Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2025

Ο ιμπεριαλισμός στον Ινδο-Ειρηνικό: μια εισαγωγή (μέρος 2ο/3)

 

Συνέχεια από το προηγούμενο

 

Ο Ινδο-Ειρηνικός και ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος

Η στροφή στις σχέσεις της Ουάσιγκτον με το Πεκίνο, η οποία ξεκίνησε το 2010, ήταν μια αντίδραση στην τεράστια επιτυχία της κινεζικής οικονομίας και στη σχετική παρακμή αυτής των Ηνωμένων Πολιτειών, σε συνδυασμό με τις αντιληπτές αλλαγές στην πολιτικοοικονομική στάση της Κίνας, η οποία χάραζε όλο και περισσότερο μια ανεξάρτητη πορεία. Όπως παρατήρησε ο Yi Wen, οικονομολόγος και αντιπρόεδρος του Federal Reserve Board του St. Louis, μεταξύ του 1978 και των αρχών της δεκαετίας του 2000, «η Κίνα συμπύκνωσε τα περίπου 150 με 200 (ή περισσότερα) χρόνια επαναστατικών οικονομικών αλλαγών που γνώρισε η Αγγλία το 1700-1900, οι Ηνωμένες Πολιτείες το 1760-1920 και η Ιαπωνία το 1850-1960 σε μια γενιά». Το 1978, το κατά κεφαλήν εισόδημα της Κίνας ήταν μόνο το ένα τρίτο αυτού της υποσαχάριας Αφρικής, με 800 εκατομμύρια του κινεζικού πληθυσμού το 1981 να ζουν με λιγότερο από 1,25 δολάρια την ημέρα. Μέχρι το 2018, το κατά κεφαλήν εισόδημα της Κίνας είχε ανέβει στο παγκόσμιο μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα και η χώρα έχει εξαλείψει την απόλυτη φτώχεια εντός των συνόρων της. Το 1953, η Κίνα αντιπροσώπευε το 2,3% της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγικής δυνατότητας, αλλά, μέχρι το 2020, το μερίδιό της στην παγκόσμια μεταποίηση είχε αυξηθεί σε περίπου 35%. Σήμερα, η Κίνα είναι ο κορυφαίος εξαγωγέας στον κόσμο, με το μερίδιό της στο παγκόσμιο εμπόριο να είναι περίπου 15% το 2020, σε σύγκριση με περίπου 8% που κατέχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Η Μεγάλη Χρηματοπιστωτική Κρίση (2007-08) ήταν ορόσημο. Αν και η Κίνα είδε μια τεράστια μείωση στην εξωτερική της ζήτηση για αγαθά, η οικονομία της έκανε στροφή 180ο την ώρα που η υπόλοιπη παγκόσμια οικονομία βυθίστηκε σε βαθιά στασιμότητα και ανέκαμψε με αργούς ρυθμούς. Η Κίνα, με τον τεράστιο δημόσιο τομέα της, κατάφερε να βγει από τη Μεγάλη Χρηματοπιστωτική Κρίση σχεδόν ανεπηρέαστη, με διψήφιο ρυθμό ανάπτυξης, την ίδια στιγμή που αυτό που ο Economist ονόμασε ως «ετοιμοθάνατο πλούσιο κόσμο» προσπαθούσε να επιτύχει οποιαδήποτε ανάπτυξη καθόλου. Το σοκ στην Ουάσιγκτον ήταν τεράστιο. Όχι μόνο ήταν η Κίνα τώρα η κινητήρια δύναμη για την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη αλλά, μέχρι το 2010, είχε ξεπεράσει την Ιαπωνία και έγινε η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως. Τίποτα δεν φαινόταν να σταματά την ταχεία ανάπτυξή της. Από καιρό είχε υποστηριχθεί από τους θεωρητικούς της κλιμακούμενης οικονομικής στασιμότητας στον μονοπωλιακό καπιταλισμό ότι οι υποτονικές επιδόσεις όλων των ώριμων καπιταλιστικών οικονομιών, όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Δυτική Ευρώπη και η Ιαπωνία, σχετίζονται με τα χαμηλά επίπεδα καθαρών επενδύσεων λόγω υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας και την μείωση των αναμενόμενων κερδών από νέες επενδύσεις που αυτό δημιουργεί. Στις αρχές της Μεγάλης Χρηματοπιστωτικής Κρίσης, mainstream οικονομολόγοι όπως ο Λόρενς Σάμερς υιοθέτησαν αυτή την ανάλυση (χωρίς να αναφέρονται στην προέλευσή της), γράφοντας για «παγκόσμια στασιμότητα». Αλλά, ενώ οι χώρες του ιμπεριαλιστικού πυρήνα της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας αναπτύσσονταν όλο και πιο αργά λόγω της έλλειψης καθαρού σχηματισμού κεφαλαίου (σε συνδυασμό με τη συσσώρευση χρηματοοικονομικών αξιώσεων για πλούτο στην κορυφή της κοινωνίας), η Κίνα αποτέλεσε αντιπαράδειγμα, με ιστορικά υψηλά επίπεδα καθαρών επενδύσεων για δεκαετίες, με αποτέλεσμα ρυθμούς ανάπτυξης που άφησαν εποχή.

Η μεγάλη στρατηγική της Κλίντον στον Ινδο-Ειρηνικό, ακολουθούμενη από την «στροφή προς την Ασία» του Ομπάμα το 2010–2011, ήταν μια απάντηση σε αυτή την καθοριστική αλλαγή στην παγκόσμια οικονομία. Σε αυτή την κατάσταση, η Ουάσιγκτον βρέθηκε μπλεγμένη σε μια σειρά αντιφάσεων. Οι ΗΠΑ όχι απλώς ήταν πρόθυμες, έχοντας βγει από μια βαθιά ύφεση, να εξασφαλίσουν ένα μεγαλύτερο τμήμα της οικονομικής αξίας που δημιουργείτο στην Ασία, και ιδιαίτερα στην Κίνα, αλλά ταυτοχρόνως προσπάθησαν να επιβραδύνουν την ανάπτυξη της κινεζικής οικονομικής ισχύος μέσα από μια διαδικασία στρατηγικής περικύκλωσης, με την ενίσχυση των στρατιωτικών βάσεων, των συμμαχιών και των συνεργασιών, μέσω  περιορισμών στην τεχνολογία και την απόπειρα δημιουργίας εμπορικών συμφωνιών που θα ήταν προς όφελος των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ενώ θα υπονόμευαν την Κίνα.

Εντούτοις, η στρατηγική Ομπάμα για την αξιοποίηση από τις ΗΠΑ των διαφόρων διαστάσεων της ισχύος εναντίον της Κίνας ήταν ακόμη σχετικά προσεκτική, δεδομένων των πολιτικών εξελίξεων που συμβαίνουν στην ίδια την Κίνα. Ξεκινώντας με το 17ο Συνέδριο του Κόμματος το 2007, το οποίο πραγματοποιήθηκε κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του Hu Jintao ως γενικού γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας και πρόεδρου της Κίνας, η κυρίαρχη μεταρρυθμιστική πτέρυγα (επίσης γνωστή ως Δεξιά) στην Κίνα αμφισβητείτο ολοένα και περισσότερο από τους συντηρητικούς (επίσης γνωστή ως Αριστερά). Αν και δεν είχαν οριστεί ακόμα ξεκάθαρα οι γραμμές διαφωνίας, η πρώτη ταυτιζόταν πιο έντονα με τις μεταρρυθμίσεις της αγοράς που εισήγαγε ο Deng Xiaoping και εμβαθύνθηκαν από τον διάδοχό του Jiang Zemin, ενώ η δεύτερη ήταν περισσότερο προσανατολισμένη στην κρατική παρέμβαση και συχνά παρέπεμπε με διάφορους τρόπους στον Μάο Τσε Τουνγκ. Αυτό θα μπορούσε να φανεί ως η κύρια διαφωνία, συμπεριλαμβανομένων και ερωτημάτων για το πώς θα οριστεί η Επιστημονική Ανάπτυξη και η Αρμονική Κοινωνία. Το τελευταίο ζήτημα περιστρεφόταν γύρω από τους Τρεις Εκπροσωπήσεις του Jiang που τέθηκαν το 2000, περιγράφοντας την πορεία της προόδου της Κίνας. Εδώ, μια Αρμονική Κοινωνία:

«[1] Εκπροσωπεί τις τάσεις ανάπτυξης των προηγμένων παραγωγικών δυνάμεων

[2] Εκπροσωπεί τους προσανατολισμούς ενός Προηγμένου Πολιτισμού και

[3] Εκπροσωπεί τα θεμελιώδη συμφέροντα της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού της Κίνας».

Οι Τρεις Εκπροσωπήσεις παρουσιάστηκαν αρχικά ως απάντηση στην Αριστερά και είχαν στόχο να συνεχίσουν τη μεταρρυθμιστική πορεία προς την κατεύθυνση του φιλελευθερισμού/νεοφιλελευθερισμού.

Αντίθετα, η συντηρητική προσέγγιση ήταν να αναδειχθεί ο «Σοσιαλισμός με Κινεζικά Χαρακτηριστικά» και να καθιερωθεί ως το κλειδί τόσο για την Επιστημονική Ανάπτυξη όσο και για την Αρμονική Κοινωνία. Αυτό που προέκυψε ανέλπιστα στο 17ο συνέδριο του Κόμματος, ήταν η έμφαση στον Σοσιαλισμό με Κινεζικά Χαρακτηριστικά ως τον καθοριστικό «Δρόμο του Λάβαρου» που θα όριζε τις κινεζικές πολιτικές εξελίξεις, και επομένως ήταν μια νίκη για την Αριστερά. Οι Τρεις Εκπροσωπήσεις του Jiang υποβαθμίστηκαν και δεν θεωρούνταν πλέον ως ανεξάρτητες συνεισφορές, αλλά ενσωματώθηκαν στον Σοσιαλισμό με Κινεζικά Χαρακτηριστικά «απορροφώντας τώρα όλα όσα ακολούθησαν τον Μάο». Ο Xi έφτασε αργότερα στο σημείο να χαρακτηρίσει το «Θεωρητικό Σύστημα του Σοσιαλισμού με Κινέζικα Χαρακτηριστικά» ως το “Δεύτερο Ιστορικό Άλμα προς τα Εμπρός“ μετά τον Μάο, με τη Σκέψη του Xi Jinping να συνδέεται με τον Σοσιαλισμό με Κινέζικα Χαρακτηριστικά για μια Νέα Εποχή και να θεωρείται ως το Τρίτο Άλμα προς τα Εμπρός.

Η δυναμική επιστροφή του συντηρητισμού/της Αριστεράς στο 17ο Συνέδριο του Κόμματος ακολουθήθηκε από περαιτέρω ενίσχυση της Αριστεράς στο Κόμμα μετά τη Μεγάλη Οικονομική/Χρηματοπιστωτική Κρίση του 2008-2009 που ξεκίνησε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Με ολόκληρο τον ιμπεριαλιστικό πυρήνα της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, μαζί με τις πιο εξαρτημένες οικονομίες του Παγκόσμιο Νότου, να εισέρχονται σε μια νέα συστημική κρίση άνευ προηγουμένου από την εποχή του Β ΠΠ, το κύρος του νεοφιλελευθερισμού στην Κίνα άρχισε να φθίνει, αν και παραμένει ισχυρό μεταξύ των Κινέζων οικονομολόγων που έχουν σπουδάσει στο εξωτερικό. Η απομάκρυνση από τις δυτικές αντιλήψεις μπορεί να φανεί σε σημαντικά άρθρα κεντρικών εντύπων όπως το [θεωρητικό περιοδικό του ΚΚΚ] Κόκκινη Σημαία. Μια σημαντική αποτύπωση αυτού ήταν η ξαφνική στροφή στις αναλύσεις μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Από το 1994 έως το 2008, οι βασικές ερμηνείες για τη σοβιετική αποτυχία ήταν η έλλειψη μεταρρυθμίσεων της αγοράς, η θεσμική κρίση και η ιδεολογική διάβρωση, με αυτή τη σειρά, την ώρα που η κομματική οικοδόμηση ήταν ελάχιστα εμφανής. Ωστόσο, το 2009–2018, οι δύο πρώτες από αυτές τις ερμηνείες εξαφανίστηκαν εντελώς, ενώ η έμφαση άλλαξε προς τις αποτυχίες σε σχέση με την ιδεολογική διάβρωση και την κομματική οικοδόμηση, με πρόσθετη έμφαση στις κακές ηγεσίες (δηλαδή στη διαφθορά).

Η ανάδειξη του Xi ως ΓΓ του κόμματος και ως προέδρου της χώρας θεωρήθηκε από πολλούς ως νίκη των δεξιών μεταρρυθμιστών. Στους κύκλους της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, υπήρχε η ελπίδα ότι ο Xi θα ήταν ένας νέος Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και ότι θα επέκτεινε τις ιδιωτικοποιήσεις στην κινεζική οικονομία και τις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα ολοκληρώνονταν με την πτώση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας. Στα πρώτα χρόνια της πρώτης του θητείας, ο Xi φαινόταν σε πολλούς να ακολουθεί πραγματικά μια μεταρρυθμιστική πορεία. Το «Κινεζικό Όνειρό» του για την Κίνα έγινε ξανά δυνατό και η συνέχιση της πορείας για μια «σπουδαία σύγχρονη σοσιαλιστική κοινωνία» (η οποία είχε «σταθεί στα πόδια της» με τον Μάο και είχε γίνει «καλύτερη» υπό τον Deng) θεωρούνταν συχνά μια καθαρά εθνικιστική στάση. Σύντομα όμως έγινε σαφές ότι για τον Xi, το Κινεζικό Όνειρο ήταν απολύτως σύμφωνο με τον Σοσιαλισμό με Κινεζικά Χαρακτηριστικά και ότι όχι μόνο ήταν σε συμφωνία με τη συντηρητική (αριστερή) θέση, αλλά ο ίδιος εκπροσωπούσε έναν «αντεστραμμένο Γκορμπατσόφ», ο οποίος ήταν αποφασισμένος να επαναφέρει την «Σύνδεση κόμματος-λαού με βάση την Γραμμή Μαζών». Ένας καθοριστικός παράγοντας που οδήγησε στη Δυτική εχθρότητα ήταν η εισαγωγή της Πρωτοβουλίας Μίας Ζώνης και ενός Δρόμου το 2013, η οποία είχε ως στόχο την δημιουργία μιας τεράστιας παγκόσμιας υποδομής που θα συνέδεε την Κίνα με τον Παγκόσμιο Νότο και την Ευρώπη σε επίπεδο γεωοικονομικών σχέσεων.

Αν η «Στροφή στην Ασία» του Ομπάμα είχε ως στόχο την ενίσχυση της στρατιωτικής και γεωοικονομικής περικύκλωσης της Κίνας, η Ουάσιγκτον το γάντι δεν το είχε ρίξει ακόμη με αποφασιστικό τρόπο, καθώς οι Αμερικανοί μεγάλοι σχεδιαστές στρατηγικής εξακολουθούσαν να ελπίζουν σε έναν νέο Γκορμπατσόφ, ο οποίος θα υπονόμευε εσωτερικά το Κόμμα, αποδυναμώνοντας την Κίνα και την παγκόσμια πρόκληση που αυτή εκπροσωπούσε. Μέχρι το 2015, ήταν σαφές ότι ο Xi όχι μόνο ήταν ειλικρινής στην προώθηση του σοσιαλισμού στις προτάσεις του για τη Νέα Εποχή, αλλά και ότι το κλίμα είχε στραφεί πλέον εναντίον των μεταρρυθμιστών. Οι Ρεπουμπλικανοί διαμορφωτές στρατηγικής γύρω από τον Τραμπ κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας το 2016 ήταν οι πρώτοι που ζήτησαν έναν Νέο Ψυχρό Πόλεμο με την Κίνα (ενώ επιδίωξαν ταυτοχρόνως ανακωχή με τη Ρωσία). Οι Δημοκρατικοί, αντιθέτως, παρά τις εκκλήσεις του Ομπάμα για στροφή, εξακολουθούσαν να επικεντρώνονται στη Ρωσία περισσότερο από την Κίνα. Αλλά με το κάλεσμα Τράμπ για έναν Νέο Ψυχρό Πόλεμο με την επιβολή τεράστιων αυξήσεων στους δασμούς στην Κίνα, την αύξηση των κυρώσεων και τη μεγάλη στρατιωτική ώθηση, οι Δημοκρατικοί γρήγορα υιοθέτησαν την ίδια γραμμή. Ως εκ τούτου, η Κίνα ανακηρύχθηκε «Αναθεωρητική Δύναμη» που απειλούσε τη «Διεθνή τάξη βασισμένη σε κανόνες». Αυτή η φράση, θα πρέπει να είναι σαφές, δεν αναφέρεται στο Διεθνές Δίκαιο, στο Βεστφαλιανό σύστημα διεθνούς διπλωματίας, στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, στο Διεθνές Δικαστήριο, ή ακόμη και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πλέον περιορίσει σε μια μη-οντότητα υπονομεύοντας την δικαιοδοτική του διαδικασία). Αντιθέτως, η «Διεθνής Τάξη βασισμένη σε κανόνες» αντιπροσωπεύει τους κύριους θεσμούς (οικονομικούς και στρατιωτικούς) της παγκόσμιας αυτοκρατορίας των ΗΠΑ: από την Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την ηγεμονία του δολαρίου μέχρι το παγκόσμιο σύστημα των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων και συμμαχιών.

Το πόσο μακριά έχει φτάσει τώρα η συζήτηση του Νέου Ψυχρού Πολέμου στις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στον Ινδο-Ειρηνικό, μπορεί να φανεί σε ένα άρθρο με τίτλο «Κανένα υποκατάστατο για τη νίκη: ο ανταγωνισμός της Αμερικής με την Κίνα πρέπει να κερδηθεί, όχι να τεθεί υπό διαχείριση» για το τεύχος Μαίου-Ιουνίου 2024 του Foreign Affairs, γραμμένο από τον Matt Pottinger και τον Mike Gallagher. Ο Pottinger ήταν ο πρώην Αναπληρωτής Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ στην προεδρία Τραμπ από το 2019 έως το 2021. Ο Gallagher ήταν πρώην μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ από το Ουισκόνσιν το 2017-2024 και πρώην πρόεδρος της Ειδικής Επιτροπής της Βουλής για το ΚΚΚ. Τώρα εργάζεται για την εταιρεία Palantir Technologies, μια πολυεθνική εταιρεία παρακολούθησης και εξόρυξης δεδομένων που υποστηρίζεται από τη CIA με ισχυρές διασυνδέσεις με το βαθύ κράτος και το Ισραήλ. Οι Pottinger και Gallagher υποστηρίζουν σθεναρά την πολεμοχαρή στάση της προεδρίας Τζο Μπάιντεν απέναντι στην Κίνα, αλλά υποστηρίζουν ότι δεν είναι αρκετά επιθετική, επειδή δεν έχει κηρύξει επισήμως τον «Νέο Ψυχρό Πόλεμο» με την Κίνα.

Αγνοώντας σε μεγάλο βαθμό το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες υπό την κυβέρνηση Μπάιντεν έχουν ξεκαθαρίσει τόσο με λόγια όσο και με πράξεις ότι εμπλέκονται σε μια στρατηγική επίθεση κατά της Κίνας, οι Pottinger και Gallagher, διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα, διακηρύσσουν ότι «ένας ψυχρός πόλεμος διεξάγεται ήδη εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών από τους ηγέτες της Κίνας» -στον οποίο η Ουάσιγκτον δεν έχει απαντήσει επαρκώς. Οι αποδείξεις τους για αυτό είναι ότι η Κίνα παρείχε στρατιωτική υποστήριξη στη Ρωσία στον πόλεμό της με την Ουκρανία με τη μορφή πυρίτιδας, ημιαγωγών, απροσδιόριστων drones «και άλλων μέσων». Το Πεκίνο, μας λένε, έχει προετοιμαστεί για πιθανή στρατιωτική επέμβαση κατά της Ταϊβάν (μέρος της Κίνας). Επιπλέον, η Κίνα εκμεταλλεύτηκε τον έλεγχό της στους αλγόριθμους του TikTok για να εξαπολύσει προπαγάνδα κατά του Ισραήλ μετά την παλαιστινιακή Πλημμύρα al-Aqsa στις 7 Οκτωβρίου του 2023, ενώ χρησιμοποιεί επίσης το δικαίωμα αρνησικυρίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για να εμποδίσει την καταδίκη της Χαμάς. Επιπλέον, μας υπενθυμίζεται το κινεζικό αερόστατο που πέταξε εκτός πορείας πάνω από τις Ηνωμένες Πολιτείες (αν και αυτό δεν αποτελούσε απειλή για την ασφάλεια), σε συνδυασμό με τον ισχυρισμό, απηχώντας την διακυβέρνηση Τραμπ, ότι ο COVID-19 ήταν κατά κάποιο τρόπο ένας «Ιός της Κίνας» και μπορεί να έχει προέλθει από ένα κινεζικό εργαστήριο -κάτι που οι επιστημονικοί ερευνητές έχουν ήδη απορρίψει πλήρως.

Ως επιβεβαίωση της κινεζικής «επιθετικότητας», όλα αυτά είναι θλιβερά με κοσμοϊστορικούς όρους. Αντιπαραβάλλοντας τα σε παραδείγματα πραγματικών μεγάλης κλίμακας στρατιωτικών επεμβάσεων των ΗΠΑ στο εξωτερικό τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων συμμετείχαν σε πολέμους, καταστολή εξεγέρσεων, πραξικοπήματα, κυρώσεις και εμπάργκο σε κάθε κατοικημένη ήπειρο, με αποτέλεσμα το θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων, οι αποκαλούμενη κινεζική «επιθετικότητα» δύσκολα μπορεί να ειπωθεί ότι τα αντισταθμίζει. Σε μια περίεργη αντιστροφή ρόλων, η Κίνα κατηγορείται από τους Pottinger και Gallagher ότι συνιστά μια επιθετική, επικίνδυνη και μη ανεκτή «απειλή» για τις εκατοντάδες στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ στην Ασία που περικυκλώνουν αυτήν τη στιγμή την ίδια την Κίνα.

Μεγάλο μέρος της προσπάθειας των Pottinger και Gallagher να δικαιολογήσουν έναν Νέο Ψυχρό Πόλεμο κατά της Κίνας στοχεύει απευθείας στον Xi, επικρίνοντάς τον για τον ισχυρισμό του ότι ο κόσμος αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε ένα «χάος», το οποίο, στην πολεμοχαρή τους φαντασία, σημαίνει ότι ο Xi είναι κακόβουλος και προσπαθεί να «καλλιεργήσει το παγκόσμιο χάος» σε βάρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Xi πρέπει να καταδικαστεί, επιπλέον, όχι μόνο για το ρόλο του ως «παράγοντας του χάους» αλλά και για την «δυσφήμηση του Γκορμπατσόφ», ο οποίος ως επικεφαλής του ΚΚΣΕ προήδρευσε κατά την διάλυση της ΕΣΣΔ. Ως εκ τούτου, ο Xi θα πρέπει να χαρακτηριστεί, όπως υποστηρίζουν οι Pottinger και Gallagher, ως ένας «άσπονδος εχθρός» των Ηνωμένων Πολιτειών, υπεύθυνος για τον «ιμπεριαλισμό του ΚΚΚ» -αν και δεν είναι σαφές σε σχέση με τι αναφέρεται ο όρος «ιμπεριαλισμός» (Είναι αξιοσημείωτο ότι η επίσημη ονομασία του είναι Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας [CPC]. Αυτό τονίζει το γεγονός ότι το CPC ανήκει στην Κίνα συγκεκριμένα αντί να είναι μέρος μιας διεθνούς οντότητας. Ο τίτλος «Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα», αντίθετα, χρησιμοποιείται συχνά, λανθασμένα, στη Δύση και ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, με στόχο να αναδειχθεί το ακριβώς αντίθετο για προπαγανδιστικούς λόγους).

Είναι απολύτως απαραίτητο, όπως λένε οι Pottinger και Gallagher, η αντίθεση στην Κίνα, και ιδιαίτερα στο Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας, να παρουσιάζεται ως αυτό που είναι: ένας Νέος Ψυχρός Πόλεμος, που είτε θα κερδηθεί είτε θα χαθεί. «Η απέχθεια των πολιτικών των ΗΠΑ σχετικά με τον όρο “ψυχρός πόλεμος”», γράφουν, «τους κάνει να παραβλέπουν τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να κινητοποιηθεί η κοινωνία. Ένας ψυχρός πόλεμος προσφέρει ένα συγκρίσιμο πλαίσιο το οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσουν οι Αμερικανοί για να καθοδηγήσουν τις αποφάσεις τους, επιτρέποντας έτσι στην αμερικανική κυβέρνηση…να στρατολογήσει την νέα γενιά πολεμιστών του Ψυχρού Πολέμου… στο πλαίσιο της Κίνας». Οι πολεμικές προετοιμασίες των ΗΠΑ κατά της Κίνας, προτείνουν, θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα εκτεταμένες, ενισχύοντας το «αποτύπωμα του στρατού των ΗΠΑ» στον Ινδο-Ειρηνικό, ενώ η Ουάσιγκτον θα πρέπει να εργαλειοποιήσει όλες τις πολιτικές και οικονομικές της σχέσεις στη στρατηγική υπερ-περιφέρεια. Ως μία μόνο πτυχή αυτού, οι Ηνωμένες Πολιτείες, επιμένουν, θα πρέπει να δαπανήσουν «επιπλέον» 100 δισεκατομμύρια δολάρια τα επόμενα πέντε χρόνια με τη μορφή ενός «ταμείου αποτροπής» προκειμένου να κυριαρχήσουν στα στενά της Ταϊβάν εντός των κινεζικών χωρικών υδάτων. Γενικά, ζητούν μια τεράστια αύξηση των δαπανών για όπλα και [στρατιωτική-]βιομηχανική βάση που προορίζονται για τον Ινδο-Ειρηνικό.

Ένα κρίσιμο σημείο της επιχειρηματολογίας των Pottinger και Gallagher στο Foreign Affairs είναι ότι η Ουάσιγκτον πρέπει να είναι ξεκάθαρη για την «τελική κατάσταση» στην οποία στοχεύει ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος με την Κίνα, η οποία δεν πρέπει να είναι τίποτα λιγότερο από το τέλος της διακυβέρνησης του Xi και την καταστροφή του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, αναπαράγοντας τις εξελίξεις της περιόδου Γκορμπατσόφ στη Σοβιετική Ένωση. Αντί να είναι στα πρότυπα του Γκορμπατσόφ, όπως ήλπιζαν οι Δυτικές δυνάμεις, ο Xi, λένε, είναι στα πρότυπα του «Ιωσήφ Στάλιν». Έτσι η «τελική κατάσταση» που πρέπει να επιτευχθεί θα ακολουθήσει την ίδια μεθοδολογία με εκείνη που προώθησε ο Πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν σε σχέση με την ΕΣΣΔ: να τερματιστεί το «κακό στον σύγχρονο κόσμο» μέσω της καταστροφής τόσο εξωτερικά και εσωτερικά του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας για να μπει ένα οριστικό τελικό τέλος στην Κινεζική Επανάσταση, που έχει ζωή εβδομήντα πέντε ετών.

Το γεγονός ότι το άρθρο των Pottinger και Gallagher σχετικά με έναν αναβαθμισμένο Νέο Ψυχρό Πόλεμο κατά της Κίνας εμφανίστηκε στο εμβληματικό περιοδικό Foreign Affairs του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων σημαίνει ότι έχει κερδίσει σε κάποιο βαθμό τη διακομματική υποστήριξη της στρατηγικής τάξης των ΗΠΑ. Η ίδια η κυβέρνηση Μπάιντεν δικαιολογεί τη συσσώρευση στρατιωτικής δύναμης στον Ινδο-Ειρηνικό στο πλαίσιο της απαραίτητης άμυνας των εθνών αυτής της υπερ-περιφέρειας απέναντι στην άνοδο της Κίνας. Αυτό μπορεί να ιδωθεί ως μια απαίτηση για μια πιο επιθετική «προώθηση» από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σύμφωνα με τη Στρατηγική για τον Ινδο-Ειρηνικό 2022 των Ηνωμένων Πολιτειών, η Κίνα «επιδιώκει να γίνει η ισχυρότερη δύναμη στον κόσμο», εκτοπίζοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες, και για αυτόν ακριβώς τον λόγο αποτελεί κίνδυνο για τις χώρες του Ινδο-Ειρηνικού και για ολόκληρο τον κόσμο. Επιπλέον, ο δηλωμένος στόχος της Ουάσιγκτον είναι να φέρει το ΝΑΤΟ με πιο ενεργό ρόλο στον Ινδο-Ειρηνικό. Κεντρικό σημείο σε ολόκληρη τη στρατηγική του Ινδο-Ειρηνικού είναι η οικοδόμηση μιας ισχυρής σχέσης με την Ινδία στο πλαίσιο του Quad ως ενός «καθαρού παρόχου ασφάλειας». Πάνω από αυτό, είναι η άρθρωση μιας στρατηγικής γενικής στρατιωτικοποίησης, μετατρέποντας τα στρατιωτικά περιουσιακά στοιχεία των ΗΠΑ σε πρόσθετη οικονομική δύναμη και την οικονομική δύναμη σε στρατιωτική-στρατηγική δύναμη.

Ως μέρος του Νέου Ψυχρού Πολέμου επί της Κίνας, η κυβέρνηση Μπάιντεν όχι μόνο διατήρησε τους δασμούς του Τραμπ που μετέτρεψαν σε όπλο τις εμπορικές σχέσεις, αλλά τον Μάιο του 2024 τους ανέβασε σε επίπεδα που το περιοδικό Economist αποκάλεσε «υπερβολικά υψηλά». Οι δασμοί στα κινεζικά ηλεκτρικά οχήματα έχουν τετραπλασιαστεί από 25% σε 100%, ενώ οι δασμοί στα ηλιακά πάνελ έχουν αυξηθεί από 25% σε 50%, στις μπαταρίες ιόντων λιθίου από 7,5% σε 25% και στις σύριγγες και βελόνες από 0% σε 50%. Μακριά από το ελεύθερο εμπόριο, αυτός είναι ένας εμπορικός πόλεμος.

Παρόλα αυτά, οι προσπάθειες των ΗΠΑ να περιορίσουν την ανάπτυξη της Κίνας, βασίζονται τελικά στη στρατηγική της περικύκλωση, οικοδομώντας τις πέντε αμυντικές συμμαχίες τους στον Ινδο-Ειρηνικό (με την Ιαπωνία, την Αυστραλία, τη Νότια Κορέα, τις Φιλιππίνες και την Ταϊλάνδη) καθώς και πολλές από τις στρατηγικές συνεργασίες τους. Στόχος είναι να δομηθεί μια αντιπαράθεση μπλοκ, ή αυτό που ο Haushofer στην πολύ ξεκάθαρη γεωπολιτική του αποκάλεσε «στρατηγική Anaconda» περιορισμού του αντιπάλου μέσω στρατιωτικού εξαναγκασμού.

Τον Απρίλιο του 2024, ο στρατός των ΗΠΑ άρχισε να αναπτύσσει στον Ινδο-Ειρηνικό ένα νέο σύστημα πυραύλων εδάφους μεσαίου βεληνεκούς γνωστό ως Typhon, το οποίο περιλαμβάνει πυραύλους Τomahawk, τους υπερηχητικούς πρότυπους πυραύλους Supersonic Standard Missile-6 (SM-6), αντιβαλλιστικούς πυραύλους πολλαπλών χρήσεων και το επίγειο σύστημα κάθετης εκτόξευσης Mark 41. Αυτή είναι η πρώτη φορά που η Ουάσιγκτον εισήγαγε ένα σύστημα επιθετικών επίγειο σύστημα πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς οπουδήποτε στον κόσμο αφότου αποσύρθηκε μονομερώς από τη Συνθήκη Πυρηνικών Δυνάμεων Μέσου Βεληνεκούς με τη Ρωσία το 2019, η οποία απαγόρευε την ανάπτυξη όλων αυτών των πυραύλων.

Στην περίπτωση του Typhon, το πυραυλικό σύστημα εξυπηρετεί πολλαπλούς σκοπούς, μεταφέροντας τόσο πυρηνικές όσο και μη πυρηνικές κεφαλές. Το πυρηνικό σύστημα Typhon που είναι ήδη εγκατεστημένο στη Βόρεια Λουζόν στις Φιλιππίνες, στην πρώτη νησιωτική αλυσίδα νότια της Ταϊβάν, έχει βεληνεκές άνω των 1.600 χιλιομέτρων (στην περίπτωση των πυραύλων Tomahawk), ικανό να φτάσει στις ανατολικές ακτές της Κίνας στα Στενό της Ταϊβάν και στις βάσεις του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού της Κίνας. Αν και το νέο σύστημα εισήχθη στις Φιλιππίνες σε «προσωρινή» βάση, δεν υπάρχει καμμία βεβαιότητα, σύμφωνα με την Υπηρεσία Ερευνών του Κογκρέσου των ΗΠΑ, ότι αυτή η εγκατάσταση δεν θα είναι μόνιμη, την ώρα που ο διοικητής του αμερικανικού στρατού Ειρηνικού έχει επισημάνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες σκοπεύουν να εγκαταστήσουν μόνιμα συστήματα Typhon στον Ινδο-Ειρηνικό. Το Πεκίνο θεωρεί ότι η παρούσα εγκατάσταση τέτοιων πυραύλων είναι μια μεγάλη πρόκληση που μπορεί να προκαλέσει μια στρατηγική κούρσα εξοπλισμών. Αυτές οι εγκαταστάσεις πυραυλικών συστημάτων εδάφους μεσαίου βεληνεκούς στον Ινδο-Ειρηνικό από την Ουάσιγκτον σηματοδοτούν, επομένως, σαφώς μια επικίνδυνη κλιμάκωση, που απειλεί με έναν Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ωστόσο, όλα τα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι οι περισσότερες χώρες στον Ινδο-Ειρηνικό έχουν μειώσει τις στρατιωτικές τους δαπάνες την τελευταία δεκαετία και δεν έχουν πραγματικούς φόβους για στρατιωτική επίθεση από την Κίνα, με την οποία απολαμβάνουν ολοένα και μεγαλύτερες οικονομικές αλληλεπιδράσεις, ωθώντας την κοινή ανάπτυξη στην περιοχή. Ως εκ τούτου, ο κύριος ταραχοποιός της σχετικής ειρήνης στον Ινδο-Ειρηνικό είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες έχουν ως διακηρυγμένο στόχο τη διατήρηση του ηγεμονικού ιμπεριαλιστικού τους ρόλου, δηλαδή την υπεροχή τους τόσο στην υπερ-περιφέρεια του Ινδο-Ειρηνικό όσο παγκοσμίως.

 

Συνεχίζεται

Ο ιμπεριαλισμός στον Ινδο-Ειρηνικό: μια εισαγωγή (μέρος 2ο/3)

  Συνέχεια από το προηγούμενο   Ο Ινδο-Ειρηνικός και ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος Η στροφή στις σχέσεις της Ουάσιγκτον με το Πεκίνο, η οποία ...