Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Κίνησε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι ήταν ημέρα Σάββατο...

Καθώς ο Νοέμβριος έδινε τη θέση του στον τελευταίο μήνα του 2018 και ολοκληρωνόταν η αναδιάρθρωση του δείκτη MSCI Greece, το ΧΑΑ βίωσε μια ξαφνική ανοδική εκτίναξη τόσο από πλευράς τιμών όσο και από πλευράς τζίρου.  Η κίνηση αυτή έφερε τον ΓΔ στα άνω όρια του πτωτικού του καναλιού (κόκκινες γραμμές) τα οποία μάλιστα ξεπέρασε σε ημερήσια κλεισίματα χωρίς όμως να καταφέρει να κρατηθεί πάνω από αυτά (όπως και πάνω από την οριζόντια αντίσταση των 650 μονάδων). Τα στοίχημα για το ξεπέρασμα των ορίων αυτών και την αμφισβήτηση –σε πρώτη φάση- της καθοδικής πορείας που ξεκίνησε τον περασμένο Φεβρουάριο ίσως παιχτεί και πάλι την επόμενη εβδομάδα.   



Το δυστύχημα για το ΧΑΑ ήταν πως η ανάκαμψη αυτή συνέπεσε με τις αρνητικές εξελίξεις στα μεγάλα ξένα χρηματιστήρια και γι’ αυτό η αδυναμία της συνέχισης της ανοδικής του πορείας είναι μάλλον δικαιολογημένη.
Στις ΗΠΑ δοκιμάζονται στηρίξεις οριζόντιων καναλιών (οι τιμές έχουν ξαναγυρίσει στις αρχές του 2018)...



... ενώ στη Γερμανία (και γενικότερα στην Ευρώπη) τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα αφού ο DAX βρίσκεται εδώ και καιρό σε ξεκάθαρα πτωτικά κανάλια και ήδη “δοκιμάζει” μια ισχυρή στήριξη στις 10.800 μονάδες στην προσπάθειά του να σταματήσει την πτώση.




Επειδή θετικοί παράγοντες  δεν φαίνονται στο κοντινό μας μέλλον ας ελπίσουμε τουλάχιστον να μην υπάρξουν νέοι εγκλωβισμοί… (παρεμπιπτόντως, τρία άρθρα για την "καμπύλη των επιτοκίων" εδώεδώ και εδώ)


Σχετικά:
1. ΓΔ, 4 Δεκεμβρίου
2. ΓΕΝΙΚΟΣ ΔΕΙΚΤΗΣ: Διόρθωση ή βουτιά;
3. Που στήνονται οι άμυνες στις διεθνείς αγορές




Τα κλεμμένα

  Ἕνα μικρὸ ράγισμα φανερώθηκε σὲ λίγο. Ἡ πατροπαράδοτη τάξη φάνηκε πὼς ἄρχισε νὰ σαλεύεται καὶ στὴν κοινότητα τῶν Ὁβραίων, ὅπως εἶτανε πιὰ σαλεμένη γιὰ πάντα καὶ σ᾿ ὅλη τὴν πόλη. Ἄρχισαν δηλαδὴ μερικοὶ ἀπὸ τὴν ὁβραίικη φτωχολογιὰ καὶ πηγαῖναν ἐργάτες, δουλεύαν μαζὶ μὲ Ρωμιούς, μαθαίνανε τέχνες, παναπεῖ πὼς δουλεύανε καὶ τὸ Σάββατο. Δὲν εἶτανε καὶ πολλοί, ἔφταναν ὡστόσο γιὰ νὰ φαίνεται τὸ πρῶτο ράγισμα. Οἱ ἄλλοι τοὺς κοίταζαν ξαφνιασμένοι, περιμένανε τὸν κεραυνὸ ποὺ θὰ πέσει στὰ κεφάλια τους, τοὺς εἶδαν ὕστερα ποὺ δὲν ἔπαθαν τίποτα –γίνανε πλιότεροι. Καὶ μερικὰ μαγαζιὰ ἀρχίσαν καὶ κεῖνα δειλὰ-δειλὰ κι ἀνοίγανε λίγο τὸ Σάββατο, νὰ μὴ χάνουνε τοὺς χωριάτες ποὺ κατέβαιναν νὰ ψωνίσουν.
  – Δὲν ἀκοῦνε… Δὲν ἀκοῦνε, εἶπε μελαγχολικὰ ὁ ῥαβίνος κ᾿ ἔξυσε τὸ γένι του μὲ τὸ μεγάλο του δάχτυλο. Τὸν τελευταῖο καιρὸ εἶχε ὁλότελα κουφαθεῖ κι ὅλο μίλαγε μοναχός του κι ὅλο κούναγε τὸ κεφάλι του πάνω καὶ κάτω. Κόντευε κι αὐτὸ νὰ ξεκαρφωθεῖ πίσω στὸ σβέρκο –σὰν τοῦ Μουφτῆ.
Κι ὁ πρόεδρος τῆς Κοινότητας τοὺς εἶχε φωνάξει.
  – Δὲν ἀκοῦνε τίποτε. Ὁ ῥωμαίικος ὁ νόμος δὲν ὁρίζει νὰ μὴ δουλεύουμε Σάββατο κ᾿ ἡ Κοινότητα δὲ μᾶς τὸ πληρώνει νὰ καθόμαστε δυὸ φορὲς τὴ βδομάδα –κάτι τέτοια τοῦ λέγανε κ᾿ εἶτανε κ᾿ αὐτὸς πολὺ λυπημένος.
  Ὁ ῥωμαίικος ὁ νόμος;… Ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς δὲν εἶπε τίποτα. Ἄφησε τὸ πράμα καὶ κύλησε λίγο καιρὸ μονάχο του. Καὶ ξαφνικὰ πῆρε μία μέρα ἕνα μάστορα καὶ δυὸ-τρεῖς ἐργάτες καὶ τοὺς ἔφερε στὸ μαγαζί του. Τοὺς ἔβαλε καὶ γκρεμίσαν τὴν πορτούλα. Τὰ παιδιά του κι ὁ Σιέμος κοιταζόντανε, κοιτάζαν καὶ δὲν πιστεύαν τὰ μάτια τους. Αὐτὸς στεκόταν ἐκεῖ μὲ τὰ πόδια ἀνοιχτὰ καὶ τὰ χείλια σφιγμένα. Τοὺς κοιτοῦσε ποὺ γκρεμίζαν αὐτὴ τὴν πόρτα, γκρεμίσαν ὅλον τὸν τοῖχο. Ἕνας κόσμος παλιὸς γκρεμιζόταν γιὰ πάντα, ἔφευγε πίσω. Καὶ ξεπρόβαλε τώρα ὁ θησαυρὸς τῆς δικῆς του πραμάτειας –νὰ τὸν βλέπουν ὅλοι.
  Τράβηξε λίγο παραμέσα τὸ τραπέζι καὶ ξανακάθισε σάμπως νὰ μὴν εἶχε γίνει τίποτα. Κι ὁλότελα ξαφνικά, ἔτσι ξαφνικὰ ὅπως εἶχε γκρεμίσει τὸν τοῖχο, ξανοίχτηκε μέσα στὴν ἀγορὰ –πιστώσεις, ἐμπορεύματα, συνεταιρισμούς. Τὰ ὁβραίικα μαγαζιὰ βρεθήκανε ὅλα δεμένα μὲ τὸ δικό του –συμβόλαια, συνεταιρισμοί, πιστώσεις, συμφέροντα καὶ κέρδη. Κανένα δὲν ξανάνοιξε Σάββατο. Γύρω στοὺς ἐμπόρους βολοδέρνανε κ᾿ οἱ μικρότεροι –μεσίτες, μεταπράτες, μικρέμποροι καὶ πραματευτᾶδες, οἱ γυρολόγοι. Παρακάτω δένανε κι αὐτοὶ τὴν ὁβραίικη φτωχολογιὰ μὲ τὰ χίλια σκοινιά –παρᾶδες, ἀνάγκες, συγγένειες, ἐλπίδες. Ὁ ἴσκιος τοῦ μαγαζιοῦ του τοὺς σκέπασε ὅλους. Συναγώι, Κοινότητα καὶ τὸ μαγαζὶ τὸ δικό του εἶταν τώρα ἕνα καὶ τὰ τρία –ὁ νόμος τοῦ Ἀβραάμ, ὁ φόβος καὶ τὸ χρῆμα– ἡ κλώσσα. Τίποτα πιὰ δὲν μπορεῖ νὰ σαλέψει μέσα στὰ ὁβραίικα δίχως τὴ θέληση τὴ δική του.
  Ἡ μάνα τοῦ Γιοσέφ, αὐτὴ μονάχα εἶχε ἀπομείνει κεῖ πέρα, ἔξω ἀπ᾿ τὴ θέληση τὴ δική του, ἔξω ἀπὸ κάθε νόμον ὁβραίικο ἢ ῥωμαίικον. Μισοζωντανὴ-μισοπεθαμένη, μισογνωστικὴ καὶ μισόζουρλη, τριγύριζε ἀπὸ δρόμο σὲ δρόμο κι ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα καὶ ρωτοῦσε τοὺς Ὁβραίους γιὰ τὸν Γιοσὲφ ἂν ἐμάθανε τίποτα – αὐτὴ δὲν ἤξερε καὶ τὸν περίμενε ἀκόμα. Κ᾿ οἱ Ὁβραῖοι σκύβανε τὸ κεφάλι τους, δὲν ξέρανε τί νὰ τῆς ποῦνε, μερικοὶ τρέχανε νὰ κρυφτοῦν, δὲ θέλαν νὰ πέσουν ἀπάνω της. Ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς τό ῾ξερε κι αὐτό, πὼς ὁ Χαῒμ Ἐζρὰ τῆς μάζωνε πάντα κάτι λίγα λεφτὰ στὸ μαγαζί του καὶ πήγαινε καὶ τῆς τά ῾δινε. Νὰ τοῦ τό ῾κοβε – χειρότερα. Ἔπεσε στὰ γόνατα καὶ παρακάλεσε ταπεινὰ τὸ Θεό του νὰ τὴ σηκώσει μίαν ὥρα ἀρχύτερα νὰ τελειώσει καὶ τὸ δικό της τὸ βάσανο.
  Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴ φωνή του –ἡ γριὰ πέθανε κι αὐτὴ πολὺ γρήγορα. Καὶ μόνο τότε ποὺ δὲν ἔμεινε τίποτα πιά, τότε μονάχα τὴν ἔνιωσε τὴ λύπη ποὺ τόσον καιρὸ τοῦ ῾τρωγε τὴν καρδιά. Τὴν ἔνιωσε καὶ φοβήθηκε. Φοβήθηκε γιὰ τὸ ῥάγισμα, πὼς δὲν εἶταν ὄξω, στὴν Κοινότητα, μὲ τοὺς λίγους φουκαρᾶδες ποὺ θέλανε νὰ δουλέψουνε Σάββατο καὶ δὲν ξανακότησαν, μὲ τοὺς πέντε-δέκα ἐμποράκους ποὺ θέλαν ν᾿ ἀνοίξουν τὸ Σάββατο καὶ δὲν ξανανοίξανε. Πὼς ἡ πίστη ἡ δική του δὲν εἶταν ἀμόλευτη σὰν καὶ πρῶτα, ἀφοῦ λογάριαζε τὴν καρδιά του ἂν χαιρόταν ἢ πόναγε καὶ σκεφτότανε κι αὐτὸς σὰν τοὺς ἄλλους καὶ τοῦτο καὶ κεῖνο καὶ τὴ γριὰ καὶ τὸ θάνατο –αὐτὸ φοβήθηκε. Καὶ βιάστηκε νὰ ξεπλύνει τὴν προδοσία καὶ τὴν ἁμαρτία του.







Το ευρώ, ο νεοφιλελευθερισμός, η εκμετάλλευση της εργασίας

  Τα δύο θεμέλια του καθεστώτος εκμετάλλευσης Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποτελέσει, ιδιαίτερα από το 1990 και μετά, ιμάντα μεταβί...