Τρίτη 23 Ιουλίου 2024

Το κυπριακό μέχρι το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή (μέρος 3ο)

 

>Συνέχεια από το προηγούμενο

 

Δ. Η περίοδος που προετοίμασε τον ένοπλο αγώνα της ΕΟΚΑ

 

Δ1. Η εξέγερση του 1931 – τα «Οκτωβριανά»

Το 1926 (και μέχρι το 1932) κυβερνήτης της Κύπρου ανέλαβε ο σερ Ρόναλντ Στορρς (1926-1932). Αν και αρχικά προσπάθησε να κερδίσει την ανοχή του πληθυσμού καταργώντας τον φόρο υποτελείας που μέχρι τότε καταβαλλόταν ακόμη από την Κύπρο στην Τουρκία, στη συνέχεια τα πράγματα πήραν άσχημη τροπή. Σταδιακά δημιουργήθηκαν έντονες αντιπαραθέσεις στο Νομοθετικό Συμβούλιο (βλ. Α2) γύρω από θέματα οικονομικής φύσης. Έτσι, στις 20 Ιουλίου 1929, οι  Κύπριοι  υπέβαλαν προς τη Βρετανική Κυβέρνηση υπόμνημα με αίτημα την Ένωση με την Ελλάδα. Η αντιπαράθεση οξύνθηκε όταν τον Δεκέμβριο του 1929 πέρασε νόμος για τον διορισμό δασκάλων από την αποικιοκρατική κυβέρνηση ενώ μέχρι τότε οι δυο κοινότητες, ε/κ και τ/κ, παρείχαν στα παιδιά τους ελληνική και τουρκική παιδεία.

Τον Ιανουάριο του 1930, σε ευρεία συνέλευση που συγκάλεσε η Αρχιεπισκοπή, ιδρύθηκε από τους ε/κ η “Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων”/ΕΟΚ (βλ. Γ) με βασικό σκοπό την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Μάλιστα την 25η Μαρτίου του ίδιου έτους η ΕΟΚ προκάλεσε ενωτικό δημοψήφισμα σε ολόκληρη την Κύπρο.

Στις εκλογές που έγιναν τον Οκτώβριο για τα μέλη του Νομοθετικού Συμβουλίου («βουλευτές») εξελέγησαν από την ε/κ πλευρά υποψήφιοι που ήταν οπαδοί της ένωσης. Ανάμεσα τους ο επίσκοπος Κιτίου Νικόδημος Μυλωνάς.

Εν τω μεταξύ είχε ξεσπάσει η μεγάλη κρίση που ακολούθησε το κραχ του 1929 και αυτό είχε την αντανάκλαση του και στα δημοσιονομικά της Κύπρου. Ο προκλητικά αντιδημοκρατικός κανονισμός εκλογής των μελών του Ν.Σ. που κατέληγε σχεδόν πάντα στην επιβολή της θέλησης του κυβερνήτη από τη μια και τα οικονομικά μέτρα που έπαιρνε ο κυβερνήτης από την άλλη ηλέκτριζαν την κατάσταση. Μάλιστα, προκλητικά, ο Στορρς με ειδικό αυτοκρατορικό «διάταγμα εν συμβουλίω» (11/8/1931) επέβαλλε το νομοσχέδιο για το δασμολόγιο παρότι αυτό είχε καταψηφιστεί από το Ν.Σ. (28/4/1931) καθώς οι τ/κ δεν είχαν συμμετάσχει στην ψηφοφορία (αν και σύμφωνα με τον Στορρς, μόνο ένας τ/κ συνέπραξε με τους ε/κ «βουλευτές»).

Μέσα στις οικονομικές δυσκολίες που περνούσε ο κυπριακός λαός η Βρετανία του απαιτούσε να εξακολουθήσει να εισπράττει ειδικούς φόρους, προκειμένου να πληρωθεί το υπόλοιπο του δανείου που είχε πάρει η Τουρκία από Άγγλους κεφαλαιούχους το 1855.

Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1931 πραγματοποιήθηκε μυστική σύσκεψη των ε/κ «βουλευτών» στην οποία αποφασίστηκε η παραίτηση τους από το Ν.Σ. και η άρνηση πληρωμής αυτών των ειδικών φόρων. Την απόφαση αυτή ενέκρινε και η ΕΟΚ δεκαπέντε μέρες αργότερα.

Η κρίση ξέσπασε όταν, στις 18 Οκτωβρίου, ο (επίσκοπος Κιτίου και «βουλευτής») Νικόδημος Μυλωνάς κυκλοφόρησε σε χιλιάδες αντίτυπα διάγγελμά με επαναστατικό περιεχόμενο. Μια μέρα νωρίτερα είχε υποβάλει την παραίτησή του από το βουλευτικό αξίωμα παρότι μέχρι τότε  τασσόταν εναντίον της αποχώρησης των ε/κ από το Ν.Σ. Ακόμη και σήμερα δεν έχει διευκρινιστεί ποιοι λόγοι τον οδήγησαν σε αυτήν την εξεγερτική πράξη (ίσως επειδή αντιλαμβανόταν τα συναισθήματα του λαού, ίσως επειδή πείστηκε από τον φανατικό ενωτικό πρόξενο της Ελλάδας στην Κύπρο, τον, κυπριακής καταγωγής, Αλέξη Κύρου). Το παράδειγμα του ακολούθησαν ακόμη τρεις «βουλευτές». Την ίδια μέρα σε ομιλία του στη Λάρνακα κήρυξε ξανά την ανυπακοή προς τους Άγγλους και τάχθηκε για άλλη μια φορά υπέρ της ένωσης. Στις 20 Οκτωβρίου μίλησε σε ογκώδες συλλαλητήριο στην Λεμεσό και ακολούθησε διαδήλωση.

Το εξεγερσιακό κύμα έφτασε και στη Λευκωσία όπου το απόγευμα της επόμενης μέρας (21 Οκτωβρίου) συγκροτήθηκε ένα αυθόρμητο συλλαλητήριο το οποίο ανάγκασε ε/κ ηγέτες να πάρουν θέση. Οι παρευρισκόμενοι «βουλευτές» προσπάθησαν να πείσουν το πλήθος να διαλυθεί αλλά η κατάσταση σταδιακά ξέφυγε από τον έλεγχο. Το πλήθος μετά από σύγκρουση με αστυνομικές δυνάμεις έφτασε στο κυβερνείο για να επιδώσει ψήφισμα στον ίδιο τον κυβερνήτη. Η άρνηση του κυβερνήτη Στορρς να δεχθεί ν' ακούσει τους εκπροσώπους των διαδηλωτών ξεχείλισε το ποτήρι. Ξεκίνησε λιθοβολισμός του κυβερνείου, αυτοκίνητα που βρίσκονταν στην αυλή του κυβερνείου αναποδογυρίστηκαν και κάηκαν, έπεσαν πυροβολισμοί κατά των διαδηλωτών και τελικά έγινε η μεγάλη επίθεση κατά του κυβερνείου, το οποίο σύντομα παραδόθηκε στις φλόγες.

Επεισόδια ακολούθησαν και στις υπόλοιπες πόλεις: στην Αμμόχωστο (τα επεισόδια συνεχίστηκαν μέχρι τις 29 του μηνός), στην Λάρνακα, στην Πάφο, στην Λεμεσό και στην Κυρήνεια. Επεισόδια και συγκρούσεις σημειώθηκαν και στην ύπαιθρο όπου πυρπολήθηκαν αστυνομικοί σταθμοί, καταδιώχτηκαν κυβερνητικοί υπάλληλοι και φοροεισπράκτορες, πυροβολήθηκαν στρατιώτες και γκρεμίστηκαν γέφυρες για να εμποδιστεί η μετακίνηση του κατασταλτικού μηχανισμού.

Η εξέγερση κράτησε μέχρι τις 28 του μηνός και κάμφθηκε χάρη στις ενισχύσεις βρετανικών στρατιωτικών μονάδων από της Αίγυπτο και την βάση της Σούδας.

Την κατάπνιξη την εξέγερσης ακολούθησαν δίκες και καταδίκες. Σε φυλάκιση (από μερικούς μήνες μέχρι και 10 χρόνια) καταδικάστηκαν πάνω από τριακόσια άτομα ενώ περίπου δυο χιλιάδες καταδικάστηκαν σε πρόστιμα. Άλλοι καταδικάστηκαν σε εκτοπίσεις χωρίς δικαίωμα μετακίνησης. Επιπλέον οι ζημιές που είχαν προκληθεί χρεώθηκαν για να πληρωθούν από τους ε/κ.

Επίσης συνελήφθησαν και εξορίστηκαν δέκα πολιτικοί ηγέτες των ε/κ (μεταξύ αυτών και οι δυο ηγέτες του ΑΚΕΛ Βατυλιώτης και Σκελέας). Τα σκληρά μέτρα που ακολούθησαν την καταστολή του κινήματος στέρησαν μέχρι τα πρώτα χρόνια της επόμενης δεκαετίας τους ε/κ από την ηγεσία του.

Ο απολογισμός των θυμάτων, πέρα από τους τραυματίες, ήταν δεκαεπτά νεκροί ε/κ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η αντίδραση των τ/κ στην εξέγερση δεν ήταν αυτή την οποία ανέμεναν οι Βρετανοί (έτσι κι αλλιώς και στο παρελθόν οι σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων, πέρα από περιστασιακές εντάσεις, ήταν πάντα καλές). Σε άρθρα τ/κ εφημερίδων διατυπώθηκαν κατηγορίες κατά της ηγεσίας των ε/κ ότι θα κατέστρεφαν την αρμονία που υπήρχε στο νησί και καταδίκασαν τα γεγονότα διακηρύσσοντας και την πλήρη αντίθεσή τους στη λύση της ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα. Αλλά σε γενικές γραμμές η στάση των τ/κ έναντι των γεγονότων ήταν χλιαρή έως αδιάφορη

Κοιτώντας εκ των υστέρων την εξέγερση διαπιστώνεται ότι οι πιθανότητες επιτυχίας ήταν ελάχιστες, αφού ούτε προετοιμασμένη ήταν, ούτε είχε σχεδιαστεί για ν' αποβλέπει προς κάποιους στόχους ενώ δεν διέθετε και την υποστήριξη της ελλαδικής κυβέρνησης. Ταυτοχρόνως όμως τα «Οκτωβριανά» διεθνοποίησαν το κυπριακό και ευαισθητοποίησαν τον ελληνικό λαό τόσο στην Ελλάδα όσο και στις παροικίες του ελληνισμού. 

Η εξέγερση των Οκτωβριανών



 

Δ2. Η «Παλμεροκρατία» (Οκτώβριος 1931 – Οκτώβριος 1940)

Η 9ετία που ακολούθησε τα «Οκτωβριανά» έμεινε στην ιστορική μνήμη με τον όρο «Παλμεροκρατία» από το όνομα του κυβερνήτη Χέρμπερτ Ρίτσμοντ Πάλμερ (1933-39) και στη συνείδηση του λαού της Κύπρου ταυτίστηκε με τη στυγνή δικτατορία (οι άλλοι δυο κυβερνήτες της περιόδου ήταν ο Ρέτζιναλντ Έντουαρντ Σταπς (1932-33) και ο Γουίλλιαμ Ντέννις Μπάττερσιλ (1939-40)).

Αμέσως μετά την οκτωβριανή εξέγερση και την καταστολή της λήφθηκαν δικτατορικά μέτρα διακυβέρνησης του νησιού από την Βρετανία. Όλες οι ελευθερίες που είχαν αποκτηθεί έως τότε από τους Κυπρίους, ανεστάλησαν ώστε να διατηρηθεί η τάξη και να συνετιστούν οι ε/κ. Παράλληλα καταργήθηκε το Νομοθετικό Συμβούλιο, ακυρώθηκαν οι εκλογές «βουλευτών», σταμάτησαν οι εκλογές για κοινοτάρχες και δημάρχους που πλέον διορίζονταν, φιμώθηκε ο τύπος με την επιβολή ελέγχου και λογοκρισίας, η λογοκρισία επεκτάθηκε σε κάθε τρόπο επικοινωνίας (όπως λ.χ. στα τηλεγραφήματα), απαγορεύθηκε η ύπαρξη και λειτουργία πολιτικών κομμάτων και οργανώσεων, απαγορεύθηκαν οι συγκεντρώσεις, η ανύψωση ελληνικών σημαιών και κάθε άλλη πολιτική έκφραση (όπως πολιτικού περιεχομένου ομιλίες και δηλώσεις), επιβλήθηκαν περιορισμοί στη διακίνηση, ιδίως στο εξωτερικό. Επί πλέον υιοθετήθηκαν μέτρα που σκόπευαν να ενσωματώσουν την εκπαίδευση στην αγγλική διοίκηση ενώ η ηγεσία της Εκκλησίας απομονώθηκε: οι επίσκοποι Κιτίου (Νικόδημος Μυλωνάς) και Κυρηνείας (Μακάριος Β΄) εξορίστηκαν και ο Πάφου (Λεόντιος) περιορίστηκε στην Πάφο.

Η είσοδος της Ελλάδας στον Β ΠΠ στο πλευρό της Βρετανίας και ο ενθουσιασμός που προκλήθηκε στους ε/κ ουσιαστικά επέφεραν την άτυπη (αλλά όχι και επίσημη) κατάργηση των περιοριστικών μέτρων. Μάλιστα το ΑΚΕΛ πήρε την πρωτοβουλία να οργανώσει στρατιωτικό τμήμα από μέλη του που συμμετείχαν στον πόλεμο μαζί με τα στρατεύματα της αυτοκρατορίας.

 

Τα Οκτωβριανά του 1931 και η περίοδος της «Παλμεροκρατίας»



 

Δ3. Οι πρώτες ανησυχίες των τ/κ – η οργάνωση του τ/κ εθνικισμού

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1940 οι τ/κ –κατά βάση η τ/κ πολιτικοοικονομική ελίτ- δεν έδειχναν να ανησυχούν για το ενδεχόμενο ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα καθώς η Βρετανία δεν παρουσίαζε καμμία ένδειξη υποχώρησης απέναντι σε αυτό το ε/κ αίτημα. Όμως τα πράγματα άλλαξαν κατά την διάρκεια του Β ΠΠ όταν η Βρετανία άφηνε να εννοηθεί ότι οι αποικίες που θα συμμετείχαν στον πόλεμο θα αποκτούσαν την ανεξαρτησία τους. Το ενδεχόμενο αυτό θορύβησε τους τ/κ. Αρχικά οι τ/κ ίδρυσαν τον «Σύνδεσμο Τουρκικής Μειονότητας της Νήσου Κύπρου» (ΚΑΤΑΚ). Προερχόμενος από το ΚΑΤΑΚ, ο γιατρός Φαζίλ Κουτσιούκ, ίδρυσε το 1944 το «Εθνικό Λαϊκό Τουρκικό Κόμμα Κύπρου» (KMTHP). Το ΚΜΤΗΡ το 1955 μετονομάστηκε σε «Εθνική Τουρκική Ένωση Κύπρου» (KMTB) πάλι με επικεφαλής τον Κουτσιούκ (ο οποίος παρέμεινε ηγέτης των τ/κ μέχρι την δεκαετία του ’60 και διετέλεσε πρώτος αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας).

Μιμούμενοι την πρακτική των ε/κ, οι τ/κ εθνικιστές διοργάνωσαν διαδηλώσεις και συλλαλητήρια διαμαρτυρίας εναντίον της Ένωσης. Σε μια από αυτές -μετά την αποτυχία της “Διασκεπτικής”- στις 28 Νοεμβρίου 1948 στην Λευκωσία, αποφάσισαν να στείλουν τηλεγράφημα στον Τούρκο πρωθυπουργό στο οποίο διατράνωναν ότι «Οι δεκαπέντε χιλιάδες [συγκεντρωθέντες] τ/κ απεφάσισαν παμψηφεί να απορρίψουν το ελληνικό αίτημα για Ένωση […] η προσάρτηση και η αυτονομία θα είχε σαν συνέπεια τον αφανισμό της τουρκικής κοινότητος».

Τουρκοκύπριοι, από το περιθώριο στο συνεταιρισμό 1923-1960 




Τα χρόνια που ακολούθησαν τόσο οι ε/κ όσο και οι τ/κ εθνικιστές (οι πρώτοι απαιτώντας την Ένωση και οι δεύτεροι απαντώντας με το σύνθημα Διχοτόμηση-«Ταξίμ») κατάφεραν να διχάσουν τον πληθυσμό του νησιού και να τον οριοθετήσουν σε δυο εχθρικές κοινότητες. Μάλιστα οργανώνοντας παραστρατιωτικές ομάδες στράφηκαν και εναντίον των μελών των δικών τους κοινοτήτων που ζητούσαν συνεννόηση και συμβιβαστική λύση. Ιδίως την περίοδο 1950-65 ε/κ εθνικιστές σκότωσαν ε/κ Αριστερούς και τ/κ εθνικιστές σκότωσαν τ/κ Αριστερούς αναγκάζοντας τελικά τους τ/κ να αποχωρήσουν από το ΑΚΕΛ και τα συνδικάτα (το 1946 ιδρύθηκε ανεξάρτητο τ/κ συνδικάτο).

Όπως δήλωσε ο (τ/κ στην καταγωγή) ευρωβουλευτής της Κύπρου, Νιαζί Κιζιλγιουρέκ,

«Μα είναι γνωστό ότι και οι δύο αυτές οργανώσεις [η ε/κ ΕΟΚΑ και η τ/κ ΤΜΤ] ήταν βαθιά αντικομμουνιστικές, γιατί η ιδεολογία αυτή δεν συμβάδιζε καθόλου με το εθνικιστικό τους αφήγημα. Πριν και εκτός από τη διακοινοτική βία, υπήρξε και ενδοκοινοτική πολιτική βία. Συνέβησαν πολιτικές δολοφονίες και στις δύο πλευρές, για τις οποίες κανείς ακόμα δεν έχει λογοδοτήσει. Αυτοί που αγωνίζονταν μέσα από την ΕΟΚΑ και την ΤMΤ αγωνίζονταν σαν Έλληνες και σαν Τούρκοι, όχι σαν Κύπριοι, επιδιώκοντας, όπως είπαμε, οι μεν την ένωση, οι δε τη διχοτόμηση»

(βλ. και Ε.3.α, Ζ2 και Ζ3)

Η διακοινοτική και ενδοκοινοτική βία 1955-64 



Η στάση του ΑΚΕΛ απέναντι  στις πολιτικές δολοφονίες στελεχών της Αριστεράς




Η δολοφονία των Α. Χικμέτ και Α.Μ. Γκιουργκάν από την ΤΜΤ



 

Δ4. 1948 - Η Διασκεπτική Συνέλευση («Διασκεπτική»)

Ήταν μια πρωτοβουλία της Βρετανίας που αποσκοπούσε στην παγίωση της παρουσίας της στο νησί παραχωρώντας στους Κύπριους ένα σύστημα εσωτερικής διακυβέρνησης με αυτοδιοικητικά χαρακτηριστικά. Η Συνέλευση είχε στόχο την εκπόνηση Συντάγματος και τον καθορισμό των όρων συμμετοχής του κυπριακού λαού στην εσωτερική διακυβέρνηση. Την πρόσκληση αποδέχτηκαν οι τ/κ και το ΑΚΕΛ ενώ η κυπριακή Εκκλησία καταδίκασε το βρετανικό σχέδιο.

Στις αρχές Ιουλίου του 1947, ο Βρετανός κυβερνήτης Ουίνστερ κάλεσε όλες τις κοινωνικές οργανώσεις (Δήμους, Επιμελητήρια, αγροτικές οργανώσεις, συνδικάτα) να ορίσουν υποψηφίους για τη Διασκεπτική. Λίγες μέρες μετά (12 Ιουλίου) ο αρχιεπίσκοπος Λεόντιος κατήγγειλε το βρετανικό σχέδιο και κάλεσε τους Κυπρίους να συνεχίσουν τον αγώνα για την Ένωση. (Ο Λεόντιος είχε εκλεγεί αρχιεπίσκοπος στις 20 Ιουνίου και με την υποστήριξη της Αριστεράς και πέθανε στις 26 Ιουλίου σε ηλικία μόλις 51 ετών).

Στο Συμβούλιο της Εθναρχίας αποφασίστηκε να αρνηθούν κάθε συνεργασία και να επιμείνουν στο αίτημα της Ένωσης καθώς στα σωματεία, στους Δήμους και στην εκλογή του Λεόντιου διαφαινόταν ισχυρή δυναμική του ΑΚΕΛ. Έτσι, σε περίπτωση επιτυχίας της Διασκεπτικής υπήρχε φόβος η Δεξιά και η Εκκλησία να βρεθούν αποδυναμωμένες. Το ΑΚΕΛ, από την άλλη, έχοντας ως άμεσο στόχο την βελτίωση της θέσης των εργαζομένων αποφάσισε την συμμετοχή στην Διασκεπτική ως σκαλοπάτι στον αγώνα για Ένωση. Με βάση τους δυο αυτούς στόχους η πρόταση του ΑΚΕΛ διαμορφώθηκε ως «Αυτοδιάθεση-Ένωση».

Οι συζητήσεις της Συνέλευσης ξεκίνησαν την 1η Νοεμβρίου 1947. Το ΑΚΕΛ κατέθεσε ως πρόταση του ένα σχέδιο διακυβέρνησης όπως αυτό που ίσχυε στην Μάλτα αλλά οι τ/κ το απέρριψαν φοβούμενοι ότι θα βρεθούν σε δεύτερη μοίρα. Η Βρετανία, μετά από εσωτερικές διαφωνίες, κατέληξε σε ένα σχέδιο Συντάγματος που αναγνώριζε μεν συνταγματικές ελευθερίες για τους κατοίκους του νησιού αλλά δεν έφτανε μέχρι την αυτοδιοίκηση. Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό η κυπριακή Βουλή (Νομοθετικό Συμβούλιο) θα αποτελείτο από 18 ε/κ και 4 τ/κ με περιορισμένες αρμοδιότητες ενώ ο (Βρετανός) Κυβερνήτης θα διατηρούσε σημαντικές εξουσίες στην εσωτερική ασφάλεια (και σε άλλα θέματα). Ταυτοχρόνως προβλεπόταν ίδρυση Εκτελεστικού Συμβουλίου που θα βοηθούσε τον κυβερνήτη στην άσκηση των εκτελεστικών του εξουσιών. Οι ε/κ και οι τ/κ σύμβουλοι θα ήταν απλοί σύμβουλοι του κυβερνήτη και δεν θα είχαν υπουργεία.

Το βρετανικό σχέδιο τελικά απορρίφθηκε (21 Μαΐου 1948) καθώς υπέρ του τάχθηκαν μόνο οι τ/κ και δυο ε/κ συντηρητικοί. Το ΑΚΕΛ το καταψήφισε αφού έβλεπε ότι ο στόχος του για αυτοκυβέρνηση μέσω Συντάγματος με προοπτική την μελλοντική αυτοδιάθεση ναυαγούσε, η Εκκλησία το καταδίκασε και η Δεξιά παρέμεινε σταθερή στην θέση της για την Ένωση (ενόσω η ελληνική κυβέρνηση έμενε αδρανής).

 

Δ5. 1950 - «Δημοψήφισμα» για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα

Τον Ιανουάριο του 1950 με πρωτοβουλία του μετέπειτα αρχιεπισκόπου Μακαρίου (τότε επίσκοπος Κιτίου) διεξήχθη υπό την ευθύνη της εθναρχούσας Εκκλησίας ένα «δημοψήφισμα» υπέρ της Ένωσης -στην πραγματικότητα ήταν συλλογή υπογραφών- σε δύο συνεχόμενες Κυριακές, στις 15 και 22 Ιανουαρίου 1950 (στο πλαίσιο του ενωτικού κινήματος είχαν διεξαχθεί και άλλα δημοψηφίσματα αλλά αυτό του 1950 υπήρξε το μαζικότερο και έδωσε την πολιτική νομιμοποίηση στον αγώνα της ΕΟΚΑ ο οποίος ακολούθησε). Την εισήγησή του Μακαρίου ανακοίνωσε η Εθναρχία την 1η Δεκεμβρίου 1949 και την συνυπέγραφαν με εθναρχική εγκύκλιο στις 8/12/1949 ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β' και οι μητροπολίτες Πάφου και Κυρήνειας καθώς και ο χωρεπίσκοπος Σαλαμίνος.

Το ΑΚΕΛ -που από τον Ιανουάριο του 1949 είχε αλλάξει τη γραμμή της «Αυτοκυβέρνησης» και ακολουθούσε τη γραμμή της «Αυτοδιάθεσης – Ένωσης»- και ενώ το ίδιο συγκέντρωνε υπογραφές υπέρ της Ένωσης, μετά την εξαγγελία του δημοψηφίσματος από την Εκκλησία το υποστήριξε ενεργά. (Η αλλαγή της γραμμής του ΑΚΕΛ μάλλον οφείλεται σε σχετική προτροπή του Ζαχαριάδη ο οποίος, έχοντας την αυταπάτη ότι ο ΔΣΕ θα κέρδιζε τον εμφύλιο, θεωρούσε ότι η Κύπρος δεν είχε κανέναν λόγο να επιδιώκει την ανεξαρτησία αφού θα μπορούσε να ενωθεί με μια σοσιαλιστική Ελλάδα). 

Αρχικά ο αρχιεπίσκοπος είχε ζητήσει από τον Βρετανό κυβερνήτη σερ Άντριου Ράιτ να υλοποιήσει το δημοψήφισμα αλλά αυτός, όπως ήταν λογικό, το αρνήθηκε. Τελικά το «δημοψήφισμα» διεξήχθη με φανερή γραπτή ψηφοφορία στους ναούς των πόλεων και των χωριών. Σε αυτό πήραν μέρος άντρες και γυναίκες που είχαν δικαίωμα ψήφου. Ήταν στην πλειοψηφία τους ε/κ και μαζί με αυτούς Αρμένιοι και λίγοι τ/κ. Υπήρχαν δυο «ψηφοδέλτια» που έγραφαν το μεν πρώτο «Ἀξιοῦμεν τήν ἓνωσιν τῆς Κύπρου μέ τήν Ἑλλάδα» και το δεύτερο «Ἐνιστάμεθα εἰς τήν ἓνωσιν τῆς Κύπρου μέ τήν Ἑλλάδα» και οι ψηφοφόροι υπέγραφαν ή το ένα ή το άλλο. Ψήφισαν γύρω στους 250 χιλ. και από αυτούς το 95% υπέρ της Ένωσης. 

Τα ψηφοδέλτια «δέθηκαν» σε τόμους και παραδόθηκαν σε τρία αντίτυπα: ένα στον ΟΗΕ (παραδόθηκε στις 26/9/1950), ένα στην ελληνική κυβέρνηση (κυβέρνηση Πλαστήρα) η οποία αρνήθηκε να το παραλάβει προτρέποντας την ε/κ αντιπροσωπεία να περιμένει μια ευνοϊκότερη συγκυρία (τελικά το παρέλαβε ο πρόεδρος της Βουλής) και ένα στην βρετανική κυβέρνηση που επίσης δεν αποδέχτηκε να το παραλάβει καθώς «το δημοψήφισμα εστερείτο επισημότητας».

Το ενωτικό ζήτημα και το δημοψήφισμα του 1950




Πέμπτη 18 Ιουλίου 2024

Το κυπριακό μέχρι το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή (μέρος 2ο)

 

>Συνέχεια από το προηγούμενο

 

Γ. Τα (πρώτα) κόμματα και οργανώσεις

Πολιτικά κόμματα άργησαν να ιδρυθούν στην Κύπρο καθώς στην ιδιότυπη κατάσταση που βρισκόταν η Κύπρος (πολιτική καθυστέρηση λόγω οθωμανοκρατίας και μετά λόγω της αγγλοκρατίας) την πολιτική εκ μέρους των ε/κ ασκούσε η Εθναρχία. Το πρώτο κόμμα που ιδρύθηκε ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου (ΚΚΚ).

ΚΚΚ/ΑΚΕΛ

Το «Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου» ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1926 κάτω από την επίδραση της Οκτωβριανής επανάστασης αλλά σε ένα περιβάλλον οικονομικής καθυστέρησης και χωρίς μαρξιστική και εργατική παράδοση. Το πρόγραμμα του ΚΚΚ επιχειρούσε να συσπειρώσει εργάτες και αγρότες ανεξαρτήτως θρησκείας και εθνότητας. Από την αρχή ακόμη υιοθέτησε την θέση της «αδιαφορίας» απέναντι στο θέμα της Ένωσης (σημασία έχει το ταξικό και όχι το εθνικό) και στην συνέχεια την θέση της ανεξαρτησίας και ακόμη αργότερα την θέση της αυτονομίας.

Τα «Οκτωβριανά» του 1931 αποτέλεσαν μια δοκιμασία για την θέση του στο εθνικό ζήτημα. Αρχικά κατήγγειλε τα γεγονότα ως «εθνικιστική, σωβινιστική προπαγάνδα της κυπριακής μεγαλοαστικής τάξης» και τα μέλη του συμμετείχαν μόνο με δική τους πρωτοβουλία στα γεγονότα. Όμως δυο μέρες μετά τον εμπρησμό του κυβερνείου η Κ.Ε. του κόμματος αναγκάστηκε να αλλάξει γραμμή και να καλέσει τα μέλη του να πάρουν μέρος στην εξέγερση στα πλαίσια ενός ενιαίου αντιιμπεριαλιστικού μετώπου.

Το 1941, στη θέση του ΚΚΚ, ιδρύθηκε το ΑΚΕΛ. Σκοπός του εγχειρήματος αυτού ήταν να ανοιχτεί το κόμμα στην κοινωνία ώστε να συμπεριλάβει και άλλους αριστερούς πλην των κομμουνιστών παρότι αρχικά καθοδηγείτο από το ΚΚ. Σύντομα το ΑΚΕΛ έκανε στροφή 180ο στο θέμα της Ένωσης την οποία έθεσε ως στρατηγικό στόχο. Με αυτόν τον μακροπρόθεσμο στόχο αλλά εξαιτίας της μόνιμης έλλειψης εμπιστοσύνης στον ένοπλο αγώνα (λόγω των αρνητικών συσχετισμών) προσήλθε το 1948 στην «Διασκεπτική» (βλ. Δ4) από την οποία όμως απείχε η Εθναρχία και το ενωτικό μπλοκ. Τότε ήταν που έπεσε ως ενδιάμεσος στόχος το σύνθημα «Αυτοκυβέρνηση-Ένωση». Η αποτυχία της Διασκεπτικής, οι “συμβουλές” του Ζαχαριάδη (ο οποίος πίστευε ότι σύντομα ο ΔΣΕ θα έμπαινε νικητής στην Αθήνα!) και η απομόνωση του κόμματος από τον λαό λόγω της αποτυχίας της Διασκεπτικής, επανέφεραν το ΑΚΕΛ στο σύνθημα της Ένωσης (η γραμμή αυτή επικυρώθηκε από το συνέδριο του ΑΚΕΛ στις 27-29/8/1949).

(Η ίδρυση του βραχύβιου «Τροτσκιστικού Κόμματος Κύπρου» (δρούσε από το 1945 έως και το 1949) -το πιο πιθανόν στη Λευκωσία και τη Λεμεσό- ίσως να είχε σχέση με αυτήν την αλλαγή της γραμμής του ΑΚΕΛ.

Στο πρωτομαγιάτικο τεύχος του 1949 η εφημερίδα του κόμματος, «Εργάτης», δημοσίευε μεταξύ άλλων στην προκήρυξή του:

«ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ,

Η φετεινή Πρωτομαγιά ας μας βρει στις επάλξεις του αγώνα για το πέρασμα της εξουσίας στα χέρια του λαού μας, για την ΑΥΤΟΚΥΒΕΡΝΗΣΗ. Η προδοτική εγκατάλειψη του συνθήματος της Αυτοκυβέρνησης από μέρους της σταλινικής ηγεσίας και η υιοθέτηση του συνθήματος της Ένωσης πρέπει να μας κάνει να συνέλθουμε. Το αφιόνισμα της “Ένωσης” πρέπει να το σταματήσουμε εμείς οι ίδιοι. Να εξαναγκάσουμε τους κακή τη μοίρα ηγέτες των εργατικών μας οργανώσεων να μπούνε στον ορθό δρόμο της εξυπηρέτησης των εργατικών συμφερόντων. Αν αρνηθούνε, να τους παραμερίσουμε και να τραβήξουμε μπροστά, με μια καινούργια, μαχητική, ταξικά συνειδητή και αποφασιστική ηγεσία, για τον αγώνα για το πέρασμα της εξουσίας στα χέρια των εργατών - αγροτών. Η “Ένωση” δεν μπορεί να μας προσφέρει ούτε καλύτερους όρους δουλειάς, ούτε καλύτερα μεροκάματα, ούτε το κοινωνικό ξεσκλάβωμα μας να μας εξασφαλίσει. Μονάχα την αλλαγή των αλυσίδων μας θα μας φέρει. Τίποτε περισσότερο, τίποτε ολιγώτερο.»)

Στην δεκαετία του 1950 τέθηκε στην πράξη το ζήτημα της αποτίναξης του αποικιακού ζυγού και της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα μέσω του ένοπλου αγώνα (ουσιαστικά με αντάρτικο πόλεων και χτυπήματα ατομικής βίας). Μόνο που αυτό έγινε από την εθνικιστική Δεξιά και με την συμπαράσταση της Εθναρχίας και όχι από το ΑΚΕΛ. Η αποδοχή της τακτικής του ένοπλου αγώνα της ΕΟΚΑ (βλ. Ε2) από ευρύτατα λαϊκά στρώματα οδήγησε σε μια αυτοκριτική απόφαση της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ τον Μάιο του 1957 αλλά και πάλι εκείνο που επιβεβαίωνε ήταν η «ορθότητα της τακτικής του ενιαίου, παλλαϊκού, μαζικού δημοκρατικού αγώνα που απαρέκκλιτα ακολούθησε το κόμμα μας σε όλο το διάστημα».

Μετά το 1958 το ΑΚΕΛ συντάχθηκε με τον Μακάριο ο οποίος κατά την περίοδο της εξορίας είχε επίσης αναπροσανατολιστεί στην λύση της Ανεξαρτησίας και όχι της Ένωσης με την Ελλάδα –ενώ η ΕΟΚΑ παρέμενε στην θέση της για Ένωση μέσω του ένοπλου αγώνα.  

(Σπ. Σακελλαρόπουλου και Αλ. Αλέκου: «Η παράδοξη συνύπαρξη δυο κομμουνιστικών κομμάτων σε ένα: Η περίπτωση ΚΚΚ και ΑΚΕΛ»)

      

ΕΟΚ

Η «Εθνική Οργάνωσις Κύπρου» δεν ήταν κόμμα αλλά οργάνωση ε/κ που στόχευε στη ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ιδρύθηκε στις 26 Ιανουαρίου 1930, σε ευρεία παγκύπρια συνέλευση ε/κ παραγόντων στο μέγαρο της Αρχιεπισκοπής στη Λευκωσία. Επικεφαλής της τέθηκε ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Γ΄ (1916 -1933), ενώ στην ανώτατη 37μελή ηγεσία της μετείχαν τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, οι ε/κ «βουλευτές» του Νομοθετικού Συμβουλίου και άλλοι παράγοντες. Ουσιαστικά αποτέλεσε διάδοχο της Πολιτικής Οργανώσεως Κύπρου ενός σχήματος της Δεξιάς με επικεφαλής την Εκκλησία που είχε ιδρυθεί το 1921.

Η πρώτη ενέργεια της ΕΟΚ ήταν η διοργάνωση ενωτικών εκδηλώσεων στις 25 Μαρτίου του 1930, οπότε υπεγράφησαν ψηφίσματα υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, τα οποία κι εστάλησαν στο Λονδίνο. Στις «βουλευτικές» εκλογές του Οκτωβρίου 1930, η ΕΟΚ υποστήριξε εκείνους τους υποψήφιους οι οποίοι πολιτεύονταν με το σύνθημα «Ἕνωσις καί μόνον Ἕνωσις», και που εξελέγησαν όλοι. Έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά την προετοιμασία των «Οκτωβριανών» (βλ. Δ1) αλλά στην συνέχεια διαλύθηκε μέσα στην περίοδο της «Παλμεροκρατίας» (βλ. Δ2).

ΕΡΕΚ

Η «Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις Κύπρου» ιδρύθηκε στις παραμονές της εξέγερσης του Οκτωβρίου του 1931 αν και οι απόψεις διίστανται περί της ακριβούς ημερομηνίας ιδρύσεως (από την άνοιξη του 1930 μέχρι τον Απρίλιο του 1931). Πάντως όπως διακήρυξε είχε σκοπό «τήν μετά φανατισμοῦ ἐπιδίωξιν τῆς μετά τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτειακοῦ συνόλου ἑνώσεως τῆς Κύπρου». Τα ιδρυτικά της μέλη ήταν ως επί το πλείστον εκπαιδευτικοί, γιατροί, δικηγόροι και έμποροι. Είχε την ατυχία –και την έλλειψη εμπειρίας και οργανωτικής δομής- να πέσει θύμα της περιόδου της «Παλμεροκρατίας» και να μην μπορέσει να επιβιώσει.

Η ΠΕΟ

H «Παγκύπρια Εργατική Ομοσπονδία» (ΠΕΟ) ιδρύθηκε το 1939 ως Παγκύπρια Συντεχνιακή Επιτροπή (ΠΣΕ) και αποτελούσε την κεντρική συνδικαλιστική οργάνωση των Κυπρίων εργαζομένων (στα τουρκικά "Tüm Kıbrıs İşçi Federasyonu"‎‎). Ελέγχεται παραδοσιακά από το ΑΚΕΛ και μάλιστα, όταν το 1955 το ΑΚΕΛ βγήκε εκτός νόμου, εξέφραζε τις θέσεις του. Οι δυο πρώτοι επικεφαλής της οργάνωσης ήταν ο Ανδρέας Φάντης (1941-43) και ο Ανδρέας Ζιαρτίδης (1943-87). Μετά τις τρομοκρατικές δράσεις της ΤΜΤ εναντίον των τ/κ Αριστερών σταδιακά η ΠΕΟ εγκαταλείφθηκε από τους τ/κ.


Τετάρτη 10 Ιουλίου 2024

Το κυπριακό μέχρι το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή (μέρος 1ο)

 

Συμπληρώνονται φέτος πενήντα χρόνια από το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και είναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να κάνουμε μια μικρή ανασκόπηση των γεγονότων που προηγήθηκαν καθώς είμαι απολύτως βέβαιος πως οι περισσότεροι μένουν στην εισβολή αλλά αγνοούν τις αιτίες του διχασμού του κυπριακού λαού. Θα επιμείνουμε στην περίοδο της «αγγλοκρατίας» -και ιδιαιτέρως στην 50ετία που προηγήθηκε της ίδρυσης του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους- και στην συνέχεια στα γεγονότα που οδήγησαν στην τουρκική εισβολή. Με μια μεγάλη σημείωση όμως: τα γεγονότα θα περιγραφούν σε πολύ συνοπτικές γραμμές ενώ πολλά γεγονότα της κρίσιμης περιόδου είτε δεν έχουν φωτιστεί αρκετά είτε κάθε πλευρά που διαμόρφωσε το κυπριακό τα φωτίζει με τον δικό της προβολέα…

--ο--

Η Κύπρος πέρασε στην κυριαρχία του Γκι ντε Λουζινιάν το 1192 και αποκόπηκε από την υπόλοιπη βυζαντινή αυτοκρατορία. Η περίοδος της φραγκοκρατίας και αργότερα της βενετοκρατίας έληξαν όταν το 1570-72 οι οθωμανοί ολοκλήρωσαν την κατάκτηση του νησιού. Μέρος του πληθυσμού –σε μεγαλύτερη συχνότητα απόγονοι Λατίνων- εξισλαμίστηκαν με τη θέληση τους ή με τη βία και είναι αυτοί μαζί με κάποιους μετανάστες από την Μ. Ασία αποτέλεσαν τους προγόνους των μετέπειτα τουρκοκυπρίων (τ/κ). Μάλιστα μέρος αυτών των εξισλαμισθέντων παρέμειναν για κάποιο διάστημα κρυφά πιστοί στην χριστιανική θρησκεία (αποκληθέντες και «λινοβάμβακοι»).

Κατά την διάρκεια της οθωμανοκρατίας σημειώθηκαν εξεγέρσεις και σφαγές αλλά απείχαν από το να χαρακτηριστούν ως εθνικές. Οφείλονταν κυρίως στην κακοδιοίκηση και την βαριά φορολογία που επέβαλε η Πύλη (μάλιστα δυο μεγάλες εξεγέρσεις, το 1670 και το 1764, είχαν επικεφαλής μουσουλμάνους πρόκριτους).

Εθνικό κίνημα μεταξύ των χριστιανών Κυπρίων (ε/κ) άρχισε να δημιουργείται στις αρχές του 19ου αιώνα και να σχηματοποιείται με αφορμή την ελληνική επανάσταση. Μάλιστα έγινε προσπάθεια από μέρους τους να συμπεριληφθεί η Κύπρος στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος χωρίς επιτυχία. Πάντως με τις μεταρρυθμίσεις του 1839 και του 1856 οι Κύπριοι κατάφεραν να βελτιώσουν την θέση τους και αποκτήσουν κοινοτικές και ατομικές ελευθερίες.

 

Α. Η Κύπρος στην Βρετανία

Η διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ και η θαλάσσια οδός που συνέδεε τη Βρετανία με τις Ινδίες έκανε χρήσιμη την Κύπρο για την πολιτική της αυτοκρατορίας. Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος και η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (3/3/1878) έφερε σε δύσκολη θέση τον σουλτάνο. Ως αντάλλαγμα της βοήθειας που δόθηκε στην οθωμανική αυτοκρατορία από τη Βρετανία της παραχωρήθηκε η Κύπρος, αν και η παραχώρηση αρχικά είχε προσωρινό χαρακτήρα. Η συμμετοχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας στον Α ΠΠ στο πλευρό της Γερμανίας έδωσε την ευκαιρία στη Βρετανία να ανακηρύξει την Κύπρο αναπόσπαστο τμήμα της βρετανικής αυτοκρατορίας και οι Κύπριοι να γίνουν Βρετανοί υπήκοοι. Η Συνθήκη της Λωζάνης (1923) ήρθε να επισημοποιήσει το νέο καθεστώς.

 

Α1. Ελληνοβρετανικές επαφές για το κυπριακό μέχρι την Συνθήκη της Λωζάνης

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν ο πρώτος Έλληνας πολιτικός που είχε ένα συγκεκριμένο σχέδιο για το κυπριακό ζήτημα. Το σχέδιο αυτό έπαιρνε υπόψη του τόσο το ευρύτερο σχέδιο της «Ελλάδας των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων» όσο και αναγνωρισμένες διεθνείς αρχές καθώς και τις συμμαχικές σχέσεις Ελλάδας - Βρετανίας. Πίστευε ότι η Ένωση ήταν δυνατό να επιτευχθεί μόνο σταδιακά και περνώντας από διάφορες συνταγματικές φάσεις ως πρόβλημα μεταξύ Βρετανίας και ε/κ, με την Ελλάδα να τηρεί «ουδέτερη» στάση και ν' ακολουθεί μη επεμβατική πολιτική. Αυτή πολιτική ακολουθήθηκε ενόσω ο Βενιζέλος δέσποζε της πολιτικής σκηνής (στην περίοδο 1912 –1935). 

Μια πρώτη σοβαρή πιθανότητα επίτευξης της Ένωσης χάθηκε όταν το 1912-13 η Ελλάδα θα μπορούσε να πάρει την Κύπρο σε αντάλλαγμα λιμενικών διευκολύνσεων προς την Βρετανία η οποία, από την πλευρά της, θα μπορούσε να χρησιμοποιεί το Αργοστόλι για τον στρατό της (ο Τσώρτσιλ θεωρούσε τη ρύθμιση αυτή ως μέρος μιας γενικότερης συμφωνίας). Όμως τελικά η λύση αυτή δεν ευοδώθηκε καθώς είχε ήδη δημιουργηθεί ρήγμα μεταξύ των βενιζελικών και των (φιλογερμανών) βασιλικών.

Η Βρετανία επανήλθε μετά το ξέσπασμα του Α ΠΠ δίνοντας την Κύπρο ως αντάλλαγμα της συμμετοχής της Ελλάδας στο πλευρό της Αντάντ αλλά η κυβέρνηση του Αλ. Ζαΐμη, που είχε διαδεχθεί τον Βενιζέλο, απέρριψε την αγγλική προσφορά (17/10/1915).

Με την λήξη του Α ΠΠ, ο Βενιζέλος, μεταξύ των άλλων ελληνικών διεκδικήσεων προέβαλε και την ένωση της Κύπρου. Όμως το αίτημα για την Κύπρο ήταν πολύ προβληματικό καθώς η διεκδίκηση όχι μόνο απευθυνόταν στην ίδια την (σύμμαχο) Βρετανία (αν και ο Λόυδ Τζώρτζ δήλωσε πως η εκχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα ήταν ζήτημα δικαιοσύνης και ηθικής) αλλά και επειδή υπήρχαν και άλλες διεθνείς αντιδράσεις καθώς η Κύπρος εμπλεκόταν στον διαμοιρασμό της Ανατ. Μεσογείου μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας. Τελικά, τον Αύγουστο του 1920 ο Βενιζέλος ανακοίνωσε σε αντιπροσωπεία ε/κ την απόφαση της Βρετανίας να μη παραχωρήσει την Κύπρο (σχετική ανακοίνωση εξέδωσε και το αγγλικό υπουργείο Αποικιών δυο μήνες αργότερα).

Η Μικρασιατική καταστροφή έβαλε τέλος σε κάθε σκέψη περί Ένωσης. Το θετικό για τους ε/κ ήταν ότι η κεμαλική, πλέον, Τουρκία παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμα ή διεκδίκηση στο νησί στα πλαίσια των αμοιβαίων υποχωρήσεων, βάσει των οποίων και η Ελλάδα έχασε μερικές περιοχές, όπως η ανατολική Θράκη.

Το ζήτημα έκλεισε λίγο αργότερα, το 1925, όταν η Αγγλία προχώρησε στην ανακήρυξη της Κύπρου σε αποικία του Στέμματος.

(Ο Βενιζέλος και το κυπριακό)

 

Α2. Η βρετανική διοίκηση

 

Αρμοστής/Κυβερνήτης

Τον τίτλο του ύπατου αρμοστή έφεραν οι Βρετανοί διοικητές της Κύπρου από τον Ιούλιο του 1878 μέχρι και τον Μάιο του 1925 (σε αυτό το διάστημα υπηρέτησαν συνολικά εννέα ύπατοι αρμοστές). Στην συνέχεια και μέχρι την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας οι διοικητές της Κύπρου έφεραν τον τίτλο του κυβερνήτη (Governor). Υπό την εποπτεία του αρμοστή λειτουργούσε και η διοικητική κρατική μηχανή η οποία ονομαζόταν αρμοστεία.

Τις επαρχίες διοικούσαν διοικητές και ο λαός εξέλεγε τους δημοτικές και κοινοτικές αρχές.

Εκτελεστικό Συμβούλιο

Σώμα που που ασκούσε την εκτελεστική εξουσία στο νησί κατά την διάρκεια της αγγλοκρατίας. Το πρώτο Εκτελεστικό Συμβούλιο αποτελείτο από τον πρώτο ύπατο αρμοστή σερ Γκάρνετ Γούλσλεϋ μαζί με τρεις Βρετανούς αξιωματούχους (τον αρχιγραμματέα, τον αρχιλογιστή και τον δικηγόρο του Στέμματος) και τρεις Κύπριους (δυο χριστιανούς και έναν μουσουλμάνο). Το Εκτελεστικό Συμβούλιο μετατρεπόταν και σε νομοθετικό σώμα τους πρώτους μήνες της αγγλικής κατοχής, προκειμένου να εκδίδονται τα διάφορα διατάγματα (αργότερα σχηματίστηκε χωριστό νομοθετικό σώμα, το Νομοθετικό Συμβούλιο).

Ουσιαστικά όμως την Κύπρο κυβερνούσε ο ύπατος αρμοστής (αργότερα ο κυβερνήτης), βοηθούμενος από Βρετανούς αξιωματούχους. Για σοβαρά θέματα, οι αποφάσεις λαμβάνονταν στο Λονδίνο. Τα μέλη του Εκτελεστικού Συμβουλίου που κατάγονταν από την Κύπρο διορίζονταν από τον αρμοστή και είχαν ρόλο καθαρά συμβουλευτικό. Αργότερα, όταν εντάθηκε το ενωτικό κίνημα των Ελλήνων Κυπρίων, αυτοί δεν μετείχαν στο Εκτελεστικό Συμβούλιο.

Νομοθετικό Συμβούλιο

Ήταν ένα είδος Βουλής που είχε παραχωρήσει η Βρετανική κυβέρνηση στους Κύπριους. Το Σώμα αυτό πήρε την τελική του μορφή το 1882 ενώ οι πρώτες εκλογές «βουλευτών» έγιναν τον Μάϊο του επόμενου έτους. Το Συμβούλιο αποτελείτο από έξι ανώτερους Βρετανούς υπαλλήλους που διορίζονταν από τον ύπατο αρμοστή και δώδεκα εκλεγμένα μέλη, τρεις «μωαμεθανούς» -δλδ τ/κ- και εννιά «μη μωαμεθανούς» -δλδ ε/κ. Πρόεδρος του Ν.Σ. ήταν ο ύπατος αρμοστής και αργότερα ο κυβερνήτης της Κύπρου. Μετά την ανακήρυξη της Κύπρου ως αποικίας του Στέμματος (1925) η αναλογία έγινε: εννιά διορισμένοι Βρετανοί υπάλληλοι, δώδεκα ε/κ και τρεις τ/κ. Σε περίπτωση ισοψηφίας ψήφιζε και ο αρμοστής (και αργότερα ο κυβερνήτης). Με αυτές τις αναλογίες όμως, και επειδή συνήθως οι τ/κ «βουλευτές» ψήφιζαν μαζί με τους Βρετανούς, οι αποφάσεις έβγαιναν ουσιαστικά από τον αρμοστή (και τον κυβερνήτη)! Μάλιστα υπήρχε η δικλείδα ασφαλείας του δικαιώματος βέτο της βασίλισσας της Βρετανίας σε περίπτωση που κάποιος τ/κ ψήφιζε μαζί με τους ε/κ!

Γνωμοδοτικό Συμβούλιο

Το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο ήταν ένα σώμα διορισμένων πολιτών (τέσσερεις ε/κ και ένας τ/κ) με τριετή θητεία που δημιούργησαν οι Βρετανοί μετά τα Οκτωβριανά προς αντικατάσταση του Νομοθετικού Συμβουλίου το οποίο και καταργήθηκε επί Παλμεροκρατίας (το Εκτελεστικό Συμβούλιο, αν και παρέμεινε, αποτελείτο πλέον μόνο από πέντε Βρετανούς επιτρόπους).

Το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο παρέμεινε ως η μονή επίσημη αρχή στην οποία συμμετείχαν Κύπριοι μέχρι την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ.

 

Β. Η Εθναρχία

Θα μπορούσε ο οποιοσδήποτε να αναρωτηθεί για ποιο λόγο βρέθηκε επικεφαλής του κυπριακού λαού στον αγώνα για ανεξαρτησία (ή και για Ένωση με την Ελλάδα) ένας αρχιεπίσκοπος. Η απάντηση έρχεται εύκολα αν συνυπολογίσουμε το οθωμανικό παρελθόν της Κύπρου (1570-1878): ο σουλτάνος εκχωρούσε μια σειρά από δικαιώματα στην ηγεσία της χριστιανικής Εκκλησίας με αντάλλαγμα την υποχρέωση της ηγεσίας να κρατά υποταγμένο το ποίμνιο ώστε να μην ξεσπούν εξεγέρσεις και να γίνεται απρόσκοπτα η συλλογή των φόρων. Δηλαδή η ηγεσία της Εκκλησίας, τόσο σε κεντρικό όσο και σε τοπικό επίπεδο, έγινε μέρος της οθωμανικής διοίκησης με ανταλλάγματα προνομίων, υποχρεώσεις αλλά και ποινές. Κατά την περίοδο της Οθωμανική περίοδο βρήκε  την πλήρη εφαρμογή της η εθναρχική ιδιότητα της Κυπριακής Εκκλησίας.

Οι όροι εθνάρχης και εθναρχία, που αναφέρονται ήδη στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη και σε αρχαίους και Χριστιανούς συγγραφείς, επικράτησαν για να δηλώσουν τόσο τις κοσμικές ευθύνες (άρα την φορολογική και αστική δικαιοδοσία της ηγεσίας επί του ποιμνίου) όσο και την πνευματική ευθύνη της ηγεσίας.

Οι φοροσυλλεκτικές αρμοδιότητες του αρχιεπισκόπου-εθνάρχη και των επισκόπων του, οι οποίες ασκούνταν σε συνεργασία με τον δραγομάνο του σεραγίου, δημιούργησαν ένα σώμα αξιωματούχων των δυο συστημάτων (Εκκλησίας και δραγομάνου) που ανήκαν στις διακεκριμένες οικογένειες του νησιού. Η «κάστα» αυτή περιστοίχιζε τον αρχιεπίσκοπο και τους επισκόπους, και κυριαρχούσε στον εθναρχικό θεσμό μέχρι τέλους της οθωμανοκρατίας.

Η Εθναρχία κατά την “αγγλοκρατία”

Μετά την κατάκτηση της Κύπρου οι Βρετανοί, προσάρμοσαν τον εθναρχικό ρόλο της εκκλησιαστικής ηγεσίας στην νέα κατάσταση αναγνωρίζοντας άτυπα τον εκάστοτε αρχιεπίσκοπο ως τον εκπρόσωπο και ηγέτη των ε/κ αφού και χρειάζονταν έναν συνομιλητή από το κατακτημένο λαό και δεν ήσαν διατεθειμένοι να παραχωρήσουν ουσιαστικά πολιτικά δικαιώματα. Η εθναρχική ιδιότητα του αρχιεπισκόπου Κύπρου εκφράστηκε σε πολλές περιπτώσεις:

την υποδοχή και προσφώνηση του πρώτου Βρετανού Κυβερνήτη (σερ Γκάρνετ Γούλσλεϋ) από τον αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο,

τον μητροπολίτη Κιτίου και βουλευτή Νικόδημο Μυλωνά που ήταν από τους πρωταγωνιστές της εξέγερσης του Οκτωβρίου 1931 και εξορίστηκε γι' αυτό,

τον μητροπολίτη Κυρήνειας Μακάριο (και μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Μακάριος Β΄) που επίσης εξορίστηκε,

φυσικά τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο (Μακάριο Γ') που το 1956 διεξήγαγε συνομιλίες με τον Άγγλο κυβερνήτη σερ Τζων Χάρτιγκ για λύση του Κυπριακού ζητήματος, που το 1959 υπέγραψε τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου και που ήταν ο πρώτος εκλεγμένος πρόεδρος της κυπριακής δημοκρατίας.

Η δεσπόζουσα θέση του αρχιεπισκόπου και της ηγεσίας της Εκκλησίας δεν αναγνωριζόταν μόνο από τους Βρετανούς αλλά κυρίως από τον ε/κ λαό που τους αναγνώριζε τον ρόλο της εθνικής και πολιτικής ηγεσίας. Τον ρόλο αυτόν του αρχιεπισκόπου ισχυροποιούσε και νομιμοποιούσε το γεγονός ο προκαθήμενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου εκλεγόταν με ψηφοφορία στην οποία συμμετείχαν οι χριστιανοί της Κύπρου.

Έτσι, με τον αρχιεπίσκοπο να είναι ταυτόχρονα και εθνικός και πολιτικός ηγέτης των ε/κ, η ίδια η Κυπριακή Εκκλησία διαδραμάτιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στα εθνικά, πολιτικά, πολιτιστικά, εκπαιδευτικά, κοινωνικά, ακόμη και αγροτικά και οικονομικά ζητήματα του νησιού.

Μετά το τέλος του Β ΠΠ ο θεσμός της Εθναρχίας διευρύνθηκε με τη δημιουργία Εθναρχικού Συμβουλίου στο οποίο μετείχαν και πολλοί πολίτες, Εθναρχικού Γραφείου που λειτουργούσε μόνιμα και Γραφεία Εθναρχίας στην Αθήνα και στο Λονδίνο. Η Εθναρχία εξέδιδε και το περιοδικό Ελληνική Κύπρος.

Στην διάρκεια του ένοπλου αγώνα για την απελευθέρωση η Εθναρχία είχε αναλάβει την χρηματοδότηση ενώ και για αρκετά χρόνια αργότερα διαδραμάτισε τον βασικό ρόλο στην διακυβέρνηση του νησιού.

 

Συνεχίζεται>

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024

Οι δυο Ελλάδες

 


 

 

14 χρόνια απαξίωσης της εργασίας

 

Μόνο λόγω πληθωρισμού ο πραγματικός μέσος μισθός έχει μειωθεί 33% από το 2008

Η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα ακολούθησε πτωτική πορεία από το 2009 έως σήμερα, όχι μόνο με κυβερνήσεις της Δεξιάς αλλά και με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα, η ανάλυση των στοιχείων δεν μας προσφέρει κανένα σημάδι ότι η μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών τείνει να ανακοπεί στο άμεσο μέλλον. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνο εάν αλλάξει ο συσχετισμός δύναμης εργασίας και κεφαλαίου, διότι είναι αυτός ο συσχετισμός που διαμορφώνει τον μέσο μισθό, επομένως και ολόκληρη την μισθολογική κλίμακα που εξαρτάται από αυτόν.

Η Eurostat, στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημοσιεύει χρονολογική σειρά για τον μέσο ακαθάριστο μισθό για εργασία με πλήρες ωράριο, ο οποίος επομένως δεν επηρεάζεται από την μερική απασχόληση. Πρόκειται για τον μισθό που περιλαμβάνει τις ασφαλιστικές εισφορές και τους φόρους που πληρώνει ο μισθωτός, αλλά δεν περιλαμβάνει τις αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές που πληρώνει ο εργοδότης.

Στη γραφική παράσταση της αγοραστικής ικανότητας του μέσου ακαθάριστου μισθού για εργασία με πλήρες ωράριο (στο εξής, θα αναφέρεται απλώς ως «μέσος πραγματικός μισθός») διακρίνουμε τρεις περιόδους μεταβολών: την περίοδο από την έναρξη της κρίσης (2008) έως το τέλος των δύο πρώτων μνημονίων (2014), την περίοδο διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ (2015-2019), και την περίοδο διακυβέρνησης από τη ΝΔ. Αυτή όμως η περιοδολόγηση, ας μη μας ξεγελάσει: από την άποψη των μεταβολών των μισθών, που εξετάζουμε εδώ, πρόκειται για ενιαία περίοδο. Ας δούμε γιατί.

Η πρώτη περίοδος, από το 2008 έως το τέλος του 2014, αφού εφαρμόστηκαν τα δύο πρώτα μνημόνια, αποτέλεσε την πρώτη φάση της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού, η οποία παραμένει ανοιχτή έως σήμερα. Η κατακόρυφη άνοδος του ποσοστού ανεργίας σε συνδυασμό με τις διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας (μεταβίβαση του καθορισμού του κατώτατου μισθού από τις διαπραγματεύσεις εργατικών συνδικάτων και εργοδοτικών οργανώσεων στον μονομερή καθορισμό από το υπουργείο Εργασίας, απελευθέρωση των επιχειρήσεων από κανόνες που προστατεύουν την εργασία κ.λπ.) οδήγησαν σε δραματική αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής ισχύος των μισθωτών, που προκάλεσε κατακόρυφη πτώση του μέσου μηνιαίου μισθού από τα 1.812 ευρώ το 2008 στα 1.381 ευρώ το 2014.

Στη δεύτερη περίοδο, με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, από το 2015 έως το 2019, ο μέσος πραγματικός μισθός μειώθηκε περαιτέρω κατά 5,3%. Ήταν η φάση εφαρμογής του τρίτου μνημονίου και της εδραίωσης της πολιτικής που επιβλήθηκε με τα τρία μνημόνια συνολικά ως η μόνη εφικτή πολιτική, η οποία ασκήθηκε οικειοθελώς από τις ελληνικές κυβερνήσεις σε όλες τις αποχρώσεις των εθνικών μας χρωμάτων.

Στην τρίτη περίοδο, αυτή της διακυβέρνησης από τη ΝΔ, ο μέσος πραγματικός μισθός μειώθηκε περαιτέρω κατά 4,1% (στη διάρκεια της πανδημίας δεν υπήρξε μεταβολή). Εάν λάβουμε, βέβαια, υπόψη μας ότι ο πληθωρισμός ήταν υψηλότερος για τα χαμηλότερα εισοδήματα (επειδή καταναλώνουν προϊόντα για τα οποία οι ανατιμήσεις ήταν υψηλότερες του μέσου όρου) η μείωση του πραγματικού μισθού στο κάτω μέρος της μισθολογικής κλίμακας ήταν περίπου 8%. Στο σύνολο των ετών 2008-2024, η συνολική μείωση ανήλθε σε 33% εξαιτίας του πληθωρισμού χωρίς να λάβουμε υπόψη μας τις άλλες επιβαρύνσεις που αυξήθηκαν κατά την ίδια χρονική περίοδο (μεγαλύτερη συμμετοχή ιδιωτικών δαπανών υγείας στις συνολικές δαπάνες των νοικοκυριών, αυξημένη φορολογική πίεση κλπ). Με δυο λόγια, από το 2008 έως στο τέλος του 2023, η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού για απασχόληση με πλήρες ωράριο μειώθηκε εξαιτίας του πληθωρισμού κατά το 1/3.

Συμπέρασμα πρώτο: Η απαξίωση της εργασίας στην Ελλάδα είναι ενιαία μακροχρόνια διαδικασία που ήδη έχει εισέλθει στο 15ο έτος της και συνεχίζεται. Στη διάρκεια 14 ετών συνολικά (2009-2023) η αγοραστική δύναμη του μισθού μειώθηκε κατά τα 12 έτη και αυξήθηκε μόνο κατά τα δύο (2015, 2021). Η ανάλυση των στοιχείων δείχνει ότι πρόκειται για διαδικασία της οποίας η δυναμική δεν πρόκειται να ανατραπεί υπό τους παρόντες κοινωνικούς συσχετισμούς δύναμης.

Συμπέρασμα δεύτερο: Η απαξίωση της εργασίας στην Ελλάδα δεν αποτελεί απλώς μια ιδιαίτερη περίπτωση μιας γενικής απαξίωσης της εργασίας που πραγματοποιείται στον ευρωπαϊκό Νότο, αλλά αποτελεί μοναδική περίπτωση. Αυτό προκύπτει από την ίδια πηγή στοιχείων που χρησιμοποιούμε σε αυτό το άρθρο: στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αγοραστική δύναμη του μέσου πραγματικού μισθού είναι τώρα υψηλότερη ή τουλάχιστον ίση με την αντίστοιχη του 2008 (με εξαίρεση την Ιταλία και την Ολλανδία όπου υπήρξαν μειώσεις περίπου 5%). Ο μέσος μισθός για απασχόληση με πλήρες ωράριο στην Κύπρο, ο οποίος ήταν το 2008 ίσος με τον αντίστοιχο μισθό στην Ελλάδα, είναι σήμερα κατά 40% υψηλότερος (όχι τόσο επειδή αυξήθηκε εκεί αλλά επειδή μειώθηκε εδώ). Στην Πορτογαλία είναι τώρα κατά 23 % υψηλότερος έναντι της Ελλάδας, ενώ το 2008 ήταν κατά 21% χαμηλότερος.

Ο ελληνικός καπιταλισμός αποτελεί εξαίρεση μεταξύ των χωρών της Ευρώπης διότι αποτελεί την μοναδική περίπτωση επίμονης και διαρκούς κρίσης που έχει πάρει χαρακτηριστικά παρακμής. Ένα από τα συμπτώματα αυτής της παρακμής είναι η μείωση της αγοραστικής δύναμης του μέσου μισθού, για απασχόληση με πλήρες ωράριο, κατ’ ελάχιστο 33%. Εάν η διαδικασία απαξίωσης της εργασίας δεν ανακοπεί, και συνεχιστεί με τους ίδιους ρυθμούς, η αγοραστική δύναμη του μέσου μηνιαίου μισθού για πλήρες ωράριο, κατά το 2030 θα έχει φτάσει πολύ κοντά στα 1.000 ευρώ σε σημερινές τιμές.


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (3.5.24)

https://prin.gr/2024/05/14-years/

 

 

Επιστροφή στην κερδοφορία του 2008


 

Η διανομή κερδών έχει προτεραιότητα έναντι των παραγωγικών επενδύσεων

Το 2008 ήταν μια πολύ καλή χρονιά για την ελληνική οικονομία. Ο όγκος της παραγωγής (ΑΕΠ) ήταν κατά 23% υψηλότερος από ό,τι το 2023, βρισκόταν δηλαδή στο πρωτόγνωρο για την Ελλάδα ύψος των 240 δισ. ευρώ έναντι των 195 δισ. του 2023 (σε τιμές 2015), ο μέσος μισθός είχε φτάσει στο 75% του μέσου όρου της ευρωζώνης έναντι 46% το 2023, το παραγωγικό κεφάλαιο ήταν κατά 11% μεγαλύτερο, και υπήρχαν 26% λιγότεροι άνεργοι σε σχέση με το 2023.

Κάθε τίμιος παρατηρητής θα παραδεχόταν ότι αυτή είναι η εικόνα μιας χώρας η οποία έχει υποστεί καταστροφή που διαρκεί επί δεκαέξι συναπτά χρόνια —μέχρι στιγμής. Ωστόσο, στο παράλληλο σύμπαν που συντηρούν με ζήλο η αστική τάξη και το υπηρετικό της προσωπικό από τη μικροαστική τάξη, η οικονομία βαδίζει σε πολύ καλό δρόμο επειδή το κυριότερο, αν όχι το μοναδικό, μέγεθος που έχει σημασία γι αυτές τις τάξεις είναι η κερδοφορία, η ικανότητα δηλαδή του κεφαλαίου να παράγει κέρδη, είναι η απόδοση του κεφαλαίου (που είναι το κέρδος ως ποσοστό του επενδυμένου κεφαλαίου, όπως για έναν τραπεζικό λογαριασμό η αντίστοιχη απόδοση είναι το επιτόκιο).

Πράγματι, η απόδοση κεφαλαίου εμφανίζει σαφή και αδιάλειπτη βελτίωση από το 2013 και μετά (βλ. στο διάγραμμα). Η μείωσή της από την έναρξη της κρίσης έως το 2013, με την εφαρμογή των δύο μνημονίων, ήταν δραματική (-70% έναντι του 2008). Την ίδια χρονιά, όμως, εκκίνησε η αντίστροφη πορεία, και μέχρι το τέλος του 2014, η μείωση της κερδοφορίας είχε περιοριστεί στο 50% έναντι του 2008. Στο επίπεδο αυτό διατηρήθηκε μέχρι το 2017, αλλά μπορούμε να αναγνωρίσουμε στον ΣΥΡΙΖΑ ότι πέτυχε, κατά το 2018-2019, την περαιτέρω αύξηση της κερδοφορίας με αντίτιμο την αντίστοιχη μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών. Η τρίτη και τελευταία πράξη της ανοδικής πορείας της κερδοφορίας παίχτηκε όταν επέστρεψε ο αυθεντικός εκπρόσωπος του κεφαλαίου στην κυβέρνηση. Αμέσως μετά την πανδημία, ο από μηχανής θεός του πληθωρισμού, σε συνέργεια με την πολύ ιδιαίτερη μετα-μνημονιακή συγκυρία αύξησης της τουριστικής κίνησης, προσέφερε τη μεγάλη ευκαιρία στις επιχειρήσεις να ανακτήσουν τα απωλεσθέντα κέρδη αυξάνοντας την παραγωγή τους και ταυτοχρόνως απαξιώνοντας την εργασία εν ριπή οφθαλμού και χωρίς ικανές κοινωνικές αντιστάσεις. Πιο συγκεκριμένα, ενώ η απόδοση κεφαλαίου βρισκόταν το 2021 ακόμη στο 60% της αντίστοιχης απόδοσης του 2008, έκλεισε σε μόλις τρία χρόνια, μέχρι το τέλος του 2023, σχεδόν ολόκληρη την απόσταση από την κερδοφορία του 2008. Έξι μήνες μετά, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι η απόδοση κεφαλαίου βρίσκεται σήμερα σε επίπεδο ανώτερο από το αντίστοιχο επίπεδο του 2008.

Σε αυτό το σημείο, όμως, χρειάζεται μια διευκρίνιση: Το γεγονός ότι η απόδοση κεφαλαίου, όπως αυτή εμφανίζεται στο διάγραμμα, είχε παραμείνει επί 16 έτη σε επίπεδα χαμηλότερα από το 2008, δεν πρέπει να μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αντίστοιχη ήταν η μείωση των κερδών που διανεμήθηκαν στους μετόχους, στους ιδιοκτήτες μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων, στις τράπεζες κ.λπ. Από την ανάλυση των στατιστικών στοιχείων προκύπτει ότι η μείωση της κερδοφορίας οδήγησε κυρίως σε μείωση των επενδύσεων σε παραγωγικές επενδύσεις. Πιο συγκεκριμένα, η ανάλυση των στατιστικών στοιχείων δείχνει ότι η διανομή των κερδών είχε προτεραιότητα έναντι των παραγωγικών επενδύσεων σε όλη τη διάρκεια των τελευταίων 16 ετών. Πρώτα, λοιπόν, γίνεται η διανομή κερδών, και ό,τι περισσέψει χρηματοδοτεί παραγωγικές επενδύσεις. Αυτό πάλι, δεν πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο ελληνικός καπιταλισμός είναι διαφορετικός από τους άλλους, παρασιτικός, υποδεέστερος, τριτοκοσμικός κ.λπ. Η προτεραιότητα της διανομής των κερδών έναντι των παραγωγικών επενδύσεων δεν είναι χαρακτηριστικό υπανάπτυξης, είναι χαρακτηριστικό του νεοφιλελευθερισμού, ισχύει ακόμη και για τη ναυαρχίδα του καπιταλισμού, τις ΗΠΑ, όπου σχεδόν το σύνολο των κερδών των ανώνυμων εταιρειών διανέμεται, οι δε παραγωγικές επενδύσεις πραγματοποιούνται με δανεισμό. Με δυο λόγια, στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού, οι παραγωγικές επενδύσεις αντιμετωπίζονται από τις επιχειρήσεις ως ένα κατάλοιπο που προκύπτει μετά από την διανομή των κερδών (βλ. στο βιβλίο των Ζεράρ Ντυμενίλ και Ντομινίκ Λεβί Η κρίση του νεοφιλελευθερισμού, σε μετάφραση του Χρήστου Βαλλιάνου, εκδόσεις Angelus Novus, 2017, και πιο αναλυτικά σε άλλες δημοσιεύσεις τους).

Αυτή είναι η άνοδος της κερδοφορίας που μεταφράζεται σε μεγάλο βαθμό σε αύξηση των εισοδημάτων της αστικής τάξης μέσω της διανομής ενός μεγάλου μέρους των κερδών και προκαλεί τη βαθιά ευφορία και τις παραισθήσεις της ικανοποιημένης απληστίας τους.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (18.5.24)

https://prin.gr/2024/05/kerdoforia/

 

 

Το κυπριακό μέχρι το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή (μέρος 6ο/6)

  >Συνέχεια από το προηγούμενο   Σύνοψη Στον ελληνόφωνο χριστιανικό πληθυσμό της Κύπρου (τους μετέπειτα ελληνοκύπριους) άρχισε να ζ...