Σάββατο 19 Ιουνίου 2021

Πληθωρισμός: οι ανοησίες του Βερολίνου και η "επίθεση" Μπάιντεν

 Οι εμμονές και οι ιδεοληψίες των… πολλών Σόιμπλε του Βερολίνου υπονομεύουν την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας και κυρίως τη γρήγορη και δυναμική. Βλέποντας παντού πληθωρισμό διατηρούν σε στασιμότητα την Ευρώπη. Την ώρα που οι ΗΠΑ, με την πολιτική Μπάιντεν, βρίσκεται σε φάση επιθετικής επανεκκίνησης.

Ολοένα και περισσότεροι προειδοποιούν για τον κίνδυνο αυξημένου πληθωρισμού, την ώρα που υπάρχουν μεγάλες διαφωνίες ως προς τα αίτια των πληθωριστικών τάσεων αλλά και την πολιτική που πρέπει να ακολουθηθεί. Το Βερολίνο παραμένει κολλημένο στην δεκαετία του 1970 και στον εφιάλτη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρη.

Από τους “εχθρούς του πληθωρισμού”, ωστόσο, κανείς δεν μας εξηγεί το πως θα τον αποφύγουμε. Για την αντιμετώπισή του καταγράφονται μεγάλες θεωρητικές, επιστημονικές και πολιτικές διαφωνίες.

Ο πληθωρισμός επέστρεψε σήμερα, ύστερα από αρκετά χρόνια στα πρωτοσέλιδα του διεθνούς οικονομικού τύπου, παρότι για χρόνια κυρίως η συζήτηση που γινόταν, ιδίως στην Ευρώπη αφορούσε τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού. Γιατί αυτός κτυπούσε την πόρτα της.

Το Βερολίνο βεβαίως θέλει να ξεχνά όλη η Ευρώπη ότι τα φαινόμενα υπερπληθωρισμού έχουν πολύ περισσότερο να κάνουν με φαινόμενα βαθύτερης πολιτικής κρίσης ή κρίσης του κράτους που μεταφράζονται σε μια κατακόρυφη πτώση της εμπιστοσύνης στο χρήμα.

Πληθωρισμός: ένα οικονομικό φαινόμενο που ακόμη αναζητά ερμηνεία

Ένα από τα βασικότερα προβλήματα που διαπερνούν τη συζήτηση για τον πληθωρισμό είναι ότι εξακολουθούμε να μην έχουμε μια συνεκτική θεωρία που να μπορεί να τον εξηγήσει, άρα να τον προβλέψει και κατά συνέπεια να επιτρέψει τη λήψη μέτρων για να τον αποφύγουμε.

Για την ακρίβεια δεν έχουμε ακόμη έναν ενιαίο τρόπο να τον μετρήσουμε, αφού είτε μιλάμε για τον δείκτη τιμών καταναλωτή, είτε για το βασικό πληθωρισμό, είτε για τους δείκτες που αφορούν τις τιμές παραγωγού, είτε για το πώς διαμορφώνουμε τους αποπληθωριστές που χρησιμοποιούμε στους εθνικούς λογαριασμούς υπάρχουν ανοιχτά μεθοδολογικά ζητήματα, ξεκινώντας από το πώς διαμορφώνουμε το «καλάθι» προϊόντων τις τιμές των οποίων παρακολουθούμε και τη σχετική βαρύτητά τους.

Ούτε είναι τυχαίο ότι ο πληθωρισμός είναι αρνητικός για διαφορετικές κοινωνικές ομάδες με διαφορετικούς τρόπους (και για ορισμένες δεν είναι πάντα αρνητικός). Για παράδειγμα μια αύξηση των τιμών των βασικών καταναλωτικών αγαθών πλήττει άνισα τους μισθωτούς – που βλέπουν τον πραγματικό μισθό τους να μειώνεται – και τις επιχειρήσεις που αύξησαν τις τιμές που μπορεί απλώς να αξιοποίησαν την αυξημένη ζήτηση για μια αναδιανομή εισοδήματος υπέρ τους.

Το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο εάν αναλογιστούμε ότι και οι δύο βασικές θεωρίες για τον πληθωρισμό που έχουμε, σε μεγάλο βαθμό δεν έχουν επιβεβαιωθεί από ιστορικές τάσεις.

Για αρκετό διάστημα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κυριάρχησε μια «κεϋνσιανή» ερμηνεία για τον πληθωρισμό. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα το κλειδί βρισκόταν στην προσφορά. Ο πληθωρισμός των τιμών προερχόταν από την αύξηση των πρώτων υλών και των μισθών. Όσο η ζήτηση δεν υπερκάλυπτε την προσφορά, δηλαδή υπήρχε περιθώριο στην οικονομία να απασχοληθούν άνθρωποι που είναι άνεργοι ή να τεθεί σε λειτουργία αναξιοποίητο δυναμικό ή να διατεθούν αποθέματα, ο πληθωρισμός δεν αυξάνει. Αυτό θα γίνει όταν επιτευχθεί η πλήρης απασχόληση, οπότε θα υπάρξει ένα αυξητικό σπιράλ μισθών και τιμών. Με έναν τρόπο ένας ορισμένος πληθωρισμός είναι το τίμημα της πλήρους απασχόλησης και δουλειά των σχεδιαστών της οικονομικής πολιτικής και κυρίως των κεντρικών τραπεζών είναι να εξασφαλίζουν ότι αυτή η συνθήκη δεν θα ξέφευγε κάποια όρια.

Απέναντι σε αυτό το σχήμα διατυπώθηκε η μονεταριστική θεωρία για τον πληθωρισμό. Με βάση την κλασική διατύπωση του Μίλτον Φρίντμαν «ο πληθωρισμός είναι πάντα και παντού ένα νομισματικό φαινόμενο». Σύμφωνα με αυτό το σχήμα η αφετηρία πληθωριστικών τάσεων βρίσκεται στις προσπάθειες των κεντρικών τραπεζών να τονώσουν την οικονομία και να αυξήσουν τις θέσεις εργασίας μέσα από την αύξηση της προσφοράς χρήματος. Για τον Φρίντμαν η κλασική «κεϋνσιανή» θέση ότι μπορεί αυτός ο μηχανισμός να λειτουργήσει χωρίς υπέρμετρο πληθωρισμό, δεν έστεκε και αντίθετα αυτό που δημιουργήθηκε ήταν ένας φαύλος κύκλος όπου η αυξημένη προσφορά χρήματος, γινόταν αυξημένη ζήτηση για προϊόντα, άρα αυξημένες προσλήψεις (και αυξημένους μισθούς) και τελικά έναν φαύλο κύκλο αυξημένων τιμών για τα προϊόντα. Κατά συνέπεια θα πρέπει να αποδεχτούμε ένα «φυσικό ποσοστό πληθωρισμού».

Ωστόσο, οι θεωρίες αυτές δεν έχουν στη πραγματικότητα επιβεβαιωθεί. Για παράδειγμα στις ΗΠΑ ανάμεσα στο 1993 και το 2019 ο μέσος όρος της ετήσιας αύξησης προσφοράς χρήματος ήταν 6,7% το χρόνο αλλά ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή αυξήθηκε κατά μέσο 2,3% ετησίως. Μάλιστα, μετά το 2008 και την εκκίνηση προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης η προσφορά χρήματος αυξήθηκε κατά 9,6% ετησίως ενώ ο ΔΤΚ υποχώρησε στο 1,8%. Αυτό μάλλον διαψεύδει τη μονεταριστική θεωρία.

Την ίδια στιγμή η συσχέτιση υψηλού πληθωρισμού και χαμηλής ανεργίας της κλασικής κεϋνσιανής θεωρίας (και που αποτυπώθηκε στην «καμπύλη Φίλιπς») επίσης δεν επιβεβαιώθηκε. Στην δεκαετία του 1970 η έκρηξη του πληθωρισμού συνδυάστηκε με αύξηση της ανεργίας.

Στην πραγματικότητα απέχουμε από το να έχουμε μια συνεκτική θεωρία του πληθωρισμού. Και αυτό γιατί αυτή θα έπρεπε να μη μένει απλώς στη σχέση προσφοράς και ζήτησης, σε συσχέτιση με την προσφορά χρήματος, την απασχόληση και το επίπεδο των μισθών, αλλά και να λαμβάνει υπόψη παραμέτρους όπως η παραγωγικότητα (που διαχρονικά σημαίνει ότι τα προϊόντα σε επίπεδο αξιών γίνονται πιο φτηνά), η κερδοφορία (που με τη σειρά της επηρεάζει τις πολιτικές τιμών), και ο βαθμός χρηματιστικοποίησης της οικονομίας.

Η σημερινή συζήτηση και το διάχυτο άγχος για τον πληθωρισμό

Μέχρι και την ίδια την πανδημία άγχος για τον πληθωρισμό δεν υπήρχε. Ακόμη και στη διάρκεια του 2020 παρά την τεράστια αύξηση της προσφοράς χρήματος παγκοσμίως πληθωριστικές τάσεις δεν καταγράφηκαν. Επιπλέον, οι κυβερνήσεις των «δυτικών» αναπτυγμένων κοινωνιών ανακοίνωσαν και επιπλέον πακέτα τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας, από τα μεγάλα προγράμματα για τις υποδομές του Τζο Μπάιντεν μέχρι το Ταμείο Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως, το τελευταίο διάστημα άρχισαν να πληθαίνουν τα σημάδια ότι ο πληθωρισμός επανέρχεται στο προσκήνιο.

Ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ τον Απρίλιο ήταν σε ρυθμό 4,2% σε σχέση με ένα χρόνο πριν και τον Μάιο αναμένεται επίσης να είναι ακόμη υψηλότερος, την ώρα που υπάρχουν εκτιμήσεις για τον βασικό πληθωρισμό στο 3,4%, το υψηλότερο επίπεδο από το 1993. Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη τον Μάιο ήταν στο 2% το υψηλότερο ποσοστό από το 2018. Στην Κίνα ο πληθωρισμός τον Μάιο κινείτο στο 1,3%, όμως εκεί η ανησυχία προέρχεται από τη ραγδαία αύξηση των τιμών παραγωγών, που εξαιτίας της αύξησης των πρώτων υλών, τον Μάιο έφτασε το 9%, πυροδοτώντας ανησυχίες και για τον πληθωρισμό παγκοσμίως, δεδομένης τις κεντρικής θέσης που κατέχουν τα κινεζικά προϊόντα στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες.

Αυτοί που ανησυχούν για τον πληθωρισμό

Σε αυτό το φόντο ήδη υπάρχουν οι φωνές αυτών που ανησυχούν για τον πληθωρισμό και προτείνουν αλλαγή πλεύσης.

Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο Λάρι Σάμερς, ο πρώην υπουργός οικονομικών επί Κλίντον, πρώην πρύτανης του Χάρβαρντ και πρώην βασικός οικονομικός σύμβουλος του Ομπάμα. Ο Σάμερς επιμένει με τις παρεμβάσεις του ότι υπάρχει πραγματικός πληθωριστικός κίνδυνος από το μέγεθος των οικονομικών μέτρων που έχει αποφασίσει ή προτείνει η κυβέρνηση Μπάιντεν. Και αυτό σημαίνει και παρεμβάσεις της FED και μέτρα ώστε η αύξηση της απασχόλησης να μη σημαίνει αύξηση μισθών και γενικά αποφυγή μέτρων που να αυξάνουν τις τιμές.

Από τη μεριά του ο Ολιβιέ Μπλανσάρ, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ και εμπνευστής της «εσωτερικής υποτίμησης», από τον Φεβρουάριο επιμένει ότι με το «πακέτο Μπάιντεν» υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να αυξηθεί ο πληθωρρισμός, ενώ πρόσφατα επέμεινε ότι είναι πιθανό όλα αυτά να οδηγήσουν σε πίεση για αύξηση των μισθών που με τη σειρά της θα οδηγήσει σε αύξηση των τιμών και τελικά πληθωρισμό.

Αυτοί που δεν ανησυχούν

Για άλλους οικονομολόγους δεν υπάρχει πραγματικός λόγος ανησυχίας. Μια τέτοια περίπτωση είναι ο νομπελίστας Πωλ Κρούγκμαν που επιμένει ότι είναι υπερβολικός ο φόβος και ότι μπορεί να υπάρχουν κάποια συγκυριακά προβλήματα, αλλά αυτά έχουν να κάνουν ακριβώς με το ότι η αμερικανική οικονομία είναι σε φάση επανεκκίνησης. Κατά συνέπεια η πιθανότητα «υπερθέρμανσης» της αμερικανικής οικονομίας είναι υπαρκτή, αλλά σίγουρα δεν αποτελεί βεβαιότητα. Για τον Κρούγκμαν τα όποια προβλήματα αποτυπώνονται δεν μπορούν να συγκαλύψουν τον βασικό παράγοντα αισιοδοξίας που είναι ότι η πανδημία υποχωρεί την ώρα που ανακάμπτει η οικονομία.

Από τη μεριά της η Στέφανι Κέλτον, η θεωρητικός της εκλαΐκευσης της «Σύγχρονης Νομισματικής Θεωρίας», επιμένει ότι υπάρχουν πλήθος μέτρα με τα οποία μπορεί η αμερικανική κυβέρνηση να απαντήσεις στις όποιες πληθωριστικές πιέσεις μπορεί συγκυριακά να υπάρξουν. Αυτές ξεκινούν από επιθετικές παραλλαγές «βιομηχανικής πολιτικής» που θα εξασφαλίσουν ότι θα καλυφθεί το όποιο παραγωγικό κενό φαινομενικά δημιουργεί η αυξημένη ζήτηση έως την αύξηση της μετανάστευσης, που θα εξασφαλίσει ότι δεν θα υπάρχει έλλειψη εργαζομένων αλλά και τη συνέχεια της μεταρρύθμισης στην υγεία, ώστε να μειωθεί η συνολική δαπάνη προς τη βιομηχανία της περίθαλψης που πιέζει προς τα πάνω τις τιμές.

Πληθωρισμός: οι ανοησίες του Βερολίνου και η "επίθεση" Μπάιντεν

Η Ακρίβεια, ο Στασιμοπληθωρισμός και η Ευημερία των Αριθμών

Τις τελευταίες μέρες στο σύνολο του τύπου υπάρχουν εκτεταμένα δημοσιεύματα που διαπιστώνουν και προαναγγέλλουν σημαντικές αυξήσεις στις τιμές βασικών ειδών. Αυτά περιλαμβάνουν βασικά είδη διατροφής όπως το ψωμί, το λάδι και ο καφές και σημαντικές παροχές όπως η ηλεκτρική ενέργεια. Το πρόβλημα με τις ανατιμήσεις είναι ότι συμβαίνουν σε μια χώρα που τα ποσοστά καταγεγραμμένης ανεργίας είναι στο 15% ενώ για πολλούς, όπως ο γράφων, η πραγματική ανεργία ξεπερνά το 25% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Επιπλέον, οι ανατιμήσεις λαμβάνουν χωρά σε συνθήκες ισοπέδωσης των μισθών και κατεδάφισης των εργασιακών σχέσεων με το πρόσφατο νομοσχέδιο Χατζηδάκη. Αυτές οι διαπιστώσεις δεν επισημαίνουν μόνο ένα νέο κύκλο προβλημάτων για το λαϊκό νοικοκυριό έχουν και σημαντικές οικονομικές προεκτάσεις. Για τα ορθόδοξα οικονομικά πληθωριστικές πιέσεις σε μια χώρα με ισοπεδωμένη αγορά εργασίας και ποσοστά ανεργίας της τάξης του 15% δεν θα έπρεπε να υπάρχουν. Επιπλέον, είναι δύσκολο να επικαλεστεί κανείς πυροδότηση πληθωριστικών προσδοκιών λόγω των δημοσιονομικών ελλειμμάτων αφού αφορούν τις εξαιρετικές συνθήκες της πανδημίας. Κοντολογίς, η κατάσταση μυρίζει μπαρούτι. Σε πολλούς εκ των πρεσβυτέρων μελών της κυβέρνησης και της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΝΔ είναι βέβαιο ότι η επάνοδος πληθωριστικών πιέσεων φέρνει μνήμες - εφιάλτες από τη κρίση του 1970. Τότε είχαμε αναιμική μεγέθυνση/ανάπτυξη, με σημαντικό πληθωρισμό, ένα φαινόμενο που στα οικονομικά περιγράφεται με τον όρο «στασιμοπληθωρισμός».

Η κυβέρνηση βέβαια διαφωνεί. Λέει ότι στο δεύτερο τρίμηνο του 2021 η οικονομική μεγέθυνση είναι 16,2 % (έναντι του αντίστοιχου τριμήνου του 2020) κάτι που σημαίνει ότι η «στασιμότητα αποτελεί παρελθόν», η «οικονομία έχει πάρει μπρος για τα καλά», άρα οι όποιες πληθωριστικές πιέσεις θα είναι παροδικές. Αποδίδει δε τις ανατιμήσεις σε διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας διεθνώς λόγω της πανδημίας. Έχει δίκιο; Κατά τη γνώμη μου όχι. Ο λόγος είναι ότι τα στοιχεία του δεύτερου τριμήνου του 2021 ακόμη και αν είναι ακριβή είναι παραπλανητικά επειδή συγκρίνονται με το δεύτερο τρίμηνο του 2020. Δηλαδή, με ένα διάστημα lock down όπου η οικονομική ύφεση άγγιξε το 14%. Όμως ακόμα και σε κανονικές συνθήκες οποιοσδήποτε ισχυρισμός αναστροφής μιας οικονομικής ύφεσης απαιτεί τουλάχιστον τρία τρίμηνα ισχυρής οικονομικής μεγέθυνσης/ ανάπτυξης. Από την κυβέρνηση αντιτείνουν ότι τα αποτελέσματα του τριμήνου είναι ποιο αισιόδοξα από ότι νομίζουμε διότι η μεγέθυνση βασίσθηκε στην αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών. Τους διαψεύδει όμως η ίδια η ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ. Η αύξηση των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου ήταν 12.9%, όμως οι πάγιες επενδύσεις ήταν μόλις 2,5 δις ευρώ το αντίστοιχο διάστημα. Ως γνωστόν οι πάγιες επενδύσεις στην ελληνική οικονομία τη τελευταία δεκαετία είναι ισχνές και δεν υπερβαίνουν το 6% του ΑΕΠ. Με δύο λόγια μιλάμε για 300 εκ. ευρώ αύξηση των παγίων επενδύσεων. 

Ακόμα πιο έωλο είναι το επιχείρημα περί εξαγωγών. Όπως μας πληροφορεί η ιστοσελίδα Capital είχαμε αύξηση εξαγωγών «αγαθών και υπηρεσιών 22,6%» το δεύτερο τρίμηνο του 2021 όμως το ίδιο διάστημα η αύξηση των εισαγωγών ήταν σχεδόν ισόποση (22,5%). Αυτό σημαίνει ότι το εμπορικό ισοζύγιο παρέμεινε ελλειμματικό και ελαφρά επιδεινώθηκε. Έτσι η όποια αύξηση του ΑΕΠ προήλθε σχεδόν εξ ολοκλήρου από την αύξηση της κατανάλωσης κατά 12.1% και ειδικότερα της κατανάλωσης της «γενικής κυβέρνησης» κατά 16.1%. Η εξάρτηση της όποιας οικονομικής μεγέθυνσης από την κατανάλωση των οικονομικά ισχυρότερων τμημάτων του πληθυσμού και τη δημόσια κατανάλωση είναι το μεγάλο εμπόδιο της επανόδου της ελληνικής οικονομίας σε συνθήκες κανονικής συσσώρευσης. Η συνεχής πριμοδότησή της με φοροαπαλλαγές και ελλείμματα του προϋπολογισμού είναι μια πολιτική με κοντά ποδάρια. Ο λόγος είναι ότι η παραγωγική δυναμικότητα και συνακόλουθα οι δυνητικοί ρυθμοί μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας έχουν περιορισθεί στα δέκα χρόνια της κρίσης. Αυτός είναι και ο λόγος που με την επάνοδο σε μια σχετική κανονικότητα το δεύτερο τρίμηνο του 2021, γιατί αυτό αντανακλά το 16,2% μεγέθυνση, αμέσως εμφανίσθηκαν πληθωριστικές πιέσεις. 

Με άλλα λόγια, θεωρώ πιθανότερο, αντίθετα με τις προβλέψεις της κυβέρνησης, την εξασθένιση των ρυθμών μεγέθυνσης και την επιμονή των πληθωριστικών πιέσεων το επόμενο διάστημα. Το πέρασμα της οικονομίας σε συνθήκες στασιμοπληθωρισμού είναι το πιθανότερο σενάριο και όχι η «αποκλιμάκωση των τιμών μέχρι τις γιορτές» όπως δήλωσε ο κ. Γεωργιάδης. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές η κυβέρνηση μελετά την αντιμετώπιση της ακρίβειας με την αγαπημένη της τακτική, τις φοροαπαλλαγές (μείωση ΕΝΦΙΑ, ΦΠΑ κλπ.). Είναι μια εντελώς λανθασμένη πολιτική που επιδιώκει τη συντήρηση της κατανάλωσης των μεσαίων και ανώτερων εισοδηματικών στρωμάτων ευελπιστώντας να συντηρήσει έτσι τους αναπτυξιακούς ρυθμούς. Δεδομένης όμως της μείωσης της παραγωγικής δυναμικότητας της οικονομίας, όπως προανέφερα, το αποτέλεσμά της θα είναι να φέρει το στασιμοπληθωρισμό μια ώρα αρχύτερα.

Nikos Stravelakis, National & Kapodistrian University of Athens Department Member


Σχετικά

1. Το φάντασμα του πληθωρισμού και τι σημαίνει για τις επενδύσεις

2. Ο ρόλος της ΕΚΤ σε τεντωμένο σχοινί

3. Ο λέων του πληθωρισμού ως γατάκι

4. Πληθωρισμός: κίνδυνος για την "οικονομία" ή για τις εργαζόμενες τάξεις;

5. Ο τρόπος μείωσης του πληθωρισμού οδήγησε σε συνεχή μείωση του μεριδίου των μισθών στο ΑΕΠ

6. Ακρίβεια και πληθωρισμός: επιχείρηση αντίστροφης αναδιανομής εισοδήματος





Το ευρώ, ο νεοφιλελευθερισμός, η εκμετάλλευση της εργασίας

  Τα δύο θεμέλια του καθεστώτος εκμετάλλευσης Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποτελέσει, ιδιαίτερα από το 1990 και μετά, ιμάντα μεταβί...