Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Ένας εικοσάχρονος κύκλος κλείνει όπως έκλεισε κι ο προηγούμενος...

  Συχνά-πυκνά την τελευταία πενταετία, με μικρότερα ή μεγαλύτερα διαλείμματα, η κατάσταση στη Βενεζουέλα επανέρχεται στην επικαιρότητα. Όχι μόνο για ειδησεογραφικούς αλλά κυρίως για λόγους ιδεολογικούς και πολιτικής προπαγάνδας. Πολλοί, αυτοί που θα ήθελαν να υλοποιηθούν τα σχέδια του Τσάβες για μια δίκαιη κοινωνία-πρότυπο για τις υπόλοιπες χώρες της πολύπαθης Λατινικής Αμερικής, στέκονται σκεπτικοί μπροστά στην σημερινή κατάσταση. Μπορεί πολλά από όσα διαδίδονται να είναι κατασκευσμένα, μπορεί όντως ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός να επεμβαίνει με κάθε τρόπο, μπορεί μεγάλο μέρος της αντιπολίτευσης να είναι “καταδρομείς της αντίδρασης”, μπορεί μέρος του πληθυσμού να παρέχει ακόμη τη στήριξη του στο Μαδούρο αλλά τα οικονομικά στοιχεία και το επίπεδο διαβίωσης είναι όντως δραματικά.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε ραπόρτο του ΔΝΤ που δείχνει ανάγλυφα την κατάσταση για την μετά Τσάβες εποχή:

Κατακόρυφη πτώση του ΑΕΠ, αύξηση της ανεργίας, υψηλότατος πληθωρισμός και ακρίβεια, ελλείψεις αγαθών, κατάρρευση της ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος, σταθερά υψηλή εγκληματικότητα…

α) Μεταβολή του ΑΕΠ:

βενεζουελα

β) Πληθωρισμός:

βενεζουελα

γ) Ανεργία:

βενεζουελα

δ) Δημόσιο χρέος:

βενεζουελα

ε) Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών:


βενεζουελα

στ) Εξαγωγές πετρελαίου:

βενεζουελα
βενεζουελα


  Η εικόνα αυτή επιβεβαιώνεται και από την (αδύναμη) αριστερή αντιπολίτευση του κυβερνώντος κόμματος PSUV που κάθε άλλο ως «πράκτορες του ιμπεριαλισμού» μπορούν να κατηγορηθούν.         


Ας τα πάρουμε από την αρχή…
  Η Βενεζουέλα –Venezuela σημαίνει Μικρή Βενετία στα ιταλικά- είναι μια χώρα πληθυσμού 32 εκατ. κατοίκων που η Ιστορία της δεν απέχει πολύ από την μέση λατινοαμερικάνικη χώρα: πρώην (ισπανική) αποικία που απέκτησε την ανεξαρτησία της στις αρχές του 19ου αιώνα (1811), παραδομένη από την αρχή στην οικονομική/κοινωνική ανισότητα και στη διαφθορά, με αρκετές κρατικές χρεοκοπίες στο παθητικό της («…since Venezuela became independent, it has defaulted on its external debt in 1826, 1848, 1860, 1865, 1892, 1898, 1983, 1990, 1995 and 2004»εδώ), με αδηφάγες/αρπακτικές κυρίαρχες ελίτ και, από τις αρχές του 20ου αιώνα, μόνιμα ενταγμένη στη σφαίρα επιρροής και στην εκμετάλλευση του βορειοαμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Φυσικά από την Ιστορία της χώρας δεν λείπουν οι συχνές εμπλοκές του στρατού στην πολιτική με αποκορύφωμα την τυραννική διακυβέρνηση (1908-1935) του πραξικοπηματία στρατηγού Χουάν Βισέντε Γκόμες. 
  Όμως η Βενεζουέλα έχει και ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που δεν το έχουν οι υπόλοιπες χώρες της νοτιοαμερικάνικης ηπείρου: πετρέλαιο και φυσικό αέριο (η ανακάλυψη και η πρώτη εκμετάλλευσή τους τοποθετούνται στο πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα). Και μάλιστα τα κοιτάσματα της σε υδρογονάνθρακες (αν και δεν είναι πρώτης “ποιότητας”) την κατατάσσουν στις κορυφαίες χώρες της Γης στον σχετικό κατάλογο.
Η “μεταπολίτευση του δικομματισμού”, το caracazo και ο τσαβισμός
  Το 1958, μετά από μια δεκαετία στρατιωτικών διακυβερνήσεων και κάτω από την πίεση λαϊκών εξεγέρσεων, η δημοκρατία αποκαταστάθηκε. Στα επόμενα σαράντα χρόνια, κάτι σαν την δική μας περίοδο της μεταπολίτευσης, δυο κόμματα μονοπώλησαν την κυβερνητική εξουσία: από τη μια μεριά η σοσιαλδημοκρατική Δημοκρατική Δράση (AD) και από την άλλη το δεξιό Χριστιανοκοινωνικό Κόμμα (COPEI). Σε όλα αυτά τα χρόνια τα έσοδα από τους υδρογονάνθρακες ήταν ο κύριος αιμοδότης της οικονομίας της Βενεζουέλας αλλά και ένα μέσον διαφθοράς και ιδιωτικού πλουτισμού. Αυτό το μοντέλο “ανάπτυξης” εξέπνευσε στην διάρκεια της δεκαετίας του ’80. Η μείωση των εσόδων από το πετρέλαιο και η εκτόξευση του δημόσιου χρέους έρριξε τη χώρα (όπως συνέβη και με άλλες χώρες της κεντρικής και νότιας Αμερικής) στην δίνη της εξυπηρέτησής των δανείων σε βάρος μεγάλου μέρους του ΑΕΠ της. Ως φυσικό επακόλουθο ήρθε ο πληθωρισμός, οι διαδοχικές υποτιμήσεις του νομίσματος και η φτώχεια για την πλειοψηφία του πληθυσμού.
  Τις προεδρικές εκλογές του Δεκεμβρίου του 1988 κέρδισε ο υποψήφιος της AD Κάρλος Αντρές Πέρες με συνθήματα εναντίον του νεοφιλελευθερισμού και του ΔΝΤ (το οποίο χαρακτήρισε ως «βόμβα νετρονίου που σκοτώνει μόνο ανθρώπους χωρίς να καταστρέφει κτίρια»). Ήταν όμως ο ίδιος που μέσα στο επόμενο δίμηνο έτρεξε να υπογράψει συμφωνία δανεισμού από το ΔΝΤ –με τους γνωστούς δρακόντειους όρους λιτότητας (κατάργηση των δασμών στις εισαγωγές, κατάργηση των επιδοτήσεων σε είδη πρώτης ανάγκης, αύξηση της τιμής των καυσίμων και απελευθέρωση των τιμών). Το πρωί της 27ης Φεβρουαρίου ξεκίνησαν οι πρώτες αυθόρμητες διαμαρτυρίες με αφορμή την αύξηση της τιμής των εισιτηρίων στα ΜΜΜ. Σε λίγες ώρες η διαμαρτυρία είχε εξελιχθεί σε μια ανεξέλεγκτη χιονοστιβάδα εξέγερσης: διαδηλώσεις, οδοφράγματα, συγκρούσεις με την αστυνομία, λεηλασίες και πυρπόληση καταστημάτων. Την επόμενη ημέρα η κυβέρνηση έδωσε την εντολή στον στρατό και στην αστυνομία να εισβάλλουν στα “μπάριος”, τις φτωχογειτονιές της πρωτεύουσας Καράκας που πρωτοστατούσαν στην εξέγερση. Μόνο ο επίσημος απολογισμός ανέβασε τον αριθμό των θυμάτων της καταστολής σε 297 νεκρούς (στην πραγματικότητα οι νεκροί ήταν πολύ περισσότεροι). Η εξέγερση, το caracazo όπως έμεινε γνωστή (1, 2), μπορεί να καταπνίγηκε στο αίμα αλλά ταυτόχρονα ήταν η αιτία για να γεννηθεί το φαινόμενο του “τσαβισμού”.
  Ήδη από το 1982 υπήρχε στο στράτευμα ένα συνωμοτικό δίκτυο κατώτερων αξιωματικών που είχαν σχέσεις ή επηρεάζονταν από την Αριστερά με την ονομασία Επαναστατικό Μπολιβαριανό Κίνημα 200 (MBR-200). Το Κίνημα αυτό με επικεφαλής τον Ούγο Τσάβες προσπάθησε δυο φορές το 1992 να ανατρέψει τον πρόεδρο Πέρες, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ότι όμως δεν κατάφερε με τα όπλα, ο Τσάβες το κατάφερε με την υποστήριξη του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού της χώρας στις εκλογές του 1998 ως ηγέτης του Κινήματος για την Πέμπτη Δημοκρατία. Μετά τη νίκη του στις προεδρικές εκλογές υποσχέθηκε σημαντικές μεταρρυθμίσεις και καταπολέμηση της διαφθοράς, εκκαθάρισε το δικαστικό σώμα, αναβάθμισε τις σχέσεις της Βενεζουέλας με τις χώρες του “Άξονα του Κακού” και αναθεώρησε το Σύνταγμα (Δεκέμβριος του 1999). Το 2000 κέρδισε και πάλι τις εκλογές αλλά μόλις δυο χρόνια αργότερα (Απρίλιος 2002) εκδηλώθηκε αιματηρό πραξικόπημα εναντίον του το οποίο αντιμετωπίστηκε με επιτυχία από τους υποστηρικτές του, την λαϊκή πλειοψηφία και τον πυρήνα των ενόπλων δυνάμεων (δυο χρόνια αργότερα συνελήφθησαν 126 Κολομβιανοί, προσκείμενοι στον αρχιτέκτονα του αποτυχημένου πραξικοπήματος Ρομπέρτο Αλόνσο).  
  Στις προεδρικές εκλογές της 3ης Δεκεμβρίου 2006 ο Τσάβες επανεξελέγη παίρνοντας το 63% των ψήφων. Η επανεκλογή του ερμηνεύτηκε από τον ίδιο ως επικρότηση του σοσιαλιστικού του σχεδίου: «Οι Βενεζουελάνοι δεν ψήφισαν εμένα, ψήφισαν για ένα σοσιαλιστικό σχέδιο», όπως δήλωσε μετά τη νίκη του. Στις προεδρικές εκλογές της 7ης Οκτωβρίου 2012 νίκησε για τέταρτη φορά αλλά ύστερα από ολιγόμηνη μάχη με τον καρκίνο απεβίωσε στις 5 Μαρτίου 2013.
Ο τσαβισμός του Τσάβες – μια αποτίμηση
  Στη διάρκεια της διακυβέρνησης Τσάβες, η οποία συνέπεσε με την άνοδο των τιμών του πετρελαίου, το βιοτικό επίπεδο των Βενεζουελάνων ανέβηκε εντυπωσιακά. Η φτώχεια έπεσε στο μισό, η ακραία φτώχεια σχεδόν στο ένα τέταρτο, η ανισότητα έφτασε στο χαμηλότερο δείκτη της Λατινικής Αμερικής. Οι κοινωνικές δαπάνες υπερδιπλασιάστηκαν, η πρόσβαση στην εκπαίδευση και στο δημόσιο σύστημα υγείας εκτινάχθηκε, οι ετήσιοι απόφοιτοι πανεπιστημίων σχεδόν τριπλασιάστηκαν. Τα υποσιτισμένα παιδιά έπεσαν κάτω από 3% και ο κόσμος που έπαιρνε κάποιου είδους σύνταξη τετραπλασιάστηκε. 
  Στον θεσμικό τομέα, αναδείχθηκαν μορφές λαϊκής αυτοοργάνωσης και ακτιβισμού οι οποίες στήριζαν ενεργά τις φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης. Όμως η αποκαλούμενη “μπολιβαριανή διαδικασία” στη Βενεζουέλα -αλλά και όλο αυτό που αποκαλείτο “ροζ επανάσταση” στην υπόλοιπη Λατινική Αμερική- δεν ήταν σοσιαλισμός –έστω και αν ο ίδιος ο Τσάβες αρεσκόταν να αναφέρεται στον «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα». Μπορεί η κυβέρνηση του να μοίραζε χρήμα χάρη στην συγκυρία των εσόδων από τις υψηλές τιμές του πετρελαίου αλλά σοσιαλιστική πολιτική σημαίνει κατ’ αρχήν κάτι άλλο: να διαλύεις τόσο τους κρατικούς μηχανισμούς με τους οποίους προστατεύεται και αναπαράγεται ο καπιταλισμός όσο και τους οικονομικούς θεσμούς και μηχανισμούς που λειτουργούν με κέντρο τη συσσώρευση του κεφαλαίου, δλδ να επιβάλλεις έλεγχο στις Τράπεζες, να έρχεσαι σε ρήξη με τους διεθνείς τοκογλύφους, να προκρίνεις τον εργατικό έλεγχο στους βασικούς τομείς της οικονομίας –και μάλιστα όχι να τα επιβάλλεις με διατάγματα αλλά με την ενεργό δράση της εργατικής τάξης. Αλλά αυτά στη Βενεζουέλα δεν υπήρξαν ούτε καν ως προσπάθεια «από τα πάνω». Στην πράξη, οι πολυεθνικές και το ντόπιο κεφάλαιο έκαναν και αυτοί πάρτυ στη διάρκεια της έκρηξης των τιμών του πετρελαίου, την ώρα που (όντως) ανέβαινε το βιοτικό επίπεδο και των φτωχών.
  Αντίθετα με τις κατηγορίες περί “κρατισμού”, επί Τσάβες ο ιδιωτικός τομέας αναπτύχθηκε εξίσου γρήγορα με τον δημόσιο και το μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας της χώρας έμενε στα χέρια του ιδιωτικού κεφαλαίου (εκεί που οι τσαβίστας πραγματικά “έβαλαν χέρι” ήταν στην πετρελαϊκή βιομηχανία). Όλων των ειδών τα μεγάλα έργα γίνονταν με συμμετοχή του διεθνούς κεφαλαίου (κυρίως βραζιλιάνικου, κινέζικου και ρώσικου αλλά όχι μόνο) που έβλεπε επενδυτικές ευκαιρίες. 
  Την ίδια στιγμή η λαϊκή αυτοοργάνωση ενσωματωνόταν για να μετατραπεί σε άλλον ένα μηχανισμό της κρατικής διοίκησης, ενώ από δίπλα, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα άνθιζαν η διαφθορά, τα λαδώματα και οι μίζες. Ένα μεγάλο μέρος από τα δολάρια που έχουν χαθεί από τα αποθεματικά, εκτός από τους διεθνείς τραπεζίτες έχει καταλήξει και στους ντόπιους καπιταλιστές που τα προμηθεύονταν (και τα προμηθεύονται) σε ειδικές τιμές υποτίθεται για να κάνουν εισαγωγές απαραίτητων ειδών, τα οποία καταλήγουν να πουλιούνται ξανά σε τιμές ελεύθερης αγοράς κυρίως στις γειτονικές χώρες. Δίπλα στην παλιά άρχουσα τάξη που άρχισε να συμβιβάζεται με τον Τσάβες στην εξουσία, εμφανίστηκε και μια νέα “μπολιβαριανή” άρχουσα τάξη που πλούτισε μέσα από τις σχέσεις της με την εξουσία και με τη συμμετοχή της σε όλα αυτά τα κυκλώματα.
Η εποχή Μαδούρο
  Όταν ξεφούσκωσαν οι τιμές του πετρελαίου διεθνώς (από τα $100 το 2014 στα $30 το 2016), έγινε φανερό ότι ήταν αδύνατο να βγαίνουν όλοι ικανοποιημένοι. Οι τραπεζίτες άρχισαν να ζητάνε τα λεφτά “τους”, τα μεγάλα έργα έμεναν στη μέση και αυτοί που έπρεπε να την πληρώσουν ήταν ξανά οι φτωχοί και η εργατική τάξη αφού και το κοινωνικό κράτος γινόταν φτωχότερο –και όλα αυτά κάτω από το εμπάργκο των ΗΠΑ. Η κρίση έσκασε στα χέρια του Μαδούρο (είχε κερδίσει ήδη τις προεδρικές εκλογές του Απριλίου του 2013). Και δεν του έφτανε μόνο αυτό: το συνεχιζόμενο εμπάργκο των ΗΠΑ, η διαφθορά, η εκτίναξη των τιμών οδήγησε την δεξιά αντιπολίτευση στο τιμόνι της Εθνοσυνέλευσης (Δεκέμβριος 2015) στερώντας του βαθμούς ελευθερίας στην διακυβέρνηση. Οι άξονες της πολιτικής του ήταν τέσσερεις:
1. Προτεραιότητα στην αποπληρωμή του χρέους.
2. Ανοίγματα στο κεφάλαιο για να κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η απόφασή του να επιτρέψει ένα από τα μεγαλύτερα έργα που είχαν μπλοκαριστεί επί Τσάβες λόγω της ανυπολόγιστης οικολογικής και πολιτισμικής καταστροφής που συνεπάγεται, στο “μεταλλευτικό τόξο του ποταμού Ορινόκο”.
3. Ανοίγματα στην αντιπολίτευση ώστε να αποκτήσει συνομιλητές στη “σοβαρή” δεξιά διαχωρίζοντάς την από τις ακροδεξιές συμμορίες.
4. Αύξηση της καταστολής και περισσότερα ανταλλάγματα στον στρατό για να διατηρήσει την υποστήριξή του. Ο τσαβισμός, προφανώς για να μην έχει την τύχη της κυβέρνησης Αλλιέντε, από την αρχή είχε παραχωρήσει στην στρατιωτική ιεραρχία όχι μόνο πολιτικές θέσεις αλλά και το δικαίωμα  διαχείρισης τμήματος της κρατικής οικονομίας. Μάλιστα «[το] 2017, ο Μαδούρο πέρασε τον έλεγχο της πετρελαιοβιομηχανίας, την πηγή του 95% των εξαγωγικών εσόδων στις ένοπλες δυνάμεις για να εξασφαλίσει την αφοσίωσή τους, ορίζοντας έναν αξιωματικό της Εθνοφρουράς χωρίς καμία προηγούμενη εμπειρία στον κλάδο, τον στρατηγό Μανουέλ Κεβέδο, ως πρόεδρο της κρατικής εταιρείας PDVSA και υπουργό πετρελαίου» (The tragedy of the Venezuelan opposition”, Foreign Affairs, Ιανουάριος 2018).
  Τον Μάϊο του 2018 ο Μαδούρο ξανακέρδισε τις προεδρικές εκλογές (6,25 εκατ. ψήφους έναντι 7,59 εκατ. που είχε πάρει το 2013) με μέρος της δεξιάς αντιπολίτευσης να απέχει από την εκλογική διαδικασία. Όμως η κατάσταση απέχει πολύ από τις ένδοξες μέρες του τσαβισμού. Κομμάτια του πληθυσμού που ευνοήθηκαν από τα κοινωνικά προγράμματα του παρελθόντος αποστασιοποιούνται χωρίς όμως να γυρίζουν στην δεξιά αλλά και χωρίς να υποστηρίζουν έμπρακτα τον Μαδούρο. Από την άλλη, η μεσαία τάξη, η δεξιά σε όλες της τις εκφάνσεις (η συνομοσπονδία κομμάτων MUD) και η οικονομική ελίτ, που πολλές φορές είναι και επικεφαλής των δεξιών κομμάτων, αποδύεται σε έναν πρωτοφανούς αγριότητας αγώνα τον οποίο στηρίζει με την κυριαρχία της στα ΜΜΕ και με τον έλεγχο της στον τομέα του εμπορίου και της οικονομίας. Ένας λυσσαλέος αγώνας πολιτικής επικράτησης ανάμεσα σε δυο στρατόπεδα: από τη μια το κόμμα του Μαδούρο, το PSUV, και οι (με κάθε τρόπο) ευνοημένοι από αυτό και από την άλλη το κεφάλαιο, η μεσαία τάξη και οι ΗΠΑ. Ανάμεσά τους μια χώρα που καταστρέφεται μέρα με τη μέρα. Προφανώς σημαντικό ρόλο στην άσχημη οικονομική κατάσταση παίζει η αποτυχία του κυβερνητικού σχεδίου.
● Ο πετρελαϊκός πλούτος της χώρας αρχικά πήγε μονομερώς σε κοινωνικά προγράμματα (υγείας, εκπαίδευσης και στέγασης) και, παρ’ ότι ο Τσάβες είχε υποσχεθεί να μεταφέρει πόρους σε άλλους τομείς της οικονομίας ώστε να ξεφύγει από την πετρελαϊκή εξάρτηση, σήμερα πάνω από το 90% του εξωτερικού εισοδήματος της Βενεζουέλας προέρχεται από το πετρέλαιο, σε αντίθεση με το ~70% πριν από είκοσι χρόνια.
● Σημαντικοί τομείς για τη διαμόρφωση των τιμών, όπως το εμπόριο, αφέθηκαν στα χέρια του ιδιωτικού κεφαλαίου το οποίο όχι μόνο κερδοσκοπεί πάνω σε αυτό αλλά κάνει και πολιτικά παιχνίδια δημιουργώντας τεχνητές ελλείψεις στην αγορά. Και ο κρατικός μηχανισμός που θα έπρεπε τουλάχιστον να ελέγχει αυτές τις πρακτικές συμμετέχει στο “πάρτυ” με το αζημίωτο. Έτσι, στηριζόμενοι στην πολυπλοκότητα του συστήματος νομισματικών ανταλλαγών οι εισαγωγείς αποκτούν δολάρια σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές και στη συνέχεια πουλούν τα εισαγόμενα αγαθά σε τιμές βασισμένες σε τιμές αγοράς εκατοντάδες φορές υψηλότερα. Πολλά από αυτά τα προϊόντα απλώς περνούν μέσω Βενεζουέλας προς την Κολομβία, όπου τα ποσοστά κέρδους αυξάνονται ακόμη περισσότερο. Με την διαδικασία αυτή έμποροι, τραπεζίτες, κρατικοί γραφειοκράτες, η τελωνειακή υπηρεσία και η Εθνική Φρουρά παίρνουν όλοι μερίδιο από το μαυραγορίτικο κέρδος. Ταυτοχρόνως κεφάλαια εξάγονται συνεχώς στο εξωτερικό στραγγίζοντας την οικονομία και τις επενδύσεις κρατώντας την Βενεζουέλα στην κορυφή του πίνακα του οφσορ πλούτου (Figure5. Offshore wealth)  -μόνιμο χαρακτηριστικό και της προ-Τσάβες εποχής. Σχετικά δυο πρώην υπουργοί του Τσάβες, ο Hector Navarro και ο Jorge Giordani, έχουν καταγγείλει ότι εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια εξαφανίστηκαν από τα Ταμεία του κράτους. Οι ειδήσεις επιβεβαιώνουν απλώς αυτό που οι περισσότεροι γνώριζαν ήδη: ο τσαβισμός είχε προσφέρει τεράστιες ευκαιρίες για διαφθορά και χρηματισμό, καθώς η κρατική γραφειοκρατία εξέτρεψε τα κρατικά κεφάλαια σε ιδιωτικούς τραπεζικούς λογαριασμούς.
Οι New York Times έχουν περιγράψει πως δουλεύει το σύστημα:
«Η Βενεζουέλα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές τροφίμων και άλλων βασικών αγαθών, καθώς και από τις πρώτες ύλες που απαιτούνται για την παραγωγή πολλών ειδών. Ωστόσο, οι εξαγωγείς στο εξωτερικό δεν επιθυμούν να εμπορεύονται τα μπολιβάρες, το νόμισμα της Βενεζουέλας. Θέλουν δολάρια ή άλλο ξένο νόμισμα, όπως το ευρώ.
Έτσι, στη Βενεζουέλα, οι εισαγωγείς παίρνουν κυβερνητική άδεια εισαγωγής ενός προϊόντος και κατόπιν υποβάλλουν αίτηση στην υπηρεσία ελέγχου νομισμάτων του έθνους για να αγοράσουν τα δολάρια που απαιτούνται για την πληρωμή της αποστολής από το εξωτερικό.
Το σύστημα είναι γεμάτο ευκαιρίες για κατάχρηση, το κυριότερο είναι φουσκωμένα τιμολόγια.
[…]
Σε μια άλλη περίπτωση, σύμφωνα με τα επίσημα έγγραφα, μια εταιρεία εισαγωγής γεωργικού εξοπλισμού παρουσίασε την αξία μιας μηχανής για την αφαίρεση πυρήνων από καρπό καλαμποκιού ως  477.750 δολάρια όταν η πραγματική τιμή ήταν περίπου 2.900 δολάρια.
Αυτές οι μανούβρες σημαίνουν αυτόματα κέρδη, τα οποία πολλαπλασιάζονται μόλις τα χρήματα περάσουν από τη μαύρη αγορά. Ένας εισαγωγέας μπορεί να αγοράσει νόμισμα των ΗΠΑ από την κυβέρνηση για μόλις 6,3 bolívares στο δολάριο, στη συνέχεια να τα “γυρίσει” και να πάρει μέχρι 280 bolívares στο δολάριο στη μαύρη αγορά.
Οι Βενεζουελάνοι αποκαλούν το σύστημα "το ποδήλατο", επειδή η διαδικασία μπορεί να λειτουργεί επ' αόριστον, δημιουργώντας υπερβολικά κέρδη και στα δύο νομίσματα κατά μήκος της διαδρομής.
Δεδομένου ότι η οικονομική κρίση έχει επιδεινωθεί τους τελευταίους μήνες, η κυβέρνηση έχει μειώσει δραματικά τα δολάρια που έχουν στη διάθεσή τους οι εισαγωγείς, επιδεινώνοντας τις ελλείψεις, αλλά ακόμα δεν εξαλείφουν τις δυνατότητες απάτης.
“Στη Βενεζουέλα, η πραγματική σας επιχείρηση δεν είναι η δουλειά σας”, δήλωσε εισαγωγέας. “Η πραγματική επιχείρησή σας είναι αυτό που είναι πίσω από την επιχείρησή σας”.
Εξήγησε ότι δωροδοκίες, οι οποίες μπορούν να ανέλθουν σε εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια ανά συναλλαγή, χρειάστηκαν να καταβληθούν σε πολλά βήματα για να λάβει άδεια για την εισαγωγή ενός προϊόντος, για γρήγορη έγκριση αιτήσεων για αγορά ξένου νομίσματος, για πιστοποίηση (ψευδούς) εισαγωγής και για να την απελευθερωθούν τα δολάρια».
● Επί διακυβέρνησης Μαδούρο το δημόσιο χρέος μειώθηκε από το 72% του ΑΕΠ το 2013 στο 35% το 2017 (εδώ). Μάλιστα η μείωση αυτή σημειώθηκε στην ίδια περίοδο που το ΑΕΠ μειωνόταν κατά 35%! Τον Νοέμβριο του 2017 ο Μαδούρο διακήρυσσε: «Υπολογίζουν στο ενδεχόμενο ότι η Βενεζουέλα θα κηρύξει στάση πληρωμών. Ποτέ!». Ποιος όμως πλήρωνε τα τοκοχρεολύσια αυτά τα χρόνια της δραματικής ύφεσης –και ποιος τα εισέπραττε; Σε εποχές οικονομικής στενότητας μια από τις πρώτες  προτεραιότητες ήταν η αποπληρωμή των δανείων. Και στο τέλος, το 2018 το δημόσιο χρέος υπολογίζεται να εκτινάσσεται και πάλι. 

Το 2006, ενώ ο τσαβισμός ήταν στο φόρτε του, μάλλον προφητικά σημείωνε σε ένα άρθρο του για το μέλλον της Βενεζουέλας ο Κρις Χάρμαν:  «…δύο επικίνδυνες δυνατότητες [ανοίγονται]: Η πρώτη είναι ότι η δεξιά θα ξαναποκτήσει τη δύναμη να εφαρμόσει μια πολιτική, βίαιη ή όχι, που θα οδηγήσει στην ήττα όλο το κίνημα. Η δεύτερη είναι μια πιο βαθιά ενσωμάτωση του κινήματος. Ότι κι αν γίνει από τα δυο, θα σημάνει ότι ο καπιταλισμός στη Βενεζουέλα θα παραμείνει ανέπαφος και μαζί μ’ αυτόν οι τεράστιες ανισότητες που καταδικάζουν την πλειοψηφία του πληθυσμού στη φτώχεια και τη διαρκή ανασφάλεια.
[…] Ούτε ο Τσάβες, ούτε ο Μοράλες, ούτε πολύ περισσότερο ο Λούλα μπορούν να απελευθερώσουν τους λαούς της Λατινικής Αμερικής από τη φτώχεια, την καταπίεση, την εκμετάλλευση. Για να γίνει αυτό χρειάζεται οι εργάτες να καταλάβουν όχι μόνο μερικά, αλλά όλα τα εργοστάσια της Βενεζουέλας και να συντονιστούν με τους φτωχούς των μπάριος και με τους εργάτες των πετρελαιοπηγών, έτσι ώστε να χτίσουν μια κοινωνία που δεν θα αφήνει επίδοξους Πινοσέτ να ξαναγυρίσουν τις χώρες αυτές στη βαρβαρότητα».

Οι εξελίξεις τον επιβεβαιώνουν και, το χειρότερο, δεν “φαίνεται φως” από πουθενά…

Σχετικά:

1. From riches to rags:Venezuela's economic crisis | The Big Picture




Τα «κλεμμένα»
Η παγκόσμια κατανομή της εργασίας έχει ως αποτέλεσμα το διαμοιρασμό των χωρών σ’ αυτές που κερδίζουν και σ’ αυτές που χάνουν. Η δική μας περιοχή της γης, που σήμερα ονομάζεται λατινική Αμερική, είχε το θλιβερό προνόμιο να χάνει ευθύς εξαρχής, απ’ τις παλιές εκείνες εποχές όπου οι Ευρωπαίοι και η Αναγέννηση ρίχτηκαν στη θάλασσα για να μπήξουν τα δόντια τους στο λαιμό της.
Οι αιώνες πέρασαν και η λατινική Αμερική τελειοποίησε το ρόλο της. Δεν είναι πια το βασίλειο των θαυμάτων, όπου η φαντασία ωχριούσε μπροστά στα τρόπαια της κατάκτησης, στα ορυχεία χρυσού και στα βουνά από ασήμι. Διατήρησε όμως την υπηρετική της σύσταση. Παραμένει στην υπηρεσία των ξένων αναγκών, όντας η πηγή και αποθήκευση πετρελαίου και σίδερου, χαλκού και κρέατος, καφέ και φρούτων, πρώτων υλών και ειδών διατροφής γι’ αυτές τις πλούσιες χώρες οι οποίες, καταναλίσκοντας όλα τούτα, κερδίζουν πολύ περισσότερα απ’ όσα κερδίζει παράγοντάς τα η λατινική Αμερική. Οι φόροι που εισπράττουν οι αγοραστές είναι πολύ πιο υψηλοί απ’ τα ποσά που καταβάλλονται στους πωλητές. Και, στο κάτω της γραφής, όπως δήλωσε τον Ιούλιο του 1968 ο Covey Τ. Oliver, συντονιστής του Συνδέσμου για την Πρόοδο, «το να μιλάμε σήμερα για δικαιοσύνη τιμών, αυτό είναι μεσαιωνική αντίληψη. Ζούμε στην εποχή της εμπορικής ελευθερίας…» Μα όσο πιο πολύ δεχόμαστε την ελευθερία στις εμπορικές μας υποθέσεις, τόσο πιο πολύ πρέπει να χτίζουμε φυλακές γι’ αυτούς που δεν ευνοούνται απ’ τις υποθέσεις αυτές. Τα συστήματά μας, σε ανακριτές και δήμιους, λειτουργούν όχι μόνο σε όφελος της εξωτερικής καπιταλιστικής αγοράς, μα προστατεύουν και σημαντικές εισοδηματικές πηγές που προέρχονται από τα δάνεια και τις ξένες επενδύσεις μέσα στις ελεγχόμενες εσωτερικές αγορές. «Ακούσαμε να μιλούν για προνομιακές παραχωρήσεις που έκανε η Αμερική στο ξένο κεφάλαιο, μα όχι και για τις παραχωρήσεις που έκαναν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο κεφάλαιο άλλων χωρών… Είναι που δεν κάνουμε παραχωρήσεις», υπογράμμιζε στα 1913 ο πρόεδρος Γούντροου Ουίλσον. Διαβεβαίωνε ακόμα ότι «μια χώρα καταπιέζεται και κυριαρχείται από το κεφάλαιο που έχει επενδυθεί στη χώρα αυτή». Είχε δίκιο. Με το πέρασμα του χρόνου, χάσαμε ως και το δικαίωμα να λεγόμαστε Αμερικανοί, παρόλο που οι Αϊτινοί και οι Κουβανοί εμφανίζονται στην Ιστορία ως καινούργιοι λαοί έναν αιώνα προτού οι μετανάστες του Mayflower πατήσουν το πόδι τους στις ακτές του Πλύμουθ. Σήμερα, για ολόκληρο τον κόσμο, Αμερική σημαίνει: Ηνωμένες Πολιτείες. Εμείς όλοι, το πολύ πολύ, κατοικούμε σε μιαν υπο-Αμερική, μιαν Αμερική δεύτερης διαλογής και απροσδιόριστης ταυτότητας.
Η λατινική Αμερική είναι η ήπειρος με τις ανοιχτές φλέβες. Από την ανακάλυψη ως τις μέρες μας, όλα σ’ αυτήν μεταμορφώνονταν πάντα σε ευρωπαϊκό κεφάλαιο ή, αργότερα, σε βορειο-αμερικάνικο, και ως τέτοιο συσσωρεύτηκε και συσσωρεύεται στα απομακρυσμένα κέντρα εξουσίας. Όλα: η γη, οι καρποί της και το πλούσιο σε ορυκτά υπέδαφός της, οι άνθρωποι και οι εργασιακές και καταναλωτικές τους ικανότητες, όλοι οι φυσικοί και ανθρώπινοι πόροι. Οι τρόποι παραγωγής και οι κοινωνικές δομές κάθε χώρας αποφασίστηκαν διαδοχικά απ’ το εξωτερικό όσον αφορά στην ενσωμάτωσή τους στο παγκόσμιο γρανάζι του καπιταλισμού. Στην καθεμιά ανατέθηκε κι ένας ρόλος, πάντα προς όφελος της ανάπτυξης που επιζητούσε η ξένη κυρίαρχη μητρόπολη, κι η αλυσίδα των διαδοχικών εξαρτήσεων έγινε ατέλειωτη. Περιλαμβάνει πολύ περισσότερους από δύο κρίκους: ιδιαίτερα, στο εσωτερικό της λατινικής Αμερικής, την καταπίεση των μικρών χωρών απ’ τους ισχυρότερους γείτονές τους, και, μέσα στα πλαίσια των συνόρων της κάθε χώρας, την εκμετάλλευση που ασκούν οι μεγάλες πόλεις και τα λιμάνια στις ντόπιες πηγές επισιτισμού και στα εργατικά χέρια. (Εδώ και τέσσερις αιώνες, είχαν κιόλας θεμελιωθεί οι δεκαέξι από τις είκοσι πιο πυκνοκατοικημένες πόλεις της λατινικής Αμερικής).
Για όσους αντιλαμβάνονται την Ιστορία ως ανταγωνισμό, η καθυστέρηση και η δυστυχία της λατινικής Αμερικής είναι αποτέλεσμα της αποτυχίας της: εμείς χάσαμε, άλλοι κέρδισαν. Συμβαίνει όμως, επιπλέον, και το εξής: εκείνοι κέρδισαν μόνο και μόνον επειδή εμείς χάσαμε. Η ιστορία της υπανάπτυξης της λατινικής Αμερικής συνδέεται, το είπαμε κιόλας, με την ιστορία της ανάπτυξης του παγκόσμιου καπιταλισμού….
[…]
Όλα, λοιπόν, μας είναι απαγορευμένα, εκτός απ’ το να σταυρώνουμε τα χέρια; Η φτώχεια δεν είναι κάτι γραμμένο στα άστρα. Η υπανάπτυξη δεν είναι καρπός ενός υποχθόνιου σχεδίου του Θεού. Υπάρχουν χρόνια επαναστατικά, εποχές απολύτρωσης. Οι άρχουσες τάξεις κρατούν τα ηνία εξαγγέλλοντας την κόλαση για όλους. Κατά κάποιον τρόπο, η δεξιά έχει δίκιο όταν ταυτίζεται με την ησυχία και την τάξη: η τάξη αυτή ταπεινώνει καθημερινά τους πιο πολλούς, μα είναι τάξη μολαταύτα. Κι αυτή η ησυχία φροντίζει ώστε η αδικία να εξακολουθήσει να είναι άδικη και η πείνα πειναλέα. Αν το μέλλον μεταμορφωθεί σε ασκί του Αιόλου, ο συντηρητικός κραυγάζει, και δικαίως: «Με πρόδωσαν». Και οι ιδεολόγοι της ανημπόριας, οι σκλάβοι που κοιτάζονται με τα μάτια του κυρίου, δεν αργούν να βγάλουν γοερές κραυγές. Ο ορειχάλκινος αετός του Maine, που γκρεμίστηκε την ημέρα του θριάμβου της κουβανικής επανάστασης, κείτεται τώρα ξεχασμένος, με σπασμένα τα φτερά, κάτω από μια στοά στην παλιά συνοικία της Αβάνας. Από την Κούβα και μετά, δοκίμασαν κι άλλες χώρες από διάφορους δρόμους και με διάφορους τρόπους την εμπειρία της αλλαγής: το να διαιωνίζεται η παρούσα τάξη πραγμάτων σημαίνει ότι διαιωνίζεται το έγκλημα. Το ν’ ανακτήσουμε τους πόρους που μας σφετερίστηκαν από πάντα, ισοδυναμεί με το ν’ ανακτήσουμε το πεπρωμένο μας.
Τα φαντάσματα όλων των επαναστάσεων που στραγγαλίστηκαν ή προδόθηκαν στο διάβα της βασανισμένης ιστορίας της λατινικής Αμερικής, ξαναπαρουσιάζονται μες στις καινούργιες δοκιμασίες, όσο οι καιροί που ζούμε υπήρξαν προαίσθηση και γέννημα των αντιθέσεων του παρελθόντος. Η ιστορία είναι ένας προφήτης με το βλέμμα στραμμένο προς τα πίσω: απ’ αυτό που υπήρξε και σε αντίθεση μ’ ό,τι υπήρξε, προαναγγέλλει ό,τι μέλλει να συμβεί…»
Εντουάρντο Γκαλεάνο, Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής, εκδ. Θεωρία, Αθήνα, 1982

Αυτό που χαρακτηρίζει τη σημερινή αντιπαράθεση μεταξύ των ηγετών, αντίθετα από το 2002/2003, και αντίθετα με ό,τι επαναλαμβάνουν όσοι υποστηρίζουν την ηγεσία της κυβέρνησης και την υμνούν με ποταμούς μελάνι, όπως οι διανοούμενοι που την υποστηρίζουν διεθνώς, δεν είναι ένας αγώνας μεταξύ των λαϊκών τμημάτων εναντίον των ολιγαρχών, αλλά αντίθετα, είναι ένας αγώνας για να καθοριστούν ποια από τις ηγεσίες είναι αξιόπιστη για τον έλεγχο του κράτους κατά την επόμενη περίοδο διαχείρισης και διανομής του εισοδήματος. Είναι δύο τμήματα των ελίτ, που είναι εξαρτημένα από το διεθνές χρηματοοικονομικό κεφάλαιο, ένα παραδοσιακό και ένα άλλο αναδυόμενο. Καμιά απ’ αυτές τις δύο πλευρές δεν είναι δημοκρατική και οι δύο είναι ξεκάθαρες ότι χρειάζονται ένα εντελώς αυταρχικό πολιτικό σύστημα για την επιτυχή εφαρμογή της σημερινής οικονομικής αντεπανάστασης και τις αντιμεταρρυθμίσεις στα πολιτικά και οικονομικά επιτεύγματα που έχουν κερδηθεί, παρ’ όλες τις ελλείψεις και τους περιορισμούς τους, στα καλύτερα χρόνια της περιόδου Τσάβες.
Carlos Carcione (του κινήματος Marea Socialista

Παραοικονομία και φοροδιαφυγή

  «Θα σας πω ένα νούμερο, απλώς τροφή για σκέψη. Τα εισοδήματα τα οποία δηλώνουμε, είναι 80 δισεκατομμύρια [στοιχεία ΑΑΔΕ για το 2021]...