Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025

Ο ιμπεριαλισμός στον Ινδο-Ειρηνικό: μια εισαγωγή (μέρος 3ο/3)

 

Συνέχεια από το προηγούμενο

 

Η ναυτική ισχύς και η περικύκλωση της Κίνας

Σήμερα, η «κατροπτική γραφή» της Ουάσιγκτον συνεχίζεται, ειδικά στο πλαίσιο του Ινδο-Ειρηνικού, όπου ο ιμπεριαλισμός της παρουσιάζεται ως αντι-ιμπεριαλισμός και θεμελιώδους σημασίας για τη διατήρηση της «ειρήνης» στην περιοχή για εβδομήντα πέντε χρόνια –δηλαδή από την Κινεζική Επανάσταση. Μας λένε ότι ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή είναι να προωθήσουν την «ελευθερία και την “ανοικτότητα”», να προσφέρουν «αυτονομία και επιλογές» και να θεσπίσουν «προσεγγίσεις βασισμένες σε κανόνες». Πάνω από όλα, οι στόχοι είναι η διατήρηση της «ασφάλειας» και της «περιφερειακής ευημερίας». Σε αυτήν την ιμπεριαλιστική μεγάλη στρατηγική, η γεωπολιτική και η γεωοικονομία είναι βαθιά συνυφασμένες. Σήμερα, περίπου «τα δύο τρίτα της παγκόσμιας οικονομίας» έχουν τη βάση του εδώ, γεγονός που έχει προκαλέσει πρόσθετες οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές επενδύσεις στην περιοχή που η Ουάσιγκτον βλέπει ως «κέντρο βάρους του κόσμου».

Για να επιτύχει τους στόχους της για την «οικοδόμηση μιας ισορροπίας επιρροής στον κόσμο που είναι όσο το δυνατόν πιο ευνοϊκή για τις Ηνωμένες Πολιτείες», η Ουάσιγκτον μας λέει ότι πρέπει να προστατεύσει τους συμμάχους της στον Ινδο-Ειρηνικό από τον «εκφοβισμό» και την «βλαβερή συμπεριφορά» της Κίνας. Αυτό είναι απολύτως απαραίτητο, καθώς «το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα», όπως ισχυρίζεται το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, «αποτελεί την κύρια απειλή της εποχής μας», φιλοδοξώντας να γίνει τόσο μια περιφερειακή όσο και μια παγκόσμια υπερδύναμη. Έτσι, η Κίνα, μας λένε, «δεν είναι πρότυπο παγκόσμιου πολίτη» αλλά «αναθεωρητική δύναμη» και πρέπει να αντιμετωπιστεί. Σύμφωνα με τη Στρατηγική του Ινδο-Ειρηνικού του Μπάιντεν, αυτό το σχέδιο περιλαμβάνει την οικοδόμηση «σιδερένιων συμμαχιών, τη διαμόρφωση μιας ευρύτερης σύνδεσης «μεταξύ του Ινδο-Ειρηνικού και του Ευρω-Ατλαντικού» που εκτείνεται μέχρι τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, τη δημιουργία μιας «ενιαίας αποτροπής» στα «πεδία των μαχών», τις αυξημένες επενδύσεις για τη βελτίωση των στρατιωτικών δυνατοτήτων και επιχειρήσεων των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων κοινών των ασκήσεων με τους συμμάχους και την διεύρυνση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας. Στρατηγικά, αυτό σημαίνει να δοθεί προτεραιότητα στη «μεγαλύτερη ασύμμετρη ισχύ», η οποία είναι το «δίκτυο των συμμαχιών και συνεργασιών ασφαλείας» των ΗΠΑ στην περιοχή καθώς και «η ανάπτυξη και η τοποθέτηση προηγμένων πολεμικών δυνατοτήτων» για την προστασία των πολιτών και των κεκτημένων συμφερόντων. Το μεγαλύτερο ιμπεριαλιστικό σχέδιο περιλαμβάνει την στρατηγική Anaconda περικυκλώνοντας την Κίνα με στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ και αξιοποιώντας τις διάφορες συμμαχίες και συμφωνίες ασφαλείας ως βάση ώστε να «περιοριστεί η Κίνα» στρατηγικά. Αυτές οι ενέργειες, ειδικά η ανανεωμένη συγκρότηση του Διαλόγου Ασφαλείας της Quad, έχουν εγείρει ανησυχίες εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα ασιατικό ΝΑΤΟ ως μέρος του Νέου Ψυχρού Πολέμου, κάτι που έχει επανειλημμένως υπαινιχθεί η Ουάσιγκτον.

Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες ισχυρίζονται σθεναρά ότι «είναι μια δύναμη του Ινδο-Ειρηνικού» με δεσμούς εκατοντάδων ετών, η στρατηγική τους θέση στην περιοχή σήμερα -η οποία περιλαμβάνει πραγματικές αποικίες όπως η Γκουάμ και η Αμερικανική Σαμόα καθώς και κτήσεις και σειρά στρατιωτικών βάσεων- είναι σε μεγάλο βαθμό το ιστορικό αποτέλεσμα του Ισπανο-Αμερικανικού Πολέμου, του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και του Ψυχρού Πολέμου. Μια πολιτεία των ΗΠΑ, η Χαβάη, παρουσιάζεται από τον αμερικανικό στρατό ως ξεκάθαρα εντός της περιοχής ευθύνης της USINOPACOM, η οποία, μαζί με τις αποικίες των ΗΠΑ στην υπερ-περιφέρεια, προορίζεται να επιβεβαιώσει τον ρόλο των ΗΠΑ ως κυρίαρχης δύναμης στον Ινδο-Ειρηνικό, καθώς και την αξιωσημείωτη στρατιωτική τους δύναμη.

Καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο άρχισε να «αποσύρεται» από τον Ινδο-Ειρηνικό στα μέσα του εικοστού αιώνα, υπέγραψε μια σειρά από συμφωνίες ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με την Κίνα και την ΕΣΣΔ. Η συμφωνία UKUSA (Ηνωμένο Βασίλειο-Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής) υπογράφηκε το 1946. Αυτή η συμφωνία διευρύνθηκε το 1948 και το 1956 για να συμπεριλάβει την Αυστραλία, τον Καναδά και τη Νέα Ζηλανδία, ιδρύοντας έτσι τα «Πέντε Μάτια» (Five Eyes) που θα συλλέγουν και θα μοιράζονται μεταξύ τους πληροφορίες για την άμυνα, το ανθρώπινο δυναμικό και τη γεωπολιτική ώστε να  συντονιστούν οι προσπάθειες μεταξύ των υπηρεσιών πληροφοριών εντός και μεταξύ των κρατών. Οι συντονισμένες τους προσπάθειές χρησιμοποιήθηκαν για την παρακολούθηση των επιχειρήσεων των Βιετ Μινχ στον πόλεμο στο Βιετνάμ. Το Ηνωμένο Βασίλειο θέσπισε επίσης τις «Πενταμερείς Αμυντικές Συμφωνίες» (Five Power Defense Arrangements) το 1971 μεταξύ του ιδίου και μελών της Κοινοπολιτείας όπως Αυστραλία, Μαλαισία, Νέα Ζηλανδία και Σιγκαπούρη, σύμφωνα με τις οποίες τα κράτη-μέλη συμφώνησαν να συμβουλεύονται το ένα το άλλο για πιθανές απειλές στην περιοχή και στην διασφάλιση της «σταθερότητας» στον Ινδο-Ειρηνικό.

Επιδιώκοντας να επεκτείνει περαιτέρω την παρουσία της στον Ινδο-Ειρηνικό, η Ουάσιγκτον επέδειξε τη ναυτική της ισχύ, τόσο στρατιωτικοποιώντας τα συμμαχικά κράτη ενάντια στην υποτιθέμενη απειλή της Κίνας όσο και οικοδομώντας μια ευρύτερη γεωπολιτική υποδομή. Από τα σαράντα περίπου στον Ινδο-Ειρηνικό, οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπως αναφέρθηκε, έχουν στρατιωτικές συμμαχίες (αμυντικά σύμφωνα) με πέντε κράτη: Αυστραλία, Ιαπωνία, Φιλιππίνες, Δημοκρατία της Κορέας (Νότια Κορέα) και Ταϊλάνδη. Αυτές οι συμμαχίες, οι οποίες είναι περισσότερο επιθετικές παρά αμυντικές, έχουν ως κύριους στόχους την Κίνα, τη Βόρεια Κορέα και τη Ρωσία. Στην προσπάθεια της να οικοδομήσει ένα μεγαλύτερο στρατηγικό μπλοκ, η Ουάσιγκτον προσπάθησε επίσης να δημιουργήσει επιπλέον συνεργασίες στον τομέα της ασφάλειας με την Ινδία, την Ινδονησία, τη Μαλαισία, τη Νέα Ζηλανδία, τη Σιγκαπούρη και το Βιετνάμ.

Όλο και περισσότερο, οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούν την Ινδία ως βασικό παράγοντα στην ιμπεριαλιστική μεγάλη στρατηγική τους, σημειώνοντας ότι «η Ινδία διαδραματίζει ζωτικό ρόλο στην επίτευξη του κοινού μας οράματος για έναν ελεύθερο και ανοιχτό Ινδο-Ειρηνικό». Έτσι, το 2016, οι Ηνωμένες Πολιτείες δημιούργησαν μια μείζονα αμυντική συνεργασία με την Ινδία ώστε αυτή να αναβαθμίσει τη στρατιωτική της ικανότητα και να την τοποθετήσουν ως έναν «καθαρό πάροχο ασφάλειας» στην υπερ-περιοχή. Αυτή η συμφωνία παρέχει στην Ινδία «ανεμπόδιστη πρόσβαση» στην αγορά στρατιωτικών τεχνολογιών που επιβλέπει το Υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ. Το εμπόριο στρατιωτικής άμυνας με την Ινδία, συντονισμένο από το Γραφείο Πολιτικών-Στρατιωτικών Υποθέσεων των ΗΠΑ, αυξήθηκε «από σχεδόν μηδενικό το 2008 σε πάνω από 20 δισεκατομμύρια δολάρια το 2020». Εκτός από την ενθάρρυνση της Ινδίας να αγοράσει μαχητικά αεροσκάφη Lockheed Martin και Boeing, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρείχαν στην Ινδία, μια χώρα που δεν έχει υπογράψει τη συνθήκη, ένα Μη Επανδρωμένο Εναέριο Σύστημα Κατηγορίας-1 του Καθεστώτος Ελέγχου Τεχνολογίας Πυραύλων.

Σε μια προσπάθεια οικοδόμησης πάνω στις υπάρχουσες συνθήκες και τις προσπάθειες να φέρει την Ινδία πιο κοντά στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Quad αναβίωσε (για άλλη μια φορά) το 2017 με δηλωμένο στόχο τον περιορισμό της κινεζικής επιρροής στον Ινδο-Ειρηνικό. Αυτός ο άτυπος διάλογος ασφαλείας διεξήχθη κυρίως μεταξύ της Αυστραλίας, της Ινδίας, της Ιαπωνίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Η παρουσία της Ινδίας είναι το κλειδί σε αυτό που αναφέρεται ως διάλογος τρία συν ένα, καθώς οι άλλοι τρεις είναι ήδη μέρος του συστήματος στρατιωτικής συμμαχίας που καθοδηγείται από τις ΗΠΑ στην περιοχή. Η Ινδία συμμετείχε προσεκτικά, μη θέλοντας να υποστηρίξει πλήρως τους Δυτικούς στόχους, να διαταράξει τη θέση της στην περιοχή ή να αναλάβει ρόλο μετώπου ασφαλείας. Επιπλέον, η Ινδία υπέγραψε στρατηγική συνεργασία με την Κίνα το 2005 για την προώθηση της ευημερίας και της ειρήνης, επομένως έχει πολλαπλές συνεργασίες στην περιοχή. Το Νέο Δελχί έχει αντιταχθεί στις προτάσεις για επέκταση της συμμετοχής της στην Quad. Εντούτοις, οι συνεργασίες της Quad συνέπεσαν με την αύξηση των κοινών στρατιωτικών ασκήσεων στον Ινδο-Ειρηνικό, τις οποίες η Ουάσιγκτον βλέπει ως τον πρόδρομο ενός διευρυμένου στρατηγικού μπλοκ του Ινδο-Ειρηνικού. Η Quad αμφισβητεί τις θαλάσσιες διεκδικήσεις της Κίνας στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Παρουσιάζεται ως όχημα για την προώθηση των συμφερόντων της Ένωσης Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN) και ως βάση για την πολιτικο-οικονομική ανάπτυξη. Σε ευθυγράμμιση με το συνολικό «Οικονομικό Πλαίσιο Ινδο-Ειρηνικού» του Μπάιντεν, θεωρείται ως αντίβαρο στην Πρωτοβουλία Belt and Road της Κίνας. Μέχρι σήμερα, η Quad δεν έχει μπει σε τροχιά προώθησης ευρύτερων στόχων, αλλά παραμένει ως μία από τις πολλές στρατηγικές συμφωνίες για την εναντίωση στην Κίνα.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και τρεις από τους συμμάχους τους, η Αυστραλία, η Ιαπωνία και οι Φιλιππίνες, που αναφέρονται συλλογικά ως Squad (δεν πρέπει να συγχέεται με την Quad), διεξήγαγαν κοινές ναυτικές ασκήσεις στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας τον Απρίλιο και τον Μάιο του 2024. Οι σύμμαχοι της ομάδας ισχυρίζονται ότι αυτές οι στρατιωτικές ασκήσεις έχουν σκοπό να αυξήσουν τις «από κοινού δυνατότητες τους» και «να προασπίσουν το δικαίωμα στην ελευθερία ναυσιπλοΐας και υπερπτήσεων και του σεβασμού των θαλάσσιων δικαιωμάτων σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο». Η πρόκληση είναι ξεκάθαρη, καθώς αυτές οι επιχειρήσεις πραγματοποιήθηκαν εντός των «θαλάσσιων συνόρων της Κίνας» και θεωρούνται από την Κίνα ως μια μορφή επίδειξης της Ουάσιγκτον των «κανονιοφόρων μυών» της.

Ακόμη πιο σημαντικό είναι το δίκτυο στρατιωτικών βάσεων στον Ινδο-Ειρηνικό που περικυκλώνει την Κίνα, και έχει ως στόχο τη διατήρηση της ναυτικής υπεροχής [των ΗΠΑ]. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούν εδώ και καιρό δεδομένο ότι μπορούν να κινούνται ελεύθερα σε όλο τον Ινδο-Ειρηνικό ατιμώρητα, ακόμη και στέλνοντας τα στρατιωτικά πλοία και τα αεροσκάφη τους μέσω των στενών της Ταϊβάν εντός των κινεζικών χωρικών υδάτων, με την αιτιολογία ότι διασφαλίζουν την προστασία και την ασφάλεια των ασιατικών χωρών και ότι βοηθούν στη διασφάλιση του ελεύθερου εμπορίου μέσω του Συμφώνου Συνεργασίας των Δυο Πλευρών του Ειρηνικού. Αυτή η στρατηγική παρουσία είναι ολοένα και πιο σημαντική για την Ουάσιγκτον, δεδομένης της επέκτασης της ναυτικής δυνατότητας της Κίνας και του ολοένα και διευρυμένου εμπορίου μεταξύ της Κίνας και άλλων ασιατικών χωρών, που έχει μειώσει τον σχετικό οικονομικό ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στην υπερ-περιφέρεια.

Σύμφωνα με την έκθεση της Υπηρεσίας Έρευνας του Κογκρέσου των ΗΠΑ για τις Αμυντικές Υποδομές των ΗΠΑ στον Ινδο-Ειρηνικό του Ιουνίου του 2023, οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν «τουλάχιστον 66 σημαντικές αμυντικές υποδομές διασκορπισμένες σε όλη την περιοχή», οι οποίες προσδιορίζονται αλλού ως «το επίκεντρο της γεωπολιτικής του 21ου αιώνα». Μερικές από αυτές τις βάσεις βρίσκονται στις δυτικές ακτές των Ηνωμένων Πολιτειών (εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο το Κογκρέσο των ΗΠΑ έχει ορίσει την υπερ-περιφέρεια Ινδο-Ειρηνικού). Άλλες αμερικανικές κτήσεις και μη ενσωματωμένες περιοχές (συμπεριλαμβανομένης της αμερικανικής αποικίας της Γκουάμ) εκτείνονται σε όλο το εύρος του Ειρηνικού. Άλλες πάλι βρίσκονται σε συμμαχικές χώρες, όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Αυστραλία και οι Φιλιππίνες. Αυτή η στρατιωτική υποδομή του Ινδο-Ειρηνικού, δηλαδή το δίκτυο των βάσεων στην υπερ-περιφέρεια, «φιλοξενεί περισσότερους από 375.000 στρατιωτικούς των ΗΠΑ».

Χρησιμοποιώντας τη Διεθνή Γραμμή Ημερομηνίας για να χωρίσουν τον Ινδο-Ειρηνικό σε ανατολικό και δυτικό, οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν είκοσι έξι στρατιωτικές βάσεις στα ανατολικά (από την ακτή του Ειρηνικού των Ηνωμένων Πολιτειών μέχρι τη Γραμμή Ημερομηνίας) και σαράντα βάσεις στα δυτικά (από την Γραμμή Ημερομηνίας στον Ειρηνικό Ωκεανό μέχρι το όριο της Διοίκησης Ινδο-Ειρηνικού των ΗΠΑ στον Ινδικό Ωκεανό -βλ. Χάρτη 2: «Επιλεγμένα “αξιοσημείωτα” σημεία άμυνας των ΗΠΑ στον Ινδο-Ειρηνικό») Σύμφωνα με την έκθεση της Υπηρεσίας Έρευνας του Κογκρέσου των ΗΠΑ, αυτές που βρίσκονται στα ανατολικά, αν και είναι κρίσιμες για τη διατήρηση του συνολικού δικτύου, θεωρούνται λιγότερο πιθανό να είναι στόχος συμβατικών όπλων που χρησιμοποιούνται από αντιπάλους. Αντιθέτως, οι στρατιωτικές βάσεις στον Δυτικό Ειρηνικό αποτελούν βασικούς κόμβους στις εμπροσθοβαρείς στρατιωτικές επιχειρήσεις, ενώ δυνητικά βρίσκονται εντός της βεληνεκούς συμβατικών όπλων. Ακόμη σημαντικότερο, είναι αυτή η σειρά από βάσεις στα δυτικά που είναι τα κύρια σημεία βολής για κάθε κατευθυνόμενη από τις ΗΠΑ επίθεση.

Χάρτης 2. Επιλεγμένα «σημαντικά» σημεία άμυνας των ΗΠΑ στον Ινδο-Ειρηνικό


Πηγή: Προσαρμογή από το "Σχήμα 2: Αμυντικές εγκαταστάσεις στον Ινδο-Ειρηνικό", Κογκρέσο των ΗΠΑ, Υπηρεσία Ερευνών του Κογκρέσου, Αμυντική Υποδομή των ΗΠΑ στον Ινδο-Ειρηνικό, 6 Ιουνίου 2023

Αυτές οι εξήντα έξι «σημαντικές» στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ στον Ινδο-Ειρηνικό, όπως έχουν οριστεί από την Υπηρεσία Έρευνας του Κογκρέσου των ΗΠΑ, αποτελούν μόνο μέρος της αμυντικής υποδομής που χρησιμοποιείται για να περικυκλώσει την Κίνα. Όπως έχει σημειώσει ο αείμνηστος John Pilger, ρεαλιστικά υπάρχουν περίπου τετρακόσιες στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ που περιβάλλουν την Κίνα. Οι βάσεις στον Ινδο-Ειρηνικό είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της ναυτικής υπεροχής. Θεωρούνται ως σημαντικό τμήμα για τον στρατηγικό περιορισμό της Κίνας. Για το σκοπό αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες διαπραγματεύονται ενεργά με τα κράτη-οικοδεσπότες για τη δημιουργία επιπλέον βάσεων, είτε μόνιμες είτε ως ενδεχόμενοι χώροι για επιχειρήσεις υποστήριξης. Από το 2011, έχουν ήδη εξασφαλίσει δώδεκα επιπλέον σημεία για βάσεις στην Αυστραλία και τις Φιλιππίνες. Νέες εγκαταστάσεις κατασκευάζονται στη Γκουάμ και στην Ιαπωνία. Μεταξύ των οικονομικών ετών 2020 και 2023, το Κογκρέσο διέθεσε 8,9 δισεκατομμύρια δολάρια για να υποστηρίξει την κατασκευή νέων στρατιωτικών εγκαταστάσεων στον Ινδο-Ειρηνικό. Η Πρωτοβουλία Αποτροπής του Ειρηνικού προτάθηκε το 2020 και χρησιμοποιήθηκε για τη χρηματοδότηση περαιτέρω επενδύσεων με σκοπό τον εκσυγχρονισμό, την ενίσχυση και την επέκταση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας, των δυνατοτήτων της και των υποδομών της υπό την USINDOPACOM ώστε να ενισχύσει την ετοιμότητα έναντι της Κίνας και να διαβεβαιώσει τους συμμάχους για την αμερικανική στρατιωτική υποστήριξη.

Βασικό στοιχείο του δικτύου των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων είναι τα Σύμφωνα Ελεύθερης Σύνδεσης (Compacts of Free Association), αλλιώς γνωστά ως COFA. Αυτές οι διεθνείς συμφωνίες μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των Νήσων Μάρσαλ, της Μικρονησίας και του Παλάου συνήφθησαν αρχικά τη δεκαετία του 1980, παρέχοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες αποκλειστική άδεια να λειτουργούν στρατιωτικές βάσεις στα εδάφη τους. Αυτές οι νησιωτικές χώρες βρίσκονται μεταξύ της Χαβάης και των Φιλιππίνων. Ως αποτέλεσμα, οι διαπραγματευθείσες συμφωνίες είναι κρίσιμες για τη δημιουργία και τη διατήρηση του ελέγχου των ΗΠΑ στον κύριο, συνεχόμενο, διάδρομο μέσω του κεντρικού Ειρηνικού, καθώς και για την απευθείας σύνδεση με το δίκτυο στρατιωτικών βάσεων δυτικά της Διεθνούς Γραμμής Ημερομηνίας στον Ινδο-Ειρηνικό. Αυτές οι διακριτές συμφωνίες ανανεώθηκαν και υπογράφηκαν το 2023, επεκτείνοντας αυτά τα δικαιώματα για τα επόμενα είκοσι χρόνια. Σε αντάλλαγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεχίσουν να παρέχουν οικονομική βοήθεια, η οποία περιλαμβάνει ταχυδρομικές υπηρεσίες, συνολικού ύψους άνω των 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Μία από τις πιο πρόσφατες και επιθετικές συμφωνίες στρατιωτικών μπλοκ που θεσμοθετήθηκαν από την Ουάσιγκτον είναι η AUKUS, η οποίο περιλαμβάνει την Αυστραλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Έχοντας ιδρυθεί το 2021, η AUKUS έχει ως στόχο την προώθηση της στρατιωτικής ασφάλειας πέρα ​​από το βεληνεκές της συμφωνίας πληροφοριών Πέντε Ματιών (Five Eyes). Υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για την αναζήτηση τεχνολογιών που σχετίζονται με τον ψηφιακό και τον ηλεκτρονικό πόλεμο. Επιπλέον, ένα σημαντικό βασικό σημείο εστίασης περιλαμβάνει την βοήθεια τόσο του Ηνωμένου Βασιλείου όσο και των Ηνωμένων Πολιτειών προς την Αυστραλία για να αποκτήσει πυρηνικά υποβρύχια ως μέρος της επέκτασης της στρατιωτικής ικανότητας της τελευταίας. Αυτή η συμφωνία έχει προκαλέσει έντονο προβληματισμό σε άλλες χώρες του Ινδο-Ειρηνικού, συμπεριλαμβανομένων της Ινδονησίας και της Μαλαισίας, σχετικά με το εάν η AUKUS θα οδηγήσει σε περισσότερες συγκρούσεις, στη διάδοση πυρηνικών όπλων στον Δυτικό Ειρηνικό και σε θανατηφόρα αποτελέσματα. Τα πυρηνικά υποβρύχια θεωρούνται ως ένα επικίνδυνο πρώτο βήμα για την εισαγωγή υποβρυχίων εξοπλισμένων με πυρηνικά όπλα, στην προκειμένη περίπτωση με την υποκίνηση δύο δυτικών πυρηνικών δυνάμεων. Οι αρχικές συζητήσεις για την επέκταση της AUKUS επικεντρώθηκαν στην Ιαπωνία, η οποία υποστηρίζει την αγορά πυρηνικών όπλων από την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, και η οποία έδειξε ενδιαφέρον για το ενδεχόμενο συμμετοχής στο μη-πυρηνικό σκέλος της συνεργασίας.

Δεδομένης της ανάπτυξης της αμερικανικής στρατιωτικής και οικονομικής υποδομής που στοχεύει κυρίως την Κίνα, για την οποία το Πεκίνο γνωρίζει πολύ καλά, το ίδιο έχει προσπαθήσει να λάβει μέτρα για να προστατεύσει τη δική του ασφάλεια. Ωστόσο, η Ουάσιγκτον διαβεβαιώνει τους συμμάχους της ότι η Κοινή Αντίληψη για την πρόσβαση και τους ελιγμούς στα Παγκόσμια Κοινά (Global Commons) -παλαιότερα γνωστή ως “AirSea Battle”- προσφέρει μια ολοκληρωμένη προσέγγιση που «θα διαταράξει, καταστρέψει και νικήσει» τις αμυντικές στρατιωτικές στρατηγικές αντιπάλων, όπως η Κίνα. Υπάρχει μικρός δισταγμός στους στρατιωτικούς κύκλους των ΗΠΑ στο να γίνεται αναφορά σε έναν πιθανό Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο στον Ινδο-Ειρηνικό, παρόλο που αυτό θα κλιμακωνόταν, σχεδόν αναπόφευκτα, προς μια θερμοπυρηνική ανταλλαγή που θα απειλούσε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Για το λόγο αυτό, ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος στην Κίνα που προωθείται από την Ουάσιγκτον, με επίκεντρο τον έλεγχο του Ινδο-Ειρηνικού, είναι μια σαφής εκδήλωση αυτού που είναι τώρα «η δυνητικά πιο επικίνδυνη φάση του ιμπεριαλισμού».

Ύστερος Ιμπεριαλισμός και Ινδο-Ειρηνικός

Η βασική πραγματικότητα που καθοδηγεί την τρέχουσα μεγάλη ιμπεριαλιστική στρατηγική των ΗΠΑ είναι η απότομη πτώση της οικονομικής, χρηματοπιστωτικής και πολιτικής ηγεμονίας των ΗΠΑ στον πλανήτη. Από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο αμερικανικός καπιταλισμός έχει κυριαρχήσει στην παγκόσμια οικονομία ως ένας «παγκόσμιος ηγεμονικός ιμπεριαλισμός». Τώρα που αυτή η ηγεμονία φθίνει στην περίοδο του όψιμου ιμπεριαλισμού, η Ουάσιγκτον αντιμετωπίζει ένα σύνολο αντιφάσεων που δεν μπορούν να εξαλειφθούν εντός του συστήματος.

Η επιδίωξη των ΗΠΑ για μονοπολική παγκόσμια ηγεμονία, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, ήταν μια αντανάκλαση των επεκτατικών τάσεων του ίδιου του καπιταλισμού και των έμφυτων διαιρέσεων των εθνών-κρατών. Ο ιμπεριαλισμός είναι εγγενής στον καπιταλισμό και εκπροσωπεί την παγκόσμια έκφραση του. Τρεις δεκαετίες μετά την προσπάθεια για μονοπολική κυριαρχία, ωστόσο, η κατάσταση μετατοπίζεται γρήγορα προς έναν πολυπολικό κόσμο. Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να είναι η κορυφαία δύναμη για την παγκόσμια καταστροφή με την τεράστια στρατιωτική τους ισχύ, η δυνατότητα τους να την μεταφράσουν σε μια ανανέωση της οικονομικής και πολιτικής τους ισχύος είναι περιορισμένη. Οι στρατιωτικές αντιπαραθέσεις με άλλες μεγάλες δυνάμεις θέτουν σήμερα το ζήτημα ενός παγκόσμιου Αρμαγεδδώνα. Όπως αναγνώρισε πρόσφατα ακόμη και ο Ρεπουμπλικανός σχεδιαστής στρατηγικής και έντονα επιθετικός αντι-κινέζος Elbridge Colby, που ήταν ο κύριος συντάκτης της Εθνικής Στρατηγικής Άμυνας του 2018 κατά την προεδρία Τραμπ, οι μέρες των «πωτείων» των ΗΠΑ ως ηγεμονικής παγκόσμιας δύναμης έχουν παρέλθει: «Μια εξωτερική πολιτική της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας απλά δεν είναι δυνατή». Επομένως η συνέχιση προς αυτή την κατεύθυνση είναι μια πορεία προς την τρέλα.

Πέρα από όλα αυτά, οι ΗΠΑ είναι αντιμέτωπες με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, μια χώρα που γνώρισε την πιο γρήγορη οικονομική ανάπτυξη σε όλη την ιστορία, βασισμένη σε έναν αρκετά διαφορετικό κοινωνικό σχηματισμό που βασίζεται στα προτερήματ τόσο του κράτους όσο και της αγοράς με τη μορφή του σοσιαλισμού με κινεζικά χαρακτηριστικά. Ως ένας πολιτισμός πέντε χιλιάδων ετών, η Κίνα εκπροσωπεί μια πολιτισμική καθώς και μια οικονομική πρόκληση για τη Δύση, πιέζοντας για νέους παγκόσμιους κανόνες με τις παγκόσμιες πολιτισμικές πρωτοβουλίες της. Η Κίνα, αντί να επιδιώκει να δημιουργήσει ένα αντίθετο στρατιωτικό μπλοκ με αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους, έχει αντιταχθεί στην δημιουργία οποιασδήποτε τέτοιας «αντιπαράθεσης μπλοκ».

Η απάντηση των ΗΠΑ ήταν να ερμηνεύσουν την άνοδο της Κίνας όλο και περισσότερο ως ένα ζήτημα ασφάλειας που πρέπει να αντιμετωπιστεί στρατηγικά. Αναγνωρίζουν ότι, εάν η συνολική οικονομική εμβέλεια της Κίνας στον Ινδο-Ειρηνικό επεκταθεί περισσότερο, η διατήρηση από τις ΗΠΑ του ελέγχου σε αυτό που είναι σήμερα το βιομηχανικό κέντρο του πλανήτη θα συρρικνωνόταν αναλογικά, οδηγώντας στην τελική πτώση της αυτοκρατορίας των ΗΠΑ. Ύστερα από δεκαετίες οικονομικής στασιμότητας, η οποία προκύπτει από τον μονοπωλιακό καπιταλισμό που βρίσκεται από πίσω και χωρίς να είναι ορατή κάποια διέξοδος, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι σε θέση να διατηρήσουν την κυριαρχία τους αποκλειστικά με οικονομικά μέσα. Ως εκ τούτου, η τάξη των καπιταλιστών των ΗΠΑ, μαζί με εκείνους των Δυτικών συμμάχων της, απειλεί τώρα με τις ενέργειές της να ρίξει τον ουρανό στο κεφάλι όλης της ανθρωπότητας.

Προκειμένου να δικαιολογήσει την κλιμάκωσή στον Ινδο-Ειρηνικό, η Ουάσιγκτον έπρεπε να παρουσιάσει το Πεκίνο ως απειλή για τις χώρες γύρω της. Ωστόσο, από τα πάνω από σαράντα κράτη του Ινδο-Ειρηνικού, μόνο πέντε έχουν αμυντικές συμφωνίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες είναι κυρίως αποτελέσματα προηγούμενων πολέμων. Πράγματι, η γενική αντίληψη των χωρών του Ινδο-Ειρηνικού κατά τις τελευταίες μια ή δύο δεκαετίες είναι εκείνη της αυξανόμενης ασφάλειας, λόγω αυτού που γίνεται αντιληπτό ως η μη επιθετική στάση της Κίνας και των ολοένα και πιο ενοποιημένων οικονομικών και εμπορικών σχέσεων. Παρόλο που εμπορικές και εδαφικές διαφορές προκύπτουν φυσικά, η Κίνα θεωρείται γενικά στην Ασία πηγή συλλογικής οικονομικής ανάπτυξης. Έχει υπογράψει περισσότερες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με χώρες του Ινδο-Ειρηνικού από ό,τι οι Ηνωμένες Πολιτείες. Έχει επίσης παράσχει σημαντικά αναπτυξιακά κεφάλαια σε άλλες χώρες του Ινδο-Ειρηνικού. Διένειμε 36 δισεκατομμύρια δολάρια για τέτοια κονδύλια το 2017, πολύ περισσότερα από τα 3 δισεκατομμύρια δολάρια που διένειμαν οι ΗΠΑ. Σε γενικές γραμμές, οι χώρες της υπερ-περιφέρειας θεωρούν μια ενοποιημένη οικονομία με την Κίνα ως λύση “win-win”, ενώ αντιλαμβάνονται την εργαλειοποίηση των οικονομικών και πολιτικών σχέσεων από την πλευρά των ΗΠΑ ως πρόταση “lose-lose”.

Όπως έχει υποστηρίξει ο πολύ σεβαστός μελετητής των διεθνών σχέσεων David C. Kang στο βιβλίο του American Grand Strategy and East Asian Security in the Twenty-First Century (2017) και σε άλλα έργα, υπάρχει μια γενικότερη πτώση των στρατιωτικών δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ στα μεγαλύτερα κράτη της Ανατολικής Ασίας τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Λαμβάνοντας υπόψη τις έντεκα μεγαλύτερες χώρες, έχουν πέσει στο μισό περίπου από αυτό που ήταν πριν από δυόμισι δεκαετίες, πέφτοντας από μέσο όρο 3,35% το 1990 σε 1,8% κατά μέσο όρο το 2015 -μια τάση που συνεχίζεται. Αυτό αντικειμενικά δείχνει προς ένα αίσθηση αυξανόμενης, παρά μειούμενης εθνικής ασφάλειας στην περιοχή. Είναι αυτό το κλίμα ειρήνης που απειλούν να διαταράξουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, όχι για χάρη της Ανατολικής Ασίας, αλλά με στόχο τη διατήρηση με κάθε κόστος της υπεροχής τους ως παγκόσμιας δύναμης.

Όπως είπε ο C. Wright Mills: «η άμεση αιτία του Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου είναι η προετοιμασία για αυτόν». Οι Ηνωμένες Πολιτείες, αντιμέτωπες με την κατάρρευση του παγκόσμιου ηγεμονικού ιμπεριαλισμού τους, δεν προετοιμάζονται απλώς για έναν Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά τον προκαλούν ενεργά. Υπάρχουν ενδείξεις, ωστόσο, ότι ένα μαζικό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα αναδύεται ξανά στις Ηνωμένες Πολιτείες και στις άλλες χώρες του ιμπεριαλιστικού πυρήνα της καπιταλιστικής παγκόσμιας οικονομίας, ξεκινώντας με το κίνημα της Ελεύθερης Παλαιστίνης ως απάντηση στον γενοκτονικό πόλεμο του Ισραήλ στη Γάζα που υποστηρίζεται από την Ουάσιγκτον. Το παγκόσμιο κίνημα σήμερα πρέπει να είναι αντιιμπεριαλιστικό, αντικαπιταλιστικό, αντιπολεμικό και οικολογικό. Εφόσον η εναλλακτική είναι η παγκόσμια εξολόθρευση, αυτός είναι ένας αγώνας που μόνο η ανθρωπότητα μπορεί να κερδίσει.

 

 

Σχετικά:

1 Κίνα: από ημι-αποικία σε υπερδύναμη (μέρος 1ο/2)

2 Ιμπεριαλισμός: από το Αφγανιστάν στην θάλασσα της Κίνας


Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2025

Το ΧΑΑ στην είσοδο του 2025

 


Στο σημείωμα της 30ης Σεπτεμβρίου είχαμε τίτλο «Μια διόρθωση που(φαίνεται να) τελειώνει» δηλώνοντας με αυτό τον τρόπο την υπό όρους αισιοδοξία για το τέλος της ξαφνικής διόρθωσης του Αυγούστου. Το τέλος της διόρθωσης για το ΧΑΑ δεν ήρθε τότε καθώς ο ΓΔ «βρήκε» στην γραμμή αντίστασης του πλαγιοκαθοδικού του καναλιού (που είχε αφετηρία τα μέσα Μαΐου) και έκανε μια ακόμη μικρή βουτιά μέχρι να βρει την στήριξη που του έδωσε τελικά την δύναμη να βγει από το κανάλι και να κατακτήσει πλέον νέα υψηλά 14 ετών. Το σύνθετο σύστημα των προσαρμοσμένων ΕΚΜ έδωσε σήμα αγοράς που μέχρι στιγμής βρίσκεται σε ισχύ

Σχήμα 1. Εβδομαδιαίο διάγραμμα ΓΔ


Στο μηνιαίο διάγραμμα, το τελευταίο σκέλος της διόρθωσης βύθισε με ταχύτητα τον StochRSI(14,14,3,3) σε υπερπωλημένη περιοχή χωρίς όμως να ακολουθήσει και ο RSI -που παρέμεινε σε υψηλές τιμές- και σύντομα ξεπέρασε τον ΚΜ του επιβεβαιώνοντας το τέλος της διόρθωσης.

Σχήμα 2. Μηνιαίο διάγραμμα ΓΔ


Προς το παρόν ο ΓΔ βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με το μακροχρόνιο κανάλι που κινείται και είναι λογικό είτε να κάνει μια μικρή διόρθωση είτε να κινηθεί οριζόντια αφήνοντας να δημιουργηθεί ένας κενός χώρος από την γραμμή αντίστασης του καναλιού του ώστε να το προσεγγίσει σε μια επόμενη στιγμή. Φυσικά δεν αποκλείεται να κινηθεί ακόμη πιο ανοδικά βγαίνοντας από το κανάλι αυτό αν και δεν θα το προτιμούσα. Σε κάθε περίπτωση μένουμε πλήρως αγορασμένοι και αναμένουμε


Στο εξωτερικό συνεχίζεται το ανοδικό κρεσέντο στην αμερικάνικη αγορά και στον ΝΙΚΚΕΙ δημιουργώντας φυσιολογικό σκεπτικισμό για την διατήρηση των υπερβολικών αποδόσεων τους (βλέπε και Σχετικό 1)

Σχήμα 3. Εβδομαδιαίο διάγραμμα S&P500

Σχήμα 4. Μηνιαίο διάγραμμα ΝΙΚΚΕΙ  





Σχετικά:

1. Μνήμες της φούσκας των dotcom ξυπνά ο "πανάκριβος" S&P500

2. AI stocks and their impact on the stock market: hype or reality?

 




Τα «κλεμμένα»

 

Κανένα τηλεφωνικό μήνυμα δεν έφτασε, αλλά ο μπάτλερ δεν κοιμήθηκε και περίμενε μέχρι τις τέσσερις –όταν πια δεν υπήρχε κανένας να το παραλάβει, αν έφτανε. Έχω την εντύπωση ότι ο ίδιος ο Γκάτσμπυ δεν πίστευε ότι θα ερχόταν κανένα μήνυμα, και ίσως και να μην τον ένοιαζε πια. Αν ήταν έτσι, θα πρέπει να ένιωθε ότι είχε χάσει τον παλιό κόσμο του, ότι είχε καταβάλει μεγάλο τίμημα ζώντας τόσα χρόνια με ένα και μοναδικό όνειρο. Θα πρέπει να κοίταξε ψηλά και να είδε μέσα από τρομακτικά φύλλα έναν ουρανό που δεν του ήταν οικείος […]

Ο σωφέρ –άνθρωπος του Γούλφσαϊμ- άκουσε τους πυροβολισμούς –εκ των υστέρων, το μόνο που είπε ότι τούς έδωσε σημασία. Οδήγησα από τον σταθμό κατευθείαν στο σπίτι του Γκάτσμπυ και το ότι ανέβηκα τρία τρία τα σκαλιά ήταν το πρώτο πράγμα που τους ξεσήκωσε. Αλλά ήξεραν ήδη, είμαι βέβαιος. Χωρίς να πούμε λέξη, οι τέσσερις μας, ο σωφέρ, ο μπάτλερ, ο κηπουρός κι εγώ, τρέξαμε στην πισίνα.

Μπορούσες να διακρίνεις μια αδύναμη, σχεδόν αδιόρατη κίνηση του νερού από το ένα άκρο της τροφοδοσίας μέχρι το άλλο της αποχέτευσης. Με ανεπαίσθητες ρυτιδώσεις, που δεν ήσαν καν σκιές κυμάτων, το φορτωμένο στρώμα κατηφόριζε ακολουθώντας ακανόνιστη πορεία. Μια ελάχιστη πνοή ανέμου που δεν θα ζάρωνε την επιφάνεια ήταν αρκετή για να μεταβάλει την απρόβλεπτη πορεία του με το απρόβλεπτο φορτίο του. Το άγγιγμα μιας ομάδας φύλλων το έστρεψε αργά, και ακολούθησε, σαν το τελευταίο σκέλος ενός ταξιδιού, έναν λεπτό κόκκινο κύκλο στο νερό.

Γυρίζαμε με τον Γκάτσμπυ στο σπίτι όταν ο κηπουρός είδε το σώμα του Ουίλσον πιο πέρα στο γρασίδι –και η καταστροφή είχε ολοκληρωθεί.

Φράνσις Φορντ Φιτζέραλντ, Ο μεγάλος Γκάτσμπυ

   

         








Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2025

Ο ιμπεριαλισμός στον Ινδο-Ειρηνικό: μια εισαγωγή (μέρος 2ο/3)

 

Συνέχεια από το προηγούμενο

 

Ο Ινδο-Ειρηνικός και ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος

Η στροφή στις σχέσεις της Ουάσιγκτον με το Πεκίνο, η οποία ξεκίνησε το 2010, ήταν μια αντίδραση στην τεράστια επιτυχία της κινεζικής οικονομίας και στη σχετική παρακμή αυτής των Ηνωμένων Πολιτειών, σε συνδυασμό με τις αντιληπτές αλλαγές στην πολιτικοοικονομική στάση της Κίνας, η οποία χάραζε όλο και περισσότερο μια ανεξάρτητη πορεία. Όπως παρατήρησε ο Yi Wen, οικονομολόγος και αντιπρόεδρος του Federal Reserve Board του St. Louis, μεταξύ του 1978 και των αρχών της δεκαετίας του 2000, «η Κίνα συμπύκνωσε τα περίπου 150 με 200 (ή περισσότερα) χρόνια επαναστατικών οικονομικών αλλαγών που γνώρισε η Αγγλία το 1700-1900, οι Ηνωμένες Πολιτείες το 1760-1920 και η Ιαπωνία το 1850-1960 σε μια γενιά». Το 1978, το κατά κεφαλήν εισόδημα της Κίνας ήταν μόνο το ένα τρίτο αυτού της υποσαχάριας Αφρικής, με 800 εκατομμύρια του κινεζικού πληθυσμού το 1981 να ζουν με λιγότερο από 1,25 δολάρια την ημέρα. Μέχρι το 2018, το κατά κεφαλήν εισόδημα της Κίνας είχε ανέβει στο παγκόσμιο μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα και η χώρα έχει εξαλείψει την απόλυτη φτώχεια εντός των συνόρων της. Το 1953, η Κίνα αντιπροσώπευε το 2,3% της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγικής δυνατότητας, αλλά, μέχρι το 2020, το μερίδιό της στην παγκόσμια μεταποίηση είχε αυξηθεί σε περίπου 35%. Σήμερα, η Κίνα είναι ο κορυφαίος εξαγωγέας στον κόσμο, με το μερίδιό της στο παγκόσμιο εμπόριο να είναι περίπου 15% το 2020, σε σύγκριση με περίπου 8% που κατέχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Η Μεγάλη Χρηματοπιστωτική Κρίση (2007-08) ήταν ορόσημο. Αν και η Κίνα είδε μια τεράστια μείωση στην εξωτερική της ζήτηση για αγαθά, η οικονομία της έκανε στροφή 180ο την ώρα που η υπόλοιπη παγκόσμια οικονομία βυθίστηκε σε βαθιά στασιμότητα και ανέκαμψε με αργούς ρυθμούς. Η Κίνα, με τον τεράστιο δημόσιο τομέα της, κατάφερε να βγει από τη Μεγάλη Χρηματοπιστωτική Κρίση σχεδόν ανεπηρέαστη, με διψήφιο ρυθμό ανάπτυξης, την ίδια στιγμή που αυτό που ο Economist ονόμασε ως «ετοιμοθάνατο πλούσιο κόσμο» προσπαθούσε να επιτύχει οποιαδήποτε ανάπτυξη καθόλου. Το σοκ στην Ουάσιγκτον ήταν τεράστιο. Όχι μόνο ήταν η Κίνα τώρα η κινητήρια δύναμη για την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη αλλά, μέχρι το 2010, είχε ξεπεράσει την Ιαπωνία και έγινε η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως. Τίποτα δεν φαινόταν να σταματά την ταχεία ανάπτυξή της. Από καιρό είχε υποστηριχθεί από τους θεωρητικούς της κλιμακούμενης οικονομικής στασιμότητας στον μονοπωλιακό καπιταλισμό ότι οι υποτονικές επιδόσεις όλων των ώριμων καπιταλιστικών οικονομιών, όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Δυτική Ευρώπη και η Ιαπωνία, σχετίζονται με τα χαμηλά επίπεδα καθαρών επενδύσεων λόγω υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας και την μείωση των αναμενόμενων κερδών από νέες επενδύσεις που αυτό δημιουργεί. Στις αρχές της Μεγάλης Χρηματοπιστωτικής Κρίσης, mainstream οικονομολόγοι όπως ο Λόρενς Σάμερς υιοθέτησαν αυτή την ανάλυση (χωρίς να αναφέρονται στην προέλευσή της), γράφοντας για «παγκόσμια στασιμότητα». Αλλά, ενώ οι χώρες του ιμπεριαλιστικού πυρήνα της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας αναπτύσσονταν όλο και πιο αργά λόγω της έλλειψης καθαρού σχηματισμού κεφαλαίου (σε συνδυασμό με τη συσσώρευση χρηματοοικονομικών αξιώσεων για πλούτο στην κορυφή της κοινωνίας), η Κίνα αποτέλεσε αντιπαράδειγμα, με ιστορικά υψηλά επίπεδα καθαρών επενδύσεων για δεκαετίες, με αποτέλεσμα ρυθμούς ανάπτυξης που άφησαν εποχή.

Η μεγάλη στρατηγική της Κλίντον στον Ινδο-Ειρηνικό, ακολουθούμενη από την «στροφή προς την Ασία» του Ομπάμα το 2010–2011, ήταν μια απάντηση σε αυτή την καθοριστική αλλαγή στην παγκόσμια οικονομία. Σε αυτή την κατάσταση, η Ουάσιγκτον βρέθηκε μπλεγμένη σε μια σειρά αντιφάσεων. Οι ΗΠΑ όχι απλώς ήταν πρόθυμες, έχοντας βγει από μια βαθιά ύφεση, να εξασφαλίσουν ένα μεγαλύτερο τμήμα της οικονομικής αξίας που δημιουργείτο στην Ασία, και ιδιαίτερα στην Κίνα, αλλά ταυτοχρόνως προσπάθησαν να επιβραδύνουν την ανάπτυξη της κινεζικής οικονομικής ισχύος μέσα από μια διαδικασία στρατηγικής περικύκλωσης, με την ενίσχυση των στρατιωτικών βάσεων, των συμμαχιών και των συνεργασιών, μέσω  περιορισμών στην τεχνολογία και την απόπειρα δημιουργίας εμπορικών συμφωνιών που θα ήταν προς όφελος των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ενώ θα υπονόμευαν την Κίνα.

Εντούτοις, η στρατηγική Ομπάμα για την αξιοποίηση από τις ΗΠΑ των διαφόρων διαστάσεων της ισχύος εναντίον της Κίνας ήταν ακόμη σχετικά προσεκτική, δεδομένων των πολιτικών εξελίξεων που συμβαίνουν στην ίδια την Κίνα. Ξεκινώντας με το 17ο Συνέδριο του Κόμματος το 2007, το οποίο πραγματοποιήθηκε κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του Hu Jintao ως γενικού γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας και πρόεδρου της Κίνας, η κυρίαρχη μεταρρυθμιστική πτέρυγα (επίσης γνωστή ως Δεξιά) στην Κίνα αμφισβητείτο ολοένα και περισσότερο από τους συντηρητικούς (επίσης γνωστή ως Αριστερά). Αν και δεν είχαν οριστεί ακόμα ξεκάθαρα οι γραμμές διαφωνίας, η πρώτη ταυτιζόταν πιο έντονα με τις μεταρρυθμίσεις της αγοράς που εισήγαγε ο Deng Xiaoping και εμβαθύνθηκαν από τον διάδοχό του Jiang Zemin, ενώ η δεύτερη ήταν περισσότερο προσανατολισμένη στην κρατική παρέμβαση και συχνά παρέπεμπε με διάφορους τρόπους στον Μάο Τσε Τουνγκ. Αυτό θα μπορούσε να φανεί ως η κύρια διαφωνία, συμπεριλαμβανομένων και ερωτημάτων για το πώς θα οριστεί η Επιστημονική Ανάπτυξη και η Αρμονική Κοινωνία. Το τελευταίο ζήτημα περιστρεφόταν γύρω από τους Τρεις Εκπροσωπήσεις του Jiang που τέθηκαν το 2000, περιγράφοντας την πορεία της προόδου της Κίνας. Εδώ, μια Αρμονική Κοινωνία:

«[1] Εκπροσωπεί τις τάσεις ανάπτυξης των προηγμένων παραγωγικών δυνάμεων

[2] Εκπροσωπεί τους προσανατολισμούς ενός Προηγμένου Πολιτισμού και

[3] Εκπροσωπεί τα θεμελιώδη συμφέροντα της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού της Κίνας».

Οι Τρεις Εκπροσωπήσεις παρουσιάστηκαν αρχικά ως απάντηση στην Αριστερά και είχαν στόχο να συνεχίσουν τη μεταρρυθμιστική πορεία προς την κατεύθυνση του φιλελευθερισμού/νεοφιλελευθερισμού.

Αντίθετα, η συντηρητική προσέγγιση ήταν να αναδειχθεί ο «Σοσιαλισμός με Κινεζικά Χαρακτηριστικά» και να καθιερωθεί ως το κλειδί τόσο για την Επιστημονική Ανάπτυξη όσο και για την Αρμονική Κοινωνία. Αυτό που προέκυψε ανέλπιστα στο 17ο συνέδριο του Κόμματος, ήταν η έμφαση στον Σοσιαλισμό με Κινεζικά Χαρακτηριστικά ως τον καθοριστικό «Δρόμο του Λάβαρου» που θα όριζε τις κινεζικές πολιτικές εξελίξεις, και επομένως ήταν μια νίκη για την Αριστερά. Οι Τρεις Εκπροσωπήσεις του Jiang υποβαθμίστηκαν και δεν θεωρούνταν πλέον ως ανεξάρτητες συνεισφορές, αλλά ενσωματώθηκαν στον Σοσιαλισμό με Κινεζικά Χαρακτηριστικά «απορροφώντας τώρα όλα όσα ακολούθησαν τον Μάο». Ο Xi έφτασε αργότερα στο σημείο να χαρακτηρίσει το «Θεωρητικό Σύστημα του Σοσιαλισμού με Κινέζικα Χαρακτηριστικά» ως το “Δεύτερο Ιστορικό Άλμα προς τα Εμπρός“ μετά τον Μάο, με τη Σκέψη του Xi Jinping να συνδέεται με τον Σοσιαλισμό με Κινέζικα Χαρακτηριστικά για μια Νέα Εποχή και να θεωρείται ως το Τρίτο Άλμα προς τα Εμπρός.

Η δυναμική επιστροφή του συντηρητισμού/της Αριστεράς στο 17ο Συνέδριο του Κόμματος ακολουθήθηκε από περαιτέρω ενίσχυση της Αριστεράς στο Κόμμα μετά τη Μεγάλη Οικονομική/Χρηματοπιστωτική Κρίση του 2008-2009 που ξεκίνησε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Με ολόκληρο τον ιμπεριαλιστικό πυρήνα της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, μαζί με τις πιο εξαρτημένες οικονομίες του Παγκόσμιο Νότου, να εισέρχονται σε μια νέα συστημική κρίση άνευ προηγουμένου από την εποχή του Β ΠΠ, το κύρος του νεοφιλελευθερισμού στην Κίνα άρχισε να φθίνει, αν και παραμένει ισχυρό μεταξύ των Κινέζων οικονομολόγων που έχουν σπουδάσει στο εξωτερικό. Η απομάκρυνση από τις δυτικές αντιλήψεις μπορεί να φανεί σε σημαντικά άρθρα κεντρικών εντύπων όπως το [θεωρητικό περιοδικό του ΚΚΚ] Κόκκινη Σημαία. Μια σημαντική αποτύπωση αυτού ήταν η ξαφνική στροφή στις αναλύσεις μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Από το 1994 έως το 2008, οι βασικές ερμηνείες για τη σοβιετική αποτυχία ήταν η έλλειψη μεταρρυθμίσεων της αγοράς, η θεσμική κρίση και η ιδεολογική διάβρωση, με αυτή τη σειρά, την ώρα που η κομματική οικοδόμηση ήταν ελάχιστα εμφανής. Ωστόσο, το 2009–2018, οι δύο πρώτες από αυτές τις ερμηνείες εξαφανίστηκαν εντελώς, ενώ η έμφαση άλλαξε προς τις αποτυχίες σε σχέση με την ιδεολογική διάβρωση και την κομματική οικοδόμηση, με πρόσθετη έμφαση στις κακές ηγεσίες (δηλαδή στη διαφθορά).

Η ανάδειξη του Xi ως ΓΓ του κόμματος και ως προέδρου της χώρας θεωρήθηκε από πολλούς ως νίκη των δεξιών μεταρρυθμιστών. Στους κύκλους της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, υπήρχε η ελπίδα ότι ο Xi θα ήταν ένας νέος Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και ότι θα επέκτεινε τις ιδιωτικοποιήσεις στην κινεζική οικονομία και τις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα ολοκληρώνονταν με την πτώση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας. Στα πρώτα χρόνια της πρώτης του θητείας, ο Xi φαινόταν σε πολλούς να ακολουθεί πραγματικά μια μεταρρυθμιστική πορεία. Το «Κινεζικό Όνειρό» του για την Κίνα έγινε ξανά δυνατό και η συνέχιση της πορείας για μια «σπουδαία σύγχρονη σοσιαλιστική κοινωνία» (η οποία είχε «σταθεί στα πόδια της» με τον Μάο και είχε γίνει «καλύτερη» υπό τον Deng) θεωρούνταν συχνά μια καθαρά εθνικιστική στάση. Σύντομα όμως έγινε σαφές ότι για τον Xi, το Κινεζικό Όνειρο ήταν απολύτως σύμφωνο με τον Σοσιαλισμό με Κινεζικά Χαρακτηριστικά και ότι όχι μόνο ήταν σε συμφωνία με τη συντηρητική (αριστερή) θέση, αλλά ο ίδιος εκπροσωπούσε έναν «αντεστραμμένο Γκορμπατσόφ», ο οποίος ήταν αποφασισμένος να επαναφέρει την «Σύνδεση κόμματος-λαού με βάση την Γραμμή Μαζών». Ένας καθοριστικός παράγοντας που οδήγησε στη Δυτική εχθρότητα ήταν η εισαγωγή της Πρωτοβουλίας Μίας Ζώνης και ενός Δρόμου το 2013, η οποία είχε ως στόχο την δημιουργία μιας τεράστιας παγκόσμιας υποδομής που θα συνέδεε την Κίνα με τον Παγκόσμιο Νότο και την Ευρώπη σε επίπεδο γεωοικονομικών σχέσεων.

Αν η «Στροφή στην Ασία» του Ομπάμα είχε ως στόχο την ενίσχυση της στρατιωτικής και γεωοικονομικής περικύκλωσης της Κίνας, η Ουάσιγκτον το γάντι δεν το είχε ρίξει ακόμη με αποφασιστικό τρόπο, καθώς οι Αμερικανοί μεγάλοι σχεδιαστές στρατηγικής εξακολουθούσαν να ελπίζουν σε έναν νέο Γκορμπατσόφ, ο οποίος θα υπονόμευε εσωτερικά το Κόμμα, αποδυναμώνοντας την Κίνα και την παγκόσμια πρόκληση που αυτή εκπροσωπούσε. Μέχρι το 2015, ήταν σαφές ότι ο Xi όχι μόνο ήταν ειλικρινής στην προώθηση του σοσιαλισμού στις προτάσεις του για τη Νέα Εποχή, αλλά και ότι το κλίμα είχε στραφεί πλέον εναντίον των μεταρρυθμιστών. Οι Ρεπουμπλικανοί διαμορφωτές στρατηγικής γύρω από τον Τραμπ κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας το 2016 ήταν οι πρώτοι που ζήτησαν έναν Νέο Ψυχρό Πόλεμο με την Κίνα (ενώ επιδίωξαν ταυτοχρόνως ανακωχή με τη Ρωσία). Οι Δημοκρατικοί, αντιθέτως, παρά τις εκκλήσεις του Ομπάμα για στροφή, εξακολουθούσαν να επικεντρώνονται στη Ρωσία περισσότερο από την Κίνα. Αλλά με το κάλεσμα Τράμπ για έναν Νέο Ψυχρό Πόλεμο με την επιβολή τεράστιων αυξήσεων στους δασμούς στην Κίνα, την αύξηση των κυρώσεων και τη μεγάλη στρατιωτική ώθηση, οι Δημοκρατικοί γρήγορα υιοθέτησαν την ίδια γραμμή. Ως εκ τούτου, η Κίνα ανακηρύχθηκε «Αναθεωρητική Δύναμη» που απειλούσε τη «Διεθνή τάξη βασισμένη σε κανόνες». Αυτή η φράση, θα πρέπει να είναι σαφές, δεν αναφέρεται στο Διεθνές Δίκαιο, στο Βεστφαλιανό σύστημα διεθνούς διπλωματίας, στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, στο Διεθνές Δικαστήριο, ή ακόμη και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πλέον περιορίσει σε μια μη-οντότητα υπονομεύοντας την δικαιοδοτική του διαδικασία). Αντιθέτως, η «Διεθνής Τάξη βασισμένη σε κανόνες» αντιπροσωπεύει τους κύριους θεσμούς (οικονομικούς και στρατιωτικούς) της παγκόσμιας αυτοκρατορίας των ΗΠΑ: από την Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την ηγεμονία του δολαρίου μέχρι το παγκόσμιο σύστημα των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων και συμμαχιών.

Το πόσο μακριά έχει φτάσει τώρα η συζήτηση του Νέου Ψυχρού Πολέμου στις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στον Ινδο-Ειρηνικό, μπορεί να φανεί σε ένα άρθρο με τίτλο «Κανένα υποκατάστατο για τη νίκη: ο ανταγωνισμός της Αμερικής με την Κίνα πρέπει να κερδηθεί, όχι να τεθεί υπό διαχείριση» για το τεύχος Μαίου-Ιουνίου 2024 του Foreign Affairs, γραμμένο από τον Matt Pottinger και τον Mike Gallagher. Ο Pottinger ήταν ο πρώην Αναπληρωτής Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ στην προεδρία Τραμπ από το 2019 έως το 2021. Ο Gallagher ήταν πρώην μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ από το Ουισκόνσιν το 2017-2024 και πρώην πρόεδρος της Ειδικής Επιτροπής της Βουλής για το ΚΚΚ. Τώρα εργάζεται για την εταιρεία Palantir Technologies, μια πολυεθνική εταιρεία παρακολούθησης και εξόρυξης δεδομένων που υποστηρίζεται από τη CIA με ισχυρές διασυνδέσεις με το βαθύ κράτος και το Ισραήλ. Οι Pottinger και Gallagher υποστηρίζουν σθεναρά την πολεμοχαρή στάση της προεδρίας Τζο Μπάιντεν απέναντι στην Κίνα, αλλά υποστηρίζουν ότι δεν είναι αρκετά επιθετική, επειδή δεν έχει κηρύξει επισήμως τον «Νέο Ψυχρό Πόλεμο» με την Κίνα.

Αγνοώντας σε μεγάλο βαθμό το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες υπό την κυβέρνηση Μπάιντεν έχουν ξεκαθαρίσει τόσο με λόγια όσο και με πράξεις ότι εμπλέκονται σε μια στρατηγική επίθεση κατά της Κίνας, οι Pottinger και Gallagher, διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα, διακηρύσσουν ότι «ένας ψυχρός πόλεμος διεξάγεται ήδη εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών από τους ηγέτες της Κίνας» -στον οποίο η Ουάσιγκτον δεν έχει απαντήσει επαρκώς. Οι αποδείξεις τους για αυτό είναι ότι η Κίνα παρείχε στρατιωτική υποστήριξη στη Ρωσία στον πόλεμό της με την Ουκρανία με τη μορφή πυρίτιδας, ημιαγωγών, απροσδιόριστων drones «και άλλων μέσων». Το Πεκίνο, μας λένε, έχει προετοιμαστεί για πιθανή στρατιωτική επέμβαση κατά της Ταϊβάν (μέρος της Κίνας). Επιπλέον, η Κίνα εκμεταλλεύτηκε τον έλεγχό της στους αλγόριθμους του TikTok για να εξαπολύσει προπαγάνδα κατά του Ισραήλ μετά την παλαιστινιακή Πλημμύρα al-Aqsa στις 7 Οκτωβρίου του 2023, ενώ χρησιμοποιεί επίσης το δικαίωμα αρνησικυρίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για να εμποδίσει την καταδίκη της Χαμάς. Επιπλέον, μας υπενθυμίζεται το κινεζικό αερόστατο που πέταξε εκτός πορείας πάνω από τις Ηνωμένες Πολιτείες (αν και αυτό δεν αποτελούσε απειλή για την ασφάλεια), σε συνδυασμό με τον ισχυρισμό, απηχώντας την διακυβέρνηση Τραμπ, ότι ο COVID-19 ήταν κατά κάποιο τρόπο ένας «Ιός της Κίνας» και μπορεί να έχει προέλθει από ένα κινεζικό εργαστήριο -κάτι που οι επιστημονικοί ερευνητές έχουν ήδη απορρίψει πλήρως.

Ως επιβεβαίωση της κινεζικής «επιθετικότητας», όλα αυτά είναι θλιβερά με κοσμοϊστορικούς όρους. Αντιπαραβάλλοντας τα σε παραδείγματα πραγματικών μεγάλης κλίμακας στρατιωτικών επεμβάσεων των ΗΠΑ στο εξωτερικό τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων συμμετείχαν σε πολέμους, καταστολή εξεγέρσεων, πραξικοπήματα, κυρώσεις και εμπάργκο σε κάθε κατοικημένη ήπειρο, με αποτέλεσμα το θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων, οι αποκαλούμενη κινεζική «επιθετικότητα» δύσκολα μπορεί να ειπωθεί ότι τα αντισταθμίζει. Σε μια περίεργη αντιστροφή ρόλων, η Κίνα κατηγορείται από τους Pottinger και Gallagher ότι συνιστά μια επιθετική, επικίνδυνη και μη ανεκτή «απειλή» για τις εκατοντάδες στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ στην Ασία που περικυκλώνουν αυτήν τη στιγμή την ίδια την Κίνα.

Μεγάλο μέρος της προσπάθειας των Pottinger και Gallagher να δικαιολογήσουν έναν Νέο Ψυχρό Πόλεμο κατά της Κίνας στοχεύει απευθείας στον Xi, επικρίνοντάς τον για τον ισχυρισμό του ότι ο κόσμος αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε ένα «χάος», το οποίο, στην πολεμοχαρή τους φαντασία, σημαίνει ότι ο Xi είναι κακόβουλος και προσπαθεί να «καλλιεργήσει το παγκόσμιο χάος» σε βάρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Xi πρέπει να καταδικαστεί, επιπλέον, όχι μόνο για το ρόλο του ως «παράγοντας του χάους» αλλά και για την «δυσφήμηση του Γκορμπατσόφ», ο οποίος ως επικεφαλής του ΚΚΣΕ προήδρευσε κατά την διάλυση της ΕΣΣΔ. Ως εκ τούτου, ο Xi θα πρέπει να χαρακτηριστεί, όπως υποστηρίζουν οι Pottinger και Gallagher, ως ένας «άσπονδος εχθρός» των Ηνωμένων Πολιτειών, υπεύθυνος για τον «ιμπεριαλισμό του ΚΚΚ» -αν και δεν είναι σαφές σε σχέση με τι αναφέρεται ο όρος «ιμπεριαλισμός» (Είναι αξιοσημείωτο ότι η επίσημη ονομασία του είναι Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας [CPC]. Αυτό τονίζει το γεγονός ότι το CPC ανήκει στην Κίνα συγκεκριμένα αντί να είναι μέρος μιας διεθνούς οντότητας. Ο τίτλος «Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα», αντίθετα, χρησιμοποιείται συχνά, λανθασμένα, στη Δύση και ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, με στόχο να αναδειχθεί το ακριβώς αντίθετο για προπαγανδιστικούς λόγους).

Είναι απολύτως απαραίτητο, όπως λένε οι Pottinger και Gallagher, η αντίθεση στην Κίνα, και ιδιαίτερα στο Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας, να παρουσιάζεται ως αυτό που είναι: ένας Νέος Ψυχρός Πόλεμος, που είτε θα κερδηθεί είτε θα χαθεί. «Η απέχθεια των πολιτικών των ΗΠΑ σχετικά με τον όρο “ψυχρός πόλεμος”», γράφουν, «τους κάνει να παραβλέπουν τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να κινητοποιηθεί η κοινωνία. Ένας ψυχρός πόλεμος προσφέρει ένα συγκρίσιμο πλαίσιο το οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσουν οι Αμερικανοί για να καθοδηγήσουν τις αποφάσεις τους, επιτρέποντας έτσι στην αμερικανική κυβέρνηση…να στρατολογήσει την νέα γενιά πολεμιστών του Ψυχρού Πολέμου… στο πλαίσιο της Κίνας». Οι πολεμικές προετοιμασίες των ΗΠΑ κατά της Κίνας, προτείνουν, θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα εκτεταμένες, ενισχύοντας το «αποτύπωμα του στρατού των ΗΠΑ» στον Ινδο-Ειρηνικό, ενώ η Ουάσιγκτον θα πρέπει να εργαλειοποιήσει όλες τις πολιτικές και οικονομικές της σχέσεις στη στρατηγική υπερ-περιφέρεια. Ως μία μόνο πτυχή αυτού, οι Ηνωμένες Πολιτείες, επιμένουν, θα πρέπει να δαπανήσουν «επιπλέον» 100 δισεκατομμύρια δολάρια τα επόμενα πέντε χρόνια με τη μορφή ενός «ταμείου αποτροπής» προκειμένου να κυριαρχήσουν στα στενά της Ταϊβάν εντός των κινεζικών χωρικών υδάτων. Γενικά, ζητούν μια τεράστια αύξηση των δαπανών για όπλα και [στρατιωτική-]βιομηχανική βάση που προορίζονται για τον Ινδο-Ειρηνικό.

Ένα κρίσιμο σημείο της επιχειρηματολογίας των Pottinger και Gallagher στο Foreign Affairs είναι ότι η Ουάσιγκτον πρέπει να είναι ξεκάθαρη για την «τελική κατάσταση» στην οποία στοχεύει ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος με την Κίνα, η οποία δεν πρέπει να είναι τίποτα λιγότερο από το τέλος της διακυβέρνησης του Xi και την καταστροφή του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, αναπαράγοντας τις εξελίξεις της περιόδου Γκορμπατσόφ στη Σοβιετική Ένωση. Αντί να είναι στα πρότυπα του Γκορμπατσόφ, όπως ήλπιζαν οι Δυτικές δυνάμεις, ο Xi, λένε, είναι στα πρότυπα του «Ιωσήφ Στάλιν». Έτσι η «τελική κατάσταση» που πρέπει να επιτευχθεί θα ακολουθήσει την ίδια μεθοδολογία με εκείνη που προώθησε ο Πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν σε σχέση με την ΕΣΣΔ: να τερματιστεί το «κακό στον σύγχρονο κόσμο» μέσω της καταστροφής τόσο εξωτερικά και εσωτερικά του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας για να μπει ένα οριστικό τελικό τέλος στην Κινεζική Επανάσταση, που έχει ζωή εβδομήντα πέντε ετών.

Το γεγονός ότι το άρθρο των Pottinger και Gallagher σχετικά με έναν αναβαθμισμένο Νέο Ψυχρό Πόλεμο κατά της Κίνας εμφανίστηκε στο εμβληματικό περιοδικό Foreign Affairs του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων σημαίνει ότι έχει κερδίσει σε κάποιο βαθμό τη διακομματική υποστήριξη της στρατηγικής τάξης των ΗΠΑ. Η ίδια η κυβέρνηση Μπάιντεν δικαιολογεί τη συσσώρευση στρατιωτικής δύναμης στον Ινδο-Ειρηνικό στο πλαίσιο της απαραίτητης άμυνας των εθνών αυτής της υπερ-περιφέρειας απέναντι στην άνοδο της Κίνας. Αυτό μπορεί να ιδωθεί ως μια απαίτηση για μια πιο επιθετική «προώθηση» από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σύμφωνα με τη Στρατηγική για τον Ινδο-Ειρηνικό 2022 των Ηνωμένων Πολιτειών, η Κίνα «επιδιώκει να γίνει η ισχυρότερη δύναμη στον κόσμο», εκτοπίζοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες, και για αυτόν ακριβώς τον λόγο αποτελεί κίνδυνο για τις χώρες του Ινδο-Ειρηνικού και για ολόκληρο τον κόσμο. Επιπλέον, ο δηλωμένος στόχος της Ουάσιγκτον είναι να φέρει το ΝΑΤΟ με πιο ενεργό ρόλο στον Ινδο-Ειρηνικό. Κεντρικό σημείο σε ολόκληρη τη στρατηγική του Ινδο-Ειρηνικού είναι η οικοδόμηση μιας ισχυρής σχέσης με την Ινδία στο πλαίσιο του Quad ως ενός «καθαρού παρόχου ασφάλειας». Πάνω από αυτό, είναι η άρθρωση μιας στρατηγικής γενικής στρατιωτικοποίησης, μετατρέποντας τα στρατιωτικά περιουσιακά στοιχεία των ΗΠΑ σε πρόσθετη οικονομική δύναμη και την οικονομική δύναμη σε στρατιωτική-στρατηγική δύναμη.

Ως μέρος του Νέου Ψυχρού Πολέμου επί της Κίνας, η κυβέρνηση Μπάιντεν όχι μόνο διατήρησε τους δασμούς του Τραμπ που μετέτρεψαν σε όπλο τις εμπορικές σχέσεις, αλλά τον Μάιο του 2024 τους ανέβασε σε επίπεδα που το περιοδικό Economist αποκάλεσε «υπερβολικά υψηλά». Οι δασμοί στα κινεζικά ηλεκτρικά οχήματα έχουν τετραπλασιαστεί από 25% σε 100%, ενώ οι δασμοί στα ηλιακά πάνελ έχουν αυξηθεί από 25% σε 50%, στις μπαταρίες ιόντων λιθίου από 7,5% σε 25% και στις σύριγγες και βελόνες από 0% σε 50%. Μακριά από το ελεύθερο εμπόριο, αυτός είναι ένας εμπορικός πόλεμος.

Παρόλα αυτά, οι προσπάθειες των ΗΠΑ να περιορίσουν την ανάπτυξη της Κίνας, βασίζονται τελικά στη στρατηγική της περικύκλωση, οικοδομώντας τις πέντε αμυντικές συμμαχίες τους στον Ινδο-Ειρηνικό (με την Ιαπωνία, την Αυστραλία, τη Νότια Κορέα, τις Φιλιππίνες και την Ταϊλάνδη) καθώς και πολλές από τις στρατηγικές συνεργασίες τους. Στόχος είναι να δομηθεί μια αντιπαράθεση μπλοκ, ή αυτό που ο Haushofer στην πολύ ξεκάθαρη γεωπολιτική του αποκάλεσε «στρατηγική Anaconda» περιορισμού του αντιπάλου μέσω στρατιωτικού εξαναγκασμού.

Τον Απρίλιο του 2024, ο στρατός των ΗΠΑ άρχισε να αναπτύσσει στον Ινδο-Ειρηνικό ένα νέο σύστημα πυραύλων εδάφους μεσαίου βεληνεκούς γνωστό ως Typhon, το οποίο περιλαμβάνει πυραύλους Τomahawk, τους υπερηχητικούς πρότυπους πυραύλους Supersonic Standard Missile-6 (SM-6), αντιβαλλιστικούς πυραύλους πολλαπλών χρήσεων και το επίγειο σύστημα κάθετης εκτόξευσης Mark 41. Αυτή είναι η πρώτη φορά που η Ουάσιγκτον εισήγαγε ένα σύστημα επιθετικών επίγειο σύστημα πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς οπουδήποτε στον κόσμο αφότου αποσύρθηκε μονομερώς από τη Συνθήκη Πυρηνικών Δυνάμεων Μέσου Βεληνεκούς με τη Ρωσία το 2019, η οποία απαγόρευε την ανάπτυξη όλων αυτών των πυραύλων.

Στην περίπτωση του Typhon, το πυραυλικό σύστημα εξυπηρετεί πολλαπλούς σκοπούς, μεταφέροντας τόσο πυρηνικές όσο και μη πυρηνικές κεφαλές. Το πυρηνικό σύστημα Typhon που είναι ήδη εγκατεστημένο στη Βόρεια Λουζόν στις Φιλιππίνες, στην πρώτη νησιωτική αλυσίδα νότια της Ταϊβάν, έχει βεληνεκές άνω των 1.600 χιλιομέτρων (στην περίπτωση των πυραύλων Tomahawk), ικανό να φτάσει στις ανατολικές ακτές της Κίνας στα Στενό της Ταϊβάν και στις βάσεις του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού της Κίνας. Αν και το νέο σύστημα εισήχθη στις Φιλιππίνες σε «προσωρινή» βάση, δεν υπάρχει καμμία βεβαιότητα, σύμφωνα με την Υπηρεσία Ερευνών του Κογκρέσου των ΗΠΑ, ότι αυτή η εγκατάσταση δεν θα είναι μόνιμη, την ώρα που ο διοικητής του αμερικανικού στρατού Ειρηνικού έχει επισημάνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες σκοπεύουν να εγκαταστήσουν μόνιμα συστήματα Typhon στον Ινδο-Ειρηνικό. Το Πεκίνο θεωρεί ότι η παρούσα εγκατάσταση τέτοιων πυραύλων είναι μια μεγάλη πρόκληση που μπορεί να προκαλέσει μια στρατηγική κούρσα εξοπλισμών. Αυτές οι εγκαταστάσεις πυραυλικών συστημάτων εδάφους μεσαίου βεληνεκούς στον Ινδο-Ειρηνικό από την Ουάσιγκτον σηματοδοτούν, επομένως, σαφώς μια επικίνδυνη κλιμάκωση, που απειλεί με έναν Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ωστόσο, όλα τα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι οι περισσότερες χώρες στον Ινδο-Ειρηνικό έχουν μειώσει τις στρατιωτικές τους δαπάνες την τελευταία δεκαετία και δεν έχουν πραγματικούς φόβους για στρατιωτική επίθεση από την Κίνα, με την οποία απολαμβάνουν ολοένα και μεγαλύτερες οικονομικές αλληλεπιδράσεις, ωθώντας την κοινή ανάπτυξη στην περιοχή. Ως εκ τούτου, ο κύριος ταραχοποιός της σχετικής ειρήνης στον Ινδο-Ειρηνικό είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες έχουν ως διακηρυγμένο στόχο τη διατήρηση του ηγεμονικού ιμπεριαλιστικού τους ρόλου, δηλαδή την υπεροχή τους τόσο στην υπερ-περιφέρεια του Ινδο-Ειρηνικό όσο παγκοσμίως.

 

Συνεχίζεται

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2024

Ο ιμπεριαλισμός στον Ινδο-Ειρηνικό: μια εισαγωγή (μέρος 1ο/3)

 

Ο ιμπεριαλισμός στον Ινδο-Ειρηνικό: μια εισαγωγή

των John Bellamy Foster και Brett Clark

Η εκλογή Τραμπ θα επαναφέρει σε πρώτη γραμμή την επιθετικότητα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού απέναντι στον κυριότερο ανταγωνιστή του, την Κίνα. Φυσικά δεν είναι μόνο θέμα Τραμπ καθώς η Κίνα είναι στο στόχαστρο ολόκληρης της αστικής τάξης των ΗΠΑ και του βαθέως κράτους της. Απλώς οι Δημοκρατικοί επέλεξαν ως πρώτο στόχο την Ρωσία με στόχο την συνθηκολόγηση της και την επιστροφή στην εποχή Γέλτσιν ώστε και τον πλούτο της να αρπάξουν και να περικυκλώσουν την Κίνα από τα βόρεια σύνορα της. Αναδημοσιεύω εδώ μεταφρασμένο σε τρία μέρη ένα σχετικό άρθρο όπως δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Μonthly Review   

 


Χάρτης που δείχνει τοποθεσίες επιλεγμένων στρατηγικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων των ΗΠΑ (που υποδεικνύονται με αστέρια) κατά μήκος της πρώτης και της δεύτερης αλυσίδας νησιών στον Ινδο-Ειρηνικό.

 

Ο όρος «Ινδο-Ειρηνικός» είναι ένας όρος με μακρά ιστορία στο λεξικό του ιμπεριαλισμού. Προέρχεται από τα γραπτά του Karl Haushofer, του κορυφαίου Γερμανού γεωπολιτικού θεωρητικού, στο έργο του (1924) Γεωπολιτική του Ειρηνικού Ωκεανού και σε πολλά άλλα έργα του. Ο Haushofer ήταν Γερμανός στρατιωτικός ακόλουθος στην Ιαπωνία το 1908–1909 και ταξίδεψε πολύ στην Ανατολική Ασία. Ως αποτέλεσμα αυτών των εμπειριών, αναδείχθηκε σε σημαντικό γεωπολιτικό αναλυτή. Υπηρέτησε ως διοικητής ταξιαρχίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, φτάνοντας στο βαθμό του στρατηγού μέχρι το τέλος του πολέμου. Ο Ρούντολφ Ες, ο οποίος ήταν υπασπιστής του Haushofer και αργότερα φοιτητής του, ήταν ένας από τους κύριους μαθητές του. Το 1920, ο Ες εντάχθηκε στο Ναζιστικό Κόμμα. Μετά το “πραξικόπημα της Μπυραρίας” του 1923, όταν ο Χίτλερ και ο Ες ήταν φυλακισμένοι στο Φρούριο του Λάντσμπεργκ, ο Haushofer παρέδωσε μαθήματα γεωπολιτικής και στους δύο, ενώ ο Χίτλερ υπαγόρευσε το Μάιν Κάμπφ στον Ες. Μια δεκαετία αργότερα, όταν ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία στη Γερμανία, ο Ες ορίστηκε αναπληρωτής Φύρερ του Ναζιστικού Κόμματος. Δημιουργήθηκε μια ειδική έδρα καθηγητή στην Αμυντική Γεωγραφία για τον Haushofer στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου.

Ο χαρακτηρισμός του Ινδο-Ειρηνικού ως γεωπολιτικής περιοχής προέκυψε στο πλαίσιο της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής στρατηγικής του Haushofer, με σκοπό να χαράξει μια νέα «Παν-περιφέρεια» (παρόμοια με την Παναμερικανική υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ) στην Άπω Ανατολή, υπό την ηγεσία της Γερμανίας, της Ιαπωνίας και της Ρωσίας/ΕΣΣΔ. Στόχος ήταν να ξεπεραστεί ο βρετανικός και ο αμερικανικός αποικιακός έλεγχος του Ινδικού Ωκεανού και των περιοχών του Δυτικού Ειρηνικού, αποσκοπώντας στη δημιουργία μιας νέας Ινδο-Ειρηνικής αυτοκρατορίας υπό γερμανο-ιαπωνική ηγεμονία που θα ήταν ικανή να αντιμετωπίσει σε παγκόσμιο επίπεδο την κυριαρχία της ευρωατλαντικής υπερ-περιφέρειας από τις παλιές αποικιακές δυνάμεις. Σε αντίθεση με τον ευρωατλαντικό, ο αγγλοαμερικανικός ιμπεριαλιστικός έλεγχος του Ινδο-Ειρηνικού θεωρήθηκε από τον Haushofer ως ευάλωτος σε μια γερμανο-ευρασιατική συμμαχία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Haushofer θεμελίωσε την ανάλυσή του στην αντίληψη περί ενός «ιμπεριαλιστικά αμφισβητούμενου Ειρηνικού».

Οι ιδέες του Haushofer προσέλκυσαν τεράστιο ενδιαφέρον στις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι και κατά την διάρκεια του Β ΠΠ. Σύμφωνα με την άποψη του Hans W. Weigert σε άρθρο του στο περιοδικό Foreign Affairs του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων τον Ιούλιο του 1942, η Γεωπολιτική του Ειρηνικού Ωκεανού του Haushofer ήταν «η Βίβλος της γερμανικής γεωπολιτικής», που συνήθως θεωρείται στις Ηνωμένες Πολιτείες ως “υπερεπιστήμη”. Στο West Point, θεωρείτο ότι ο Haushofer είχε καταστήσει δυνατές τις νίκες του Χίτλερ τόσο στην διάρκεια της ειρήνης όσο και στην διάρκεια του πολέμου. Στο άρθρο του Weigert στο Foreign Affairs, ο Haushofer καταδικαζόταν επειδή διέρρηξε «την ενότητα της λευκής φυλής» στην υπεράσπιση μιας συμμαχίας με την Ιαπωνία και άλλες ευρασιατικές δυνάμεις εναντίον της Βρετανίας, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γαλλίας. (Ο ίδιος ο Haushofer ήταν ρατσιστής, έχοντας χαρακτηρίσει τη Γαλλία ως «μισοαφρικανική δύναμη» και χρησιμοποιώντας την έννοια των «κυρίαρχων φυλών»). «Το γερμανο-ρωσικό σύμφωνο μη επίθεσης της 9ης Αυγούστου 1939», παρατήρησε ο Weigert, «ήταν ο μεγαλύτερος θρίαμβος του Haushofer». Έθεσε την πιθανότητα μιας κεντροευρωπαϊκής-ευρασιατικής συμμαχίας και μιας παγκόσμιας κυριαρχίας της «Παγκοσμίας νήσου» της Ευρασίας, για την οποία είχε προειδοποιήσει ο Halford Mackinder, ο Βρετανός θεμελιωτής της γεωπολιτικής. Το 1939, μετά το Σύμφωνο Μη Επίθεσης, ο Haushofer έγραψε: «Τώρα επιτέλους, η συνεργασία των δυνάμεων του Άξονα και της Άπω Ανατολής στέκεται σταθερά μπροστά από τη γερμανική ψυχή. Επιτέλους, τώρα υπάρχει η ελπίδα επιβίωσης ενάντια στην πολιτική Anaconda [την στραγγαλιστική περικύκλωση] των δυτικών δημοκρατιών».

Ο Haushofer απολάμβανε τα «εξωτερικά λαμπρά επιτεύγματα του ιμπεριαλισμού». Αντί να είναι ο εχθρός της ανθρωπότητας, όπως χαρακτηρίστηλε από τους «μαρξιστές υλιστές», ο ιμπεριαλισμός ήταν γι' αυτόν μια εκδήλωση του δαρβινικού αγώνα «για τη διατήρηση της ζωής», προϊόν της «θέλησης για εξουσία» και της ορμής για «ζωτικό χώρο» (Lebensraum). Θαύμαζε όχι μόνο αυτό ότι έβλεπε ως την εξαιρετικά βίαιη ιστορία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, αλλά και την επιδέξια «κατοπτρική γραφή» Αμερικάνων γεωπολιτικών στοχαστών όπως ο Isaiah Bowman, οι οποίοι κατάφεραν να αντικατοπτρίσουν την εικόνα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού έτσι ώστε να φαίνεται ότι είναι αντι -ιμπεριαλισμός. Στην πραγματικότητα, η αμερικανική ιμπεριαλιστική δύναμη, τόσο η πραγματική όσο και η δυνητική, ήταν, επέμεινε ο Haushofer, «αξεπέραστη» στον κόσμο.

Τόσο τρομακτική ήταν η γεωπολιτική ανάλυση του Haushofer για τις κυρίαρχες αποικιακές δυνάμεις στη Δύση, κατά τη διάρκεια του κύματος αγώνων αποαποικιοποίησης μετά τον Β ΠΠ -μαζί με την έκθεση του Haushofer για την αληθινή φύση του βρετανικού και αμερικανικού ιμπεριαλισμού- που ο όρος γεωπολιτική ουσιαστικά απαγορεύτηκε από τη δημόσια συζήτηση στην Δυτική ψυχροπολεμική ιδεολογία για δεκαετίες. Ωστόσο, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, ένας πολύ πιο «γυμνός ιμπεριαλισμός» επανεμφανίστηκε στον αγώνα των ΗΠΑ για τη μονοπολική παγκόσμια κυριαρχία. Ακόμη πιο πρόσφατα, όπως έγραψαν οι Timothy Doyle και Dennis Rumley στο The Rise and Return of the Indo-Pacific, η κλασική γεωπολιτική έχει «επανέλθει» πλήρως στο πλαίσιο του νέου Ψυχρού Πολέμου» όπως διαμορφώνεται από τη σύγκρουση των ΗΠΑ με την Κίνα.

Ωστόσο, καθ' όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (1946-1991), η γεωπολιτική, αν και δεν προβαλλόταν δημόσια ως τέτοια, είχε αποτελέσει τη βάση της ανάπτυξης της μεγάλης ιμπεριαλιστικής στρατηγικής των ΗΠΑ. Τέτοιες απόψεις συνδέθηκαν με τους Nicholas Spykman, Dwight D. Eisenhower, Dean Acheson, George Kennan, Paul Nitze, John Foster Dulles, Henry Kissinger, Eugene Rostow, Zbigniew Brzezinski και Alexander Haig, μαζί με το Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων, γνωστοί ως «ιμπεριαλιστικό διανοητικό τραστ».

Όπως και στην περίπτωση της «γεωπολιτικής», ο όρος «Ινδο-Ειρηνικός» ουσιαστικά αποκλείστηκε από τη δημόσια συζήτηση για πολλά χρόνια λόγω της συσχέτισής του με τις δυνάμεις του Άξονα και λόγω του αρχικού πλαισίου στο οποίο είχε εμφανιστεί, το οποίο αμφισβητούσε τη βρετανική, την αμερικανική και τη γαλλική αποικιοκρατία στη Νότια και στην Ανατολική Ασία, ακόμα και αν προερχόταν από μια ανταγωνιστική ιμπεριαλιστική οπτική. Σήμερα, ωστόσο, η πρώιμη αντίληψη περί «ιμπεριαλιστικά αμφισβητούμενου Ειρηνικού» διατηρείται ως έχει. Αν και δεν στοχεύει πλέον στην αμφισβήτηση του ρόλου των ΗΠΑ και της Βρετανίας ως ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στον Ινδικό Ωκεανό και στον δυτικό Ειρηνικό, όπως στην αρχική σύλληψη του Haushofer, η κατηγορία του Ινδο-Ειρηνικού εκπροσωπεί πλέον μια ιμπεριαλιστική μεγάλη στρατηγική περικύκλωσης και στρατηγικής οριοθέτησης της Κίνας, η οποία θεωρείται ως «αναθεωρητική δύναμη» που απειλεί την κυριαρχούμενη από τις ΗΠΑ «διεθνή τάξη βασισμένη σε κανόνες». Τα τελευταία χρόνια οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αυτοανακηρυχθεί στα έγγραφά τους ως μια Ινδο-Ειρηνική δύναμη, η οποία επιζητά να εδραιώσει την κυριαρχία τους σε μεγαλύτερο μέρος της περιοχής. Όπως δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Antony J. Blinken το 2021, «οι ΗΠΑ διαχρονικά ήταν, είναι και θα είναι πάντα ένα έθνος του Ινδο-Ειρηνικού. Αυτό είναι ένα γεωγραφικό γεγονός, από τις παραθαλάσσιες πολιτείες του Ειρηνικού μέχρι το Γκουάμ, έως τις περιοχές (αποικίες) μας σε όλο τον Ειρηνικό».

Ο σύμμαχος των ΗΠΑ, ο Ιάπωνας Πρωθυπουργός Σίνζο Άμπε ηγήθηκε αυτής της μεγάλης στρατηγικής μετάβασης, εισάγοντας την έννοια της σύγκλισης του Ινδικού και του Ειρηνικού Ωκεανού το 2007, ως μέρος μιας προσπάθειας να θεμελιώσει ένα στρατηγικό διάλογο με την Ινδία στοχεύοντας την Κίνα. Ωστόσο, η πρώτη χρήση του όρου «Ινδο-Ειρηνικός» από έναν σημαντικό πολιτικό ηγέτη στην περίοδο μετά τον Β ΠΠ ήταν σε μια ομιλία της Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Χίλαρι Κλίντον στη Χαβάη το 2010 καθώς προετοιμαζόταν για μια μεγάλη ασιατική περιοδεία, κατά την οποία παρουσίασε τον Ινδο-Ειρηνικό ως μια γεωπολιτική ιδέα για μια νέα, ευρύτερη στρατηγική συμμαχία στην Ασία. Η ομιλία της και ολόκληρο το ταξίδι της στην Ασία είχαν σκοπό να λειτουργήσουν ως προοίμιο της «Στροφής προς την Ασία» του Προέδρου των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα το επόμενο έτος. Στην ομιλία της Κλίντον, η «η Ινδο-Ειρηνική λεκάνη» αποτελούσε τη βάση για το ινδικό Πολεμικό Ναυτικό που επιχειρεί σε συντονισμό με το Ναυτικό των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή και ιδιαίτερα στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, ως τμήμα μιας διαδικασίας «ολοκληρωτικής εμπλοκής» και «εμπροσθοβαρούς ανάπτυξης». Το γεγονός ότι η νέα στρατηγική του Ινδο-Ειρηνικού στόχευε απευθείας τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας αφηνόταν να εννοηθεί από τα συμφραζόμενα σε κάθε γραμμή της ομιλίας της Κλίντον, ακόμη και αν αυτό δεν ειπώθηκε ξεκάθαρα.

Η ομιλία της Κλίντον το 2010 σχεδιάστηκε επίσης για να ενισχύσει την αναβίωση του Τετραμερούς Διαλόγου για την Ασφάλεια (Quad) μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ιαπωνίας, της Αυστραλίας και της Ινδίας. Ο διάλογος της Quad είχε διακοπεί κατά την διακυβέρνηση του Αυστραλού πρωθυπουργού Kevin Rudd και αναζωογονήθηκε το 2010 από τη διάδοχό του Julia Gillard λίγους μήνες πριν την ομιλία της Κλίντον. Ως εκ τούτου, η αναφορά της Κλίντον στη «Ινδο-Ειρηνική λεκάνη» ως το νέο πεδίο δραστηριοποίησης του αμερικανικού στρατού, σε συντονισμό με την Ινδία, έγινε σε τέτοια στιγμή ώστε να δοθεί στρατηγική σημασία στην αναβιωμένη Quad, σηματοδοτώντας τη δυνατότητα για μια ευρύτερη ευθυγράμμιση κατά της Κίνας η οποία είχε σκοπό να συμπεριλάβει την Ινδία (αν και η Ινδία δεν έχει συνάψει αμυντική συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες). Παρά το γεγονός ότι αναφέρθηκε μόνο εν συντομία από την Κλίντον, η δραματική αλλαγή που αντιπροσώπευε η αναφορά στον Ινδο-Ειρηνικό έγινε αμέσως εμφανής. Ο όρος διαδόθηκε γρήγορα, από το επόμενο κιόλας έτος, από τους δύο βασικούς στρατιωτικούς συμμάχους των ΗΠΑ στον Δυτικό Ειρηνικό, την Ιαπωνία και την Αυστραλία, καθώς και στα στρατηγικά έγγραφα των ΗΠΑ. Ωστόσο, υπό τον Ομπάμα, ο Ινδο-Ειρηνικός εξακολουθούσε να γίνεται αντιληπτός απλώς ως μια επαφή ωκεανών που εκτείνεται από την ανατολική ακτή της Αφρικής έως τον Δυτικό Ειρηνικό έξω από τη σφαίρα της κυριαρχίας των ΗΠΑ (πέραν των αποικιών της στην περιοχή – δλδ της Γκουάμ και της Αμερικανικής Σαμόα).

Η Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών του 2017 υπό τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ επικεντρώθηκε στον Ινδο-Ειρηνικό ως τη βασική στρατηγική περιοχή παγκοσμίως, με επίκεντρο έναν πιθανό πόλεμο με την Κίνα. Σύμφωνα με αυτή τη νέα αντίληψη, η Διοίκηση Ειρηνικού των ΗΠΑ (USPACOM) μετονομάστηκε σε Διοίκηση Ινδο-Ειρηνικού των ΗΠΑ (USINDOPACOM). Ο νέος στρατηγικός χάρτης του Ινδο-Ειρηνικού, που σκιαγράφησε το πεδίο επιχειρήσεων της USINDOPACOM, ανέδειξε τον Ινδο-Ειρηνικό ως το βασικό στρατηγικό θέατρο για την σύγκρουση με την Κίνας σε αυτό που σήμερα αναφέρεται ευρέως στους κυβερνητικούς και στρατηγικούς κύκλους των ΗΠΑ ως «Νέος Ψυχρός Πόλεμος» κατά της Κίνας. Ως εκ τούτου, η USINDOPACOM (βλ. Χάρτη 1) μετατόπισε ολόκληρο τον χάρτη του Ινδο-Ειρηνικού προς τα ανατολικά, σε σύγκριση με την προηγούμενη σύλληψη υπό την κυβέρνηση Ομπάμα, καλύπτοντας πλέον την περιοχή από τα δυτικά σύνορα της Ινδίας έως τις ακτές του Ειρηνικού των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτή περιλαμβάνει την πολιτεία της Χαβάης καθώς και τα αποικιακά εδάφη των ΗΠΑ στον Ειρηνικό, φέρνοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες ξεκάθαρα στον Ινδο-Ειρηνικό. Είναι αυτός ο στρατιωτικός-στρατηγικός χάρτης που διαμορφώθηκε από την USINDOPACOM ο  οποίος κυριαρχεί πλέον σε όλες τις στρατηγικές συζητήσεις για την υπερ-περιφέρεια από τις ΗΠΑ, χαρακτηριζόμενος από μια αλυσίδα βάσεων, οι οποίες, σε συνδυασμό με αυτές της Κεντρικής Διοίκησης των Ηνωμένων Πολιτειών (USCENTCOM), προορίζονται να αποτελέσουν μια «γιγάντια θηλιά» γύρω από την Κίνα. Οι περιγραφές του Ινδο-Ειρηνικού με πιο οικονομικά προσανατολισμό, όπως η περιγραφή του Καναδά, δεν περιλαμβάνουν τις Ηνωμένες Πολιτείες (ή τον Καναδά), αλλά αντιθέντως περιορίζονται σε «σαράντα οικονομίες» στην περιοχή, συμπεριλαμβάνοντας μια ενιαία οντότητα ολόκληρη την ομάδα των νησιωτικών χωρών του Ειρηνικού, ορισμένες από τις οποίες είναι αποικίες/εδάφη των ΗΠΑ.

Χάρτης 1. Χάρτης της USINDOPACOM Χάρτης του Ινδο-Ειρηνικού, Περιοχή Ευθύνης


Πηγή:About USINDOPACOM: Area of ​​Responsibility”, Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ, pacom.mil

Οι Ηνωμένες Πολιτείες στα στρατηγικά τους έγγραφα έχουν επισήμως χαρακτηρίσει την Κίνα ως «αναθεωρητική δύναμη», που υποστηρίζεται από τη Ρωσία, η οποία χαρακτηρίζεται ως «εχθρικό κράτος», ενώ ο όρος «κράτος-παρίας» αποδίδεται στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας (Βόρεια Κορέα). Η Κίνα θεωρείται ως ο κύριος εχθρός της αμερικανικής ιμπεριαλιστικής μεγάλης στρατηγικής, καθώς είναι μια ταχέως αναπτυσσόμενη οικονομία (όντας η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, και πιθανότατα σύντομα να ξεπεράσει αυτήν των Ηνωμένων Πολιτειών από αυτή την άποψη) και λόγω της άρνησής της να αποδεχτεί την ιμπεριαλιστική «διεθνή τάξη βασισμένη σε κανόνες» υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, που εισήχθη στο τέλος του Β ΠΠ. Στη Στρατηγική του Ινδο-Ειρηνικού του Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ του 2019, αναφέρεται ότι ο πρωταρχικός στρατηγικός στόχος είναι να διατηρηθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες ως η «προεξάρχουσα στρατιωτική δύναμη», τόσο στον Ινδο-Ειρηνικό όσο και παγκοσμίως. Αυτό μεταφράζεται στις προσπάθειες των ΗΠΑ να επιβραδύνουν την πρόοδο της Κίνας, περιορίζοντας ταυτοχρόνως την προοπτική της για παγκόσμια ισχύ. Οι περισσότερες στρατηγικές των ΗΠΑ για τη νίκη στο Νέο Ψυχρό Πόλεμο με στόχο την Κίνα αποσκοπούν σε μια στρατηγική-γεωπολιτική ήττα της τελευταίας η οποία θα ανέτρεπε τον Κινέζο Πρόεδρο Xi Jinping και θα κατέστρεφε το τεράστιο κύρος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, οδηγώντας σε αλλαγή καθεστώτος εκ των έσω και στην υποταγή της Κίνας στην αυτοκρατορία των ΗΠΑ εξωτερικά.

Φαινομενικά, αυτές οι ενέργειες πρόκειται να ληφθούν για την υπεράσπιση της ίδιας της περιοχής του Ινδο-Ειρηνικού ως απάντηση στον λεγόμενο «εκβιασμό και επιθετικότητα» της Κίνας. Ωστόσο, η Ουάσιγκτον δυσκολεύεται πολύ να βρει περιπτώσεις τέτοιας επιθετικότητας. Είναι αλήθεια ότι η Κίνα, όπως κάθε μεγάλη δύναμη, έχει επιδιώξει να εδραιώσει την κυριαρχία της και την περιοχή ελέγχου της στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας για στρατηγικούς και οικονομικούς λόγους βάζοντας την έτσι σε εδαφικές διαμάχες με τις Φιλιππίνες και άλλες χώρες. Το Πεκίνο είναι επίσης απολύτως προσηλωμένο στην πολιτική της Μίας Κίνας που υποστηρίζεται από σχεδόν όλες τις χώρες στον κόσμο -συμπεριλαμβανομένων, επίσημα, και των Ηνωμένων Πολιτειών-, σύμφωνα με την οποία η Ταϊβάν παραμένει μέρος της Κίνας, αν και με ξεχωριστή κυβερνητική αρχή, με την προσδοκία της τελικής επανένωσής της με την ηπειρωτική χώρα. Ωστόσο, στον Ινδο-Ειρηνικό συνολικά, τίποτα από αυτά δεν έχει οδηγήσει σε φόβους για στρατιωτική επιθετικότητα από την πλευρά της Κίνας, με τις κατά κεφαλήν στρατιωτικές δαπάνες σχεδόν σε όλα τα κράτη της Ανατολικής Ασίας (συμπεριλαμβανομένων και εκείνων με αμυντικές συνθήκες με τις Ηνωμένες Πολιτείες και εκείνων χωρίς), να μειώνονται τις τελευταίες μία-δύο δεκαετίες, αν και η Ουάσιγκτον επιδίωξε να το αλλάξει αυτό τα τελευταία χρόνια. Αντιθέτως, είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες που βλέπουν την άνοδο της Κίνας ως απειλή για τη δική τους παγκόσμια υπεροχή, με την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού να θεωρείται όλο και περισσότερο ως ο κεντρικός τόπος στον Νέο Ψυχρό Πόλεμο, που ωθεί όλη την ανθρωπότητα προς έναν Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Συνεχίζεται

 

Ποιος θα αξιολογήσει την αξιολόγηση;

  Εδώ και καιρό, όχι μόνο τα τελευταία χρόνια αλλά από το 2009, μαίνεται ένας συνεχής πόλεμος εντυπώσεων γύρω από το (δήθεν) «μεγάλο κράτος»...