Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2021

Ιμπεριαλισμός: από το Αφγανιστάν στην θάλασσα της Κίνας

 Illustration: Liu Rui/GT

Illustration: Liu Rui/GT


Η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους ήταν η τελευταία(;) πράξη του «πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας» τον οποίο είχε κηρύξει ο Μπους το 2001 μετά την επίθεση της Αλ Κάιντα στους δίδυμους πύργους της Ν. Υόρκης. Μετά από 20 χρόνια, και με κόστος της τάξης των 2,5 τρισ. δολλαρίων, η πολυδιαφημισμένη εκστρατεία έληξε με μια εκκωφαντική αποτυχία στους δυο βασικούς της στόχους στην περιοχή του ασιατικού υπογάστριου της Ρωσίας και εκατέρωθεν του Ιράν: στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. Στο μεν Ιράκ επικράτησαν οι φιλοϊρανικές δυνάμεις (με ένα ημι-ελεύθερο Κουρδιστάν στα βόρεια του) ενώ στο Αφγανιστάν μια κυβέρνηση των Ταλιμπάν που “ψάχνεται” να βρει συμμάχους στο διεθνές πεδίο –μεταξύ αυτών και στην Κίνα και στην Ρωσία.  

Ένα μόλις μήνα μετά την “αμερικανική υποχώρηση” από το Αφγανιστάν ανακοινώθηκε η συμφωνία AUKUS για προμήθεια πυρηνικών υποβρυχίων στην Αυστραλία. Σημειολογικά, η εξέλιξη αυτή παραπέμπει στο γνωστό ενδιαφέρον των ΗΠΑ για την περιοχή της Άπω Ανατολής και συγκεκριμένα στον έλεγχο της θάλασσας που βρέχει τις ανατολικές και νότιες ακτές της Κίνας. Κάποιοι έσπευσαν να ερμηνεύσουν την αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν απλώς ως μια μεταφορά δυνάμεων από ένα παλιό και ξεπερασμένο μέτωπο σε ένα μέτωπο όπου η υπερδύναμη ρίχνει σταδιακά όλο και μεγαλύτερες δυνάμεις.


Το σχέδιο των ΗΠΑ στην μετασοβιετική εποχή

Η άποψη αυτή μπορεί να είναι σωστή στο ένα της μέρος (στην ενίσχυση του μετώπου της ανατολικής Ασίας) αλλά αφενός (θέλει να) υποτιμά το μέγεθος της ήττας των ΗΠΑ στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν και αφετέρου αγνοεί ότι ο «πόλεμος εναντίον της τρομοκρατίας» και η αντιμετώπιση της Κίνας δεν ήταν δυο άσχετες μεταξύ τους επιλογές αλλά ότι εντάσσονταν στο μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχέδιο των ΗΠΑ μέσα στις συνθήκες που δημιουργήθηκαν από την κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ το 1989 και την ανάδυση της Κίνας ως ενός επίδοξου ανταγωνιστή.

Σε έγγραφο που διέρρευσε το υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ, και δημοσίευσαν οι ΝΥΤ στις 8 Μαρτίου του 1992, περιγραφόταν για πρώτη φορά η επίσημη στρατηγική του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην μετασοβιετική εποχή:

«Ο πρώτος μας στόχος είναι να αποτρέψουμε την επανεμφάνιση ενός νέου ανταγωνιστή, είτε στο έδαφος της πρώην Σοβιετικής Ένωσης είτε αλλού, που να αποτελεί απειλή στο μέγεθος αυτής που αποτελούσε η Σοβιετικής Ένωση. Αυτή είναι μια βασική σκέψη που διαπερνά τη νέα περιφερειακή αμυντική στρατηγική και απαιτεί να δράσουμε για να εμποδίσουμε οποιαδήποτε εχθρική δύναμη να κυριαρχήσει σε μια περιοχή της οποίας οι πόροι, θα μπορούσαν, κάτω από ενοποιημένο έλεγχο, να είναι αρκετοί ώστε να οδηγήσουν σε νέα παγκόσμια ισχύ».

Από τα πιο επίσημα χείλη, τα χείλη του Πωλ Γούλφοβιτς, πέντε χρόνια (1/3/1997) αργότερα διατυπωνόταν η άποψη ότι «[η] άνοδος της Κίνας θα δημιουργούσε μεγάλα προβλήματα, η άνοδος της μαζί με αυτή μιας σειράς άλλων ασιατικών δυνάμεων αποτελεί ιδιαίτερα δύσκολη εξίσωση». Και συμπλήρωνε συγκρίνοντας την Κίνα με την Γερμανία του μεσοπολέμου: «η προφανής και ενοχλητική αναλογία είναι με τη θέση της Γερμανίας, μιας χώρας που της είχαν αρνηθεί τη “θέση της στον ήλιο” […] και ήταν αποφασισμένη να διεκδικήσει το δίκιο της με εθνικιστική αποφασιστικότητα». Γίνεται πλέον ξεκάθαρο, το 1997, ότι η Κίνα αναγνωρίζεται ως ο «νέος ανταγωνιστής» του οποίου την εμφάνιση φοβόταν η αμερικάνικη υπερδύναμη λίγα χρόνια νωρίτερα.

Το 2000, πριν ξεκινήσουν οι επεμβάσεις στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, στο «Σχέδιο για τον Νέο Αμερικάνικο Αιώνα» γινόταν αναφορά στην αναγκαιότητα ενίσχυσης των αμερικανικών δυνάμεων στον Ειρηνικό με μεταφορά δυνάμεων από τον Κόλπο και την Μεσόγειο. Όμως, μόλις έναν χρόνο μετά, αντί να μειωθούν οι δυνάμεις στον Κόλπο ακολούθησαν οι επεμβάσεις που είχαν ως αποτέλεσμα, το 2011, το 75% των στρατιωτών των ΗΠΑ να έχουν υπηρετήσει στην περιοχή. Το αδιέξοδο στο οποίο βρέθηκε το όλο πρότζεκτ είχε αναγκάσει τον Ομπάμα ήδη από το 2008 να δικαιολογήσει την μεταφορά δυνάμεων από το Ιράκ στο Αφγανιστάν:

«τα στρατεύματα μας και οι σύμμαχοι μας του ΝΑΤΟ μάχονται ηρωικά στο Αφγανιστάν, αλλά εδώ και χρόνια υποστηρίζω πως δεν έχουν τους πόρους για να τελειώσουν την δουλειά […] Γι’ αυτό και εγώ, ως Πρόεδρος θα μετατρέψω την μάχη ενάντια στην Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν σε κορυφαία προτεραιότητα. Αυτός είναι ένας πόλεμος που πρέπει να κερδίσουμε». 

Συμπερασματικά, οι ΗΠΑ, ενώ είχαν ως προτεραιότητα τους να μην επιτρέψουν την ανάδυση κάποιου ανταγωνιστή στην ανατολική Ασία (λέγε με Κίνα) ταυτοχρόνως, για τον ίδιο λόγο, ξεκινούσαν τον «πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας». Η διπλή αποτυχία στον πόλεμο αυτό, μια αποτυχία που θύμισε την ταπεινωτική αποχώρηση τους από το Βιετνάμ το 1975, γίνεται προσπάθεια από κάποιους κύκλους να θεωρηθεί απλά ως «μεταφορά δυνάμεων» σε ένα μέτωπο μεγαλύτερης βαρύτητας και προτεραιότητας. Στην πραγματικότητα είναι μια ήττα όχι μόνο στην κεντρική Ασία αλλά και ένα χτύπημα στο συνολικό σχέδιο που είχαν εκπονήσει από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Το στοίχημα που βάζουν τώρα είναι να ελέγξουν την Κίνα στην “γειτονιά” της.

 

Ιμπεριαλισμός και ανισόμετρη ανάπτυξη

Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, από την πλευρά της Αριστεράς, συστηματοποιήθηκε η θεωρία του «Ιμπεριαλισμού» πάνω στην αρχική ιδέα του μη-μαρξιστή οικονομολόγου Τζ. Χόμπσον. Η τελική εικόνα της θεωρίας αυτής διαμορφώθηκε από τον Λένιν και στα βασικά της σημεία είναι η εξής:

Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων οδηγεί σε μονοπωλιακές δομές οργάνωσης της παραγωγής («συγκέντρωση» και «συγκεντροποίηση» του κεφαλαίου). Η διαδικασία αυτή δημιουργεί πλεονάζον κεφάλαιο.

Η παραγωγή διεθνοποιείται. Τα «εθνικά» ατομικά κεφάλαια αναπτύσσονται σε γεωγραφικό πεδίο που υπερβαίνει κατά πολύ τα εθνικά σύνορα.

Ο καπιταλισμός γίνεται παγκόσμιο σύστημα, δηλαδή οι «νόμοι» του συστήματος αφορούν πλέον το παγκόσμιο επίπεδο.

Το κράτος των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών «υποστηρίζει» γεωπολιτικά μέσω του (αποικιακού) ιμπεριαλισμού την κίνηση των κεφαλαίων «του». Στην πραγματικότητα συγχωνεύεται με τα μονοπώλια.

Ο κόσμος μοιράζεται σε σφαίρες επιρροής. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα «εθνικά» ατομικά κεφάλαια λαμβάνει τη μορφή των γεωπολιτικών ανταγωνισμών μεταξύ των ισχυρών κρατών.

Σύμφωνα με τα παραπάνω ο ιμπεριαλισμός δεν είναι απλά η επεκτατική πολιτική μιας χώρας που με τον στρατό της προσπαθεί να αποσπάσει εδάφη από άλλες χώρες αλλά ένα στάδιο του καπιταλισμού όταν αυτός, σε αντίθεση με την περίοδο του «ελεύθερου ανταγωνισμού», κυριαρχείται πλέον από τα μονοπώλια («μονοπωλιακός καπιταλισμός») και τα εθνικά κεφάλαια κινητοποιούν τα κράτη στα οποία ανήκουν για να τα υπερασπιστούν –και πολεμικά αν χρειαστεί- έναντι των ξένων εθνικών κεφαλαίων. Επειδή όμως όλες οι ιμπεριαλιστικές χώρες δεν έχουν την ίδια ισχύ (πολιτικά, στρατιωτικά, οικονομικά, διπλωματικά) δημιουργείται μια “πυραμίδα ισχύος” με τις ισχυρότερες από αυτές στην κορυφή της.

Όμως η δυναμική της συσσώρευσης (του κεφαλαίου) και ο οικονομικός ανταγωνισμός δίνουν την δυνατότητα σε χώρες που βρίσκονταν σε χαμηλότερες θέσεις στην πυραμίδα να αναπτύσσονται γρηγορότερα («ανισόμετρη ανάπτυξη»). Το αποτέλεσμα είναι οι χώρες αυτές να ζητούν το «ξαναμοίρασμα της πίτας» και οι απαιτήσεις αυτές να δημιουργούν εντάσεις, νέες συμμαχίες, εξοπλισμούς και, στο τέλος, πολέμους. Το φαινόμενο το ζήσαμε τόσο στον πρώτο όσο και στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο όταν η Γερμανία και οι εκάστοτε σύμμαχοι της αμφισβήτησαν δυο φορές το στάτους ισχύος. Ο οικονομικός και ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός αλληλοτρο-φοδοτούνταν  μέχρι που φτάσαμε στις πολεμικές συγκρούσεις.

Στην περίοδο του «Ψυχρού Πολέμου» όμως ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός ανάμεσα στα δυο μπλοκ ήταν σε μεγάλο βαθμό διαχωρισμένος από τον οικονομικό καθώς το κάθε μπλοκ είχε την δική του σφαίρα δράσης και η κάθε υπερδύναμη (ΗΠΑ και ΕΣΣΔ αντιστοίχως) είχε επιβάλλει στο στρατόπεδο της τους δικούς της όρους. Ειδικότερα στην Δύση οι ΗΠΑ είχαν αναδειχτεί ως ο αναμφισβήτητος κυρίαρχος και οι ανταγωνισμοί μεταξύ των διαφόρων ιμπεριαλιστικών χωρών της Δύσης περιορίζονταν μόνο σε οικονομικό επίπεδο. Η θέση των ΗΠΑ στην κορυφή της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας του Δυτικού στρατοπέδου δεν αμφισβητήθηκε ποτέ μέχρι το 1989 αλλά και μέχρι σήμερα εξακολουθεί να κατέχει την ίδια θέση στο σύνολο των ισχυρών χωρών της Γης.

 

«Παγκοσμιοποίηση» και «αυτοκρατορία»

Μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ (του “υπαρκτού” σοσιαλισμού), την επανενοποίηση των αγορών σε πλανητικό επίπεδο και την παγίωση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος εμφανίστηκαν νέες έννοιες και θεωρίες που προσπαθούσαν να περιγράψουν την κατάσταση που δημιουργήθηκε:

το άνοιγμα των συνόρων των εθνικών κρατών για την γρήγορη μετακίνηση των κεφαλαίων και των εμπορευμάτων,

η χρηματιστικοποίηση των οικονομιών,

οι επεμβάσεις με πολιτικά ή/και στρατιωτικά μέσα σε χώρες της περιφέρειας (Γιουγκοσλαβία, Λιβύη, Ιράκ, Αφγανιστάν, Ουκρανία, Τσαντ κλπ)

έφεραν στο προσκήνιο τις θεωρίες της «παγκοσμιοποίησης» και της νέας αντίθεσης ανάμεσα σε στον Πρώτο και τον Τρίτο Κόσμο ως απάντηση στην θεωρία του Ιμπεριαλισμού.

Ειδικότερα οι Πάνιτς και Γκίντιν υποστήριξαν ότι μετά τον Ψυχρό Πόλεμο το σύνολο των ιμπεριαλιστικών χωρών είχαν κοινό συμφέρον στην διατήρηση της ισορροπίας δυνάμεων υπό την επιτήρηση των ΗΠΑ σε έναν τύπο «αυτοκρατορίας» με κέντρο τις ΗΠΑ.

Οι Νέγκρι και Χαρντ διατηρώντας το σχήμα της «αυτοκρατορίας» από-εδαφικοποίησαν το κέντρο της μιλώντας για την αντίθεση ανάμεσα στο «παγκόσμιο κεφάλαιο» από την μια και τις πληβειακές μάζες του πλανήτη από την άλλη:

«Αντίθετα με τον ιμπεριαλισμό, η Αυτοκρατορία δεν διαμορφώνει κανέναν εδαφικό κέντρο εξουσίας και δεν εξαρτάται από τα φυσικά σύνορα και τους φραγμούς.Πρόκειται για ένα αποκεντρωμένο και αποεδαφικοποιμένο μηχανισμό κυριαρχίας ο οποίος προοδευτικά ενσωματώνει ολόκληρη την παγκόσμια σφαίρα με τα ανοιχτά του, επεκτεινόμενα σύνορα».

Μια απάντηση έδωσε σχετικά ο Σαμίρ Αμίν με αφορμή την οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008:   

«Ερωτ.: Συγκρίνατε  το 1990 και το 2000 με τα χρόνια του προηγούμενου αιώνα, ένα είδος δεύτερης “Μπελ Εποκ”.

Samir Amin: Έκανα τον παραλληλισμό μεταξύ δύο μεγάλων σε διάρκεια κρίσεων, διότι, περιέργως, ξεκίνησε ακριβώς με εκατό χρόνια διαφορά: 1873 και 1973. Επίσης, αρχικά είχαν τα ίδια συμπτώματα και η απάντηση του κεφαλαίου ήταν η ίδια, δηλαδή, τρεις σειρές συμπληρωματικών μέτρων.

Κατ’ αρχάς, μια τεράστια συγκεντροποίηση του κεφαλαίου με το πρώτο κύμα των μονοπωλίων, όπως τα ανέλυσαν οι Hilferding, Hobson και ο Λένιν. Στη δεύτερη κρίση, με αυτό που εγώ αποκαλώ “γενικευμένα μονοπώλια” που σχηματίστηκαν στη δεκαετία του 1980.

Δεύτερον, με την παγκοσμιοποίηση. Στην πρώτη μεγάλη κρίση είναι η επιτάχυνση της αποικιοποίησης, που είναι η πιο βάναυση μορφή της παγκοσμιοποίησης. Το δεύτερο κύμα, είναι τα σχέδια διαρθρωτικών προσαρμογών του ΔΝΤ, το οποίο μπορούν να χαρακτηριστούν ως επαναποικιοποίηση.

Τρίτο και τελευταίο μέτρο: η χρηματιστικοποίηση. Όταν θεωρείται η χρηματιστικοποίηση ως ένα φαινόμενο νέο, χαμογελώ. Ποια ήταν η απάντηση στην πρώτη κρίση; Η WallStreet και το City του Λονδίνου το 1900!

Και αυτό είχε τις ίδιες συνέπειες. Αρχικά, για ένα μικρό χρονικό διάστημα, φάνηκε να λειτουργεί, επειδή συμπίεσε τους λαούς, ειδικά του Νότου. Από το 1890 μέχρι το 1914, είχαμε την “Μπελ Επόκ”. Τα ίδια έλεγαν και τότε, για “το τέλος της ιστορίας” και το τέλος των πολέμων. Η παγκοσμιοποίηση ήταν συνώνυμο της  ειρήνης και του εποικισμού  ως  εκπολιτιστική αποστολή. Αλλά ποια ήταν η κατάληξη; Πρώτος  Παγκόσμιος  Πόλεμος, Ρωσική Επανάσταση, η κρίση του 1929, ναζισμός, γιαπωνέζικος  ιμπεριαλισμός, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, κινεζική επανάσταση κλπ. Μπορούμε να πούμε ότι από το 1989 είχαμε ένα είδος δεύτερης “Μπελ Επόκ”, μέχρι το 2008, αν και από την αρχή, συνοδεύτηκε από πολέμους του Βορρά κατά του Νότου. Το κεφάλαιο αυτήν την περίοδο, έβαλε τις βάσεις  για να βγάλουν οφέλη τα ολιγοπώλια από τα κέρδη τους. Και, όπως η οικονομική παγκοσμιοποίηση οδήγησε στην κρίση του 1929, έτσι και τώρα οδήγησε στην κρίση του 2008».

 

  

Η Κίνα διεκδικεί το δικό της μερίδιο ανεβαίνοντας αλματωδώς τα σκαλοπάτια της πυραμίδας

Το σχέδιο που έβαλε σε λειτουργία μετά το 1990 η κινέζικη ελίτ -οργανωμένη γύρω από το ΚΚ- δεν άργησε να δώσει τα αποτελέσματα του αναδεικνύοντας την Κίνα σε έναν παγκόσμιο παίκτη. Ήδη το 2008/09 το ΑΕΠ της είχε ξεπεράσει το ΑΕΠ της Ιαπωνίας ανεβάζοντας την στην δεύτερη θέση πίσω από τις ΗΠΑ. Το 2016 το ΑΕΠ της ($11,2 τρισ.) ήταν στο 61,4% του ΑΕΠ των ΗΠΑ ($18,6 τρισ.), το 2020 στο 70% και το 2021 υπολογίζεται να βρίσκεται στο 73,5% (στα $16,8 τρισ.), λίγο πίσω από το ΑΕΠ ολόκληρης της ΕΕ! Αλλά η οικονομική της ανάπτυξη έχει άμεση αντανάκλαση

στην συμμετοχή της στο διεθνές εμπόριο (βλέπε τον «δρόμο του μεταξιού»),

στην οικονομική της διείσδυση σε χώρες παραγωγής πρώτων υλών, ορυκτών και ενέργειας -είτε ως αγοραστής είτε ως επενδυτής-,

σε ανάδειξη της σε εταίρο χωρών της Δύσης -αφού έχει μετατραπεί σε ένα τεράστιο εργοστάσιο από το οποίο προμηθεύονται όλες οι χώρες βιομηχανικά προϊόντα- και

στην μετατροπή της σε στρατηγικό επενδυτή υποδομών ακόμη και σε χώρες της ΕΕ.


14022020-3.jpg

Οι έξι γεωοικονομικοί διάδρομοι της πρωτοβουλίας της Κίνας BRI (Belt and Road Initiative)

Αυτονόητο είναι πως η αύξηση του ρόλου της στην παγκόσμια οικονομία και η διαπλοκή της με όλες τις οικονομίες τόσο της Δύσης όσο και της Ανατολής και του Τρίτου Κόσμου της δίνει την δυνατότητα να δημιουργεί οικονομικές –προς το παρόν- συμμαχίες και διπλωματικά ερείσματα. Φυσικά η οικονομική της ανάπτυξη της δίνει την δυνατότητα να ισχυροποιεί τις στρατιωτικές της δυνάμεις στην περιοχή της.


Οι στρατιωτικές της δαπάνες έχουν 10πλασιαστεί σε σχέση με το 2001 και, στο ίδιο διάστημα, ο στόλος της έχει τριπλασιαστεί. Στις θάλασσες της περιοχής διαθέτει ~350 πολεμικά πλοία (ενώ ναυπηγεί και τρίτο αεροπλανοφόρο) έναντι των ~100 πλοίων από τον συνολικό στόλο των ΗΠΑ και μια σειρά από αεροπορικές και στρατιωτικές βάσεις σε αντιστάθμιση των πολυάριθμων βάσεων των ΗΠΑ στις συμμαχικές τους χώρες στην περιοχή:



Για να μην αναλωνόμαστε δε σε αριθμούς ας δούμε συνοπτικά τις στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή όπως προβλέπονται για το 2025

α) Κίνας και ΗΠΑ


β) Κίνας από την μια και των ΗΠΑ με τους συμμάχους της από την άλλη


●Συνολικές στρατιωτικές δυνάμεις ΗΠΑ και Κίνας:


●Δίκτυο βάσεων και διευκολύνσεων των ΗΠΑ (2015):



Ο Tony Norfield, που όπως λέει «ερευν[ά] τον ιμπεριαλισμό και την παγκόσμια οικονομία», στην ιστοσελίδα του economicsofimperialism.blogspot.com έχει αναφερθεί συχνά στην ισχύ των κορυφαίων της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας χρησιμοποιώντας ως κριτήρια

α) το ΑΕΠ/GDP,

β) τα Foreign Assets (εθνικά κεφάλαια που κατέχουν εταιρείες, χρηματοοικονομικούς τίτλους και  ακίνητη περιουσία στο εξωτερικό),

γ) το InternatI Banking (που δείχνει πόσο εμπλέκεται μια χώρα στη διοχέτευση κεφαλαίων σε όλο τον κόσμο και πόσο αυτή η χώρα είναι ένας οικονομικός κόμβος που μπορεί να επωφεληθεί από τις διεθνείς συναλλαγές),

δ) το πόσο χρησιμοποιείται το νόμισμα μιας χώρας σε συναλλαγές συναλλάγματος (FX) για εμπόριο και επενδύσεις και, φυσικά,

ε) η στρατιωτική ισχύς

Με βάση αυτά τα στοιχεία, και με μέγιστο βαθμό το 100, δημοσίευσε το παρακάτω διάγραμμα για το 2020:

 

Όπως φαίνεται, οι ΗΠΑ είναι ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης με μια βαθμολογία που ξεπερνά το 90 και ακολουθεί η Κίνα που πλησιάζει το 40 ενώ οι ΗΠΑ δεν κατέχουν την πρώτη θέση μόνο στην κατηγορία InternatI Banking. Όμως έχει σημασία να δούμε και την εξέλιξη της βαθμολογίας για το top 6 από το 2004 μέχρι σήμερα:

 


Εδώ φαίνεται η αλματώδης πορεία της Κίνας που από το 10 έχει φτάσει λίγο κάτω από 40 ενώ οι ΗΠΑ εμφανίζουν μικρή άνοδο και το ΗΒ σταθερή υποχώρηση. Είναι επίσης εμφανής η υστέρηση της σε ότι έχει να κάνει με τα χρηματοοικονομικά δεδομένα και κυρίως στην δύναμη του νομίσματος της. Όμως οι ΗΠΑ -και ακόμη περισσότερο με τους συμμάχους τους ΕΕ και Ιαπωνία- δείχνουν να ελέγχουν το παιχνίδι της ισχύος. Η Κίνα και η Ρωσία βρίσκονται ακόμη πολύ μακριά από το να μπορούν να αμφισβητήσουν το σημερινό καθεστώς αλλά ο Δυτικός ιμπεριαλισμός ήδη παίρνει τα μέτρα του εναντίον των «νέων ανταγωνιστών» “μαρκάροντας” στενά την μεν Κίνα στις θάλασσες της και τη Ρωσία στα ανατολικά χερσαία σύνορα της.

  

Η επιθετικότητα των ΗΠΑ και οι άλλοι ανταγωνισμοί στην περιοχή

Ο “πόλεμος” που μαίνεται στις ανατολικές θάλασσες δεν έχει μόνο τις ΗΠΑ ως παίκτη αλλά και τους συμμάχους τους στην περιοχή. Η συμφωνία AUKUS είναι μια ακόμη που προστέθηκε δίπλα σε παλαιότερες:

το αμερικάνικο πυραυλικό σύστημα THAAD που αναπτύχθηκε στη Ν. Κορέα και θεωρητικά στρέφεται εναντίον της Β. Κορέας ουσιαστικά, με μια ταχεία μετατροπή του, φτάνει την ακτίνα δράσης του μέχρι την Κίνα

την συμμαχική ομάδα Quad που αποτελείται από ΗΠΑ, Ιαπωνία, Ινδία, Αυστραλία με την επιπλέον συμμετοχή της Ν. Ζηλανδίας και της Ν. Κορέας.

Πέρα όμως από τις βλέψεις των ΗΠΑ εξακολουθούν να υφίστανται διενέξεις που έρχονται από το παρελθόν:

Κίνας-Ινδίας για διαφιλονικούμενη περιοχή στα κοινά σύνορα τους στα Ιμαλάια,

Ινδίας-Πακιστάν για το Κασμίρ και

οι απαιτήσεις της Κίνας επί της Ταϊβάν την οποία θεωρεί δικό της έδαφος και την οποία αργά ή γρήγορα πρέπει να ενσωματώσει.

Οι διενέξεις αυτές περιοδικά δημιουργούν ακόμη και στρατιωτικές συγκρούσεις (σημειωτέον ότι Κίνα, Ινδία και Πακιστάν διαθέτουν πυρηνικά όπλα). Οι αντιθέσεις μεταξύ των τριών αυτών παικτών στην περιοχή και η παρουσία των ΗΠΑ προκαλούν γεωπολιτική αστάθεια και αυξάνουν τον κίνδυνο πολεμικού επεισοδίου μεγάλης κλίμακας.

Πέρα από την στρατιωτική πίεση που ασκούν οι ΗΠΑ στα θαλάσσια σύνορα της Κίνας, επί Τραμπ, ξεκίνησε και ο εμπορικός πόλεμος των ΗΠΑ με δασμούς σε διάφορα εξαγωγικά προϊόντα της Κίνας μέχρι και τον αποκλεισμό της Huaweii σε μια σειρά από χώρες, μια πολιτική που δεν άλλαξε ούτε και από τότε που ανέλαβε την προεδρία ο Μπάιντεν. Αυτός, απλώς προσπαθεί να συγκροτήσει ένα μέτωπο της Δύσης που θα γενικεύσει τον οικονομικό πόλεμο εναντίον της Κίνας. Κάτι τέτοιο είναι λίγο αμφίβολο αν θα γίνει αποδεκτό αφού οι οικονομίες είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό αλληλοεξαρτημένες και ο αποκλεισμός της Κίνας από την παγκόσμια αγορά θα έχει αρνητικές επιδράσεις και στις χώρες που θα προσπαθήσουν να επιβάλλουν κυρώσεις. Δεν μας το δείχνει μόνο το πρόσφατο παράδειγμα με τα μεγάλα προβλήματα στις εμπορικές συναλλαγές που δημιουργήθηκαν εξαιτίας του κορονοϊού αλλά και η πτώση των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων από τις ΗΠΑ προς την Κίνα από τα $32 δισ. το 2014 στα $10 δισ. το 2019 ακριβώς εξαιτίας του εμπορικού πολέμου του Τραμπ.

  

Και η Ελλάδα;

Μέσα σε αυτήν την κατάσταση όπου οι ΗΠΑ αποχωρούν ηττημένες από το Αφγανιστάν και το Ιράκ ενισχύοντας τις δυνάμεις τους στην Άπω Ανατολή, την απροθυμία των συμμάχων τους να τους ακολουθήσουν στον οικονομικό πόλεμο εναντίον της Κίνας, την αδυναμία της ΕΕ να σταθεί στρατιωτικά ως αυτοδύναμη οντότητα και τις ρωγμές στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ (Τουρκία), το ελληνικό κράτος αποφάσισε να παίξει τον ρόλο του καλού συμμάχου των ΗΠΑ στην Ανατ. Μεσόγειο εντασσόμενο σε συμμαχία με αντιδραστικά καθεστώτα της περιοχής (Ισραήλ, Αίγυπτος, Σαουδική Αραβία, ΗΑΕ) υπό την ομπρέλα των ΗΠΑ στις οποίες, ταυτοχρόνως, παραχώρησε επεκτάσεις σε παλαιές βάσεις ανά την επικράτεια.

Σε έναν πολυπολικό κόσμο στον οποίο οι νέοι παίκτες διεκδικούν ένα μεγαλύτερο μερίδιο επιρροής και παλαιοί παίκτες χάνουν πόντους, το σίγουρο είναι οι αναδιατάξεις δυνάμεων και συμμαχιών, οι περιφερειακές εντάσεις και εν τέλει ο κίνδυνος πολεμικής ανάφλεξης μεταξύ μεγάλων ιμπεριαλισμών ή και τοπικών υπο-ιμπεριαλισμών που με κάθε θυσία πρέπει να αποφευχθούν.       

 

 

Σχετικό:
1. Κίνα: ένας νέος ιμπεριαλισμός αναδύθηκε

2. Κίνα vs ΗΠΑ: κλιμάκωση της έντασης

 



 

 

 

 

Το ευρώ, ο νεοφιλελευθερισμός, η εκμετάλλευση της εργασίας

  Τα δύο θεμέλια του καθεστώτος εκμετάλλευσης Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποτελέσει, ιδιαίτερα από το 1990 και μετά, ιμάντα μεταβί...