Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

Μια τριπλή (κεϋνσιανή) κριτική στην “Έκθεση Πισσαρίδη”

 

Μέσα στο καλοκαίρι του δύσκολου 2020 παρουσιάστηκε το “Σχέδιο Ανάπτυξης για την ελληνική Οικονομία”“Έκθεση Πισσαρίδη” όπως επικράτησε να λέγεται) που αφορά σε μια πρόταση μακροχρόνιας οικονομικής ανάπτυξης της χώρας όπως την οραματίζεται, την προτείνει και την σχεδιάζει η συντηρητική πλευρά του πολιτικού συστήματος της χώρας.

Η Έκθεση αυτή σε συνοπτική παρουσίαση βρίσκεται εδώ ενώ το πλήρες κείμενό της, όπως παρουσιάστηκε από τον Κυρ. Μητσοτάκη, εδώ.


 Παρακάτω παρουσιάζονται τρεις κριτικές απόψεις κεϋνσιανής σύλληψης. 

 

Η Πολιτική Οικονομία της Επιτροπής Πισσαρίδη

Πώς μια επιτροπή οικονομολόγων επηρεασμένων από τη σκανδιναβική έκδοση της σοσιαλδημοκρατίας του 1990 μετεξελίχθηκε στον «λαγό» του 5ου Μνημονίου

Εισαγωγή

Όταν πρωτοδιάβασα την Έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη διέκρινα την εγγύτητα του κεντρικού της σκεπτικού με την εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας που ξεπήδησε από τις σκανδιναβικές χώρες, ιδίως τη Δανία, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Από αυτή την άποψη, η Έκθεση Πισσαρίδη δεν είναι απλά ένας αχταρμάς νεοφιλελεύθερων πολιτικών αλλά κάτι πολύ, πολύ χειρότερο: Μια έκθεση ιδεών που, εκκινώντας από την πιο πετυχημένη έκδοση της σοσιαλδημοκρατίας, καταλήγει σε χυδαία αντιλαϊκές πολιτικές τροϊκανικής υφής και ουσίας.

Στην «Χρεοδουλοπαροικία η Ελλάς» έχουμε συνηθίσει να χαρακτηρίζουμε νεοφιλελεύθερες όλες τις αντιλαϊκές πολιτικές. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το προσέξουμε (όπως και την τάση να χαρακτηρίζουμε φασίστες συλλήβδην όλους τους βάναυσους) γιατί, έτσι, εκκενώνουμε τον όρο «νεοφιλελεύθερος» από την έννοιά του και, εν τέλει, υποτιμάμε το κακό που γίνεται σε αυτή τη χώρα.

Πριν εξηγήσω τι εννοώ σε σχέση με την Επιτροπή Πισσαρίδη, να καταθέσω την αντίρρηση μου με τον χαρακτηρισμό της τρόικας ως «νεοφιλελεύθερης». Εξηγούμαι: Ναι, όπως και η τρόικα, οι νεοφιλελεύθεροι είναι υπέρ της πλήρους αποδυνάμωσης των συνδικάτων, της αποχαλίνωσης των εργοδοτών, της κατάργησης ελάχιστων μισθών, της ιδιωτικοποίησης των πάντων (ακόμα και της αστυνομίας) κλπ. Όμως, κανείς νεοφιλελεύθερος που σέβεται τον εαυτό του δεν θα αποδεχόταν το βασικό πρόταγμα της τρόικας – δηλαδή την μεταφορά των ζημιών των γαλλογερμανικών τραπεζών στους φορολογούμενους.

Κάτι αντίστοιχο ισχύει για τον ίδιο τον Κρις Πισσαρίδη. Η σχολή σκέψης στην οποία ανήκε από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, στο Λονδίνο όπου ζει και εργάζεται, δεν μπορεί επ’ ουδενί να ταυτιστεί με τον νεοφιλελεύθερο Θατσερισμό. Όσο και να διαφωνώ μαζί του, νιώθω την υποχρέωση να δηλώσω ότι, κρίνοντας από το ακαδημαϊκό του έργο, ο Κρις δεν κατατάσσεται στη σχολή σκέψης του νεοφιλελευθερισμού που θεραπεύει τον οικονομικό Δαρβινισμό – την ιδέα, δηλαδή, των εργαζόμενων που πρέπει, για καλό τους, να ρίχνονται στην αρένα της αγοράς εργασίας υπό το αξίωμα ότι οι δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης, από μόνες τους, χωρίς καμία κρατική παρέμβαση, θα εξαφανίσουν την ανεργία και θα εξισορροπήσουν σε επίπεδα μισθών δίκαια (δηλαδή, που αντιστοιχούν στην οριακή παραγωγικότητα της εργασίας) και βιώσιμα (δηλαδή, που δεν παράγουν πληθωριστικές τάσεις). Με απλά λόγια, όταν ο κ. Μητσοτάκης επιτέθηκε στην Αντιπολίτευση από το Βήμα της Βουλής μ’ ένα «έλεος πια!», αναφερόμενος στην ταύτιση του κ. Πισσαρίδη με τον νεοφιλελευθερισμό, δεν ήταν εντελώς αβάσιμη η στάση του. Βέβαια, η απάντηση που θα του έδινα, αν ο προεδρεύων μού έδινε τον λόγο, θα ήταν: «Δίκιο έχετε κ Μητσοτάκη, η Επιτροπή Πισσαρίδη είναι κάτι πολύ χειρότερο από απλά μια νεοφιλελεύθερη παρέα».

Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Κρίνοντας από το ακαδημαϊκό του έργο, ο Κρις Πισσαρίδης, τουλάχιστον από το 1980, απέρριπτε τόσο την νεοφιλελεύθερη θέση περί αγορών εργασίας όσο και την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατική πρακτική – δηλαδή τις κρατικές παρεμβάσεις που περιόριζαν το δικαίωμα του εργοδότη να απολύει, να επιλέγει μισθούς, να ορίζει μονομερώς τις συνθήκες εργασίας κλπ. Εν πολλοίς, θεωρούσε ότι οι κρατικές παρεμβάσεις υπέρ των εργαζόμενων είναι λιγότερο αποτελεσματικές όταν βασίζονται σε άκαμπτους περιορισμούς που θέτει το σοσιαλδημοκρατικό κράτος στις επιλογές του εργοδότη για να προστατεύσει τον εργαζόμενο.

Η λέξη-κλειδί για την κατανόηση της σχολής σκέψης στην οποία έτεινε ο Κρίς Πισσαρίδης είναι το flexi-curity – ο υβριδικός νεολογισμός που συνδυάζει τις λέξεις flexibility (ελαστικότητα) και security (ασφάλεια-προστασία). Με πρώτη διδάξασα τη Δανία, και κατόπιν τη Σουηδία, η σκανδιναβική έκδοση της σοσιαλδημοκρατίας, το flexi-curity ή η ελαστική-προστασία, εμπνεόταν από το εξής σκεπτικό: Η καπιταλιστική αγορά εργασίας είναι αναποτελεσματική και παράγει ανεργία, ανισότητες, μόνιμες ανισορροπίες. Όμως, αν θέλουμε να εξασφαλίσουμε υψηλότερο μισθό και μικρότερη ανασφάλεια για τον εργαζόμενο, υπάρχει κι άλλος τρόπος από την νομοθέτηση ελάχιστου μισθού ή από τον περιορισμό του δικαιώματος του εργοδότη να απολύει. Ποιος τρόπος; Η εξασφάλιση υψηλού επιδόματος ανεργίας και πολύ καλών συνθηκών διαβίωσης, αλλά και ευκαιρίες ουσιαστικής μόρφωσης/μετεκπαίδευσης, σε εργαζόμενους που είτε απολύθηκαν είτε παραιτήθηκαν.

Πράγματι, όσο πιο υψηλό το εγγυημένο εισόδημα του εργαζόμενου – κάτι που αποφασίζει το κράτος μόνο του, χωρίς να πρέπει να το διαπραγματευτεί με τους εργοδότες – τόσο πιο υψηλό μισθό πρέπει να προσφέρει εθελοντικά ο εργοδότης για να βρει άνθρωπο να δουλέψει για αυτόν και τόσο πιο ασφαλής νιώθει ο εργαζόμενος ότι θα έχει μια αξιοπρεπή ζωή βρέξει-χιονίσει. Αυτή η κρατική εξασφάλιση των εργαζόμενων αυξάνει σημαντικά τη διαπραγματευτική τους δύναμη απέναντι στους εργοδότες τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.

Έτσι, και η πίτα ολάκερη και ο σκύλος χορτάτος: Και πλήρης ελαστικότητα, με τον εργοδότη να έχει πλήρη έλεγχο της επιχείρησής του (καθώς δίνει ό,τι μισθό θέλει και απολύει όποιον θέλει όποτε του καπνίσει), και πλήρης προστασία-εξασφάλιση του εργαζόμενου. Αυτό είναι, περιληπτικά, το μοντέλο στο οποίο έτεινε ο Κρις Πισσαρίδης και το οποίο μελέτησε θεωρητικά στο ακαδημαϊκό του έργο.

Το ότι όσον αφορά την προστασία των εργαζόμενων τα δύο σοσιαλδημοκρατικά μοντέλα, το παραδοσιακό και ο σκανδιναβικός συγκερασμός ελαστικότητας-προστασίας, είναι θεωρητικά ισοδύναμα δεν υπάρχει αμφιβολία. Η μεγάλη διαφορά όμως είναι ότι το σκανδιναβικό μοντέλο κοστίζει στο κράτος πολύ περισσότερα από το παραδοσιακό αλλά, παράλληλα, υπόσχεται υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης (από την οποία θα πληρώνονται, θεωρητικά, οι μεγαλύτεροι φόροι που απαιτούνται για τη χρηματοδότησή του).

Πέραν της θεωρίας, στην πράξη το μόνο που απαιτείται για να μετατραπεί σταδιακά το σκανδιναβικό σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο (που ενστερνίστηκε πριν πολλά χρόνια ο Κρις Πισσαρίδης) σε φύλλο συκής που συγκαλύπτει την μετάβαση σε νεοφιλελεύθερη Άγρια Εργασιακή Δύση είναι η σταδιακή υποχρηματοδότηση του σκέλους στήριξης των εργαζόμενων – την ώρα που το κράτος συνεχίζει να εγγυάται την «ευελιξία» των εργοδοτών. Αυτή η «μεταμόρφωση», πριν έρθει στην Ελλάδα, παρατηρήθηκε στη Γερμανία.

Από την Σκανδιναβία στη Μνημονιακή Ελλάδα μέσω Βερολίνου

Τα πρώτα χρόνια εφαρμογής του σκανδιναβικού μοντέλου, που εντυπωσίασε τον Κρις Πισσαρίδη, στέφθηκαν με επιτυχία. Σε χώρες όπως η Δανία, επιχειρήσεις και εργαζόμενοι ωφελήθηκαν παράλληλα. Όμως, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 τα πράγματα άλλαξαν. Βασικός παράγοντας ήταν η δήθεν υιοθέτηση του σκανδιναβικού μοντέλου στη Γερμανία από την κυβέρνηση Schroeder. Λέω δήθεν επειδή υιοθετήθηκε μεν η ελαστικότητα αλλά όχι κι η προστασία – καθώς, αντίθετα με την περίπτωση της Δανίας, η υποστήριξη των εισοδημάτων των εργαζόμενων υποβαθμίστηκε, μπήκαν χρονικοί περιορισμοί στη διάρκεια της στήριξης, και κόπηκαν εντελώς σε εργαζόμενους που παραιτούντο λόγω χειροτέρευσης των συνθηκών δουλειάς ή και μείωσης (εκ μέρους του εργοδότη) των ωρών απασχόλησης (π.χ. υποχρεωτική μετατροπή πλήρους σε μερική απασχόληση).

Σιγά-σιγά, η κυβέρνηση του SPD εφάρμοζε το σχέδιο του τότε Διευθύνοντα Συμβούλου της Volkswagen, και εμπνευστή των λεγόμενων μεταρρυθμίσεων Hartz IV. Πολύ γρήγορα, από το αρχικό μοντέλο flexi-curity έμεινε μόνο το… flexi! Έτσι ένα μοντέλο το οποίο ξεκίνησε ως εναλλακτική τόσο στο παραδοσιακό σοσιαλδημοκρατικό όσο και στην νεοφιλελεύθερη Άγρια Εργασιακή Δύση άρχισε να πλησιάζει όλο και περισσότερο την τελευταία.

Με κάθε υποχώρηση του σκέλους της στήριξης της εργασίας, δεδομένου ότι το άλλο σκέλος ήταν το δικαίωμα του εργοδότη να πράττει κατά το δοκούν, η γερμανική έκδοση του σκανδιναβικού μοντέλου ήταν τεράστιο δώρο στο γερμανικό κεφάλαιο και έπαιξε καίριο ρόλο στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της γερμανικής οικονομίας εις βάρος της υπόλοιπης ευρωζώνης. Υπό αυτή μάλιστα έννοια, εκείνες οι μεταρρυθμίσεις ενίσχυσαν τις μακροοικονομικές ανισορροπίες που οδήγησαν στην Κρίση του Ευρώ το 2010, με πρώτο θύμα την Ελλάδα. Κι όταν κατέφθασε, ως αποτέλεσμα, η τρόικα στην Αθήνα, στις αποσκευές της έφερε την γερμανική έκδοση του σκανδιναβικού μοντέλου, σε χυδαιότερη έκδοση βέβαια.

Θυμάστε πως η τρόικα, από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της σε ελληνικό έδαφος παραβίασε την βασικότερη αρχή του νεοφιλελευθερισμού (ότι σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται η διάσωση επιχειρήσεων – των τραπεζών εν προκειμένω – με χρήματα των φορολογούμενων) ώστε να επιβάλει κατ’ εξοχήν νεοφιλελεύθερες πολιτικές στην Μνημονιακή Ελλάδα;

Θυμάστε ότι κάπως έτσι επέβαλε τη νεοφιλελεύθερη Άγρια Εργασιακή Δύση κρυπτόμενη πίσω από την βασική αρχή του σκανδιναβικού αντι-νεοφιλελεύθερου μοντέλου: το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα;

Το μόνο που χρειαζόταν η τρόικα να κάνει για να κρύψει την κατάργηση της προστασίας των εργαζόμενων ήταν να θέσει σε πολύ χαμηλό επίπεδο, ως φύλο συκής, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.

Η επιστημονική ανεντιμότητα, και οι αντιρρήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, μεγαλύτερες απειλές από τον νεοφιλελευθερισμό του κ. Πισσαρίδη

Δέκα χρόνια μετά την έλευση της τρόικας, η τρόικα εξωτερικού και εσωτερικού χρησιμοποιεί την Επιτροπή Πισσαρίδη για να εμπεδώσει πλήρως εκείνες τις πρώτες της προσπάθειες λεηλασίας της μισθωτής εργασίας, του κράτους, της μικρομεσαίας περιουσίας και, εν γένει, ό,τι πρόσοδο δεν είχε καταφέρει ακόμα να αποσπάσει η αρπακτική ολιγαρχία.

Σε αυτή της την προσπάθεια βρίσκει σύμμαχο τον ΣΥΡΙΖΑ ή, πιο συγκεκριμένα, την μορφή αντιπολίτευσης που επιλέγει να κάνει στην Επιτροπή Πισσαρίδη ο ΣΥΡΙΖΑ. Δύο παραδείγματα του πώς ο τρόπος του επιλέγει ο ΣΥΡΙΖΑ να αντιπαρατεθεί στην Επιτροπή Πισσαρίδη καταλήγει να βοηθά το έργο της:

Παράδειγμα 1ον – Το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ περί απεγκλωβισμού από τρόικα και Μνημόνια: Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ο ίδιος γιορτάζει το τέλος των Μνημονίων και την επιστροφή στη κανονικότητα, οι της Επιτροπής Πισσαρίδη νιώθουν άνετα να μιλούν για το επόμενο βήμα, περί σχεδίου για την ανάπτυξη της χώρας – λες και κάτι τέτοιο είναι δυνατόν εντός του 4ου Μνημονίου του ΣΥΡΙΖΑ και του 5ου που φέρνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη!

Παράδειγμα 2ον – Η κριτική του ΣΥΡΙΖΑ πως η πρόταση της Επιτροπής Πισσαρίδη για μείωση του μη μισθολογικού εργασιακού κόστους είναι νεοφιλελεύθερη: Είναι αστείο το θέαμα της αντιπαράθεσης ΣΥΡΙΖΑ από την μία και Μητσοτάκη-Πισσαρίδη από την άλλη για το ύψος του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, δηλαδή των υψηλών εισφορών που πρέπει να πληρώνουν οι εργοδότες για την ασφάλιση των μισθωτών. Οι δύο μονομάχοι μιλούν λες και το θέμα είναι, όπως θα ήταν σε μια κανονική χώρα, κατά πόσον πρέπει να συνεισφέρουν οι εργοδότες στις συντάξεις και τα επιδόματα ανεργίας των εργαζόμενων. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως νέο ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 2000, φωνάζει ότι δεν πρέπει να μειωθούν οι εργοδοτικές εισφορές για να στηριχθεί το κράτος πρόνοιας. Η ΝΔ ωρύεται ότι το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας, που ανέβηκε πολύ από το 3ο Μνημόνιο, πνίγει τις επιχειρήσεις. Πού το αστείο; Και οι δύο μιλούν αγνοώντας τον Ελέφαντα στο Δωμάτιο. Ποιος είναι ο Ελέφαντας; Το δεδομένο πως τα ασφαλιστικά ταμεία τα πτώχευσε η τρόικα με το PSI το 2012 και πως οι τεράστιες ασφαλιστικές εισφορές που επέβαλε η τρόικα, μέσω κυβέρνησης Tσίπρα, στους μικρομεσαίους το 2015 δεν χρηματοδοτούν συντάξεις και επιδόματα αλλά επιστρέφουν στην τρόικα και τους δανειστές ανακυκλώνοντας τόσο τη χρεοκοπία των ασφαλιστικών ταμείων όσο και κράτους-επιχειρήσεων-εργαζόμενων.

Περιληπτικά, η Επιτροπή Πισσαρίδη από τη μια και ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη επιδίδονται σε μια αντιπαράθεση νεοφιλελεύθερων-προοδευτικών που ίσως είχε ενδιαφέρον το 2002 αλλά που είναι παντελώς εκτός τόπου και χρόνου σήμερα στην «Χρεοδουλοπαροικία η Ελλάς».

Εστιάζοντας στο προσωπικό που αποτελεί την Επιτροπή Πισσαρίδη, παρατηρούμε ότι αποτελείται από ολόκληρο το προσωπικό που την τελευταία δεκαετία επιστρατεύτηκε στην επιχείρηση διάσωσης του ολιγαρχικού καθεστώτος το οποίο πρωτοστήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1990, επί Σημιτικού ΠΑΣΟΚ, πάνω στο μη βιώσιμο χρέος. Κρίνοντας μάλιστα από τα κείμενά τους, φαίνονται αποφασισμένοι να ολοκληρώσουν εκείνο το έργο. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω σε ποιο βαθμό ο ίδιος ο Κρις Πισσαρίδης κατανοεί τον τρόπο με τον οποίο εκμεταλλεύονται τις περγαμηνές και το όνομά του. Βέβαια, αυτό δεν έχει καμία, γενικότερη, σημασία. Αυτό που μετρά είναι το αποτέλεσμα.

Όταν με ρωτούν, λοιπόν, ποιο είναι το κύριο πρόβλημα με την Έκθεση Πισσαρίδη, απαντώ πως δεν είναι ούτε ότι στερείται αντικειμενικότητας ούτε ότι υποκινείται από «νεοφιλελεύθερες» δοξασίες, όπως κατηγορείται από κύκλους του ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο: Στερείται επιστημονικής εντιμότητας!

Εντυπωσιακό παράδειγμα η ευκολία με την οποία η Έκθεση αναπαράγει ως στατιστική αλήθεια δύο κυβερνητικά ψεύδη: Το ψέμα ότι το 2014 η Ύφεση έδωσε τη θέση της στην Ανάκαμψη (το 2014 το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 1.998 εκ ευρώ σε σχέση με το 2013) και το ψέμα ότι η οικονομία ανέκαμπτε προ πανδημίας.

Η Επιτροπή Πισσαρίδη θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι, αν ο κ. Σαμαράς είχε κερδίσει τις εκλογές του 2015, το ΑΕΠ θα ανερχόταν αντί να μειωθεί κι άλλο. Ή ότι, χωρίς την πανδημία, η οικονομία θα αναπτυσσόταν στα τέλη του 2020. Τότε θα είχε ενδιαφέρον μια επιστημονική αντιπαράθεση μαζί τους. Όταν, όμως, ομάδα εκλεκτών οικονομολόγων υιοθετούν τα ψεύδη της Νέας Δημοκρατίας για το τι συνέβη το 2014, τότε η γόνιμη επιστημονική αντιπαράθεση μαζί τους είναι αδύνατη. Το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει να μην πει τίποτα για αυτό είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό.

Συμπέρασμα: Η Επιτροπή Πισσαρίδη ως θείον δώρον για ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ

Εν κατακλείδι, ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Δημοκρατία πασχίζουν από κοινού η συζήτηση για την οικονομία να γίνεται λες και είμαστε μια κανονική χώρα όπου τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν την πολυτέλεια να αντιπαρατίθενται στο δίπολο, ουσιαστικά, νεοφιλελευθερισμού-σοσιαλδημοκρατίας. Η Επιτροπή Πισσαρίδη είναι, λοιπόν, εξαιρετικά χρήσιμη εξ ίσου στον ΣΥΡΙΖΑ και στη Νέα Δημοκρατία καθώς τους δίνει τη δυνατότητα από κοινού να αποπροσανατολίζουν τον δημόσιο διάλογο αποκρύπτοντας τη ζοφερή πραγματικότητα του να ζει κανείς στην «Χρεοδουλοπαροικία η Ελλάς».

Το ΜέΡΑ25, έχοντας καταδείξει την πραγματική ωφέλεια του Μνημονιακού Τόξου από τις εργασίες της Επιτροπής Πισσαρίδη, αλλά και τις ρίζες της στον εκφυλισμό της σκανδιναβικής σοσιαλδημοκρατίας, προχώρησε έγκαιρα τόσο στην αποδόμηση της «Επιτελικής Σύνοψης» της Έκθεσης όσο και στην κατάθεση εναλλακτικής πρότασης για την ουσιαστική ανάκαμψη της χώρας, που βέβαια προ-απαιτεί την ρήξη με την τρόικα και τις θεσμικές της εκφάνσεις τόσο εντός όσο και εκτός των τειχών.

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1ο: ΤΟ «ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ» ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ ΤΟΥ 5ου ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ

Το ΜέΡΑ25 σχολιάζει παράγραφο-προς-παράγραφο την ενδιάμεση Έκθεση της Ομάδας Πισσαρίδη «για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας».

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3ο: ΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΚΡΙΣ ΠΙΣΣΑΡΙΔΗ

Για μια προσωπική αποτίμηση της επιστημονικής δουλειάς που το 2010 απέφερε το Νόμπελ Οικονομικών στους Peter Diamond, Dale Mortenson και Κρίς Πισσαρίδη, βλ. το άρθρο μου της 19ης Οκτωβρίου 2010 στο protagon.gr με τίτλο «Το Νόμπελ της Ντροπής»

Γιάνης Βαρουφάκης

Πηγή: https://thepressproject.gr/i-politiki-oikonomia-tis-epitropis-pissaridi/?mag=true

 

 

Δύο σκέψεις για το Σχέδιο της Επιτροπής Πισσαρίδη

Ένα ακόμη «Σχέδιο για την Ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας» προστέθηκε στην ήδη υπάρχουσα πλούσια βιβλιογραφία με τη δημοσιοποίηση του αντίστοιχου της Επιτροπής Πισσαρίδη.

Το σχέδιο δεν «κομίζει γλαύκα εις Αθήνας», δεδομένου ότι επί της ουσίας επαναλαμβάνει, με σχεδόν ομοιόμορφο τρόπο, ήδη γνωστές αναλύσεις, απόψεις και προτάσεις των διεθνών πολυμερών οργανισμών (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, Παγκόσμια Τράπεζα, Ευρωπαϊκή Επιτροπή), όσο και αντίστοιχων ελληνικών (ΙΟΒΕ, Τράπεζα της Ελλάδος).

Οι απόψεις αυτές διέπονται από την κυρίαρχη λογική της επικρατούσας σήμερα οικονομικής σκέψης και με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ενυπήρχαν στα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια στην ελληνική οικονομία, από όλες τις κυβερνήσεις που υπηρέτησαν τη χώρα τη συγκεκριμένη περίοδο. Ως εκ τούτου, ύστερα από δέκα χρόνια εφαρμογής προγραμμάτων, συ­γκεκριμένης θεωρητικής αντίληψης, είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε τα αποτελέσματά της εμπειρικά και όχι με βάση θεωρητικές υποθέσεις, έτσι ώστε να συνάγουμε συμπεράσματα για το κατά πόσον η συνέχιση της ίδιας οικονομικής λογικής θα έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Το κείμενο πράγματι αξιολογεί την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, μετά το τέλος των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής, αναφερόμενο με μελανά χρώματα για το πλήθος των προβλημάτων που τη διέπουν (σελίδες 17 – 29). Δηλαδή, τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας εξακολουθούν να υπάρχουν, ενώ πολλά από αυτά έχουν σαφώς χειροτερέψει (π.χ., οι επενδύσεις, οι αποταμιεύσεις, ο πλούτος των πολιτών, το ποσοστό του πληθυσμού στα όρια της φτώχειας, το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, η συμμετοχή στην αγορά εργασίας, η ενσωμάτωση νέας τεχνολογίας στα παραγόμενα προϊόντα, η δραματική μείωση των μισθών), ύστερα από δέκα χρόνια προγραμμάτων δημοσιονομικής πολιτικής, η οικονομική λογική των οποίων είναι ίδια με αυτή που διέπει το προσχέδιο Πισσαρίδη.

Όλες αυτές είναι διαπιστώσεις του Σχεδίου της Επιτροπής Πισσαρίδη. Όμως για το πώς, ύστερα από δέκα έτη προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής, συγκεκριμένης θεωρητικής αντίληψης, διαπιστώνονται αυτά τα αποτελέσματα δεν υπάρχει ούτε λέξη στο κείμενο. Λες και η οικονομική πολιτική ασκείται… από τον ουρανό και δεν είναι έργο ανθρώπων που ακολουθούν συγκεκριμένες θεωρίες και αντιλήψεις. Η απλή καταγραφή των προβλημάτων που έχουν προκύψει μετά την εφαρμογή ενός προγράμματος, χωρίς αξιολόγηση των θεωρητικών αντιλήψεων που το διέπουν, θεωρώ ότι αποτελεί τουλάχιστον είδος σκληρού δογματισμού.

Σύμφωνα με το Σχέδιο Πισσαρίδη, τα αναπτυξιακά εμπόδια στην ελληνική οικονομία είναι πολλά και διάφορα. Θα περιορισθώ σε όσα σχετίζονται με τη δημόσια διοίκηση, τα βασικά προβλήματα της οποίας είναι τα ακόλουθα: 

– Ισχυρή εξάρτηση από το πολιτικό σύστημα, που ουσιαστικά τη μετατρέπει σε υποχείριο του πολιτικού συστήματος και των εκάστοτε κυβερνώντων. Στην πράξη, η εκάστοτε κυβέρνηση μπορεί να επηρεάζει σημαντικά το ποιοι κατέχουν ανώτατες διοικητικές θέσεις και στη συνέχεια όλη τη διοικητική αλυσίδα.

– Η ελληνική δημόσια διοίκηση παράγει πολυνομία και υπερβολικά πολλούς ρυθμιστικούς κανόνες. Πολλοί νόμοι δημιουργούν αχρείαστο βάρος για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Υπάρχουν επίσης σημαντικές επικαλύψεις, και ενίοτε συγκρούσεις, με προγενέστερους νόμους. Η πολυπλοκότητα του συστήματος και η ελλιπής κωδικοποίηση δημιουργούν περιθώριο για διαφορετικές ερμηνείες των νόμων και κανόνων από διαφορετικές υπηρεσίες ή σε διαφορετικά μέρη της χώρας. Αυτά με τη σειρά τους δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για διαφθορά στη δημόσια διοίκηση, ενώ επιβαρύνουν αχρείαστα το σύστημα απονομής δικαιοσύνης.

– Η ταχύτητα και ποιότητα στην απονομή δικαιοσύνης είναι καθοριστικός παράγοντας για την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας. Αναφέρω ορισμένα παραδείγματα, ο αριθμός εκκρεμών διοικητικών υποθέσεων παραμένει με διαφορά ο υψηλότερος στην ΕΕ. Εξαιτίας των καθυστερήσεων στην απονομή δικαιοσύνης, η Ελλάδα κατατάσσεται μόλις στην 146η θέση παγκοσμίως ως προς την εφαρμογή των συμβάσεων, σύμφωνα με την ετήσια έρευνα «Doing Business» της Πα­γκόσμιας Τράπεζας για το 2020.

Στην ίδια έρευνα, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 72η θέση ως προς τις πτωχευτικές διαδικασίες και στην 37η θέση ως προς την προστασία των επενδυτών. Ένα στοιχείο που πρέπει επίσης να προβληματίζει είναι ότι σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (2018) η αντίληψη των ελληνικών επιχειρήσεων περί δικαστικής ανεξαρτησίας βρίσκεται σημαντικά χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Είναι δύσκολο να διαφωνήσει κάποιος με τον πυρήνα αυτών των διαπιστώσεων. Όμως και εδώ πρόκειται για αναφορά σε προβλήματα χιλιοειπωμένα και συνεχώς επαναλαμβανόμενα από ικανό αριθμό μελετητών της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Δεν προστίθεται κάτι το οποίο δεν είναι γνωστό. Εκείνο που επιμελώς κρύβεται ή δεν αναφέρεται με τρόπο εμφανή είναι ότι όταν αναφερόμαστε στη λειτουργία της ελληνικής δημόσιας διοίκησης και της δικαιοσύνης αλλά και της εκπαίδευσης και της εξωτερικής πολιτικής στην ουσία κάνουμε αναφορά στο ελληνικό πολιτικό σύστημα.

Η λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, in senso lato, είναι το αποτέλεσμα της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος στη χώρα διαχρονικά. Η ευθύνη θα πρέπει να αποδοθεί αποκλειστικά στον τρόπο που λειτουργεί το πολιτικό σύστημα στη χώρα. Όλες οι προσπάθειες που έχουν γίνει, και έχουν γίνει αρκετές, για την αλλαγή του τρόπου λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης σκοντάφτουν στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, το οποίο εξακολουθεί να λειτουργεί με πολύ συγκεκριμένο τρόπο, καταπνίγοντας όλες τις δημιουργικές προσπάθειες και στοχεύοντας αποκλειστικά στη συνέχιση της αναπαραγωγής του.

Με απλά λόγια, χρειάζεται αλλαγή του τρόπου που το πολιτικό σύστημα αντιλαμβάνεται τον ρόλο του στην κοινωνία. Διαφαίνεται στον ορίζο­ντα κάποια προοπτική; Πολύ αμφιβάλλω, για να μην πω ότι είμαι σχεδόν βέβαιος.


Κώστας Μελάς
Πηγή: https://www.paron.gr/2020/08/10/dyo-skepseis-gia-to-schedio-tis-epitropis-pissaridi/

Από τον ίδιο και η κριτική του μέσω youtube


 

 

Ούτε Σχέδιο, Ούτε Ανάπτυξη. Ο θρίαμβος της προχειρότητας και της κοινοτοπίας

Το Σχέδιο Πισσαρίδη ξεκινάει με την παρατήρηση ότι οι αναπτυξιακές επιδόσεις της χώρας μας την περίοδο 1981-2019 ήταν πολύ απογοητευτικές, περίπου 0,9% ετησίως. Η σύγκριση με την περίοδο 1961-1980, όταν η ανάπτυξη ήταν 6,5% ετησίως, είναι καταλυτική. Η Επιτροπή αντιλαμβάνεται την τεράστια αυτή διαφορά ως μια απόδειξη της αδυναμίας της Ελλάδας να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που πρόσφερε η ένταξη στην ΕΕ το 1981.

Η πιθανότητα να συμβαίνει το αντίθετο δεν απασχολεί καθόλου την Επιτροπή. Οποιοσδήποτε καλόπιστος οικονομολόγος βλέποντας τη σύγκριση θα σκεφτόταν ότι το θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ και ΟΝΕ, αντί να προσφέρει ευκαιρίες, ίσως να συνέβαλε στην αντιστροφή της προηγούμενης αναπτυξιακής δυναμικής. Η ένταξη σηματοδότησε την απαρχή μιας αποτυχίας ιστορικού μεγέθους που θα καθορίσει την πορεία της Ελλάδας τις επόμενες δεκαετίες. Θα περίμενε κανείς ότι μια τόσο «βαριά» Επιτροπή θα είχε σημαντικά πράγματα να πει για το κεντρικό αυτό ζήτημα.

Το Σχέδιο Πισσαρίδη δεν κάνει τίποτε τέτοιο. Στην ουσία παραβλέπει τους διεθνείς περιορισμούς μέσα στους οποίους κινείται μια οικονομία μεσαίου μεγέθους, όπως η ελληνική. Θεωρεί ότι το πρόβλημα της χώρας μας είναι κατά κύριο λόγο εγχώριο και στρέφει την προσοχή του στις γνωστές «ελληνικές» αδυναμίες.

Μας πληροφορεί, λοιπόν, ότι η χαμηλή ανάπτυξη οφείλεται κυρίως στην χαμηλή συμμετοχή των παραγωγικών συντελεστών, δηλαδή της εργασίας και του κεφαλαίου, στην χαμηλή παραγωγικότητα, στην έλλειψη καινοτομίας, στην εσωστρέφεια, στο αναποτελεσματικό κοινωνικό κράτος και στις φτωχές περιβαλλοντολογικές επιδόσεις. Σε αυτά έγκειται το ελληνικό αναπτυξιακό πρόβλημα.

Πρόκειται για μνημείο προχειρότητας. Αλλά η προχειρότητα χαρακτηρίζει ολόκληρο το Σχέδιο και δεν χρειάζεται να πάει κανείς μακριά για να το διαπιστώσει. Μας λέει, για παράδειγμα, ότι η χώρα είχε επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2014, οι οποίοι όμως αντιστράφηκαν το 2015, καθώς επίσης ότι η πανδημία του κορωνοϊού ανέστρεψε βίαια την αναπτυξιακή δυναμική που εμφανίστηκε ξανά το 2019. Από πουθενά δεν προκύπτει ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Στο τέλος του 2019, πολύ πριν την εμφάνιση της πανδημίας, βασικοί μακροοικονομικοί δείκτες, όπως οι επενδύσεις και οι ροές κεφαλαίων, έδειχναν ότι η χώρα ετοιμαζόταν να μπει σε τεχνική ύφεση το 2020.

Με τέτοιου είδους ανάλυση, είναι πολύ φυσιολογικό οι θεραπείες που προτείνει το Σχέδιο να είναι απολύτως κοινότοπες. Η κεντρική ιδέα, αν μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει αυτόν τον όρο, είναι ότι η Ελλάδα έχει την δυνατότητα να ανεβάσει τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης στο 3,5% ετησίως τα επόμενα χρόνια. Για να πετύχει αυτό το μεγάλο άλμα υπάρχουν δύο προϋποθέσεις. 

Πρώτον, να αυξηθεί η συμμετοχή της εργασίας, διευρύνοντας την απασχόληση ιδίως των γυναικών και των νέων. Για το σκοπό αυτό πρέπει να ελαφρυνθεί η επιβάρυνση της μισθωτής εργασίας, με μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, απάλειψη της εισφοράς αλληλεγγύης και μείωση του ανώτατου ορίου ασφαλιστέου εισοδήματος. Πρέπει επίσης υπάρξει μετάβαση από διανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό σύστημα επικουρικής σύνταξης.

Δεύτερον, να βελτιωθεί η παραγωγικότητα της εργασίας. Απαιτείται αύξηση των επενδύσεων σε πάγιο κεφάλαιο, ιδίως των ιδιωτικών, από τα σημερινά πολύ χαμηλά επίπεδα που μετά βίας ξεπερνούν το 10% του ΑΕΠ συνολικά. Η Επιτροπή προτείνει ευνοϊκή φορολογία των ιδιωτικών αποσβέσεων, αλλά και ενίσχυση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Εννοείται, βεβαίως, ότι η χώρα θα πρέπει να αξιοποιήσει τα περίφημα κονδύλια που ασμένως αναμένονται από την ΕΕ το 2021-23 και φυσικά να προσελκύσει Άμεσες Ξένες Επενδύσεις. Όλα αυτά θα γίνουν ενώ η χώρα θα τηρεί δημοσιονομική πειθαρχία, κρατώντας τα δημόσια έσοδα και δαπάνες σε ισορροπία με την προσδοκώμενη αύξηση του ΑΕΠ.

Παράλληλα η Ελλάδα θα πρέπει να γίνει περισσότερο «εξωστρεφής» αυξάνοντας τα ποσοστά εξαγωγών και εισαγωγών στο ΑΕΠ. Ενδεικτικό της ποιότητας της Έκθεσης είναι ότι η ίδια αναφέρει ότι τα κύρια εξαγωγικά προϊόντα της χώρας μας είναι τα πετρελαιοειδή, τα φάρμακα και οι πλακέτες αλουμινίου, δηλαδή βιομηχανικά προϊόντα. Όταν όμως προσπαθεί να εντοπίσει κλάδους και προϊόντα στα οποία η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, τότε καταλήγει στον ήλιο, στη θάλασσα, στον πολιτισμό και σε επιλεγμένα αγροτικά προϊόντα πολυτελείας. Η περιλάλητη «εξωστρέφεια» μεταφράζεται σε μια σειρά από κοινοτοπίες που ακούει κανείς σε πολλά καφενεία.

Παρόμοιες κοινοτοπίες, τέλος, κυριαρχούν στο μεγαλύτερο μέρος της Έκθεσης αφιερωμένο στις «μεταρρυθμίσεις», οι οποίες υποτίθεται ότι απαιτούνται στο θεσμικό πλαίσιο της χώρας, ώστε να επιτευχθεί το πολυπόθητο 3,5%. Ο κατάλογος είναι μακροσκελέστατος: να ολοκληρωθεί το κτηματολόγιο, να υπάρξει μεταβίβαση εξουσιών σε τοπικό επίπεδο, να υπάρξει βελτίωση του συστήματος δικαιοσύνης, να γίνει αναμόρφωση του συστήματος παιδείας, να προχωρήσει η αναδιάρθρωση του συστήματος υγείας, κ.λπ., κ.λπ.

Ποιος θα μπορούσε ποτέ να διαφωνήσει ότι η χώρα μας (ή οποιαδήποτε άλλη χώρα) θα είχε όφελος από ένα πιο αποτελεσματικό σύστημα δικαιοσύνης, παιδείας και υγείας; Συνιστά «Σχέδιο Ανάπτυξης» μια τέτοια διαπίστωση που ακολουθείται από ατελείωτες εκθέσεις ιδεών; Έχουν οι συντάκτες της Επιτροπής συναίσθηση της διαφοράς ανάμεσα στο «πώς θα μας άρεσε να είμαστε» και στο «πώς θα φτάσουμε εκεί που μπορούμε»; Ένα πραγματικό σχέδιο ανάπτυξης δεν απεραντολογεί για το πρώτο ζήτημα. Απαντάει στο δεύτερο.

Ακόμη και μια γρήγορη ματιά αρκεί για να δείξει ότι το Σχέδιο Πισσαρίδη στον πυρήνα του είναι μια επανάληψη της ιδεοληπτικής προσέγγισης των «μεταρρυθμίσεων» κατά τη δεκαετία των μνημονίων. Όπως όλοι γνωρίζουμε πλέον, η προσέγγιση αυτή απέτυχε παταγωδώς να δημιουργήσει συνθήκες ταχύρρυθμης ανάπτυξης. Από δω θα έπρεπε να ξεκινήσει η Επιτροπή, αν ήθελε να πει κάτι πραγματικά χρήσιμο για τη χώρα.

Για να το κάνει όμως θα έπρεπε καταρχάς να προσφέρει εποπτεία του διεθνούς θεσμικού πλαισίου μέσα στο οποίο είναι υποχρεωμένη να κινείται η χώρα μας, ιδίως μετά την κρίση του 2007-9. Θα έπρεπε επίσης να πάει πολύ πιο πέρα από τα νεοκλασικά οικονομικά της προσφοράς, καθώς και τις ανώδυνες μορφές των θεσμικών οικονομικών, τα οποία έχει πλήρως υιοθετήσει. Η αναπτυξιακή στασιμότητα της χώρας μας μετά την κρίση της Ευρωζώνης έχει να κάνει κυρίως με τα οικονομικά της ζήτησης. Η ζήτηση βρίσκεται επίσης στον πυρήνα της γενικότερης «δομικής στασιμότητας» του σημερινού καπιταλισμού, όπως προκύπτει από τη σύγχρονη βιβλιογραφία.

Το προβληματικό διεθνές πλαίσιο

Η πορεία της ελληνικής οικονομίας καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το περιβάλλον της ΕΕ και ειδικότερα της Ευρωζώνης. Η κανονικότητα της ΕΕ είναι πλέον τα μηδενικά (και αρνητικά) επιτόκια, οι αναιμικοί ρυθμοί ανάπτυξης, ο πληθωρισμός κάτω από τον στόχο και οι ασφυκτικοί περιορισμοί οικονομικής πολιτικής που ασκεί το μηδενικό επιτόκιο. Η ίδια κανονικότητα υπάρχει και στις ΗΠΑ, αλλά με κάποιες διαφορές λόγω της μοναδικής θέσης του δολαρίου στην παγκόσμια οικονομία. Ο κορωνοϊός επέφερε μεγάλο πλήγμα σε αυτή την κανονικότητα, αλλά για την ώρα τα μακροχρόνια αποτελέσματα δεν είναι ξεκάθαρα.

Στην ουσία βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την «ιαπωνοποίηση» των ώριμων καπιταλιστικών οικονομιών του πυρήνα της παγκόσμιας οικονομίας. Το αποτέλεσμα είναι ότι η νομισματική πολιτική αναγκαστικά υποχωρεί μπροστά στη δημοσιονομική πολιτική, γεγονός που έχει μεγάλη σημασία για την αναπτυξιακή δυναμική. Πρόκειται για ιστορική εξέλιξη που επιταχύνθηκε ραγδαία από την κρίση της πανδημίας. Το Σχέδιο Πισσαρίδη ούτε είδε ούτε άκουσε τίποτε γι’ αυτές τις εξελίξεις.

Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, η αναπτυξιακή πορεία μιας οικονομίας εξαρτάται από τις σύνθετες σχέσεις ανάμεσα στον ιδιωτικό τομέα και τη δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης. Οι επενδυτικές αποφάσεις των εταιρειών συναρτώνται άμεσα με την ύπαρξη επαρκούς ζήτησης για τα προϊόντα τους, πράγμα που επίσης συναρτάται με το επίπεδο απασχόλησης. Αν η απασχόληση είναι χαμηλή, τότε και η επένδυση θα είναι χαμηλή γιατί λείπει η ζήτηση. Στον σημερινό καπιταλισμό η δημοσιονομική πολιτική είναι καθοριστική για την απασχόληση και το επίπεδο της ζήτησης, άρα και για τις ιδιωτικές επενδύσεις. Το αποτέλεσμα της λιτότητας και της «δημοσιονομικής πειθαρχίας» είναι μακροχρόνια υποχώρηση της αναπτυξιακής δυναμικής, παρά την ύπαρξη κερδοφορίας για το ιδιωτικό κεφάλαιο.

Την προηγούμενη δεκαετία η ΕΕ πλήρωσε πανάκριβα την περιοριστική δημοσιονομική πολιτική με καταβύθιση των ιδιωτικών επενδύσεων. Η Ελλάδα χτυπήθηκε βαρύτερα από κάθε άλλη χώρα με πλήρη επενδυτική κατάρρευση. Η εκτίμηση της Επιτροπής ότι η δημοσιονομική προσαρμογή της Ελλάδας ήταν επιτυχημένη είναι εκτός τόπου και χρόνου. Η αρνητική επίδραση της βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής θα είναι πολύ μεγάλη σε βάθος χρόνου γιατί έπληξε το δυνητικό ΑΕΠ της Ελλάδας. Πρόκειται για ιστορική καθίζηση, πανωλεθρία ορατή δια γυμνού οφθαλμού, η οποία όφειλε να είναι το πρώτο ζητούμενο της Επιτροπής Πισσαρίδη.

Το πρόβλημα της χαμηλής παραγωγικότητας που τόσο απασχολεί τους συντάκτες της Έκθεσης, οι οποίοι αναζητούν τις αιτίες του στις γνωστές «ελληνικές» αδυναμίες της πλευράς της προσφοράς, σχετίζεται άμεσα με την πλευρά της ζήτησης. Το φαινόμενο είναι παγκόσμιο. Μετά το 2007-9, οι οικονομίες της ΕΕ και των ΗΠΑ σφραγίστηκαν από χαμηλή παραγωγικότητα, σε μεγάλο βαθμό λόγω της χαμηλής ζήτησης από την περιστολή των πραγματικών μισθών, ενώ τα κέρδη των επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατακόρυφα. Κυριάρχησε ένας άρρωστος χρηματιστικοποιημένος καπιταλισμός με χαμηλά επιτόκια, δημοσιονομική πειθαρχία, χαμηλούς μισθούς, χαμηλή παραγωγικότητα, χαμηλό πληθωρισμό και χαμηλή ανάπτυξη, αλλά παράλληλα με υψηλή κερδοφορία. Τα φαινόμενα ήταν έντονα στις χώρες της ΟΝΕ και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, που αποτελεί μια ολόκληρη κατηγορία αποτυχίας από μόνη της.

Στα χρόνια που ακολούθησαν την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος, η χώρα έχασε τεράστιο μέρος της ανταγωνιστικότητάς της. Αδυνατώντας να προχωρήσει σε υποτίμηση του νομίσματος για να αντιμετωπίσει τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες που προκάλεσε η κρίση του 2007-9 και η κρίση της Ευρωζώνης που ακολούθησε το 2010-13, η Ελλάδα προχώρησε σε βαθύτατη εσωτερική υποτίμηση. Το αποτέλεσμα ήταν δραματική συστολή της ζήτησης και τεράστια ανεργία. Η κερδοφορία ανέκαμψε, αλλά το πλήγμα στο δυνητικό ΑΕΠ και στον μηχανισμό συσσώρευσης και ανάπτυξης ήταν τεράστιο. Τα μνημόνια όχι μόνο δεν βελτίωσαν τις αναπτυξιακές δυνατότητες της Ελλάδας, όπως φαντάζονταν οι υπερασπιστές τους, αλλά τις καταβαράθρωσαν.

Τι απαιτείται;

Μόνο με θαύμα θα πετύχει η Ελλάδα ρυθμούς ανάπτυξης 3,5% ετησίως με βάση το Σχέδιο Πισσαρίδη. Η οικονομία της χώρας βρίσκεται σε τέλμα μέσα σε ένα πολύ δύσκολο διεθνές πλαίσιο. Για να υπάρξει ανάπτυξη απαιτούνται θαρραλέες τομές στην εγχώρια κοινωνική ισορροπία, αλλά και τις διεθνείς σχέσεις της χώρας.

Μετά την είσοδο στην ΕΕ, η Ελλάδα μπήκε σε διαδικασία χαμηλής και στρεβλής ανάπτυξης. Η υιοθέτηση του ευρώ το 2001 οδήγησε σε έντονα φαινόμενα «υποδεέστερης χρηματιστικοποίησης» της Ελλάδας, παρόμοια με άλλες χώρες της Νότιας Περιφέρειας. Η ελληνική οικονομία πάσχει από υπερδιόγκωση του τομέα των υπηρεσιών, αδυναμία του δευτερογενούς τομέα, καθώς και έλλειμμα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας στη γεωργία. Για τους ίδιους λόγους δεν μπορεί να ανταγωνιστεί διεθνώς και έχει μεγάλη εξάρτηση από τις εισαγωγές, ιδίως στα κεφαλαιουχικά αγαθά. Η εκτόξευση του δημόσιου χρέους ήταν απόρροια αυτών των μακροοικονομικών εξελίξεων.

Η Ελλάδα αντιμετωπίζει επίσης συστηματικό κενό αποταμιεύσεων, το οποίο πήρε ακραίες μορφές μετά την είσοδο στην ΟΝΕ. Υπάρχει αρνητική καθαρή αποταμίευση μετά το 2005, δηλαδή στην ουσία η χώρα δεν αναπληρώνει καν το κεφαλαιουχικό της δυναμικό. Το επενδυτικό κενό είναι γιγαντιαίο, τουλάχιστον 20 δις το χρόνο. Μόνο κάποιος που δεν έχει καμία συναίσθηση της παγκόσμιας αγοράς μπορεί να πιστεύει ότι το κενό αυτό θα μπορούσε πότε να καλυφθεί από Άμεσες Ξένες Επενδύσεις, ή από τα περιλάλητα κονδύλια της ΕΕ. Χωρίς συστηματική και δυναμική κινητοποίηση των εγχώριων πόρων δεν θα μπορέσει η Ελλάδα να μπει στην επενδυτική πορεία που απαιτείται για ταχύρρυθμη ανάπτυξη.

Τα χρόνια των μνημονίων επέφεραν βαριά επιδείνωση. Καμία δομική αδυναμία δεν θεραπεύθηκε. Αντίθετα, όπως ειπώθηκε παραπάνω, η βάρβαρη περιστολή της ζήτησης έπληξε δομικά την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας. Το χρέος και η ανάγκη εξυπηρέτησής του έδεσαν χειροπόδαρα τη δημοσιονομική πολιτική. Αν προσθέσουμε και την καταστροφή του τραπεζικού συστήματος, το οποίο είναι πλέον απολύτως ανίκανο να στηρίξει τις επενδύσεις και την ανάπτυξη, το αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας γίνεται ακόμη μεγαλύτερο.

Το χειρότερο από όλα είναι φυσικά η μαζική μετανάστευση του καλά εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού σε μια χώρα που γερνάει χρόνο με το χρόνο. Η Ελλάδα έχει βρεθεί για τα καλά στην περιφέρεια της ΕΕ, με μια οικονομία που στηρίζεται στον τουρισμό, με ολόκληρες περιοχές να ερημώνονται πληθυσμιακά και χωρίς να μπορεί ο δημόσιος τομέας να απορροφήσει τις πιέσεις στην αγορά εργασίας, όπως έκανε στο παρελθόν. Ο κορωνοϊός είναι η χαριστική βολή. Αναπόφευκτα το πλήγμα στην οικονομία θα είναι πολύ χειρότερο στη χώρα μας από την υπόλοιπη Ευρώπη, με βαρύτατες επιπτώσεις στη φτώχεια και την ανεργία.

Για να σταθεί ξανά η Ελλάδα στα πόδια της χρειάζεται ένα πραγματικό σχέδιο ανάπτυξης που θα αναγνωρίζει το διεθνές πλαίσιο και θα βασίζεται στη σύγχρονη οικονομική θεωρία και βιβλιογραφία. Η παραγωγικότητα και η ανάπτυξη εξαρτώνται από τις συνθήκες ζήτησης, όπως και από τους μηχανισμούς χρηματοδότησης/πίστωσης. Η αύξηση της παραγωγικότητας έρχεται μέσα από τεχνολογική αλλαγή που προκύπτει από αλλαγές στα μερίδια κόστους εργασίας και κεφαλαίου. Όταν πιέζεται το κεφάλαιο, τότε καινοτομεί. Το ζήτημα είναι να προσδιοριστεί η πορεία των πραγματικών μισθών και το κόστος μετάβασης των νέων τεχνολογιών ώστε να επιτευχθεί η άνοδος της παραγωγικότητας.

Όσο για τις εξαγωγές, ο ήλιος, η θάλασσα και ο πολιτισμός, όχι μόνο είναι χαμηλής προστιθέμενης αξίας, αλλά συνεισφέρουν ελάχιστα στις δυνατότητες της Ελλάδας να αυξήσει την πολυπλοκότητα των εξαγωγών της. Η χώρα εξάγει ένα πλέγμα αγαθών κυρίως μεσαίας τεχνολογίας και εισάγει το σύνολο σχεδόν των κεφαλαιουχικών αγαθών υψηλότερης τεχνολογίας. Για να υπάρξει εξισορρόπηση αυτής της κατάστασης απαιτείται δημόσια παρέμβαση με στοχευμένες επενδύσεις και στήριξη συγκεκριμένων κλάδων. Απαιτούνται επίσης διαμεσολαβητικοί θεσμοί, για παράδειγμα, μια σειρά ινστιτούτα (όσα δεν κατέστρεψε η Τρόικα), όπως γίνεται σε τόσες άλλες χώρες του κόσμου. Αυτή θα ήταν όντως στήριξη της «εξωστρέφειας». Τα υπόλοιπα είναι ευχολόγια κι ελαφρές κουβέντες.

Μέσα στο ζοφερό αυτό πλαίσιο και κατά παράδοξο τρόπο, ο κορωνοϊός προσφέρει μια νέα ευκαιρία στην Ελλάδα γιατί άλλαξε βίαια το ευρύτερο θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ. Οι αλλαγές είναι εντυπωσιακές και δημιουργούν δυνατότητα για διαφορετική πορεία και για τη χώρα μας.

Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ έχει σταδιακά μετεξελιχθεί σε μια αναγνωρίσιμη εκδοχή της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και της Ιαπωνικής Κεντρικής Τράπεζας, απορροφώντας τεράστιο όγκο κρατικών χρεογράφων. Στην ουσία η ΕΚΤ έχει εκμηδενίσει τα σπρεντ στα επιτόκια κρατικού δανεισμού. Ξαφνικά βρέθηκε ακόμη και η Ελλάδα να δανείζεται με αρνητικά επιτόκια. Ταυτόχρονα υπήρξε άρση του Συμφώνου Σταθερότητας επιτρέποντας πρωτοφανή χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής σε ολόκληρη την ΕΕ. Η ελληνική κυβέρνηση θα μπορέσει να διατηρήσει μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα το 2020-21.

Υπήρξε επίσης άρση των ελέγχων στον ανταγωνισμό και στην κρατική βοήθεια προς τις επιχειρήσεις, με άμεση δυνατότητα συστηματικής στήριξης της βιομηχανίας, πράγμα που έχει εκμεταλλευτεί κυρίως η Γερμανία. Τέλος, υιοθετήθηκε το Σχέδιο «Ευρώπη – Νέα Γενιά» παρέχοντας δημοσιονομικές μεταβιβάσεις χρηματοδοτημένες με από κοινού δανεισμό. Δεν πρόκειται επ’ ουδενί για βροχή δισεκατομμυρίων, όπως και εσκεμμένα και αφελώς λέγεται στη χώρα μας, αλλά σίγουρα είναι ένα σημαντικό βήμα που δείχνει τις αλλαγές που επιτελούνται στη ΕΕ.

Το ευρύτερο περιοριστικό πλαίσιο της ΕΕ και της ΟΝΕ δεν έχει φυσικά εκλείψει. Θα υπάρξει έντονη διαπάλη όταν περάσει η υγειονομική κρίση και τεθεί θέμα θεσμικής ανασύνταξης της νομισματικής ένωσης. Αλλά δεν θα είναι εύκολο για τους υποστηρικτές της λιτότητας να επιβάλλουν επιστροφή στους σκληρούς κανόνες της προηγούμενης δεκαετίας. Στο πλαίσιο αυτό το αναπτυξιακό πρόβλημα της Ελλάδας απαιτεί νέους χειρισμούς. Η χώρα πρέπει να δράσει κυρίαρχα παίρνοντας πρωτοβουλίες για να προστατεύσει την οικονομία της, τον λαό της και τη νεολαία της.

Χρειάζεται πραγματικό σχέδιο ανάπτυξης που θα αρχίσει να απαντάει στα προβλήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω. Σχέδιο που θα βασίζεται σε μια νέα σχέση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα προωθώντας θεσμούς που θα αλλάξουν την κοινωνική ισορροπία υπέρ του λαϊκού και εργατικού στοιχείου. Έχει καίρια σημασία το επόμενο διάστημα να υπάρξει ουσιαστική δημόσια συζήτηση για το πως θα πρέπει η χώρα μας να διαμορφώσει πολιτική τομών ώστε να μπει σε τροχιά ανάπτυξης. Η κυβέρνηση της ΝΔ δυστυχώς δεν έχει τίποτε να προσφέρει, όπως δείχνει και η Έκθεση Πισσαρίδη που παράγγειλε. Το πεδίο είναι ανοιχτό για νέες και ριζοσπαστικές προτάσεις.

Ευχαριστώ τον Ν. Φιλιππάκη για την εξαιρετική αναλυτική και βιβλιογραφική βοήθεια. Επίσης τον Α. Μαντή και τον Γ. Δαφέρμο για τις πολύ διεισδυτικές παρατηρήσεις. Η ευθύνη για οποιεσδήποτε αδυναμίες του άρθρου είναι δική μου.

Κώστας Λαπαβίτσας

Πηγή: https://thepressproject.gr/oute-schedio-oute-anaptyxi-o-thriamvos-tis-procheirotitas-kai-tis-koinotopias/?mag=true

 

Σχετικά:

1. ΙΝΕ/ΓΣΕΕΜια εναλλακτική πρόταση στην Έκθεση Πισσαρίδη


 

 

 

Το ευρώ, ο νεοφιλελευθερισμός, η εκμετάλλευση της εργασίας

  Τα δύο θεμέλια του καθεστώτος εκμετάλλευσης Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποτελέσει, ιδιαίτερα από το 1990 και μετά, ιμάντα μεταβί...