Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022

Κίνα: από ημι-αποικία σε υπερδύναμη (μέρος 2ο/2)

 Συνέχεια από το προηγούμενο



Γ. Η Κίνα του Μάο

Γ1. Το πρώτο «πεντάχρονο» (1952-57) και το «Μεγάλο Άλμα προς τα μπρος» (1958-62)

Κερδίζοντας τον εμφύλιο πόλεμο ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός και το ΚΚΚ απαλλοτρίωσαν την καπιταλιστική ιδιοκτησία του ΚΜΤ εθνικοποιώντας αυτόματα και χωρίς αντιστάσεις –αφού το ΚΜΤ είχε απομακρυνθεί στην Ταϊβάν- ένα μεγάλο μέρος της ιδιωτικής οικονομίας. Η υπόλοιπη αστική τάξη διατήρησε εν πολλοίς την ιδιοκτησία της αλλά έμεινε πλέον χωρίς πολιτική ισχύ αφού το κράτος ανήκε στο ΚΚ (το 1957 τα 2/3 του ΑΕΠ παράγονταν από το κράτος). Επιπλέον τμήματα αυτής της ιδιωτικής περιουσίας απαλλοτριώνονταν επιλεκτικά από την κυβέρνηση αφήνοντας όμως στο απυρόβλητο την μικρή ιδιοκτησία για εξασφάλιση κοινωνικών συμμαχιών. Εκείνη που εκμηδενίστηκε ήταν η ιδιοκτησία των γαιοκτημόνων προς όφελος των φτωχών και ακτημόνων αγροτών (στις αρχές του 1953 είχαν μεταβιβαστεί σε 300 εκατ αγροτών 47 εκατ εκτάρια που μέχρι τότε ανήκαν σε γαιοκτήμονες ενώ στο τέλος του 1956 πάνω από το 95% των αγροτικών συνεταιρισμών συγκροτούσαν τους αγροτικούς παραγωγικούς συνεταιρισμούς). Επιβλήθηκε κρατικός έλεγχος στο εξωτερικό εμπόριο, στην βαριά βιομηχανία, στις Τράπεζες και στις μεταφορές. Εν ολίγοις, η νέα εξουσία ενοποίησε τους «από κάτω» δίνοντας τους προοπτική για μια καλύτερη ζωή, ισοπέδωσε την παλιά άρχουσα τάξη της υπαίθρου και ανέχτηκε την αστική τάξη προβάλλοντας ταυτοχρόνως το ιδανικό της μελλοντικής σοσιαλιστικής κοινωνίας. Όμως την «δουλειά» δεν θα την έκανε η εργατική τάξη αλλά το υποκατάστατο της, το Κόμμα.

Στο κοινωνικό επίπεδο, η κυβέρνηση εγγυήθηκε στους μεν αγρότες μια μόνιμη σχέση με τη γη μέσω επικαρπίας ή δικαιωμάτων χρήσης («πήλινο μπολ ρυζιού») στους δε εργαζόμενους των κρατικών επιχειρήσεων εγγυημένες θέσεις εργασίας και δια βίου παροχές («σιδερένιο μπολ ρυζιού»). Επιπλέον αυξήθηκαν οι πόροι για τους τομείς της Δημόσιας υγείας και παιδείας για όλο τον κινέζικο λαό. 

Σε αυτήν την περίοδο η μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ ανερχόταν στο 9%, της βιομηχανικής παραγωγής στο 19% και της αγροτικής παραγωγής -που ήταν πλέον συλλογικά οργανωμένη- στο 4%. Εντούτοις η απόσταση από τις μεγάλες χώρες της Δύσης παρέμενε ακόμη χαώδης.

Την απόσταση αυτή από τον Δυτικό κόσμο και τις εσωτερικές ανισορροπίες και την καθυστέρηση η ηγεσία του Κόμματος προσπάθησε να τα ξεπεράσει μέσα από το δεύτερο Πεντάχρονο (1958-62) που δομήθηκε γύρω από το «Μεγάλο Άλμα προς τα μπρος». Με σύνθημα «να παράγουμε περισσότερα, γρηγορότερα, καλύτερα και φθηνότερα» στόχος έγινε η γρήγορη ανάπτυξη της βιομηχανίας και το χτίσιμο των υποδομών. Το σχέδιο όμως αυτό απαιτούσε ένα μέρος του αγροτικού πληθυσμού να μετατραπεί σε εργάτες και ταυτοχρόνως να αυξηθεί η αγροτική παραγωγή για να θρέψει τον αυξημένο αριθμό εργατών της βιομηχανίας. Τα πλάνα κατασκευάστηκαν από «τα πάνω», από την κρατική και κομματική γραφειοκρατία, χωρίς να παίρνονται υπόψη οι αντοχές και οι δυνατότητες των ανθρώπων που θα καλούνταν να τα εφαρμόσουν. Στην πορεία του χρόνου εφευρέθηκαν οι ημι-στρατιωτικής οργάνωσης «Λαϊκές κομμούνες» οι οποίες συσπείρωναν χιλιάδες αγρότες στην συλλογική αγροτική εργασία. Το «Μεγάλο Άλμα προς τα μπρος» ήταν σχεδόν μια αντιγραφή του πεντάχρονου πλάνου που εφάρμοσε η σταλινική ΕΣΣΔ μετά το 1928 και που μέσω της αναγκαστικής κολλεκτιβοποίησης κατέληξε στον μεγάλο λιμό του 1932-33. Τα αποτελέσματα στην Κίνα ήταν το ίδιο τραγικά με την ΕΣΣΔ. Τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του προγράμματος τα σημάδια ήταν ενθαρρυντικά. Στην συνέχεια όμως τα μεγέθη πήραν τραγικές διαστάσεις παρά τις εξοντωτικές συνθήκες εργασίας στις οποίες υποβάλλονταν οι ατυχείς εργαζόμενοι (οι αγρότες έφτασαν να εργάζονται 12 ώρες την ημέρα ενώ στερήθηκαν ακόμη και την ελευθερία μετακίνησης τους και πολλοί, ακόμη και τα σπίτια τους). Από το 1959 μέχρι το 1962 το ΑΕΠ (σύμφωνα με τα κινέζικα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν) έπεσε κατά 45% παρά την αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής. Όπως σημείωσε ο Έντγκαρ Σνόου «[το πεντάχρονο πρόγραμμα] δεν αποτέλεσε ένα μεγάλο άλμα στην οικονομία συνολικά, αλλά μόνο ένα μικρό πηδηματάκι που έγινε κυρίως από το ένα πόδι , τη βιομηχανία, ενώ το αδύναμο πόδι της γεωργίας σερνόταν πίσω του». Το «Μεγάλο Άλμα» έληξε άδοξα και εγκαταλείφθηκε σιωπηρά μετά το 1961 έχοντας αφήσει πίσω του μια τεράστια οικονομική και κοινωνική αναταραχή και έναν λιμό που, σύμφωνα με τις επίσημες κινεζικές αρχές, στοίχισε την ζωή σε 15 εκατ ανθρώπους. Μετά το 1961 τα πράγματα άρχισαν να επιστρέφουν στην πρότερη κατάσταση αλλά χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να επανέλθουν τόσο το ΑΕΠ όσο και η αγροτική παραγωγή στα επίπεδα του 1957.

Το «Μεγάλο Άλμα» απέδειξε ταυτόχρονα την έλλειψη εργατικής δημοκρατίας (αφού οι αποφάσεις λαμβάνονταν μόνο από την κομματική και κρατική γραφειοκρατία) αλλά και την ανικανότητα της γραφειοκρατίας να διευθύνει, δικτατορικά μεν αλλά αποτελεσματικά δε, τις εργαζόμενες τάξεις. Μάλιστα ο εξισωτισμός που χαρακτήρισε πολλά από τα μέτρα της  περιόδου  δεν συμπεριέλαβε την γραφειοκρατία η οποία όχι μόνο διατήρησε αλλά και αύξησε τα προνόμια της και την εξουσία της. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 η κομματική και κρατική γραφειοκρατία («νομενκλατούρα») είχε αρχίσει ήδη να σχηματίζεται ως ξεχωριστή εκμεταλλευτική τάξη… 

          



Γ2. Η Πολιτιστική επανάσταση (1966-1969)

Η αποτυχία του «Μεγάλου Άλματος» έφερε δεύτερες σκέψεις και τριγμούς σε μερίδα της ηγεσίας του Κόμματος. Τον Ιούλιο του 1962 η Λαϊκή Ημερησία δημοσίευσε άρθρο δυο οικονομολόγων που σημείωναν ότι «πιστεύουμε πως πρέπει κατά κύριο λόγο να χρησιμοποιούμε το στόχο κόστους και το στόχο κέρδους ως κριτήρια για την εκτίμηση των οικονομικών αποτελεσμάτων των επιχειρήσεων».

Το φθινόπωρο του 1965 ο Μάο ανακάλυψε ότι ήταν πλέον απομονωμένος μέσα στο Κόμμα (του): ένα άρθρο του δημοσιεύθηκε μόνο σε ένα άσημο περιοδικό της Σανγκάης και όχι στον επίσημο τύπο. Η απάντηση του ιδίου ήταν να καταγγείλει το Υπουργείο Προπαγάνδας ως το «Παλάτι του Πρίγκιπα της Κόλασης» και λίγο μετά, τον Μάιο του 1966, να καταγγείλει τους αντιπάλους του ως «κακούς χαρακτήρες» που «ακολουθούν τον καπιταλιστικό δρόμο» και να περάσει στην επίθεση εναντίον τους. Στο Πεκίνο το κατάφερε σχετικά γρήγορα με την βοήθεια του κομματικού μηχανισμού. Για να το πετύχει και στην υπόλοιπη χώρα κινητοποίησε την νεολαία, μαθητές και φοιτητές, κηρύσσοντας την «Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση» και ρίχνοντας υπερ-αριστερά συνθήματα. Τα συνθήματα του λειτούργησαν σαν φωτιά σε ξεραμένα σπαρτά. Οι νεολαίοι συγκρότησαν το κίνημα των ερυθροφρουρών που ρίχτηκε στην μάχη για να καταστρέψει όχι μόνο τους οπαδούς του καπιταλιστικού δρόμου αλλά και δομές που θεωρούσαν ότι εμπόδιζαν τον δρόμο προς τον κομμουνισμό. Είναι χαρακτηριστικές οι εικόνες των πογκρόμ εναντίον των διαφωνούντων με την μαοϊκή ηγεσία και η διαπόμπευση τους μπροστά σε χιλιάδες συγκεντρωμένους που απαιτούσαν την τιμωρία τους.

Όμως σύντομα η κατάσταση άρχισε να ξεφεύγει και η αναταραχή να απλώνεται και ανάμεσα στους εργάτες. Η Πολιτιστική Επανάσταση απειλούσε με γενική παράλυση ολόκληρη την Κίνα: οι εργάτες δεν περιορίζονταν «να κάνουν την επανάσταση στον ελεύθερο χρόνο τους» όπως ζητούσε ο Μάο, οι αντίπαλοι του οργάνωναν τους δικούς τους ερυθροφρουρούς, ενώ εμφανίζονταν φωνές που στρέφονταν όχι μόνο εναντίον των αντιπάλων του Μάο αλλά ολόκληρης της ηγεσίας την οποία κατήγγειλαν ως «γραφειοκρατική άρχουσα τάξη» (διακήρυξη της οργάνωσης Σενγκ Βου Λιεν, 12.1.1968).

Το όλο σκηνικό θύμιζε προεόρτια εμφυλίου πολέμου και συνολικής κατάρρευσης: εγκατάλειψη της παραγωγικής διαδικασίας, διαδηλώσεις, απεργίες μέχρι και ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα στις αντιμαχόμενες μερίδες. Μπροστά στον κίνδυνο η μαοϊκή ηγεσία ζήτησε από τον στρατό να επιβάλλει την τάξη σε συνεργασία με την κομματική και κρατική ηγεσία σε κάθε πόλη (Τριπλές Επιτροπές).                

Γ3. Οι σχέσεις της μαοϊκής Κίνας με την ΕΣΣΔ

Η Σοβιετική Ένωση είχε καθοδηγήσει το ΚΚΚ από την από την πρώτη στιγμή της ίδρυσης του. Μέχρι το 1928 το κρατούσε υποταγμένο στο ΚΜΤ στην λογική της ενίσχυσης του εθνικοαπελευθερωτικού και αντι-ιμπεριαλιστικού αγώνα που, υποτίθεται, έκαναν οι Κινέζοι εθνικιστές. Τα επόμενα χρόνια και κυρίως την περίοδο του εμφυλίου (1946-49) οι σοβιετικοί ενίσχυσαν το ΚΚ και το βοήθησαν στην νίκη του εναντίον του ΚΜΤ. Η βοήθεια συνεχίστηκε και μετά την ανακήρυξη της Λαϊκής Δημοκρατίας τώρα πια με επενδύσεις και τεχνογνωσία στον τομέα της εκβιομηχάνισης της ώρας. Το 8ο Συνέδριο (1956) του ΚΚΚ επιβεβαίωσε ότι πρέπει να καθοδηγείται από τον μαρξισμό-λενινισμό και «να συνεχίσει να στερεώνει και να δυναμώνει την αιώνια και ακατάλυτη αδελφική φιλία με την μεγάλη Σοβιετική Ένωση και όλες τις Λαϊκές Δημοκρατίες».

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 όμως οι σχέσεις της Κίνας με τις υπόλοιπες χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού άρχισαν να χειροτερεύουν. Από την μια η απαίτηση της ΕΣΣΔ να διατηρήσει το γενικό πρόσταγμα και από την άλλη το σύμπλεγμα της μαοϊκής ηγεσίας για μια μεγάλη Κίνα οδήγησαν την τελευταία στην καταγγελία της ΕΣΣΔ για την γραμμή της «ειρηνικής συνύπαρξης» με αποκορύφωμα της αυτό-ανακήρυξης της σε κέντρο της παγκόσμιας επανάστασης. Προσπαθώντας να κερδίσει πόντους ο Μάο κατηγόρησε το ΚΚΣΕ για την καταδίκη της προσωπολατρίας του Στάλιν και τις αποφάσεις του 20ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ και πρότεινε στα κινήματα των αναπτυσσόμενων χωρών την τεχνητή επιτάχυνση της επανάστασης μέσω του «λαϊκού πολέμου κινεζικού τύπου». Όμως η ΕΣΣΔ και το ΚΚΣΕ δεν έχασαν τον έλεγχο ούτε στα υπόλοιπα ΚΚ ούτε στις χώρες που είχαν αναδυθεί μέσα από τις αντι-ιμπεριαλιστικές επαναστάσεις με αποτέλεσμα η μαοϊκή ηγεσία να μένει απομονωμένη και να έχει επιρροή μόνο σε μερικά κόμματα που αποσχίστηκαν από τα “επίσημα” ΚΚ.

Η σύγκρουση του Πεκίνου με την Μόσχα οδήγησε στην κατάρρευση των οικονομικών τους σχέσεων (το 1965 το ποσοστό της ΕΣΣΔ στο εξωτερικό εμπόριο της Κίνας έπεσε στο 7% από 50% το 1959) και οδήγησε σε εντάσεις με αποκορύφωμα τις στρατιωτικές συγκρούσεις που σημειώθηκαν στα σινο-σοβιετικά σύνορα το 1969. Τα επόμενα χρόνια οι σχέσεις των δυο χωρών βελτιώθηκαν αλλά παρέμειναν τυπικές ενώ η ηγεσία της Κίνας έκανε συνολική στροφή στην εξωτερική πολιτική της: από «πρωτοπορία της παγκόσμιας επανάστασης» και τιμητής των «Ρώσων σοσιαλιμπεριαλιστών» όχι μόνο αποδέχθηκε την «ειρηνική συνύπαρξη» αλλά αναβάθμισε τις σχέσεις της με τις χώρες του Δυτικού ιμπεριαλισμού, μέχρι την εμβληματική χειραψία του Μάο με τον Νίξον κατά την επίσημη επίσκεψη του τελευταίου στο Πεκίνο το 1973.   

Γ4. Το τέλος του Μάο

Ο θάνατος του Μάο επήλθε τον Σεπτέμβριο του 1976 και ακολουθήθηκε από μια σύντομη σύγκρουση μεταξύ των επιγόνων του. Η «συμμορία των τεσσάρων» (μεταξύ αυτών και η σύζυγος του Μάο, Τσιάν Τσιν) προσπάθησε να αρπάξει την εξουσία αλλά σύντομα εξουδετερώθηκε από τον Χούα Κούο-φενγκ που προσφάτως είχε ανακηρυχθεί πρόεδρος του Κρατικού Συμβουλίου της χώρας στην θέση του αποθανόντος Τσου Εν-λάι.

Η επικράτηση της μερίδας της ηγεσίας που εκπροσωπούσε ο Χούα έβαλε ένα τέλος στην περίοδο των μαοϊκών παλινωδιών (από τον οικονομισμό του «Μεγάλου Άλματος» στον λαϊκισμό της «Πολιτιστικής Επανάστασης» και από την διεκδίκηση της ηγεσίας της παγκόσμιας επανάστασης στον συμβιβασμό με τον ιμπεριαλισμό) και έβαλε τα θεμέλια για την μετατροπή της χώρας σε «ισχυρή σύγχρονη μεγάλη δύναμη» όπως διατυπώθηκε στην απόφαση του 11ου Συνεδρίου του ΚΚΚ (1977). Η νέα ηγεσία, διατηρώντας μεν τα μαοϊκά «εικονίσματα», εμφανίστηκε ενωμένη ώστε η κρατικοκαπιταλιστική Κίνα να διεκδικήσει μια ηγετική θέση στον πλανήτη μακριά από ιδεολογικές αγκυλώσεις και προφάσεις.   


 


Δ. Η Κίνα μετά τον Μάο –ο «σοσιαλισμός της αγοράς» ή «σοσιαλισμός» με κινεζικά χαρακτηριστικά

Οι πρώτες φωνές για την αναγκαιότητα εισαγωγής στοιχείων της «αγοράς» σε μια σοσιαλιστική Κίνα ακούστηκαν ήδη μετά την αποτυχία του «Μεγάλου άλματος προς τα μπρος». Ένας από τους κομματικούς παράγοντες που μίλησε για αυτές ήταν ο Ντενγκ Χσιάο-πινγκ που (και) γι’ αυτόν τον λόγο διώχτηκε κατά την διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης.

Το αίτημα για μεταρρυθμίσεις υπέρ της αγοράς επανήλθε ισχυρότερο την δεκαετία του ’80 καθώς ενώ η οικονομική βάση, κρατική και συνεταιριστική, παρέμενε υπό τον έλεγχο της γραφειοκρατίας του κόμματος και του κράτους η τελευταία αδυνατούσε να βγάλει την χώρα από την στασιμότητα που είχε απλωθεί σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής (κάτι που συνέβαινε και στις χώρες τους «υπαρκτού σοσιαλισμού» της Ανατ. Ευρώπης). Ο Ντενγκ ήταν από τους πρωτοπόρους κήρυκες των μεταρρυθμίσεων οι οποίες, όπως έλεγε, μπορούσαν να φέρουν ξένες επενδύσεις χωρίς να κινδυνεύσει ο σοσιαλισμός: «Η σοσιαλιστική οικονομική μας βάση είναι τόσο μεγάλη, ώστε μπορεί να απορροφήσει δεκάδες και εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια σε ξένα κεφάλαια χωρίς να κλονιστεί» (1984). Ένας άλλος κομματικός παράγοντας, ο Τσεν Γιουν, περιέγραφε την νέα κατάσταση που έπρεπε να δημιουργηθεί με το σχήμα πουλιού-κλουβιού: «Το κλουβί είναι το σχέδιο [η σχεδιασμένη οικονομία] και μπορεί να είναι μεγάλο ή μικρό. Αλλά μέσα στο κλουβί το πουλί [η «ιδιωτική πρωτοβουλία»] είναι ελεύθερο να πετάει όπως το επιθυμεί».

Αν ο νεοφιλελευθερισμός ήταν το σχέδιο που εισήγαγαν στον Δυτικό καπιταλισμό ο Ρήγκαν και η Θάτσερ για την υπέρβαση της κρίσης, ο «σοσιαλισμός της αγοράς» ήταν η απάντηση της Ανατολής. Όμως, ενώ στην Ανατολική Ευρώπη επιλέχθηκε η μέθοδος του σοκ, στην Κίνα επιλέχθηκε η μέθοδος των σταδιακών μεταρρυθμίσεων (με ή χωρίς εισαγωγικά) υπό τον έλεγχο της παλιάς κομματικής και κρατικής γραφειοκρατίας. Τα γεγονότα της πλατείας Τιεν Αν Μεν (1989) και η βιαιότητα της αντιμετώπισης των διαμαρτυριών έδειξαν ότι η κυβέρνηση και το ΚΚ δεν ήταν διατεθειμένα να διαπραγματευτούν τα όρια και τους ρυθμούς των μεταρρυθμίσεων που είχαν προγραμματίσει.

Στο 14ο Συνέδριο του ΚΚΚ (1992) επικράτησε η μερίδα του Ντενγκ και αποκλείστηκαν από τα όργανα οι υποστηρικτές της αντίθετης άποψης. Οι μεταρρυθμίσεις πέρασαν μέσα από τις συνταγματικές αλλαγές του 1982, του 1993, του 1994 και του 2004.

Στο Σύνταγμα του 1993 θεσμοθετήθηκε ότι «το κράτος εφαρμόζει τη σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς». Η διατύπωση αυτή σήμαινε ότι καταργείται ο κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας και αντικαθίσταται από την οικονομία της αγοράς η οποία όμως θα βρισκόταν μέσα στα όρια και υπό τον δημοσιονομικό έλεγχο που θα επέβαλε το κράτος. Στο Σύνταγμα του 1999 επιβεβαιώθηκε ότι η ιδιωτική οικονομία θεωρείται σημαντικό κομμάτι της σοσιαλιστικής οικονομίας της αγοράς ενώ ένα χρόνο αργότερα ο πρόεδρος Ζανγκ Ζεμίν ξεκαθάριζε ότι το ΚΚ εκπροσωπούσε, όχι την εργατική τάξη, αλλά «τις προηγμένες παραγωγικές δυνάμεις, τον προηγμένο πολιτισμό και τα θεμελιώδη δικαιώματα των πλατιών μαζών». Στο Σύνταγμα του 2004 συμπληρώθηκε ότι «το κράτος ενθαρρύνει, υποστηρίζει αλλά και προσανατολίζει την ανάπτυξη της μη δημόσιας οικονομίας και διασφαλίζει τον έλεγχο και την διαχείριση αυτού το τομέα σύμφωνα με το νόμο». Σύμφωνα με το προτελευταίο Συνέδριο του ΚΚ στόχος του Κόμματος είναι η κοινωνία της αρμονίας, η αύξηση του πλούτου όλης της κοινωνίας και η εμπέδωση της αρχής ότι τα συμφέροντα του κράτους βρίσκονται πάνω από όλα.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ξεκίνησε το πρώτο μεγάλο κύμα ιδιωτικοποιήσεων αρχικά μεσαίων και μετά μεγαλύτερων επιχειρήσεων κρατικής ιδιοκτησίας. Οι εξαγορές αυτές έγιναν στο μεγαλύτερο ποσοστό από ανθρώπους που σχετίζονταν με την ηγεσία του ΚΚΚ. Μάλιστα, επειδή το καταστατικό του Κόμματος δεν επιτρέπει την συμμετοχή ηγετικών στελεχών του στην εξαγορά και στην κατοχή επιχειρήσεων, η διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων έγινε μέσω συγγενικών προσώπων και αχυρανθρώπων τους. Φυσικά καθένας μπορεί να φανταστεί με ποιους όρους και σε τι τιμές έγινε αυτή η μεταφορά της δημόσιας περιουσίας στα χέρια της γραφειοκρατίας.

Ταυτοχρόνως ξεκίνησε η διαδικασία των επενδύσεων από ξένα κεφάλαια. Προς τούτο η Κίνα προσέφερε ένα σταθερό πολιτικό σύστημα και μια πειθαρχημένη –και κυρίως φθηνή- εργατική τάξη και οι ξένες πολυεθνικές άφθονα κεφάλαια αναλαμβάνοντας την  υποχρέωση να κινούνται μέσα στα όρια που είχε θέσει η κυβέρνηση της χώρας.

Συμπερασματικά στην Κίνα επικρατεί η “οικονομία της αγοράς” (με άλλα λόγια, ντόπιοι και ξένοι ιδιώτες καπιταλιστές και συλλογικά η κομματική ηγεσία μέσω των κρατικών επιχειρήσεων εκμεταλλεύεται την κινέζικη εργατική τάξη)

ενώ το κράτος

α) διατηρεί τον έλεγχο των στρατηγικών επιχειρήσεων (Τράπεζες, ενέργεια, βαριά βιομηχανία) και της κίνησης των κεφαλαίων καθώς και τις οικονομικές σχέσεις της Κίνας με τον υπόλοιπο κόσμο και

β) ενθαρρύνει τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και ταυτοχρόνως προσανατολίζει την ιδιωτική οικονομία (κατευθύνει τους ιδιώτες ακόμη και με την μέθοδο του “φιλικού διακανονισμού” όταν αυτοί δείχνουν σημάδια ανυπακοής στις κατευθύνσεις του κράτους).

Η μετάβαση

Αν στο επίπεδο των κυρίαρχων τάξεων

η μεν κινεζική άρχουσα τάξη (η κομματική και κρατική γραφειοκρατία) απαλλοτρίωσε μεγάλα κομμάτια της δημόσιας περιουσίας υπέρ των ατομικών συμφερόντων της και διατήρησε την συλλογική της ιδιοκτησία στην υπόλοιπη δημόσια περιουσία μέσω του μονοπωλίου που κατέχει στην διαχείριση της πολιτικής εξουσίας και

οι ξένες πολυεθνικές απέκτησαν το δικαίωμα να επενδύουν και να εκμεταλλεύονται την κινεζική εργατική τάξη υπό όρους που έχουν προσυμφωνήσει με την κινεζική άρχουσα τάξη

στο επίπεδο των υποτελών τάξεων ανατράπηκαν κατακτήσεις της επανάστασης αφενός για να δημιουργηθεί το απαραίτητο προς εκμετάλλευση εργατικό δυναμικό και αφετέρου για να ενταθεί η εκμετάλλευση του.

Η κινεζική αστική τάξη

Η επικράτηση της επανάστασης μετά τον εμφύλιο πόλεμο με το ΚΜΤ εξάλειψε την πολιτική εξουσία της παλαιάς αστικής τάξης μεταφέροντας την αποκλειστικά στα χέρια του ΚΚ. Το ίδιο εξασφάλισε για το κοινωνικό στρώμα των στελεχών του ένα «χρυσό μπολ ρυζιού» μέσω προνομίων τα οποία με το πέρασμα του χρόνου διευρύνονταν. Μετά τον θάνατο του Μάο και τις μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν το ΚΚ οργάνωσε την παλιά κομματική και κρατική γραφειοκρατία που κατείχε άτυπα την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής της χώρας σε μια αστική τάξη κλασικού τύπου. Σταδιακά δε κράτος και Κόμμα άνοιξαν για να δεχτούν εντός των μηχανισμών τους και καπιταλιστές κάτι που μέχρι τότε απαγορευόταν. Αυτό προωθήθηκε μέσω της αρχής των «τριών αντιπροσωπεύσεων» (2002) σύμφωνα με την οποία και οι καπιταλιστές ανήκαν στις «προηγμένες παραγωγικές δυνάμεις» της χώρας. 

Σήμερα το ΚΚ έχει 95 εκατ μέλη (σχεδόν το 7% του πληθυσμού της χώρας) και από αυτά βιομηχανικοί εργάτες δεν είναι ούτε καν το 10%. Ένα 30% των μελών του είναι αγρότες, ένα 25% είναι μάνατζερς, τεχνικοί και ελεύθεροι επαγγελματίες, ένα 18% είναι συνταξιούχοι και ένα 8% είναι κομματικοί υπάλληλοι. Όπως αναφέρθηκε, υψηλά κομματικά στελέχη είναι στην πραγματικότητα ιδιοκτήτες επιχειρήσεων μέσω συγγενικών και παρένθετων προσώπων συγκεντρώνοντας στα χέρια τους μεγάλες περιουσίες. Χαρακτηριστικά, πριν μερικά χρόνια το Bloomberg είχε γράψει ότι η οικογένεια του Σι Τζι-πινγκ κατείχε επενδύσεις ύψους 376 εκατ δολαρίων. Την ίδια εποχή πέντε από τους πλουσιότερους δισεκατομμυριούχους της χώρας συμμετείχαν ως νομοθέτες και σύμβουλοι στα αντίστοιχα κρατικά όργανα που επικύρωναν τις αποφάσεις οι οποίες είχαν ληφθεί νωρίτερα στα υψηλά κλιμάκια του ΚΚ. Ένας από αυτούς ήταν ο ιδιοκτήτης της Tencent (με περιουσία -κατά Forbes- τα 14,4 δις δολάρια) και ένας δεύτερος ο ιδιοκτήτης της Baidu (με περιουσία 14,7 δις δολάρια). Κατ’ αντιστοιχία θα λέγαμε ότι θα συμμετείχαν στο Κογκρέσο των ΗΠΑ μεγαλοκαπιταλιστές όπως ο Μπιλ Γκέητς και ο Γουώρεν Μπάφετ!

Ιδιώτες καπιταλιστές, μάνατζερς, επαγγελματίες της πολιτικής και κομματικοί επιχειρηματίες συναπαρτίζουν την ιδιόμορφη αστική τάξη της Κίνας και έχουν συμβιβαστεί στην βάση ότι ναι μεν το κεφάλαιο θα κερδίζει αλλά το κράτος θα είναι παρόν αφενός για να ελέγχει και να κατευθύνει και αφετέρου για να στηρίζει με παρεμβάσεις όταν αυτό απαιτείται (προσφάτως το κράτος διέσωσε από την χρεοκοπία την Evergrande). Στην εμπέδωση αυτής της σχέσης οι μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις έχουν αποδεχτεί πυρήνες του ΚΚ ως επιτηρητές μέσα στα Διοικητικά τους Συμβούλια.

Μπορεί να ακούγεται περίεργη για τους Δυτικούς η δήλωση του ιδιοκτήτη της Sanyi ότι «οι περιουσίες μου και ακόμη και η ζωή μου ανήκουν στο κόμμα» αλλά μπορεί να εξηγηθεί αφού όπως αναφέρει και ο Τζαμίλ Αντερλίνι των Financial Times «[το ΚΚΚ] περιγράφεται ίσως καλύτερα ως το μεγαλύτερο εμπορικό επιμελητήριο στον κόσμο και η ιδιότητα του μέλους είναι ο καλύτερος τρόπος για τους επιχειρηματίες να δικτυωθούν και να συνάψουν προσοδοφόρα συμβόλαια».

 

Οι ξένες πολυεθνικές

Ένας πολύ σημαντικός ρόλος επιφυλάχθηκε στις ξένες πολυεθνικές που αποδέχτηκαν την πρόκληση των μεταρρυθμίσεων της κινέζικης οικονομίας. Η Κίνα προσέφερε φτηνό και άφθονο εργατικό δυναμικό, σταθερές προϋποθέσεις εκμετάλλευσης του και αυστηρή εργατική πειθαρχία. Τα μεγάλα μονοπώλια από όλο τον κόσμο αποδέχτηκαν την πρόκληση και επένδυσαν μεγάλα ποσά από την δεκαετία του ’90 και έπειτα.

Οι πολυεθνικές είδαν στην Κίνα κυρίως έναν τόπο τελικής συναρμολόγησης βιομηχανικών προϊόντων: πρώτες ύλες και εξαρτήματα εισάγονται από άλλες χώρες του παγκόσμιου Νότου –και όχι μόνο-, συναρμολογούνται στα εργοστάσια των πολυεθνικών της Κίνας και στη συνέχεια τα τελικά προϊόντα εξάγονται και πωλούνται στις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης. Όπως συμπέρανε μια μελέτη (Shaun Breslin) την περίοδο 1996-2005 από τις εξαγωγές της Κίνας κατέληξε το 30% στις ΗΠΑ, το 26% στην Ιαπωνία και το 16% στην ΕΕ. Από την άλλη η Κίνα είναι εισαγωγέας εξαρτημάτων και ημι-επεξεργασμένων προϊόντων κυρίως από άλλες χώρες της ανατολικής Ασίας (Ιαπωνία, Ν. Κορέα, Μαλαισία, Φιλιππίνες κλπ).

Στην διαδικασία αυτή οι μητροπόλεις του Δυτικού ιμπεριαλισμού δεν βγαίνουν χαμένες καθώς μοιράζονται την λεία μέσω ενός «παγκόσμιου αρμπιτράζ εργασίας». Όπως αναφέρουν οι G. Hale και B. Hobijn (2011) «το 2009, η παραγωγή ενός iPhone στην Κίνα κόστιζε περίπου 179 δολ, το οποίο πωλείται στις ΗΠΑ για περίπου 500 δολ. Έτσι, 179 δολ από το λιανικό κόστος των ΗΠΑ αποτελούνταν από κινέζικο εισαγόμενο περιεχόμενο. Ωστόσο, μόνο 6,50 δολ οφείλονταν στην πραγματικότητα σε κόστος συναρμολόγησης στην Κίνα. Τα υπόλοιπα 172,50 δολ αντανακλούσαν κόστη μερών που παράγονται σε άλλες χώρες». Σε μια άλλη μελέτη (2004) είχε υπολογιστεί ότι ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια που πουλιόταν στις ΗΠΑ έναντι 70 δολ είχε συνολικό κόστος εργασίας στην Κίνα μόλις 1,16 δολ ενώ το μικτό κέρδος της μητρικής εταιρείας ανερχόταν στα 34,1 δολ ανά ζευγάρι.

Οι κύριες δραστηριότητες των πολυεθνικών της Δύσης στην Κίνα βρίσκονται στους βιομηχανικούς τομείς των ηλεκτρονικών (συμπεριλαμβανομένων των ΗΥ και των τηλεπικοινωνιών), του εξοπλισμού γραφείων, της κλωστοϋφαντουργίας, της υπόδησης και ένδυσης, των επίπλων, των αθλητικών, των πλαστικών και του εξοπλισμού μεταφορών.  

Η εργατική τάξη

Η διάλυση –ιδιωτικοποίηση ή κλείσιμο- των κρατικών επιχειρήσεων (την δεκαετία το ’80 απασχολούσαν το 70% του εργατικού δυναμικού των πόλεων και μόλις το 30% την δεκαετία του 2000) και των αγροτικών επιχειρήσεων της τοπικής αυτοδιοίκησης (την δεκαετία του 1990 αριθμούσαν περί τις 25 εκατ μονάδες με 100 εκατ εργαζόμενους και το 40% της μεταποίησης)  δημιούργησε ένα μεγάλο κύμα εργατών σε αναζήτηση εργασίας και χωρίς το μαοϊκό «σιδερένιο μπολ ρυζιού».

Ο αγροτικός τομέας ήταν ο δεύτερος που έπεσε θύμα των μεταρρυθμίσεων. Η γη δεν ιδιωτικοποιήθηκε όμως τμήματα της πουλήθηκαν για κατασκευή πόλεων, δρόμων, φραγμάτων και βιομηχανιών (με το αντίστοιχο «λάδωμα» των τοπικών παραγόντων). Η αναδιανομή της υπόλοιπης γης γίνεται πλέον σε στενές λωρίδες γης που τις κάνει πολύ λίγο αποδοτικές για τις αγροτικές οικογένειες οι οποίες μάλιστα έχασαν σημαντικό τμήμα από το «πήλινο μπολ ρυζιού».

Ένα σημαντικό κομμάτι του κινέζικου προλεταριάτου αποτελούν οι «περιφερόμενοι προλετάριοι» που ξεπερνούν τα 200 εκατ. Με το σύστημα καταγραφής των νοικοκυριών (hukou) που εισήχθη την δεκαετία του ’50 κάθε πολίτης είχε μια βάση και όταν απομακρυνόταν από αυτήν έχανε δικαιώματα του. Οι ανατροπές που έφεραν οι μεταρρυθμίσεις οδήγησαν μαζικά τμήματα του πληθυσμού (κυρίως αγροτών) μακριά από τις βάσεις τους (για πρδγμα, υπολογίζεται ότι το 35% των 100 εκατ κατοίκων της Καντόνας και το 40% των κατοίκων του Πεκίνου ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία) να αναζητούν ένα μεροκάματο επιβίωσης συγκροτώντας έναν πληθυσμό με χαμηλότερους μισθούς, μεγαλύτερα ωράρια εργασίας και σαφώς λιγότερα δικαιώματα. Υπολογίζεται ότι το 70% των θέσεων εργασίας στην μεταποίηση και το 80% στις κατασκευές καλύπτονται από αυτούς τους ευάλωτους εργαζόμενους. Οι περισσότεροι από αυτούς τους εσωτερικούς μετανάστες, αφού εξασφαλίσουν ένα μικρό κομπόδεμα, επιστρέφουν περιοδικά στην οικογενειακή τους αγροτική περιουσία καθώς αυτή, παρά την υποτίμηση της αξίας της, αποτελεί μια ελάχιστη εξασφάλιση αφού μπορεί να μεταβιβαστεί στις επόμενες γενιές.

 

Τα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων

Η σημερινή Κίνα είναι το αποτέλεσμα της σύνθεσης όλων των πολιτικών που ακολουθήθηκαν τα τελευταία 70 χρόνια: την αντι-ιμπεριαλιστική αστικοδημοκρατική επανάσταση, τον κρατικό καπιταλισμό, το άνοιγμα στην αγορά και την παγκοσμιοποίηση, τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις –όλα υπό την απόλυτη καθοδήγηση του ΚΚ. Χάρη σε αυτές η Κίνα έχει μετατραπεί στην δεύτερη ισχυρότερη ιμπεριαλιστική δύναμη που, μάλιστα, σχεδιάζει μάλιστα  να μετατραπεί στον νούμερο ένα ιμπεριαλισμό προκαλώντας την μήνι των ΗΠΑ.

Οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής επικρατούν στον κινέζικο κοινωνικό σχηματισμό όχι μόνο στον ιδιωτικό αλλά και στον κρατικό τομέα. Όσο  για τις οικονομικές δραστηριότητες της Κίνας απλώνονται σε όλο τον πλανήτη μέσω της εξαγωγής όχι μόνο εμπορευμάτων αλλά και κεφαλαίων προκαλώντας ευθέως τους άλλους μεγάλους ιμπεριαλισμούς, την ΕΕ, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Η Κίνα καλύπτει σήμερα απόλυτα τον ορισμό του Λένιν για τις ιμπεριαλιστικές χώρες και ο σοσιαλισμός (εργατική εξουσία + κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής) μόνο ως ειρωνεία θα μπορούσε να χαρακτηρίσει το κοινωνικό καθεστώς της χώρας (αν και κάποιοι χαρακτηρίζουν την Κίνα ως ημιπεριφέρεια βλ. στα “Σχετικά”, 7).

Από την άλλη η ανάπτυξη του ΑΕΠ της Κίνας ίσως δεν έχει όμοια της στην ανθρώπινη Ιστορία. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’70 είχε αυξηθεί κατά 5,5 φορές σε σχέση με το 1950. Από το 1980 μέχρι τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας είχε αυξηθεί κατά 175 φορές περίπου!

Από την επικράτηση της επανάστασης μέχρι σήμερα ο αστικός πληθυσμός έχει αυξηθεί από ποσοστό 13% σε περίπου 60% ενώ ο αγροτικός πληθυσμός έχει μειωθεί από το 85% σε 40% του συνολικού πληθυσμού. Για να ανεβάσει τον αστικό της πληθυσμό από το 18% στο 50% χρειάστηκαν μόνο 33 χρόνια όταν στο ΗΒ χρειάστηκαν 150 χρόνια, στην Γαλλία 80, στις ΗΠΑ 75 και στην Ελλάδα 100 (αντίστοιχες επιδόσεις με της Κίνας παρουσιάζουν και άλλες χώρες της Άπω Ανατολής).

Σύμφωνα με τον Ντ. Γκούντμαν (Class in Contemporary China, Polity, 2014) η ανώτερη τάξη (ιδιώτες επιχειρηματίες, μάνατζερς, κρατικοί και κοινωνικοί διευθυντές) από 4,9% του πληθυσμού το 1952 είχαν ανέβει σε ποσοστό 15,7% το 2006, η «μεσαία τάξη» (επαγγελματικό και τεχνικό προσωπικό, εργαζόμενοι γραφείου και υπάλληλοι στο εμπόριο) είχε ανέβει από το 4,5% στο 23,4% στο ίδιο διάστημα, η βιομηχανική εργατική τάξη από το 6,4% στο 14,7% ενώ οι αγρότες είχαν μειωθεί από το 84,2% στο 40,3%.

Στον τομέα της κατοικίας, το 2012, ο διαθέσιμος κατοικήσιμος χώρος ανά κάτοικο ήταν 32,9 τ.μ. (μόλις 3,6 τ.μ. το 1978) για τις πόλεις και 37,1 τ.μ. (μόλις 8,1 τ.μ. το 1978) για τον αγροτικό πληθυσμό. Συγκριτικά την ίδια περίοδο στις ΗΠΑ ήταν 77 τ.μ., στην Γερμανία 39 τ.μ. και στην Ινδία 10 τ.μ.

Η μέση κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας το 2013 ήταν στην Κίνα 500 κιλοβατώρες ανά κάτοικο (αυξημένη κατά 12 φορές από το 2000) όταν ο παγκόσμιος μ.ο. ήταν 736 κιλοβατώρες ανά κάτοικο (αυξημένη κατά 1,7 φορές από το 2000). Την ίδια χρονιά στην Ινδία η κατανάλωση ήταν 163 κιλοβατώρες ανά κάτοικο, στην Β. Αμερική 4405 και στην ΕΕ 1636 κιλοβατώρες ανά κάτοικο.

Άλματα έχουν σημειωθεί και στους τομείς των μεταφορών (λιγότερο στις αεροπορικές μεταφορές), του εμπορίου και, σε μικρότερο βαθμό, στον τουρισμό ενώ η οικονομία της χώρας είναι σταθερά πλεονασματική.  

Όσον αφορά την κατανομή του εισοδήματος, συγκρίνοντας με τον υπόλοιπο κόσμο, με βάση τον ορισμό του ΟΗΕ (εισόδημα 1,25 δολ την ημέρα) μόνο ένα 10% του πληθυσμού βρίσκεται πλέον στην κατάσταση της ακραίας φτώχειας όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’80 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν πάνω από 80%. Κοιτάζοντας την οικονομική ανισότητα στο εσωτερικό της χώρας διαπιστώνουμε ότι αυτή μειώνεται μέχρι το 1980 για να εκτιναχθεί στην συνέχεια και να μετριαστεί μετά την κρίση του 2008.

Όπως σημειώνει η Jane Hardy (Instability and crisis in China, Socialist Review 399):

«Η ραγδαία ανάπτυξη έχει γλυτώσει εκατομμύρια ανθρώπους από τις πιο ακραίες μορφές της φτώχειας αλλά η αχαλίνωτη διαφθορά, η αυξανόμενη ανισότητα, οι αρπαγές της γης και η προκλητική κατανάλωση από αυτούς που έχουν πλουτίσει έχουν οδηγήσει σε τεράστια δυσαρέσκεια και εκρήξεις οργής».

Όντως, τα τελευταία χρόνια καταγράφονται μαχητικές απεργίες και «μαζικά επεισόδια» (όπως αποκαλούνται οι μεγάλης κλίμακας διαμαρτυρίες) με εκατομμύρια συμμετέχοντες που σχετίζονται τόσο με τις συνθήκες εργασίας και τις αμοιβές όσο και με την καταστροφή του περιβάλλοντος, την απώλεια των γεωργικών γαιών και την διαφθορά.

Το 20o Συνέδριο του ΚΚΚ που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα έδειξε ότι ο δρόμος που έχει χαραχθεί για την Κίνα δεν αλλάζει. Οι όποιες αλλαγές αφορούν μόνο στις εσωτερικές ισορροπίες της ηγεσίας του Κόμματος και της άρχουσας τάξης.  


Silk Road - Map


Ο "δρόμος του μεταξιού" στην παλαιά (πάνω) και στην σύγχρονη (κάτω) εκδοχή του


 

 

Τα «κλεμμένα»

Σε μια κινέζικη οικογένεια, ο πατέρας δούλευε εννιά ώρες την ημέρα σε ένα καπνεργοστάσιο, η μητέρα έντεκα ώρες σε ένα μεταξουργείο, η δεκαεξάχρονη κόρη τους δώδεκα ώρες σε κλωστήριο, η εννιάχρονη κόρη τους δέκα ώρες σαν μαθητευόμενη με αμοιβή μόνο με φαγητό και καθόλου μισθό. Η οικογένεια έτρωγε γαλέτες για πρωινό πηγαίνοντας στη δουλειά. Έπαιρναν μαζί τους κρύο ρύζι για το μεσημεριανό που το ζέσταιναν με βραστό νερό που υπήρχε στα περισσότερα εργοστάσια. Μοιραζόντουσαν ένα δωμάτιο χωρίς τρεχούμενο νερό μαζί με άλλη μια οικογένεια –δεκατέσσερα άτομα συνολικά. Θεωρούσαν τους εαυτούς τους από τους πιο τυχερούς εργάτες της Σαγκάης. «Έχουμε ένα ζεστό γεύμα κάθε βράδυ», έλεγε με περηφάνια ο πατέρας.

Noel Barber, The fall of Shangai (Readers Union Limited, 1980)

 

Η ιστορία αφορά τον προπάππο μου, όταν είχε εγκαθιδρυθεί η δυναστεία κι εκείνος είχε χάσει τη δύναμη του. Ήταν βέβαια ακόμη ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος. Ζούσε με μεγαλοπρέπεια στο οικογενειακό μέγαρο, στην παλιά πόλη. Ερωτεύτηκε λοιπόν τρελά μια όμορφη νεαρή κοπέλα, που ζούσε σ’ ένα απ’ τα πορνεία της πόλεως. Το όνομα της ήταν Ζαφειρία. Κεραυνοβόλος έρωτας, το τρελό πάθος ενός ηλικιωμένου άντρα. Έξι χρυσές ράβδους πλήρωσε για να την αγοράσει· ήταν πολύ ακριβή αλλά ήταν παρθένα. Αυτή την έπαυλη την έχτισε για ‘κείνη. Επειδή η νέα είχε τη λυγερή μέση που οι ποιητές παρομοιάζουν με ιτιά, ο προπάππος μου φύτεψε στην όχθη ιτιές και ονόμασε το μέρος “Κατοικία με τις Ιτιές”. Πρέπει να προσέξατε την επιγραφή στην πόρτα του κήπου, είναι γραμμένη με το δικό του γραφικό χαρακτήρα.

Ο ηλικιωμένος άντρας της πρόσφερε μια πολυτελή ζωή αλλά δεν μπόρεσε να καταλάβει την ψυχή της. Ένας νεαρός από το σόι των Μέι την είδε κι αγαπήθηκαν· αποφάσισαν να φύγουν μαζί.[…]

Την ώρα που βοηθούσε τη Ζαφειρία να πακετάρει τα πράγματα της πάνω στο δωμάτιο της, στην άλλη άκρη αυτού του ορόφου, μπήκε ο γερο-στρατηγός. Τότε ήταν άνω των εξήντα ετών αλλά ακόμα δυνατός σα βόδι. Ο νεαρός Μέι το έβαλε στα πόδια, με την κοπέλα κατά πόδας. Έφτασαν τρέχοντας κάτω στον κήπο, ενώ ο εξαγριωμένος πρόγονος μου τους κυνηγούσε, σείοντας το μπαστούνι του με τους ρόζους. Την ώρα που διέσχιζαν τη γέφυρα, ο ηλικιωμένος άντρας τους πρόφτασε και θα τους σκότωνε εκείνη τη στιγμή. Η συγκίνηση όμως ήταν πολύ μεγάλη γι’ αυτόν και σωριάστηκε αναίσθητος. […]

Ο γηραιός άντρας έζησε ακόμη έξι χρόνια, εντελώς παράλυτος. Τον τάιζαν με με κουτάλι, σαν μικρό παιδί. Κάθε μέρα καθόταν στην πολυθρόνα του, εδώ στο μπαλκόνι και κινούσε μόνο τα μάτια του. Έλεγαν ότι είχαν ένα περίεργο βλέμμα. Ποτέ δεν έμαθε όμως κανείς αν ήταν αγάπη ή μίσος· αν ήθελε να κάθεται εκεί και να χαίρεται για τη σκηνή όπου παραλίγο θα την σκότωνε, ή επειδή ήλπιζε ακόμη ότι θα την έβλεπε κάποια μέρα να γυρίζει.   

  Robert  van Gulik, Το Σχέδιο με τις Ιτιές (Θεμέλιο, 1999)

 

  

 


 

 

 

  

 

Σχετικά:

1. Ernest Mandel: Ο ασιατικός τρόπος παραγωγής και οι ιστορικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του κεφαλαίου

2. Σαράντα χρόνια από το καλοκαίρι της “Πολιτιστικής Eπανάστασης”: Oι εξεγέρσεις που τσάκισε ο κρατικός καπιταλισμός της Kίνας

3. Ο αγώνας διαδοχής του Μάο

4. Το Σύνταγμα της ΛΔ Κίνας

5. The US and China: Not Number One

6. Εικοστό Συνέδριο του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος: το σημείο καμπής

7. Κίνα: Ιμπεριαλισμός ή Ημιπεριφέρεια;

8. Views on China

9. 20ό Συνέδριο του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος: Το σόου του ενός διακόπηκε από έναν άγνωστο

10. Ιμπεριαλισμός: από το Αφγανιστάν στην θάλασσα της Κίνας

11. Capitalism and the China state

12. Is China imperialist?

13. Οικονομικές εξελίξεις στην Κίνα

14. O Xi Jinping με τα δικά του λόγια

15. Κίνα: απειλή ή πρόκληση; 1, 2, 3, 4, 5

16. Η δύσκολη σχέση της G7 με τον κινεζικό "δράκο"

17. Ιστοσελίδες σχετικές με την Κίνα

https://chinaworker.info/zh-hant/

http://www.newschinamag.com/






Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2022

Κίνα: από ημι-αποικία σε υπερδύναμη (μέρος 1ο/2)


Η εικόνα που έχουμε για την σημερινή Κίνα είναι μιας μεγάλης «κομμουνιστικής» αυτοκρατορίας όπου εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι εργάζονται σκληρά για να τροφοδοτούν με «κινέζικα» προϊόντα όλο τον πλανήτη και μερικά εκατομμύρια επιχειρηματίες να φτιάχνουν ασύλληπτες περιουσίες.

Εκατόν είκοσι χρόνια πίσω η εικόνα διέφερε ως προς το πρώτο σκέλος: η Κίνα ήταν η ίδια αχανής χώρα αλλά ένα έρμαιο στα χέρια των μεγάλων ιμπεριαλισμών της εποχής. Κι όμως μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα η Κίνα, πέρα από την τεράστια πολιτιστική της παράδοση, διέθετε μια οικονομία μεγαλύτερη από της Ευρώπης και πολύ μεγαλύτερη από των ΗΠΑ. Υπολογίζεται ότι το μισό από το ασήμι της Ευρώπης πήγαινε για να πληρώσει τις εισαγωγές της από την Κίνα. Τι ήταν όμως εκείνο που άλλαξε τον συσχετισμό δυνάμεων; Μα οι κατακλυσμιαίες αλλαγές που έφερε η επικράτηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στην Δύση. Την προσαρμογή της στις νέες συνθήκες αρνήθηκε να ακολουθήσει η Κίνα θυσιάζοντας την ανάπτυξη προς όφελος των συμφερόντων της αυτοκρατορικής άρχουσας τάξης. Στο τέλος του 19ου αιώνα δεν ήταν μόνο μια φτωχή και καθυστερημένη χώρα αλλά και ένα υποχείριο στα χέρια των μεγάλων ιμπεριαλισμών: Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ιαπωνία και Ρωσία διαγκωνίζονταν για οικονομική διείσδυση και εκμετάλλευση των πόρων της χώρας. Η φτώχεια και η εθνική ταπείνωση οδηγούσαν σε εξεγέρσεις. Οι πιο γνωστές από αυτές ήταν η εξέγερση του Ταϊπίνγκ (1850-64) και η εξέγερση των Μπόξερ (1899-1901).   

Πενηνταπέντε μέρες στο Πεκίνο

Α. Η εποχή των μεγάλων πολιτικών αναταράξεων (1911-1949)

Α1. Από την απολυταρχία στην αστική δημοκρατία

Το 1910 ο αριθμός των εξεγέρσεων αυξήθηκε κατακόρυφα και το 1911 ανατράπηκε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία η αυτοκρατορική δυναστεία των Τσινγκ (ή Μαντσού) από επαρχιακούς στρατιωτικούς διοικητές («πολέμαρχοι») και φιλελεύθερους αστικούς κύκλους. Την πρωτοχρονιά του 1912 προσωρινός πρόεδρος της δημοκρατίας ανακηρύχθηκε ο Σουν Γιατ-σεν. Οι εκπρόσωποι των συντηρητικών τάξεων κυριάρχησαν στις επαναστατικές δυνάμεις και σύντομα συμβιβάστηκαν με τις παλιές ελίτ αναγκάζοντας τον Σουν Γιατ-σεν  να μεταβιβάσει την εξουσία στον στρατηγό Γιουάν Σι-κάι ο οποίος σχημάτισε κυβέρνηση στο Πεκίνο.

Τον Αύγουστο του 1912 ιδρύθηκε το εθνικιστικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα (Κουομιτάνγκ - ΚΜΤ) με ηγέτες τον Σουν Γιατ-σεν και τον Σουνγκ Τσιαογέν (δολοφονήθηκε τον Μάρτιο του 1913) που διακήρυξε την ανάγκη ανασυγκρότησης της χώρας σε τρεις άξονες:

να απομακρυνθούν οι ξένες επιρροές από την Κίνα και να γίνεται σεβαστή από τις άλλες χώρες

να μπορούν να κυβερνώνται οι Κινέζοι μέσω της δημοκρατίας

να ξαναμοιραστεί με δίκαιο τρόπο η γη σε αυτούς που την έχουν ανάγκη.

Στις εκλογές του Φεβρουαρίου 1913 το ΚΜΤ κατέκτησε περίπου το 45% στις εκλογές για την Γερουσία και το Κοινοβούλιο αλλά μια εξέγερση της οποίας ηγήθηκε τον Απρίλιο του 1913 («Δεύτερη επανάσταση») ηττήθηκε στρατιωτικά και πολλά ηγετικά στελέχη έφυγαν στην εξορία.

Τα αμέσως επόμενα χρόνια, υπό την προσπάθεια συντηρητικών κύκλων να παλινορθωθεί η μοναρχία και να υπαχθεί η Κίνα στον έλεγχο της Ιαπωνίας, η χώρα χωρίστηκε στα δυο: στον Νότο εγκαταστάθηκε η προοδευτική «Κυβέρνηση για την προστασία του Συντάγματος» (1918) με έδρα την Καντόνα (Κουανγκτσόου) ενώ στον Βορρά η (επίσημη) κυβέρνηση του Πεκίνου (ο Γιουάν Σι-κάι  είχε πεθάνει από το 1916) ήταν αδύναμη να επιβληθεί στις δυο αντιμαχόμενες φατρίες των «πολέμαρχων» από τις οποίες η μια πρόσκειτο στην Ιαπωνία και η άλλη στα αγγλοαμερικανικά συμφέροντα.

Με την είσοδο του 20ου αιώνα είχε αρχίσει με αργούς ρυθμούς η εκβιομηχάνιση της χώρας από το ντόπιο και το ξένο κεφάλαιο δημιουργώντας έτσι και τα πρώτα τμήματα της εργατικής τάξης. Η εκμετάλλευση και η καταπίεση των κινέζων εργατών δεν διέφεραν καθόλου από τα δεινά που είχαν υποστεί οι εργάτες της Αγγλίας έναν αιώνα νωρίτερα. Η έλλειψη της οποιασδήποτε προστασίας, η καταπίεση, η εξοντωτική εργασία, η φτώχεια και ταυτοχρόνως η εθνική ταπείνωση δεν άφησαν περιθώριο στην ανάπτυξη ρεφορμιστικών απόψεων στις γραμμές των Κινέζων εργατών. Οι απεργίες και οι πολιτικοί αγώνες των εργατών, παρά τον μικρό όγκο τους, ήταν βίαιες και συχνά κατέληγαν σε νεκρούς.

Στις 4 Μαΐου 1919, μετά την λήξη του Α ΠΠ (στον οποίο η Κίνα είχε συμμετάσχει στο πλευρό της Αντάντ), μια μαχητική φοιτητική διαδήλωση στο Πεκίνο απαίτησε να μην υπογραφτεί από την κινεζική κυβέρνηση (επίσημη ήταν η κυβέρνηση της Β. Κίνας) η μεταβίβαση της ανατολικής κινεζικής επαρχίας Σαντόνγκ από την ηττημένη Γερμανία στην Ιαπωνία. Τους φοιτητές ακολούθησαν σύντομα η πατριωτική διανόηση και οι εργάτες. Τα γεγονότα που ακολούθησαν ανάγκασαν την κυβέρνηση να δηλώσει την μη υπογραφή της Συμφωνίας και να απολύσει τους φιλογιαπωνέζους υπουργούς. Αργότερα ο Μάο εκτίμησε ότι η επαναστατική διαδικασία στην Κίνα είχε ως εμβληματικό της ορόσημο ακριβώς αυτό το ξέσπασμα της φοιτητικής και της εργατικής εξέγερσης.


Κίνα 1911-1916


Κίνα 1921-1922


Η ίδρυση του ΚΚ Κίνας

Το ΚΚΚ ιδρύθηκε τον Ιούλιο του 1921 στην Σανγκάη σε πλήρη παρανομία. Γραμματέας εξελέγη ο Τσεν Του-σιου (1879-1942) και το κόμμα είχε κάτι λιγότερο από 60 μέλη! Η μικρή του δύναμη (το 1925 είχε περίπου 1000 μέλη σε έναν πληθυσμό 400 εκατ.) του έδινε δυνατότητα μόνο για προπαγανδιστική δουλειά.

Το κόμμα, λόγω της αδυναμίας και της ιδεολογικής του καθυστέρησης, καθοδηγείτο από την Κομμουνιστική Διεθνή (ΚΔ) η οποία για μεγάλο διάστημα θεωρούσε ως κυριότερο εκπρόσωπο της επανάστασης το ΚΜΤ. Μάλιστα, όπως υποστήριξε αργότερα ο Τσεν Του-σιου, το κόμμα ωθήθηκε από την ΚΔ  (Αύγουστος 1922) να δώσει εντολή στα μέλη του να ενταχθούν ατομικά στο ΚΜΤ –όπως και τελικά έγινε.

 

Η άνοδος του εργατικού κινήματος

Ιανουάριος 1922, απεργία ναυτεργατών και εργατών μεταφορών στο Χονγκ Κονγκ

Πρωτομαγιά του 1922 (Καντόνα), ίδρυση του Εθνικού Συνδικαλιστικού Συνεδρίου που εκπροσωπούσε 270 χιλ εργάτες (κυρίως από την Καντόνα και το Χονγκ Κονγκ)

Οκτώβριος 1922, απεργία στα ορυχεία της Τανγκσάν (κοντά στο Πεκίνο) με την συμπαράσταση φοιτητών και εργατών (εργάτες στην υφαντουργία, στους σιδηροδρόμους και στην τσιμεντοβιομηχανία)

Φεβρουάριος 1923, ίδρυση συνδικάτου σιδηροδρομικών και απεργία (που έληξε με αιματηρή καταστολή)

Την περίοδο αυτή η ΚΔ επαναβεβαίωσε την πρόταση της για υποταγή του ΚΚΚ στο ΚΜΤ: «[…] 3. Συνεπώς, στις παρούσες συνθήκες είναι σκόπιμο τα μέλη του ΚΚΚ να παραμείνουν στο Κουομιτάνγκ», Ιανουάριος 1923.

Το 3ο συνέδριο του ΚΚΚ (Μάιος του 1923) αποφάσισε να ενταχθεί -χωρίς να διαλυθεί- στο (εθνικιστικό) ΚΜΤ σε εφαρμογή της πολιτικής του «μπλοκ των τεσσάρων τάξεων» (εργάτες, αγρότες, μικροαστοί και εθνική αστική τάξη). Η στάση αυτή του ΚΚΚ ήταν αποτέλεσμα της πίεσης της ΚΔ και των μπολσεβίκων οι οποίοι εκείνη την περίοδο έκαναν ανοίγματα προς τα διάφορα επαναστατικά εθνικιστικά κόμματα που δέχονταν να συνεργαστούν μαζί τους ενάντια στον ιμπεριαλισμό.

Φεβρουάριος 1925, απεργία στα ιαπωνικά υφαντουργεία της Σανγκάης. Σύντομα προστέθηκαν εργάτες από την υφαντουργία, την ηλεκτροπαραγωγή τους ναύτες και τους λιμενεργάτες. Η είδηση απλώθηκε σε όλη τη χώρα και η αρχική αντιιμπεριαλιστική απεργία έλαβε ταξικά χαρακτηριστικά καθώς ο ιαπωνικός στρατός κατέστελλε στο αίμα την απεργία τρεις μήνες αργότερα. Την απεργία ακολούθησε μια σειρά απεργιών με πιο εμβληματικές τις πολύμηνες απεργίες στην Καντόνα και στο Χονγκ Κονγκ.

Πρωτομαγιά του 1925, 2ο Εθνικό Συνδικαλιστικό Συνέδριο που εκπροσωπούσε 540 χιλ εργάτες. Οι αποφάσεις του ήταν ριζοσπαστικές και είχαν ταξικό περιεχόμενο (πχ «Ο αγώνας της εργατικής τάξης, είτε είναι οικονομικός είτε πολιτικός, έχει ένα μόνο τελικό στόχο, την απόλυτη απελευθέρωση της εργασίας. Η απελευθέρωση είναι δυνατή μόνο μετά την πτώση του καπιταλιστικού συστήματος και την απόλυτη μεταβίβαση της πολιτικής εξουσίας στα χέρια των εργαζομένων»).

Ιούνιος 1925, γενική απεργία στο Χονγκ Κονγκ που κράτησε 16 μήνες. Η απεργία αυτή –η μακροβιότερη στην Ιστορία- ήταν καταλυτική στην συγκρότηση της επαναστατικής βάσης και της πορείας του ΚΜΤ προς τον βορρά ένα χρόνο αργότερα.

 ⦁ Ιανουάριος 1926, 2ο εθνικό συνέδριο του ΚΜΤ. Από τους 256 συνέδρους οι 90 ανήκαν στο ΚΚΚ ενώ σημαντικός αριθμός ανήκε στην αριστερή πτέρυγα του ΚΜΤ.

Φεβρουάριος 1926, η ΚΔ (σε αντίθεση με τον Τρότσκι) επαναβεβαίωσε την υποστήριξη της στο ΚΜΤ, το αναγνώρισε ως «συμπαθόν μέλος» της και ανακήρυξε τον Τσανγκ Κάι-σεκ «επίτιμο μέλος» του προεδρείου της.

Α2. Η κατάκτηση της εξουσίας από το ΚΜΤ και η ήττα του ΚΚΚ (1923-28)

Τον Φεβρουάριο του 1923 ο Σουν Γιατ-σεν τέθηκε επικεφαλής της κυβέρνησης της Καντόνα με αντι-ιμπεριαλιστικά και αντιφεουδαρχικά συνθήματα. Με την βοήθεια σοβιετικών συμβούλων (χρηματοδότηση, εκπαίδευση, εξοπλισμός) ο στρατός του ΚΜΤ (Εθνικός Επαναστατικός Στρατός - ΕΕΣ) ξεκίνησε την λεγόμενη «Βόρεια εκστρατεία» [1, 2] στις 20 Μαΐου 1926. Από τον Ιούλιο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1926 ήλεγχε πλέον επτά επαρχίες της νότιας Κίνας με πληθυσμό 170 εκατ. κατοίκων.

Τον Μάρτιο του 1926, μετά τον θάνατο (1925) του Σουν Γιατ-σεν, τον πολιτικό και στρατιωτικό έλεγχο του ΚΜΤ ανέλαβε πραξικοπηματικά ο αρχιστράτηγος του ΕΕΣ Τσανγκ Κάι-σεκ και το έστρεψε προς τα δεξιά απαιτώντας από το ΚΚΚ να μειώσει τα μέλη του στην ηγεσία του ΚΜΤ και να παραδώσει τον κατάλογο των μελών του. Η ΚΔ ζήτησε από την ηγεσία του ΚΚΚ να συμβιβαστεί και να αποδεχτεί τα αιτήματα παρά την διαφωνία της τελευταίας.

Όταν ο Τσανγκ απέκτησε τον έλεγχο στα πράγματα, αφενός βλέποντας τις επαναστατικές μάζες να βγαίνουν ορμητικά στο προσκήνιο (τον Μάιο του 1927 το Εθνικό Συνέδριο των Συνδικάτων εκπροσωπούσε πλέον 2,8 εκατ μέλη με κυρίαρχους τους κομμουνιστές) και αφετέρου να του προτείνεται συμμαχία από τους γαιοκτήμονες και τους κινέζους αστούς αλλά και από τους ιμπεριαλιστές, έκανε ξαφνικά στροφή 180 μοιρών: τον Απρίλιο του 1927, αμέσως μετά την κατάληψη και της Σανγκάης από τον ΕΕΣ, στράφηκε εναντίον των εργατών και των κομμουνιστών εξοντώνοντας τουλάχιστον 35 χιλ από αυτούς ενώ ταυτοχρόνως διέσπασε το ΚΜΤ και έκανε κυβέρνηση με έδρα την Ναντσίνγκ αποκτώντας τον έλεγχο στις παράλιες επαρχίες (η αριστερή πτέρυγα του ΚΜΤ παρέμεινε κυβέρνηση στο Βουχάν). Μερικές μέρες μετά το ΚΚΚ παραδέχτηκε στο 5ο συνέδριο του ότι «Η καπιταλιστική τάξη έχει προδώσει την επανάσταση».

Πάλι με την παρότρυνση της ΚΔ το ΚΚΚ συνήψε συμμαχία με την αριστερή πτέρυγα του ΚΜΤ (υπό τον Γουάνγκ Τσινγκγουέι) με την αιτιολογία ότι αυτή εκπροσωπούσε την μικροαστική και αγροτική τάξη και ότι αυτή, σε αντίθεση με τον Τσανγκ Κάι-σεκ, παρέμεινε πιστή στην αντι-ιμπεριαλιστική επανάσταση. Μόλις το καλοκαίρι του ίδιου έτους το «αριστερό» τμήμα του ΚΜΤ εξεδίωξε τους κομμουνιστές από τον στρατό του, κατέστειλε αιματηρά επαναστάτες αγρότες και εργάτες και τέλος επανενώθηκε με το υπόλοιπο ΚΜΤ υπό τον Τσανγκ Κάι-σεκ αφήνοντας ξεκρέμαστους τους κομμουνιστές.

Πάλι υπό την καθοδήγηση της ΚΔ, και αφού φορτώθηκαν τα λάθη στον Τσεν Του-σιου, το ΚΚ ακολούθησε στη συνέχεια υπεραριστερή γραμμή με το σύνθημα «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ». Μόνο που ο πραγματικός συσχετισμός των δυνάμεων ήταν πλέον υπέρ της αντεπανάστασης την οποία υπερασπιζόταν το ΚΜΤ. Μια σειρά κομμουνιστικών αγροτικών εξεγέρσεων («εξεγέρσεις της φθινοπωρινής συγκομιδής») απέτυχαν στον στόχο τους για να ακολουθήσει η τραγικά αποτυχημένη εξέγερση της Καντόνας (11-13 Δεκεμβρίου 1927) που πνίγηκε και αυτή στο αίμα των εξεγερθέντων.

Με το ΚΚΚ υπό διωγμό και αποδυναμωμένο το ΚΜΤ άπλωσε την εξουσία του στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας ενοποιώντας την για πρώτη φορά μετά την ανακήρυξη της δημοκρατίας.




Η Κίνα την περίοδο της «Βόρειας εκστρατείας» και της σύγκρουσης ΚΜΤ-ΚΚΚ (1925-1928) 

 

Α3. Η επιβίωση της επανάστασης στη «Μεγάλη Πορεία»

Μετά την ήττα του ΚΚΚ το ΚΜΤ κυβέρνησε δικτατορικά αν και πολλοί τοπικοί πολέμαρχοι μόνο τυπικά αναγνώριζαν την εξουσία του Τσανγκ Κάι-σεκ. Εντούτοις το ΚΚ δεν κατέθεσε τα όπλα αλλά στις κεντρικές και νοτιοανατολικές περιοχές της χώρας δημιούργησε βάσεις –επονομαζόμενες “σοβιέτ”-, νησίδες εξουσίας του ΚΚ, στις οποίες δημεύονταν οι γαίες των γαιοκτημόνων υπέρ των φτωχών αγροτών ώστε να στρατολογούνται και νέα μέλη για τον Κόκκινο Στρατό του ΚΚ που υπερασπιζόταν τις ημιελεύθερες αυτές περιοχές. Ο στρατός του ΚΜΤ προσπάθησε χωρίς επιτυχία μέχρι το 1933 να σβήσει αυτόν τον κίνδυνο. Στην πέμπτη απόπειρα, και ενώ μέρος της χώρας βρισκόταν στον έλεγχο της Ιαπωνίας που είχε εισβάλλει από το 1931, οι αντάρτες του ΚΚΚ βρέθηκαν σε κλοιό και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν κάνοντας την περίφημη «Μεγάλη Πορεία» προς τα βόρεια (στην περιοχή Σενσί) με μεγάλες όμως απώλειες (όπως σημείωνε ο Μάο Τσε-τουνγκ, από μια αρχική δύναμη 300 χιλ ανδρών έφτασαν στον προορισμό τους, μετά από 13 χιλ χλμ. πορείας και μαχών, μόνο 30 χιλ).

Η «Μεγάλη Πορεία»

Η οργάνωση του ανταρτοπολέμου και η Μεγάλη Πορεία, σε συνδυασμό με την απομάκρυνση άλλων στελεχών που θεωρήθηκαν υπεύθυνα για τις μεγάλες απώλειες, ανέδειξαν τον Μάο Τσε-τουνγκ (1893-1976) ως τον ηγέτη του ΚΚΚ.

Α4. Από το 1937 μέχρι το τέλος του Β ΠΠ και τον σχηματισμό της ΛΔ Κίνας

Από τον Ιούλιο του 1937 η αυτοκρατορική Ιαπωνία έθεσε ως στόχο την κατάληψη ολόκληρης της Κίνας (χάρτης: η αυτοκρατορία της Ιαπωνίας το 1942). Επί οκτώ χρόνια, μέχρι την συνθηκολόγηση της το 1945, βρισκόταν σε διαρκή προσπάθεια έχοντας απέναντι της τόσο τον στρατό του ΚΜΤ όσο και τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΛΑΣ) -όπως είχε μετονομαστεί ο Κόκκινος Στρατός από το 1937- του ΚΚΚ ο οποίος διεξήγαγε την γνωστή και προσφιλή του μέθοδο του ανταρτοπολέμου. Με την λήξη του πολέμου και την αποχώρηση των ιαπωνικών στρατευμάτων το μεγαλύτερο μέρος της χώρας βρέθηκε στην εξουσία του ΚΜΤ αλλά και ένα μέρος, περίπου το 1/4 της χώρας με πληθυσμό 150 εκατ., υπό τον έλεγχο του ΚΚΚ.

Τον Ιούλιο του 1946, μετά από αποτυχημένες προσπάθειες συμβιβασμού, ξεκίνησε ένας εμφύλιος πόλεμος που έληξε το 1949 με νίκη του ΚΚ και αποχώρηση των ηττημένων εθνικιστών του ΚΜΤ στην Ταϊβάν. Τα ταξικά συμφέροντα που εξυπηρετούσε η κάθε πλευρά καθόρισαν και το αποτέλεσμα του πολέμου: από την μια μεριά το ΚΜΤ, με την υποστήριξη των ΗΠΑ, εκπροσωπούσε τα συμφέροντα των γαιοκτημόνων και της διεφθαρμένης κυρίαρχης τάξης και από την άλλη, ο ΛΑΣ εκπροσωπούσε τα συμφέροντα των καταπιεσμένων που προσέρχονταν εθελοντικά για να πολεμήσουν για εθνική ανεξαρτησία και καλύτερες συνθήκες ζωής. Ελέγχοντας όλο και μεγαλύτερα τμήματα της υπαίθρου, ο ΛΑΣ έδωσε τα τελικά του χτυπήματα το φθινόπωρο του 1948 υπό την ηγεσία του Λι Πιάο και του Ντενγκ Χσιάο-πινγκ (η θρυλική εκστρατεία στον Κίτρινο Ποταμό).

Όμως η νίκη του 1949 δεν ήταν μια σοσιαλιστική επανάσταση. Η οικονομία και το κράτος δεν πέρασαν στον έλεγχο της εργατικής τάξης αλλά στον έλεγχο του κόμματος το οποίο, όπως το ίδιο διακήρυσσε, εκπροσωπούσε την συμμαχία τεσσάρων τάξεων.   

Β. Πως διαμορφώθηκε ο κινέζικος μαρξισμός μέχρι την ανάληψη της εξουσίας

Ο μαρξισμός εισήχθη καθυστερημένα στην Κίνα από την Δύση αλλά κάτω από την επιρροή της Οκτωβριανής επανάστασης και σε μια κοινωνία που γνώριζε μόνο την φεουδαρχική απολυταρχία και την ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση. Ακριβώς εξαιτίας αυτής της συγκυρίας δεν υπήρχε έδαφος για την ανάπτυξη ρεφορμιστικών απόψεων (όπως η σοσιαλδημοκρατία στην Δύση) και αγροτικά κόμματα (όπως οι ναρόντνικοι και οι εσέροι στην τσαρική Ρωσία). Από την άλλη, η απειρία των στελεχών του ΚΚΚ και η αίγλη της Οκτωβριανής επανάστασης τους έκανε εύκολα όργανα του ΚΚΣΕ και της ΚΔ κάτι που οδήγησε στην σταλινοποίηση του κόμματος.

Στην πρώτη περίοδο, μέχρι την ήττα του 1927, το ΚΚΚ αναπτύχθηκε με βάση την εργατική αναφορά κρατώντας έναν δευτερεύοντα και συμμαχικό ρόλο στην (πολυπληθέστατη) κινεζική αγροτική τάξη. Πάντα υπό την καθοδήγηση της ΚΔ, αρχικά ακολούθησε την λογική της συμμαχίας με το ΚΜΤ για την επίτευξη αστικοδημοκρατικών και αντι-ιμπεριαλιστικών στόχων (άρα ταξικής συνεργασίας ακόμη και με τους αστούς που δεν ήταν «προδότες») για να καταλήξει σε τυχοδιωκτικές εξεγέρσεις (1927) που λίγο έλειψε να το εξαφανίσουν.

Η μαοϊκή εκδοχή του κομμουνισμού προέκυψε μέσα από τις ανάγκες της επιβίωσης και τις ιδιαιτερότητες του κινεζικού κοινωνικού σχηματισμού. Οι γαιοκτήμονες ήταν το αντιδραστικό παρελθόν το οποίο δεν μπορούσε να έχει καμμία σχέση το μέλλον. Η αστική τάξη είχε εξαντλήσει την προοδευτικότητα της και η εργατική τάξη όχι μόνο ήταν μικρή αλλά είχε δεχθεί μεγάλο πλήγμα την καυτή διετία 1925-27. Ο Μάο προχώρησε σε μια περίεργη σύνθεση εκ των ενόντων και εκτός των μαρξιστικών μοντέλων:

η εργατική τάξη είναι πόλος αναφοράς αλλά ταυτοχρόνως είναι απούσα ως μαχόμενη τάξη,

οι αγρότες παίρνουν την θέση των εργατών για να κινήσουν αυτοί τον τροχό της Ιστορίας,

το Κόμμα αναλαμβάνει να συντάξει το γενικό σχέδιο δράσης και ταυτοχρόνως να μετασχηματίσει τους αγρότες σε κομμουνιστές μέσα στον αντάρτικο στρατό,

η εκπαίδευση των αγροτών-κομμουνιστών γίνεται μέσα στον αγώνα οικοδομώντας παράλληλα νέες κρατικές και κοινωνικές δομές (τα “σοβιέτ”/βάσεις και αργότερα οι “απελευθερωμένες περιοχές”),

ο ιδιότυπος αυτός κομμουνιστικός στρατός αναλαμβάνει το καθήκον –που δεν μπορεί να φέρει σε πέρας η συμβιβασμένη αστική τάξη- να υλοποιήσει την δημοκρατική και αντι-ιμπεριαλιστική επανάσταση,

η οποία επανάσταση γίνεται μέρος της παγκόσμιας εργατικής επανάστασης καθώς, όπως σημείωνε ο Μάο, μια τέτοια επανάσταση «που ξεσπάει σε μια αποικία ή μισο-αποικία, στρέφεται εναντίον του ιμπεριαλισμού […] και δεν ανήκει πια στον παλιό τύπο της παγκόσμιας αστικοδημοκρατικής επανάστασης […] αποτελεί τμήμα της νέας παγκόσμιας επανάστασης, της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης».

Οι απόψεις του Μάο στις παραμονές του Β ΠΠ εκφράστηκαν μέσα από την μπροσούρα του με τίτλο «Νέα Δημοκρατία» (η μπροσούρα σε ελληνική μετάφραση εδώ)

Συνεχίζεται

 

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2022

«Επιστημονικά» εργαλεία της κυρίαρχης οικονομικής ιδεολογίας

 Όπως έχω σχολιάσει σε προηγούμενα απλοϊκά μαθήματα –5ο, 6ο και 8ο–, οι οικονομολόγοι της κυρίαρχης άποψης, δηλαδή της κυρίαρχης τάξης, προτείνουν για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού μέτρα όπως η «συγκράτηση» των μισθών και η αύξηση των επιτοκίων. Το μόνο που δεν περνάει από το μυαλό τους είναι μήπως έχουν, στην αύξηση των τιμών, συμβολή και τα πολύ αυξημένα κέρδη. Που έχουν τη μεγαλύτερη, όπως δείξαμε στο 5ο μάθημα.

Σήμερα θα ήθελα να μπω σε κάποια τεχνικά θέματα –καμπύλες και τέτοια–, που χρησιμοποιούν οι συγκεκριμένοι επιστήμονες, προκειμένου να θεμελιώσουν την ανάλυσή τους. Πρόκειται για τις καμπύλες του Phillips και του Laffer, αντίστοιχα, η επίκληση των οποίων επιχειρεί να «αποδείξει» την επιστημονικότητα της ανάλυσης που χρησιμοποιείται για την υποστήριξη της οικονομικής πολιτικής. Η απλοϊκότητα σήμερα θα είναι σκανδαλώδης και ας με συγχωρήσουν οι επαΐοντες.

Ξεκινώ με την καμπύλη του Φίλιπς.

Όπως σαφώς φαίνεται, η σχέση ανάμεσα στο ρυθμό πληθωρισμού –κατακόρυφος άξονας– και το ποσοστό ανεργίας –οριζόντιος άξονας– είναι αρνητική. Πράγμα που σημαίνει πως, όσο αυξάνεται το ποσοστό της ανεργίας, τόσο θα μειώνεται ο πληθωρισμός. Δείτε την κίνηση από το σημείο Β στο σημείο Α: με την αύξηση της ανεργίας από το 3% στο 6%, ο πληθωρισμός πέφτει από το 5% στο 2%.

Άρα, ένας καλός τρόπος, για να μειώσουμε τον πληθωρισμό, είναι να αυξήσουμε την ανεργία, να προκαλέσουμε, δηλαδή, ύφεση στην οικονομία. Η αύξηση των επιτοκίων, που περιορίζει τη ζήτηση, και η «συγκράτηση» των μισθών, λόγω του εκβιασμού της αυξημένης ανεργίας, θα λειτουργήσει σε αυτήν την κατεύθυνση και θα επαναφέρει την οικονομία στον ορθό δρόμο. Είναι αυτό που συνέβη στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όταν ο Βόλκερ, κεντρικός τραπεζίτης των ΗΠΑ, αύξησε, εν μια νυκτί, τα επιτόκια στο 20%, προκάλεσε μια βαθύτατη ύφεση και «αποκατέστησε την τάξη». Βέβαια, θα μπορούσε να πει κανείς πως χρησιμοποίησε μια βαριοπούλα για να σκοτώσει μια μύγα. ΟΚ, but…

Το ζήτημα είναι πως η καμπύλη Φίλιπς ακριβώς εκείνη την εποχή είχε αποδειχτεί πατάτα, εφόσον η οικονομία βρίσκονταν στην κατάσταση του στασιμοπληθωρισμού, που σημαίνει πως είχαμε ταυτόχρονα ανεργία και πληθωρισμό, αντίθετα από τις προβλέψεις της. Ακόμη και νεοφιλελεύθεροι εγκατέλειπαν την καμπύλη, υποστηρίζοντας από τη μεριά τους πως, ούτως ή άλλως, θα πρέπει να αποδεχτούμε την ύπαρξη ενός «φυσικού ποσοστού ανεργίας» κάτω από το οποίο δεν μπορούμε να πέσουμε.

Πάμπολλες εμπειρικές εργασίες, έκτοτε, έχουν αποδείξει την αμελητέα συσχέτιση μεταξύ των δύο μεταβλητών. Παρόλα αυτά, είναι τόση η πολιτική της χρησιμότητα, που δεν λέει να εγκαταλειφθεί στο μουσείο της ιστορίας μαζί με το γεωκεντρικό σύστημα και άλλα παρωχημένα «επιστημονικά» σχήματα.

Το δεύτερο εργαλείο της κυρίαρχης οικονομικής ιδεολογίας είναι η, εξίσου, περίφημη καμπύλη του Λάφερ. Εδώ το θέμα είναι η σχέση ανάμεσα στους φορολογικούς συντελεστές και τα φορολογικά έσοδα. Το επιχείρημα είναι, εν πολλοίς, πως όσο αυξάνονται οι φορολογικοί συντελεστές, ιδίως για τα άτομα υψηλού εισοδήματος, τόσο τα δημόσια έσοδα θα μειώνονται. Αυτό γιατί:

α) η μείωση των εισοδημάτων θα σημάνει μείωση των επενδύσεων, άρα μείωση του προϊόντος, άρα μείωση της φορολογητέας ύλης, άρα μείωση των εσόδων και

β) όσο αυξάνονται οι συντελεστές τόσο αυξάνεται και η διάθεση (sic) των πλουσίων να φοροδιαφύγουν – σχεδόν, εξαναγκάζονται οι καημένοι.

Δείτε τώρα την καμπύλη, που, κατά τον αστικό μύθο, ο Λάφερ συνέλαβε κατά τη διάρκεια ενός δείπνου σε μαγαζί και ζωγράφισε σε μια χαρτοπετσέτα:

Ο φορολογικός συντελεστής εμφανίζεται στον κατακόρυφο άξονα, ενώ τα φορολογικά έσοδα στον οριζόντιο. Είναι προφανές πως όσο αυξάνεται ο συντελεστής –μέχρι το σημείο C– έχουμε αύξηση των εσόδων. Αν, όμως, συνεχίσουμε την αύξηση του φορολογικού συντελεστή, τότε αρχίσουν να μειώνονται τα έσοδα, μέχρι μηδενισμού, όταν ο συντελεστής γίνει 100%, όταν, δηλαδή, το κράτος απορροφά όλο το εισόδημα. Στην πραγματικότητα, είτε έχουμε συντελεστή 0% είτε 100%, τα έσοδα είναι μηδενικά.

ΟΚ. Έχει τη λογική του το πράγμα. Μόνο που και πάλι τα εμπειρικά δεδομένα δεν το επιβεβαιώνουν. Καταρχήν, στην περίοδο της «χρυσής τριακονταετίας» του καπιταλισμού, μεταξύ 1945-1975, ενώ οι συντελεστές βρίσκονταν, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, σε πολύ υψηλά επίπεδα -πάνω από 80% κάποιες φορές- τα έσοδα ήταν τόσο μεγάλα, που με άνεση χρηματοδοτούσαν  ένα γενναιόδωρο κράτος πρόνοιας.

Αν έχει τη λογική του το πράγμα τότε γιατί η «θεωρία» αποτυγχάνει πανηγυρικά; Η απάντηση βρίσκεται στο σημείο C της καμπύλης – τα μέγιστα έσοδα, δηλαδή. Οι σημερινοί φιλελέδες το τοποθετούν στο 30% φορολογικό συντελεστή. Ο ίδιος ο Λάφερ θεωρούσε πως ο βέλτιστος συντελεστής βρίσκονταν στο 50%. Άλλοι έχουν δείξει πως βρίσκεται στο 70%.

Να μια ενδιάμεση –απολύτως λογική– κατάσταση και εμπειρικά υποστηρίξιμη.

Εδώ ο φορολογικός συντελεστής, που μεγιστοποιεί τα δημόσια έσοδα, είναι 60%.

Μπορούμε, εμείς οι εργαζόμενοι φτωχοί, να το «πάρουμε», χωρίς καμιά αντίρρηση, όταν, σήμερα οι συντελεστές είναι μικρότεροι από το μισό.

Ας το κρατήσουμε, λοιπόν.

Μπορούμε να μειώσουμε τον πληθωρισμό, μειώνοντας τα κέρδη.

Μπορούμε να αυξήσουμε τα έσοδα, επιβάλλοντας μια ισχυρά προοδευτική φορολογία.

Και, ως προς τα «επιστημονικά», ας θυμόμαστε πως τα πολλά –και «βαριά», πολλές φορές– μαθηματικά δεν είναι παρά σκέτη, «αγνή» και ιδιοτελής ιδεολογία. Θα επανέλθω.


του Χρήστου Λάσκου





Το ευρώ, ο νεοφιλελευθερισμός, η εκμετάλλευση της εργασίας

  Τα δύο θεμέλια του καθεστώτος εκμετάλλευσης Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποτελέσει, ιδιαίτερα από το 1990 και μετά, ιμάντα μεταβί...