Τρίτη 7 Ιουλίου 2020

Απ' τον... Σαγγάριο στις ΑΟΖ της ανατολικής Μεσογείου



Εδώ και πολλά χρόνια το βασικό θέμα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας είναι ο «εξ Ανατολών κίνδυνος» όπως αυτός περιγράφεται από την «επιθετικότητα της Άγκυρας» στο Κυπριακό, στην (ηπειρωτική) υφαλοκρηπίδα και στις υπόλοιπες θαλάσσιες και εναέριες ζώνες του Αιγαίου («μας»). Σε μόνιμη βάση και ως προφανής αλήθεια προβάλλεται η επίσημη αφήγηση της «επεκτατικής Τουρκίας που επιβουλεύεται των δικαίων και των δικαιωμάτων της ειρηνικής και τίμιας Ελλάδας». Το σύνολο του κυρίαρχου πολιτικού φάσματος και των ΜΜΕ αναπαράγει αυτήν την εικόνα σε διάφορες παραλλαγές: από την ακροδεξιά ελληνορθόδοξη τουρκοφαγία  μέχρι το φιλελεύθερο και "ευρωπαϊκό" εκσυγχρονιστικό τόξο που προτείνει την «ορθολογική αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας μέσα από διεθνείς συμμαχίες και ευρωπαϊκές προς την Τουρκία νουθεσίες».
Η επίσημη ελληνική Αριστερά παρότι δεν συμφωνεί με τις ακρότητες των "τουρκοφάγων" εντούτοις δεν αμφισβητεί την επίσημη αφήγηση της μονομερούς ευθύνης του τουρκικού κράτους για την τεταμένη κατάσταση στην περιοχή αλλά, προσθέτοντας την δική της λογική, την χρωματίζει με αντιιμπεριαλιστικές πινελιές: «η Τουρκία είναι επιθετική απέναντι στην αμυνόμενη Ελλάδα επειδή ο αμερικανονατοϊκός παράγοντας την υποστηρίζει και την υποθάλπει» (κάτι που, φυσικά, εκμεταλλεύονται και οι διεθνείς έμποροι όπλων).
Απέναντι σε αυτό το συμπαγές ιδεολογικό εθνικό μέτωπο όποιος τολμήσει να ψελλίσει μια αντίθετη σκέψη κατατάσσεται αυτομάτως στην χορεία των «προδοτών του έθνους» και των «συνεργατών του τουρκικού επεκτατισμού». Μόνο μια πολύ μειοψηφική μερίδα –αυτή της “άκρας” Αριστεράς- φαίνεται αφενός να αρνείται την κατασκευασμένη εικόνα του «αιμοβόρου "μογγόλου" Οθωμανού/Τούρκου που απεργάζεται κατακτητικά σχέδια κατά του φιλειρηνικού ελληνικού έθνους» και αφετέρου να αμφισβητεί την έλλειψη συν-ευθύνης του ελληνικού παράγοντα στους ανταγωνισμούς στο Αιγαίο και στην Ανατ. Μεσόγειο.
Το ιστορικό της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης
Αφήνοντας κατά μέρος την ελληνοκεντρική αφήγηση του εθνικού μας μύθου, η ίδρυση του νεοελληνικού/ρωμαίικου κράτους σηματοδότησε την έναρξη της διαδικασίας αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η οποία και ολοκληρώθηκε με το τέλος του Α ΠΠ και την δημιουργία του τουρκικού εθνικού κράτους. Σε όλη αυτήν την περίοδο (1830-1922), και με την υποστήριξη των δυτικών συμμάχων, έχουμε την επέκταση όχι μόνο των συνόρων (επιθετικοί ελληνικοί πόλεμοι 1897, 1912-13, 1919) αλλά και του συσχετισμού δύναμης προς όφελος του ελληνικού αστισμού ο οποίος προβάλλοντας την Μεγάλη Ιδέα ενέγραψε στην εθνική συνείδηση και στην επίσημη Ιστορία της χώρας τον διπλασιασμό της εθνικής επικράτειας ως απελευθέρωση εθνικών εδαφών από τον ξένο ζυγό (έστω και αν οι δηλώνοντες νεοέλληνες/ρωμιοί στα νέα αυτά εδάφη ήταν αριθμητική μειονότητα).
Η διαδικασία συνεχούς μετατόπισης του κέντρου βάρους προς όφελος της Ελλάδας, με συνέπεια την εδραίωση και ενίσχυση της ελληνικής αστικής τάξης, έφτασε στο τέλος της το 1922 με την αποτυχία της ιμπεριαλιστικής Μικρασιατικής εκστρατείας και τον εσωτερικό μετασχηματισμό της Τουρκίας από το κεμαλικό κίνημα. Από την μικρασιατική καταστροφή και μέχρι το 1950 αποκαταστάθηκε η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των δυο χωρών και επικράτησε μια σχετική ηρεμία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, έστω και αν οι δυο κοινωνικοί σχηματισμοί εξακολούθησαν να είναι ανταγωνιστικοί. Μετά τον Β ΠΠ και μέχρι την κατάρρευση του “υπαρκτού σοσιαλισμού” οι σχέσεις των δυο χωρών καθορίστηκαν επιπλέον και από την κυρίαρχη αντίθεση ”Ανατολής-Δύσης” μετατρέποντας τους σε ανταγωνιστικούς συμμάχους.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 στο δίπολο συμμαχία και ανταγωνισμός αρχίζει να επικρατεί ο δεύτερος πόλος με συνεχείς διενέξεις αυξομειούμενης έντασης. Το πρώτο μεταπολεμικό σοκ στις σχέσεις των δυο χωρών δημιουργήθηκε από το Κυπριακό πρόβλημα, δλδ το αίτημα των Ελληνοκυπρίων για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα (1954-55), και κορυφώθηκε με το ελληνο-κίνητο πραξικόπημα του Σαμψών  το οποίο επέφερε την εισβολή της Τουρκίας (1974) και την δημιουργία του τ/κ κράτους της Β. Κύπρου. Είναι μόλις το 1973 που η Τουρκία θέτει θέμα Αιγαίου, υφαλοκρηπίδας, εναέριου χώρου κλπ. Και μόνο χάρη στις ακρότητες της ελληνικής πλευράς (διώξεις τουρκοκυπρίων, πραξικόπημα Σαμψών) που η Τουρκία βρίσκει αφορμή να ανατρέψει τους ιστορικά παγιωμένους συσχετισμούς στην Ανατ. Μεσόγειο.
Από την εποχή εκείνη μέχρι και σήμερα Ελλάδα και Τουρκία, συνυπάρχοντας στο ΝΑΤΟ, ανταγωνίζονται ως δυο τοπικοί υπο-ιμπεριαλισμοί για τον έλεγχο του Αιγαίου (κατ’ αρχήν) αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Ανατ. Μεσογείου, των Βαλκανίων και του Εύξεινου Πόντου, όπου δηλαδή υπάρχουν ήδη ή όπου μπορούν να δημιουργηθούν στο μέλλον επιχειρηματικά συμφέροντα για το ελληνικό και το τουρκικό κεφάλαιο.
Την τελευταία δεκαετία η ελληνοτουρκική διένεξη περιστρέφεται γύρω από τον καθορισμό των θαλάσσιων και εναέριων ζωνών του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου. Η περίοδος αυτή όμως χαρακτηρίζεται και από μια σημαντική διαφοροποίηση: ενώ η Ελλάδα αντλεί την δύναμη της όχι μόνο από την στρατιωτική της ισχύ αλλά και από τις συμμαχίες της (ΕΕ και άξονας Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ-Αίγυπτος υπό την ομπρέλα των ΗΠΑ), η Τουρκία, απομονωμένη από ισχυρές συμμαχίες (έχοντας μάλιστα απέναντί της τις ΗΠΑ τις οποίες βλέπει να στηρίζουν κουρδικά προτεκτοράτα στα νοτιοανατολικά της σύνορα), προσπαθεί να επιβληθεί με το μέγεθος και την στρατιωτική της δύναμη αναγκαζόμενη να «παίζει» ως αυτόνομος παίκτης ρίχνοντας γέφυρες σε ότι συγγενές ιδεολογικό μέγεθος βρίσκει στην περιοχή (πχ “αδελφοί Μουσουλμάνοι”, καθεστώς Σάρατζ).
Συνεπώς ούτε η Τουρκία υπήρξε ο μοναδικός επιτιθέμενος, ούτε αποτελεί η ελληνοτουρκική διαφορά μια «τεχνητή όξυνση» που καλλιέργησε το NATO. Πρόκειται για μια σύγκρουση που το καταρχήν περιεχόμενο της έχει τοπικό χαρακτήρα, τον χαρακτήρα ενός τοπικού γεωπολιτικού ανταγωνισμού ανάμεσα σε δυο χώρες που εντάσσονται στο ίδιο ιμπεριαλιστικό στρατηγικό σύστημα, παρότι κατέχουν μια σχετικά διαφορετική θέση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα: η Ελλάδα έχει πλέον ενσωματωθεί στο χώρο των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, η Τουρκία βρίσκεται ακόμα στον προθάλαμο αυτού του χώρου, χωρίς να είναι δεδομένη –λόγω της οξύτητας, της ανομοιογένειας και της ρευστότητας των ταξικών συσχετισμών στο εσωτερικό της- η δυνατότητα της να αναβαθμίσει στο μέλλον την θέση της στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα.
Η τουρκική επιθετικότητα υπήρξε, λοιπόν, το αποτέλεσμα του μετασχηματισμού των ιστορικά διαμορφωμένων διεθνοπολιτικών συσχετισμών ανάμεσα στις δυο χώρες, μετασχηματισμού ο οποίος ξεκίνησε με την αποτυχία της επιθετικής ελληνικής πρωτοβουλίας για προσάρτηση της Κύπρου το 1964-65 και επιταχύνθηκε από την τυχοδιωκτική διαχείριση αυτής της πρωτοβουλίας από την δικτατορία. Ο ρόλος των ΗΠΑ και του NATO έρχεται εκ των υστέρων, να επηρεάσει τους συσχετισμούς και να επιταχύνει ή να επιβραδύνει κάποιες εξελίξεις με βάση ένα και μοναδικό κριτήριο: τη σταθερότητα και ενότητα του ιμπεριαλιστικού στρατηγικού συστήματος στην περιοχή.
Υδρογονάνθακες, ΑΟΖ και χωρικά ύδατα, η σημερινή μορφή ενός παλιού ανταγωνισμού
Τα τελευταία χρόνια βομβαρδιζόμαστε καθημερινά από τα ελληνικά ΜΜΕ και σύσσωμο το σύστημα διαμόρφωσης της κοινής γνώμης (δημοσιογράφους, δημοσιολογούντες, καθηγητές της γεωπολιτικής και πολιτικούς) περί των δικαίων των ελληνικών θέσεων στο θέμα των διαφόρων θαλασσίων ζωνών (είμαι βέβαιος ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει στο αντίστοιχο σύστημα και στις απέναντι ακτές του Αιγαίου αλλά για το "δίκαιο" των τουρκικών θέσεων). Η τακτική αυτή δεν αποτελεί παρά συνέχεια της «εκπαίδευσης» που υφίσταται εδώ και χρόνια η ελληνική κοινή γνώμη σε όλο το φάσμα της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης. Οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης ξεκινώντας από την προβολή του νεωτερικού (νεο)ελληνικού έθνους πίσω, στον “βυζαντινό” μεσαίωνα, και την παρουσίαση των (αλταϊκής καταγωγής) τούρκων ως παράνομων καταπατητών καταλήγουν στην εικόνα μιας υποχωρητικής Ελλάδας η οποία υφίσταται τις συνεχείς παρενοχλήσεις ενός κακού και «ιμπεριαλιστή» γείτονα. Η συλλογική μας συνείδηση έχει πλέον εμπεδώσει ότι ο «κακός γείτονας» παραβιάζει τον εναέριο χώρο ΜΑΣ, μας κλέβει την ΑΟΖ ΜΑΣ και έχει το θράσσος να στέλνει τα πλοία του μέχρι και στον… Κάβοντόρο(!) ενώ οι πολιτικοί μας συναγωνίζονται σε δειλία και ενδοτικότητα.
Είναι όμως έτσι;
Το δίκαιο της θάλασσας
Να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή ότι η παχιά μαύρη γραμμή που αναπαριστά τα «θαλάσσια σύνορα» των χωρών στους διάφορους χάρτες είναι παραπλανητική καθώς δημιουργεί την εντύπωση ότι εξομοιώνεται η απόλυτη κυριαρχία που έχουν οι χώρες στην ξηρά με τα κυριαρχικά δικαιώματα που έχουν επί κάποιων ζωνών στην θάλασσα και στον αέρα.
Ιστορικά το θέμα των δικαιωμάτων στον θαλάσσιο, υποθαλάσσιο και εναέριο χώρο άρχισε να αναδεικνύεται στην διεθνή κοινότητα μόλις τον 20ό αιώνα. Οι δυο βασικές συμβάσεις στις οποίες στηρίζεται το θέμα είναι η Σύμβαση της Γενεύης (1958) και, κυρίως, η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS 1982) πάνω στην οποία έχει οργανωθεί το τρέχον καθεστώς. Να σημειωθεί ότι η UNCLOS δεν προβλέπει ενιαία μέθοδο επίλυσης διαφορών και δέχεται ως κατευθυντήρια αρχή στο άρθρο 280 ότι
«Καμιά διάταξη του παρόντος μέρους δεν θίγει το δικαίωμα οποιωνδήποτε κρατών μελών να συμφωνήσουν οποτεδήποτε να επιλύσουν μια μεταξύ τους διαφορά σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της παρούσας σύμβασης με οποιαδήποτε ειρηνικά μέσα της εκλογής τους».
Πέραν των διμερών διαπραγματεύσεων στη βάση του διεθνούς δικαίου, το άρθρο 287 του LOSC προβλέπει τέσσερις διαφορετικές μεθόδους διευθέτησης διαφορών:
α) το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας (ITLOS)·
β) το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ICJ)·
γ) ένα διεθνές Δικαιοδοτικό Όργανο (Tribunal),για παράδειγμα το Μόνιμο Διαιτητικό Δικαστήριο (Permanent Court of Arbitration–PCA) και
δ) ένα Eιδικό Tεχνικό Διαιτητικό Δικαιοδοτικό Όργανο (Special Technical Arbitral Tribunal).
Αν δεν υπάρχει συμφωνία σχετικά με τη μέθοδο επίλυσης μεταξύ των μερών η Σύμβαση περιέχει διατάξεις που ρυθμίζουν τις διαδικασίες συμβιβασμού και τη σύσταση ανεξάρτητου διαιτητικού δικαιοδοτικού Οργάνου.

Με βάση την UNCLOS ο θαλάσσιος (και υποθαλάσσιος) χώρος χωρίζεται σε έξι θαλάσσιες ζώνες:
Τα Εσωτερικά ύδατα
Τα Εγχώρια ύδατα (ή αιγιαλίτιδα ζώνη, ή χωρικά ύδατα, ή χωρική θάλασσα)
Η Συνορεύουσα Ζώνη (ή παρακείμενη, ή συμπληρωματική ζώνη)
Η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ)
Η Ηπειρωτική Υφαλοκρηπίδα (Continental Shelf –στην Ελλάδα χρησιμοποιείται ο όρος Υφαλοκρηπίδα).
Τα Διεθνή Ύδατα (ή Ανοιχτή θάλασσα) και η Περιοχή (Area) που αποτελεί «κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας».
Στις πέντε πρώτες ζώνες τα παρακείμενα σε αυτές παράκτια κράτη μπορούν να ασκούν κυριαρχία ή κυριαρχικά δικαιώματα.

Οι εναέριες ζώνες και η κυριαρχία/δικαιώματα των κρατών σε αυτές απορρέουν και καθορίζονται άμεσα από τον ορισμό των θαλάσσιων ζωνών και  είναι δύο:
Ο Εθνικός Εναέριος Χώρος (τα όρια του συμπίπτουν με τα όρια των Εγχωρίων Υδάτων)
Ο Διεθνής Εναέριος Χώρος.

Το γνωστό μας FIR (Περιοχή Πληροφοριών Πτήσης – Flight Information Region) αποτελεί αντικείμενο της Σύμβασης Διεθνούς Αεροπλοΐας (Σικάγο 1944). Μάλλον σκοπίμως, ειδικά στην Ελλάδα, το FIR ταυτίζεται με τον εθνικό εναέριο ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν σ’ αυτόν κυριαρχικά δικαιώματα. Απλώς είναι εναέριος χώρος στον οποίο παρέχεται κάποια Υπηρεσία Πληροφοριών Πτήσεων και κάποια υπηρεσία προειδοποίησης.

Δυο παρατηρήσεις για το θέμα μας:
Το Αιγαίο μπορεί να χαρακτηριστεί ημίκλειστη θάλασσα:
«κλειστή ή ημίκλειστη θάλασσα [σημαίνει] κόλπο, λεκάνη ή θάλασσα που περιβάλλεται από δύο ή περισσότερα κράτη και που συνδέεται με άλλη θάλασσα ή με τον ωκεανό με στενό δίαυλο, ή που αποτελείται καθ’ ολοκληρίαν ή κυρίως από τις χωρικές θάλασσες ή τις αποκλειστικές ζώνες δύο ή περισσοτέρων παράκτιων κρατών» (άρθρο 122 της UNCLOS).
Η Ελλάδα ΔΕΝ είναι αρχιπελαγικό κράτος καθώς ως τέτοιο χαρακτηρίζεται ένα κράτος «αποτελούμενο εξ ολοκλήρου από ένα ή περισσότερα αρχιπελάγη και μπορεί να περιλαμβάνει και άλλα νησιά» (άρθρο 46 (α) UNCLOS).
(Ως αρχιπέλαγος ορίζεται «μια ομάδα νησιών, συμπεριλαμβανομένου τμημάτων νησιών, διασυνδεδεμένων υδάτων και άλλων φυσικών χαρακτηριστικών που συνδέονται τόσο στενά ώστε τέτοια νησιά, ύδατα και άλλα φυσικά χαρακτηριστικά αποτελούν εγγενή γεωγραφική, οικονομική και πολιτική οντότητα ή που θεωρήθηκαν ιστορικά ως τέτοια» (άρθρο 46 (β)UNCLOS)).
Την ιδιότητα του αρχιπελαγικού κράτους έχουν υποστηρίξει κράτη όπως οι Μπαχάμες, το Πράσινο Ακρωτήριο, οι Φιλιππίνες, τα νησιά Φίτζι, η Ινδονησία, η Τζαμάικα κ.ά.

Οι θαλάσσιες ζώνες στις οποίες ασκείται κυριαρχία
Γραμμή βάσης
Γραμμή βάσης (ΓΒ, base line) είναι η γραμμή που ακολουθεί την ακτογραμμή. Η σημαντικότητά της έγκειται ότι με βάση αυτήν καθορίζονται οι διάφορες θαλάσσιες ζώνες (χωρικά ύδατα, ΑΟΖ κλπ).
α) Φυσική γραμμή βάσης (φΓΒ). Είναι η γραμμή που σχηματίζεται από τα σημεία της κατωτάτης ρηχίας (το χαμηλότερο σημείο της στάθμης των υδάτων κατά την παλίρροια) κατά μήκος της ακτής και σχηματίζεται με τρόπο που να ταυτίζεται με τη φυσική ακτογραμμή.
β) Ευθεία γραμμή βάσης (εΓΒ). Σε περιοχές όπου η ακτογραμμή διακόπτεται από απότομα κοιλώματα και εσοχές ή υπάρχει κατά μήκος της ακτής στιβάδα νησιών και βραχονησίδων, είναι νόμιμο δικαίωμα του παράκτιου κράτους να χαράξει τη ΓΒ με μια διαφορετική μέθοδο αρκεί η χάραξη της γραμμής να μην απέχει σημαντικά από την γεωλογική διαμόρφωση της ακτής (UNCLOS: «…σε περιοχές όπου η ακτογραμμή παρουσιάζει βαθιές κολπώσεις και οδοντώσεις, ή υπάρχει κατά μήκος της και σε άμεση γειτνίαση με αυτή, συστάδα νησιών» (άρθρο 7), «στόμια ποταμών» (άρθρο 9), «κόλπων» (άρθρο 10), ή «αρχιπελαγικών κρατών» (άρθρο 47)).
Οι κανόνες για την κατάρτιση των ΓΒ περιέχονται στα άρθρα 5-11, 13, 14 και 47 της σύμβασης UNCLOS. Όμως η επιλογή της μεθόδου (φΓβ ή εΓβ) δεν εναπόκειται μόνο στην αυθαίρετη βούληση του κάθε παράκτιου κράτους και κρίνεται τελικά από τα αρμόδια “Δικαστήρια”. Η χάραξη της ΓΒ πολλές φορές είναι σύνθετο θέμα τόσο από τεχνική όσο και από πολιτική άποψη και αυτό αναδεικνύει την αδυναμία των κρατών που κατάρτισαν την UNCLOS να συγκεράσουν τις αντιτιθέμενες απόψεις για να καταλήξουν σε καθαρές διατυπώσεις.

Εσωτερικά ύδατα
Εσωτερικά ύδατα (ΕΥ, internal waters) είναι οι λίμνες, τα ποτάμια, οι εκβολές ποταμών καθώς και τα ύδατα τα οποία βρίσκονται στο εσωτερικό της ΓΒ.
Στα ΕΥ κάθε χώρα έχει α) πλήρη εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική κυριαρχία και β) πλήρη δικαιοδοσία (jurisdiction), συνεπώς από αυτή την άποψη τα ΕΥ εξομοιώνονται με το έδαφος.


Χωρικά ύδατα
Εγχώρια ή χωρικά ύδατα (ΧΥ, αιγιαλίτιδα ζώνη, χωρική θάλασσα–territorial sea) είναι η θαλάσσια ζώνη σε απόσταση ΜΕΧΡΙ 12 ναυτικών μιλίων (~22,2 χλμ.) από την ΓΒ:
«Κάθε κράτος έχει το δικαίωμα να καθορίσει το εύρος της χωρικής του θάλασσας. Το εύρος αυτό  δεν υπερβαίνει τα δώδεκα ναυτικά μίλια, μετρούμενα από γραμμές βάσεως καθοριζόμενες σύμφωνα με την παρούσα σύμβαση» (άρθρο 3, UNCLOS).
● Στα ΧΥ το κράτος έχει α) κυριαρχία (sovereignty) και β) δικαιοδοσία (jurisdiction).
● Αν και η ύπαρξη ΧΥ δεν εξαρτάται από ρητή διακήρυξη των ενδιαφερομένων παράκτιων κρατών, καθώς αυτό προκύπτει ως απλή συνέπεια της κυριαρχίας στην ξηρά, το ποιο θα είναι το εύρος τους διακηρύσσεται από κάθε κράτος.
● Η πλήρης και αποκλειστική κυριαρχία της  παράκτιας χώρας στα ΧΥ επεκτείνεται και στον εναέριο χώρο που βρίσκεται πάνω από αυτά αλλά και στο βυθό και στο υπέδαφός τους, δλδ σε όλη την κατακόρυφη στήλη από τον βυθό μέχρι τον αέρα –φυσικά μέσα στο εύρος των μιλίων που έχει διακηρυχθεί.
● Για λόγους διεθνούς ναυσιπλοΐας η κυριαρχία στα ΧΥ περιορίζεται –σε σχέση με τα ΕΥ-από το δικαίωμα της αβλαβούς διέλευσης για πλοία που φέρουν σημαία άλλων χωρών καθώς και από το δικαίωμα σε πλου διέλευσης στην περίπτωση παρουσίας στενών.
Υπό τους όρους της παρούσας σύμβασης, τα πλοία όλων των κρατών παρακτίων ή άνευ ακτών απολαμβάνουν του δικαιώματος της αβλαβούς διέλευσης μέσω της χωρικής θάλασσας» (άρθρο 17 της UNCLOS).
Το δικαίωμα της αβλαβούς διέλευσης εξειδικεύεται στα άρθρα του τμήματος 3  τηςUNCLOS.
Έτσι τα πλοία τρίτων χωρών μπορούν να διαπλέουν τα ΧΥ μιας χώρας χωρίς να προβαίνουν σε σχετική ενημέρωση ή να ζητούν την έγκρισή του, με τη βασική προϋπόθεση ότι η διέλευσή τους είναι αβλαβής, δλδ δεν επηρεάζει την ειρήνη, την ασφάλεια και τη δημόσια τάξη. Αντιθέτως ως ΜΗ-αβλαβής θεωρείται η διέλευση η οποία επιχειρεί να εκμεταλλευτεί θαλάσσιους ή υποθαλάσσιους πόρους των ΧΥ της χώρας στα οποία λαμβάνει χώρα η διέλευση (πχ μη-αβλαβής είναι η διέλευση που γίνεται με σκοπό την αλιεία, την άσκηση ερευνητικής ή υδρογραφικής δραστηριότητας ή η ρύπανση του περιβάλλοντος).
Όμως «Το παράκτιο κράτος δύναται, χωρίς να προβαίνει σε οποιαδήποτε διάκριση τύποις ή ουσία μεταξύ των ξένων πλοίων, να αναστέλλει προσωρινά εντός καθορισμένων περιοχώντης χωρικής θάλασσας, την αβλαβή διέλευση των ξένων πλοίων, εάν η αναστολή αυτή είναι απαραίτητη για την προστασία της ασφάλειάς του, συμπεριλαμβανομένων των ασκήσεων όπλων. Η παραπάνω αναστολή θα αποκτά ισχύ μόνο μετά την προσήκουσα δημοσίευση αυτής» ((άρθρο 25(3) της UNCLOS).
-Τα πλοία και τα αεροσκάφη τρίτων χωρών μπορούν να διέρχονται από τα στενά μεταξύ δυο θαλάσσιων περιοχών (δικαίωμα πλου διέλευσης) χωρίς μάλιστα η παράκτια χώρα να έχει δικαίωμα να το αναστείλει. Στο Αιγαίο πολλοί θαλάσσιοι δίαυλοι μεταξύ νησιών εμπίπτουν στο καθεστώς των στενών διεθνούς ναυσιπλοΐας.
Οριοθέτηση χωρικών υδάτων
«Στην περίπτωση που οι ακτές δύο κρατών κείνται έναντι αλλήλων ή συνορεύουν, κανένα από τα δύο κράτη δεν δικαιούται, ελλείψει αντιθέτου συμφωνίας μεταξύ τους, να εκτείνει την χωρική του θάλασσα πέραν της μέσης γραμμής της οποίας όλα τα σημεία βρίσκονται σε ίση απόσταση από τα εγγύτερα σημεία των γραμμών βάσεως από τις οποίες μετράται το εύρος της χωρικής θάλασσας καθενός από τα δύο κράτη. Η παραπάνω διάταξη δεν εφαρμόζεται όμως όπου λόγω ιστορικού τίτλου ή άλλων ειδικών περιστάσεων (special circumstances) παρίσταται ανάγκη να οριοθετηθούν οι χωρικές θάλασσες των δύο κρατών κατά διαφορετικό τρόπο» (άρθρο 15 (τμ.2) της UNCLOS).
Με το άρθρο αυτό (που μας ενδιαφέρει ιδιαιτέρως για την ελληνοτουρκική διένεξη) εισάγονται δυο αρχές οριοθέτησης των ΧΥ:
α) Η «γραμμή ίσης απόστασης», σύμφωνα με την οποία αν η απόσταση των ΓΒ των γειτονικών παράκτιων χωρών είναι μικρότερη των 24 ν.μ. τότε τα δυο κράτη θα «μοιράσουν» στη μέση αυτή την απόσταση για να καθορίσουν τα ΧΥ.
β) Οι «ειδικές περιστάσεις» (ή οι «ιστορικοί τίτλοι») οι οποίες συνυπολογίζονται στην οριοθέτηση η οποία τώρα πια παρεκκλίνει της «γραμμής ίσης απόστασης» και απαιτείται ειδική διευθέτηση η οποία να λαμβάνει υπόψη αυτές τις «περιστάσεις». Το ποιες είναι οι «ειδικές περιστάσεις» (και ποιοι είναι οι «ιστορικοί τίτλοι») που πρέπει να ληφθούν υπόψη δεν ορίζεται στο άρθρο.

(Για να απαντήσουμε και στον ερώτημα: ΝΑΙ, τόσο τα τουρκικά πολεμικά πλοία δικαιούνται να φτάνουν 6 ν.μ. από την Εύβοια όσο και τα ελληνικά στα 6 ν.μ. από τα τουρκικά παράλια).

Οι υπόλοιπες θαλάσσιες ζώνες
Παρακείμενη ή Συνορεύουσα Ζώνη
Στην παρακείμενη ή συνορεύουσα ζώνη (ΣΖ), το παράκτιο κράτος, χωρίς να έχει κυριαρχία, μπορεί να ασκεί τον έλεγχο που είναι αναγκαίος για την αποτροπή παραβιάσεων των τελωνειακών, φορολογικών, μεταναστευτικών ή υγειονομικών νόμων και κανονισμών που ισχύουν στην επικράτειά του ή στα χωρικά ύδατά του και να τιμωρεί τέτοιες παραβάσεις. Στη ζώνη αυτή, το παράκτιο κράτος μπορεί επίσης να ασκεί δικαιώματα όσον αφορά αντικείμενα αρχαιολογικού και ιστορικού χαρακτήρα που βρίσκονται στη θάλασσα (άρθρο 33, αρχαιολογική συνοριακή ζώνη).
Η παρακείμενη ζώνη δεν μπορεί να εκτείνεται πέραν των 24 ν.μ. από τη ΓΒ. Καθορίζεται βάσει ρητής διακήρυξης από το ενδιαφερόμενο παράκτιο κράτος.
-Τόσο το ελληνικό όσο και το τουρκικό κράτος δεν έχουν προχωρήσει σε μια τέτοια διακήρυξη.
Αποκλειστική οικονομική ζώνη
Η αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ) είναι μία ζώνη παρακείμενη και πέρα από τα ΧΥ η οποία αποτελείται από τον βυθό, το υπέδαφος, τη θαλάσσια στήλη και την επιφάνεια της θάλασσας σε απόσταση ΜΕΧΡΙ 200 ναυτικά μίλια από την ΓΒ (άρθρο 57). Στην ΑΟΖ το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα –και όχι κυριαρχία- ίδια με αυτά που έχει και στην υφαλοκρηπίδα όπως έρευνα και εκμετάλλευση, διατήρηση των φυσικών πόρων της, δικαίωμα παραγωγής ενέργειας από τα ύδατα και τον αέρα της ΑΟΖ, όπως και το δικαίωμα τοποθέτησης και χρήσης τεχνητών νησιών και εγκαταστάσεων για την έρευνα και προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος (άρθρο 56). Τα άλλα κράτη απολαμβάνουν τις ελευθερίες ναυσιπλοΐας (άρθρο 78), υπερπτήσης (άρθρο 78), τοποθέτησης υποθαλάσσιων καλωδίων και αγωγών (άρθρο 79) και άλλων διεθνώς νόμιμων χρήσεων της θάλασσας (άρθρο 78) που σχετίζονται με αυτές τις ελευθερίες. Η ΑΟΖ καθορίζεται βάσει ρητής διακήρυξης από το ενδιαφερόμενο παράκτιο κράτος. Ωστόσο για την άσκηση αυτού του δικαιώματος κάθε κράτος υπόκειται στα άρθρα που το καλούν να δρα σύμφωνα με αρχές και μεθόδους δίκαιης επίλυσης των διαφορών με παρακείμενα κράτη και λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα της Διεθνούς Κοινότητας στο σύνολό της. Εδώ έχει ιδιαίτερη σημασία το άρθρο 59 το οποίο παρέχει τη βάση για την επίλυση των διαφορών σε περίπτωση που η σύμβαση δεν παρέχει δικαιώματα ούτε δικαιοδοσίες στο εσωτερικό της ΑΟΖ:
«Στις περιπτώσεις που η παρούσα σύμβαση δεν παρέχει συγκεκριμένα δικαιώματα ή δικαιοδοσίες στο παράκτιο κράτος ή σε άλλα κράτη μέσα στην αποκλειστική οικονομική ζώνη, και προκύπτει σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα στο παράκτιο κράτος και άλλο κράτος ή κράτη, η διαφορά αυτή θα πρέπει να διευθετείται με βάση την αρχή της ευθυδικίας και το υπό το φως όλων των σχετικών πραγματικών περιστατικών [στα αγγλικά η διατύπωση είναι: the conflict should be resolved on the basis of equity and in the light of all the relevant circumstances], λαμβάνοντας υπόψη την αντίστοιχη σπουδαιότητα των συμφερόντων των μερών καθώς και τη διεθνή κοινότητα στο σύνολό της».
Τη σημασία της αρχής της επίτευξης δίκαιου αποτελέσματος (equitable –αρχή η οποία παίζει μεγάλο ρόλο στις οριοθετήσεις θαλάσσιων ζωνών μεταξύ γειτονικών χωρών) κατά την οριοθέτηση της ΑΟΖ ενισχύει και το άρθρο 74(1), το οποίο αναφέρεται στην οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ κρατών με έναντι ή προσκείμενες ακτές:
«Η οριοθέτηση της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης μεταξύ κρατών με έναντι ή προσκείμενες ακτές πραγματοποιείται κατόπιν συμφωνίας με βάση το διεθνές δίκαιο όπως ορίζεται στο άρθρο 38 του καταστατικού του διεθνούς δικαστηρίου, με σκοπό την επίτευξη δίκαιης λύσης [στο αγγλικό κείμενο: in order to achieve an equitable solution]».
Ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα
Η ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα (ΗΥ, continental shelf) αφορά τον πυθμένα και το υπέδαφος και όχι τη θαλάσσια στήλη πάνω από τον πυθμένα ή τον εναέριο χώρο, το οποίο αποτελεί και μία σημαντική διαφορά με την έννοια της ΑΟΖ. Ορίζεται ως:
«ο πυθμένας και το υπέδαφος των υποθαλάσσιων περιοχών που εκτείνονται πέρα από τα χωρικά ύδατά του καθ’ όλη τη φυσική παράταση της χερσαίας επικράτειάς του έως το εξωτερικό άκρο του ηπειρωτικού περιθωρίου ή σε απόσταση 200 ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσης από τις οποίες το πλάτος της χωρικής θάλασσας μετράται όταν το εξωτερικό άκρο του ηπειρωτικού περιθωρίου δεν εκτείνεται μέχρι την απόσταση αυτή» (άρθρο 76, παράγραφος 1).
(Στις περιοχές όπου το υφαλοπρανές επεκτείνεται πέρα των 200 ν.μ. από την ΓΒ το εξωτερικό όριο της υφαλοκρηπίδας θα καθορίζεται μέχρι τα 350 ν.μ. ή μέχρι τα 100 ν.μ. πέρα της ισοβαθούς των 2500 μέτρων, είτε ως τα 60 ν.μ. από τη βάση του ηπειρωτικού ανυψώματος)
Στην ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα, το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα με σκοπό να εξερευνήσει και να εκμεταλλευτεί τους φυσικούς του πόρους (άρθρο 77, παρ. 1). Η υφαλοκρηπίδα δεν εξαρτάται από ρητή διακήρυξη (άρθρο 77, παρ. 3). Τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους στην υφαλοκρηπίδα δεν επηρεάζουν το νομικό καθεστώς των υπερκειμένων υδάτων ή του εναέριου χώρου πάνω από αυτά (άρθρο 78, παρ. 1), τα οποία μπορούν να υπόκεινται στο καθεστώς είτε της ΑΟΖ, είτε των διεθνών υδάτων. Η ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα δεν είναι γεωλογική αλλά νομική έννοια.
Για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ κρατών με γειτονικές ή προσκείμενες ακτές μεριμνά το άρθρο 83, το οποίο επαναλαμβάνει αυτούσιες τις διατυπώσεις του αντίστοιχου άρθρου 74 σχετικά με την ΑΟΖ και επομένως θέτοντας ως κριτήριο την αρχή της «ευθυδικίας», της παραγωγής ενός «δίκαιου» αποτελέσματος.

Τα Διεθνή Ύδατα (Ανοικτές Θάλασσες) και η Περιοχή
Διεθνή ύδατα (ΔΥ) είναι όλες οι
«θαλάσσιες περιοχές που δεν περιλαμβάνονται στην αποκλειστική οικονομική ζώνη, στη χωρική θάλασσα ή στα εσωτερικά ύδατα ενός κράτους, ή στα αρχιπελαγικά ύδατα ενός αρχιπελαγικού κράτους» (άρθρο 86 της UNCLOS).
Στα ΔΥ αναγνωρίζονται μια σειρά από ελευθερίες
«α) την ελευθερία ναυσιπλοΐας, β) την ελευθερία υπερπτήσης, γ) την ελευθερία τοποθέτησης υποβρυχίων καλωδίων και σωληναγωγών τηρουμένων των διατάξεων του μέρους VI, δ) την ελευθερία κατασκευής τεχνητών νήσων και άλλων εγκαταστάσεων που επιτρέπονται κατά το διεθνές δίκαιο, τηρουμένων των διατάξεων του μέρους VI, ε) την ελευθερία αλιείας, τηρουμένων των όρων που αναφέρονται στο τμήμα 2, στ) την ελευθερία επιστημονικής έρευνας, τηρουμένων των διατάξεων των μερών VI και XIII» (άρθρο 87 UNCLOS).
Τις ελευθερίες αυτές απολαμβάνουν «όλα τα κράτη, παράκτια ή άνευ ακτών» και κανένα κράτος δεν μπορεί να διεκδικήσει «την υπαγωγή οποιουδήποτε μέρους της ανοικτής θάλασσας υπό την κυριαρχία του» (άρθρο 89), «Τα κράτη συνεργάζονται μεταξύ τους για τη διατήρηση και διαχείριση των ζώντων πόρων στις περιοχές της ανοικτής θάλασσας» (άρθρο 118).
Στα ΔΥ έχουν πρόσβαση και οι μη-παράκτιες χώρες:
«Τα άνευ ακτών κράτη έχουν το δικαίωμα πρόσβασης προς και από τη θάλασσα για το σκοπό της άσκησης των δικαιωμάτων που προβλέπονται στην παρούσα σύμβαση, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που σχετίζονται με την ελευθερία της ανοικτής θάλασσας και την κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας. Για το σκοπό αυτό, τα άνευ ακτών κράτη θα απολαύουν ελευθερίας διέλευσης διά μέσου του εδάφους των κρατών διέλευσης με όλα τα μεταφορικά μέσα» (άρθρο 125(1))
«Για τη διευκόλυνση της διαμετακόμισης, μπορούν να καθιερώνονται ελεύθερες ζώνες ή άλλες τελωνειακές ευκολίες στους λιμένες εισόδου και εξόδου στα κράτη διέλευσης» (άρθρο 128).
(Με βάση τα ανωτέρω, για πρδγμα, η Ελλάδα υποχρεούται να εξασφαλίζει πρόσβαση της Β. Μακεδονίας στην θάλασσα του Αιγαίου).
Περιοχή (Area) είναι η θαλάσσια περιοχή στην οποία, αυτή και οι πόροι της, αποτελούν «κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας» (άρθρο 136 UNCLOS). Στην Περιοχή «Κανένα κράτος δεν μπορεί να διεκδικήσει ή να ασκήσει κυριαρχία ή κυριαρχικά δικαιώματα επί οποιουδήποτε τμήματος της περιοχής ή των πόρων της, και κανένα κράτος ή φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν μπορεί να ιδιοποιηθεί οποιοδήποτε τμήμα αυτής (άρθρο 137(1)).
Οποιαδήποτε διεκδίκηση ή άσκηση κυριαρχίας ή κυριαρχικών δικαιωμάτων ή ιδιοποίηση τέτοιας φύσεως δεν αναγνωρίζονται».

Ενδεικτικές αποφάσεις των Διεθνών Δικαστηρίων

Περίπτωση 1: Διένεξη ΗΠΑ-Καναδά για τον κόλπο του Μέιν (1984)
Οι ΗΠΑ με τον Καναδά (χερσόνησος Nova Scotia) διεκδικούσαν ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ στον κόλπο του Μέιν. Η περιοχή αυτή παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον λόγω αλιείας και πιθανής ύπαρξης κοιτασμάτων υδρογοναν-θράκων.
Οι διεκδικήσεις των ΗΠΑ φαίνονται στην εικόνα με την διακεκομμένη γραμμή (United States Claim). Τα επιχειρήματα των ΗΠΑ ήταν συνοπτικά τα εξής:
α) η αποτελεσματικότητα που θα έχει για την προστασία του οικοσυστήματος μία ενιαία περιοχή και
β) η μεγάλη οικονομική σημασία της αλιείας την οποία, με αποκλειστικό τρόπο, ασκούσαν ιστορικά οι ΗΠΑ στην περιοχή.
Οι διεκδικήσεις του Καναδά φαίνονται με την σύνθετη διακεκομμένη γραμμή (Canadian claim). Τα επιχειρήματα του καναδικού κράτους ήταν:
α) η γειτνίαση της περιοχής με το καναδικό κράτος,
β) η συγκατάθεση εκ μέρους των ΗΠΑ στη χρήση της περιοχής από το καναδικό κράτος για μεγάλο χρονικό διάστημα και
γ) η μεγάλη οικονομική σημασία που έχει η περιοχή για την Νέα Σκωτία.
Η υπόθεση εκδικάστηκε από ένα διαιτητικό δικαστήριο που συγκροτήθηκε από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ειδικά γι’ αυτήν την διένεξη. Η απόφαση του δικαστηρίου χώρισε την περιοχή με την συνεχή γραμμή που φαίνεται στο σχήμα.
Η υπόθεση αυτή είναι σημαντική για τρεις λόγους
α) είναι η πρώτη απόφαση που εκδόθηκε με βάση την UNCLOS
β) επεξεργάστηκε τα σημαντικά άρθρα 76 και 83 και
γ) η απόφαση στηρίχτηκε στην αρχή της ευθυδικίας εστιάζοντας περισσότερο στους γεωγραφικούς (αναλογικότητα των ακτογραμμών) και λιγότερο σε άλλους λόγους (πχ οικονομικούς). Σημείωνε δε:
«(1)Καμία θαλάσσια οριοθέτηση μεταξύ κρατών με έναντι ή παρακείμενες ακτές δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μονομερώς από ένα από αυτά τα κράτη. Αυτή η οριοθέτηση πρέπει να επιδιώκεται και να επιτυγχάνεται μέσω συμφωνίας, κατόπιν διαπραγματεύσεων που διεξάγονται καλόπιστα και με την πραγματική πρόθεση να επιτευχθεί θετικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, όταν η συμφωνία αυτή δεν μπορεί να επιτευχθεί, η οριοθέτηση θα πρέπει να πραγματοποιείται με την προσφυγή σε τρίτο μέρος το οποίο κατέχει την απαιτούμενη αρμοδιότητα.
(2)Σε κάθε περίπτωση, η οριοθέτηση πρέπει να πραγματοποιείται με την εφαρμογή ευθύδικων κριτηρίων και με τη χρήση πρακτικών μεθόδων ικανών να εξασφαλίσουν, όσον αφορά τη γεωγραφική διαμόρφωση της περιοχής και άλλες σχετικές συνθήκες, ένα ευθύδικο αποτέλεσμα».

Περίπτωση 2: Σύμπλεγμα νησιών μακριά από την ηπειρωτική μητρόπολη (1992)
Τα νησιά Saint Pierre και Miquelon ανήκουν στην Γαλλία (αποτελούν γαλλική κτήση) αλλά βρίσκονται μακριά από την Γαλλία και κοντά στον Καναδά. Το ζητούμενο ήταν και εδώ η οριοθέτηση ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ.
Ο Καναδάς έδινε στα γαλλικά νησιά μια περιοχή εύρους 12 ν.μ. από τις ακτές τους (στο σχήμα ο θύλακας με τις διακεκομμένες γραμμές) εγκλωβίζοντάς τα στην ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ του. Επιχείρημά του το μήκος ακτογραμμών και η μη-αποκοπή των ακτών του από την προέκτασή τους στη θάλασσα.
Η Γαλλία ζητούσε την περιοχή που σημειώνεται στο σχήμα με την διακεκομμένη γραμμή στηριζόμενη στο δικαίωμα των 200 ν.μ. και στην λογική της “ίσης απόστασης” μεταξύ Καναδά και γαλλικών νησιών.
Τελικά το δικαστήριο, στηριζόμενο στην αρχή της ευθυδικίας και της αναλογικότητας (οι καναδικές έχουν 15πλάσιο μήκος από τις ακτογραμμές των δυο γαλλικών νησιών), έδωσε την λύση που φαίνεται στο σχήμα με την συνεχή γραμμή. Είναι σημαντικό ότι τα 200 ν.μ. δόθηκαν στην Γαλλία μόνο σε μια στενή στήλη προς νότο και όχι σε όλη την έκταση που εκείνη ζητούσε.



 Η διένεξη Ελλάδας – Τουρκίας για τις θαλάσσιες ζώνες και οι εκατέρωθεν διαφωνίες

Στην διαμάχη για τις θαλάσσιες ζώνες και οι δυο χώρες προβάλλουν μαξιμαλιστικές θέσεις στην λογική ενός ανατολίτικου παζαριού. Η μεν Ελλάδα απαιτεί όλο το Αιγαίο και τα 2/3 της Ανατ. Μεσογείου ενώ η Τουρκία ουσιαστικά ζητά διχοτόμηση του Αιγαίου και μεγάλο μέρος της Ανατ. Μεσογείου «εξαφανίζοντας» από τον χάρτη τα νησιά (ακόμη και την… Κύπρο).
Τα νησιά και οι θαλάσσιες ζώνες Όπως φαίνεται τα νησιά παίζουν ουσιώδη ρόλο στην ελληνοτουρκική διένεξη για τις θαλάσσιες ζώνες. Στο Μέρος VIII της Σύμβασης, και στο άρθρο 121, ορίζονται οι «νήσοι» και οι «βράχοι» (ο όρος «βραχονησίδα» δεν υπάρχει και είναι ελληνικό “εφεύρημα”) και τα δικαιώματά τους στις θαλάσσιες ζώνες:
«1. Νήσος είναι μια φυσικά διαμορφωμένη περιοχή ξηράς που περιβρέχεται από ύδατα και βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια των υδάτων κατά τη μέγιστη πλημμυρίδα.
2. Εκτός όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3, η χωρική θάλασσα, η συνορεύουσα ζώνη, η αποκλειστική οικονομική ζώνη και η υφαλοκρηπίδα μιας νήσου καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης που εφαρμόζονται στις άλλες ηπειρωτικές περιοχές.
3. Οι βράχοι οι οποίοι δεν μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη διαβίωση ή δική τους οικονομική ζωή, δεν θα έχουν αποκλειστική οικονομική ζώνη ή υφαλοκρηπίδα».
Συνεπώς, ΚΑΤ’ ΑΡΧΗΝ, τα νησιά και οι βράχοι δικαιούνται ΧΥ ενώ ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα δικαιούνται μόνο τα νησιά και όχι οι βράχοι. Έτσι διαψεύδεται η τουρκική πλευρά όταν λέει ότι τα νησιά δεν δικαιούνται θαλάσσιες ζώνες. Από την άλλη και η ελληνική πλευρά αποκρύπτει ότι σε πολλές αποφάσεις τα νησιά παίρνουν μικρότερες θαλάσσιες ζώνες σε σχέση με αυτές που θα έπαιρναν αν ήταν ηπειρωτικές περιοχές.
Στο θέμα των ΧΥ η ελληνική πλευρά αναδεικνύει το άρθρο 3 και το πρώτο μισό του άρθρου 15 της UNCLOS ενώ “εξαφανίζει” το δεύτερο μισό του άρθρου 15:
αρ.3: «Κάθε κράτος έχει το δικαίωμα να καθορίσει το εύρος της χωρικής του θάλασσας. Το εύρος αυτό δεν υπερβαίνει τα δώδεκα ναυτικά μίλια, μετρούμενα από γραμμές βάσεως καθοριζόμενες σύμφωνα με την παρούσα σύμβαση»
αρ.15: «Στην περίπτωση που οι ακτές δύο κρατών κείνται έναντι αλλήλων ή συνορεύουν, κανένα από τα δύο κράτη δεν δικαιούται, ελλείψει αντιθέτου συμφωνίας μεταξύ τους, να εκτείνει την χωρική του θάλασσα πέραν της μέσης γραμμής της οποίας όλα τα σημεία βρίσκονται σε ίση απόσταση από τα εγγύτερα σημεία των γραμμών βάσεως από τις οποίες μετράται το εύρος της χωρικής θάλασσας καθενός από τα δύο κράτη. Η παραπάνω διάταξη δεν εφαρμόζεται όμως όπου λόγω ιστορικού τίτλου ή άλλων ειδικών περιστάσεων (special circumstances) παρίσταται ανάγκη να οριοθετηθούν οι χωρικές θάλασσες των δύο κρατών κατά διαφορετικό τρόπο».
Ήδη από το 1936, πριν ακόμη υπάρξουν διεθνείς Συνθήκες ορισμού θαλασσίων ζωνών, η Ελλάδα είχε ορίσει τα ΧΥ της σε 6 ν.μ. (Ν.230/1936 και Ν.Δ.187/1973). Μέχρι τότε, μάλλον εθιμικά, διάφορες χώρες όριζαν τα ΧΥ τους μέχρι τα 3 ν.μ. Ιδίως μετά τον Β ΠΠ οι περισσότερες χώρες επεξέτειναν τα ΧΥ στα 12 ν.μ. αλλά η Ελλάδα, επικαλούμενη «απειλή πολέμου» (το γνωστό casus belli) από πλευράς Τουρκίας, μένει καθηλωμένη στα 6 ν.μ. αν και με κάθε τρόπο δηλώνει το δικαίωμά της στα 12 ν.μ. Την ίδια στιγμή στην Μαύρη θάλασσα (όπου όμως δεν υπάρχουν νησιά για να περιπλέκουν τα πράγματα) η Τουρκία έχει καθορίσει τα ΧΥ της στα 12 ν.μ. σε συνεργασία με την Ρωσία (από την εποχή της ΕΣΣΔ) και την Βουλγαρία.
Με την σημερινή κατάσταση, στα ΧΥ της Ελλάδας ανήκει το 36% του Αιγαίου και στα ΧΥ της Τουρκίας το 7,5% (το υπόλοιπο 56% είναι Διεθνή Ύδατα). Με την επέκταση των ΧΥ στα 12 ν.μ. η Ελλάδα αποκτά το 64% των υδάτων και η Τουρκία το 10% (και τα ΔΥ συρρικνώνονται στο 26%). Αν ισχύσει αυτό το καθεστώς, η Τουρκία αντιτείνει ότι καταστρατηγείται η αρχή της ευθυδικίας αφού η αναλογία ΧΥ γίνεται 64:10 υπέρ της Ελλάδας (από 48:10 που είναι σήμερα) ενώ στο μήκος των ακτογραμμών (συνυπολογιζομένων των νησιών) η αναλογία είναι 40:10. Αυτές οι τεράστιες ανατροπές στην αναλογία των υδάτων του Αιγαίου δείχνουν πόση μεγάλη σημασία έχει η σύγκρουση για την έκταση των ΧΥ. Σε μια τέτοια περίπτωση οι Τούρκοι περιορίζονται ίσα-ίσα για κανένα… πεταχτάρι από τις ακτές τους αφού χάνουν ακόμη και την επαφή μεταξύ των λιμανιών τους στο Αιγαίο! Αυτή η λύση βεβαίως δεν είναι βολική και για τον διεθνή παράγοντα (και ίσως παίζει ρόλο στην μη επίλυσή της διαφοράς).  
Η επιμονή της Τουρκίας στα άρθρα 15 (απαίτηση ομοφωνίας για καθορισμό θαλασσίων ζωνών και ύπαρξη «ειδικών περιστάσεων» στο Αιγαίο), 123 (ένταξη του Αιγαίου στις ημίκλειστες θάλασσες) και το 300 (οι διαφορές των χωρών πρέπει να λύνονται «καλή τη πίστη») αλλά και στις αποφάσεις που έχουν κατά καιρούς βγει από τα αρμόδια ΔΔ της δίνουν ουσιαστικά νομικά επιχειρήματα -πέρα από τους προφανείς μαξιμαλισμούς της αλλά και τις κορώνες των ελληνικών ΜΜΕ από την άλλη πλευρά.
Η Τουρκία αμφισβητεί ακόμη και την νομιμότητα του σημερινού εύρους των ΧΥ καθώς, όντως, δεν έχουν καθοριστεί με συμφωνία (όπως απαιτεί το αρ. 15). Σε αυτό το σημείο η Ελλάδα από την πλευρά της ισχυρίζεται ότι τα όρια των ΧΥ έχουν οριστεί με το εθιμικό δίκαιο και παλαιότερες συμφωνίες (το Πρωτόκολλο των Αθηνών του 1926 και την συμφωνία των Παρισίων του 1947).
Στο θέμα της ΑΟΖ και της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας -που και αυτές πρέπει να καθοριστούν με συμφωνία των δυο μερών- η ελληνική πλευρά θεωρεί πως η μοιρασιά πρέπει να γίνει με βάση την μέση απόσταση του συνόλου της ελληνικής επικράτειας (δλδ συνυπολογιζομένων και των νησιών) από την τουρκική επικράτεια ενώ η άλλη πλευρά υποστηρίζει ότι η μοιρασιά πρέπει να γίνει χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα νησιά (επειδή, όπως -κακώς- ισχυρίζεται, δεν έχουν δική τους ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα). Τόσο η αρχή της ευθυδικίας όσο και οι υπάρχουσες αποφάσεις για άλλες παρόμοιες υποθέσεις αδυνατίζουν την ισχύ και των ελληνικών θέσεων για πλήρη δικαιώματα των ελληνικών νησιών.
Σε αυτό το πλαίσιο η θέση του Καστελορίζου (επί του οποίου η Τουρκία δεν αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία, όπως ορισμένοι διαδίδουν βλακωδώς) στην σκακιέρα της Ανατ. Μεσογείου είναι προφανής. Αν επικρατήσει ο ελληνικός μαξιμαλισμός ένα νησί με μήκος ακτογραμμών 19,5 χλμ. θα εξαφανίσει τα δικαιώματα της Τουρκίας στην Ανατ. Μεσόγειο παρ’ ότι οι ακτογραμμές της, μόνο στην επίδικη αυτή περιοχή, φτάνουν τα 160 χλμ.
Να σημειώσουμε εδώ ότι η απαίτηση της Ελλάδας για πλήρη δικαιώματα των νησιών στις θαλάσσιες ζώνες δεν επιτρέπει την υπογραφή συμφωνιών με την Λιβύη και την Αίγυπτο αφού και αυτές χάνουν σημαντικές εκτάσεις ΑΟΖ και ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας με την ελληνική ερμηνεία (μάλιστα η Λιβύη έχει κερδίσει σε παρόμοια διένεξη με την Μάλτα της οποίας η ΑΟΖ έχει υποστεί “έκπτωση” υπέρ της Λιβύης).
Η κατάσταση περιπλέκεται αφού για να ισχύσει μια οριοθέτηση θα πρέπει να το αποδεχτούν όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Ακόμη και η ΑΟΖ που όρισε το “Σύμφωνο Ερντογάν-Σάρατζ” είναι «στον αέρα» αφού θα πρέπει να συνομολογήσουν τόσο η Ελλάδα όσο και η Αίγυπτος.
Τουρκική αφήγηση για ΑΟΖ
Ελληνική αφήγηση για ΑΟΖ

Στο θέμα του εθνικού εναέριου χώρου η Ελλάδα, κατά παγκόσμια πρωτοτυπία, έχει επεκτείνει τα όριά της στα 10 ν.μ., δλδ ΠΕΡΑ από τα χωρικά της ύδατα που, όπως αναφέραμε, φτάνουν στα 6 ν.μ. Σε αυτήν την ζώνη των επιπλέον 4 ν.μ. είναι που διεξάγονται συχνά οι «παραβάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου από τα τουρκικά μαχητικά» -όπως μας αναγγέλλουν τα δελτία ειδήσεων. Δεν είναι λοιπόν κάποια παραξενιά του «κακού γείτονα» αλλά η αντίδρασή του στην δημιουργία τετελεσμένων από την ελληνική πλευρά.   
Στο θέμα του εθνικού εναέριου χώρου έχει εμπλακεί και η υπόθεση του FIR που όμως είναι διαφορετική έννοια. Τμήμα του FIR καλύπτει και τον εθνικό εναέριο χώρο ενώ το υπόλοιπο τμήμα του καλύπτει τμήμα του διεθνούς εναέριου χώρου στον οποίο καμία χώρα δεν έχει κυριαρχία.

Στο θέμα της στρατιωτικοποίησης των νησιών, παρότι αυτή δεν σχετίζεται με τις θαλάσσιες ζώνες, η Ελλάδα είναι εκτεθειμένη καθώς καταστρατηγεί διάφορες διεθνείς Συνθήκες και η τουρκική πλευρά δεν χάνει ευκαιρία να υπενθυμίζει το θέμα και να απαιτεί να ενταχθεί αυτό στην συνολική ρύθμιση των ελληνοτουρκικών εκκρεμοτήτων.


Η συνολική εικόνα σήμερα (αρχές Αυγούστου 2020). Με συνεχείς γραμμές οι τουρκικές και με διακεκομμένες γραμμές οι ελληνικές απόψεις.
 
Σχετικά:
 
 



Τα «κλεμμένα»

Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ), τη Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012, εξέδωσε την απόφασή του για τη διένεξη μεταξύ της Κολομβίας και της Νικαράγουας, που αφορούσε στην ταυτόχρονη οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας των δύο κρατών.
[…]
Το ΔΔΧ, όπως κάνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, καθόρισε πρώτα την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα των δυο κρατών με βάση τη μέθοδο της «μέσης γραμμής» και μετά την επανακαθόρισε με βάση τη γνωστή άποψή του περί «επιείκειας και ειδικών περιστάσεων» (equity and special circumstances), δίνοντας στη Νικαράγουα μεγαλύτερη ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα σε σύγκριση με την έκταση που θα έπαιρνε με βάση τη «μέση γραμμή». Η Κολομβία κέρδισε τις 7 νησίδες που της αμφισβητούσε η Νικαράγουα, αλλά έχασε μια αρκετά μεγάλη έκταση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας.
Η Σύμβαση του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας αναφέρει ρητά στο Άρθρο 121, παράγραφο 2, ότι όλα τα νησιά διαθέτουν ΑΟΖ και ότι η ΑΟΖ ενός νησιού καθορίζεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που καθορίζεται και για τις ηπειρωτικές περιοχές, αλλά το ΔΔΧ, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τώρα, υποστηρίζει ότι το μέγεθος της ακτογραμμής ενός παράκτιου κράτους υπερτερεί της ακτογραμμής ενός μικρού νησιού και έτσι δεν δίνει συνήθως «πλήρη επήρεια» (full effect) σε τέτοια νησιά.
[…]
Βλέποντας τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά των δυο κρατών εύκολα μπορούμε να επισημάνουμε ότι η Κολομβία μοιάζει με την Ελλάδα και η Νικαράγουα με την Τουρκία. Έτσι κάποιοι μπορούν να ισχυριστούν ότι σίγουρα δεν πρέπει να προσφύγουμε στη Χάγη διότι θα χάσουμε.



















































































Το ευρώ, ο νεοφιλελευθερισμός, η εκμετάλλευση της εργασίας

  Τα δύο θεμέλια του καθεστώτος εκμετάλλευσης Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποτελέσει, ιδιαίτερα από το 1990 και μετά, ιμάντα μεταβί...