Η ναυτική ισχύς και η περικύκλωση της Κίνας
Σήμερα, η «κατροπτική γραφή»
της Ουάσιγκτον συνεχίζεται, ειδικά στο πλαίσιο του Ινδο-Ειρηνικού, όπου ο
ιμπεριαλισμός της παρουσιάζεται ως αντι-ιμπεριαλισμός και θεμελιώδους σημασίας
για τη διατήρηση της «ειρήνης» στην περιοχή για εβδομήντα πέντε χρόνια –δηλαδή
από την Κινεζική Επανάσταση. Μας λένε ότι ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών στην
περιοχή είναι να προωθήσουν την «ελευθερία και την “ανοικτότητα”», να
προσφέρουν «αυτονομία και επιλογές» και να θεσπίσουν «προσεγγίσεις βασισμένες
σε κανόνες». Πάνω από όλα, οι στόχοι είναι η διατήρηση της «ασφάλειας» και της
«περιφερειακής ευημερίας». Σε αυτήν την ιμπεριαλιστική μεγάλη στρατηγική, η
γεωπολιτική και η γεωοικονομία είναι βαθιά συνυφασμένες. Σήμερα, περίπου «τα
δύο τρίτα της παγκόσμιας οικονομίας» έχουν τη βάση του εδώ, γεγονός που έχει
προκαλέσει πρόσθετες οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές επενδύσεις στην
περιοχή που η Ουάσιγκτον βλέπει ως «κέντρο βάρους του κόσμου».
Για να επιτύχει τους στόχους
της για την «οικοδόμηση μιας ισορροπίας επιρροής στον κόσμο που είναι όσο το
δυνατόν πιο ευνοϊκή για τις Ηνωμένες Πολιτείες», η Ουάσιγκτον μας λέει ότι
πρέπει να προστατεύσει τους συμμάχους της στον Ινδο-Ειρηνικό από τον
«εκφοβισμό» και την «βλαβερή συμπεριφορά» της Κίνας. Αυτό είναι απολύτως
απαραίτητο, καθώς «το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα», όπως ισχυρίζεται το
Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, «αποτελεί την κύρια απειλή της εποχής μας»,
φιλοδοξώντας να γίνει τόσο μια περιφερειακή όσο και μια παγκόσμια υπερδύναμη.
Έτσι, η Κίνα, μας λένε, «δεν είναι πρότυπο παγκόσμιου πολίτη» αλλά «αναθεωρητική
δύναμη» και πρέπει να αντιμετωπιστεί. Σύμφωνα με τη Στρατηγική του
Ινδο-Ειρηνικού του Μπάιντεν, αυτό το σχέδιο περιλαμβάνει την οικοδόμηση «σιδερένιων
συμμαχιών, τη διαμόρφωση μιας ευρύτερης σύνδεσης «μεταξύ του
Ινδο-Ειρηνικού και του Ευρω-Ατλαντικού» που εκτείνεται μέχρι τα κράτη-μέλη
του ΝΑΤΟ, τη δημιουργία μιας «ενιαίας αποτροπής» στα «πεδία των
μαχών», τις αυξημένες επενδύσεις για τη βελτίωση των στρατιωτικών
δυνατοτήτων και επιχειρήσεων των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων κοινών των ασκήσεων
με τους συμμάχους και την διεύρυνση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας.
Στρατηγικά, αυτό σημαίνει να δοθεί προτεραιότητα στη «μεγαλύτερη ασύμμετρη
ισχύ», η οποία είναι το «δίκτυο των συμμαχιών και συνεργασιών ασφαλείας»
των ΗΠΑ στην περιοχή καθώς και «η ανάπτυξη και η τοποθέτηση προηγμένων
πολεμικών δυνατοτήτων» για την προστασία των πολιτών και των κεκτημένων
συμφερόντων. Το μεγαλύτερο ιμπεριαλιστικό σχέδιο περιλαμβάνει την στρατηγική
Anaconda περικυκλώνοντας την Κίνα με στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ και αξιοποιώντας
τις διάφορες συμμαχίες και συμφωνίες ασφαλείας ως βάση ώστε να «περιοριστεί
η Κίνα» στρατηγικά. Αυτές οι ενέργειες, ειδικά η ανανεωμένη συγκρότηση του
Διαλόγου Ασφαλείας της Quad, έχουν εγείρει ανησυχίες εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες
προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα ασιατικό ΝΑΤΟ ως μέρος του Νέου Ψυχρού Πολέμου,
κάτι που έχει επανειλημμένως υπαινιχθεί η Ουάσιγκτον.
Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες
ισχυρίζονται σθεναρά ότι «είναι μια δύναμη του Ινδο-Ειρηνικού» με δεσμούς
εκατοντάδων ετών, η στρατηγική τους θέση στην περιοχή σήμερα -η οποία
περιλαμβάνει πραγματικές αποικίες όπως η Γκουάμ και η Αμερικανική Σαμόα καθώς
και κτήσεις και σειρά στρατιωτικών βάσεων- είναι σε μεγάλο βαθμό το ιστορικό
αποτέλεσμα του Ισπανο-Αμερικανικού Πολέμου, του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και του
Ψυχρού Πολέμου. Μια πολιτεία των ΗΠΑ, η Χαβάη, παρουσιάζεται από τον
αμερικανικό στρατό ως ξεκάθαρα εντός της περιοχής ευθύνης της USINOPACOM, η
οποία, μαζί με τις αποικίες των ΗΠΑ στην υπερ-περιφέρεια, προορίζεται να
επιβεβαιώσει τον ρόλο των ΗΠΑ ως κυρίαρχης δύναμης στον Ινδο-Ειρηνικό, καθώς
και την αξιωσημείωτη στρατιωτική τους δύναμη.
Καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο
άρχισε να «αποσύρεται» από τον Ινδο-Ειρηνικό στα μέσα του εικοστού αιώνα,
υπέγραψε μια σειρά από συμφωνίες ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με την Κίνα και
την ΕΣΣΔ. Η συμφωνία UKUSA (Ηνωμένο Βασίλειο-Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής)
υπογράφηκε το 1946. Αυτή η συμφωνία διευρύνθηκε το 1948 και το 1956 για να
συμπεριλάβει την Αυστραλία, τον Καναδά και τη Νέα Ζηλανδία, ιδρύοντας έτσι τα
«Πέντε Μάτια» (Five Eyes) που θα συλλέγουν και θα μοιράζονται μεταξύ τους
πληροφορίες για την άμυνα, το ανθρώπινο δυναμικό και τη γεωπολιτική ώστε
να συντονιστούν οι προσπάθειες μεταξύ
των υπηρεσιών πληροφοριών εντός και μεταξύ των κρατών. Οι συντονισμένες τους
προσπάθειές χρησιμοποιήθηκαν για την παρακολούθηση των επιχειρήσεων των Βιετ
Μινχ στον πόλεμο στο Βιετνάμ. Το Ηνωμένο Βασίλειο θέσπισε επίσης τις
«Πενταμερείς Αμυντικές Συμφωνίες» (Five Power Defense Arrangements) το 1971
μεταξύ του ιδίου και μελών της Κοινοπολιτείας όπως Αυστραλία, Μαλαισία, Νέα
Ζηλανδία και Σιγκαπούρη, σύμφωνα με τις οποίες τα κράτη-μέλη συμφώνησαν να
συμβουλεύονται το ένα το άλλο για πιθανές απειλές στην περιοχή και στην
διασφάλιση της «σταθερότητας» στον Ινδο-Ειρηνικό.
Επιδιώκοντας να επεκτείνει
περαιτέρω την παρουσία της στον Ινδο-Ειρηνικό, η Ουάσιγκτον επέδειξε τη ναυτική
της ισχύ, τόσο στρατιωτικοποιώντας τα συμμαχικά κράτη ενάντια στην υποτιθέμενη
απειλή της Κίνας όσο και οικοδομώντας μια ευρύτερη γεωπολιτική υποδομή. Από τα
σαράντα περίπου στον Ινδο-Ειρηνικό, οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπως αναφέρθηκε,
έχουν στρατιωτικές συμμαχίες (αμυντικά σύμφωνα) με πέντε κράτη: Αυστραλία,
Ιαπωνία, Φιλιππίνες, Δημοκρατία της Κορέας (Νότια Κορέα) και Ταϊλάνδη. Αυτές οι
συμμαχίες, οι οποίες είναι περισσότερο επιθετικές παρά αμυντικές, έχουν ως
κύριους στόχους την Κίνα, τη Βόρεια Κορέα και τη Ρωσία. Στην προσπάθεια της να
οικοδομήσει ένα μεγαλύτερο στρατηγικό μπλοκ, η Ουάσιγκτον προσπάθησε επίσης να
δημιουργήσει επιπλέον συνεργασίες στον τομέα της ασφάλειας με την Ινδία, την
Ινδονησία, τη Μαλαισία, τη Νέα Ζηλανδία, τη Σιγκαπούρη και το Βιετνάμ.
Όλο και περισσότερο, οι
Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούν την Ινδία ως βασικό παράγοντα στην ιμπεριαλιστική
μεγάλη στρατηγική τους, σημειώνοντας ότι «η Ινδία διαδραματίζει ζωτικό ρόλο
στην επίτευξη του κοινού μας οράματος για έναν ελεύθερο και ανοιχτό
Ινδο-Ειρηνικό». Έτσι, το 2016, οι Ηνωμένες Πολιτείες δημιούργησαν μια
μείζονα αμυντική συνεργασία με την Ινδία ώστε αυτή να αναβαθμίσει τη
στρατιωτική της ικανότητα και να την τοποθετήσουν ως έναν «καθαρό πάροχο
ασφάλειας» στην υπερ-περιοχή. Αυτή η συμφωνία παρέχει στην Ινδία «ανεμπόδιστη
πρόσβαση» στην αγορά στρατιωτικών τεχνολογιών που επιβλέπει το Υπουργείο
Εμπορίου των ΗΠΑ. Το εμπόριο στρατιωτικής άμυνας με την Ινδία, συντονισμένο από
το Γραφείο Πολιτικών-Στρατιωτικών Υποθέσεων των ΗΠΑ, αυξήθηκε «από σχεδόν
μηδενικό το 2008 σε πάνω από 20 δισεκατομμύρια δολάρια το 2020». Εκτός από
την ενθάρρυνση της Ινδίας να αγοράσει μαχητικά αεροσκάφη Lockheed Martin και
Boeing, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρείχαν στην Ινδία, μια χώρα που δεν έχει
υπογράψει τη συνθήκη, ένα Μη Επανδρωμένο Εναέριο Σύστημα Κατηγορίας-1 του
Καθεστώτος Ελέγχου Τεχνολογίας Πυραύλων.
Σε μια προσπάθεια οικοδόμησης
πάνω στις υπάρχουσες συνθήκες και τις προσπάθειες να φέρει την Ινδία πιο κοντά
στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Quad αναβίωσε (για άλλη μια φορά) το 2017 με
δηλωμένο στόχο τον περιορισμό της κινεζικής επιρροής στον Ινδο-Ειρηνικό. Αυτός
ο άτυπος διάλογος ασφαλείας διεξήχθη κυρίως μεταξύ της Αυστραλίας, της Ινδίας,
της Ιαπωνίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Η παρουσία της Ινδίας είναι το κλειδί
σε αυτό που αναφέρεται ως διάλογος τρία συν ένα, καθώς οι άλλοι τρεις
είναι ήδη μέρος του συστήματος στρατιωτικής συμμαχίας που καθοδηγείται από τις
ΗΠΑ στην περιοχή. Η Ινδία συμμετείχε προσεκτικά, μη θέλοντας να υποστηρίξει
πλήρως τους Δυτικούς στόχους, να διαταράξει τη θέση της στην περιοχή ή να
αναλάβει ρόλο μετώπου ασφαλείας. Επιπλέον, η Ινδία υπέγραψε στρατηγική
συνεργασία με την Κίνα το 2005 για την προώθηση της ευημερίας και της ειρήνης,
επομένως έχει πολλαπλές συνεργασίες στην περιοχή. Το Νέο Δελχί έχει αντιταχθεί
στις προτάσεις για επέκταση της συμμετοχής της στην Quad. Εντούτοις, οι
συνεργασίες της Quad συνέπεσαν με την αύξηση των κοινών στρατιωτικών ασκήσεων
στον Ινδο-Ειρηνικό, τις οποίες η Ουάσιγκτον βλέπει ως τον πρόδρομο ενός
διευρυμένου στρατηγικού μπλοκ του Ινδο-Ειρηνικού. Η Quad αμφισβητεί τις
θαλάσσιες διεκδικήσεις της Κίνας στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Παρουσιάζεται ως
όχημα για την προώθηση των συμφερόντων της Ένωσης Χωρών της Νοτιοανατολικής
Ασίας (ASEAN) και ως βάση για την πολιτικο-οικονομική ανάπτυξη. Σε ευθυγράμμιση
με το συνολικό «Οικονομικό Πλαίσιο Ινδο-Ειρηνικού» του Μπάιντεν, θεωρείται ως
αντίβαρο στην Πρωτοβουλία Belt and Road της Κίνας. Μέχρι σήμερα, η Quad δεν
έχει μπει σε τροχιά προώθησης ευρύτερων στόχων, αλλά παραμένει ως μία από τις
πολλές στρατηγικές συμφωνίες για την εναντίωση στην Κίνα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και τρεις
από τους συμμάχους τους, η Αυστραλία, η Ιαπωνία και οι Φιλιππίνες, που αναφέρονται
συλλογικά ως Squad (δεν πρέπει να συγχέεται με την Quad), διεξήγαγαν κοινές
ναυτικές ασκήσεις στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας τον Απρίλιο και τον Μάιο του
2024. Οι σύμμαχοι της ομάδας ισχυρίζονται ότι αυτές οι στρατιωτικές ασκήσεις
έχουν σκοπό να αυξήσουν τις «από κοινού δυνατότητες τους» και «να
προασπίσουν το δικαίωμα στην ελευθερία ναυσιπλοΐας και υπερπτήσεων και του
σεβασμού των θαλάσσιων δικαιωμάτων σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο». Η
πρόκληση είναι ξεκάθαρη, καθώς αυτές οι επιχειρήσεις πραγματοποιήθηκαν εντός
των «θαλάσσιων συνόρων της Κίνας» και θεωρούνται από την Κίνα ως μια
μορφή επίδειξης της Ουάσιγκτον των «κανονιοφόρων μυών» της.
Ακόμη πιο σημαντικό είναι το
δίκτυο στρατιωτικών βάσεων στον Ινδο-Ειρηνικό που περικυκλώνει την Κίνα, και
έχει ως στόχο τη διατήρηση της ναυτικής υπεροχής [των ΗΠΑ]. Οι Ηνωμένες
Πολιτείες θεωρούν εδώ και καιρό δεδομένο ότι μπορούν να κινούνται ελεύθερα σε
όλο τον Ινδο-Ειρηνικό ατιμώρητα, ακόμη και στέλνοντας τα στρατιωτικά πλοία και
τα αεροσκάφη τους μέσω των στενών της Ταϊβάν εντός των κινεζικών χωρικών
υδάτων, με την αιτιολογία ότι διασφαλίζουν την προστασία και την ασφάλεια των
ασιατικών χωρών και ότι βοηθούν στη διασφάλιση του ελεύθερου εμπορίου μέσω του
Συμφώνου Συνεργασίας των Δυο Πλευρών του Ειρηνικού. Αυτή η στρατηγική παρουσία
είναι ολοένα και πιο σημαντική για την Ουάσιγκτον, δεδομένης της επέκτασης της
ναυτικής δυνατότητας της Κίνας και του ολοένα και διευρυμένου εμπορίου μεταξύ
της Κίνας και άλλων ασιατικών χωρών, που έχει μειώσει τον σχετικό οικονομικό
ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στην υπερ-περιφέρεια.
Σύμφωνα με την έκθεση της
Υπηρεσίας Έρευνας του Κογκρέσου των ΗΠΑ για τις Αμυντικές Υποδομές των ΗΠΑ
στον Ινδο-Ειρηνικό του Ιουνίου του 2023, οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν «τουλάχιστον
66 σημαντικές αμυντικές υποδομές διασκορπισμένες σε όλη την περιοχή», οι
οποίες προσδιορίζονται αλλού ως «το επίκεντρο της γεωπολιτικής του 21ου
αιώνα». Μερικές από αυτές τις βάσεις βρίσκονται στις δυτικές ακτές των
Ηνωμένων Πολιτειών (εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο το Κογκρέσο των ΗΠΑ έχει
ορίσει την υπερ-περιφέρεια Ινδο-Ειρηνικού). Άλλες αμερικανικές κτήσεις και μη
ενσωματωμένες περιοχές (συμπεριλαμβανομένης της αμερικανικής αποικίας της
Γκουάμ) εκτείνονται σε όλο το εύρος του Ειρηνικού. Άλλες πάλι βρίσκονται σε
συμμαχικές χώρες, όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Αυστραλία και οι Φιλιππίνες.
Αυτή η στρατιωτική υποδομή του Ινδο-Ειρηνικού, δηλαδή το δίκτυο των βάσεων στην
υπερ-περιφέρεια, «φιλοξενεί περισσότερους από 375.000 στρατιωτικούς των ΗΠΑ».
Χρησιμοποιώντας τη Διεθνή
Γραμμή Ημερομηνίας για να χωρίσουν τον Ινδο-Ειρηνικό σε ανατολικό και δυτικό,
οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν είκοσι έξι στρατιωτικές βάσεις στα ανατολικά
(από την ακτή του Ειρηνικού των Ηνωμένων Πολιτειών μέχρι τη Γραμμή Ημερομηνίας)
και σαράντα βάσεις στα δυτικά (από την Γραμμή Ημερομηνίας στον Ειρηνικό Ωκεανό
μέχρι το όριο της Διοίκησης Ινδο-Ειρηνικού των ΗΠΑ στον Ινδικό Ωκεανό -βλ.
Χάρτη 2: «Επιλεγμένα “αξιοσημείωτα” σημεία άμυνας των ΗΠΑ στον Ινδο-Ειρηνικό»)
Σύμφωνα με την έκθεση της Υπηρεσίας Έρευνας του Κογκρέσου των ΗΠΑ, αυτές που
βρίσκονται στα ανατολικά, αν και είναι κρίσιμες για τη διατήρηση του συνολικού
δικτύου, θεωρούνται λιγότερο πιθανό να είναι στόχος συμβατικών όπλων που
χρησιμοποιούνται από αντιπάλους. Αντιθέτως, οι στρατιωτικές βάσεις στον Δυτικό
Ειρηνικό αποτελούν βασικούς κόμβους στις εμπροσθοβαρείς στρατιωτικές
επιχειρήσεις, ενώ δυνητικά βρίσκονται εντός της βεληνεκούς συμβατικών όπλων.
Ακόμη σημαντικότερο, είναι αυτή η σειρά από βάσεις στα δυτικά που είναι τα
κύρια σημεία βολής για κάθε κατευθυνόμενη από τις ΗΠΑ επίθεση.
Χάρτης 2. Επιλεγμένα «σημαντικά» σημεία άμυνας
των ΗΠΑ στον Ινδο-Ειρηνικό
Πηγή: Προσαρμογή από το "Σχήμα 2: Αμυντικές εγκαταστάσεις στον Ινδο-Ειρηνικό", Κογκρέσο των ΗΠΑ, Υπηρεσία Ερευνών του Κογκρέσου, Αμυντική Υποδομή των ΗΠΑ στον Ινδο-Ειρηνικό, 6 Ιουνίου 2023
Αυτές οι εξήντα έξι
«σημαντικές» στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ στον Ινδο-Ειρηνικό, όπως έχουν οριστεί
από την Υπηρεσία Έρευνας του Κογκρέσου των ΗΠΑ, αποτελούν μόνο μέρος της
αμυντικής υποδομής που χρησιμοποιείται για να περικυκλώσει την Κίνα. Όπως έχει
σημειώσει ο αείμνηστος John Pilger, ρεαλιστικά υπάρχουν περίπου τετρακόσιες
στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ που περιβάλλουν την Κίνα. Οι βάσεις στον
Ινδο-Ειρηνικό είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της ναυτικής υπεροχής.
Θεωρούνται ως σημαντικό τμήμα για τον στρατηγικό περιορισμό της Κίνας. Για το
σκοπό αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες διαπραγματεύονται ενεργά με τα
κράτη-οικοδεσπότες για τη δημιουργία επιπλέον βάσεων, είτε μόνιμες είτε ως
ενδεχόμενοι χώροι για επιχειρήσεις υποστήριξης. Από το 2011, έχουν ήδη
εξασφαλίσει δώδεκα επιπλέον σημεία για βάσεις στην Αυστραλία και τις
Φιλιππίνες. Νέες εγκαταστάσεις κατασκευάζονται στη Γκουάμ και στην Ιαπωνία.
Μεταξύ των οικονομικών ετών 2020 και 2023, το Κογκρέσο διέθεσε 8,9
δισεκατομμύρια δολάρια για να υποστηρίξει την κατασκευή νέων στρατιωτικών
εγκαταστάσεων στον Ινδο-Ειρηνικό. Η Πρωτοβουλία Αποτροπής του Ειρηνικού
προτάθηκε το 2020 και χρησιμοποιήθηκε για τη χρηματοδότηση περαιτέρω επενδύσεων
με σκοπό τον εκσυγχρονισμό, την ενίσχυση και την επέκταση της αμερικανικής
στρατιωτικής παρουσίας, των δυνατοτήτων της και των υποδομών της υπό την
USINDOPACOM ώστε να ενισχύσει την ετοιμότητα έναντι της Κίνας και να διαβεβαιώσει
τους συμμάχους για την αμερικανική στρατιωτική υποστήριξη.
Βασικό στοιχείο του δικτύου των
αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων είναι τα Σύμφωνα Ελεύθερης Σύνδεσης (Compacts
of Free Association), αλλιώς γνωστά ως COFA. Αυτές οι διεθνείς συμφωνίες μεταξύ
των Ηνωμένων Πολιτειών και των Νήσων Μάρσαλ, της Μικρονησίας και του Παλάου
συνήφθησαν αρχικά τη δεκαετία του 1980, παρέχοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες
αποκλειστική άδεια να λειτουργούν στρατιωτικές βάσεις στα εδάφη τους. Αυτές οι
νησιωτικές χώρες βρίσκονται μεταξύ της Χαβάης και των Φιλιππίνων. Ως
αποτέλεσμα, οι διαπραγματευθείσες συμφωνίες είναι κρίσιμες για τη δημιουργία
και τη διατήρηση του ελέγχου των ΗΠΑ στον κύριο, συνεχόμενο, διάδρομο μέσω του
κεντρικού Ειρηνικού, καθώς και για την απευθείας σύνδεση με το δίκτυο
στρατιωτικών βάσεων δυτικά της Διεθνούς Γραμμής Ημερομηνίας στον Ινδο-Ειρηνικό.
Αυτές οι διακριτές συμφωνίες ανανεώθηκαν και υπογράφηκαν το 2023, επεκτείνοντας
αυτά τα δικαιώματα για τα επόμενα είκοσι χρόνια. Σε αντάλλαγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες
θα συνεχίσουν να παρέχουν οικονομική βοήθεια, η οποία περιλαμβάνει ταχυδρομικές
υπηρεσίες, συνολικού ύψους άνω των 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Μία από τις πιο πρόσφατες και
επιθετικές συμφωνίες στρατιωτικών μπλοκ που θεσμοθετήθηκαν από την Ουάσιγκτον
είναι η AUKUS, η οποίο περιλαμβάνει την Αυστραλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις
Ηνωμένες Πολιτείες. Έχοντας ιδρυθεί το 2021, η AUKUS έχει ως στόχο την προώθηση
της στρατιωτικής ασφάλειας πέρα από το βεληνεκές της συμφωνίας πληροφοριών Πέντε
Ματιών (Five Eyes). Υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για την αναζήτηση τεχνολογιών
που σχετίζονται με τον ψηφιακό και τον ηλεκτρονικό πόλεμο. Επιπλέον, ένα
σημαντικό βασικό σημείο εστίασης περιλαμβάνει την βοήθεια τόσο του Ηνωμένου
Βασιλείου όσο και των Ηνωμένων Πολιτειών προς την Αυστραλία για να αποκτήσει
πυρηνικά υποβρύχια ως μέρος της επέκτασης της στρατιωτικής ικανότητας της
τελευταίας. Αυτή η συμφωνία έχει προκαλέσει έντονο προβληματισμό σε άλλες χώρες
του Ινδο-Ειρηνικού, συμπεριλαμβανομένων της Ινδονησίας και της Μαλαισίας,
σχετικά με το εάν η AUKUS θα οδηγήσει σε περισσότερες συγκρούσεις, στη διάδοση
πυρηνικών όπλων στον Δυτικό Ειρηνικό και σε θανατηφόρα αποτελέσματα. Τα
πυρηνικά υποβρύχια θεωρούνται ως ένα επικίνδυνο πρώτο βήμα για την εισαγωγή
υποβρυχίων εξοπλισμένων με πυρηνικά όπλα, στην προκειμένη περίπτωση με την
υποκίνηση δύο δυτικών πυρηνικών δυνάμεων. Οι αρχικές συζητήσεις για την
επέκταση της AUKUS επικεντρώθηκαν στην Ιαπωνία, η οποία υποστηρίζει την αγορά
πυρηνικών όπλων από την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, και η οποία έδειξε
ενδιαφέρον για το ενδεχόμενο συμμετοχής στο μη-πυρηνικό σκέλος της συνεργασίας.
Δεδομένης της ανάπτυξης της
αμερικανικής στρατιωτικής και οικονομικής υποδομής που στοχεύει κυρίως την
Κίνα, για την οποία το Πεκίνο γνωρίζει πολύ καλά, το ίδιο έχει προσπαθήσει να
λάβει μέτρα για να προστατεύσει τη δική του ασφάλεια. Ωστόσο, η Ουάσιγκτον
διαβεβαιώνει τους συμμάχους της ότι η Κοινή Αντίληψη για την πρόσβαση και τους
ελιγμούς στα Παγκόσμια Κοινά (Global Commons) -παλαιότερα γνωστή ως
“AirSea Battle”- προσφέρει μια ολοκληρωμένη προσέγγιση που «θα διαταράξει,
καταστρέψει και νικήσει» τις αμυντικές στρατιωτικές στρατηγικές αντιπάλων,
όπως η Κίνα. Υπάρχει μικρός δισταγμός στους στρατιωτικούς κύκλους των ΗΠΑ στο
να γίνεται αναφορά σε έναν πιθανό Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο στον Ινδο-Ειρηνικό,
παρόλο που αυτό θα κλιμακωνόταν, σχεδόν αναπόφευκτα, προς μια θερμοπυρηνική
ανταλλαγή που θα απειλούσε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Για το λόγο αυτό, ο Νέος
Ψυχρός Πόλεμος στην Κίνα που προωθείται από την Ουάσιγκτον, με επίκεντρο τον
έλεγχο του Ινδο-Ειρηνικού, είναι μια σαφής εκδήλωση αυτού που είναι τώρα «η
δυνητικά πιο επικίνδυνη φάση του ιμπεριαλισμού».
Ύστερος Ιμπεριαλισμός και Ινδο-Ειρηνικός
Η βασική πραγματικότητα που
καθοδηγεί την τρέχουσα μεγάλη ιμπεριαλιστική στρατηγική των ΗΠΑ είναι η απότομη
πτώση της οικονομικής, χρηματοπιστωτικής και πολιτικής ηγεμονίας των ΗΠΑ στον
πλανήτη. Από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο αμερικανικός καπιταλισμός έχει
κυριαρχήσει στην παγκόσμια οικονομία ως ένας «παγκόσμιος ηγεμονικός
ιμπεριαλισμός». Τώρα που αυτή η ηγεμονία φθίνει στην περίοδο του όψιμου
ιμπεριαλισμού, η Ουάσιγκτον αντιμετωπίζει ένα σύνολο αντιφάσεων που δεν
μπορούν να εξαλειφθούν εντός του συστήματος.
Η επιδίωξη των ΗΠΑ για
μονοπολική παγκόσμια ηγεμονία, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το
1991, ήταν μια αντανάκλαση των επεκτατικών τάσεων του ίδιου του καπιταλισμού
και των έμφυτων διαιρέσεων των εθνών-κρατών. Ο ιμπεριαλισμός είναι εγγενής στον
καπιταλισμό και εκπροσωπεί την παγκόσμια έκφραση του. Τρεις δεκαετίες μετά την
προσπάθεια για μονοπολική κυριαρχία, ωστόσο, η κατάσταση μετατοπίζεται γρήγορα
προς έναν πολυπολικό κόσμο. Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να είναι
η κορυφαία δύναμη για την παγκόσμια καταστροφή με την τεράστια στρατιωτική τους
ισχύ, η δυνατότητα τους να την μεταφράσουν σε μια ανανέωση της οικονομικής και
πολιτικής τους ισχύος είναι περιορισμένη. Οι στρατιωτικές αντιπαραθέσεις με
άλλες μεγάλες δυνάμεις θέτουν σήμερα το ζήτημα ενός παγκόσμιου Αρμαγεδδώνα.
Όπως αναγνώρισε πρόσφατα ακόμη και ο Ρεπουμπλικανός σχεδιαστής στρατηγικής και
έντονα επιθετικός αντι-κινέζος Elbridge Colby, που ήταν ο κύριος συντάκτης της Εθνικής
Στρατηγικής Άμυνας του 2018 κατά την προεδρία Τραμπ, οι μέρες των «πωτείων»
των ΗΠΑ ως ηγεμονικής παγκόσμιας δύναμης έχουν παρέλθει: «Μια εξωτερική πολιτική της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας απλά δεν είναι
δυνατή». Επομένως η συνέχιση προς αυτή την κατεύθυνση είναι μια πορεία προς
την τρέλα.
Πέρα από όλα αυτά, οι ΗΠΑ είναι
αντιμέτωπες με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, μια χώρα που γνώρισε την πιο
γρήγορη οικονομική ανάπτυξη σε όλη την ιστορία, βασισμένη σε έναν αρκετά
διαφορετικό κοινωνικό σχηματισμό που βασίζεται στα προτερήματ τόσο του κράτους
όσο και της αγοράς με τη μορφή του σοσιαλισμού με κινεζικά χαρακτηριστικά.
Ως ένας πολιτισμός πέντε χιλιάδων ετών, η Κίνα εκπροσωπεί μια πολιτισμική καθώς
και μια οικονομική πρόκληση για τη Δύση, πιέζοντας για νέους παγκόσμιους
κανόνες με τις παγκόσμιες πολιτισμικές πρωτοβουλίες της. Η Κίνα, αντί να
επιδιώκει να δημιουργήσει ένα αντίθετο στρατιωτικό μπλοκ με αυτό των Ηνωμένων
Πολιτειών και των συμμάχων τους, έχει αντιταχθεί στην δημιουργία οποιασδήποτε
τέτοιας «αντιπαράθεσης μπλοκ».
Η απάντηση των ΗΠΑ ήταν να
ερμηνεύσουν την άνοδο της Κίνας όλο και περισσότερο ως ένα ζήτημα ασφάλειας που
πρέπει να αντιμετωπιστεί στρατηγικά. Αναγνωρίζουν ότι, εάν η συνολική
οικονομική εμβέλεια της Κίνας στον Ινδο-Ειρηνικό επεκταθεί περισσότερο, η
διατήρηση από τις ΗΠΑ του ελέγχου σε αυτό που είναι σήμερα το βιομηχανικό
κέντρο του πλανήτη θα συρρικνωνόταν αναλογικά, οδηγώντας στην τελική πτώση της
αυτοκρατορίας των ΗΠΑ. Ύστερα από δεκαετίες οικονομικής στασιμότητας, η οποία
προκύπτει από τον μονοπωλιακό καπιταλισμό που βρίσκεται από πίσω και χωρίς να
είναι ορατή κάποια διέξοδος, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι σε θέση να
διατηρήσουν την κυριαρχία τους αποκλειστικά με οικονομικά μέσα. Ως εκ τούτου, η
τάξη των καπιταλιστών των ΗΠΑ, μαζί με εκείνους των Δυτικών συμμάχων της,
απειλεί τώρα με τις ενέργειές της να ρίξει τον ουρανό στο κεφάλι όλης της
ανθρωπότητας.
Προκειμένου να δικαιολογήσει
την κλιμάκωσή στον Ινδο-Ειρηνικό, η Ουάσιγκτον έπρεπε να παρουσιάσει το Πεκίνο
ως απειλή για τις χώρες γύρω της. Ωστόσο, από τα πάνω από σαράντα κράτη του
Ινδο-Ειρηνικού, μόνο πέντε έχουν αμυντικές συμφωνίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες,
οι οποίες είναι κυρίως αποτελέσματα προηγούμενων πολέμων. Πράγματι, η γενική
αντίληψη των χωρών του Ινδο-Ειρηνικού κατά τις τελευταίες μια ή δύο δεκαετίες
είναι εκείνη της αυξανόμενης ασφάλειας, λόγω αυτού που γίνεται αντιληπτό ως η
μη επιθετική στάση της Κίνας και των ολοένα και πιο ενοποιημένων οικονομικών
και εμπορικών σχέσεων. Παρόλο που εμπορικές και εδαφικές διαφορές προκύπτουν
φυσικά, η Κίνα θεωρείται γενικά στην Ασία πηγή συλλογικής οικονομικής
ανάπτυξης. Έχει υπογράψει περισσότερες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με χώρες
του Ινδο-Ειρηνικού από ό,τι οι Ηνωμένες Πολιτείες. Έχει επίσης παράσχει
σημαντικά αναπτυξιακά κεφάλαια σε άλλες χώρες του Ινδο-Ειρηνικού. Διένειμε 36
δισεκατομμύρια δολάρια για τέτοια κονδύλια το 2017, πολύ περισσότερα από τα 3
δισεκατομμύρια δολάρια που διένειμαν οι ΗΠΑ. Σε γενικές γραμμές, οι χώρες της
υπερ-περιφέρειας θεωρούν μια ενοποιημένη οικονομία με την Κίνα ως λύση “win-win”,
ενώ αντιλαμβάνονται την εργαλειοποίηση των οικονομικών και πολιτικών σχέσεων
από την πλευρά των ΗΠΑ ως πρόταση “lose-lose”.
Όπως έχει υποστηρίξει ο πολύ
σεβαστός μελετητής των διεθνών σχέσεων David C. Kang στο βιβλίο του American
Grand Strategy and East Asian Security in the Twenty-First Century (2017)
και σε άλλα έργα, υπάρχει μια γενικότερη πτώση των στρατιωτικών δαπανών ως
ποσοστό του ΑΕΠ στα μεγαλύτερα κράτη της Ανατολικής Ασίας τις τελευταίες δύο
δεκαετίες. Λαμβάνοντας υπόψη τις έντεκα μεγαλύτερες χώρες, έχουν πέσει στο μισό
περίπου από αυτό που ήταν πριν από δυόμισι δεκαετίες, πέφτοντας από μέσο όρο
3,35% το 1990 σε 1,8% κατά μέσο όρο το 2015 -μια τάση που συνεχίζεται. Αυτό
αντικειμενικά δείχνει προς ένα αίσθηση αυξανόμενης, παρά μειούμενης εθνικής
ασφάλειας στην περιοχή. Είναι αυτό το κλίμα ειρήνης που απειλούν να διαταράξουν
οι Ηνωμένες Πολιτείες, όχι για χάρη της Ανατολικής Ασίας, αλλά με στόχο τη
διατήρηση με κάθε κόστος της υπεροχής τους ως παγκόσμιας δύναμης.
Όπως είπε ο C. Wright Mills: «η
άμεση αιτία του Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου είναι η προετοιμασία για αυτόν». Οι
Ηνωμένες Πολιτείες, αντιμέτωπες με την κατάρρευση του παγκόσμιου ηγεμονικού
ιμπεριαλισμού τους, δεν προετοιμάζονται απλώς για έναν Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο
αλλά τον προκαλούν ενεργά. Υπάρχουν ενδείξεις, ωστόσο, ότι ένα μαζικό
αντιιμπεριαλιστικό κίνημα αναδύεται ξανά στις Ηνωμένες Πολιτείες και στις άλλες
χώρες του ιμπεριαλιστικού πυρήνα της καπιταλιστικής παγκόσμιας οικονομίας,
ξεκινώντας με το κίνημα της Ελεύθερης Παλαιστίνης ως απάντηση στον γενοκτονικό
πόλεμο του Ισραήλ στη Γάζα που υποστηρίζεται από την Ουάσιγκτον. Το παγκόσμιο
κίνημα σήμερα πρέπει να είναι αντιιμπεριαλιστικό, αντικαπιταλιστικό,
αντιπολεμικό και οικολογικό. Εφόσον η εναλλακτική είναι η παγκόσμια
εξολόθρευση, αυτός είναι ένας αγώνας που μόνο η ανθρωπότητα μπορεί να κερδίσει.
Σχετικά:
1 Κίνα: από ημι-αποικία σε υπερδύναμη (μέρος 1ο/2)
2 Ιμπεριαλισμός: από το Αφγανιστάν στην θάλασσα της Κίνας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου