Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2022

Χιλή: η εκλογή του Μπόριτς στην Προεδρία

Ο γεωγραφικός χώρος της σημερινής Χιλής αποτέλεσε μέρος των ισπανικών κτήσεων μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Στο μεγαλύτερο μέρος της αποικιακής περιόδου υπαγόταν άμεσα στην αντιβασιλεία του ισπανικού Περού. Διοικητική αυτονομία απέκτησε το 1778.

Οι παραγωγικοί τομείς της οικονομίας ήταν ο αγροτικός (κτηνοτροφία και γεωργία) και η εξόρυξη χαλκού. Η οικονομική ανάπτυξη σε αυτήν την περίοδο ήταν αργή και στηρίχτηκε κυρίως στους ιθαγενείς οι οποίοι υφίσταντο έντονη εκμετάλλευση (η δουλεία καταργήθηκε το 1683) με αποτέλεσμα εντάσεις και εξεγέρσεις των ιθαγενών, κυρίως στις νότιες περιοχές της χώρας (περιοχή των ιθαγενών ινδιάνων Μαπούτσε).

Η Χιλή συγκροτείται ως ανεξάρτητο κράτος

Η αποδυνάμωση του ισπανικού στέμματος και η διευρυνόμενη αντίθεση της κυρίαρχης τοπικής ανώτερης τάξης με αυτό δημιούργησαν αποσχιστικές τάσεις -όπως και σε όλη την Λατινική Αμερική- στις αρχές του 19ου αιώνα. Το 1810 (και με αφορμή την -πρόσκαιρη- γαλλική κατοχή επί της Ισπανίας) μια εθνική κυβέρνηση ανακήρυξε την αυτόνομη δημοκρατία της Χιλής στα πλαίσια, όμως, της Ισπανίας. Η ολοκληρωτική ανεξαρτησία αποκτήθηκε με τα όπλα λίγα χρόνια αργότερα στις 12 Φεβρουαρίου του 1818 υπό την ηγεσία του στρατιωτικού ηγέτη της ανεξαρτησίας Μπερνάρδο Ο’ Χίγκινς.

Σε κοινωνικό επίπεδο η ανεξαρτησία δεν έφερε σημαντικές αλλαγές αφού οι γαιοκτήμονες, και γενικότερα η κυρίαρχη τάξη της προηγούμενης περιόδου, σε συνεργασία με την Καθολική Εκκλησία, διατήρησαν την ισχύ τους και η νέα Χιλή την προγενέστερη ταξική αποικιακή κοινωνική δομή της.

Η απόπειρα του Ο' Χίγκινς να φτιάξει νέο Σύνταγμα (Οκτ. 1822) απέτυχε μπροστά στις αντιδράσεις του κατεστημένου και αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Η οξύτατη πάλη για την εξουσία που ακολούθησε τελείωσε το 1830 με νίκη των συντηρητικών δυνάμεων και το Σύνταγμα του 1833 στερέωσε την κυριαρχία τους. Την δεκαετία 1830-40 δημιουργήθηκαν πολλές ντόπιες και ξένες επιχειρήσεις (κυρίως με οικονομική διείσδυση της Αγγλίας) και αναπτύχθηκε η βιομηχανία και η βιοτεχνία.

Την επόμενη περίοδο η Χιλή ισχυροποιήθηκε και ολοκληρώθηκε εδαφικά επεκτείνοντας τα σύνορα της προς Βορρά (πόλεμος με Περού και Βολιβία το 1879-83) και προς Νότο (περιοχή της Αραουκανία όπου κατοικούσαν κυρίως οι Μαπούτσε) όπου και απέκτησε την κυριαρχία στα Στενά του Μαγγελάνου έναντι της Αργεντινής.

Η απόπειρα του προέδρου Χοσέ Μανουέλ Μπαλμασέιδα για φιλελεύθερες πολιτικές μεταρρυθμίσεις (1886-1891) τον έφεραν σε αντίθεση με τις κυρίαρχες τάξεις, ξένους επενδυτές και το Κογκρέσο με αποτέλεσμα η χώρα να οδηγηθεί σε εμφύλιο και ο ίδιος σε ήττα και, τέλος, στην αυτοκτονία. Στο τέλος αυτής της διαδικασίας εγκαθιδρύθηκε πολίτευμα κοινοβουλευτικής δημοκρατίας αλλά τα επόμενα χρόνια η οικονομία της χώρας έμενε καθηλωμένη υπηρετώντας τα στενά συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας. Στην ίδια περίοδο όμως σχηματίστηκαν και ισχυροποιήθηκαν τόσο μια πρώιμη εργατική τάξη όσο και τα μεσοστρώματα που το 1920 κατάφεραν να αναδείξουν ως πρόεδρο της χώρας τον Αρτούρο Αλεσάνδρι Πάλμα.

Μετά τον Α ΠΠ   

Μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα ο Πάλμα ανατράπηκε με πραξικόπημα και ακολούθησε μια οκταετία (1924-32) πολιτικής ανωμαλίας και αναστάτωσης. Ο Πάλμα επανήλθε στην προεδρία το 1932 και το 1938 τον αντικατέστησε ο Π. Αγκίρε Σέρντα, υποψήφιος του Λαϊκού Μετώπου/ΛΜ (συμμετείχαν το Ριζοσπαστικό Κόμμα -που εκπροσωπούσε τα συμφέροντα της μεσαίας τάξης-, το ΣΚ και το ΚΚ) που όμως δεν προχώρησε στην συμφωνημένη αγροτική μεταρρύθμιση. Μετά την εκπαραθύρωση του ΚΚΧ από το ΛΜ δημιουργήθηκε ένας νέος συνασπισμός Ριζοσπαστών, ΚΚΧ και αριστερών σοσιαλιστών που εξέλεξε πρόεδρο τον Γκ. Γκονζάλες Βιντέλα. Σύντομα όμως το ΚΚΧ τέθηκε εκτός νόμου και ακολούθησε περίοδος απεργιών και έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων. Αριστερές δυνάμεις (μεταξύ αυτών το ΚΚ και το ΣΚ) δημιούργησαν τον συνασπισμό FRAP που απέτυχε για μόλις 30 χιλ ψήφους να εκλέξει ως πρόεδρο της Χιλής τον Σαλβαδόρ Αλιέντε στις εκλογές του 1958.

Για τα επόμενα δώδεκα χρόνια η προεδρία βρισκόταν στα χέρια της συντηρητικής παράταξης (Χ. Αλεσάντρι και Εδ. Φρέι Μοντάλβα) που προσπάθησε να κάνει κάποιες φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις πιεζόμενη όμως τόσο από την Αριστερά που χαρακτήριζε τις μεταρρυθμίσεις ανεπαρκείς όσο και από την Δεξιά που τις χαρακτήριζε ως υπερβολικές.

Η Λαϊκή Ενότητα και το πραξικόπημα Πινοσέτ

Οι καθυστερήσεις αυτές και η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 1967 έφεραν εκτεταμένη λαϊκή δυσαρέσκεια και στις εκλογές του 1970 εκλέχθηκε νέος πρόεδρος ο Αλιέντε στηριζόμενος από την Λαϊκή Ενότητα (UP – Unidad Popular), μέτωπο έξι αριστερών κομμάτων.

Ακολουθώντας το πρόγραμμα του ο Αλιέντε, αλλά χωρίς να αγγίξει το πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς του (αστικού) κράτους, επιχείρησε ένα είδος ειρηνικής επανάστασης με στόχο την δημιουργία μιας σοσιαλιστικής και πολιτικά φιλελεύθερης χώρας. Σε αυτά τα πλαίσια τέθηκαν υπό πλήρη έλεγχο οι βασικοί τομείς της εγχώριας παραγωγής και το τραπεζικό σύστημα και προωθήθηκε ευρύτατο πρόγραμμα κρατικοποιήσεων στην βιομηχανία. Λήφθηκαν μέτρα για τον αναδασμό της καλλιεργήσιμης γης και καταργήθηκαν προνόμια ξένων εταιρειών, ιδιαιτέρως μονοπωλίων των ΗΠΑ που είχαν ήδη διεισδύσει στην χιλιανή οικονομία τις προηγούμενες δεκαετίες. Μερίμνησε επίσης για την ενίσχυση του κράτους πρόνοιας και της εκπαίδευσης των μη προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων στα αστικά κέντρα και στην ύπαιθρο.

Όπως ήταν φυσικό τόσο η ντόπια κυρίαρχη τάξη όσο και τα ξένα κεφάλαια που θίγονταν αντέδρασαν άμεσα. Η οικονομική κρίση που είχε προηγηθεί εντάθηκε εξαιτίας της φυγής κεφαλαίων, την μείωση των ιδιωτικών επενδύσεων και την απόσυρση των τραπεζικών καταθέσεων. Εξαιτίας του οικονομικού πολέμου μειώθηκε η παραγωγή και αυξήθηκε η ανεργία. Η κυβέρνηση αντέδρασε επιβάλλοντας πάγωμα τιμών, αυξήσεις μισθών και φορολογικές μεταρρυθμίσεις, αυξάνοντας έτσι την κατανάλωση και ανακατανέμοντας τα εισοδήματα προς τα χαμηλότερα εισοδήματα. Με συγχρηματοδοτούμενα δημόσια και ιδιωτικά έργα και με την ενίσχυση της βιομηχανικής παραγωγής, που μεγάλο μέρος της κρατικοποιήθηκε, μειώθηκε σε μεγάλο βαθμό η ανεργία στον πρώτο χρόνο της διακυβέρνησης Αλιέντε.

Όμως η συνεχιζόμενη οικονομική πίεση από το εξωτερικό αλλά και την θιγόμενη από τα μέτρα χιλιανή αστική τάξη ανέτρεψαν την κατάσταση και η οικονομία άρχισε να υποχωρεί δημιουργώντας εσωτερική αποσταθεροποίηση, ελλείψεις αγαθών, ανεργία, αυξανόμενο πληθωρισμό και μεγάλες κινητοποιήσεις τόσο των αντιπάλων όσο και των οπαδών της κυβέρνησης που αντιπαρατίθονταν στους δρόμους. Ταυτοχρόνως οι ΗΠΑ οργάνωναν μυστικές αποστολές και χρηματοδοτούσαν τους αντιπάλους της κυβέρνησης.

Όταν πλέον η κατάσταση έφτασε στα άκρα, και με πρόσχημα την αναστάτωση που είχε δημιουργηθεί από τις αντιδράσεις ξένων και ντόπιων συμφερόντων, ο στρατηγός Αουγκούστο Πινοσέτ προχώρησε σε ένα αιματηρό πραξικόπημα (Σεπτέμβριος του 1973) με στόχο να αναιρέσει τα μέτρα που είχε πάρει η κυβέρνηση Αλιέντε και να την καταστήσει μια παρένθεση στην Ιστορία της χώρας. Μετά την επικράτηση του πραξικοπήματος η δικτατορική κυβέρνηση έκλεισε το Κογκρέσο, ανέστειλε το Σύνταγμα και απαγόρευσε την λειτουργία των κομμάτων. Η καταστολή που ακολούθησε ήταν άγρια και είχε χιλιάδες νεκρούς (γύρω στις 3 χιλ. –τουλάχιστον χίλιους μέσα στο πρώτο εξάμηνο), «εξαφανισμένους», βασανισθέντες και αναγκαστικά εκπατρισθέντες. Ταυτοχρόνως πήρε πίσω τις κοινωνικές κατακτήσεις που είχαν δοθεί τα προηγούμενα χρόνια, επέστρεψε τις μεγάλης ιδιοκτησίας γαίες (λατιφούντια) και τις κρατικοποιημένες επιχειρήσεις στους προηγούμενους ιδιοκτήτες και έδωσε μεγάλες αποζημιώσεις στους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων τις οποίες κράτησε υπό κρατικό έλεγχο (βιομηχανία χαλκού, άλλες σημαντικές μεταλλοβιομηχανίες και εξορυκτικές επιχειρήσεις). Στο πρώτο διάστημα η οικονομική κατάσταση της χώρας χειροτέρευσε και στην συνέχεια μπήκε μπροστά ένα νέο οικονομικό μοντέλο -αυτό που αργότερα θα ονομαστεί νεοφιλελευθερισμός- και το οποίο βασιζόταν στην «ελεύθερη επιχειρηματική δραστηριότητα».

Τον Σεπτέμβριο του 1980, μετά από μία αντικανονική και μη δημοκρατική διαδικασία, που χαρακτηρίστηκε από απουσία εκλογικών καταλόγων, ο στρατηγός Πινοσέτ έγινε πρόεδρος του κράτους με οκταετή θητεία και “ψηφίστηκε” το νέο Σύνταγμα της χώρας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 σταδιακά επιτράπηκαν μεγαλύτερες ελευθερίες συγκεντρώσεων, λόγου, συνεργασιών (περιλαμβάνοντας την ίδρυση εργατικών συνδικάτων) και περιορισμένων πολιτικών δράσεων.

Οι πολιτικές δυνάμεις στην μετά Πινοσέτ εποχή

Στο δημοψήφισμα του 1988 ο Πινοσέτ απέτυχε να επανεκλεγεί για μία δεύτερη οκταετή θητεία (56% κατά - 44% υπέρ). Μετά από αυτό ακολούθησαν εκλογές για Πρόεδρο και κοινοβούλιο τις οποίες κέρδισε ο χριστιανοδημοκράτης Πατρίσιο Άιλγουιν (3,85 εκατ. ψήφους και 55%) επικεφαλής του συνασπισμού του κέντρου και της Αριστεράς «Συγκέντρωση» ("Concertacion para la democracia"). Τα χρόνια της θητείας του (1990-94) χαρακτηρίστηκαν αφενός από ένταση μεταξύ των οπαδών του Πινοσέτ (που παρέμενε αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων) και των δημοκρατικών και αφετέρου από την δημόσια συζήτηση για το πραξικόπημα του 1973 και το κοινωνικό κόστος του οικονομικού μοντέλου που είχε επιβληθεί από τον Πινοσέτ.

Το 1994 η «Συγκέντρωση» κέρδισε και πάλι την θέση του προέδρου εκλέγοντας τον χριστιανοδημοκράτη Εδουάρδο Φρέι Ρουίς-Τάγιε (4 εκατ. ψήφους και 58%) που με την σειρά του παρέδωσε, πάλι για τη «Συγκέντρωση», το 2000, στον σοσιαλδημοκράτη Ρικάρδο Λάγος και αυτός στην σοσιαλίστρια της «Συγκέντρωσης» Μιτσέλ Μπατσελέ (2006-10).

Ενδεικτικά για τις δυνάμεις των πολιτικών κομμάτων την παραπάνω περίοδο βλέπουμε τα ποσοστά τους στις κοινοβουλευτικές εκλογές

α) Εκλογές 1993: «Συγκέντρωση» 55% (Χριστιανοδημοκράτες 20,2%, ΣΚ 12,7%, Κόμμα Δημοκρατίας 14,7%, Ριζοσπαστικό 6,4%)

Ένωση για την Πρόοδο 37,35%

ΚΚΧ+MAPU 4,3%

β) Εκλογές 1997: «Συγκέντρωση» 50%

Ένωση για την Χιλή 36,6%

ΚΚΧ 8,6%

Για πρώτη φορά μεταδικτατορικά κέρδισε τις προεδρικές εκλογές η Δεξιά το 2010 με τον Σεμπάστιαν Πινιέιρα (2010-14) για να τον διαδεχτεί την επόμενη τετραετία και πάλι η Μπατσελέ (2014-18).

Στις εκλογές του 2017

α) για το Κοινοβούλιο

- ο Δεξιός+κεντροδεξιός συνασπισμός Chile Vamos κέρδισε το 38,7% των ψήφων,

- ο συνασπισμός της Αριστεράς Nueva Mayoria το 24% (ΣΚ 9,8%, Κόμμα για τη Δημοκρατία 5%, ΚΚΧ 4,6% κλπ),

- ο κεντροαριστερός συνασπισμός Frente Amplio (που ξεπήδησε από τα κινήματα διαμαρτυρίας της δεκαετίας του 2010) το 16,5% και

- οι Χριστιανοδημοκράτες το 10,3%. 

β) για εκλογή Προέδρου

- ο εκπρόσωπος του Chile Vamos Σεμπάστιαν Πινιέιρα κέρδισε το 36,6% και το 55,6% στον δεύτερο γύρο

- ο εκπρόσωπος της Nueva Mayoria Αλεχάνδρο Γκουιγιέρ κέρδισε το 22,7% και το 45,4% στον δεύτερο γύρο

- η Μπεατρίζ Σάντσεθ του Frente Amplio το 20%.

Δυο παρατηρήσεις-κλειδιά για την κατανόηση της σημερινής κατάστασης

Η πρώτη παρατήρηση αφορά στα αποτελέσματα της οικονομικής πολιτικής Πινοσέτ η οποία –χάρη στο Σύνταγμα του 1980- εφαρμόζεται μέχρι σήμερα και από τις δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις. Από τα μέσα του 1975, και κάτω από την καθοδήγηση αμερικανοσπουδαγμένων Χιλιανών «Chicago boys», ο Πινοσέτ ξεκίνησε τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές αλλαγές με στόχο, όπως έλεγε ο ίδιος, να κάνει τους Χιλιανούς «όχι ένα έθνος προλετάριων αλλά ένα έθνος κατόχων». Σύντομα κατάφερε να τιθασεύσει τον πληθωρισμό και να μηδενίσει το έλλειμμα του προϋπολογισμού σταδιακά δε άρχισαν να εισρέουν κεφάλαια και να βελτιώνονται οι οικονομικοί δείκτες. Μάλιστα μετά την αποχώρηση του Πινοσέτ από την προεδρία (το 1990) το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ppp αυξάνεται με υψηλότερους ρυθμούς απ’ ότι στην υπόλοιπη Λατινική Αμερική.


Για τις κοινωνικές τάξεις της Χιλής που καρπώθηκαν τα οφέλη αυτών των επιδόσεων και για τους υποστηρικτές του Πινοσέτ ανά τον κόσμο αυτό χαρακτηρίζεται ως το "Θαύμα της Χιλής".

Από την άλλη, το κόστος της ανασυγκρότησης της περιόδου 1973-80 φορτώθηκε στις πιο αδύναμες τάξεις της Χιλής. Υπήρξαν μεγάλες περικοπές στα εισοδήματα αλλά και στις κοινωνικές υπηρεσίες ενώ η ανεργία αυξήθηκε σημαντικά και μόνο μετά το τέλος του ’80 έπεσε σε ποσοστά της τάξης του 10%.


Τα αποτελέσματα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών αποτυπώνονται στις επιδόσεις της Χιλής στον τομέα της κατανομής εισοδήματος και στο ποσοστό του ΑΕΠ που δίνεται για συντάξεις και, γενικότερα, για κοινωνικές δαπάνες.

Έτσι, ενώ η Χιλή είναι μια από τις χώρες του ΟΟΣΑ, έχει συντελεστή ανισοκατανομής εισοδήματος (συντελεστής Gini) ακόμη και μεγαλύτερο από τον μ.ο. των χωρών της Λατινικής Αμερικής ενώ βρίσκεται μακριά από τις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ.




Το ίδιο απελπιστική είναι η κατάσταση

α) των συντάξεων που μειώνονται όλο και περισσότερο ως ποσοστό του ΑΕΠ:

Ξεκινώντας από 8% του ΑΕΠ για συντάξεις το 1990 έπεσε στο 5% το 2000 και στο 2,9% το 2015. Στις αντίστοιχες χρονιές ο μ.ο. στις χώρες του ΟΟΣΑ από 6,3% ανέβηκε στο 6,6% και, το 2015, βρισκόταν στο 8,0% ενώ στις χώρες της ΕΕ από 7,4% ανέβηκε στο 8,1% και το 2015 στο 9,7%

Ακόμη και για χώρα της Λατ. Αμερικής δεν διαφέρει από τον μ.ο. των πιο φτωχών χωρών της. Το 2010 έδωσε για συντάξεις το 3,4% του ΑΕΠ της, λίγο πάνω από τον μ.ο. που βρισκόταν στο 3,1%. Την ίδια χρονιά η Βραζιλία έδωσε το 6,8%, η Ουρουγουάη το 8,2%, η Βενεζουέλα το 4,8% και η Αργεντινή το 6,4% (πηγή: PENSIONS AT A GLANCE/LATIN AMERICA AND THE CARRIBEAN – COUNTRY PROFILES – URUGUAY του ΟΟΣΑ)

β) του συνολικού πακέτου των κοινωνικών δαπανών (συντάξεις, προνοιακά επιδόματα και δαπάνες δημόσιας υγείας) που κάνει το κράτος


Την πραγματικότητα αυτή παραδέχονται ακόμη και οι υποστηρικτές των νεοφιλελεύθερων πολιτικών.

Γράφει η Καθημερινή (25.10.2019):

«Τα επίπεδα φτώχειας έχουν μειωθεί δραματικά στη Χιλή τα τελευταία 20 χρόνια και πλέον είναι η πλουσιότερη χώρα στη Νότια Αμερική σε κατά κεφαλήν εισόδημα. Ωστόσο, παραμένει ένα από τα πιο άνισα έθνη στον κόσμο.

Στα συμφραζόμενα της Λατινικής Αμερικής, η Χιλή θεωρείται χώρα–υπόδειγμα λόγω της διαφάνειας, των ευνοϊκών για τις επενδύσεις συνθηκών και ενός συστήματος αδιάφθορης διακυβέρνησης. Η οικονομία της έχει αναπτυχθεί σημαντικά χάρις σε ένα στέρεο μακροοικονομικό πλαίσιο και στην άνοδο της τιμής του χαλκού. Με όλα τα παραπάνω, η Χιλή κατόρθωσε να μειώσει δραστικά τον αριθμό των ανθρώπων που ζούσαν στα επίπεδα της φτώχειας με 5,5 δολάρια την ημέρα από το 30% του πληθυσμού το 2000 στο 6,4% το 2017, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα. Εντούτοις, παραμένει η χώρα με την οξύτερη ανισότητα στον ΟΟΣΑ. Το χάσμα μεταξύ των εισοδημάτων είναι 65% μεγαλύτερο από τον μέσο όρο του διεθνούς οργανισμού.

Οι μισοί από τους εργάτες στη χώρα βγάζουν 550 δολάρια τον μήνα ή και λιγότερα, σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής. Επίσημη έρευνα του 2018 δείχνει ότι οι πλουσιότεροι της Χιλής έχουν εισόδημα 13,6 φορές υψηλότερο από το αντίστοιχο των πιο φτωχών. Διαδηλωτές, που μίλησαν στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters, είπαν ότι με μεγάλη δυσκολία τα βγάζουν πέρα, διότι είναι πολύ ακριβό το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο έχει εν μέρει ιδιωτικοποιηθεί, όπως και η περίθαλψη, ενώ και οι λογαριασμοί νερού και ρεύματος είναι υψηλοί, όπως και τα ενοίκια. Το δε ιδιωτικοποιημένο σύστημα συντάξεων έχει δεχθεί κριτική από μεγάλη μερίδα των πολιτών, διότι οι συντάξεις είναι χαμηλές και συχνά δίδονται με καθυστέρηση. Η γενικευμένη δυσαρέσκεια κάνει τους Χιλιανούς να δείχνουν ενθουσιασμό για λαϊκιστικές προτάσεις της άκρας Αριστεράς, όπως αυτή που αφορά την εβδομάδα 40 ωρών.

Ο καθηγητής Οικονομικών της Ανάπτυξης, Ροδρίγο Πέρες, στο Πανεπιστήμιο Μαγιόρ του Σαντιάγο, επισημαίνει ότι οι πιέσεις που ασκούνται στους φτωχούς και στη μεσαία τάξη της Χιλής είναι ιδιάζουσες. “Υπάρχουν και άλλες χώρες με αναλόγως υψηλά επίπεδα ανισότητας, αλλά, εάν σκεφθεί κάποιος τι κάνουν οι αντίστοιχες κυβερνήσεις για να τα μετριάσουν, μπορεί να αντιληφθεί γιατί οι άνθρωποι εκείνοι δεν απαιτούν τόσα όσα οι Χιλιανοί”, λέει. “Στη δική μας περίπτωση, το κράτος δεν κάνει τίποτε με γνώμονα είτε την αναδιανομή είτε τη μείωση της εισοδηματικής διαφοράς”».

Τα ίδια διαπιστώνει και αρθρογράφος του capital:

«Πρώτον, οι Χιλιανοί διαμαρτύρονται για το σύστημα συνταξιοδότησης και τα συνταξιοδοτικά προγράμματα. Τις μεμονωμένες συντάξεις διαχειρίζονται μια σειρά ιδιωτικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Το επιχείρημα που ανακύπτει συχνά είναι ότι αυτοί που διαχειρίζονται αυτές τις συντάξεις είναι οι πλουσιότεροι επιχειρηματίες, ενώ πολλοί συνταξιούχοι λαμβάνουν συντάξεις κατώτερες του κατώτατου μισθού.

[…]

Οι Χιλιανοί έχουν επίσης εξοργιστεί για το Φορολογικό Σύστημα. Υποστηρίζεται ότι οι πλουσιότεροι άνθρωποι πληρώνουν λιγότερους φόρους από τους υπόλοιπους. Η καταγγελία αντικατοπτρίζεται σε πλείστα επιχειρήματα που καταγγέλλουν την υψηλή ανισότητα και τη συγκέντρωση πλούτου στα χέρια μερικών. Η οικονομική επιτροπή για τη Λατινική Αμερική (ECLA ή CEPAL στα ισπανικά) ανέφερε νωρίτερα φέτος ότι το 1% του πληθυσμού της Χιλής ελέγχει το 26,5% του εθνικού πλούτου, ενώ το 66,5% ελέγχει μόνο το 2,1% του εθνικού πλούτου.

[…]

Η Εκπαίδευση θεωρείται, όπως στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, ως κλειδί για την κοινωνική κινητικότητα. Πολλοί Χιλιανοί δεν έχουν πρόσβαση σε καλή παιδεία για τα παιδιά τους, που θα τους επέτρεπε να προετοιμαστούν για μια καλή τριτοβάθμια εκπαίδευση και, κατά συνέπεια, για την κοινωνική κινητικότητα.

Η ποιότητα των σχολείων σε πιο προνομιούχες γειτονιές είναι καλύτερη από εκείνη των γειτονιών χαμηλού εισοδήματος. Ως αποτέλεσμα, όσοι ζουν σε πιο προνομιούχες γειτονιές είναι καλύτερα προετοιμασμένοι για την τριτοβάθμια εκπαίδευση από όσους δεν το κάνουν. Παραδόξως, είναι εμφανές ότι εκείνοι που πήγαν σε καλύτερα δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια είχαν πρόσβαση στο δημόσιο πανεπιστημιακό σύστημα (το οποίο είναι δωρεάν), ενώ εκείνοι που προέρχονταν από λιγότερο προνομιούχο υπόβαθρο δεν κατάφεραν να έχουν τα αποτελέσματα που χρειάζονταν ώστε να μπουν στο δημόσιο πανεπιστήμιο και, επομένως, δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να παρακολουθήσουν ιδιωτικά πανεπιστήμια των οποίων τα δίδακτρα είναι φυσικά απαγορευτικά.

[…]

Την Υγεία, σε αντίθεση με τις συντάξεις γήρατος, διαχειρίζεται ένα μικτό δημόσιο και ιδιωτικό σύστημα. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν πρόσβαση στο δημόσιο σύστημα, που φυσικά πάσχει από πολλά προβλήματα. Δεν υπάρχουν αρκετά νοσοκομεία και ειδικοί και η προληπτική υγεία είναι ανεπαρκής. Οι λίστες αναμονής είναι μεγάλες. Τα ασφάλιστρα είναι υψηλά και η κάλυψη ανεπαρκής.

[…] το νεοφιλελεύθερο μοντέλο προκάλεσε οικονομική ανάπτυξη και μείωση της φτώχειας, αλλά μετέτρεψε τη Χιλή σε μια μεγάλη ιδιωτική επιχείρηση. Η δημόσια πρόνοια, όπως οι συντάξεις και η υγειονομική περίθαλψη, έγιναν μια κερδοφόρα επιχείρηση. Επιπλέον, οι μεγάλες βιομηχανίες συχνά συνεννοούνται για την αύξηση των τιμών».

 

Η δεύτερη παρατήρηση αφορά στο Σύνταγμα του 1980. Αυτό περιλαμβάνει αφενός διατάξεις προστασίας του νεοφιλελεύθερου οικονομικού πινοσετικού μοντέλου και αφετέρου διαδικασίες αναθεώρησης που δεν αφήνουν αλλαγές σε αυτές τις νεοφιλελεύθερες συνταγματικές διατάξεις. Πράγματι, στην πορεία του χρόνου έγιναν αναθεωρήσεις άρθρων οι οποίες όμως δεν έθιγαν τον νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα του αφού το ίδιο το Σύνταγμα ενσωματώνει προβλέψεις που περιορίζουν την ικανότητα του κράτους να αναλάβει πιο ενεργό ρόλο και να ρυθμίσει τομείς όπως η οικονομία, η υγειονομική περίθαλψη και το συνταξιοδοτικό σύστημα. Κι αυτό διότι η τροποποίηση βασικού συνταγματικού νόμου ή διάταξης απαιτεί την έγκριση αυξημένης πλειοψηφίας του Κογκρέσου και της Γερουσίας. 

Για πρδγμα, τον Σεπτέμβριο του 2005, ο τότε πρόεδρος (προερχόμενος από το ΣΚ), μετά την έγκριση του Κογκρέσου, υπέγραψε ένα σύνολο αλλαγών οι οποίες περιλάμβαναν την κατάργηση θέσεων ισόβιων μη εκλόγιμων βουλευτών, την απόδοση εξουσίας στον πρόεδρο για την παύση των αρχηγών των ενόπλων δυνάμεων, καθώς και μείωση της προεδρικής θητείας από έξι σε τέσσερα χρόνια. Όμως στο νομοσχέδιο του για την ασφάλιση ανεργίας η αντίρρηση της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας της Δεξιάς ήταν αρκετή για να απορριφθεί το νομοσχέδιο ως αντισυνταγματικό. Με δυο λόγια, ο Πινοσέτ, στηριζόμενος στο σκεπτικό ότι η Δεξιά δεν θα έπεφτε σε συντριπτικά χαμηλό ποσοστό, θα είχε την δυνατότητα να μπλοκάρει δια της μειοψηφίας της την οποιαδήποτε προσπάθεια ανατροπής της συνταγματικά κατοχυρωμένης νεοφιλελεύθερης πολιτικής που αυτός είχε επιβάλλει με την στρατιωτική βία την περίοδο 1973-1980. Έτσι ο Πινοσέτ, ως ζόμπι, πλανιόταν πάνω από την πολιτική ζωή της Χιλής επί χρόνια μετά τον θάνατο του.

Η εξέγερση του 2019

Όπως έχει συμβεί επανειλημμένως σε κοινωνικές εξεγέρσεις στο παρελθόν, έτσι και στην Χιλή, τον Οκτώβριο του 2019, με αφορμή ένα ήσσονος σημασίας γεγονός -εδώ με μια αύξηση στις τιμές των εισιτηρίων- ξέσπασε ένα κύμα έντονων διαμαρτυριών που σύντομα μετατράπηκε σε μια γενικευμένη εξέγερση. Τα κόμματα της κεντροαριστεράς και, προφανώς της Δεξιάς, που κυβέρνησαν μετά το 1990 είχαν διαχειριστεί τα πράγματα υποτασσόμενα στην κληρονομιά που άφησε ο Πινοσέτ και προς όφελος του κεφαλαίου, αρνούμενα ταυτοχρόνως να προβούν σε ανακατανομή του εισοδήματος –όπως εξάλλου επιτάσσει το πινοσετικό Σύνταγμα.

Το κάλεσμα μαθητών προς τους πολίτες να μπουν στο μετρό στις 18 Οκτωβρίου χωρίς να πληρώσουν εισιτήριο τις ώρες αιχμής ήταν η θρυαλλίδα της εξέγερσης. Οι απαγορεύσεις κυκλοφορίας, ο στρατός και η αστυνομία (carabineros) δεν μπόρεσαν να καταστείλουν το κίνημα που οργανώθηκε από τα κάτω, από νεολαιίστικες οργανώσεις, και που γρήγορα εντάχθηκαν σε αυτό κοινωνικές οργανώσεις, συνδικάτα και κόμματα της Αριστεράς (ΚΚΧ, Δημοκρατική Επανάσταση και το Frente Amplio). Στην συνέχεια οι συγκρούσεις με τον ιδιαίτερα σκληρό κατασταλτικό μηχανισμό (κληρονομιά και αυτός του καθεστώτος Πινοσέτ) έγιναν καθημερινές και βίαιες: οι  ξυλοδαρμοί, οι τραυματισμοί και τα βασανιστήρια επί των πολιτών οδήγησαν μέχρι και τον ΟΗΕ να στείλει μια ομάδα με αποστολή να διερευνήσει την βιαιότητα των δυνάμεων καταστολής. Το σημείο καμπής ήταν η 25η Οκτωβρίου όταν πραγματοποιήθηκε μια τεράστια  πορεία 1,2 εκατ. διαδηλωτών. Πολύ σύντομα “έπεσε” το σύνθημα «δεν είναι 30 πέσος, είναι 30 χρόνια», που έδειχνε πως η σύγκρουση περνούσε πλέον σε συνολική αμφισβήτηση του καθεστώτος. 

Το τίμημα της εξέγερσης δεν ήταν μικρό: στις συγκρούσεις σκοτώθηκαν τουλάχιστον 22 άνθρωποι -οι περισσότεροι σε επεισόδια και εμπρησμούς, πέντε από πυρά των δυνάμεων ασφαλείας- περισσότεροι από 2 χιλιάδες τραυματίστηκαν και πάνω από 15 χιλιάδες προσήχθησαν ή συνελήφθησαν.

Μέσα στην γενικευμένη αυτή κοινωνική αμφισβήτηση η δεξιά κυβέρνηση Πινιέιρο υποχώρησε πανικόβλητη και ο πρόεδρος της αναγκάστηκε να παραδεχτεί την ήττα του: «κατά τη διάρκεια των τεσσάρων τελευταίων εβδομάδων, η Χιλή άλλαξε. Οι Χιλιανοί άλλαξαν, η κυβέρνηση άλλαξε, όλοι μας αλλάξαμε». Ένα άλλο μέλος του κυβερνητικού συνασπισμού αποδέχτηκε ότι «πρέπει να αναλάβουμε την ευθύνη να δημιουργήσουμε μια ουσιαστική κοινωνική ατζέντα με στόχο τη βελτίωση των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων, της υγειονομικής περίθαλψης και της ποιότητας ζωής». Από κοντά και ο πρώην πρόεδρος Λάγιος (του ΣΚ) ως μετανοούσα Μαγδαληνή -για να μην μείνει εντελώς εκτός των εξελίξεων- παραδέχτηκε απολογητικά (αλλά καθυστερημένα) ότι «Είχαμε όλοι απόλυτη συναίσθηση του γεγονότος πως ήταν σαν μας έχουν φορέσει ζουρλομανδύα».

Κάτω από την κοινωνική πίεση που δημιούργησε η λαϊκή εξέγερση, στις 15 Νοεμβρίου (2019), τα περισσότερα κόμματα που εκπροσωπούνταν στο Κογκρέσο υπέγραψαν συμφωνία («Συμφωνία για την Κοινωνική Ειρήνη και το Νέο Σύνταγμα») για την προκήρυξη εθνικού δημοψηφίσματος τον Απρίλιο του 2020 ώστε να εγκριθεί μέσω της ψήφου η αναθεώρηση του Συντάγματος. Η ημερομηνία του δημοψηφίσματος αναβλήθηκε στην συνέχεια για τον Οκτώβριο του 2020 λόγω της πανδημίας.

Το δημοψήφισμα και οι εκλογές για την Συντακτική Εθνοσυνέλευση

► Τελικά το δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 2020 με δύο ερωτήματα: α) αν χρειάζεται ένα νέο Σύνταγμα και β) τι είδους Σώμα θα το καταρτίσει.

Το 78% των ψήφων ενέκρινε την σύνταξη νέου Συνταγματικού Χάρτη ενώ στο ερώτημα ποιος θα το καταρτίσει συμφώνησε με την πρόταση αυτό να γίνει από εκλεγμένους πολίτες (η άλλη πρόταση, αυτή που απορρίφθηκε, ήταν να καταρτιστεί το Σύνταγμα με τη συμμετοχή νομοθετών). Εν τούτοις, στο δημοψήφισμα συμμετείχε το χαμηλό ποσοστό του 51%.

Στις 15 και 16 Μαΐου 2021 πραγματοποιήθηκαν εκλογές για τα μέλη της Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης που θα κληθεί να διαμορφώσει το νέο Σύνταγμα. Μαζί με τις εκλογές αυτές πραγματοποιήθηκαν εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση (δημαρχιακές, δημοτικές και περιφερειακές).

Τα αποτελέσματα των εκλογών ήταν σαρωτικά σε βάρος των συστημικών κομμάτων. Παρά τη δύναμη της λαϊκής εξέγερσης του Οκτώβρη του 2019 και την επίδρασή της σε όλο το θεσμικό τοπίο, μπορούσε πράγματι κανείς να είναι επιφυλακτικός για τις μεταστροφές που θα προκαλούσε και σε εκλογικό επίπεδο. Η πραγματικότητα όμως ήταν ιδιαιτέρως ευχάριστη για την πλευρά της συνταγματικής μεταρρύθμισης.

Η προσοχή επικεντρώθηκε ιδιαίτερα στις εκλογές για τη Συνταγματική Εθνοσυνέλευση, μια έντονα αμφισβητούμενη εκλογική διαδικασία στην οποία έμπαιναν πάμπολλα εμπόδια: η φύση του προνομιούχου εκλογικού συστήματος, η ενότητα της δεξιάς και της άκρας δεξιάς με ενιαία εκπροσώπηση (την «Chile Vamos»), προ-συμφωνία του Κοινοβουλίου για να εξασφαλιστεί ότι το μελλοντικό Σύνταγμα θα πρέπει να επικυρωθεί από πλειοψηφία 2/3, χρηματική και μιντιακή κυριαρχία των κύριων κομμάτων που κυβέρνησαν τη χώρα τα τελευταία τριάντα χρόνια, δυσκολίες που συνάντησαν οι αγωνιστές του κοινωνικού κινήματος για να νομιμοποιήσουν τις υποψηφιότητές τους, μεγάλη κατάτμηση του στρατοπέδου των ανεξάρτητων, σύρσιμο της Αριστεράς -χωρίς να μιλήσουμε για την πανδημία και για την οικονομική κρίση.

- Ο συνασπισμός της Δεξιάς -οι ηγέτες της έμοιαζαν σίγουροι ότι θα έπαιρναν τουλάχιστον το 1/3 των εδρών (δηλαδή 52 στις 155), κάτι που θα τους εξασφάλιζε την δυνατότητα να μπλοκάρουν, μέσα από το δικαίωμα βέτο, όλα τα άρθρα του μελλοντικού Συντάγματος- πήραν λίγο πάνω από το 23% των ψήφων και η «Chile Vamos» αρκέστηκε σε 37 έδρες.

- Στην πλευρά της αντιπολίτευσης οι συσχετισμοί ανατράπηκαν.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα και το Frente Amplio (Πλατύ Μέτωπο, η νέα αριστερά που ξεπήδησε από τα κινήματα στη δεκαετία του 2010) συγκρότησαν την Lista Apruebo Dignidad που πέτυχε το στόχο της και εξέλεξε 28 μέλη στην Συντακτική (με το 18% των ψήφων).

Τα σοσιαλφιλελεύθερα κόμματα της παλαιάς Concertación («Συμφωνία»), που είχαν κυβερνήσει από το 1990 ώς το 2010 χωρίς να αμφισβητήσουν την οικονομική κληρονομιά της δικτατορίας, δεν κατάφεραν να βγάλουν παρά 25 έδρες (από τις οποίες 15 το ΣΚ και 2 η Χριστιανική Δημοκρατία).

- Η μεγάλη έκπληξη ήρθε κυρίως από την έκταση της ψήφου υπέρ των «ανεξάρτητων», που συγκεντρώνουν συνολικά 48 έδρες, κάτι που υπογραμμίζει την μαζική απόρριψη των πολιτικών κομμάτων. Αυτό είναι ένα πολύ ετερογενές σύνολο, όπου συνυπάρχουν ακόμα και συνωμοσιολόγοι και γνωστοί συντηρητικοί. Στην πλειοψηφία τους όμως προέρχονται από την κριτική της αυταρχικής και νεοφιλελεύθερης κληρονομιάς των τελευταίων δεκαετιών. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις υποψηφιότητες της «Λίστας του λαού», που συσπειρώνει εκπροσώπους των κοινωνικών κινημάτων και της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών και που, με 24 έδρες, βάζει μέσα στη Συντακτική Συνέλευση προσωπικότητες της «εξέγερσης του Οκτώβρη» (μεταξύ αυτών και πολλές γυναίκες).

- Οι αυτόχθονες πληθυσμοί εξέλεξαν τους υπόλοιπους 17 αντιπροσώπους.

Έτσι, αν η δεξιά πτέρυγα χάσει το δικαίωμα βέτο που ήλπιζε να έχει, οι συμμαχίες μεταξύ των εκπροσώπων της κοινωνικής και πολιτικής Αριστεράς θα μπορούσαν να καταστήσουν δυνατή την κατάκτηση των 2/3 της Εθνοσυνέλευσης και να αρχίσει η αποδόμηση του χιλιανού νεοφιλελευθερισμού.

(Ο θυμός της κοινωνίας εκφράστηκε και στις εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση: ο Jorge Sharp (αντινεοφιλελεύθερη αριστερά) εξελέγη άνετα στο Βαλπαραΐσο, ο Daniel Jadue (ΚΚΧ) στην κοινότητα Ρεκολέτα, της μητροπολιτικής περιφέρειας με πάνω από 64% των ψήφων, η Irací Hassler (ΚΚΧ) στο Σαντιάγκο κλπ).

Στη συνέχεια αυτή η Συνταγματική Εθνοσυνέλευση θα έχει ένα χρόνο για να συμφωνήσει σε ένα σχέδιο κειμένου το οποίο θα τεθεί σε νέα  δημόσια ψηφοφορία.

Η εκλογή Μπόριτς

Το επόμενο βήμα σε αυτήν την πολύμηνη διαδικασία καθυστερημένης αποχουντοποίησης ήταν οι εκλογές για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, την Γερουσία και το Κοινοβούλιο (Βουλή των Αντιπροσώπων) στις 21 Νοεμβρίου 2021. Για την εκλογή προέδρου οι εκλογές επαναλήφθηκαν στις 19 Δεκεμβρίου μεταξύ των δυο πρώτων του Α γύρου, του νεοφιλελεύθερου πινοσετικού Χοσέ Αντόνιο Καστ και του Γκαμπριέλ Μπόριτς (βουλευτή του Frente Amplio που, χωρίς την έγκριση του κόμματός του, είχε υπογράψει την «Συμφωνία για την Κοινωνική Ειρήνη και το Νέο Σύνταγμα») ως εκπροσώπου του αριστερού Συνασπισμού Apruebo Dignidad. 

Τα αποτελέσματα στους δυο γύρους ήταν τα εξής:



Α γύρος

Β γύρος

Υποψήφιος

Συνασπισμός

Ψήφοι

%

Ψήφοι

%

Γκαμπριέλ Μπόριτς

Apruebo Dignidad (CS)

1.815.024

25,82

4.620.890

55,87

Χοσέ Αντόνιο Καστ

Christian Social Front

1.961.779

27,91

3.650.088

44,13

Φράνκο Παρίσι

Party of the People

900.064

12,81

 

Σεμπάστιαν Σίτσελ

Chile Podemos Más

898.635

12,79

 

Γιάσνα Προβόστε

New Social Pact (PDC)

815.563

11,6

 

Μάρκο Ενρίκες Ομινάμι

Progressive Party

534.383

7,6

 

Εντουάρντο Άρτες

Patriotic Union (PC-AP)

102.897

1,46

 

Σύνολο εγκύρων

7.028.345

 

8.270.978

 

Άκυρα/Λευκά

85.973

 

92.932

 

Σύνολο ψηφισάντων

7.114.318

 

8.363.910

 

Εγγεγραμμένοι

15.030.974

 

15.030.974

 

Συμμετοχή στις εκλογές

 

47,33%

 

55,64%

 

Τα αποτελέσματα της 21ης Νοεμβρίου ήταν μια ψυχρολουσία για όσους είχαν δώσει τις μάχες στην εξέγερση του Οκτωβρίου 2019 καθώς όχι μόνο την πρώτη θέση πήρε ο εκπρόσωπος του πινοσετισμού και της αντεπανάστασης αλλά στην τρίτη και τέταρτη θέση βρέθηκαν άλλοι δυο υποψήφιοι της Δεξιάς αθροίζοντας πάνω από 50% των ψήφων.

Έναν μήνα αργότερα με αυξημένη την συμμετοχή των ψηφοφόρων κατά 1,2 εκατομμύρια σε σχέση με τον πρώτο γύρο και με το υψηλότερο ποσοστό συμμετοχής από οποιεσδήποτε εκλογές από τότε που η ψηφοφορία έπαψε να είναι υποχρεωτική (2012) ο Γκαμπριέλ Μπόριτς κέρδισε τις εκλογές με 55,9% των ψήφων και έγινε ο νεότερος πρόεδρος στην ιστορία της Χιλής και ο δεύτερος νεότερος ηγέτης κράτους στον κόσμο. Μια μετεκλογική έρευνα έδειξε ότι το 59% των ψηφοφόρων του Παρίσι, το 23% των ψηφοφόρων του Σίτσελ και η πλειοψηφία των ψηφοφόρων των υπόλοιπων υποψηφίων ψήφισαν στο δεύτερο γύρο τον Μπόριτς.  

Και οι δυνάμεις των κομμάτων στην Βουλή και στην Γερουσία

Κόμμα

%

Έδρες

+/–

Βουλή των αντιπροσώπων (Chamber of Deputties)

Chile Podemos Más

25.43%

53

-19

Apruebo Dignidad

20.94%

37

17

NPS

17.16%

37

-6

Christian Social Front

11.18%

15

Νέο

Party of the People

8.45%

6

Νέο

Dignidad Ahora

5.10%

3

Νέο

Green

4.83%

2

Νέο

United Independents

2.96%

1

Νέο

Independents

1.44%

1

0

Γερουσία

Chile Podemos Más

27.86%

24

5

Apruebo Dignidad

19.58%

5

4

NPS

15.59%

18

3

Christian Social Front

8.62%

1

Νέο

Independents

9.31%

2

1

 

 

Κι όμως, πολλά ενδεχόμενα είναι ακόμη ανοιχτά

Λίγες ημέρες μετά τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών ο Χιλιανός ιστορικός Igor Goicovic Donoso σημείωνε απογοητευμένος από τα εκλογικά αποτελέσματα:

«Πλησιάζουμε στην προσωρινή επίλυση της κρίσης που εξαπέλυσαν τα λαϊκά στρώματα τον Οκτώβριο του 2019. Και βρισκόμαστε στο χειρότερο σενάριο: αυτό της βαθιάς ήττας για τον ρεφορμισμό, αλλά και με μια στρατηγική ήττα για τα επαναστατικά τμήματα».

Κι όμως, πριν περάσει μήνας, οι λαϊκές τάξεις που είχαν γκρεμίσει την νεοφιλελεύθερη συναίνεση έδωσαν την νίκη στον υποψήφιο (τους), αυτόν που ξεπήδησε μέσα από τα αντινεοφιλελεύθερα κινήματα της προηγούμενης δεκαετίας. Κινητοποιήθηκαν στο πλευρό του, τράβηξαν στις κάλπες ψηφοφόρους που είχαν επιλέξει στον πρώτο γύρο την αποχή και γύρισαν ανάποδα το «χειρότερο σενάριο» για να μην ακυρωθούν οι κατακτήσεις των αγώνων τους.          

Ως που είναι όμως διατεθειμένος να τραβήξει την σύγκρουση με το παλιό καθεστώς; Όπως ο ΣΥΡΙΖΑ κι ο Τσίπρας πριν το 2015 έτσι κι η Αριστερά του Μπόριτς προβάλλεται ως η πολυσυλλεκτική, αντινεοφιλελεύθερη και μοντέρνα Αριστερά του 21ου αιώνα βγαλμένη μέσα από τα κινήματα που ξέσπασαν την τελευταία 20ετία. Κι όμως, το εγχώριο παράδειγμα είχε την γνωστή απογοητευτική κατάληξη και την συνθηκολόγηση με την τρόικα ενώ ο κόσμος έδινε τον αγώνα του με την υπερψήφιση του ΟΧΙ. Ο Μπόριτς είναι του «άλλου δρόμου»;

Όπως αναφέρει σε άρθρο του ο ακτιβιστής Μιγκέλ Σίλβα που ζει στη Χιλή, οι αναγνωριστικές βολές από το αντίπαλο στρατόπεδο έχουν ριχθεί και πολύ σύντομα ο Μπόριτς θα βρεθεί μπροστά σε καθοριστικά διλήμματα:

«η JP Morgan την επόμενη των εκλογών ισχυρίζεται ότι ο Μπόριτς χρειάζεται να μετριάσει κι άλλο την πολιτική του ατζέντα “για την αποφυγή δυσμενών οικονομικών συνθηκών... Για να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι... η αγορά θα χρειαστεί γρήγορα μηνύματα πραγματικής μετριοπάθειας”».

Μάλιστα, σύμφωνα με την JP Morgan, «η εκλεγείσα κυβέρνηση όχι μόνο θα πρέπει να μετριάσει το φιλόδοξο πρόγραμμα, αλλά και να καθορίσει προτεραιότητες για να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις γρήγορα και αποτελεσματικά».

«Με άλλα λόγια» συνεχίζει ο Σίλβα, «για να κερδίσει μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ο Μπόριτς θα πρέπει να διαπραγματευτεί με συμμάχους, οι οποίοι, επειδή έχουν διαφορετικές πολιτικές από τις δικές του, θα απαιτήσουν αλλαγές στο κυβερνητικό σχέδιο ως τίμημα συμφωνίας. Ο Μπόριτς και η κυβέρνησή του θα έπρεπε στη συνέχεια να επιλέξουν μεταξύ δύο επιλογών [...] να προχωρήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο, μέσω συμφωνιών και διαπραγματεύσεων, ή να προχωρήσουν πολύ λίγο. Υπάρχει βέβαια και μια άλλη εναλλακτική, η εναλλακτική της κοινωνικής κινητοποίησης και της κοινωνικής πίεσης [...] Είναι η εναλλακτική της οικοδόμησης μαζικής κοινωνικής οργάνωσης, λαϊκής εξουσίας και άμεσης δημοκρατίας από τα κάτω».

Και συνοψίζει με το ερώτημα: «Τους μήνες μετά τον Μάρτιο [του 2022], όταν ο Γκάμπριελ Μπόριτς θα αναλάβει την προεδρία, ποιον συνδυασμό θα επιλέξει μεταξύ διαπραγμάτευσης “από τα πάνω” και κοινωνικής οργάνωσης “από τα κάτω”;».

Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν σαφή όρια στον ριζοσπαστισμό του Μπόριτς. Κατά την προεκλογική του εκστρατεία για να διεκδικήσει δεξιές ψήφους ζήτησε δράση εναντίον όσων κατηγορούνται για “κάψιμο και λεηλασία” κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Οκτωβρίου 2019 ενώ δεν είναι διατεθειμένος να ζητήσει χάρη σε όσους φυλακίζονται βάσει του νόμου “κατά των οδοφραγμάτων”. Μάλιστα, κόντρα στην επιλογή του κόμματος του, ψήφισε την «Συμφωνία Ειρήνης» τον Νοέμβριο του 2019 δίνοντας διέξοδο στην κυβέρνηση Πινιέιρο ενώ έχει επίσης δεσμευτεί να ακολουθήσει τα μέτρα λιτότητας στον προϋπολογισμό του 2022 και να εφαρμόσει τη “δημοσιονομική ευθύνη”.

Τα όρια αυτά αλλά και τις επιθέσεις που θα δεχτεί από το κατεστημένο διαπιστώνει ο οικονομολόγος Μάικλ Ρομπερτς:

«Θα αναβιώσει λοιπόν ο Μπόριτς το σοσιαλιστικό πείραμα που ξεκίνησε ο Σαλβαδόρ Αλιέντε στις αρχές της δεκαετίας του 1970; Μέχρι στιγμής, αυτό φαίνεται απίθανο, καθώς το πρόγραμμα του Μπόριτς είναι μετριοπαθές. Χωρίς σχέδια κοινωνικοποίησης της οικονομίας, αλλά με υποσχέσεις για μια περιορισμένη και κάπως πιο δίκαιη αναδιανομή των κερδών του κεφαλαίου [Από την πλευρά τους] οι πολυεθνικές και οι δυνάμεις της αντιδραστικής Δεξιάς στον τομέα της χιλιάνικης βιομηχανίας, το Κογκρέσο και τα ΜΜΕ ετοιμάζονται για μια αδιάκοπη εκστρατεία επιθέσεων εναντίον του νέου προέδρου», συνεχίζει.

---ο---

Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω, τόσο η έκταση των αλλαγών που θα γίνουν στο Σύνταγμα όσο και η πολιτική που θα ακολουθήσει ο νέος Πρόεδρος (ο οποίος έχει ήδη “στρογγυλέψει” τις απόψεις του) είναι ακόμη σε μεγάλο βαθμό “ανοικτές” και θα χρειαστούν μεγάλες πιέσεις από τον λαϊκό παράγοντα ώστε αυτές να αντιστοιχιστούν με την ένταση των προσπαθειών και των θυσιών της τελευταίας διετίας. Αντίπαλος σε αυτό θα είναι και ο κρατικός μηχανισμός (το πιο σκληρό “κόμμα” του χιλιάνικου κατεστημένου) και οι αναμενόμενες παλινωδίες των ρεφορμιστικών κομμάτων που θα απαιτήσουν νέες υποχωρήσεις για να δώσουν τις ψήφους τους τόσο στην συνταγματική μεταρρύθμιση όσο και στα νομοθετικά Σώματα.       

 

Σχετικά:

1. Η αυτοοργάνωση στην εξέγερση της Χιλής

2. Παγκόσμια Τράπεζα: Γιατί η Βενεζουέλα κατέρρευσε και η Χιλή πρόκοψε

3. Χιλή: Το λαϊκό κίνημα και το «μαντρί» της αστικής διαχείρισης

4. Chile’s been hot, politically and economically

 

 

 


 



 

 



 

 

Τα «κλεμμένα»

Στα πολύ παλιά τα χρόνια, όταν υπήρχε πείνα και δυστυχία στη χώρα, μια νεαρή ζητιάνα, αψηφώντας τους κινδύνους του δρόμου, πήγε στην αυλή του βασιλιά Κοφέτουα να ζητήσει ελεημοσύνη. Εκείνος τη δέχτηκε. Το κεφάλι της ήταν καλυμμένο και δε σήκωνε το βλέμμα της απ’ το πάτωμα. Μιλούσε τόσο όμορφα και με τέτοια ταπεινοφροσύνη που ο βασιλιάς την ικέτευσε να βγάλει το μαντίλι από το κεφάλι. Η ομορφιά της ήταν αξεπέραστη. Ο βασιλιάς την ερωτεύτηκε και ορκίστηκε επιτόπου, μπροστά στους αυλικούς του, ότι το κορίτσι θα γινόταν βασίλισσα του. Το είπε και κράτησε το λόγο του.Όμως, η ευτυχία της βασίλισσας δεν κράτησε. Κανείς δεν της φερόταν σαν να ήταν πραγματική βασίλισσα. Όλοι ήξεραν ότι είναι ζητιάνα. Έχασε την επαφή με την οικογένειά της. Μερικές φορές πλησίαζαν τις πύλες του παλατιού και την καλούσαν, αλλά δεν της επιτρεπόταν να πάει να τους βρει. Η οικογένεια του βασιλιά και οι αυλικοί άρχισαν να την προσβάλλουν ανοιχτά. Ο Κοφέτουα δεν φαινόταν να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και η βασίλισσα του ντρεπόταν να του μιλήσει. Αργότερα ο Κοφέτουα και η βασίλισσα του απέκτησαν γιο. Μετά απ’ αυτό πολλαπλασιάστηκαν οι προσβολές των παλατιανών και οι κατάρες των συγγενών της. Ο γιός, καθώς μεγάλωνε, υπέφερε για λογαριασμό της μητέρας του. Ορκίστηκε να εκδικηθεί και όταν έγινε άντρας τήρησε τον όρκο του: σκότωσε τον Κοφέτουα. Όλοι χάρηκαν πολύ, και οι παλατιανοί και οι ζητιάνοι στις πύλες του παλατιού.

Β.Σ. Νάιπολ, Μισή ζωή (εκδ. Ωκεανίδα)

 

 

 


Το ευρώ, ο νεοφιλελευθερισμός, η εκμετάλλευση της εργασίας

  Τα δύο θεμέλια του καθεστώτος εκμετάλλευσης Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποτελέσει, ιδιαίτερα από το 1990 και μετά, ιμάντα μεταβί...