Το «kodokushi»
είναι μια λέξη γιαπωνέζικη και σημαίνει «θάνατος μέσα στην μοναξιά». Αναφέρεται
σε ανθρώπους που πέθαναν μόνοι και οι σοροί τους βρέθηκαν αρκετό καιρό μετά τον
θάνατό τους. Αφορά κυρίως ανθρώπους που αφιέρωσαν τη ζωή τους στη δουλειά τους,
ξέχασαν τους γύρω τους ή τους ξέχασαν αυτοί· άλλοι δεν πρόλαβαν να
δημιουργήσουν έναν στενό περίγυρο. Προσπαθώντας να επιβιώσουν σε ένα
ανταγωνιστικό περιβάλλον και τα πρότυπα της κοινωνικής επιτυχίας που προστάζει,
απαξίωσαν οτιδήποτε τους εμπόδιζε να ανταποκριθούν στις σκληρές απαιτήσεις της
δουλειάς τους: τους έρωτες, τις φιλίες, τις παρέες, πιθανόν μια οικογένεια,
κάποια μορφή συλλογικής δραστηριότητας. Αυτά τα περιστατικά ολοένα και
πληθαίνουν.
Όπως
πληθαίνουν και οι αυτοκτονίες. Μέσα στο 2020 η Ιαπωνία έγινε η χώρα που «έχασε»
περισσότερους ανθρώπους από αυτοχειρία (20.919), από ό,τι από την επιδημία
του κορωνοϊού (3.460). Εκτινάχτηκε ο αριθμός των άνεργων γυναικών που
αφαίρεσαν τη ζωή τους στη χώρα σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού
Υγείας (2020). Η κοινωνική πίεση επίσης για την επιτυχία στο Πανεπιστήμιο μέσα
από μια «κόλαση εξετάσεων» αύξησε τα ποσοστά αυτοκτονιών, της κατάθλιψης και
του συνειδητού αναχωρητισμού (Hikikomori) στην εφηβική ηλικία.
Τρομαγμένες
από το κύμα τέτοιων θανάτων και περιστατικών οι αρμόδιες αρχές δημιούργησαν
υπουργείο Μοναξιάς, ακολουθώντας το παράδειγμα της Μ. Βρετανίας που το θέσπισε
το 2018. Εξάλλου είναι και μεγάλο το κόστος των θανάτων όπως λένε και τα
στοιχεία τους. Ανοίκιαστα για μεγάλο χρονικό διάστημα τα διαμερίσματα όπου
βρέθηκαν οι νεκροί, κληρονομικές διαμάχες, επιβάρυνση του συστήματος υγείας και
πρόνοιας στη διαχείριση των μοναχικών θανάτων, που μπορεί να φτάσει και
εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο.
Για να
αποσβέσουν λοιπόν το «κόστος» της μοναχικότητας και των ψυχικών προβλημάτων που
δημιουργεί –και είναι μείον για την παραγωγικότητα, δηλαδή τα κέρδη των
επιχειρήσεων, όπως γνωρίζουμε- πήραν μια σειρά από μέτρα. Αυτά ξεκινούν από
τηλεφωνικές γραμμές υποστήριξης, εθελοντικές ομάδες που επισκέπτονται
ηλικιωμένους με συστάσεις για διατροφή και ένταξη σε ψυχαγωγικές δραστηριότητες
και βεβαίως ρομπότ που μπορεί να τους κρατά το χέρι, να τους ακούει και να
ειδοποιεί ειδικές υπηρεσίες αν εντοπίσει με τους αισθητήρες του κάποιο
πρόβλημα. Δημιουργήθηκε και καινούριο επάγγελμα: ακροατής ηλικιωμένων με 79
ευρώ την ώρα. Πολλαπλασιάζονται συνάμα και τα βιβλία «αυτο-βοήθειας» και
«θετικής σκέψης» με προστακτικούς τίτλους: «Μην το υπεραναλύεις», «Σου αξίζει
να ευτυχήσεις» ή «Ξυπνήστε τον γίγαντα μέσα σας». Έχει και η ευτυχία (;) την έγκλισή
της.
Το «kodokushi»
και ό,τι οδηγεί σε αυτό δεν είναι μόνο ιαπωνικό φαινόμενο. Εκατομμύρια άνθρωποι
σε όλον τον κόσμο δοκιμάζουν κάθε μέρα τα όριά τους σε μια μάχη που ο «άλλος»
δεν είναι συνεργάτης, συνάδελφος, σύντροφος αλλά αντίπαλος, εχθρός που επιβουλεύεται
τη θέση εργασίας, την προαγωγή, ακόμη και το πενιχρό μεροκάματο. Ο μοναχικός
θάνατος προετοιμάζεται καθημερινά στις αβίωτες συνθήκες εργασίας, μόρφωσης,
ζωής. Ο φόβος της ανεργίας γίνεται φόβητρο για τον απειλούμενο που νιώθει μόνος
εναντίον όλων.
Στην
ταινία του Κώστα Γαβρά Το τσεκούρι (2005)
αυτά τα συναισθήματα οδήγησαν τον πρωταγωνιστή να επιλέξει να δολοφονήσει τους
πιθανούς ανταγωνιστές του για μια θέση εργασίας: «Ο καθένας για πάρτη του: Να νικήσω στον ανταγωνισμό και να βασίζομαι
μόνο στον εαυτό μου». Θεωρούσε ότι βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση και στον
πόλεμο όλα είναι θεμιτά («À la guerre comme à la guerre»). Μέχρι να έρθει
βέβαια και η δική του σειρά.
Σε μια
τέτοια σύγκρουση βέβαια θυσιάζεται ό,τι είναι αξιοβίωτο, ό,τι υψηλό έχει
κατακτηθεί από την ανθρωπότητα και πρώτα απ’ όλα σε επίπεδο αξιών και ιδεών. Η
αγριότητα και ο κυνισμός, το μίσος και η αναλγησία γίνονται πλέον τα μέσα της
επιβίωσης για να αποφευχθεί ο αποκλεισμός, η απόρριψη σε χωματερές ανθρώπων. Κι
αυτό αποτυπώνεται και στις πολιτικές επιλογές που εμπεριέχουν τον θάνατο του
«άλλου».
Τρομαγμένες
από το κύμα μοναχικών θανάτων οι Ιαπωνικές αρχές δημιούργησαν υπουργείο
Μοναξιάς, ακολουθώντας το παράδειγμα της Μ. Βρετανίας που το θέσπισε το 2018
Στην
ομιλία του κατά την απονομή του Νομπέλ λογοτεχνίας για το έργο του Εκατό χρόνια μοναξιάς ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
διέβλεπε την επιστημονική πιθανότητα για το «τέλος του ανθρώπου». Σαν
«παραμυθάς» όμως εξακολουθούσε να πιστεύει σε μια «αντίθετη ουτοπία. Μια καινούρια και απόλυτη ουτοπία ζωής, όπου κανείς
δεν αποφασίζει για τους άλλους, ούτε και για το πως θα πεθάνουν, όπου η αγάπη
θα είναι πραγματικότητα και η ευτυχία εφικτή, και όπου οι γενιές, οι
καταδικασμένες σε εκατό χρόνια μοναξιάς, θα έχουν επιτέλους, και για πάντα, μια
δεύτερη ευκαιρία πάνω στη γη».
Ξανά και
ξανά λοιπόν αρχή του παραμυθιού: « Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη
τυλιγμένη…»
Αιμιλία
Καραλή, εφημερίδα Πριν, 9.11.2024