα που δίδαξε στο οθωμανικό κράτος την διάλυση των μειονοτήτων με εξοντωτικές μετακινήσεις/εκτοπίσεις πληθυσμών και ο νεοφυής εθνικισμός των Νεότουρκων που, μιμούμενοι τον σχηματισμό των εθνικών κρατών των Βαλκανίων, προσπάθησαν να δημιουργήσουν το τουρκικό νεωτερικό έθνος ισοπεδώνοντας τις ιδιαίτερες ταυτότητες των λαών της Ανατολίας. Το μίσος για τους «άλλους» έγινε ακόμη μεγαλύτερο εξαιτίας της εθνοκάθαρσης που υπέστησαν οι μουσουλμάνοι των Βαλκανίων την περίοδο 1912-18.Η συμμετοχή της Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική εισβολή ήταν ένας ακόμη λόγος των τουρκικών ακροτήτων.

Όμως τα εγκλήματα του ελληνικού στρατού -και ρωμηών ατάκτων- συνεχίστηκαν κατά την διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας και κορυφώθηκαν κατά την υποχώρηση. Ήδη την πρώτη μέρα της αποβίβασης των ελληνικών στρατευμάτων, με αφορμή πυροβολισμούς που έπεσαν εναντίον του ελληνικού αγήματος, ακολούθησαν εκτεταμένες βιαιότητες (φόνοι, βιασμοί, λεηλασίες και συλλήψεις) εναντίον των μουσουλμάνων της Σμύρνης με περισσότερους από διακόσιους νεκρούς. Τα ίδια έγιναν και κατά την είσοδο του ελληνικού στρατού στο Αϊδίνιο λίγες μέρες αργότερα (για να απαντήσουν εξίσου βίαια οι Τούρκοι σε βάρος των Ελλήνων όταν ανακατέλαβαν την πόλη). Σε αυτήν την πρώτη φάση ο ελληνικός στρατός συμμετείχε σε έναν φαύλο κύκλο αλληλοσφαγής του οποίου πρωταγωνιστές ήταν ομάδες ντόπιων μουσουλμάνων και χριστιανών που έλυναν εκκρεμείς λογαριασμούς προηγούμενων χρόνων. Η κύρια αποστολή του στρατού όμως παρέμενε η καταστολή του κεμαλικού αντάρτικου. Το έργο του γινόταν δυσκολότερο καθώς οι αντάρτες μπορούσαν εύκολα να αναμιχθούν με τον άμαχο πληθυσμό και έτσι τα αντίποινα επιβάλλονταν και σε αθώους άμαχους Τούρκους.

Τα πράγματα έγιναν χειρότερα όταν ο ελληνικός στρατός, μετά τον Μάρτιο του 1921, βρέθηκε σε εντελώς εχθρικές περιοχές και ξέφυγαν από κάθε έλεγχο κατά την υποχώρηση: δολοφονίες αμάχων, κάψιμο μουσουλμανικών χωριών, κλοπές και βιασμοί συνόδευαν κάθε βήμα του ελληνικού στρατού.    

Αντιγράφω σχετικά αποσπάσματα από περιγραφές αυτοπτών μαρτύρων που έζησαν τα γεγονότα από το άρθρο: «Μικρασιατική Εκστρατεία - The dark side of themoon»:

1)    Χριστούγεννα στο Κιοπρού Χισάρ(1920).

Το μεσημέρι μπήκαμε μέσα στο Κιοπρού Χισάρ. Οι τούρκοι φύγανε.[…]

Η βροχή είχε τώρα σταματήσει. Θαρρείς πως περίμενε να σταματήσει το κακό, για να σταματήσει εκείνη.

Μέσα στη λασπωμένη τουρκόπολη, γύριζαν τα μπουλούκια από αρματωμένους φαντάρους. Σπάγανε τις πόρτες και μπαίνανε μέσα στα σπίτια, στα μαγαζιά.

Όλη την ώρα άκουγες ξεφωνητά, γυναικείες φωνές, κλάματα, θρήνο. Που και που έπεφτε και καμιά ντουφεκιά.

Είδα μια ανοιχτή πόρτα και μπήκα. Λίγο μέσα απ’ το κατώφλι, φράζοντας το δρόμο, ήταν ξαπλωμένος ένας γέρος Τούρκος. Απ’ τα ρουθούνια του κι απ’ τα στήθια του έτρεχε πηχτό αίμα.

Μέσα γινότανε μεγάλη φασαρία. Δρασκέλισα το σκοτωμένο Τούρκο και ζύγωσα. Καμιά δεκαριά φαντάροι, αναμαλλιασμένοι, βρώμικοι, γεμάτοι λάσπες, ματωμένοι, κυλιόντουσαν χάμω, χτυπιόντουσαν αναμεταξύ τους, γελούσαν δυνατά, μπήγανε ξεφωνητά ηδονής και λύσσας. Και στη μέση κι από κάτω τους μια νεαρή Τουρκάλα, με σηκωμένα τα ρούχα, μισόγυμνη, ξεμαλλιασμένη, τσίριζε, έκλαιγε, παρακαλούσε, βογγούσε.

Μόλις μπήκα, κάποιος τους γύρισε και με κοίταξε και φώναξε:

-Έλα ρε Τάσο, έλα να πάρεις μεζέ!

Δεν ξέρω γιατί το είπε στα τούρκικα και ακόμα δεν ξέρω γιατί κι εγώ απάντησα στα τούρκικα:

-Ντροπή ρε παιδιά, ντροπή!

Η Τουρκάλα σαν άκουσε την κουβέντα κατάφερε να ξεφύγει από τα χέρια τους και ρίχτηκε πάνω μου, αγκαλιάζοντας τα πόδια μου, φωνάζοντας με ανατριχιαστική, κομμένη φωνή γεμάτη παρακάλιο:

-Κουλτάρ μπενίντιλ καρντασί, κουλτάρ! (Σώσε με αδερφέ στη γλώσσα, σώσε με!).

Οι άλλοι χαχάνιζαν και την τραβούσανε.

Παρακάλεσα, θύμωσα, έβρισα, θέλησα να τους φέρω στο φιλότιμο:

-Ντροπή ρε παιδιά! Μια γυναίκα! Ντροπή! Πόλεμο έχουμε.

Μα τίποτα. Ένας μάλιστα τράβηξε την ξιφολόγχη του σα μεθυσμένος, με τα μάτια θαμποκόκκινα, γυαλένια:

-Ασιχτίρ,«κύριος»! Να μη σου γ….καμιά Παναγία!

Έφυγα, ξαναδρασκελώντας και πάλι το σκοτωμένο Τούρκο, ενώ από πίσω μου ξαναφούντωσαν οι βλαστήμιες, οι βαριές σα μεθυσμένες αντρίκιες φωνές, τα ξεφωνητά της γυναίκας.

Όξω, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, οι δρόμοι και τα σπίτια φωτιζόντουσαν από τις κόκκινες, κολασμένες αναλαμπές των σπιτιών που λαμπαδιάζανε.

Και σαν γυρίζαμε πίσω στην αυγή, τα χίλια σπίτια του Κιοπρού Χισάρ ήταν ένας θαμπός κόκκινος καπνός, που από μέσα του ακουγόντουσαν ως πέρα μακρυά ένα γύρο τα ουρλιάσματα των σκυλιών και των γυναικών τα ξεφωνητά.

2) «Το ίδιο βράδυ», σημειώνει στο ημερολόγιό του ο πυροβολητής Βασίλης Μουστάκης, «φτάσαμε σε ένα χωριό που καιγόταν, κλαίνε μανάδες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες. Καίγονται σαν λαμπάδες τα αρχοντικά των μπέηδων και των πασάδων τα παλάτια. Ήταν η πρώτη φορά που ο ελληνικός στρατός άρχισε να βάζει φωτιά στα χωριά».

Εμπρησμοί χωριών αναφέρονται σχεδόν καθημερινά στα ημερολόγια των φαντάρων, τόσο καθ’οδόν προς το σφαγείο του Σαγγαρίου όσο και κατά την επιστροφή από αυτό:

3) «Το παν καίγεται κατά την αναχώρησιν, χωριά, σπαρτά, χόρτα και δέντρα, εάν υπήρχε κανένα» σημειώνει ο Αναστάσιος Στεφάνου, φωτογράφος του ελληνικού στρατού στις 30 Αυγούστου.

«Διέλευσις παρά χωρίων πυρποληθέντων και λεηλατηθέντων. Εικόνες φρίκης», διαβάζουμε σε ένα άλλο ημερολόγιο και πιο κάτω «Όσα χωριά εσυναντούσαμε εκαίοντο».

4) «Κατά τα χαράματα εφθάσαμεν εις τι χωρίον, ονομαζόμενον Μουλ, το οποίον εκαίετο, οι δε Τούρκοι κάτοικοι είχαν μαζευθή επάνω εις έναν λοφίσκον ψηλότερα από το χωριό και θρηνούσαν λυπητερά και φώναζαν. Εμείς δεν εγνωρίζαμεν τι λέγουν, όμως εκαίοντο τα σπίτια τους και όλα τα υπάρχοντά τους. Στο ερημωμένο χωριό ο κάθε φαντάρος επίταζε ό,τι έβρισκε, όλοι όμως νοιώθαμε συγκινημένοι ακούγοντας τις θλιβερές κραυγές τους».

5) «Εις όλα τα χωριά που διαβαίνομεν, βάζομεν φωτιά και τα καταστρέφομεν τελείως. Σιτάρια, εκτομμύρια οκάδες, εις τα αλώνια καίγονται μέχρι οκάς. Τα γυναικόπαιδα έξω των χωρίων οδύρονται προ του θλιβερού θεάματος. Τούτο εστίν ελευθερία!!!».

6) «Χρόνια και χρόνια παλεύανε να φτιάξουν ένα σπιτάκι, μια αχερώνα κι έτυχε να περάσουμε μεις να τους ξεκληρίσουμε. Μουγκρίζανε τα βόδια μέσα στις φλόγες. Κλαίγανε και ξεφωνίζανε οι γυναικούλες. Τα παιδάκια σπαρταρούσανε μπροστά μας. Μα εμείς άγριοι, φοβεροί, αιμοβόροι άνθρωποι μας οδηγούσαν. Ούτε συμπόνεση έχει, ούτε ανθρωπιά».

7) Ο Ανθυπολοχαγός Παντελής Πρινιωτάκις καταγράφει κι αυτός μια παρόμοια εικόνα: «Την τύχην των διαφόρων χωρίων ακολουθεί εμπρησμός των οικιών και των σιτηρών, τον οποίον οι δυστυχείς και άξιοι οίκτου κάτοικοι παρακολουθούν έντρομοι. Η κατάστασις είναι λυπηρά και αξιοθρήνητος».

8) «Όλα του κάμπου τα χωριά καίονται από το υποχωρούν Γιουνάν-ασκέρ το οποίον μεταλαμπαδεύει, επ’ευκαιρία της διαβάσεώς του, τα πραγματικά φώτα… του πολιτισμού. Δεν πρόκειται για αυθόρμητο ξέσπασμα,αλλά για την εφαρμογή συγκεκριμένης διαταγής του Επιτελείου. Το τελευταίο απαιτεί κατά την παλινδρομικήν αυτή κίνησιν (όπως βαφτίζει την υποχώρηση) «το παν να καίεται εφ’όσον δεν είναι δυνατόν να μετακομισθή».

9) «Μετά που φτάσαν οι δικές μας στρατιωτικές δυνάμεις βάλαν φωτιά στο χωριό και σήμερα που φτάσαμε ακόμα καίγεται. Οι κάτοικοι που είχαν μείνει ζωντανοί είναι όλοι συγκεντρωμένοι σ’ένα αρχαίο φρούριο, που είναι στη διάθεση των φαντάρων. Ό,τι τους βαστάει η ψυχή τους, άλλοι σκοτώνουνε τούρκους χωρικούς για αντίποινα, άλλοι ατιμάζουνε κορίτσια και γυναίκες».

10) Την επομένη της μάχης του Εσκί Σεχίρ, η ημερήσια διαταγή της 5ης Μεραρχίας καυτηριάζει δημόσια το γεγονός ότι «αι περίλαμπραι νίκαι» του εκστρατευτικού σώματος «ημαυρώθησαν λόγω ορισμένων εκτρόπων διαπραττομένων εις τρόπον ώστε να παρουσιάζηται ο Ελληνικός Στρατός πλέον άγριος και αυτού του τουρκικού. Στον κατάλογο των βαρβαροτήτων που διέπραξαν τα ολίγα καθάρματα, άτινα ασφαλώς δεν έχουσιελληνικόν αίμα, περιλαμβάνονται εμπρησμοί χωρίων, φόνοι αθώων χωρικών, ληστείαι και ατιμώσεις».

11) «Παρασκευή 9 Ιουλίου 1921. Άφιξις περί την 10ην νυχτερινήν εις χωρίον Αριμπερέν, πλησίον ποταμού. Το χωρίον ελεηλατήθη κυριολεκτικώς και διηρπάγη. Εγένοντο πολλαί ατιμώσεις υπό τα όμματα γονέων. Περιουσίαι και έπιπλα διηρπάγησαν διά προσωπικήν χρήσιν.

12) Ο Συνταγματάρχης Π. Παλαιολόγος ζητά από τους άντρες του να σεβαστούν μονάχα δύο χωριά, τα οποία θεωρούνται ειρηνόφιλα ή εν πάση περιπτώσει αμέτοχα της αντίστασης. Ακόμη και στα δύο αυτά χωριά, ωστόσο, οι στρατιώτες επιδίδονται σε βιασμούς γυναικών, βασανιστήρια και λεηλασίες. Κάθε γυναίκα, κάθε παιδί και κάθε αδύνατο μέρος είναι στη διάθεση του κάθε Έλληνα στρατιώτη. Ευτυχώς που λίγοι είναι αυτοί που έχουν κακούργικα ένστικτα και σκοτώνουν γυναικόπαιδα. Δεν έχουν τελειωμό οι διηγήσεις φαντάρων τι είδανε και τι κάνανε σε αυτό το διάστημα. Η εκστρατεία θα ολοκληρωθεί με το συστηματικό κάψιμο κάθε κατοικημένου τόπου. Η διαταγή λέει: «καταστρέψτε διά πυρός και τελείως όλα τα χωριά που θα συναντήσετε και τις κωμοπόλεις. Ποιμνιοστάσια, νερόμυλους και ανεμόμυλους. Κάθε εξοχικό κι απομονωμένο σπίτι». Σε ορισμένες περιπτώσεις τα σπίτια καίγονται μαζί με τους ηλικιωμένους κατοίκους τους.

13) Ο Στρατηγός Π.Δεμέστιχας γράφει: «τις καταστροφές στις πόλεις και τα χωριά απ’ όπου περάσαμε, τους εμπρησμούς και τις άλλες ασχήμιες, δεν είμαι ικανός να τις περιγράψω και προτιμώ να μείνουν στην λήθη».

14) «18 Αυγούστου: Περνούμε τροχάδην από το μέσον του χωρίου Μπουνάζ, το οποίο παρεδόθη εις τας φλόγας υπό τας κατάρας και τα αναθέματα των χανουμισσών που γυμνές τρέχουν εις τους κήπους δια να σωθούν από τη φωτιά. Πολλοί φονεύονται καθ’ οδόν. Μπροστά μου ,ένας δικός μας μεταγωγικός εστήριξε την κάνην του όπλου του εις τον λαιμόν του Τούρκου και πυροβολήσας επέταξε το κεφάλι του με την δύναμιν των αερίων της μπαρούτης εις απόστασιν 15 μέτρων.

Οποία αποθηρίωσις!

Οποία αποχαλίνωσις των κτηνωδών ενστίκτων!!

Αλληλοεξόντωσις ζούγκλας!. […]

Το Ουσάκ καίγεται.

Όλα τα γύρω χωριά παραδίδονται εις τας φλόγας.

Φωτιά, παντού φωτιά.

Μετά πορεία δώδεκα συνεχών ωρών φθάνομεν εις το χωρίον Εϋνέκ, κείμενον εντός χαράδρας, φωτιζομένης με αγρίανμεγαλοπρέπειαν από τας φλόγας του καιομένου χωρίου. Μέσα εις την χαράδραν επικρατεί αφάνταστος αλαλαγμός από τας φωνάς, αναμίκτους με τους κρότους τους ξηρούς που προέρχονται από τα καιόμενα ως τεράστια πυροτεχνήματα σπίτια του χωριού.

Νερώνειον αληθώς θέαμα.

Ουρανομήκεις φλόγες φωτίζουν τους ακινήτους φαντάρους οι οποίοι ψήνουν διαρκώς όρνιθας, χήνας και κριάρια προερχόμενα από την διαρπαγήν και την λεηλασίαν που μας απέμεινε ως μόνη Επιμελητεία».

15) «Εμπρησμοί, ατιμώσεις, βιασμοί και σφαγαί συμπληρούσι την απaισίαν εικόναν της ακατασχέτου υποχωρήσεως» διαβάζουμε σε έγγραφο του αρχιστράτηγου Χατζηανέστη στις 19/8/1922.

16) Από αφηγήσεις μικρασιατών γνωρίζουμε ότι έλληνες στρατιώτες σκότωναν καθ’ οδόν χωρικούς και «μέσα στην Πάνορμο έκαψαν ζωντανούς μέσα στο τζαμί πολλούς Τούρκους».

Κοντά στο Ουσάκ «γέροι, γυναίκες και παιδιά είχαν κλειστεί στο τζαμί. Τους πήραν χαμπάρι κάποιοι φαντάροι δικοί μας αλλά, θρασύδειλοι όπως είναι όλοι οι παλιάνθρωποι, δεν τόλμησαν να παραβιάσουν την πόρτα του τζαμιού για να μπουν να βιάσουν τις γυναίκες. Μάζεψαν ξηρά άχυρα, τάριξαν από τα παράθυρα μέσα βάζοντάς τους φωτιά. Καθώς τους έπνιγε ο καπνός, ο κόσμος άρχισε να βγαίνει έξω από την πόρτα. Τότε οι τιποτένιοι αυτοί βάλαν τα αθώα γυναικόπαιδα την σκοποβολή και σκότωσαν κάμποσα».

17) Διαβάζουμε επίσης για νεαρές τουρκάλες δεμένες στα δέντρα που βιάζονταν ομαδικά από έλληνες στρατιώτες μπροστά στα μάτια των οικογενειών τους αλλά και για ένα «καταχθόνιο κόλπο» που σύμφωνα με αφηγήσεις, χρησιμοποιήθηκε για τον ίδιο σκοπό: «κάρφωναν μεγάλα καρφιά στο πάτωμα, έδεναν σε αυτά τις κοτσίδες των γυναικών για να τις ακινητοποιήσουν και τις βίαζαν ομαδικά».

18) Ο Ταγματάρχης Παν. Παναγάκος τηλεγραφεί στις 18/8/1922 στην ηγεσία της στρατιάς: «Φυγάδες-λησταί προβαίνουν εις εμπρησμούς και διαπράττουν ανηκούστους ληστείας και φόνους, ουδέν συντεταγμένον τμήμα υπάρχει ενταύθα ίνα εμποδίση τούτους από τα κακουργήματά των.

 

Επτά χρόνια αργότερα, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος θα εκφράσει στην Πηνελόπη Δέλτα την έκπληξή του για την υποδοχή που του επιφύλαξαν κατά την επίσημη επίσκεψή του εκεί, οι Τούρκοι της Μικρασίας:

«Είχα πάγει, ξέρετε, με κάποια ανησυχία, γιατί είχα περάσει απ’ όλα αυτά τα μέρη όπου οι δικοί μας δεν είχαν αφήσει πέτρα επί πέτρας, στην υποχώρηση […] θυμάστε […] τη φοβερή εκείνη υποχώρηση, όπου φεύγοντας κατέστρεψαν τα πάντα… Αφήστε τα» έκανε ταραγμένος με την ενθύμιση πάλι […].

Αντί επιλόγου, τι άλλο:

«Ας διατηρήσουμε την Ελλάδα καθαρή, εμείς τουλάχιστο, στην καρδιά μας. (...).

Οι ατιμίες των Ρωμιών στη Μ. Ασία είναι αντάξιες των Τούρκων.

Εμάς πια ο Άνθρωπος μας ενδιαφέρει, χωρίς ετικέτες.

Τον Άνθρωπο ατίμασαν στη Μ. Ασία Έλληνες και Τούρκοι». (Νίκος Καζαντζάκης)

(Μια πολύ ενδιαφέρουσα αναφορά στις διπλωματικές διεργασίες και στον ρόλο τους στην εκστρατεία και την ήττα γίνεται στο "Σχετικό" 11)

 

 

 

 

 

 

Σχετικά:

1 Μικρασιατική εκστρατεία

2. Η κατάσταση και οι ελληνικοί πληθυσμοίστη Μικρά Ασία πριν το 1919…

3 Μικρασιατική εκστρατεία: το ζήτηματων Ελλήνων αιχμαλώτων πολέμου

4 Η στάση του ΣΕΚΕ απέναντι στηΜικρασιατική Εκστρατεία

5 Η θέση και η πραχτική τουΣοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ)

6 Η Μικρασιατική Καταστροφή

7 Συνθήκη των Σεβρών

8 Ερμηνεύοντας τη Μικρασιατική Καταστροφή

9 Οι στρατιωτικές αιτίες της ήττας στη Μικρά Ασία

10 Η Μικρασιατική Εκστρατεία στον Παγκόσμιο Ιστό

11 Ερμηνεύοντας τη Μικρασιατική Καταστροφή

12 Αιτίες και συνέπειες της Μικρασιατικής καταστροφής (Συνέδριο του ΚΕΜΕ) 1, 2, 3, 4,   

13. Εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή (Συνέδριο Δ. Καισαριανής 1, 2



 

Τα «κλεμμένα»

Στις κρίσιμες αυτές μέρες που περνούσε η Ελλάδα, ήρθε από τη Μόσχα ένας απεσταλμένος της Τρίτης Διεθνούς και του υπουργείου Εξωτερικων και Στρατιωτικών. Είχε διαβατήριο σουηδικό. Έμεινε στο ξενοδοχείο “Ηβη” στην αρχή και ύστερα στο “Πάγγειο”. Είχε κατηγορηματική εντολή να συναντήσει το γραμματέα του Σοσιαλεργατικού Κόμματος (Κομμουνιστικού) και μόνον αυτόν. Γραμματέας τότε ήταν ο συντάχτης τούτης της ιστορίας, γιατί ο Ν. Δημητράτος είχε παραιτηθεί ή πιο σωστά παραμεριστεί.

Η πρώτη συνάντησή μου με το Ρώσο απεσταλμένο έγινε στους “Αέρηδες”, στο τέρμα της οδού Αιόλου. Η δεύτερη στην Ακρόπολη και η Τρίτη στην Κηφισιά. Ο σοβιετικός απεσταλμένος, αφού μου έδειξε τα διαπιστευτήριά του, που είχαν την υπογραφή Ζηνόβιεφ καθώς και του Τρότσκυ και Τσιτσέριν, μου ανακοίνωσε τα εξής: «Η ΕΣΣΔ είναι πρόθυμη να βοηθήσει την Ελλάδα να βγει από το αδιέξοδο της μικρασιατικής εκστρατείας. Πρώτα θα παύσει να ενισχύει υλικώς και ηθικώς τον Κεμάλ και δεύτερο θα ασκήσει όλη την επιρροή της να αυτονομηθεί μια παραλιακή ζώνη της Μικρασίας, όπου κατοικούν πολλοί χριστιανοί. Για να εξασφαλιστεί η αυτονομία της περιοχής αυτής, θα σταλθεί διεθνής στρατός από Ελβετούς, Σουηδούς και Νορβηγούς, από χώρες δηλαδή που δεν πήραν μέρος στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Για να υποστηρίξει την άποψη αυτή η ΕΣΣΔ ζητεί σαν αντάλλαγμα την αναγνώρισή της, έστω και ντε φάκτο».

Ομολογώ πως η πρόταση αυτή μου έκανε κατάπληξη. Ρώτησα να μάθω από ποιες αιτίες έγινε η στροφή αυτή. Και πήρα την εξής απάντηση: «Το κίνημα του Κεμάλ είναι απελευθερωτικό και σαν τέτοιο το υποστηρίξαμε όσο μπορούσαμε. Δεν έχουμε όμως καμία εγγύηση αν ύστερα από την ολοκληρωτική επικράτησή του, οι παλιές αντιδραστικές δυνάμεις στην Τουρκία (μπέηδες και πασάδες) δεν πάρουν αυτοί τα ηνία της εξουσίας. Έχουμε το παράδειγμα της νεοτουρκικής επανάστασης του 1908. Αλλιώτικα ξεκίνησαν οι Νεότουρκοι κι αλλιώτικα πολιτεύτηκαν. Κατάντησαν τελευταία λακέδες του γερμανικού ιμπεριαλισμού και μιλιταρισμού. Ο Κεμάλ έχει γόητρο για την ώρα, αλλά οι στρατηγοί και πολιτικοί που τον υποστηρίζουν –έξω από λίγες εξαιρέσεις- είναι αντιδραστικοί. Ήδη έχουμε όχι ενδείξεις, αλλά αποδείξεις, ότι έχουν μυστικές επαφές με τους Γάλλους κεφαλαιοκράτες και ιμπεριαλιστές και αύριο μεθαύριο, αν νικήσουν και διώξουν τους Έλληνες από τη Μικρασία και Θράκη, η Τουρκία με τον Κεμάλ ή χωρίς τον Κεμάλ θα προσανατολιστεί προς τη Δύση. Η αστική τάξη της Τουρκίας είναι αδύναμη να συνεχίσει μόνη της την αναδιοργάνωση της χώρας της. Θα κάνει μεταρρυθμίσεις, αλλά δεν θα μπορεί να σταθεί στα πόδια της, αν δεν πάρει δάνεια από τη Γαλλία ή Αγγλία και, όπως ξέρετε, τα δάνεια υποδουλώνουν τις χώρες που τα παίρνουν.

Γι’αυτό θέλουμε να μείνουν οι Έλληνες στη Μικρασία, όχι από κούφιο αισθηματισμό, αλλά από ρεαλιστική αντίληψη για το αύριο και μεθαύριο. Οι μειονότητες στην Τουρκία στάθηκαν από τη μια μεριά η τροχοπέδη στον ολοκληρωτικό εξισλαμισμό της Βαλκανικής και Ανατολής και από την άλλη έγιναν η πηγή που τροφοδότησε τα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα των λαών της Βαλκανικής από το 1770 ως τα χτες».

Πως μπορούσε όμως νάρθει σε επαφή ο σοβιετικός απεσταλμένος με την κυβέρνηση; Αυτό ήταν το άλυτο πρόβλημα. Δηλώθηκε σ’ αυτόν πως το Σοσιαλεργατικό (Κομμουνιστικό) Κόμμα είναι μικρό και δεν παίζει ενεργητικό ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας. Συνεπώς ο γραμματέας του δεν έχει το ανάλογο κύρος για να διαπραγματευθεί μυστικά ένα τόσο λεπτό και σπουδαίο ζήτημα. Ο σοβιετικός όμως απεσταλμένος επέμενε και δέχτηκε να αρχίσει η επαφή με τον αρχηγό της αντιπολίτευσης Στράτο. Ύστερα από την επιμονή του αναγκάστηκα να ζητήσω ακρόαση από το Στράτο. Με πολλές επιφυλάξεις και προεισαγωγές, για το ποιος ήταν ο σκοπός της επίσκεψής μου, μπήκα στο θέμα.

Ο Στράτος με άκουσε με μεγάλη προσοχή: «Είμαι σύμφωνος, μου είπε. Αυτές τις μέρες θα έχουμε κυβερνητική μεταβολή και αν πετύχει ο αρχιστράτηγος Παπούλας, τότε όλα θα πάνε καλά. Αν σχηματίσω κυβέρνηση θα σας ειδοποιήσω αφού μελετήσω τους φακέλλους του υπουργείου Εξωτερικών και ιδώ ότι δεν υπάρχει ανυπέρβλητον εμπόδιον από τους Άγγλους και Γάλλους, θα σας ειδοποιήσω να με φέρετε εις επαφήν με τον Ρώσον απεσταλμένον. Κρίνω όμως καλόν, αν σας είναι εύκολο να κάνετε βολιδοσκόπησιν εις τον κ. Αντώνιον Καρτάλην, τον συμπολίτην σας. Ίσως εκμαιεύσετε τας διαθέσεις της κυβερνήσεως». Και την τελευταία στιγμή, όταν τον αποχαιρετούσα, σφίγγοντας το χέρι μου και κοιτάζοντάς με κατάματα πρόσθεσε: «Έχω εμπιστοσύνη ότι τα όσα σας είπα για τον Παπούλα και τον Γούναρη, θα μείνουν αναμεταξύ μας. Προσέξατε όμως κατά την έξοδο, οι γουναρικοί σπιούνοι παρακολουθούν την οικίαν μου και τας κινήσεις μου. Προσοχή και στο καλό».

Την άλλη μέρα επισκέφτηκα τον Αντ. Καρτάλη στο ξενοδοχείο της «Αγγλίας» όπου έμενε. Ήταν υπουργός και από τους παράγοντες μάλιστα του γουναρισμού. Όταν του έκανα νύξεις για τη μεσολάβηση της Σοβιετικής Ρωσίας (χωρίς να του πω πως ήταν εδώ απεσταλμένος των Σοβιέτ) με έβρισε και με έδιωξε.

Γιάνης Κορδάτος



Οι Πίνακες με τα ποσοστά των εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι από το βιβλίο του Τ. Κωστόπουλου: «Πόλεμος και Εθνοκάθαρση», εκδ. Βιβλιόραμα


 

 

 

 

 

 

 

Το ευρώ, ο νεοφιλελευθερισμός, η εκμετάλλευση της εργασίας

  Τα δύο θεμέλια του καθεστώτος εκμετάλλευσης Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποτελέσει, ιδιαίτερα από το 1990 και μετά, ιμάντα μεταβί...