Τετάρτη 10 Ιουλίου 2024

Το κυπριακό μέχρι το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή (μέρος 1ο)

 

Συμπληρώνονται φέτος πενήντα χρόνια από το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και είναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να κάνουμε μια μικρή ανασκόπηση των γεγονότων που προηγήθηκαν καθώς είμαι απολύτως βέβαιος πως οι περισσότεροι μένουν στην εισβολή αλλά αγνοούν τις αιτίες του διχασμού του κυπριακού λαού. Θα επιμείνουμε στην περίοδο της «αγγλοκρατίας» -και ιδιαιτέρως στην 50ετία που προηγήθηκε της ίδρυσης του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους- και στην συνέχεια στα γεγονότα που οδήγησαν στην τουρκική εισβολή. Με μια μεγάλη σημείωση όμως: τα γεγονότα θα περιγραφούν σε πολύ συνοπτικές γραμμές ενώ πολλά γεγονότα της κρίσιμης περιόδου είτε δεν έχουν φωτιστεί αρκετά είτε κάθε πλευρά που διαμόρφωσε το κυπριακό τα φωτίζει με τον δικό της προβολέα…

--ο--

Η Κύπρος πέρασε στην κυριαρχία του Γκι ντε Λουζινιάν το 1192 και αποκόπηκε από την υπόλοιπη βυζαντινή αυτοκρατορία. Η περίοδος της φραγκοκρατίας και αργότερα της βενετοκρατίας έληξαν όταν το 1570-72 οι οθωμανοί ολοκλήρωσαν την κατάκτηση του νησιού. Μέρος του πληθυσμού –σε μεγαλύτερη συχνότητα απόγονοι Λατίνων- εξισλαμίστηκαν με τη θέληση τους ή με τη βία και είναι αυτοί μαζί με κάποιους μετανάστες από την Μ. Ασία αποτέλεσαν τους προγόνους των μετέπειτα τουρκοκυπρίων (τ/κ). Μάλιστα μέρος αυτών των εξισλαμισθέντων παρέμειναν για κάποιο διάστημα κρυφά πιστοί στην χριστιανική θρησκεία (αποκληθέντες και «λινοβάμβακοι»).

Κατά την διάρκεια της οθωμανοκρατίας σημειώθηκαν εξεγέρσεις και σφαγές αλλά απείχαν από το να χαρακτηριστούν ως εθνικές. Οφείλονταν κυρίως στην κακοδιοίκηση και την βαριά φορολογία που επέβαλε η Πύλη (μάλιστα δυο μεγάλες εξεγέρσεις, το 1670 και το 1764, είχαν επικεφαλής μουσουλμάνους πρόκριτους).

Εθνικό κίνημα μεταξύ των χριστιανών Κυπρίων (ε/κ) άρχισε να δημιουργείται στις αρχές του 19ου αιώνα και να σχηματοποιείται με αφορμή την ελληνική επανάσταση. Μάλιστα έγινε προσπάθεια από μέρους τους να συμπεριληφθεί η Κύπρος στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος χωρίς επιτυχία. Πάντως με τις μεταρρυθμίσεις του 1839 και του 1856 οι Κύπριοι κατάφεραν να βελτιώσουν την θέση τους και αποκτήσουν κοινοτικές και ατομικές ελευθερίες.

 

Α. Η Κύπρος στην Βρετανία

Η διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ και η θαλάσσια οδός που συνέδεε τη Βρετανία με τις Ινδίες έκανε χρήσιμη την Κύπρο για την πολιτική της αυτοκρατορίας. Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος και η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (3/3/1878) έφερε σε δύσκολη θέση τον σουλτάνο. Ως αντάλλαγμα της βοήθειας που δόθηκε στην οθωμανική αυτοκρατορία από τη Βρετανία της παραχωρήθηκε η Κύπρος, αν και η παραχώρηση αρχικά είχε προσωρινό χαρακτήρα. Η συμμετοχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας στον Α ΠΠ στο πλευρό της Γερμανίας έδωσε την ευκαιρία στη Βρετανία να ανακηρύξει την Κύπρο αναπόσπαστο τμήμα της βρετανικής αυτοκρατορίας και οι Κύπριοι να γίνουν Βρετανοί υπήκοοι. Η Συνθήκη της Λωζάνης (1923) ήρθε να επισημοποιήσει το νέο καθεστώς.

 

Α1. Ελληνοβρετανικές επαφές για το κυπριακό μέχρι την Συνθήκη της Λωζάνης

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν ο πρώτος Έλληνας πολιτικός που είχε ένα συγκεκριμένο σχέδιο για το κυπριακό ζήτημα. Το σχέδιο αυτό έπαιρνε υπόψη του τόσο το ευρύτερο σχέδιο της «Ελλάδας των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων» όσο και αναγνωρισμένες διεθνείς αρχές καθώς και τις συμμαχικές σχέσεις Ελλάδας - Βρετανίας. Πίστευε ότι η Ένωση ήταν δυνατό να επιτευχθεί μόνο σταδιακά και περνώντας από διάφορες συνταγματικές φάσεις ως πρόβλημα μεταξύ Βρετανίας και ε/κ, με την Ελλάδα να τηρεί «ουδέτερη» στάση και ν' ακολουθεί μη επεμβατική πολιτική. Αυτή πολιτική ακολουθήθηκε ενόσω ο Βενιζέλος δέσποζε της πολιτικής σκηνής (στην περίοδο 1912 –1935). 

Μια πρώτη σοβαρή πιθανότητα επίτευξης της Ένωσης χάθηκε όταν το 1912-13 η Ελλάδα θα μπορούσε να πάρει την Κύπρο σε αντάλλαγμα λιμενικών διευκολύνσεων προς την Βρετανία η οποία, από την πλευρά της, θα μπορούσε να χρησιμοποιεί το Αργοστόλι για τον στρατό της (ο Τσώρτσιλ θεωρούσε τη ρύθμιση αυτή ως μέρος μιας γενικότερης συμφωνίας). Όμως τελικά η λύση αυτή δεν ευοδώθηκε καθώς είχε ήδη δημιουργηθεί ρήγμα μεταξύ των βενιζελικών και των (φιλογερμανών) βασιλικών.

Η Βρετανία επανήλθε μετά το ξέσπασμα του Α ΠΠ δίνοντας την Κύπρο ως αντάλλαγμα της συμμετοχής της Ελλάδας στο πλευρό της Αντάντ αλλά η κυβέρνηση του Αλ. Ζαΐμη, που είχε διαδεχθεί τον Βενιζέλο, απέρριψε την αγγλική προσφορά (17/10/1915).

Με την λήξη του Α ΠΠ, ο Βενιζέλος, μεταξύ των άλλων ελληνικών διεκδικήσεων προέβαλε και την ένωση της Κύπρου. Όμως το αίτημα για την Κύπρο ήταν πολύ προβληματικό καθώς η διεκδίκηση όχι μόνο απευθυνόταν στην ίδια την (σύμμαχο) Βρετανία (αν και ο Λόυδ Τζώρτζ δήλωσε πως η εκχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα ήταν ζήτημα δικαιοσύνης και ηθικής) αλλά και επειδή υπήρχαν και άλλες διεθνείς αντιδράσεις καθώς η Κύπρος εμπλεκόταν στον διαμοιρασμό της Ανατ. Μεσογείου μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας. Τελικά, τον Αύγουστο του 1920 ο Βενιζέλος ανακοίνωσε σε αντιπροσωπεία ε/κ την απόφαση της Βρετανίας να μη παραχωρήσει την Κύπρο (σχετική ανακοίνωση εξέδωσε και το αγγλικό υπουργείο Αποικιών δυο μήνες αργότερα).

Η Μικρασιατική καταστροφή έβαλε τέλος σε κάθε σκέψη περί Ένωσης. Το θετικό για τους ε/κ ήταν ότι η κεμαλική, πλέον, Τουρκία παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμα ή διεκδίκηση στο νησί στα πλαίσια των αμοιβαίων υποχωρήσεων, βάσει των οποίων και η Ελλάδα έχασε μερικές περιοχές, όπως η ανατολική Θράκη.

Το ζήτημα έκλεισε λίγο αργότερα, το 1925, όταν η Αγγλία προχώρησε στην ανακήρυξη της Κύπρου σε αποικία του Στέμματος.

(Ο Βενιζέλος και το κυπριακό)

 

Α2. Η βρετανική διοίκηση

 

Αρμοστής/Κυβερνήτης

Τον τίτλο του ύπατου αρμοστή έφεραν οι Βρετανοί διοικητές της Κύπρου από τον Ιούλιο του 1878 μέχρι και τον Μάιο του 1925 (σε αυτό το διάστημα υπηρέτησαν συνολικά εννέα ύπατοι αρμοστές). Στην συνέχεια και μέχρι την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας οι διοικητές της Κύπρου έφεραν τον τίτλο του κυβερνήτη (Governor). Υπό την εποπτεία του αρμοστή λειτουργούσε και η διοικητική κρατική μηχανή η οποία ονομαζόταν αρμοστεία.

Τις επαρχίες διοικούσαν διοικητές και ο λαός εξέλεγε τους δημοτικές και κοινοτικές αρχές.

Εκτελεστικό Συμβούλιο

Σώμα που που ασκούσε την εκτελεστική εξουσία στο νησί κατά την διάρκεια της αγγλοκρατίας. Το πρώτο Εκτελεστικό Συμβούλιο αποτελείτο από τον πρώτο ύπατο αρμοστή σερ Γκάρνετ Γούλσλεϋ μαζί με τρεις Βρετανούς αξιωματούχους (τον αρχιγραμματέα, τον αρχιλογιστή και τον δικηγόρο του Στέμματος) και τρεις Κύπριους (δυο χριστιανούς και έναν μουσουλμάνο). Το Εκτελεστικό Συμβούλιο μετατρεπόταν και σε νομοθετικό σώμα τους πρώτους μήνες της αγγλικής κατοχής, προκειμένου να εκδίδονται τα διάφορα διατάγματα (αργότερα σχηματίστηκε χωριστό νομοθετικό σώμα, το Νομοθετικό Συμβούλιο).

Ουσιαστικά όμως την Κύπρο κυβερνούσε ο ύπατος αρμοστής (αργότερα ο κυβερνήτης), βοηθούμενος από Βρετανούς αξιωματούχους. Για σοβαρά θέματα, οι αποφάσεις λαμβάνονταν στο Λονδίνο. Τα μέλη του Εκτελεστικού Συμβουλίου που κατάγονταν από την Κύπρο διορίζονταν από τον αρμοστή και είχαν ρόλο καθαρά συμβουλευτικό. Αργότερα, όταν εντάθηκε το ενωτικό κίνημα των Ελλήνων Κυπρίων, αυτοί δεν μετείχαν στο Εκτελεστικό Συμβούλιο.

Νομοθετικό Συμβούλιο

Ήταν ένα είδος Βουλής που είχε παραχωρήσει η Βρετανική κυβέρνηση στους Κύπριους. Το Σώμα αυτό πήρε την τελική του μορφή το 1882 ενώ οι πρώτες εκλογές «βουλευτών» έγιναν τον Μάϊο του επόμενου έτους. Το Συμβούλιο αποτελείτο από έξι ανώτερους Βρετανούς υπαλλήλους που διορίζονταν από τον ύπατο αρμοστή και δώδεκα εκλεγμένα μέλη, τρεις «μωαμεθανούς» -δλδ τ/κ- και εννιά «μη μωαμεθανούς» -δλδ ε/κ. Πρόεδρος του Ν.Σ. ήταν ο ύπατος αρμοστής και αργότερα ο κυβερνήτης της Κύπρου. Μετά την ανακήρυξη της Κύπρου ως αποικίας του Στέμματος (1925) η αναλογία έγινε: εννιά διορισμένοι Βρετανοί υπάλληλοι, δώδεκα ε/κ και τρεις τ/κ. Σε περίπτωση ισοψηφίας ψήφιζε και ο αρμοστής (και αργότερα ο κυβερνήτης). Με αυτές τις αναλογίες όμως, και επειδή συνήθως οι τ/κ «βουλευτές» ψήφιζαν μαζί με τους Βρετανούς, οι αποφάσεις έβγαιναν ουσιαστικά από τον αρμοστή (και τον κυβερνήτη)! Μάλιστα υπήρχε η δικλείδα ασφαλείας του δικαιώματος βέτο της βασίλισσας της Βρετανίας σε περίπτωση που κάποιος τ/κ ψήφιζε μαζί με τους ε/κ!

Γνωμοδοτικό Συμβούλιο

Το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο ήταν ένα σώμα διορισμένων πολιτών (τέσσερεις ε/κ και ένας τ/κ) με τριετή θητεία που δημιούργησαν οι Βρετανοί μετά τα Οκτωβριανά προς αντικατάσταση του Νομοθετικού Συμβουλίου το οποίο και καταργήθηκε επί Παλμεροκρατίας (το Εκτελεστικό Συμβούλιο, αν και παρέμεινε, αποτελείτο πλέον μόνο από πέντε Βρετανούς επιτρόπους).

Το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο παρέμεινε ως η μονή επίσημη αρχή στην οποία συμμετείχαν Κύπριοι μέχρι την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ.

 

Β. Η Εθναρχία

Θα μπορούσε ο οποιοσδήποτε να αναρωτηθεί για ποιο λόγο βρέθηκε επικεφαλής του κυπριακού λαού στον αγώνα για ανεξαρτησία (ή και για Ένωση με την Ελλάδα) ένας αρχιεπίσκοπος. Η απάντηση έρχεται εύκολα αν συνυπολογίσουμε το οθωμανικό παρελθόν της Κύπρου (1570-1878): ο σουλτάνος εκχωρούσε μια σειρά από δικαιώματα στην ηγεσία της χριστιανικής Εκκλησίας με αντάλλαγμα την υποχρέωση της ηγεσίας να κρατά υποταγμένο το ποίμνιο ώστε να μην ξεσπούν εξεγέρσεις και να γίνεται απρόσκοπτα η συλλογή των φόρων. Δηλαδή η ηγεσία της Εκκλησίας, τόσο σε κεντρικό όσο και σε τοπικό επίπεδο, έγινε μέρος της οθωμανικής διοίκησης με ανταλλάγματα προνομίων, υποχρεώσεις αλλά και ποινές. Κατά την περίοδο της Οθωμανική περίοδο βρήκε  την πλήρη εφαρμογή της η εθναρχική ιδιότητα της Κυπριακής Εκκλησίας.

Οι όροι εθνάρχης και εθναρχία, που αναφέρονται ήδη στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη και σε αρχαίους και Χριστιανούς συγγραφείς, επικράτησαν για να δηλώσουν τόσο τις κοσμικές ευθύνες (άρα την φορολογική και αστική δικαιοδοσία της ηγεσίας επί του ποιμνίου) όσο και την πνευματική ευθύνη της ηγεσίας.

Οι φοροσυλλεκτικές αρμοδιότητες του αρχιεπισκόπου-εθνάρχη και των επισκόπων του, οι οποίες ασκούνταν σε συνεργασία με τον δραγομάνο του σεραγίου, δημιούργησαν ένα σώμα αξιωματούχων των δυο συστημάτων (Εκκλησίας και δραγομάνου) που ανήκαν στις διακεκριμένες οικογένειες του νησιού. Η «κάστα» αυτή περιστοίχιζε τον αρχιεπίσκοπο και τους επισκόπους, και κυριαρχούσε στον εθναρχικό θεσμό μέχρι τέλους της οθωμανοκρατίας.

Η Εθναρχία κατά την “αγγλοκρατία”

Μετά την κατάκτηση της Κύπρου οι Βρετανοί, προσάρμοσαν τον εθναρχικό ρόλο της εκκλησιαστικής ηγεσίας στην νέα κατάσταση αναγνωρίζοντας άτυπα τον εκάστοτε αρχιεπίσκοπο ως τον εκπρόσωπο και ηγέτη των ε/κ αφού και χρειάζονταν έναν συνομιλητή από το κατακτημένο λαό και δεν ήσαν διατεθειμένοι να παραχωρήσουν ουσιαστικά πολιτικά δικαιώματα. Η εθναρχική ιδιότητα του αρχιεπισκόπου Κύπρου εκφράστηκε σε πολλές περιπτώσεις:

την υποδοχή και προσφώνηση του πρώτου Βρετανού Κυβερνήτη (σερ Γκάρνετ Γούλσλεϋ) από τον αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο,

τον μητροπολίτη Κιτίου και βουλευτή Νικόδημο Μυλωνά που ήταν από τους πρωταγωνιστές της εξέγερσης του Οκτωβρίου 1931 και εξορίστηκε γι' αυτό,

τον μητροπολίτη Κυρήνειας Μακάριο (και μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Μακάριος Β΄) που επίσης εξορίστηκε,

φυσικά τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο (Μακάριο Γ') που το 1956 διεξήγαγε συνομιλίες με τον Άγγλο κυβερνήτη σερ Τζων Χάρτιγκ για λύση του Κυπριακού ζητήματος, που το 1959 υπέγραψε τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου και που ήταν ο πρώτος εκλεγμένος πρόεδρος της κυπριακής δημοκρατίας.

Η δεσπόζουσα θέση του αρχιεπισκόπου και της ηγεσίας της Εκκλησίας δεν αναγνωριζόταν μόνο από τους Βρετανούς αλλά κυρίως από τον ε/κ λαό που τους αναγνώριζε τον ρόλο της εθνικής και πολιτικής ηγεσίας. Τον ρόλο αυτόν του αρχιεπισκόπου ισχυροποιούσε και νομιμοποιούσε το γεγονός ο προκαθήμενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου εκλεγόταν με ψηφοφορία στην οποία συμμετείχαν οι χριστιανοί της Κύπρου.

Έτσι, με τον αρχιεπίσκοπο να είναι ταυτόχρονα και εθνικός και πολιτικός ηγέτης των ε/κ, η ίδια η Κυπριακή Εκκλησία διαδραμάτιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στα εθνικά, πολιτικά, πολιτιστικά, εκπαιδευτικά, κοινωνικά, ακόμη και αγροτικά και οικονομικά ζητήματα του νησιού.

Μετά το τέλος του Β ΠΠ ο θεσμός της Εθναρχίας διευρύνθηκε με τη δημιουργία Εθναρχικού Συμβουλίου στο οποίο μετείχαν και πολλοί πολίτες, Εθναρχικού Γραφείου που λειτουργούσε μόνιμα και Γραφεία Εθναρχίας στην Αθήνα και στο Λονδίνο. Η Εθναρχία εξέδιδε και το περιοδικό Ελληνική Κύπρος.

Στην διάρκεια του ένοπλου αγώνα για την απελευθέρωση η Εθναρχία είχε αναλάβει την χρηματοδότηση ενώ και για αρκετά χρόνια αργότερα διαδραμάτισε τον βασικό ρόλο στην διακυβέρνηση του νησιού.

 

Συνεχίζεται>

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το κυπριακό μέχρι το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή (μέρος 6ο/6)

  >Συνέχεια από το προηγούμενο   Σύνοψη Στον ελληνόφωνο χριστιανικό πληθυσμό της Κύπρου (τους μετέπειτα ελληνοκύπριους) άρχισε να ζ...