Κυριακή 23 Μαΐου 2021

Γκαιμπελισμός, ανώτατο στάδιο τής δημοσιογραφίας

 

(Επαναδημοσίευση παλαιότερου άρθρου μου του Μαρτίου του 2012 στο capitalblogs.gr)

 

Συνήθως οι υποστηρικτές τής άποψης πως «οι ΔΥ είναι πολλοί και κοστίζουν ακριβά» –άρα είναι υπεύθυνοι για το υπέρογκο χρέος- αρκούνται σε αφοριστικά και αναπόδεικτα συμπεράσματα (ενίοτε, οι "καλοί" υποστηρικτές ανταμείβονται κιόλας -η πρόσληψη στην συγκεκριμένη Α.Ε. τού ΔΗΜΟΣΙΟΥ, το οποίο τόσο πολύ κατηγορεί ο εν λόγω κύριος, να έγινε μέσω ΑΣΕΠ;). Τελευταία βρέθηκαν και κάποιοι που προσπαθούν να μάς παρουσιάσουν «στοιχεία» υποστηρικτικά αυτής τής άποψης. Σε μια τέτοια περίπτωση  θα αναφερθούμε μέσα από δύο παραδείγματα για να καταλάβουμε τι είδους στοιχεία χρησιμοποιεί η προπαγάνδα των κυρίαρχων ΜΜΕ.

Κατασκευή 1η - Ο αριθμός των ΔΥ

Επειδή δεν υπάρχει κανένα επίσημο στοιχείο που να αποδεικνύει πως οι ΔΥ στην Ελλάδα είναι πολλοί ο δημοσιογράφος κ. Κ. Στ. ανακάλυψε έναν τρόπο (*). Λέει επ’ αυτού:

«Σύμφωνα με τα στοιχεία τού ΟΟΣΑ ο Έλληνας φορολογούμενους πληρώνει τις μεγαλύτερες αναλογικά δαπάνες για μισθούς στον δημόσιο τομέα απ’ όλο τον πολιτισμένο κόσμο». Προτείνει δε ως λύσητι άλλο- «την δραστική μείωση τού κράτους».

Για να στηρίξει τον ισχυρισμό του για τον μεγάλο αριθμό ΔΥ στην Ελλάδα χρησιμοποιεί και ένα ραβδόγραμμα από το κείμενο τού ΟΟΣΑ Greece at a Glance Policies for a Sustainable Recovery (σελ. 4). Στο διάγραμμα αυτό ο αρθρογράφος βάζει τίτλο «Εργαζόμενοι στο Δημόσιο ως % τού συνόλου των εργαζομένων». Βλέποντας κανείς τις μπάρες θα έβγαζε –με την βοήθεια και τού κειμένου τού κ. Κ. Στ.- το συμπέρασμα πως έχουμε τόσους πολλούς ΔΥ όσους και στις χώρες τής Σκανδιναβίας. Καλό το τρυκ αλλά θα ρωτήσω: γιατί ο κ. Στ. χρησιμοποιεί την αναλογία εργαζόμενοι στο Δημόσιο/σύνολο εργαζομένων και όχι εργαζόμενοι στο Δημόσιο/συνολικός πληθυσμός τής χώρας όπως είναι το λογικό; –εκτός και αν το κράτος υπάρχει μόνο για τούς… μισθωτούς. Και γιατί δεν παίρνει υπόψη του το συμπέρασμα στο οποίο ο ίδιος ο ΟΟΣΑ, σε άλλη του αναφορά καταλήγει;

«Greece has one of the lowest rates of public employment among OECD countries, with general government employing just 7.9% of the total labour force in 2008 . This is a slight increase from 2000, when the rate was 6.8%. Across the OECD area, the share of government employment ranges from 6.7% to 29.3%, with an average of 15%.»

Government at a Glance 2011 (σελ. 2)

Είναι απλό. Επειδή έτσι δεν «βγαίνει» η προπαγάνδα. Στην Ελλάδα

α) το ποσοστό απασχόλησης είναι από τα χαμηλότερα τής Ευρωζώνης (57% -το 2002- έναντι 66% στην ΕΕ-15 και 74% στην Σουηδία) και

β) το ποσοστό των μισθωτών στον συνολικό πληθυσμό είναι το μικρότερο στην Ευρώπη αφού έχουμε πολλούς εισοδηματίες, εμπόρους και αυτοαπασχολούμενους (για το ποσοστό αυτοαπασχολούμενων στο Entrepreneurship and the Theory of Taxation των M. Henrekson και T. Sanandaji, σελ. 8).

Στην περίπτωση τής Ελλάδας ο παρονομαστής τού κλάσματος μισθωτοί Δημοσίου/σύνολο μισθωτών είναι ο μικρότερος δυνατός, άρα το κλάσμα γίνεται πολύ μεγάλο. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο «βολεύει» τον δημοσιογράφο.

▪ Από την άλλη πλευρά, -πιθανώς επειδή δεν συμφέρει- δεν έχει… πληροφορηθεί και την Μελέτη για τις μισθολογικές εξελίξεις στο Δημόσιο που εκπόνησε η ICAP για το ΥπΟικ.

Στην μελέτη αυτή θα μπορούσε κανείς να βρει τον ακριβή αριθμό ΔΥ από το 2006 και μετά (αριθμό τον οποίο οι κυβερνητικοί μάς έλεγαν πως δεν γνώριζαν). Έτσι δεν θα είχε ανάγκη να φαντάζεται 1 ή 1,5 εκατ. ΔΥ. Στην σελίδα 178 αναφέρεται:

Στο τέλος τού (εκλογικού) έτους 2009 υπηρετούσαν στο Δημόσιο

Μόνιμοι ΔΥ (πλην ενστόλων)

544.964

Έκτακτο προσωπικό

77.773

Ένστολοι

149.217

Σύνολο

771.954

 

Στο τέλος τού 2010 υπηρετούσαν στο Δημόσιο

Μόνιμοι ΔΥ (πλην ενστόλων)

513.351

Έκτακτο προσωπικό

48.303

Ένστολοι

154.343

Σύνολο

715.997

Στην κατηγορία «Μόνιμοι ΔΥ (πλην ενστόλων)» περιλαμβάνονται και δικαστές, διπλωμάτες, γιατροί, καθηγητές ΑΕΙ και ΤΕΙ.

Ενδεικτική κατανομή ΔΥ (πλην εκτάκτων)

Κατηγορία φορέα

Προσωπικό (31/12/2010)

Κεντρικές Υπηρεσίες, Περιφερειακές Υπηρεσίες, Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, Υπάλληλοι Δικαστηρίων και Φυλακών 

90.092

Εκπαιδευτικοί (όλων των βαθμίδων)

180.083

ΑΕΙ και ΤΕΙ (Διοικητικό και Τεχνικό προσωπικό)

12.284

Νοσοκομεία (Νοσηλευτικό, Διοικητικό, Τεχνικό προσωπικό)

75.791

Ιατροί ΕΣΥ

12.773

Λοιπά ΝΠΔΔ

35.505

ΟΤΑ (α΄ και β΄ βαθμού)

93.194

 

499.722

Σώματα ασφαλείας

71.446

Στρατιωτικοί

82.897

Δικαστές

3.672

 

158.015

Γενικό Σύνολο

657.737

▪ Στην σελίδα 50 τής εν λόγω Μελέτης θα μπορούσε να δει επίσης ότι:

«Ο […] κλάδος τής δημόσιας διοίκησης-άμυνας-κοινωνικής ασφάλισης δεν διαφοροποιείται ιδιαίτερα στην Ελλάδα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη […] η ίδια κατηγορία περιλαμβάνει και τούς απασχολούμενους στην άμυνα και στα σώματα ασφαλείας η οποία στην περίπτωση τής Ελλάδας αφορά δυσανάλογα μεγάλο αριθμό απασχολουμένων.[Στην Ελλάδα το ποσοστό των ένστολων] στις 31/12/2009 ανερχόταν […] στο 3,4% τού μονίμως απασχολούμενου δυναμικού [ενώ] στο Ηνωμένο Βασίλειο […] σε 1,8% […] στην Ιρλανδία 1,4% […] σε άλλες χώρες τής Ε.Ε. θέτουν το συγκεκριμένο όριο χαμηλότερα τού 1%...»

Και επειδή κάποιοι λένε πως «οι πολλοί κρύβονται στο ευρύτερο Δημόσιο», στην σελίδα 57 τής ίδιας Μελέτης υπάρχει η απάντηση. Στην απασχόληση στην Γενική Κυβέρνηση και στις Δημόσιες Επιχειρήσεις η Ελλάδα βρίσκεται στην 10η θέση σε 18 χώρες τής ΕΕ.

▪ Όμως ενώ οι γκαιμπελίσκοι μιλούν αστήριχτα για «πολλούς» ΔΥ, “παραδόξως”, δεν βλέπουν το οφθαλμοφανές: ότι οι ένστολοι είναι τουλάχιστον 70% πάνω από τον μ.ο. τής ΕΕ (πχ. "Νέα Αστυνομία", Οκτ. 2010, σελ. 5). Κάτι που σημαίνει πως το μισθολογικό κόστος τού Δημοσίου επιβαρύνεται τουλάχιστον 1% τού ΑΕΠ επιπλέον κατ’ έτος. Φυσικά δεν βλέπουν, επίσης, ότι οι ένστολοι από τούς 135.728 το 2006, έφτασαν τούς 154.343 το 2010 (αύξηση 13,7% ή σε απόλυτο αριθμό 18.615). Ακριβοί στα πίτουρα…

Να γίνουμε και πιό συγκεκριμένοι. Σύμφωνα με την μελέτη (παρεμπιπτόντως: ζητώ συγγνώμη από τούς "παπαγάλους" που χρησιμοποιώ στοιχεία και δεν αναπαράγω τα ψέμματά τους) Public administration employment  in 17 OECD nations from 1995 to 2005 (σελ. 14) η Ελλάδα έχει χαμηλότατη αναλογία ΔΥ στον τομέα τής Διοίκησης, τής Υγείας και τής Παιδείας:


 ▪ Για λόγους προπαγάνδας, υποψιάζομαι, πως κανείς δεν έχει «ανακαλύψει» αυτό που έχουν ανακαλύψει οι συγγραφείς τού The size and performance of public sector activities in Europe (H. Handler, B. Koebel, Ph. Reiss, M. Schratzenstaller).

Στην μελέτη αυτή, όπως σημειώνουν οι συγγραφείς, ο αριθμός των ΔΥ υπολογίζεται ως ποσοστό τού πληθυσμού ηλικίας 15 έως 64 χρόνων: «on the total population between 15 and 64 years». Με βάση αυτή την λογική λοιπόν καταλήγουν στο συμπέρασμα:

«While the Scandinavian countries and France have the largest public sectors, with a share of public sector employment in the total labour force of more than 20% in 2002, public employment in Greece, Ireland, the Netherlands, and Germany was about half that share» (σελ. 4)

και κατατάσσουν την Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις τής Ευρωζώνης όσον αφορά στην αναλογία αριθμός ΔΥ/ενεργός πληθυσμός:



▪ Επειδή μάλιστα οι Γάλλοι προαλείφονται για εκσυγχρονιστές τής Δημόσιας Διοίκησης τής Ελλάδας ας κρατήσουμε τον αριθμό των ΔΥ της Γαλλίας:

«France (population: 65 million) has three branches of the civil service (central government, local government and hospital). Together, these branches employ 5,2 million people. Nearly half are employed by the central government civil service, 31% by the local government civil service and 20% by the hospital civil service.»

ενώ για την Ελλάδα:

«Number of public sector employees: 369,800 (with 25% in central administrations, 23% in local government and 52% in public-law establishments)»

Πηγή: Administration and the Civil Service in the EU 27

Και μια σύγκριση με την Ιρλανδία:

Το τέλος τού Μνημονίου, το 2014, η Ιρλανδία θα το βρει με 23,3 χιλ. στρατιωτικούς/αστυνομικούς (μειωμένους κατά 9,2% σε σχέση με το 2008) και 270,8 πολιτικούς ΔΥ (μειωμένους κατά 7,8%). Για να φτάσει η Ελλάδα αυτές τις αναλογίες των ΔΥ ως προς τον πληθυσμό τής χώρας θα πρέπει να διώξει 75 χιλ. στρατιωτικούς/αστυνομικούς και να προσλάβει 150 χιλ. πολιτικούς ΔΥ! Τα στοιχεία για την Ιρλανδία στο http://www.irisheconomy.ie/index.php/2012/08/09/trends-in-public-sector-numbers/


 

Σύνολο απασχολούμενου προσωπικού στο Δημόσιο ΚΑΙ στις ΔΕΚΟ  (εφημερίδα Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ 17.7.2012)

Κατασκευή 2η – Το μισθολογικό κόστος των ΔΥ

Η προπαγάνδα έχει ανάγκη να περάσει πως «ο Έλληνας φορολογούμενους πληρώνει τις μεγαλύτερες αναλογικά δαπάνες για μισθούς στον δημόσιο τομέα απ’ όλο τον πολιτισμένο κόσμο».

Και πρέπει να το «αποδείξει». Έστω και με κανένα ψεμματάκι. Λέει ο κ. Κ. Στ.:

«40-45 δισ. Ευρώ για μισθούς και συντάξεις…»

επικαλούμενος “στοιχεία” τού Προϋπολογισμού τού 2010. Παρουσιάζει μάλιστα και πίνακα («Πίνακας 3.1 Δαπάνες τακτικού Π/Υ») στον οποίο φαίνονται οι σχετικές δαπάνες. Όμως ο προϋπολογισμός αυτός (που καταρτίστηκε τον Νοέμβριο τού 2009) δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Εγώ αντιγράφω από την Εισηγητική Έκθεση τού Προϋπολογισμού 2012 (σελ. 60, 66 και 67) τις πραγματοποιηθείσες δαπάνες τού 2010.

 

«Προϋπολογισμός» Κ. Στ.

Πραγματοποιηθείσες δαπάνες

Μισθοί κλπ αποδοχές ΔΥ

19.310

15.658

Συντάξεις ΔΥ

7.069

6.253

Μισθοί & συντάξεις ΔΥ

26.379

21.911

Ασφάλιση, περίθαλψη, κοινωνική προστασία (κυρίως επιχορηγήσεις συντάξεων και προνοιακά επιδόματα του ΙΤ)

16.488

15.318

Σύνολο

42.867

38.229

Έτσι ο αρθρογράφος, αφενός αυξάνει ετσιθελικά κατά 4,5 δισ.€, από 21,9 σε 26,4 δισ. € (δλδ. κατά 20%!) τις Μισθολογικές δαπάνες τού Δημοσίου, αφετέρου δίπλα στα μισθολογικά έξοδα τού Δημοσίου «κολλάει» και τις Επιχορηγήσεις προς τα ασφαλιστικά Ταμεία (ΟΓΑ, ΙΚΑ κλπ) αλλά και τις Δαπάνες Κοινωνικής Προστασίας που, φυσικά, δεν έχουν καμμία σχέση με το μισθολογικό κόστος των ΔΥ (βέβαια άλλοι για να βγάλουν 1,5 εκατ. τούς ΔΥ δεν δίστασαν να συνυπολογίσουν στους ΔΥ και τούς… φαντάρους). Άνετα ο βιαστικός ή ο απρόσεχτος αναγνώστης μπορεί να φτάσει στο συμπέρασμα που θέλει ο «καλοθελητής»:

«οι μισθοί και οι συντάξεις τού Δημοσίου [δλδ. των ΔΥ] φτάνουν τα 40-45 δισ. ευρώ σε ένα σύνολο εσόδων 50 δισ. ευρώ.»(**)

Η αλήθεια είναι, όπως φαίνεται από τα στοιχεία τής EUROPEAN COMMISSION (Statistical Annex of European Economy), πως το μισθολογικό κόστος των ΔΥ στην Ελλάδα είναι ΑΚΡΙΒΩΣ στον μ.ο. τής ΕΕ ως ποσοστό τού ΑΕΠ (ένα δίκαιο, νομίζω, μέτρο σύγκρισης).

Να και ένας ωραίος συγκριτικός Πίνακας με οικονομικά στοιχεία τής Ελλάδας και τής ΕΕ -στην οποία θέλουμε να είμαστε μέλη, τρομάρα μας:

Δημόσιες δαπάνες και έσοδα % τού ΑΕΠ (Μέσος όρος 1995-2009)

 

ΕΕ 15

Ελλάδα

Διαφορά

Δημόσιες δαπάνες

47,8

45,3

-2,5

Μισθοί και συντάξεις Δημοσίων Υπαλλήλων

10,8

10,9

+0,1

Δαπάνες εκπαίδευσης

5,2

2,9

-2,3

Δαπάνες υγείας

6,4

4,4

-2,3

Δαπάνες κοινωνικής προστασίας

18,8

17,2

-1,6

Τόκοι δημοσίου χρέους

3,6

6,6

+3,0

Άμυνα

1,6

2,6

+1,0

Δημόσια έσοδα

45,5

39,3

-6,2

Έσοδα από φόρους και ασφ. Εισφορές

41,3

34,1

-7,2

(Από το: «Η δημοσιονομική κρίση και ο κοινωνικός μισθός στην Ελλάδα», τού Θανάση Μανιάτη)

Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε την διαφορά στην παραοικονομία (25% στην Ελλάδα, 15% ο μ.ο. στην ΕΕ), το μισθολογικό κόστος τού Δημοσίου στην Ελλάδα κατεβαίνει στο 9,9% τού ΑΕΠ, δλδ. μια μονάδα κάτω από τον μ.ο. τής ΕΕ (ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε πως θα μπορούσε να ήταν 8,9% αν δεν είχαμε ένστολους 70% πάνω από τον μ.ο. της ΕΕ). Κι αυτό λέγεται κατά τον αρθρογράφο «μεγαλύτερες αναλογικά δαπάνες για μισθούς στον δημόσιο τομέα απ’ όλο τον πολιτισμένο κόσμο». Με μια άλλη οπτική, στην Ελλάδα το μισθολογικό κόστος τού κατασταλτικού βραχίονα τού κράτους (ένστολοι, δικαστές) ήταν το 3,5% τού ΑΕΠ ενώ ο μ.ο. στην ΕΕ ήταν 2% (δλδ 73%! μεγαλύτερο από το μέσο ευρωπαϊκό κόστος). Από την άλλη, το μισθολογικό κόστος του υπόλοιπου κράτους (δλδ τής Δημόσιας Διοίκησης, της Υγείας και της Παιδείας) ήταν στο 7,3% τού ΑΕΠ όταν  μ.ο. στην ΕΕ ήταν 8,8% (δλδ 17% μικρότερο από το μέσο ευρωπαϊκό κόστος). Αρθρογράφοι όπως ο Κ. Στ. δεν μπορούν(;) να δουν και κάτι ακόμη: ότι το κράτος εισέπραττε επί χρόνια φόρους και εισφορές 7,2% τού ΑΕΠ λιγότερους από τον μ.ο. τής ΕΕ-15. 

Επίσης, ενώ όμως πολύ εύκολα μπορεί να ανακαλύπτει μισθολογικά κονδύλια που δεν υπάρχουν, από την άλλη… δυσκολεύεται να δεί ότι το 51,5% τού τακτικού προϋπολογισμού τού 2011 πηγαίνει στην εξυπηρέτηση τού χρέους (Εισηγητική Έκθεση Π/Υ οικ. Έτους 2011, σελ. 77).

Κατασκευή 3η - Πόσο «σοβιετικό» είναι το ελληνικό κράτος;

Και συνεχίζει ο ίδιος κύριος με το ευφυολόγημα που μάς λανσάρουν το τελευταίο διάστημα:

«…Ελλάδα [η] τελευταία σοβιετική οικονομία τής Ευρώπης»

«Σοβιετική οικονομία» με αναλογία στο ΑΕΠ μισθωτή εργασία/κεφάλαιο στο 35/65 (στην ΕΕ 45/55);

«Σοβιετική οικονομία» με αναλογία στην συμμετοχή σε φόρους μισθωτή εργασία/κεφάλαιο στο 55/45;

«Σοβιετική οικονομία» με πραγματικό φορολογικό συντελεστή (ITR) στο κεφάλαιο 16% (μ.ο. στην ΕΕ 32%);

«Σοβιετική οικονομία» με 25% εισφοροδιαφυγή;

«Σοβιετική οικονομία» με το 30% τού ΦΠΑ να μην αποδίδεται;

«Σοβιετική οικονομία» με ανείσπρακτους φόρους/εισφορές 40 δις€;

«Σοβιετική οικονομία» με εργαζόμενους που δεν δικαιώνονται ποτέ από τα δικαστήρια και εργάζονται «από ήλιο σε ήλιο» χωρίς να αμείβονται όχι μόνο υπερωρίες αλλά και μισθούς;

«Σοβιετική οικονομία» με επιχειρηματίες που κατασπάραξαν τα αποθεματικά των ασφαλιστικών Ταμείων;

«Σοβιετική οικονομία» με τις χαμηλότερες δαπάνες στην ΕΕ σε δημόσια παιδεία και υγεία;

«Σοβιετική οικονομία» όπου το κεφάλαιο μπορεί

να μεταφέρει άνετα και αφορολόγητα τα κέρδη του στο εξωτερικό μέσω transfer pricing και offshore εταιρειών;

να χτίζει ξενοδοχεία «πάνω στο κύμα»;

να χτίζει και να πουλά 1,5 εκατ. τ.μ. παράνομους ημιυπαίθριους χώρους;

να λειτουργεί χιλιάδες παράνομες και αδήλωτες επιχειρήσεις;

να χτίζει παράνομα ολόκληρες εκτάσεις (όπως ο “Ελαιώνας” και πάμπολλες καμμένες δασικές εκτάσεις);

να πτωχεύει δολίως όποτε θέλει;

να κάνει στην Ελλάδα το 0,3% των επενδύσεων τής ΕΕ αλλά να εισπράττει το 5% των κερδών τής ΕΕ;

να εισπράττει σε 26 χρόνια (από το 1985 έως το 2011) τόκους 221 δις€ αντί να πληρώνει φόρους;

Μάλλον για τον πιό άγριο και τον πιό αρπακτικό καπιταλισμό μοιάζει η «σοβιετική» Ελλάδα.

---

(*) Υπάρχουν και χειρότερα. Γράφει ένας καθηγητής Χρηματοοικονομικής ελληνικού πανεπιστημίου (και ταυτοχρόνως Σύμβουλος Οικονομικών Μελετών μεγάλης ιδιωτικής ελληνικής Τράπεζας):

«Η Ελλάδα διαφοροποιείται από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες ως προς δυο κυρίως δημοσιονομικά χαρακτηριστικά. Πρώτον, στον τομέα των εσόδων, η Ελλάδα είναι από τις χώρες με τα χαμηλότερα έσοδα του Δημοσίου ως ποσοστό του ΑΕΠ. Το 2009, τα έσοδα του ελληνικού Δημοσίου από φόρους εκτιμώνται στο 20% του ΑΕΠ, ποσοστό αρκετά χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που είναι 29%. Επιπλέον, το ποσοστό των εσόδων του δημοσίου φαίνεται να μειώνεται διαχρονικά, από 27% το 2000 σε 20% το 2009. […]

Δεύτερον, η Ελλάδα συντηρεί έναν συγκριτικά μεγαλύτερο δημόσιο τομέα. Χαρακτηριστικά, οι δαπάνες για δημόσια απασχόληση (μισθοί και συντάξεις δημοσίων υπαλλήλων) στην Ελλάδα απορροφούν το 55% των εσόδων του δημοσίου από φόρους, σε σχέση με 38% στην Ευρώπη των 27.»  

Τι μπορεί να υπολογίσει ένας μαθητής τής Γ Δημοτικού;

Στην Ελλάδα το κράτος στα 100€ ΑΕΠ εισπράττει με μορφή φόρων τα 20€ και με το 55% αυτών πληρώνει μισθούς και συντάξεις ΔΥ. Άρα 55% x 20€ = 11€.

Στον μ.ο. της ΕΕ το κράτος στα 100€ ΑΕΠ εισπράττει με μορφή φόρων τα 29€ και με το 38% αυτών πληρώνει επίσης μισθούς και συντάξεις ΔΥ. Άρα 38% x 29€ = 11€.

Ένα παιδί 9 ετών μπορεί να συμπεράνει ότι το μισθολογικό κόστος τού Δημοσίου στην Ελλάδα ήταν ακριβώς στον μ.ο. της ΕΕ. Και τι συμπεραίνει ένας ολόκληρος καθηγητής; Ότι «η Ελλάδα συντηρεί έναν συγκριτικά μεγαλύτερο δημόσιο τομέα»! Ναι, γι’ αυτόν το 11% στην Ελλάδα είναι «μεγάλο» αλλά το 11% στην ΕΕ είναι… μικρό. Και αυτό το λέει καθηγητής ΑΕΙ. Εκτός κι αν την απλή αριθμητική την ξεχνάμε όταν εργαζόμαστε για τις ιδιωτικές Τράπεζες (αλήθεια αμείβεται ΚΑΙ από την Τράπεζα ο κ. καθηγητής; Και πόσο ηθικό είναι αυτό;).

(**) Τι (τυχαία;) ομοιότης με τα "στοιχεία" Πάγκαλου:

«Το 70% των δαπανών του κράτους είναι για μισθούς και συντάξεις, έτσι δεν είναι; Ε, λοιπόν, γι' αυτό είπα ότι όλοι μαζί τα φάγαμε!»

 

Σχετικά

1. Η ακτινογραφία τού Δημόσιου Τομέα στην ΕΕ

2. Στόχος: ό,τι δημόσιο. Όπλο; Το ψέμμα

3. Κι όμως έχουμε τούς λιγότερους Δημοσίους Υπαλλήλους

4. Ο γενικός μέσος μισθός το 2009 (κατά ΕΛΣΤΑΤ το 2024)

Τα «κλεμμένα»

 

Και καταλήγει ο ίδιος δημοσιογράφος Κ. Στ.:

«Οι δημόσιοι υπάλληλοι εξανίστανται γιατί στοχοποιούνται με τη κρίση, και παπαγαλίζουν την συνθηματολογία των αριστεριστών [είναι και άσχετος ο όρος, αλλά ας το προσπεράσουμε] για την εγγενείς αντιφάσεις τού καπιταλισμού που ευθύνονται για την ελληνική κρίση» λέει ο Κ. Στ.

Οι «εγγενείς αντιφάσεις τού καπιταλισμού» είναι όντως υπεύθυνες για τις επαναλαμβανόμενες κρίσεις τού συστήματος (αλλά και για την φτώχεια και τα δεκάδες εκατομμύρια των νεκρών των πολέμων που έγιναν -και γίνονται- για την καταλήστευση του παραγόμενου πλούτου). Το περιγράφει ο… αριστεριστής Ν. Ρουμπινί (WSJ, 11/8/10 –οι υπογραμμίσεις δικές μου):

«Οι επιχειρήσεις […] υποστηρίζουν ότι προχωρούν σε περικοπές επειδή υπάρχει υπερβολική προσφορά […] Ωστόσο εδώ υπάρχει ένα παράδοξο… Αν δεν προσλαμβάνεις εργάτες, δεν υπάρχει και αρκετό εργατικό εισόδημα […] ούτε αρκετή τελική ζήτηση. Στην πραγματικότητα, τα τελευταία δυο – τρία χρόνια είχαμε μια επιδείνωση, διότι υπήρξε μια ογκώδης ανακατανομή εισοδήματος από την εργασία προς το κεφάλαιο, από τους μισθούς προς τα κέρδη, ενώ η ανισότητα των εισοδημάτων έχει αυξηθεί… Έτσι, η ανακατανομή του εισοδήματος και του πλούτου κάνει το πρόβλημα τής ανεπαρκούς ζήτησης ακόμη χειρότερο. Ο Καρλ Μαρξ το είχε αντιληφθεί σωστά.

Σε κάποιο σημείο, ο καπιταλισμός μπορεί να αυτοκαταστραφεί. Δεν μπορείς να αποσπάς εισόδημα από την εργασία στο κεφάλαιο, χωρίς να έχεις υπερβάλλουσα προσφορά και έλλειμμα γενικής ζήτησης. Αυτό είναι που έχει συμβεί. Νομίζαμε ότι οι αγορές λειτουργούν. Δεν λειτουργούν. Το άτομο μπορεί να είναι ορθολογικό. Η εταιρεία, προκειμένου να επιβιώσει και να ευημερήσει, μπορεί να σπρώχνει τα εργατικά κόστη όλο και πιο χαμηλά. Ωστόσο τα εργατικά κόστη είναι το εισόδημα και η κατανάλωση κάποιου άλλου. Γι’ αυτό είναι μια αυτοκαταστροφική διαδικασία»  

Τετάρτη 5 Μαΐου 2021

Η προεπαναστατική οθωμανική αυτοκρατορία και οι ρωμηοί της νότιας Βαλκανικής όταν γίνονταν Έλληνες (μέρος Β)

 Συνέχεια από το προηγούμενο


Οι εξεγέρσεις δεν ήταν άγνωστο φαινόμενο στην οθωμανική αυτοκρατορία. Κυρίως γίνονταν από διάφορες κοινωνικές ομάδες που μέσω της εξέγερσης επιδίωκαν να βελτιώσουν την θέση τους, να διεκδικήσουν κάποια προνόμια ή ως διαμαρτυρία απέναντι στις αυθαιρεσίες των τοπικών αρχόντων. Όμως οι εξεγέρσεις αυτές δεν είχαν ως στόχο τους την αμφισβήτηση του συνολικού status. Ακόμη και όταν στις εξεγέρσεις εμπλέκονταν ξένες δυνάμεις (Βενετία, Αυστροουγγαρία, Ρωσία) στόχος της εξέγερσης δεν ήταν η δημιουργία ανεξάρτητου κράτους αλλά η ένταξη των εξεγειρόμενων πληθυσμών στην προστασία ενός άλλου βασιλείου (μάλιστα οι μοραΐτες, στον Ζ ενετοτουρκικό πόλεμο συντάχθηκαν με τους οθωμανούς!). Η επανάσταση του 1821 έθεσε για πρώτη φορά το θέμα της πολιτικής ανεξαρτησίας ενός τμήματος της οθωμανικής αυτοκρατορίας –και μάλιστα με ίδια μέσα- με στόχο την ίδρυση ενός εθνικού κράτους στηριγμένο σε Σύνταγμα και ελευθερίες δανεισμένες από τις πιο προχωρημένες αντιλήψεις της εποχής

Η ελληνική επανάσταση, παρότι ήταν πρωτοφανής στα πλαίσια της αυτοκρατορίας, αποτελούσε έναν κρίκο στην αλυσίδα των μεγάλων επαναστάσεων που γέννησε η γαλλική επανάσταση («Εποχή των Επαναστάσεων»): εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις που δημιούργησαν τα κράτη της Λατινικής Αμερικής και δημοκρατικές επαναστάσεις στην νότιο Ιταλία, στις Κάτω Χώρες, στην Ισπανία και στο Πεδεμόντιο.



.  

Οργανωτικές δομές της αυτοκρατορίας

Όπως είδαμε, στην κορυφή της οθωμανικής κοινωνίας ήταν ο σουλτάνος, απόλυτος κυρίαρχος των πάντων, που μεταβίβαζε μόνο στους φυσικούς του απογόνους τα δικαιώματα επί της αυτοκρατορίας. Από κει και πέρα η κοινωνία χωριζόταν με δυο τρόπους

α) στους μουσουλμάνους και στους (δεύτερης κατηγορίας υπηκόους) προστατευόμενους/ζιμήδες (χριστιανούς και εβραίους) και

β) στους φορολογούμενους/reaya και στους αξιωματούχους/askeri που δεν πλήρωναν φόρους αλλά πληρώνονταν από αυτούς (askeri ήταν οι αυλικοί, οι τοπικοί αξιωματούχοι, η γραφειοκρατία, οι δικαστές και οι στρατιωτικοί).



Η οθωμανική δεν ήταν μια κοινωνία με απολύτως «κλειστές» τάξεις, όπως συνέβαινε στην φεουδαρχική Δύση, και αυτό έδινε το δικαίωμα μιας ελάχιστης κοινωνικής κινητικότητας: ακόμη και το παιδί ενός «δεύτερης» κατηγορίας ζιμή μπορούσε να ανέβει στα ανώτατα αξιώματα μέσα από μια συγκεκριμένη διαδικασία που προϋπέθετε βεβαίως τον εξισλαμισμό του.

Ο υπήκοος είχε δικαίωμα και στην αδιαμεσολάβητη σχέση με τον σουλτάνο που, εκτός των άλλων ήταν και εγγυητής της δικαιοσύνης  αλλά η διοίκηση της αυτοκρατορίας γινόταν μέσω ημι-αυτοδιοικούμενων συλλογικών σωμάτων (πχ μιλέτ, κοινότητες, μαχαλάδες) στα οποία ανήκε ο καθένας και μέσα από τα οποία αποκτούσε νομική υπόσταση. Από την πλευρά της εξουσίας, με τα σώματα αυτά επιδιωκόταν η ενσωμάτωση των υποτελών τάξεων και πληθυσμών στο οθωμανικό σύστημα καθώς και η παραγωγή των εξουσιαστικών σχέσεων και της ιεραρχίας.

Σε αυτό το πλαίσιο εντασσόταν και το Πατριαρχείο (που περιελάμβανε και τους ανώτατους κληρικούς) το οποίο ήταν ο ανώτατος θεσμικά αναγνωρισμένος ενδιάμεσος μεταξύ του σουλτάνου και των ορθόδοξων χριστιανών. Ο Πατριάρχης δεν ήταν μόνο εκκλησιαστικός ηγέτης αλλά ταυτοχρόνως ασκούσε διοίκηση επί του ποιμνίου του.

Σε τοπικό επίπεδο η διοίκηση περνούσε από τις κοινότητες οι οποίες δεν ήταν θεσμικά κατοχυρωμένες αλλά ήταν αυτοδιοικούμενες και αποδεκτές από την αυτοκρατορία αφού μέσω αυτών συλλέγονταν αποτελεσματικά οι φόροι για το κράτος. Η εκλογή των ηγεσιών τους απείχε από τις δημοκρατικές διαδικασίες εκλογής που γνωρίζουμε σήμερα αλλά πάντως, σε γενικές γραμμές, ήταν σεβαστές από τους διοικούμενους. Όμως, από την πλευρά των κυριαρχούμενων οι κοινότητες έγιναν φορείς συγκρότησης συλλογικών ταυτοτήτων και λαϊκής κουλτούρας, έδωσαν μιας μορφής κοινωνικού κράτους (κοινοτικά σχολεία, πρόνοια για αδύναμους) και μηχανισμού απονομής δικαιοσύνης ενώ την κρίσιμη στιγμή της επανάστασης έδωσαν έτοιμες και δοκιμασμένες πολιτικές ηγεσίες.

Οι ηγετικές ομάδες της ρωμαίικης κοινωνίας τον 18ο αιώνα

Α. Κατά τον 18ο αιώνα σχηματίστηκε μια κάστα ορθόδοξων χριστιανών που αναλάμβαναν υψηλές θέσεις στον διοικητικό μηχανισμό της αυτοκρατορίας. Ήταν απόγονοι βυζαντινών αυτοκρατορικών οικογενειών και νεόπλουτοι έμποροι που είχαν επιλέξει ως τόπο κατοικίας τους την περιοχή του Φαναρίου της Κωνσταντινούπολης και γι’ αυτό ονομάστηκαν αργότερα «Φαναριώτες». Τα αξιώματα που αναλάμβαναν ήταν του μέγα δραγουμάνου (επικοινωνία του σουλτάνου με τις ευρωπαϊκές αυλές), του δραγουμάνου του στόλου (επικεφαλής του στόλου και υπεύθυνος συλλογής των φόρων από τα νησιά του Αιγαίου) και οσποδάρων/ηγεμόνων στην Βλαχία και την Μολδαβία. Η ευρωπαΐζουσα και ταυτοχρόνως οθωμανίζουσα ολιγομελής και κλειστή αυτή κάστα ελληνόφωνων ρωμηών ήταν οπαδοί του μοντέλου της πεφωτισμένης δεσποτείας. Γι’ αυτό και έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη της Παιδείας την οποία οργάνωσαν σε έναν δεύτερο πόλο παράλληλα με την εκκλησιαστική Παιδεία. Στην περίμετρο του φαναριώτικου κύκλου δημιουργήθηκε ένας δεύτερος κύκλος από ανθρώπους που υπηρετούσαν από διάφορες θέσεις τους Φαναριώτες (ο Ρήγας ήταν ένας από αυτούς).

Β. Η δεύτερη ηγετική ομάδα των ρωμηών ήταν οι επονομαζόμενοι «προύχοντες» ή κοτζαμπάσηδες. Συνήθως αναδεικνύονταν μέσα από τα αυτοδιοικητικά κοινοτικά σχήματα και αποτελούσαν τοπικές εξουσίες σε διασύνδεση με την οθωμανική εξουσία. Πρωτο-αναδείχτηκαν την περίοδο της δεύτερης Ενετοκρατίας στον Μορηά (1685-1715) ως εκπρόσωποι των ντόπιων πληθυσμών και συνομιλητές με την ενετική διοίκηση. Μάλιστα για τις υπηρεσίες αυτές ανταμείφθηκαν από τις ενετικές Αρχές με εκτάσεις γης (φεουδαρχικό μοντέλο). Η άνοδος τους συνεχίστηκε και μετά το 1715 για δυο λόγους: ο πρώτος ήταν η ανταμοιβή τους από τον σουλτάνο για την συνεργασία τους με το οθωμανικό κράτος εναντίον των Ενετών κατά την ανακατάληψη του Μορηά και ο δεύτερος λόγω του συστήματος των φοροενοικιάσεων (εκμίσθωση των φόρων) κατά το οποίο οι έχοντες την οικονομική δυνατότητα πλήρωναν τους φόρους μιας περιοχής στο κράτος και στην συνέχεια τους εισέπρατταν από τους υπόχρεους με κέρδος. Το σύστημα των φοροενοικιάσεων εμπεδώθηκε τον 18ο αιώνα όταν άρχισε και η κρίση του τιμαριωτικού συστήματος. Από τότε μάλιστα ο σουλτάνος άρχισε και να πουλάει τα τιμάρια και αυτά να γίνονται πλέον ιδιωτικά τσιφλίκια αντίστοιχα με τα δυτικοευρωπαϊκά φέουδα. Από αυτές τις διαδικασίες (φοροενοικιάσεις και τσιφλίκια) πλούτισαν τόσο οι χριστιανοί προύχοντες όσο και το μουσουλμανικό τους αντίστοιχο, οι αγιάν/ayan.

Από τα μέσα του 18ου αιώνα ολόκληρες επαρχίες του Μορηά βρέθηκαν ουσιαστικά κάτω από τον οικονομικό και τον πολιτικό έλεγχο των χριστιανών κοτζαμπάσηδων όπως οι οικογένειες Ζαΐμη, Μαυρομιχάλη, Δεληγιάννη και Νοταρά ενώ το ίδιο συνέβαινε σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας με τους μουσουλμάνους τοπικούς ηγεμόνες/αγιάν (ο Αλή πασάς ήταν επίσης ένας αγιάν). Για την προστασία τους οι προύχοντες απέκτησαν το δικαίωμα από το κράτος να συντηρούν ένοπλα σώματα «κάπων» (ο Πλαπούτας και ο Κολοκοτρώνης είχαν θητεύσει ως κάποι των Δεληγιαννέων).

Γ. Μια τρίτη ομάδα χριστιανών που απέκτησε ιδιαίτερα προνόμια και πολιτική ισχύ σε τοπικό επίπεδο ήταν οι «αρματολοί» (martοlos). Οι αρματολοί ήταν ένα είδος χωροφυλακής των ημιορεινών και ορεινών περιοχών κυρίως για την αντιμετώπιση της μάστιγας των κλεφτών. Ορίζονταν με σουλτανικά φιρμάνια ύστερα και από γνώμη των τοπικών αρχόντων, προέρχονταν από τους χριστιανικούς πληθυσμούς και είχαν το δικαίωμα της οπλοφορίας και της οπλοχρησίας.

Το πρώτο αρματολίκι διαπιστώνεται από τις πηγές τον 15ο αιώνα και ο θεσμός τους εξαπλώθηκε στη συνέχεια σε πολλές περιοχές της αυτοκρατορίας. Το εντυπωσιακό είναι πως μεταξύ της ιδιότητας του κλέφτη και της ιδιότητας του αρματολού υπάρχει ένα λεπτό μόνο όριο: ένας ικανός κλέφτης μπορούσε να οριστεί αρματολός σε μια περιοχή και να αντικατασταθεί αργότερα από έναν άλλο κλέφτη γυρίζοντας ο ίδιος πάλι στην παρανομία.

Με τον καιρό δημιουργήθηκαν δυναστείες αρματολικών οικογενειών οι οποίες κατάφεραν όχι μόνο να εδραιωθούν αλλά και να αρπάξουν τις αρμοδιότητες των κοινοτικών αρχόντων στην εκμίσθωση των φόρων.

Η οικονομία των ρωμηών – Η συγκρότηση και ανάδυση της ρωμαίικης αστικής τάξης κατά τον 18ο αιώνα

Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της αυτοκρατορίας, αλλά ειδικότερα και των ελληνόφωνων περιοχών, ήταν κάτοικοι της υπαίθρου και ασχολούνταν με αγροτικές δραστηριότητες. Σε αυτό το πλαίσιο ο μικρός ημιορεινός και ορεινός οικισμός αποτελούσε την κυρίαρχη οικιστική μονάδα με την μικρή οικογενειακή καλλιέργεια τόσο στα ηπειρωτικά μέρη όσο και στα νησιά. Τα τσιφλίκια αναπτύχθηκαν σχετικά αργά κυρίως στις πεδινές περιοχές κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα σε αντικατάσταση των συρρικνούμενων τιμαρίων (στον νοτιοελλαδικό χώρο και στα νησιά πάντως τα τσιφλίκια δεν είχαν ιδιαίτερη ανάπτυξη).

Η παραγωγή της οικογενειακής καλλιέργειας πήγαινε κυρίως στην αυτοκατανάλωση και βεβαίως στην πληρωμή των φόρων. Στη διάρκεια του 18ου αιώνα, ως αποτέλεσμα της γενικότερης οικονομικής δυσπραγίας της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τα νοικοκυριά αντιμετώπισαν ιδιαίτερη πίεση από τους εκμισθωτές φόρων και αυτό σήμανε ιδιαίτερη υπερχρέωση που πολλές φορές κατέληγε σε απώλεια της κτηματικής περιουσίας προς όφελος των μεγάλων ιδιοκτητών γης.

Από την άλλη, οι αστικοί πληθυσμοί (οι πληθυσμοί των πόλεων) της αυτοκρατορίας αποτελούσαν μικρό ποσοστό του πληθυσμού και στον ελλαδικό χώρο ήταν εγκατεστημένοι σε μικρές πόλεις (οι μεγαλύτερες ήταν τα Ιωάννινα και η Θεσσαλονίκη). Οι κάτοικοι των πόλεων, πέρα από μέλη της αυτοκρατορικής γραφειοκρατίας, ήταν ως επί το πλείστον έμποροι, τεχνίτες και μαγαζάτορες. Όλες οι επαγγελματικές ομάδες υπόκεινταν στους περιορισμούς του συντεχνιακού συστήματος.

Από τον 18ο αιώνα άρχισε σταδιακά να ενισχύεται η παραγωγή που προσανατολιζόταν προς την αγορά σε βάρος της παραγωγής που αποσκοπούσε στην αυτοκατανάλωση. Το φαινόμενο αυτό δεν αναπτύχθηκε στις πόλεις αλλά στις αγροτικές περιοχές με πρώτες τις περιοχές που μπορούσε να είναι αποδοτική η κτηνοτροφία (η επονομαζόμενη και «ορεινή πόλη της υπαίθρου») και οι οποίες ήταν απαλλαγμένες από το συντεχνιακό σύστημα των πόλεων. Περιοχές της Πίνδου όπως η Μοσχόπολη, το Συρράκο, οι Καλαρρύτες, και το Μέτσοβο εκμεταλλεύτηκαν το εμπόριο πρώτων υλών (κυρίως μαλλί από τα κοπάδια) και τα Αμπελάκια της Θεσσαλίας παράγοντας και εμπορευόμενα νήματα με την Ευρώπη.

Στα νησιά και στις παραθαλάσσιες περιοχές η «οικονομία της θάλασσας» παραδοσιακά ασχολείτο περισσότερο με την εξυπηρέτηση της επικοινωνίας και δευτερευόντως με την ναυπηγική. Καθώς (και) αυτός ο τομέας της οικονομίας ήταν απαλλαγμένος από τα βαρίδια του συντεχνιακού συστήματος, η μετατόπιση του εμπορικού ανταγωνισμού των ευρωπαϊκών χωρών (Αγγλία, Γαλλία, Ολλανδία, Αυστρία, Ρωσία) προς την ΝΑ Μεσόγειο εξαιτίας των Συνθηκών του Κάρλοβιτς, του Πασάροβιτς και του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, πολύ γρήγορα εκτοξεύτηκε δίνοντας πλούτο και ισχύ στην ρωμαίικη εμποροναυτική τάξη. Οι ναπολεόντειοι πόλεμοι πρόσθεσαν ακόμη περισσότερο πλούτο στους ρωμηούς πλοιοκτήτες που, χρησιμοποιώντας την ρωσική σημαία, έσπαγαν τον αγγλικό αποκλεισμό των γαλλικών ακτών πουλώντας εμπορεύματα σε τιμές μαύρης αγοράς.

O 18ος αιώνας στάθηκε μοιραίος για την οθωμανική αυτοκρατορία. Το τέλος της εδαφικής επέκτασης η οποία επί αιώνες έδινε οικονομική δύναμη στην αυτοκρατορία και, συνεπώς, δεν άφηνε περιθώρια αμφισβητήσεων σε ανταγωνιστές της οθωμανικής δυναστείας, έφερε κρίση στο τιμαριωτικό σύστημα (και, σημαντικότατο, αποδιοργάνωση του κάποτε ισχυρού οθωμανικού στρατού) και στις ρωγμές που δημιουργήθηκαν άρχισαν να ριζώνουν οικονομικές σχέσεις και συμφέροντα που έθεταν σε αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα της ανατολικού τύπου οθωμανικής φεουδαρχίας. Στις νέες οικονομικές δυνάμεις που εμφανίστηκαν, οι ελληνόφωνοι χριστιανοί απέκτησαν σημαντικό μερίδιο στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας διασυνδεόμενοι και με μια δυναμική ρωμαίικη διασπορά που διαμορφώθηκε μέσα από το διεθνές εμπορικό κύκλωμα. Ο, κατά Στογιάνοβιτς, «κατακτητής ορθόδοξος, βαλκάνιος έμπορος», κυρίως ελληνόφωνος και δευτερευόντως βλαχόφωνος ή σλαβόφωνος χριστιανός, συνέδεσε την οθωμανική αυτοκρατορία με τις αγορές της Ευρώπης δραστηριοποιούμενος στο εμπόριο, την ναυτιλία, τις ναυτασφάλειες, τις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες και επενδύσεις σε ακίνητα και γη. Οι νέες αυτές οικονομικές δραστηριότητες δημιούργησαν τάχιστα μια πλούσια ρωμαίικη εμπορική αστική τάξη που ξεκινούσε από τα νησιά και τα μεγάλα αστικά κέντρα της αυτοκρατορίας για να απλωθεί, είτε μέσω της θάλασσας είτε μέσω της ξηράς, στην Τεργέστη, στο Λιβόρνο, στη Μασσαλία, στο Λονδίνο, στο Άμστερνταμ και την Οδησσό. Έτσι ενώ οι παραδοσιακές ηγετικές ομάδες του ρωμαίικου πληθυσμού (Εκκλησία, πρόκριτοι, φαναριώτες κλπ) συγκροτούνταν μέσω των σχέσεων που ανέπτυσσαν με το οθωμανικό κράτος, η νεοσυσταθείσα αστική τάξη ανδρώθηκε μέσα από την συμμετοχή της στον διεθνή εμπορικό ανταγωνισμό. Όμως η τάξη αυτή αποκόμισε και κάτι ακόμη μέσα από την συναναστροφή της με την Δύση: γνώρισε τις ιδέες του Διαφωτισμού και άνοιξε τους ορίζοντες της προς τα σύγχρονα ιδεολογικά ρεύματα που κυκλοφορούσαν στις ευρωπαϊκές κοινωνίες όπου οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής έμπαιναν ορμητικά στο προσκήνιο της Ιστορίας. Αυτή η ανερχόμενη ελληνόφωνη ρωμαίικη αστική τάξη, εκμεταλλευόμενη και τον γρήγορο πλουτισμό της, χρηματοδότησε την ίδρυση ελληνόγλωσσων σχολείων και την έκδοση εφημερίδων και βιβλίων (όχι πια εκκλησιαστικά αλλά επιστημονικά, ιστορικά και λογοτεχνικά) μεταφέροντας στις ρωμαίικες μάζες έναν Διαφωτισμό με νεοελληνικά χαρακτηριστικά.

Η συγκρότηση της (νέο)ελληνικής εθνικής συνείδησης – Οι ελληνόφωνοι και αλβανόφωνοι ρωμηοί γίνονται Έλληνες

Σήμερα, μέσα από την επίσημη Παιδεία και τις κάθε είδους επίσημες και ανεπίσημες κυρίαρχες ιδεολογικές παρεμβάσεις,  έχουμε εμπεδώσει με απόλυτο τρόπο την αφήγηση της διαχρονικότητας του ελληνικού έθνους όπως την πρωτο-εισηγήθηκε ο Κ. Παπαρρηγόπουλος στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Μπορεί αυτή η αφήγηση να χρειαζόταν – και να χρειάζεται – για να νομιμοποιεί τις βλέψεις του νεοελληνικού κράτους και του (νεο)ελληνικού καπιταλισμού αλλά τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Δεν ήταν έτσι ούτε καν για τον Παπαρρηγόπουλο!

Όπως έγραφε ό ίδιος η Μακεδονία (ΠΡΙΝ το 1850) μάλλον δεν ήταν συνέχεια της (αρχαίας) Ελλάδας και οι Μακεδόνες δεν ήταν παρά ένας αχταρμάς ελλήνων, θρακών και ιλλυριών:  

«ο Φίλιππος αφού κατέπαυσε τας εμφυλίους ταραχάς της Μακεδονίας και συνέστειλε τους εξωτερικούς αυτής εχθρούς, εβουλεύθη την υποδούλωσιν της Ελλάδος […] κατεπολέμησε τους Ιλλυριούς, τους Θράκας και τους Σκύθας, και επανήλθεν αύθις μετ' ολίγον εις την κυρίαν αυτού ιδέαν, της Ελλάδος την υποδούλωσιν»

[στη Χαιρώνεια το 338] «ενικήθησαν οι Έλληνες και απώλεσαν την ελευθερίαν» (“Γενική Ιστορία” K. Παπαρρηγόπουλος 1845, σ. 130-131)

«Οι Μακεδόνες, άδηλον εάν υπάγωνται εις την Θρακικήν, εις την Ελληνικήν ή εις την Ιλλυρικήν φυλήν, διότι εκάστη των γνωμών τούτων έχει τους θιασώτας αυτής. Η δε τετάρτη (άποψη) και πιθανωτάτη είναι ότι ήσαν έθνος Ιλλυρικόν μεμιγμένων μετά Ελλήνων».

και

«Η μακεδονική εποχή δύναται ευλόγως να διακριθή από της Ελληνικής, διότι το Μακεδονικόν έθνος εξεπλήρωσεν, εν τη Γενική Ιστορία, εντολήν άλλην παρά το Ελληνικόν» (Παπαρρηγόπουλος 1849, σ. 96 και 193).

Ο ίδιος μάλιστα (ΠΡΙΝ το 1850) δεν δεχόταν ούτε και την “βυζαντινή” ως μέρος της ελληνικής Ιστορίας παρά μόνο το μέρος της "βυζαντινής" αυτοκρατορίας των ύστερων χρόνων της:

«Αληθές {όμως} ΔΕΝ είναι ότι [η ιστορία της ανατολικής Ορθοδόξου αυτοκρατορίας] αποτελεί την μέση ημών προγονικήν ιστορίαν […]. Την μέσην Ελληνικήν ιστορίαν αποτελεί η μέση ελληνική [i.e., ελλαδική] ιστορία, ήτις ουσιοδέστατα {δε} διακρίνεται από της Βυζαντινής Ιστορίας. Αυτή λοιπόν […] πρέπει να διδάσκεται εκτενώς παρ’ ημίν, και όχι η Βυζαντινή» (Κ. Παπαρρηγόπουλος “Ολίγα αντί πολλών προς τον Γ.Γ. Παπαδόπουλον”)

Τι ήταν λοιπόν οι κάτοικοι του (σημερινού) ελληνικού χώρου πριν την επανάσταση του 1821;

Σε φυλετικό επίπεδο ο Φαλμεράυερ, στηριζόμενος επιλεκτικά σε ιστοριογραφικά κείμενα, τους θεώρησε όλους απόγονους σλάβων και αρβανιτών σβήνοντας κάθε σχέση τους με τους αρχαίους έλληνες. Αυτό όμως είναι τόσο φαιδρό και ανιστόρητο όσο και η εμμονή του κυρίαρχου τμήματος της νεοελληνικής διανόησης στην “καθαρότητα της φυλής”. “Καθαρά” νεωτερικά έθνη δεν υπάρχουν και στην πραγματικότητα δεν είναι παρά πολιτικές οντότητες που προέκυψαν από φυλετικές και πολιτισμικές επιμειξίες αιώνων –αν όχι χιλιετιών. Όπως λέει η καθηγήτρια κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης  Άννα Φραγκουδάκη:

«Κατά τις επιστήμες, κανένα ΣΥΓΧΡΟΝΟ έθνος δεν έχει κοινή εθνοτική βάση κι ακόμα λιγότερο "βιολογική" συγγένεια. Ο διάσημος ορισμός των εθνών από τον Αμερικανό θεωρητικό Μπένεντικτ Άντερσον, "Φαντασιακές κοινότητες" (Εκδ. Νεφέλη, 1997), συχνά παρανοείται, ιδίως από φοιτητές. Καταλαβαίνουν το φαντασιακή σαν "ανύπαρκτη". Ο ορισμός καθόλου δεν εννοεί "ανύπαρκτη", άλλωστε θα ήταν ανοησία, το έθνος είναι για κοντά ΤΡΕΙΣ ΑΙΩΝΕΣ [και όχι για 4 ή... 10 χιλ χρόνια που ισχυρίζονται οι κατά φαντασίαν απόγονοι του Περικλή] πανίσχυρα υπαρκτό στον κόσμο και η ύπαρξή του έχει κοστίσει ποταμούς αίματος. Σημαίνει κοινότητα που δεν είναι "φυσική", είναι ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΗ, ΠΡΟΪΟΝ όχι αντικειμενικής συγγένειας, αλλά ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ. Το έθνος είναι έννοια ΝΕΩΤΕΡΙΚΗ, ιστορική κατασκευή της πολιτικής βούλησης. Άρα η ικανότητα του έθνους-κράτους να ενοποιεί τους πολίτες εντός των συνόρων του σε κοινότητα συμφερόντων είναι ισχύς που πηγάζει από την πολιτική βούληση, από την εθνική αυτογνωσία και τον ορθολογισμό, ΟΧΙ από τη μυθική "συγγένεια"».

Σε επίπεδο συνείδησης επίσης η πραγματικότητα ήταν αρκετά μακριά από αυτήν που περιγράφει η επίσημη αφήγηση. Ούτε οι «βυζαντινοί» ούτε οι ρωμηοί αισθάνονταν εθνικά «Έλληνες» όπως αισθανόμαστε εμείς σήμερα. Όπως συνέβαινε σε όλο τον προ-νεωτερικό κόσμο των αυτοκρατοριών

«οι κοινωνικοπολιτικές τάξεις που εξέφραζαν [οι αυτοκρατορίες] γίνονταν αντιληπτές από τους ανθρώπους ως δημιουργήματα της θείας πρόνοιας. Με άλλα λόγια, σε κοινωνίες τέτοιου τύπου, το θεμέλιο της πολιτικής εξουσίας ήταν εξω-κοινωνικό: αν ο κόσμος ήταν αυτός που ήταν επειδή ο Θεός τον ήθελε έτσι […] στο επίπεδο της δημόσιας ζωής, οι πιο σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους υπηκόους τους ήταν οι θρησκευτικές: στη βυζαντινή αυτοκρατορία, οι άνθρωποι ήταν «χριστιανοί», «εθνικοί» (δηλαδή, ειδωλολάτρες) ή αιρετικοί (και σε αυτούς περιλαμβάνονταν από μια μια στιγμή και έπειτα, και οι Ρωμαιοκαθολικοί). Στην οθωμανική, η βασική διάκριση ήταν ανάμεσα σε «πιστούς» (μουσουλμάνους) και «άπιστους». Σε ό,τι αφορά, τώρα, τις άλλες «εθνοτικές» διαφορές (γλωσσικές και πολιτισμικές), αυτές ενείχαν περισσότερο μια δυνητική σημασία: για να αποκτήσουν τη σημασία θεμελίου της κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης, θα πρέπει ουσιαστικά να περιμένουμε την εμφάνιση των πρώτων βαλκανικών εθνικισμών στα τέλη τους 18ου αιώνα».[1]

Η αναφορά των ελληνόφωνων ρωμηών (διότι ρωμηοί ήταν όλοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί) ήταν η ανάμνηση των «βασιλέων του γένους», των “βυζαντινών” αυτοκρατόρων και όχι οι αρχαίοι έλληνες. Ο ρωμηός προσδοκούσε την ανασύσταση της αυτοκρατορίας των χριστιανών Ρωμαίων κι αυτό αφού προηγουμένως ο «περιούσιος λαός» του Θεού, δλδ οι ρωμηοί, συγχωρούνταν για τις αμαρτίες τους εξαιτίας των οποίων είχαν υποδουλωθεί στους οθωμανούς. Γι’ αυτό εξάλλου και στην συλλογική συνείδηση εκείνη που «’πάρθεν» ήταν η «Ρωμανία» και όχι η Ελλάδα. Και εκείνος που «κλαίει και δερνοκοπάται» για την άλωση της Βασιλεύουσας είναι ο «Αι Γιάννες ο Χρυσόστομον» και όχι οι θεοί του Ολύμπου. Το τι πίστευε ο απλός ρωμαίικος λαός μέχρι τον 19ο αι. για την σχέση του με τους αρχαίους έλληνες φαίνεται και από καταγραφές του Κακριδή:

Οι Έλληνες χάθηκαν όλοι όταν κάποτε έπεσε πείνα μεγάλη στη γη. Τότε καθένας τους έπαιρνε λίγες τροφές και έμπαινε στον τάφο του, για να βρεθεί θαμμένος, όταν οι τροφές του θα τελείωναν και θα πέθαινε. [Κρήτη (Σφακιά), 20ος αι.]

Στα Κράβαρα κατοίκησαν Έλληνες, μεγάλοι, αντρειωμένοι. Σε λίγο όμως έπεσαν φοβερά κουνούπια, με μύτες σιδερένιες που κυνηγούσαν κι εθανάτωναν τους Έλληνες, ώσπου αναγκάστηκαν όσοι είχαν απομείνει να φτιάσουν μεγάλα πιθάρια και να θαφτούν μέσα εκεί ολοζώντανοι. Κι έτσι αφανίστηκε από τα Κράβαρα η πρώτη γενιά, η μεγάλη, η αντρειωμένη. [Αιτωλία (Κράβαρα Ναυπακτίας), 19ος αι.]

Παλιόν καιρό οι-γι-ανθρώποι ήταν πολύ μεγάλοι. Μεγαλύτεροι απ’ όλους ήταν οι Ελλένηδες. Αυτοί ήταν κακοί ανθρώποι• γι’ αυτό ο Θεός έστειλε κάτι κουνούπια μεγάλα με μύτες σιδερένιες και τους κυνήγαγαν. Μοναχά τη νύχτα έβγαιναν οι αθρώποι, που κοιμούνταν τα κουνούπια, και το πουρνό, πριν βαρέσει ο ήλιος, και το βράδι, μότι βασίλευε. Όλη την άλλη μέρα κάουνταν μες στη γης. Είχαν φκιάσει εκεί κατοικιά ίσια για έναν άνθρωπο• είχαν το ψωμί τους, το νερό τους σε μποτίλιες, τη λάμπα τους κι ό,τι άλλο χρειαζούμενο. Μα δεν μπόρειαν να ζήσουν όλη τη μέρα κλεισμένοι, κι ένας ένας χάθηκαν. Σήμερα σκάφτουν και βρίσκουν τα κατοικιά τους, σεντούκια λιθαρένια. Μέσα βρίσκουν τα κόκαλά τους, λάμπες, μπότια [= στάμνες] και ό,τι άλλο είναι. [Ήπειρος (Παραμυθιά), 20ος αι.]

Στους βοσκούς γύρω από το ναό του Απόλλωνα στις Βάσσες ζει ακόμα σήμερα το όνομα των Ελλήνων. Με αυτό το όνομα χαρακτηρίζουν καθετί που πιστεύεται ηρωικό και γιγάντιο. Για τον εαυτό τους κάθε άλλο παρά που θαρρούν πως είναι οι κληρονόμοι της δόξας των παλαιών κατοίκων. Η απλοϊκή σκέψη αυτών των βοσκών θεωρεί τους Έλληνες προγόνους των Φράγκων, ξένους τεχνίτες που κάποτε κρατούσαν τον τόπο αυτόν. Έτσι εξηγεί γιατί οι Ευρωπαίοι ταξιδεύουν στα μέρη αυτά και δίνουν τόση σημασία σε ό,τι έχει απομείνει από εκείνους. [Αρκαδία, 19ος αι.]

Ο ζήλος των Άγγλων περιηγητών, των «μυλόρδων», να τα δουν όλα βιαστικά, να τα σχεδιάσουν και, αν μπορούν, να πάρουν μαζί τους καμιάν αρχαιότητα ή τουλάχιστο ένα κομμάτι μάρμαρο, έγινε αφορμή στους Καστρινούς [=κάτοικοι των Δελφών] να σχηματίσουν την ακόλουθη παράδοση: οι Μυλόρδοι δεν είναι χριστιανοί, γιατί κανείς ποτέ δεν τους είδε να κάνουν το σταυρό τους. Η γενιά τους είναι από τους παλιούς ειδωλολάτρες τους Αδελφιώτες, που φύλαγαν το βιό τους σ’ ένα κάστρο που το ’λεγαν Αδελφούς [=Δελφούς], από τους δυο αδελφούς τα βασιλόπουλα που το ’χτισαν. Όταν η Παναγία και ο Χριστός ήρθαν σ’ αυτούς τους τόπους και όλοι οι άνθρωποι ολόγυρα έγιναν χριστιανοί, οι Αδελφιώτες σκέφτηκαν πως ήταν καλύτερα γι’ αυτούς να φύγουν• κι έφυγαν στη Φραγκιά και πήραν και όλα τα πλούτη τους μαζί. Απ’ αυτούς είναι οι Μυλόρδοι, και έρχονται τώρα εδώ και προσκυνούν αυτά τα λιθάρια. [Φωκίδα (Δελφοί), 19ος αι.]


Η ελληνική εθνική συνείδηση θα εισαχθεί από τους εκπροσώπους του νεοελληνικού Διαφωτισμού -που μόλις στην διάρκεια του 18ου αιώνα την «ανακαλύπτουν»- και, με τη βοήθεια των ρωμηών των ευρωπαϊκών παροικιών, των εμπόρων και των καραβοκύρηδων που είχαν σχέσεις με την Ευρώπη, διαχέεται σταδιακά στο εσωτερικό της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σε αυτήν την τάση προσπάθησε να απαντήσει ο πατρο-Κοσμάς (και η Εκκλησία) όταν κήρυττε: «…εξέτασα πρώτον δια του λόγου σας και έμαθα πως με την χάριν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και Θεού ΔΕΝ ΕΙΣΤΕΝΕ ΕΛΛΗΝΕΣ, δεν είστενε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, αλλά ΕΙΣΤΕΝΕ ΕΥΣΕΒΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ […] Εμείς εδώ, χριστιανοί μου, δεν έχομεν πατρίδαν. Ετούτη η γη δεν είναι δική μας, είναι δια τα ζώα […] Πατρίδα έχομεν την ουράνιον βασιλείαν».

Η διαδικασία «εξελληνισμού» του ρωμαίικου –όποιες γλώσσες και να μιλούσε: ελληνικά, αλβανικά ή βλάχικα- πήγε χέρι-χέρι με τον σχηματισμό της εθνικής αστικής τάξης των εμπόρων και των καραβοκύρηδων ακριβώς την εποχή που η οθωμανική αυτοκρατορία περνούσε τον τελευταίο αιώνα της ζωής της καταρρέοντας μέσα στις εσωτερικές της αντιφάσεις που γεννιόντουσαν από τις ξεπερασμένες πια ανατολικού τύπου φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής και την απολυταρχική διακυβέρνηση. Η ρωμαίικη/ελληνική επανάσταση, παίρνοντας παραδείγματα από την γαλλική και την αμερικανική επανάσταση και εκμεταλλευόμενη τις διεθνείς συγκυρίες, ήταν αυτή που έδωσε το έναυσμα για την γέννηση των (νεωτερικών) εθνικών κρατών, των δημοκρατικών αξιών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και την επικράτηση των νέων, καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής σε βάρος της ξεπερασμένης ανατολικού τύπου φεουδαρχίας σε όλη την βαλκανομικρασία. Και εκεί βρίσκεται η μεγάλη και ιστορική της αξία

 

Σχετικά:

1. Ο καθηγητής Π. Πιζάνιας για το ελληνικό έθνος (από το 1:12:00 και έπειτα)

2. Άννα Μανδυλαρά – Αριστείδης Χατζής συζητούν για την Ελληνική Επανάσταση

3. Πώς διαμορφώθηκε η εθνική συνείδηση

4. Το ανατολικό ζήτημα και η ίδρυση του ελληνικού κράτους

5. «Πατροπαράδοτοι» και «εκσυγχρονισμένοι» εθνικοί μύθοι για το 1821

6. Κοσμοπολιτισμός, μοναρχία και πολυεθνική πραγματικότητα 

7. Η ελληνική επανάσταση και οι Μεγάλες Δυνάμεις

8. Δέκα πράγματα που πρέπει να γνωρίζετε για την Επανάσταση του 1821 

9. Το "ελληνικό έθνος" του Ν. Σβορώνου: σχέδιο για τη θεωρία και τη γενεαλογία του

10. Προσεγγίζοντας την ελληνική επανάσταση από την "άλλη πλευρά"

11. 1821: Η διαμόρφωση ενός καπιταλιστικού κράτους και κοινωνικού σχηματισμού

12. Οι Μεγάλες Δυνάμεις και η επανάσταση του 1821




Τα «κλεμμένα»

 

Το νεοϊδρυθέν έθνος-κράτος, λόγω και των συγκυριών της εποχής, της λογιοσύνης του διαφωτισμού, του κλασικισμού, του ρομαντισμού, του εθνικισμού, επέλεξε τη χρήση του όρου Έλλην, Ελληνική δημοκρατία. Η Γαλλική Επανάσταση και ο Εθνικισμός αναδιαμόρφωσαν τις έννοιες: Ο λαός έγινε Λαός, το γένος έγινε το Γένος / Έθνος, οι Γραικοί / Ρωμιοί / Έλληνες έγιναν Έλληνες, ενώ παρέμεινε και η ονομασία Ρωμιός, ρωμιοσύνη.

Ποιοι και πόσοι εντός και εκτός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ενστερνίσθηκαν αμέσως τις ιδέες περί εθνικισμού; Στη Μολδοβλαχία ηγήθηκαν Φαναριώτες, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος υπηρέτησε και έστησε το συνταγματικό φάσμα της Επανάστασης (κόντρα στους προκρίτους). Οι Έλληνες φοιτητές από τα αυτοκρατορικά ευρωπαϊκά πανεπιστήμια θυσιάσθηκαν στο Δραγατσάνι. Λόγιοι όπως ο Φαρμακίδης και ο Γαζής έσπευσαν στη μαχόμενη Ελλάδα, ο Κοραής στο Παρίσι στοχαζόταν για την Επανάσταση με τον τρόπο του. Ο Αντώνιος Αντωνόπουλος στην Τεργέστη, πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας, ήταν η καρδιά της περίθαλψης προσφύγων από την επαναστατημένη Ελλάδα, καθώς και της αποστολής χρημάτων κλπ, ενώ ο αδελφός του Γεώργιος ακολούθησε το Δημήτριο Υψηλάντη στην Πελοπόννησο. Ο Γεώργιος Σταύρου, γιος του μεγαλεμπόρου Σταύρου Ιωάννου από τα Γιάννενα και εκπρόσωπος των πατρικών επιχειρήσεων στη Βιέννη, ήταν από τους πρώτους τραπεζίτες που ήλθαν στη μετεπαναστατική Ελλάδα και συνίδρυσε την Εθνική Τράπεζα. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄, αλλά και 141 Φαναριώτες, θανατώθηκαν το 1821 στην Κωνσταντινούπολη. Οι κοτζαμπάσηδες, μέρος του διοικητικού-οικονομικού μηχανισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οδηγημένοι από τις αλλεπάλληλες αυξήσεις της φορολογίας, τις κρίσεις στη σχέση με την τοπική και κεντρική διοίκηση, και την οικονομική κρίση παραμονές του 1821, υπάκουσαν στα εθνικά προστάγματα της Φιλικής Εταιρείας και επαναστάτησαν, οραματιζόμενοι να στήσουν κράτος με τη γνώριμή τους πολιτική εμπειρία. Οι αρματολοί, από μέλη του οθωμανικού μηχανισμού, πέρασαν με τους κλέφτες στην επαναστατική, απελευθερωτική δράση. Το κυριότερο παράδειγμα μετάβασης από τις αυτοκρατορίες στο έθνος - κράτος απαντά, φυσικά, στο πρόσωπο, αλλά και την οικτρά τύχη, του Ιωάννη Καποδίστρια.

Η επαναστατική πράξη γνωρίζει ιδεολογική, νοοτροπιακή, υλική προετοιμασία, οργάνωση, προσωπικές φιλοδοξίες, αλλά και συλλογικά οράματα, στην προκειμένη περίπτωση αυτά της εθνικής ελευθερίας. Η μετάβαση από τη ζωή στην αυτοκρατορία σε αυτή του εθνικού κράτους απαιτούσε δυνατές ρήξεις, ιδεολογικές και πολιτικές αναπροσαρμογές, από τις οποίες δεν θα αφίσταντο ούτε οι λαοί που συναποτελούσαν τις διαλυθείσες ευρωπαϊκές πολυεθνικές αυτοκρατορίες έναν αιώνα μετά την Ελληνική Επανάσταση.

Ό. Κατσιαρδή-Hering , Ομότιμη καθηγήτρια Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού, ΕΚΠΑ

 

«Αν και πανέτοιμοι στρατιωτικά, οι αρματολοί της Ρούμελης είναι λιγότερο αποφασισμένοι να προσχωρήσουν στην Επανάσταση… Δεν ήξεραν τι τους επιφύλασσε η ανατροπή, τι μπορούσε να σημαίνει η “εθνική ιδέα”, η κεντρική διοίκηση, ο τακτικός στρατός. Την εθνική επανάσταση μπορούσαν να τη δεχτούν ως εδραίωση των ήδη κεκτημένων τοπικών τους δικαιωμάτων. Ο Βαρνακιώτης με την εδραίωσή του στο Ξηρόμερο. Ο Καραϊσκάκης ποτέ δε λησμόνησε τη διεκδίκηση του αρματολικίου των Αγράφων. Ο Ανδρούτσος τον έλεγχο της Ανατολικής Στερεάς…».

[…]

Στη σύγκρουση του Αλή με τον Σουλτάνο [ο Καραϊσκάκης] θα είναι αρχικά με τον Αλή. Θα περάσει με το μέρος του Σουλτάνου και στη συνέχεια θα αποσκιρτήσει κι από αυτόν, κατεβαίνοντας στα Άγραφα.

Στη σύσκεψη της Αγίας Μαύρας έχει δώσει τον όρκο. Όμως ούτε πεισμένος για την Επανάσταση είναι ούτε έχει δικό του Αρματολίκι. […]

Τότε αποφασίζει να οικειοποιηθεί το αρματολίκι των Αγράφων, που περιελάβανε 180 κωμοπόλεις και χωριά, καθώς η φάρα των Μπουκουβαλαίων δεν ήταν ικανή να το ελέγξει. Μετατρέπει το αρματολίκι σε αυτόνομο κρατίδιο και πείθει τον Χουρσίτ πασά και τον δερβέναγα των Τρικάλων Σούλτια Κόρτσια να του ανατεθεί το αρματολίκι με έγγραφους, πρωτοφανείς όρους όπως η συλλογή φόρων και η απαγόρευση διέλευσης στρατευμάτων, Τουρκικών αλλά και ελληνικών! Στις πρώτες επαναστατικές επιχειρήσεις ο Καραϊσκάκης δεν είχε συμμετοχή, θα είναι απών και στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου (25 Οκτώβρη 1822 – 31 Δεκέμβρη 1822).

Το διπλό παιχνίδι

Σύντομα θα κατανοήσει πως δεν είναι εύκολη η «ουδετερότητα». Μετά το Μεσολόγγι ο Ισμαήλ Πλιάσσας επιχειρεί να περάσει, με στράτευμα 3.000 ανδρών από τα Άγραφα. Ο Καραϊσκάκης ξέρει πως κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό: Το τουρκικό ασκέρι θα ρήμαζε την περιοχή, άρα σαν αρματολός θα είχε τελειώσει ενώ θα καταγραφόταν οριστικά ως προδότης στη συνείδηση των Ελλήνων. Αρνείται τη διέλευση στα τουρκικά  στρατεύματα χαρακτηρίζοντάς τους «ληστές και αχάριστους» έναντι του Σουλτάνου(!). Θα τους νικήσει στο Σοβολάκο και θα στείλει έντεκα κεφάλια Τούρκων στον Χουρσίτ(!) σαν απόδειξη πως μένει πιστός στις συμφωνίες! 

Εμφανίζονται διεκδικητές του αρματολικίου: Ο Ράγκος, ο Στορνάρης ενώ κι η φάρα των Τζαβελαίων, διωγμένη από το Σούλι, το καλοβλέπει. Λόγω έχθρας με τον Μ. Μπότζαρη, που ορίστηκε αρχιστράτηγος, θα κατευθυνθούν προς τα Άγραφα. Ο Καραϊσκάκης τους «υποδέχεται» με αυτήν την επιστολή:

«Κίτσο Τζαβέλλα και λοιποί... Πού πάτε κλέφτες, λησταί της πατρίδας και προδότες, παληοτσάρουχα; Τριακόσιοι άνθρωποι θα μας φέρετε την ελευθερίαν; Ή νομίζετε πως δεν ηξεύρομεν τους σκοπούς σας;  Επουλήσατε την πατρίδαν σας και τώρα τρέχετε από δω και από εκεί…».

Στη σύγκρουση ένας Σουλιώτης θα σκοτωθεί καθώς και πέντε άντρες του Καραϊσκάκη. Θα κόψει το κεφάλι του Σουλιώτη και θα το στείλει στη Λάρισα ως απόδειξη της αφοσίωσής του!

Το τέλος του ονείρου να κρατήσει το αρματολίκι των Αγράφων θα έρθει όταν το 1823 ο Μουσταή πασά της Σκόρδας ετοιμάστηκε να χτυπήσει τη Ρούμελη. Ο Καραϊσκάκης θα στείλει στον Μουσταή, ως σημάδι υποταγής, ένα πολεμικό άλογο κι ένα μουλάρι, όμως η επιστολή που θα λάβει από τον Μουσταή είναι ξεκάθαρη: «Όποιος θέλει να είναι με μένα πρέπει να είναι πλησίον μου»! Πλέον δεν υπήρχαν περιθώρια, η απάντηση του Καραϊσκάκη γράφτηκε σε στίχους από τον γραμματικό του, τον Γαζή:

«Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί λέγεις να προσκυνήσω, κι εγώ πασά μου ερώτησα τον πούτσον μου τον ίδιο κι αυτός μου αποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω, κι αν έρθεις καταπάνω μου ευθύς να πολεμήσω»

[…]

Ο ίδιος ο Μαυροκορδάτος λίγες μέρες πριν τη δίκη, στις 12 Μάρτη 1824, του έστειλε επιστολή: «Ο Ομέρ Βρυώνης ας στείλει δύο ανθρώπους, στέλλομεν κι εμείς άλλους δύο και κουβεντιάζουν»! Ο δε Στορνάρης που ήταν «στρατοδίκης» του, λίγες μέρες μετά τη δίκη του στέλνει επιστολή όπου τον αποκαλεί «αδερφό» του και τον καλεί να επιτεθούν στα Τρίκαλα! Ο Καραϊσκάκης, ακόμα δίβουλος, απαντά:

«Αδελφέ… έχει και τουμπλέκια ο πούτζος μου, έχει και τρουμπέταις, όποια θέλω θα μεταχειριστώ». Τα «τουμπλέκια» ήταν όργανα του τουρκικού ιππικού, οι «τρουμπέτες» του ελληνικού. Σαφές το μήνυμα…

[…]

Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος εκτιμά πως «από της εποχής ταύτης άρχεται το αληθές κατά την Επανάστασιν στρατιωτικόν στάδιον του αντρός». Βρισκόμαστε πια στο καλοκαίρι του 1825! Ακόμα και τώρα, η παρατήρηση του Παπαρρηγόπουλου δεν είναι ολότελα σωστή. Φτάνοντας έξω από το Μεσολόγγι ο Καραϊσκάκης θα παρενοχλήσει όντως τον ανεφοδιασμό των Τουρκικών στρατευμάτων όμως περισσότερο θα ασχοληθεί με τις αντιπαραθέσεις με τον Στ. Γάτσο που οι Τούρκοι είχαν διορίσει αρματολό στα Άγραφα.

Τελικά, θα συγκροτηθεί το στρατόπεδο στη Δερβέκιστα, πάνω από τη λίμνη Τριχωνίδα. Στο στρατόπεδο θα συγκεντρωθεί ισχυρή δύναμη σχεδόν 5.000 ανδρών που θα μπορούσε να αλλάξει τη μοίρα του Μεσολογγίου. Ο διορισμός όμως από την Κυβέρνηση του Σουλιώτη Μπότζαρη ως αρχιστράτηγου όξυνε τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις και ουσιαστικά παρέλυσε την ισχυρή αυτή δύναμη. Γράφει ο στρατηγός Σπυρομήλιος: «Έφερε τη διαίρεση εις το στράτευμα και τούτη το αποτέλεσμα να μην επιχειρισθή τίποτα προς ωφέλειαν του Μεσολογγίου». Όταν τον Απρίλη του 1826 οι «ελεύθεροι πολιορκημένοι» θα επιχειρήσουν την Έξοδο, οι χιλιάδες αυτοί άνδρες θα μείνουν αδρανείς, ο Καραϊσκάκης απλά θα περιθάλψει όσους επέζησαν. Για το στρατόπεδο της Δερβέκιστας υπάρχει πέπλο σιωπής που έσπασε με το εξαιρετικό του έργο «Το στρατόπεδο της Δερβέκιστας» ο Κ. Καρακόιδας.

Ο «άγγελος»

«Η πτώση της ηρωικής πόλης του Μεσολογγίου έγινε αιτία να ερημώσει η Ρούμελη είχε όμως και ένα ευεργετικό αποτέλεσμα: να βρει τον αληθινό του δρόμο ο Γεώργιος Καραϊσκάκης». Η εκτίμηση αυτή του Κ. Παπαγιώργη είναι απόλυτα σωστή. Από το Μεσολόγγι και ύστερα, σαν να έγινε μία έκρηξη και ο κατσαπλιάς με το αληπασαλίδικο φρόνημα και νοοτροπία μετατρέπεται σε έναν αληθινό εθνικό και λαϊκό ηγέτη, μια μεγαλοφυία όχι μόνο στρατιωτική αλλά και πολιτική.

Στις αρχές του καλοκαιριού του 1826 η Επανάσταση έχει ουσιαστικά ηττηθεί. Ο Καραϊσκάκης με μια θυελλώδη πορεία, όχι απλά θα αντιστρέψει την κατάσταση συντρίβοντας σε αλλεπάλληλες μάχες τα στρατεύματα των Τούρκων (με κορυφαία στιγμή την Αράχοβα), αλλά μέσα σε λίγους μήνες, στην αρχή της άνοιξης του 1827, θα ενώσει όλες τις ελληνικές δυνάμεις και θα βρίσκεται στα πρόθυρα της αποφασιστικής νίκης κατά του Κιουταχή στην Αττική, νίκη που θα έδινε την ελευθερία στην Ελλάδα με τις δικές της δυνάμεις.

Επίλογος

Σπάνια στην ιστορία, όχι μόνο την ελληνική, συναντάμε τέτοια περίπτωση. Κι ας το πούμε ξανά, είναι σοβαρό λάθος να αποσιωπάται η συνολική παρουσία του, γιατί τελικά αποσιωπάται η δύναμη που έχει η επαναστατική διαδικασία να μεταβάλλει τις συνειδήσεις. Η δύναμη που μετέτρεψε τον Καραϊσκάκη από αρματολό που έκοβε κεφάλια και τα έστελνε στην τουρκική εξουσία ως σημάδι αφοσίωσης στον Αρχιστράτηγο που στον Άγιο Σπυρίδωνα του Πειραιά την άνοιξη του 1827 εκφώνησε μπροστά σε 10.000 στρατιώτες την πιο εμπνευσμένη ομιλία για τον αγώνα των λαών κατά της τυραννίας και της αγγλικής και γαλλικής αποικιοκρατίας.

του Σπύρου Αλεξίου, Καραϊσκάκης: Τα χρόνια που ήταν «διάβολος»

 


 [1]. Ι. Κουμπουρλή, Η ιδέα της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού έθνους...


Το ευρώ, ο νεοφιλελευθερισμός, η εκμετάλλευση της εργασίας

  Τα δύο θεμέλια του καθεστώτος εκμετάλλευσης Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποτελέσει, ιδιαίτερα από το 1990 και μετά, ιμάντα μεταβί...