Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022

Για ιδές καιρό που διάλεξε (το ΧΑΑ)

Και πάνω που είπε το ΧΑΑ να ξεπεράσει τα υψηλά ετών έπεσαν τα ξένα χρηματιστήρια! Η αρχή έγινε στις ΗΠΑ όπου με μια πτώση 8% ο S&P500 για πρώτη φορά από τον Απρίλιο του 2020 αμφισβήτησε την μεσο- και μακροχρόνια τάση του. Σε εβδομαδιαίο διάγραμμα έπεσε ταυτόχρονα κάτω από τους ΚΜ 25 και 60 εβδομάδων και από τον Super Trend αλλά βγήκε και από το πλαγιοανοδικό του κανάλι για πρώτη φορά. Προϊδέασε γι' αυτό η καθαρή απόκλιση στους δυο ταλαντωτές (στοχαστικός και RSI). Προς το παρόν έδρασε ανασχετικά η στήριξη στην περιοχή 4230-4330 δίνοντας μάλιστα ένα μεγάλο άσπρο κερί ακριβώς την στιγμή που χρειαζόταν:


Λύθηκε το πρόβλημα; Πολύ νωρίς να το ισχυριστούμε. Οι δυο ταλαντωτές απέχουν ακόμη από την υπερπωλημένη περιοχή τους και αυτό σημαίνει ότι υπάρχει περιθώριο να ακολουθήσει μια μικρή ανοδική κίνηση και μετά νέα πτώση. Μέχρι που; Άγνωστο σε μένα. Ακόμη και το ενδεχόμενο να έχει σχηματιστεί σημαντικό υψηλό στις 4 Ιανουαρίου και να ακολουθήσει βαθιά διόρθωση είναι ανοιχτό. Στο ημερήσιο διάγραμμα φαίνεται η προσπάθεια στήριξης στην προαναφερθείσα περιοχή καθώς και η διάσπαση της γραμμής αντίστασης (διακεκομμένη γραμμή) της βραχυπρόθεσμης τάσης μαζί με την έξοδο από την υπερπωλημένη περιοχή των ταλαντωτών. Η γραμμή R παραμένει ως υποψήφια για να σταματήσει την όποια ανοδική αντίδραση και να καθορίσει την επόμενη (καθοδική) κίνηση:


 

Σε εξίσου -ίσως και περισσότερο- σημαντική επιλογή βρίσκεται και ο DAX. Η περιοχή των 15 χιλ. μονάδων είναι σημαντική για δυο λόγους: πρώτον διότι από κει περνά η γραμμή στήριξης του πλαγιοανοδικού καναλιού της 22μηνης ανόδου του και δεύτερον διότι ήδη έχει δημιουργηθεί ένας σχηματισμός ΩΚΩ με τον πρώτο ώμο να δημιουργείται πέρυσι τον Μάΐο και την γραμμή λαιμού στις 15 χιλ. μονάδες. Είναι περισσότερο από βέβαιο ότι οι αρνητικές εξελίξεις στην Wall Street θα σημάνουν και το τέλος της ανόδου στην Γερμανία αλλά και στην Ευρώπη:


Και το ΧΑΑ; Για μια ακόμη φορά, ενώ το πλησίασε, δεν μπόρεσε να διασπάσει τα υψηλά των τελευταίων επτά ετών (τα υψηλά από τις αρχές του 2015). Θεωρώ πως αν δεν υπήρχε η βουτιά στα ξένα χρηματιστήρια ο ΓΔ θα είχε διασπάσει τα υψηλά αυτά και θα είχε προσεγγίσει ήδη τις 1000 μον. Στο διάγραμμα βλέπουμε την πορεία του ΓΔ συγκριτικά με τον S&P500 (μπλε γραμμή) και τον FTSEMSFW (μικρές/μεσαίες ελληνικές μετοχές - κόκκινη γραμμή). Η υστέρηση του ΓΔ (που οφείλεται στην υστέρηση της μεγάλης κεφαλαιοποίησης και ακόμη περισσότερο στην υστέρηση του ΔΤΡ) είναι προφανής:
Αν κοιτάξουμε από πιο κοντά στο εβδομαδιαίο διάγραμμα βλέπουμε ότι μετά την επτάμηνη οριζόντια ταλαιπωρία (κίτρινο πλαίσιο) έσπασε το υψηλό των ~925 μον. και άγγιξε το υψηλό που προηγήθηκε της "πτώσης του κορονοΐού". Ατυχώς για τους λονγκ η πτώση των ξένων χρηματιστηρίων φρενάρισε και τον ΓΔ ο οποίος όμως έδειξε ιδιαίτερη ανθεκτικότητα -σε αντίθεση με ότι μας έχει συνηθίσει- μένοντας σε απόσταση βολής από τις 950 μον.:

 
 
 
 
 
 

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2022

Η "Βυζαντινή" συλλογική ταυτότητα

 

«Μα καλά, άνθρωπε μου, με μια τέτοια πτώση των χρηματιστηρίων, με την ογκούμενη ακρίβεια και με μια επικείμενη(;) εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και εσένα σου ήρθε ξαφνικά να ασχοληθείς με την… βυζαντινή συλλογική ταυτότητα;» είναι η προφανής ερώτηση. Ναι, ήταν κάτι που ήθελα να κάνω από καιρό και βρήκα την ευκαιρία να το κάνω αναπαράγοντας ένα κείμενο του Σμερδαλέου, που είχε γράψει παλαιότερα και αντιμετωπίζει το θέμα μέσα από την παρουσίαση ενός άρθρου του Ι. Στουραΐτη πάνω στην άποψη του Αντ. Καλδέλλη, σύμφωνα με την οποία οι “Βυζαντινοί” (όπως τους λέμε εμείς) ή Ρωμαίοι (όπως κυρίως αυτοπροσδιορίζονταν οι ίδιοι) αποτελούσαν ένα προνεωτερικό έθνος (περισσότερα για το νεωτερικό έθνος/nation εδώ).

Στο κείμενο του Σμερδαλέου έχω προσθέσει έναν πρόλογο περί εθνότητας και έθνους (πάλι από κείμενα του ιδίου από εδώ  και εδώ) και έχω απλώς διαμορφώσει το κείμενο σε παραγράφους για να διαβάζεται καλύτερα. Οι δικές μου παρεμβάσεις βρίσκονται μέσα σε [ ] και κάποιες υπογραμμίσεις μου έχουν γίνει με κίτρινο φόντο. Επίσης τα συλλογικά ονόματα λαών της “βυζαντινής” αρχαιότητας τα γράφω χωρίς μεγάλο αλλά με πεζό αρχικό γράμμα για να μην γίνεται σύγχιση με τα σημερινά έθνη (πχ αντικατέστησα του Σλάβος του αρχικού κειμένου με [σ]λάβος).

Στο τέλος του κειμένου αντέγραψα, από άλλο κείμενο του Σμερδαλέου, ένα απόσπασμα από τα Τακτικά του Λέοντος του Σοφού που αποδίδει ανάγλυφα ποιες προϋποθέσεις έπρεπε να διαθέτει ένας υπήκοος του αυτοκράτορα ώστε να έχει το δικαίωμα να ανήκει στην “βυζαντινή” συλλογική ταυτότητα.    

      

[Πρόλογος]

Έθνος είναι μια νοερή πολιτική κοινότητα που κατοικεί μια περιοχή με σαφή γεωγραφικά όρια η οποία νοείται ως πατρίδα, μια κοινότητα που νοείται πολιτικά κυρίαρχη και κοινωνικά οριζόντια, η οποία προωθεί θεσμικά την αναπαραγωγή μιας διακριτής δημόσιας κουλτούρας και μιας ιδεολογίας συνοχής, καθώς και την τήρηση των κοινών νόμων. Τα μέλη της κοινότητας αυτής αναγνωρίζουν σταθερά ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις προς αλλήλους και την ύπαρξη κοινού συμφέροντος (το οποίο ιδανικά φροντίζουν να προασπίζουν) εν ονόματι της ομοεθνίας τους.

Εθνότητα ή εθνοτική ομάδα (αγγλ. ethnie, ethnic group/community) είναι μια συλλογικότητα ανθρώπων που πιστεύουν ότι συνδέονται με έναν δεσμό ιδεατής συγγένειας (fictive kinship) που απορρέει από την πεποίθηση κοινής (ιδεατής) καταγωγής (putative common descent) και ιστορίας και μια «πάτρια» (πατροπαράδοτη, ancestral) κοινή κουλτούρα (γλώσσα, θρησκεία, έθιμα, παραδόσεις κλπ) που είναι συνέπεια αυτής της καταγωγής.

Σύμφωνα με τον Anthony D. Smith, η εθνότητα χαρακτηρίζεται (working definition of ethnicity) από την παρακάτω εξάδα χαρακτηριστικών (δεν είναι απαραίτητα να υπάρχουν και τα έξι, αρκεί να υπάρχουν τα περισσότερα από αυτά):

    Kοινό εθνώνυμο (a collective name)

    Κοινός μύθος καταγωγής (a common myth of descent)

    Κοινή ιστορία / κοινές ιστορικές μνήμες (a shared history, shared historical memories)

    Ιδιαίτερη κοινή κουλτούρα (a distinctive shared culture)

    Σύνδεση με μια συγκεκριμένη περιοχή (an association with a specific territory)

    Κάποιος βαθμός αλληλεγγύης (a sense of solidarity)

Η εθνοτική καταγωγή (ethnicity) είναι έννοια υποκειμενική και δυνάμει μεταβλητή (βλ. επανεθνοτισμός και περιστασιακή εθνοτικότητα εδώ και εδώ).

Η εθνοτική ομάδα υφίσταται όταν όλα τα κοινωνικά στρώματα έχουν ημική (= που γίνεται από τους ίδιους για τον εαυτό τους) συνείδηση της κοινής τους εθνοτικότητας[=το αίσθημα του ανήκειν στην εθνοτική ομάδα].

Η εθνοτική κατηγορία είναι μια ητική (= που γίνεται από άλλους) κατηγοριοποίηση ενός πληθυσμού που ο ίδιος μπορεί και να μην έχει συνείδηση ότι αποτελεί εθνοτική ομάδα.

---ο---

Ο Ιωάννης Στουραΐτης για την Βυζαντινή συλλογική ταυτότητα

Σε αυτήν την ανάρτηση θα περιγράψω ένα ενδιαφέρον άρθρο του βυζαντινολόγου Ιωάννη Στουραΐτη (του Ινστιτούτου Βυζαντινών και Νεοελληνικών Ερευνών του Πανεπιστημίου της Βιέννης, Institut für Byzantinistik und Neogräzistik der Universität Wien) με θέμα την συλλογική ταυτότητα στο Βυζάντιο.

Το άρθρο του είναι το Roman identity in Byzantium: a critical approach, Byzantinische Zeitschrift 107/1 (2014) 175-220″, το οποίο μπορείτε να κατεβάσετε από αυτόν εδώ τον σύνδεσμο.

Πριν αρχίσω θέλω να ευχαριστήσω τον κύριο Στουραΐτη που δέχτηκε να απαντήσει μια σειρά ερωτήσεων που ετοιμάζουμε με τον Περτίνακα [βλέπε συνέντευξη εδώ].

Σε αυτήν την ανάρτηση απλά θα παρουσιάσω τις θέσεις του Στουραΐτη. Υπάρχουν μερικά σημεία του άρθρου που θα ήθελα να σχολιάσω, αλλά προτιμώ να το κάνω σε μελλοντικές αναρτήσεις.

Το θέμα του άρθρου, όπως μαρτυρεί ο τίτλος, είναι η κριτική προσέγγιση στην βυζαντινή Ρωμαϊκή ταυτότητα. Στο πρώτο μέρος του άρθρου ο Στουραΐτης περιγράφει κριτικά τις διάφορες ακαδημαϊκές απόψεις για το θέμα που έχουν διατυπωθεί κατά τα τελευταία χρόνια, ενώ στο δεύτερο μέρος παραθέτει την δική του γνώμη. Το εκτενέστερο τμήμα της κριτικής του αφορά την ρηξικέλευθη άποψη του Αντώνη Καλδέλλη περί προνεωτερικού ρωμαϊκού έθνους.

---ο---

Ήδη στο abstract ο Στουραΐτης εξηγεί το γενικό του συμπέρασμα ότι η συλλογική ταυτότητα ενός μεσαιωνικού κοινωνικού συστήματος με μεταβλητά γεωπολιτικά και πολιτισμικά όρια όπως το Βυζάντιο πρέπει να αποσυνδεθεί τόσο από τις ουσιοκρατικές θεωρήσεις διηνεκούς εθνοτικότητας όσο και από το νεωτερικό φαινόμενο του έθνους-κράτους. Με την απόρριψη του ουσιοκρατισμού και του διηνεκισμού (λ.χ. οι φαντασιώσεις περί «διηνεκούς» Ελληνικού έθνους 3000 ετών), ο Στουραΐτης απλώς εκφράζει την ορθοδοξία της μετά τον Fredrik Barth εποχής (η εθνοτικότητα είναι εφήμερο κοινωνικό κατασκεύασμα και η ύπαρξή της ανά πάσα στιγμή δεν είναι δεδομένη). Με την αναγνώριση του έθνους-κράτους ως αποκλειστικά νεωτερικού φαινομένου, ο Στουραΐτης εκφράζει το μοντερνιστικό/νεωτεριστικό αξίωμα που ήταν η αδιασάλευτη ορθοδοξία κατά την περίοδο 1970-90, και συνεχίζει να διατηρεί την ισχύ του μέχρι σήμερα, αν και, όπως αναγνωρίζει και ο Στουραΐτης παρακάτω στο κείμενό του, πλέον υπάρχουν και μερικές ενδιαφέρουσες αναθεωρητικές προτάσεις για την δυνατότητα ύπαρξης και προνεωτερικών εθνών, όταν φυσικά υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες):

[σλδ 1 του pdf = σλδ 175 του περιοδικού, Abstract] I argue that a conceptualization of the collective identity of this medieval imperial social order with its constantly fluctuating geopolitical and cultural boundaries needs to be disconnected from essentialist and reifying views on perennial ethnicity as well as from the modern phenomenon of the nation-state.

Στη συνέχεια ο Στουραΐτης εξηγεί πολύ σωστά ότι το πρώτο πρόβλημα με την συλλογική ταυτότητα των επονομαζόμενων «Βυζαντινών» είναι ότι έχει εδραιωθεί η διεθνής συνήθεια αυτοί να αναφέρονται παρωνυμιασμένοι με έναν ανασκοπικό τεχνικό όρο (retrospective terminus technicus) και όχι με το κανονικό (normative) τους όνομα Ρωμαίοι. Αυτός ο παρωνυμιασμός επιβάλλει εξ αρχής στον σημερινό ιστορικό την λανθάνουσα προκατάληψη ότι οι επονομαζόμενοι «Βυζαντινοί» ήταν κάτι άλλο από Ρωμαίοι:

[σλδ 175] One could plausibly argue that the problem of decoding Byzantine identity lies in the fact that the term “Byzantine”, commonly used in the present to define the state and the subjects of the Christian Roman Empire (either since the time of Constantine I or alterantively since the post-Justianic period), is a terminus technicus, a retrospective construct of scholars of the Early Modernity in Western Europe. This terminus technicus removes the spotlight from this society’s normative self-designation, i.e. Roman, and thus imposes upon the modern historian a latent bias, namely the bias that this society’s collective identity must be called and therefore understood differently from what its name denotes.

Στην επόμενη σελίδα, ο Στουραΐτης αναφέρει τις τρεις κύριες γραμμές θεώρησης (main lines of thought) για την μεσαιωνική Ανατολική Ρωμαϊκή ταυτότητα μέχρι στιγμής (παρέχοντας στις υποσημείωσεις #2, #3 και #4 ενδεικτική βιβλιογραφία για την κάθε θέση):

1.       Η διηνεκιστική Ελληνική θεώρηση, προϊόν μιας ανασκόπησης του Βυζαντίου που έχει επηρεασθεί έντονα από το νεοελληνικό εθνικό αφήγημα περί «διηνεκούς Ελληνικού έθνους».

2.       Η θεώρηση της Πολυεθνικής Αυτοκρατορίας της οποίας ο μέσος υπήκοος, μέχρι τον 12° αιώνα, αυτοπροσδιοριζόταν ως Ρωμαίος, θεώρηση που ο Στουραΐτης αποκαλεί επικρατούσα μέχρι στιγμής στον χώρο.

3.       Η πρόσφατη (2007) θεώρηση του Αντώνη Καλδέλλη του Βυζαντίου ως προνεωτερικό Έθνος-Κράτος, όπου η ρωμαϊκότητα είχε στοιχεία εθνικής ταυτότητας.

Ο Στουραΐτης εξηγεί παρακάτω ότι θα εξετάσει κριτικά τις τρεις αυτές θεωρήσεις εστιάζοντας στην περίοδο από τον έβδομο ως τον δέκατο τρίτο αιώνα (7ος-13ος μ.Χ. αι.) και, στo τέλος, θα καταθέσει την δική του άποψη την οποία θεωρεί προτατική (suggestive) και όχι οριστική (conclusive).


 

[Ανάλυση της άποψης του Στουραΐτη για τις τρεις παραπάνω θεωρήσεις]

1., 2. Ο Στουραΐτης ξεκινάει την κριτική της διηνεκιστικής Ελληνικής θεώρησης, επιλέγοντας ως αντιπρόσωπό της το συμπέρασμα της Β. Παπούλια (1985) ότι «το Βυζάντιο γύρω στο 1000 μ.Χ. είχε εξελιχθεί σε μια Μεσαιωνική Ελληνική αυτοκρατορία». Το συμπέρασμα αυτό, σύμφωνα με τον Στουραΐτη, έχει αντικουστεί από τον J. Koder με το εύλογο διμερές επιχείρημα ότι η Βυζαντινή ελίτ εκείνη την περίοδο δεν αυτοπροσδιορίζεται ως «Ελληνική» και ένα σωρό εθνοπολιτισμικές συλλογικότητες όπως [ά]ραβες, [α]ρμένιοι, [β]ούλγαροι, [σ]λάβοι κλπ κατοικούν εντός των βυζαντινών συνόρων, τα μέλη των οποίων θεωρούνται Ρωμαίοι υπήκοοι.

Στην ήδη εύλογη θέση του ο Koder πρόσθεσε και το ότι «ο μέσος Βυζαντινός κατανοούσε τον εαυτό του/της αναντίλεκτα ως Ρωμαίο και την ελληνική του γλώσσα (και φιλολογία) ως Ρωμαϊκή, ενώ κατανοούσε πάλι αναντίλεκτα την Κωνσταντινούπολη (το θρησκευτικό και πολιτισμικό κέντρο) ως Νέα Ρώμη».

Ο Στουραΐτης εδώ παρατηρεί ότι η θέση της πολυεθνικής αυτοκρατορίας στην οποία ο μέσος υπήκοος αυτοπροσδιορίζεται ως Ρωμαίος γεννά κάποια ερωτήματα.

Η κατηγορία «μέσος Βυζαντινός που αυτοπροσδιοριζόταν ως Ρωμαίος και κατανοούσε την πολιτική, θρησκευτική και “μορφωτική” του κουλτούρα ως αναντίλεκτα Ρωμαϊκή», περιελάμβανε και το τυπικό μέλος των προρρηθέντων εθνοπολιτισμικών συλλογικοτήτων ([α]ρμένιοι, [σ]λάβοι κλπ), μερικές από τις οποίες (λ.χ. οι [σ]λάβοι) ήταν επιπρόσθετα χωρισμένες εσωτερικά σε υποεθνότητες; Ή περιελάμβανε μόνο τον ελληνόφωνο υπήκοο που κατοικούσε σε περιοχές οι οποίες ανήκαν λίγο πολύ συνεχώς μέχρι το 1204 στον πολιτικό έλεγχο της Κωνσταντινούπολης;

Στην πρώτη περίπτωση, αναρωτιέται ο Στουραΐτης, η πολυεθνικότητα της αυτοκρατορίας χρειάζεται αναθεώρηση. Τι χώρος υπάρχει για εθνοτική ποικιλία σε μια αυτοκρατορία όπου όλοι αυτοπροσδιορίζονται ως Ρωμαίοι;

Στην δεύτερη περίπτωση, το γεγονός ότι οι εθνοπολιτισμικές συλλογικότητες όπως οι [β]ούλγαροι, οι [α]ρμένιοι και οι [σ]λάβοι ήταν, στην μακροπρόθεσμη ιστορία τους, όχι μονίμως και όχι εξ ολοκλήρου υπό τον Ρωμαϊκό πολιτικό έλεγχο, οδηγεί στην διάκριση μεταξύ μιας [γ]ραικο-[ρ]ωμαϊκής εθνοτικής ταυτότητας για έναν πληθυσμιακό πυρήνα («a (Greco-)Roman ethnic identity of a core population») και μιας Ρωμαϊκής πολιτικής ετικέταςRoman political label») για τους υπόλοιπους πληθυσμούς που βρέθηκαν για μακρά χρονικά διαστήματα υπό τον πολιτικό έλεγχο της Κωνσταντινουπόλεως.

Και στις δύο περιπτώσεις, η επικρατούσα θέση μιας Ρωμαϊκής πολιτικό-πολιτισμικής ταυτότητας για τον μέσο Βυζαντινό συνεπάγεται μια ομογενοποιητική διαπραγμάτευση ταυτότητας παρόμοια με την (νεωτερική) εθνική ταυτότητα (nationhood). Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ικανός λόγος για να εξετάσουμε την βυζαντινή Ρωμαϊκότητα σαν μια προνεωτερική εθνική ταυτότητα, δεδομένων και των πρόσφατων αναθεωρητικών απόψεων στον τομέα της ταυτοτικής κοινωνιολογίας που θεωρούν δυνατή την ανάπτυξη ενός προνεωτερικού έθνους εκεί όπου υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες.

 

-ο-

3.αΣτη συνέχεια, ο Στουραΐτης παρουσιάζει τη θέση του Καλδέλλη περί προνεωτερικού ρωμαϊκού έθνους του οποίου η διαμόρφωση ολοκληρώθηκε κατά τον 7° αιώνα, μέσα από μια μακραίωνη διαδικασία που ήταν ήδη ενεργή κατά την ύστερη αρχαιότητα (~ 200-600 μ.Χ.). Με άλλα λόγια, ο Καλδέλλης ισχυρίζεται ότι η μακραίωνη επιβολή της Ρωμαϊκής πολιτικής ταυτότητας κατάφερε να αφομοιώσει τις μάζες, καταργώντας την προϋπάρχουσα εθνοπολιτισμική διαφορετικότητα, δημιουργώντας εν τέλει ένα Ρωμαϊκό έθνος.

Ο Στουραΐτης, σε αυτό το σημείο, επισημαίνει ότι η θέση του Καλδέλλη δεν πρέπει να απορριφτεί χωρίς ενδελεχή εξέταση, μόνο και μόνο εξαιτίας του κυρίαρχου ακόμα μοντερνιστικού αξιώματος περί νεωτερικότητας των εθνών. Επειδή η [κατά Καλδέλλη ] εθνογενετική διαδικασία ολοκληρώθηκε τον 7ο αιώνα, μόνον οι πληθυσμοί που τότε βρίσκονταν ακόμα εντός της ακρωτηριασθείσας ρωμαϊκής επικράτειας, κατέληξαν να είναι μέλη αυτού του προνεωτερικού ρωμαϊκού έθνους.

● Στη συνέχεια ο Στουραΐτης εξετάζει κριτικά την άποψη του Clifford Ando για τον εκρωμαϊσμό των μαζών κατά την περίοδο της Ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στην οποία βασίζεται η θεωρία του Καλδέλλη. Το βιβλίο όπου ο Ando εξηγεί την θεωρία του είναι το Imperial Ideology and Provincial Loyalty in the Roman Empire.

Η βασική θέση του Ando είναι ότι η μακροβιότητα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας οφείλεται στην επιτυχή ιδεολογική αφομοίωση που η Ρώμη κατάφερε να επιβάλει στις επαρχιακές μάζες, οι οποίες σταδιακά ταυτίστηκαν με την ρωμαϊκή πολιτική τάξη πραγμάτων.

Δυστυχώς δεν έχω διαβάσει το βιβλίο του Ando για να κρίνω την κριτική του Στουραΐτη. Ωστόσο το επιχείρημα του δευτέρου ότι, για να υπάρξει πολιτική σταθερότητα, δεν χρειάζεται να γίνει πλήρης αφομοίωση των μαζών, αλλά αρκεί το πολιτικό κέντρο να προσεταιριστεί τις τοπικές αριστοκρατικές ελίτ που βρίσκονται στην κορυφή των τοπικών πυραμιδικών δομών, μου φαίνεται λογικό, από τα λίγα που γνωρίζω για την ρωμαϊκή familia ως πυραμιδική κοινωνική μονάδα και την επεμβατική/μεσιτειακή εξουσία του pater familias στις σχέσεις πάτρωνος-πελάτου: οι πελάτες (clientes) αναγνώριζαν την τιμή/εξουσία του πάτρωνος (patronus) και ο δεύτερος, ως αντάλλαγμα, επενέβαινε για λογαριασμό τους στις κοινωνικές τους διαπραγματεύσεις.

Η κριτική του Στουραΐτη (σλδ 179-181) στην θέση του Ando είναι πως, από τη στιγμή που οι πελάτες μιας πυραμιδικής κοινωνικής μονάδας αναγνώριζαν την εξουσία του πάτρωνος, τότε το ρωμαϊκό πολιτικό κέντρο έπρεπε να προσεταιριστεί μόνο τον πάτρωνα, προκειμένου να εξασφαλίσει την νομιμοφροσύνη όλης της πυραμίδας. Όσο το ρωμαϊκό πολιτικό κέντρο διασφάλιζε τα συμφέροντα των τοπικών πατρώνων, οι δεύτεροι θα διασφάλιζαν την υπακοή/νομιμοφροσύνη των πελατών τους. Επομένως, η ρωμαϊκή ομογενοποίηση των επαρχιών ήταν στοχευμένη και κοινωνικά περιορισμένη στις τοπικές αριστοκρατικές ελίτ και αυτό, σύμφωνα με τον Στουραΐτη, δεν ήταν πρόσφορο έδαφος για την «εθνική ομογενοποίηση των μαζών» που απαιτεί η θεωρία του Καλδέλλη. Ένας δεύτερος μηχανισμός που εξασφάλιζε την νομιμοφροσύνη των μαζών ήταν η απειλητική παρουσία των λεγεώνων, οι οποίες ήταν έτοιμες να καταπνίξουν παραδειγματικά οποιαδήποτε τοπική εξέγερση.

Το άλλο ενδιαφέρον κοινωνιολογικό σημείο του Στουραΐτη είναι η επισήμανση ότι οι μάζες ήταν de facto αποκλεισμένες από την συμμετοχή στον μηχανισμό πολιτικής διοίκησης.

● Παρακάτω (σλδ 183) αναφέρει το μοντερνιστικό επιχείρημα του Benedict Anderson πως η σημαντικότερη προϋπόθεση για τον σχηματισμό των εθνών ήταν ο μαζικός εγγραμματισμός στην καθομιλουμένη γλώσσα (mass vernacular literacy), ο οποίος επέτρεψε τον σχηματισμό μονόγλωσσων μαζικών αναγνωστικών κοινών (monoglot mass reading publics).

Στη σελίδα 185 ο Στουραΐτης αναφέρεται στην πτώση της δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και στην επιβίωση της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με τον μέχρι τότε λατινόφωνο γραφειοκρατικό μηχανισμό να προσαρμόζεται σταδιακά στην κατάσταση όπου η [ε]λληνική ήταν πια η μόνη lingua franca. Αυτή η κατάσταση, που παραδοσιακά χρονολογείται «μετά τον Ηράκλειο», είναι κατά τον Στουραΐτη ένα καλύτερο σημείο έναρξης μιας διαδικασίας διαμόρφωσης ενός Ρωμαϊκού έθνους ή, εναλλακτικά, μιας διαδικασίας εθνοτισμού του πληθυσμιακού πυρήνα σε μια εθνοτική ([γ]ραικο-)[ρ]ωμαϊκή ταυτότητα.

Σε αυτό το σημείο και εγώ συμφωνώ με τον Στουραΐτη.

[Η ιδεολογία της Ρωμαϊκής Οικουμενικότητας]

Στη συνέχεια, ο Στουραΐτης αφιερώνει μερικές σελίδες (185-188) για να εξηγήσει ότι η ιδεολογία της Ρωμαϊκής Οικουμενικότητας που κληρονόμησε η Βυζαντινή αυτοκρατορία από τον αρχαίο της πρόδρομο, κάνει υπερβολικά δύσκολο τον προσδιορισμό μιας «πατρίδας» (fatherland) του υποτιθέμενου Ρωμαϊκού έθνους του Καλδέλλη. Αυτό είναι σημαντικό γιατί τα έθνη εκτείνονται σε γεωγραφικά πεπερασμένες περιοχές και ο Στουραΐτης αναφέρει το παράδειγμα του Benedict Anderson (σλδ 186, υποσημ. #43) ότι, αντίθετα με άλλες συλλογικές ταυτότητες, μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει ένα οραματιζόμενο έθνος που να περιλαμβάνει όλη την ανθρωπότητα.

Αφού αναφέρει τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο που θεωρούσε την Ρωμαϊκή Αρχή της εποχής του ως μια «ακρωτηριασθείσα και στενωθείσα» εκδοχή της αρχαίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στην συνέχεια αναφέρει το χωρίο της Αννας Κομνηνής όπου, για να παινέψει τον πατέρα της, γράφει πως ο Αλέξιος παρέλαβε την Αρχή των Ρωμαίων με περιορισμένη έκταση που εκτεινόταν από την Αδριανούπολη μέχρι τον Βόσπορο και την παρέδωσε διευρυμένη με όρια την Αδριατική και τον Ευφράτη. Αν δεν του τύχαιναν όλοι αυτοί οι επάλληλοι κόποι και εχθροί, συνεχίζει η Κομνηνή, ο Αλέξιος ήταν τόσο ικανός που θα είχε καταφέρει να αποκαταστήσει τα παλιά σύνορα της αυτοκρατορίας κατά τον καιρό της πρότερης ευδαιμονίας, τα οποία ήταν οι στήλες του Ηρακλέους (Γιβραλτάρ) στην δύση και οι στήλες του Διονύσου (~δυτικό σύνορο Ινδίας) στην ανατολή. Εδώ η Κομνηνή «θυμάται» (υπερβάλλοντας ολίγον τι στα ανατολικά σύνορα) ως παλιά «μας» σύνορα αυτά που είχε επιτύχει ο αυτοκράτορας Τραϊανός.

Μετά την φάση του «ακρωτηριασμού» και της συρρίκνωσης που περιέγραψε ο Πορφυρογέννητος, ακολουθούνε δύο φάσεις επέκτασης (πρώτη φάση 750-850 όπου ανακτώνται τα νότια Βαλκάνια, δεύτερη φάση 950-1018 όπου τα σύνορα στον βορρά φτάνουν στον Δούναβη και στα νοτιοανατολικά ξεπερνούν τον Ταύρο και περιλαμβάνουν την Αντιόχεια μαζί με μέρος της βόρειας Συρίας), όπου ο Στουραΐτης γράφει πως ο πληθυσμός της αυτοκρατορίας σχεδόν διπλασιάστηκε (σλδ 186, η πρόταση που συνδέεται με την υποσημείωση #44) με την ενσωμάτωση ποικίλων εθνοπολιτισμικών ομάδων.

Μετά από όλα αυτά, ο Στουραΐτης (σλδ 189) καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η πολιτική και λόγια ελίτ της Ρωμανίας, ο κύριος φορέας της Ανατολικής Ρωμαϊκής ταυτότητας (the main bearer of Eastern Roman identity), μετά από τον 7° αιώνα δεν μπορούσε να φανταστεί -πόσο μάλλον να διαδώσει στις μάζες- την ιδέα μιας «εθνικής» ρωμαϊκής περιοχής. Ρωμανία ήταν ανά πάσα στιγμή η περιοχή όπου εκτεινόταν η εξουσία του Βασιλέα των Ρωμαίων. Η μόνη ιδεολογία που είχε αυτή η ελίτ ήταν η δικαιολόγηση του επεκτατισμού ως «ανάκτηση» των «παλαιών ρωμαϊκών εδάφών» και η ενσωμάτωση θεωρητικά οποιουδήποτε πληθυσμού στο σώμα των Ρωμαίων υπηκόων.

 

► Παρακάτω ο Στουραΐτης θέτει δύο ερωτήματα σχετικά με τον ελληνόφωνο πληθυσμιακό πυρήνα:

1.       Αν το Ανατολικό Ρωμαϊκό πολιτικό σύστημα επέτρεπε κάποια μορφή πολιτικοποίησης των μαζών.

2.       Αν η άρχουσα Ρωμαϊκή ελίτ επιδίωκε να προσκολλήσει την Ρωμαϊκή της ιδεολογία στην ελληνόφωνη εθνοπολιτισμική ομάδα.

Η απάντηση του Στουραΐτη στο πρώτο ερώτημα είναι πως όχι μόνο δεν υπήρξε μια απόπειρα κοινωνικής διεύρυνσης των ορίων πολιτικής συμμετοχής προς τις -ήδη από την αρχαιότητα πολιτικά αποκλεισμένες- μάζες, αλλά αυτό που συνέβη κατά την μεταβατική περίοδο του 7ου αιώνα ήταν μια κίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση, μιας και η ισχύς της συγκλήτου ελαττώθηκε δραματικά, ενώ αυτή του αυτοκράτορα αυξήθηκε αισθητά. Μετά την μεταβατική περίοδο, η κοινωνική θέση και πρόοδος ενός ατόμου εξαρτάται ακόμα περισσότερο από την εύνοια του αυτοκράτορα.

Στη συνέχεια ο Στουραΐτης αναφέρει την θεωρία Wahlmonarchie του Beck, σαν κάτι που αντιτίθεται στο συμπέρασμά του. Σύμφωνα με τον Beck, οι Βυζαντινοί διατήρησαν κάποια μνήμη της παλαιάς Res Publica/Πολιτείας, αναγνωρίζοντας τον εκάστοτε αυτοκράτορα ως τον «εκλεγμένο από τον λαό» κηδεμόνα/διαχειριστή της Res Publica/Πολιτείας. Πως γινόταν αυτή η «εκλογή»; Επειδή ανά πάσα στιγμή υπήρχαν υποψήφιοι σφετεριστές του θρόνου, όταν οι πολίτες ένοιωθαν ότι ο αυτοκράτορας δεν έκανε καλά τη δουλειά του, πολύ απλά αποφάσιζαν (και αυτό τους έκανε φορείς πολιτικής βούλησης) να υποστηρίξουν κάποιον σφετεριστή του θρόνου για να τον αντικαταστήσει.

Ο Στουραΐτης αντικρούει εύλογα την θεωρία Wahlmonarchie του Beck περιγράφοντας δύο παραδείγματα, όπου η μοίρα του θρόνου (διατήρηση ή σφετερισμός) δεν εξαρτήθηκε από την βούληση του Ρωμαϊκού λαού. Τα παραδείγματα του Στουραΐτη είναι το πραξικόπημα του Ιωάννη Τσιμισκή κατά του Νικηφόρου Φωκά (σχεδιάστηκε και πραγματοποιήθηκε από μια μικρή κλίκα υψηλόβαθμων αξιωματικών) και η επιτυχία του Βουλγαροκτόνου να κρατήσει τον θρόνο του (με την βοήθεια των Βαράγγων μισθοφόρων του) από τον δημοφιλέστερό του αποστάτη Βάρδα Σκληρό που είχε φτάσει σε σημείο να ελέγχει την πλειοψηφία του Ρωμαϊκού στρατού. Υπάρχουν μερικά ακόμα εξίσου ενδιαφέροντα παραδείγματα που επιβεβαιώνουν την άποψη του Στουραΐτη, τα οποία θα παραθέσω σε μελλοντική ανάρτηση. Εδώ στα γρήγορα απλώς αναφέρω ότι είναι το πραξικόπημα του Μιχαήλ Β΄ κατά του Λέοντα του Αρμένιου (η βούληση του λαού όχι μόνο δεν έπαιξε κάποιο ρόλο, αλλά ο Μιχαήλ δεν ήταν ούτε καν δημοφιλής) και, αργότερα, η αποτυχία του δημοφιλέστατου Θωμά «του Σλάβου» (είχε φτάσει σε σημείο να ελέγχει όλη την αυτοκρατορία εκτός από την Κωνσταντινούπολη και τα θέματα Οψικίου και Αρμενιακών, πρακτικά όλο τον στρατό και τον Κιβυρραιωτικό και Ελλαδικό στόλο και να αναγνωριστεί από τον πατριάρχη της Αντιοχείας -και μάλλον και από τον Χαλίφη- ως νόμιμος αυτοκράτορας) να εισέλθει στην Κωνσταντινούπολη σαν νόμιμος αυτοκράτορας (ο Μιχαήλ Β΄ κατάφερε να τον νικήσει καλώντας ως συμμάχους τους Βούλγαρους και μετά έκανε μία εντονότατη προπαγάνδα για να αμαυρώσει τον πρόσωπο του Θωμά).

Στη συνέχεια ο Στουραΐτης παραθέτει ως παράδειγμα ένα χωρίο από τον Βίο του Οσίου Αντωνίου του νέου, για να δείξει ότι η επίσημη ιδεολογία της αυλής δεν ήταν δεδομένη στις επαρχίες. Όταν οι [ά]ραβες αντεπιτέθηκαν στην Αττάλεια για να εκδικηθούν μια ρωμαϊκή εκστρατεία που ο αυτοκράτορας είχε διατάξει εναντίον τους, ο Αντώνιος προσπάθησε να μεταπείσει τον [ά]ραβα διοικητή λέγοντάς του ότι ο εχθρός του ήταν ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης και όχι οι κάτοικοι της Αττάλειας. Ο αυτοκράτορας διατάζει τις εκστρατείες εναντίον των Αράβων και αν οι κάτοικοι των επαρχιών δεν τον υπακούσουν στέλνει στρατεύματα εναντίον τους (το πρωτότυπο χωρίο παρατίθεται στην υποσημείωση #75 της σλδ 195).

Ο συγγραφέας του Βίου δεν παρουσιάζει τους Ατταλειάτες ούτε σαν τον «Περιούσιο Χριστώνυμο Λαό» που πολεμάει τους «άπιστους [α]γαρηνούς», ούτε σαν «Ρωμαίους» που υπερασπίζονται κάποια ευρύτερη «Ρωμαϊκή Πατρίδα», αλλά τους παρουσιάζει σαν μια ιδιοτελή τοπική κοινότητα που βρίσκεται ανάμεσα σε «Σκύλλα και Χάρυβδη» (από τη μια η αραβική απειλή και, από την άλλη, η επιβολή της αυτοκρατορικής ισχύος της Κωνσταντινούπολης).

Παρακάτω ο Στουραΐτης περιγράφει πολύ ωραία την βυζαντινή κοινωνική πυραμίδα. Στη στενή περιοχή της πυραμιδικής κορυφής βρίσκεται ένα ολιγάριθμο κοινωνικά ανώτερο στρώμα (οι φορείς της επίσημης ιδεολογίας) που συνδυάζει υψηλή μόρφωση και συμμετοχή στο πολιτικό γίγνεσθαι ενώ, αντίθετα, στην ευρεία πυραμιδική βάση βρίσκονται οι πολυάριθμες καοινωνικά κατώτερες μάζες που χαρακτηρίζονται από αγγραμματοσύνη, de facto αποκλεισμό από το πολιτικό γίγνεσθαι και εθνοπολιτισμική ποικιλότητα. Παραθέτει μία ενδιαφέρουσα εκτίμηση για τον 10° αιώνα όπου, σε έναν συνολικό πληθυσμό 18 εκατομμυρίων, οι αττικίζοντες (δηλαδή αυτοί που μπορούν να διαβάσουν και να γράψουν τον κλασικό γραπτό λόγο) εκτιμώνται σε 300 άτομα. Ακόμα και αν ήταν δέκα φορές περισσότεροι, συνεχίζει ο Στουραΐτης, πάλι μιλάμε για 1 αττικίζοντα για κάθε 60.000 άτομα.

Παρακάτω παραθέτει δύο ενδιαφέροντα χωρία από τα «Τακτικά» του Λέοντα του Σοφού: στο ένα ο Λέων συνιστά στον θεματικό στρατηγό αν είναι δυνατόν να διορίσει εγγράμματους Τουρμάρχες (τουλάχιστον ο πρεσβύτερος Τουρμάρχης = θεματικός υποστράτηγος να είναι εγγράμματος), κάτι που δείχνει το εύρος της αγραμματοσύνης, ενώ στο άλλο χωρίο ο Λέων συνιστά πολύγλωσσους μανδάτωρες για την επικοινωνία μεταξύ των βάνδων, κάτι που δείχνει την εθνοπολισμική ποικιλότητα των μαζών αι το ότι η γνώση της [ε]λληνικής δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη (σλδ 196-7, υποσημ. #83,84,85).

Τα παραπάνω επιτρέπουν στον Στουραΐτη να κάνει μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία ενός δυσνόητου χωρίου από την Αλεξιάδα της Κομνηνής (Αλεξιάς, 15.7.9). Στο ορφανοτροφείο που ίδρυσε ο Αλέξιος Κομνηνός κάποιος μπορούσε να βρει έναν [λ]ατίνο να μορφώνεται, έναν [σ]κύθη να ελληνίζει, έναν Ρωμαίο να μεταχειρίζεται τα συγγράμματα των Ελλήνων και τον αγράμματο Έλληνα να ελληνίζει ορθά.

Για αυτό το χωρίο πρέπει κάποτε να κάνω μια ξεχωριστή ανάρτηση, επειδή μέχρι σήμερα δεν υπάρχει κοινά παραδεκτή ερμηνεία για το τι εννοεί ως «Ρωμαίο» η Κομνηνή και τι εννοεί ως «αγράμματο Έλληνα». Διάφοροι μελετητές έχουν ερμηνεύσει διαφορετικά αυτό το χωρίο.

Ο Στουραΐτης συνδυάζει την συζήτηση που έχει ήδη κάνει για την κοινωνική πυραμίδα με το σχόλιο του Roderick Beaton (σλδ 198, υποσημ. #88) ότι ο μόνος που δεν είναι «βάρβαρος» σε αυτό το χωρίο είναι ο Ρωμαίος. Όλοι οι άλλοι ([λ]ατίνος, [σ]κύθης και αγράμματος [έ]λλην) πρέπει να μάθουν να ελληνίζουν, ενώ ο Ρωμαίος ξέρει ήδη να ελληνίζει (ορθά), απλώς στο ορφανοτροφείο του δόθηκε η ευκαιρία να διαβάσει τα συγγράμματα των [αρχαίων] Ελλήνων.

Επομένως, ο Στουραΐτης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο «Ρωμαίος» σε αυτό το χωρίο είναι το μέλος της ολιγάριθμης αττικίζουσας ελίτ (οι φορείς της αττικής γλώσσας και της επίσημης Ρωμαϊκής ιδεολογίας) και ο «αγράμματος [έ]λλην» είναι ο μέσος αγράμματος ή ημιεγγράματος ελληνόφωνος ως εθνοτική κατηγορία (όχι εθνοτική ομάδα, αλλά ητική κατηγοριοποίηση της άεθνης λόγιας ελίτ, η οποία δεν είχε καμιά πρόθεση εθνοτικής ταύτισης με τους αρχαίους Έλληνες και η οποία διέθετε τις απαραίτητες γνώσεις για να «δει» μια ελληνική εθνοτική κατηγορία). Για να καταλάβετε αυτήν την σελίδα του Στουραΐτη πρέπει πρώτα να κατανοήσετε την διαφορά μεταξύ εθνονικής ομάδας (ethnic group, ethnie) και εθνοτικής κατηγορίας (ethnic category) του Anthony D. Smith. Η εθνοτική ομάδα υφίσταται όταν όλα τα κοινωνικά στρώματα έχουν (ημική) συνείδηση της κοινής τους εθνοτικότητας. Αντίθετα, η εθνοτική κατηγορία είναι μια ητική (= που γίνεται από άλλους) κατηγοριοποίηση ενός πληθυσμού που ο ίδιος μπορεί και να μην έχει συνείδηση ότι αποτελεί εθνοτική ομάδα. Για να εξηγήσει ο Στουραΐτης την ικανότητα της ελίτ να δει ητικά (ως «άλλος») μια ελληνική εθνοτική κατηγορία αναγκάζεται να παραδεχτεί ότι η Ρωμαϊκή ελίτ ήταν άεθνη και δεν ένοιωθε ανάγκη εθνοτικής ταύτισης με την ελληνόφωνη εθνοπολιτισμική ομάδα.

Επομένως, επειδή ο Πέρτιναξ με πληροφόρησε ότι ήδη συνάντησε «γραικωρύχους» που χρησιμοποίησαν τον Στουραΐτη για να “αποδείξουν” την δήθεν ελληνική συνέχεια, ο Στουραΐτης ξεκαθαρίζει σε πολλά σημεία του άρθρου του ότι δεν υπήρχε κάποια ελληνική εθνοτική ομάδα, μόνο μία (ητικά ιδωμένη) εθνοτική κατηγορία «[ε]λλήνων/[γ]ραικών». Ο «άλλος» που βλέπει αυτούς τους «[έ]λληνες/[γ]ραικούς» ανάμεσα στους υπηκόους είναι η άεθνη ελίτ.

Παραθέτω παραδειγματικά δύο σημεία όπου ο Στουραΐτης εκφράζει ξεκάθαρα την θέση του για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις:

[σλδ 198] More over, this ethno-cultural categorization of the Greek-speaking masses by Anna, as a member of the Roman élite, was hardly intended to imply an historical identification of this élite with the ancient Hellenes.

[σλδ 206] First, the Eastern Roman ruling élite did not employ Greek ethnic discourse to circumscribe its self-identification up to the thirteenth century;

[σλδ 209] On a conceptual level, the post-seventh century Greeks can hardly be regarded as anything more than an ethnic category.

Πάμε παρακάτω. Στην σελίδα 199 ο Στουραΐτης εξηγεί την κοινωνική διάκριση μεταξύ της υψηλής (και άεθνης) Ρωμαϊκής άρχουσας τάξης και των «ημιβαρβάρων» (semibarbarian) αγράμματων μαζών, ανάμεσα στις οποίες τοποθετεί και τους αγράμματους ελληνόφωνους. Σε αυτό το σημείο δεν διαφέρει από την ερμηνεία του Καλδέλλη για τον Κομνήνειο Ελληνισμό ως όργανο κοινωνικής διάκρισης αττικιζόντων και «βαρβάρων» (ο Στουραΐτης στην σλδ 200 παραθέτει παραδείγματα από τον Ψελλό, τον Μιχαήλ Χωνιάτη και τον Γεώργιο Τορνίκη).

Στη σελίδα 201 (η συζήτηση αρχίζει από την τελευταία παράγραφο της σλδ 200) ο Στουραΐτης περιγράφει τα χωρία του Νικήτα Χωνιάτη και του Ιωάννη Κίνναμου για τους «Χριστιανούς» της λίμνης Πουσγούσης που προτίμησαν να πολεμήσουν με τους Ικονιάτες Τούρκους εναντίον των Ρωμαίων, χωρία τα οποία έχει περιγράψει και η Gill Page. Στο τέλος της σελίδας 201 ο Στουραΐτης προσθέτει εύστοχα ότι αυτά τα χωρία μας δείχνουν μόνο πώς έβλεπαν αυτούς τους πληθυσμούς οι «υψικείμενοι» Ρωμαίοι, αλλά δεν μας λένε τίποτε για το τι πίστευαν ότι ήταν οι ίδιοι οι χριστιανικοί (και μάλλον ελληνόφωνοι) πληθυσμοί της λίμνης.

Παρακάτω ο Στουραΐτης χρησιμοποιεί αυτό το παράδειγμα για να τονίσει ότι χρειάζεται προσοχή στην εφαρμογή της Ρωμαϊκής εθνοτικής ταυτότητας, για την οποία γράφει ότι είχε αρχίσει να διαποτίζει την ελίτ κατά τον «μακρό» 12° αιώνα:

[σλδ 202] This incident demonstrates that, even though the long twelfth century was admittedly a period of gradual transition from imperial to ethnic notions of Romanness on the level of the social élite, one should still be very cautious before attributing Roman ethnic solidarity to broader segments of the provincial masses.

Στην σελίδα 205 εξηγεί την πεποίθησή του ότι μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα δεν υπήρχε το πρόσφορο έδαφος για τον σχηματισμό εθνοτικών ομάδων εντός της Ρωμανίας και, ειδικότερα, μιας Ρωμαϊκής εθνοτικής (ή κατά Καλδέλλη εθνικής) ομάδας. Η σημαντικότερη συλλογική ταυτότητα των μαζών ήταν μάλλον η τοπική, ενώ η θρησκευτική ταυτότητα ήταν η πιο στέρεα κοινή υπερτοπική συλλογική ταυτότητα:

[σλδ 205] One could plausibly argue that before the late eleventh century the geopolitical and ideological structures of territorial empire in Byzantium neither favoured the existence of full-blown ethnic communities nor the crystallization of a Roman ethnic or, for that matter, national discourse. […] If we were to attempt a classification of the multiple identities of common people in the provinces according to their degree of importance, local and regional identity should, beyond doubt and by far, be considered as the most significant for the self-identification of the majority of the masses, whereas religious identity should rather be seen as the more solid collective identity within the empire.

Στο τελευταίο μέρος του άρθρου του ο Στουραΐτης εξετάζει αυτό που ονομάζει ως «το ελληνικό αίνιγμα» (The Greek “riddle”, αρχίζει στη σλδ 206).

Στις πρώτες σελίδες (206-207) εξηγεί τα εργαλεία που θα χρησιμοποιήσει στη μελέτη του, παραθέτοντας την περίφημη εξάδα κριτηρίων εθνοτικότητας του Smith και τους ορισμούς των όρων «εθνοτική κατηγορία», «εθνοτικό δίκτυο/σύνδεσμο» και «εθνοτική ομάδα» (ethnic category, ethnic network/association, ethnic community/ethnie αντίστοιχα).

Στην δεύτερη παράγραφο της σελίδας 207, εξηγεί τον κίνδυνο «πραγμοποίησης» (reification) της εθνοτικότητας, μέσα από την ανάγνωση εθνοτικών κατηγοροποιήσεων σε γραπτά λογίων ατόμων. Με απλά λόγια, το ότι οι λόγιοι ταξινομούν τους πληθυσμούς σε «εθνοτικές κατηγορίες» δεν σημαίνει ότι υπάρχουν και οι αντίστοιχες «εθνοτικές ομάδες». Οι τελευταίες υπάρχουν μόνον όταν υπάρχει απόδειξη ότι και οι μάζες έχουν διαποτιστεί από το φαινόμενο της εθνοτικότητας.

Αμέσως παρακάτω, ο Στουραΐτης επαναλαμβάνει το βασικότερο αξίωμα της Σύγχρονης Εθνολογίας (μεταμπαρθιανή εποχή, Fredrik Barth), ότι η εθνοτικότητα είναι ένα εφήμερο κοινωνικό κατασκεύασμα (με τα λόγια του Barth “evanescent social construct”). Αυτό σημαίνει ότι η «συνέχεια» δεν είναι κάτι που πρέπει να θεωρείται δεδομένο, αλλά κάτι που υφίσταται μόνον όταν η κάθε γενιά αποφασίζει συνειδητά να συνεχίσει την εθνοτική ταυτότητα των προηγουμένων:

[σλδ 207] This theoretical framework pays due heed to the fact that populations are systematically classified as cultural collectivities through ethnonyms in the historiographical narratives, but also that these narratives mainly represent the views of literate social elites and do not, therefore, a priori reflect the identities of broader segments of the named populations. This anticipates the dangers of groupism and reification of ethnicity. Moreover, as opposed to primordialism, ethnicity is here seen as a social construct that comes and goes. The historical persistence of some ethnic identities, as opposed to others, over time refers not to an essentialist approach of linear continuity of the group, but to the recurrence of notions of historical ethnic culture (usually among the members of literate élites) which can be marked, nonetheless, by deep changes and ruptures with regard to ethnic symbols, values and customs.

Στην σελίδα 208 αναφέρει ότι εξαιτίας του εκχριστιανισμού το εθνωνύμιο «Ἕλλην» βαθμιαία αντικαταστάθηκε από το «Γραικός», ότι πολλά λεξικά εξισώνουν τους δύο όρους και ότι, από τον ύστερο 11° αιώνα, ο όρος «Ἕλλην» επανέρχεται στο προσκήνιο από τον Ψελλό.

Ως παραδείγματα, στη συνέχεια, αναφέρει τους «[γ]ραικούς» που ο Πορφυρογέννητος αναφέρει στην Αχαΐα/βόρεια Πελοπόννησο, τους οποίους αντιπαραβάλλει στους «[σ]λάβους» εξεγερθέντες (~807 μ.Χ.) εξηγώντας ότι και οι δύο θεωρούνται Ρωμαίοι υπήκοοι και, απλώς διακρίνονται ως εθνοτικές κατηγορίες. Υπάρχουν πολλά που θέλω να πω γι’ αυτό το χωρίο, αλλά το αφήνω για μελλοντική ανάρτηση.

Παρακάτω ο Στουραΐτης ορίζει την «[ε]λληνική/[γ]ραικική» εθνοτική κατηγορία ως κατοικούσα στον πατροπαράδοτο περιαιγαιακό χώρο με «οριζόντιο» (horizontally) όριο/τοιχίο την ταξική διάκριση με την λόγια και άεθνη Ρωμαϊκή ελίτ και με «κατακόρυφο» (vertically) όριο/τοιχίο τους αντικειμενικούς εθνοτικούς δείκτες (γλώσσα, ήθη κλπ) που την διαχωρίζουν από τις άλλες εθνοπολιτισμικές ομάδες.

Στις σελίδες 209/210 αφού εξηγεί ότι οι «[έ]λληνες/[γ]ραικοί» είναι απλά και μόνο μία εθνοτική κατηγορία, στη συνέχεια προσθέτει ότι η απροθυμία της άεθνης Ρωμαϊκής άρχουσας ελίτ να ταυτιστεί με τους [αρχαίους] Έλληνες ανέστειλε την οποιαδήποτε διάθεση [ελληνικής] εθνοκεντρικής ιδεολογίας, ενω ο Χριστιανισμός υπήρξε καταλυτικός στην βαθμιαία κατάργηση εννοιολογικών (notional) σχέσεων με τον παγανιστικό Ελληνικό πολιτισμό.

Παρακάτω, ο Στουραΐτης αναλύει μερικά χωρία του Ψελλού, στα οποία θεωρεί ότι ο όρος «Ἕλλην» αναφέρεται στην «ελληνική/γραικική» εθνοτική κατηγορία. Για το πρώτο από αυτά με τον Καβάσιλα «που δεν ήταν Έλληνας στο γένος, αλλά είχε το ηρωικό είδος του καλλίστου γένους» υπάρχουν και εναλλακτικά διαβάσματα, ενώ το δεύτερο είναι πολύ περίεργο -κατά τη γνώμη μου- επειδή οι «Έλληνες» αναφέρονται μαζί με προβληματικές κατηγορίες όπως «Βαβυλώνιοι» και «Πέρσες». Τέλος πάντων, τα αφήνω για μελλοντικές αναρτήσεις.

Το τρίτο παράδειγμα του Ψελλού, είναι στην πραγματικότητα λόγια του μαθητή και -αφορισμένου- διαδόχου του Ιωάννη του Ιταλού. Ο Ψελλός εξηγεί ότι του άρεσε η απάντηση που έδωσε ο Ιταλός όταν ρωτήθηκε γιατί ασχολείται με την Ελληνική Σοφία. Ο Ιταλός απάντησε πως φτάσαμε σε σημείο να «ελληνίζουν οι βάρβαροι» ([ά]ραβες), ενώ οι «γνήσιοι» κληρονόμοι αυτής της σοφίας, «οι [έ]λληνες» που κατοικούν «στην Ελλάδα και την άποικο Ιωνία» (~ περιαιγαιακός χώρος), «να βαρβαρίζουν» και να μιλάνε όχι απλά σαν «ημίονοι» (μουλάρια), αλλά σαν «όνοι» (γαϊδούρια). Το ακριβές χωρίο του Ψελλού παρατίθεται στην σελίδα 211, υποσημείωση #133.

Στην συνέχει αναφέρει τον Ιωάννη Τζέτζη και την «ελληνική» του καταγωγή από τον «[έ]λληνα» (Κωνσταντινουπολίτη) πατέρα του, ερμηνεύοντας τις αναφορές αυτές βάσει του ότι ο πατέρας του Τζέτζη ήταν Κωνσταντινουπολίτης και η Κων/πολις βρισκόταν στο αρχαίο Βυζάντιο, το οποίο ήταν [αρχαία] Ελληνική αποικία και, κατά συνέπεια, βρισκόταν στην «ιστορική ελληνική περιοχή».

Με αυτά τα χωρία του Ψελλού, ο Στουραΐτης μεταφέρει κατά έναν περίπου αιώνα νωρίτερα σε σχέση με τον Καλδέλλη (που ανανγωρίζει ως αφετηρία τον Τζέτζη), την έναρξη της χρήσης του όρου «[έ]λλην» των λογίων. Ωστόσο, στην σελίδα 213 ο Στουραΐτης παραθέτει -όπως και ο Καλδέλλης- την αναφορά του Τζέτζη στους «βάρβαρους Αύσονες» (αρχαίους λατινόφωνους Ρωμαίους) στους οποίους κατατάσσει τον Ισαάκ Κομνηνό ως στρατιωτικό. Με άλλα λόγια, ο Τζέτζης ως ελληνιστής (κάτοχος της ελληνικής σοφίας/παιδείας) είναι «[έ]λλην», αλλά ο Ισαάκ Κομνηνός ως στρατιωτικός (κάτοχος της πολεμικής αρετής των Ρωμαίων) είναι πιο κοντά στους «βάρβαρους Αύσονες» και είναι εξοικειωμένος με τα έθιμά τους.

Στην σελίδα 216 ο Στουραΐτης αντιπαραβάλλει τα λόγια του Ιωάννη Δούκα Βατάτζη (13ος αιώνας) με αυτά του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου (10ος αιώνας). Ο δεύτερος πίστευε ότι ήταν ένας ελληνίζων Ρωμαίος που είχε αποβάλει την πατρώα Ρωμαϊκή γλώσσα, ενώ ο πρώτος αναγνώρισε ότι ανήκε στο σοφό γένος των Ελλήνων, το οποίο επέλεξε ο Μέγας Κωνσταντίνος ως κληρονόμο της ρωμαϊκής παράδοσης.

Είναι δύο διαφορετικοί τρόποι δικαιολόγησης του γιατί, από ένα σημείο και μετά, μια ελληνόφωνη ελίτ έγινε ο φορέας της ρωμαϊκής πολιτικής ιδεολογίας. Ο Πορφυρογέννητος πίστευε ότι αυτή η ελίτ ήταν εξελληνισμένοι γλωσσικά Ρωμαίοι, ενώ ο Βατάτζης πίστευε ότι ήταν Έλληνες στην καταγωγή τους οποίους ο Κωνσταντίνος επέλεξε ως κληρονόμους.

Ωστόσο, ο Στουραΐτης ξεκαθαρίζει (σλδ 217) ότι ο σκοπός του Βατάτζη δεν ήταν να τονίσει την «Ελληνική» του καταγωγή, αλλά να αποκλείσει τους «Λατίνους» από την ρωμαϊκή κληρονομιά. Αφού ο Κωνσταντίνος άφησε την Ρωμαϊκή κληρονομιά στους «Έλληνες», οι «Λατίνοι» που δεν είναι «Έλληνες» δεν έχουν κανένα δικαίωμα σ’ αυτήν:

[σλδ 217] Within this framework, the emperors of Nicaea were not seeking to distance themselves from the Roman identity of their Constantinopolitan predecessors. Their choice to redefine the normative Roman political discourse by binding it to a, for centuries suppressed, myth of Hellenic ethnic descent was not intended to invent or construct a new identity. The notion of Greek ethnicity was not instrumentalized to marginalize Romanness in favour of Greek nationhood, but to define the bearers of the historic Hellenic culture as the only worthy heirs of the roman political culture, that is, the only “true” Romans.

Ο Καλδέλλης πιστεύει ότι ο Βατάτζης αναφέρθηκε στην καταγωγή του από το «σοφό γένος των Ελλήνων» μόνο και μόνο επειδή απαντούσε σε επιστολή του Πάπα, ο οποίος είχε γράψει «εσύ που κατάγεσαι από το γένος [των «Γραικών»] που γέννησε την σοφία δεν μπορείς να είσαι παράλογος». Έτσι εκμεταλλεύτηκε αυτά τα λόγια του Πάπα για να πάρει το πάνω χέρι στο κυρίως θέμα της επιστολής του που ήταν ότι η Νίκαια είναι ο πράγματικός κληρονόμος της Ρωμαϊκής παράδοσης. Δηλαδή η ερμηνεία του Καλδέλλη είναι ότι ο Βατάτζης απάντησε στον Πάπα «επειδή, όπως είπες, από εμάς βγήκε η σοφία, άκουσε εμάς τους σοφούς όταν σου λέμε ότι εμάς επέλεξε ως διαδόχους ο Μέγας Κωνσταντίνος».

Επομένως, ο Στουραΐτης εν τέλει συμφωνεί με τον Καλδέλλη στο ότι ο Βατάτζης ενδιαφέρεται πρωτίστως να παρουσιαστεί ως ο «κανονικός» κάτοχος της Ρωμαϊκής κληρονομιάς.

Στην σελίδα 218 ο Στουραΐτης αναφέρει κάτι που έχει επισημάνει και ο Χρήστος Μαλατράς: μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1261, όλη η νικαιακή «ελληνική» έξαψη παύει και ξαναρχίζει το συνηθισμένο Ρωμαϊκό μοτίβο:

[σλδ 218] This vision of community imposed the regression of Hellenic ethnic discourse by the normative political ideology of the imperial office after the recapture of the imperial city Constantinople in 1261.

Ωστόσο, το νέο πρόβλημα της ελίτ της Παλαιολόγειας αυτοκρατορίας ήταν ότι έπρεπε πια να περιγράψουν μια κατάσταση στην οποία ένα μεγάλο μέρος της Ρωμαϊκής εθνοπολιτισμικής συλλογικότητας ζούσε πια εκτός των ρωμαϊκών πολιτικών ορίων:

[σλδ 219] Nevertheless, the imperial office’s normative discourse of regnal Romanness was now emphatically contradicted by the social reality of a politically fragmented ethno-cultural collectivity of Romans that existed beyond Constantinople’s realm.

Ο Στουραΐτης κλείνει το άρθρο του αναφέροντας πολύ συνοπτικά πως πέρα από την ελιτιστική Ρωμαϊκότητα υπήρχε και μια διαφορετική δημοτική Ρωμαϊκότητα (popular Romanness, ethno-religious, ethno-linguistic) των μαζών:

[σλδ 219-20] in corroborating discrepancy between the Roman identity of the social élite and the popular Romanness (ethno-religious/ethno-linguistic) of those segments of the illiterate and semi-illiterate masses that shared notions of belonging to a Roman ethno-cultural collectivity.

Εδώ τελείωσα την παρουσίαση του άρθρου του Γιάννη Στουραΐτη. Έχω σκοπό να κάνω μερικές αναρτήσεις με θέμα τον περαιτέρω σχολιασμό ορισμένων σημείων του άρθρου.

 

[Πως ένας σλάβος γίνεται Ρωμαίος]

Ο Λέων ο Σοφός στα Τακτικά γράφει πως ο πατέρας του Βασίλειος (στην πραγματικότητα ο Νικηφόρος Α΄ και οι άμεσοι διάδοχοί του) [τους σλάβους που εγκαταστάθηκαν στον ελλαδικό χώρο]:

– τους εκγραίκωσε γλωσσικά (τους δίδαξε την ελληνική γλώσσα)

– τους τίμησε με το βάπτισμα (δηλαδή τους εκχριστιάνισε)

– τους έθεσε υπό την εξουσία αρχόντων κατά τον ρωμαϊκό (πολιτικό) τύπο (με άλλα λόγια τους ενσωμάτωσε στην Res Publica Romana/Ρωμαϊκή Πολιτεία)

– τους δίδαξε να πολεμούν τους εχθρούς των Ρωμαίων (τους ενσωμάτωσε στον Ρωμαϊκό στρατό).

[Τακτικά, 18.95] Ταῦτα [τὰ [σ]κλαβικὰ δὲ ἔθνη] δὲ ὁ ἡμέτερος ἐν θείᾳ τῇ λήξει γενόμενος πατὴρ καὶ Ρωμαίων αὐτοκράτωρ Βασίλειος τῶν ἀρχαίων ἐθῶν μεταστῆναι καὶ, γραικώσας, καὶ ἄρχουσι κατὰ τὸν Ρωμαϊκὸν τύπον ὑποτάξας, καὶ βαπτισμάτι τιμήσας, τῆς τε δουλείας ἠλευθέρωσε τῶν ἑαυτῶν ἀρχόντων, καὶ στρατεύεσθαι κατὰ τῶν Ρωμαίοις πολεμούντων ἐθνῶν ἐξεπαίδευσεν, οὕτω πως ἐπιμελώς πεὶ τὰ τοιαῦτα διακείμενος, διὸ καὶ ἀμερίμνους Ρωμαίους ἐκ τῆς πολλάκις ἀπὸ Σκλάβων γενομένης ἀνταρσίας ἐποίησεν, πολλὰς ὑπ΄ ἐκείνων ὀχλήσεις καὶ πολέμους τοῖς πάλαι χρόνοις ὑπομείναντας.

Μετάφραση: Αυτά [τα Σλαβικά έθνη] ο πατέρας μας και αυτοκράτωρ των Ρωμαίων Βασίλειος, που τώρα επαναπαύεται στα ουράνια, τα έπεισε να εγκαταλείψουν τα παλαιά τους ήθη και δίδαξε σε αυτά την γραικική γλώσσα, τα έκανε υπήκοα αρχόντων κατά τον ρωμαϊκό τύπο, τα τίμησε με το βάπτισμα, τα ελευθέρωσε από την δουλεία στους δικούς τους δυνάστες και τα εκπαίδευσε να εκστρατεύουν εναντίον των εχθρών των Ρωμαίων. Με αυτόν τον τρόπο χειρίστηκε αυτά τα θέματα και επέτρεψε στους Ρωμαίους να είναι αμέριμνοι και να μην ανησυχούν για τις συχνές σλαβικές ανταρσίες, τις παρενοχλήσεις και τους πολέμους που έπρεπε να υπομένουν στο παρελθόν.

[Με τέσσερις προϋποθέσεις λοιπόν οι σλάβοι έγιναν “βυζαντινοί”

α) Αλλάζοντας την γλώσσα τους στα “γραικικά”/ελληνικά («γραικώσας»)

β) Αποδεχόμενοι την ρωμαϊκού τύπου πολιτική προσαρμογή («ἄρχουσι κατὰ τὸν Ρωμαϊκὸν τύπον ὑποτάξας»)

γ) Βαπτιζόμενοι στον (ορθόδοξο) χριστιανισμό («καὶ βαπτισμάτι τιμήσας»)

δ) Εντασσόμενοι στον αυτοκρατορικό στρατό και πολεμώντας για τον αυτοκράτορα («στρατεύεσθαι κατὰ τῶν Ρωμαίοις πολεμούντων ἐθνῶν»)

Οι σλάβοι λοιπόν δεν έγιναν “Έλληνες” αλλά “Ρωμαίοι” (φυσικά το “Ρωμαίος” δεν σημαίνει απόγονος των αρχαίων ρωμαίων αλλά ένα είδος “τίτλου”, ένας προσδιορισμός, τον οποίο έφεραν όσοι ήταν υπήκοοι του “βυζαντινού” αυτοκράτορα). Και το γραικός για τους “βυζαντινούς” δεν σήμαινε απόγονος των αρχαίων ελλήνων αλλά ομιλών την γραικική γλώσσα (υπάρχουν και συγγραφείς που την αποκαλούν ελληνική γλώσσα)].

 

Σχετικά

1. Η ταυτότητα και ιδεολογία του "Βυζαντίου"


 

 

 

 

 

 


Το ευρώ, ο νεοφιλελευθερισμός, η εκμετάλλευση της εργασίας

  Τα δύο θεμέλια του καθεστώτος εκμετάλλευσης Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποτελέσει, ιδιαίτερα από το 1990 και μετά, ιμάντα μεταβί...