Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2023

Ισχυρό το αποτύπωμα της κρίσης χρέους στις αμοιβές των εργαζoμένων στην Ελλάδα

 

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι και λίγο πριν τα τέλη της δεκαετίας του 2000, η Ελλάδα βίωσε μια περίοδο αλματώδους οικονομικής μεγέθυνσης η οποία όμως, όπως αποδείχθηκε με αφορμή την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό σε σαθρά θεμέλια (υψηλά ελλείμματα στο δημοσιονομικό και στο εξωτερικό ισοζύγιο, υψηλός δανεισμός, μειωμένη ανταγωνιστικότητα) και ήταν μη βιώσιμη. Έκτοτε, η ελληνική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με αλλεπάλληλες κρίσεις (ελληνική κρίση χρέους, πανδημία COVID-19, ενεργειακή κρίση) οι οποίες δημιουργούν εμπόδια και προκλήσεις στην επιστροφή της σε ένα μονοπάτι ισόρροπης μεγέθυνσης.

Στο παρόν τεύχος του δελτίου 7 Ημέρες Οικονομία αναλύουμε την επίπτωση των κρίσεων αυτών στις αμοιβές των εργαζομένων στη χώρα μας, τόσο διαχρονικά όσο και σε σχέση με τις αντίστοιχες των εταίρων μας στην Ευρωζώνη και παρέχουμε προτάσεις πολιτικής για την επίτευξη σύγκλισης των πραγματικών μισθών.

Για το υπολογισμό των στοιχείων για τους μισθούς στην Ελλάδα χρησιμοποιούμε τα αναθεωρημένα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών, όπως κοινοποιήθηκαν στη Eurostat (από την όποια αντλούμε τα στοιχεία και για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες) από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) στις 18 Οκτωβρίου 2023.[1] Το 2022, ο μέσος ετήσιος μικτός μισθός[2] ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα ανήλθε στα €16,0 χιλ., σημειώνοντας αύξηση 3,8% σε σχέση με το 2021 (€15,4 χιλ.) και 6,6% σε σχέση με το προ-πανδημίας επίπεδό του (2019: €15,0 χιλ.). Υπολειπόταν όμως ακόμα κατά 23,9% του ιστορικού υψηλού που είχε καταγραφεί το 2009 (€21,0 χιλ.), έτος κατά το όποιο άρχισε να εκτυλίσσεται η κρίση χρέους (Σχήμα 1(α)).

Στη σχετική κατάταξη, η Ελλάδα βρισκόταν στην 24η θέση μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27), με τον μέσο ετήσιο μισθό στην τελευταία να ανέρχεται στα €32,3 χιλ. Μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης (ΕΖ-20), όπου ό μέσος μισθός ήταν στα €35,2 χιλ., η Ελλάδα βρισκόταν στην τελευταία θέση.[3]

Η σύγκριση ονομαστικών μισθών τόσο διαχρονικά όσο και μεταξύ διαφορετικών χωρών μπορεί να είναι παραπλανητική. Για να έχει νόημα μια τέτοια άσκηση, θα πρέπει ληφθεί υπόψη η εξέλιξη του επιπέδου των τιμών στην πρώτη περίπτωση και οι διαφορές στο κόστος διαβίωσης στη δεύτερη.

Προσαρμόζοντας τη διαχρονική εξέλιξη του μέσου ονομαστικού μισθού στην Ελλάδα στις μεταβολές του μέσου σταθμισμένου επιπέδου των τιμών, όπως προσεγγίζεται βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) της ΕΛΣΤΑΤ, τα συμπεράσματά μας δεν μεταβάλλονται σημαντικά. Αντιθέτως, όπως απεικονίζεται στο Σχήμα 1(β), καθίσταται ακόμα πιο έκδηλη η συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών κατά τα πρώτα χρόνια της κρίσης χρέους, κατά τα οποία ο πληθωρισμός παρέμενε θετικός παρά την πτώση των εισοδημάτων. Η μετά-κρίσης ανάκαμψη των πραγματικών μισθών κορυφώθηκε το 2021 (στο 68,4% του επιπέδου του 2009) και αντιστράφηκε το 2022 με την πτώση των πραγματικών μισθών κατά 5,1% λόγω του υψηλού ρυθμού αύξησης του επιπέδου των τιμών (ΕνΔΤΚ:+9,3%).[4] Το πρώτο εξάμηνο του 2023, ο μέσος πραγματικός μισθός ήταν αυξημένος κατά 1,4% σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2022 (+6,6% σε ονοματικούς όρους).[5]


Το Σχήμα 2 παρουσιάζει την εξέλιξη του πραγματικού μέσου μισθού στην Ελλάδα σε σχέση με τον αντίστοιχο της ΕΖ-20, εστιάζοντας σε χώρες του ευρωπαϊκού Νότου οι οποίες βρίσκονταν σε παρόμοιο επίπεδο με αυτό της Ελλάδας 20 χρόνια πριν. Η σύγκριση γίνεται με την προσαρμογή των ονομαστικών μισθών σε ισοδύναμα αγοραστικής δύναμης βάσει της πραγματικής κατανάλωσης των νοικοκυριών. Παρατηρούμε ότι το 2000, η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα βρισκόταν στο 70% περίπου του αντίστοιχου της ΕΖ-20 και το 2006 είχε ανέλθει στο 87,2%. Το 2009, έτος κατά το όποιο άρχισε να εκδηλώνεται η κρίση χρέους, βρισκόταν στο 86,4%, προτού μειωθεί απότομα τα χρόνια που ακολούθησαν. Έκτοτε, και ειδικότερα από το 2018 και έπειτα, βρίσκεται σε ήπια υποχώρηση (με εξαίρεση το 2020 κατά το οποίο σημείωσε οριακή άνοδο) ενώ αποκλίνει και από τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου με χαρακτηριστικά συγκρίσιμα με αυτά της Ελλάδας. Το 2022, αντιπροσώπευε το 56,9% του μέσου μισθού στην ΕΖ-20 και ήταν η χαμηλότερη στο μπλοκ.


Καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση της αμοιβής κάθε συντελεστή παραγωγής –εν προκειμένω, των πραγματικών μισθών– σ’ ένα μονοπάτι ισόρροπης ανάπτυξης, δηλαδή στον πιο μακροχρόνιο ορίζοντα είναι, ή θα έπρεπε να είναι, η παραγωγικότητα του συντελεστή αυτού –εν προκειμένω, της εργασίας. Αν και η αύξηση των πραγματικών μισθών έπεται της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, τυχόν μακροχρόνια υστέρηση του ρυθμού αύξησης των πρώτων από το ρυθμό αύξησης της δεύτερής συνιστά ένδειξη προβλημάτων στη δομή και τη λειτουργία της αγοράς εργασίας (π.χ. αναποτελεσματική διάρθρωση, στρεβλή ρύθμιση, υψηλό μη-μισθολογικό κόστος) και των αγορών αγαθών και προϊόντων (π.χ. ανεπαρκής λειτουργία του ανταγωνισμού). Από την άλλη, αυξήσεις στους μισθούς που υπερβαίνουν συστηματικά την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, οι οποίες συχνά είναι αποτέλεσμα εξωγενών παρεμβάσεων, παράγουν πληθωρισμό, διαβρώνουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και αποδεικνύονται μη διατηρήσιμες.

Όπως φαίνεται στο Σχήμα 3, τόσο η παραγωγικότητα της εργασίας όσο και οι πραγματικοί μισθοί σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες σημείωσαν αξιοσημείωτη άνοδο το πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000. Με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση η παραγωγικότητα υπέστη ισχυρό πλήγμα, συμπαρασέρνοντας και τους πραγματικούς μισθούς. Ενώ όμως στην ΕΖ-20, ανέκαμψε σταδιακά τα μετέπειτα χρόνια, με τους μισθούς να ακολουθούν, στην Ελλάδα που βρισκόταν στην περιδίνηση της δεκαετούς κρίσης χρέους, με υποεπένδυση και έξοδο εργατικού δυναμικού υψηλής παραγωγικότητας, υπέστη κατάρρευση: το 2019 η παραγωγικότητα της εργασίας σε όρους ΑΕΠ ανά απασχολούμενο[6] ήταν χαμηλότερη κατά 18,3% σε σχέση με το 2009, ενώ στην ΕΖ-20 είχε αυξηθεί κατά 7,9%. Μετά τo πλήγμα λόγω της πανδημίας COVID-19, η παραγωγικότητα στη χώρα μας ανέκαμψε, αλλά οι πραγματικοί μισθοί, ελέω της προαναφερθείσας (αναμενόμενης) υστέρησης αλλά και της πληθωριστικής διαταραχής, δεν ακολούθησαν: η παραγωγικότητα της εργασίας το 2022 ήταν αυξημένη κατά 2,6%, ενώ οι πραγματικοί μισθοί ήταν μειωμένοι 1,8% σε σχέση με το 2019. Παρόμοια ήταν και η εικόνα στην ΕΖ-20 (+0,6% και -2,5% αντίστοιχα).


Όπως είναι προφανές, το χαμηλό επίπεδο των ονομαστικών μισθών στην Ελλάδα, όπως και η αύξησή τους με ρυθμό μικρότερο από αυτόν των εταίρων μας με αντίστοιχα επίπεδα μισθών (όπως οι χώρες της Νότιας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης[7]), έχουν αρνητικές συνέπειες για τους εργαζόμενους. Συνεπάγονται όμως άμεσα οφέλη τόσο για τις επιχειρήσεις, όσο και για την οικονομία εν γένει: μειώνουν το σχετικό μοναδιαίο κόστος της εργασίας στη χώρα μας, ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, δίνοντας ώθηση στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών και καθιστούν την Ελλάδα έναν συγκριτικά πιο ελκυστικό προορισμό για ξένες επενδύσεις φυσικού κεφαλαίου. Μεσοπρόθεσμα όμως οι αρνητικές συνέπειες μπορεί να υπερβαίνουν τις θετικές: οδηγούν στην έξοδο εργατικού δυναμικού υψηλών δεξιοτήτων αποτρέποντας την καινοτομία και καθυστερώντας την ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών και μεθόδων στην παραγωγική διαδικασία, στρέφουν την οικονομία στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών χαμηλής προστιθέμενης αξίας, προσελκύουν κεφάλαια με βραχύτερο επενδυτικό ορίζοντα και πιο ευκαιριακό χαρακτήρα και ωθούν σταδιακά την οικονομία μας εγγύτερα στην κατηγορία των «οικονομιών χαμηλής παραγωγικότητας/χαμηλού κόστους», στην όποια η Ελλάδα δεν διαθέτει (και δεν θα ήταν σκόπιμο να αποπειραθεί να αποκτήσει) συγκριτικό πλεονέκτημα. Μακροπρόθεσμα, η οικονομία εγκλωβίζεται σε έναν φαύλο κύκλο χαμηλής παραγωγικότητας, χαμηλών αμoιβών και χαμηλού επιπέδου διαβίωσης και καθίσταται πιο ευάλωτη στις διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου αλλά και σε εξωτερικές διαταραχές.

Ενδεικτική είναι εξάλλου η παρατήρηση ότι οι μισθοί στην Ελλάδα αποτελούσαν μόλις το 27% του ΑΕΠ το 2022 (Σχήμα 4), το δεύτερο μικρότερο ποσοστό στην ΕΕ-27 και την ΕΖ-20 μετά από αυτό της Ιρλανδίας (μιας οικονομίας με πολύ ιδιαίτερη δομή λόγω της έντονης παρουσίας πολυεθνικών και υπεράκτιων εταιριών των οποίων οι μητρικές εταιρίες εδρεύουν εκτός της χώρας). Αντίθετα, το εισόδημα από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας και ελεύθερων επαγγελμάτων αποτελούσε το 52,2% του ΑΕΠ, έχοντας αναλογικά την τρίτη μεγαλύτερη συμμετοχή μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27 (37,2%) και τη δεύτερη μεγαλύτερη μεταξύ των χωρών της ΕΖ-20 (37,4%).

Μια αναδρομή στα ιστορικά στοιχεία καταδεικνύει ότι, σε αντίθεση με την εξέλιξη του απόλυτου επιπέδου των μισθών, η αναλογία τους προς το ΑΕΠ βρισκόταν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα στην Ελλάδα τουλάχιστον τα τελευταία 30 χρόνια και δη ακόμα χαμηλότερα από το τρέχον πριν τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Αυτό μπορεί να ερμηνευτεί εν μέρει από τη διάρθρωση της απασχόλησης στη χώρα μας, με τους αυτοαπασχολούμενους και τους ιδιοκτήτες ατομικών επιχειρήσεων να αποτελούν παραδοσιακά πολύ μεγαλύτερο μερίδιο της συνολικής απασχόλησης σε σχέση με άλλες χώρες (27,6% το 2022, το υψηλότερο στην ΕΖ-20 και την ΕΕ-27 όπου το αντίστοιχο ποσοστό ήταν περίπου 14%). Ακόμα όμως και αν ο δείκτης των εργαζόμενων με εξαρτημένη σχέση εργασίας ως ποσοστό της απασχόλησης στην Ελλάδα (στο 72,6% το 2022) αυξανόταν σε επίπεδο αντίστοιχο με αυτά της ΕΕ-27 και της ΕΖ-20 (~86%), η συμμετοχή των μισθών στο ΑΕΠ δεν θα ξεπερνούσε το 33%, δηλαδή η μισή περίπου από την παρούσα απόκλιση μεταξύ Ελλάδας και ΕΕ-27/ΕΖ-20 θα παρέμενε.[8] Η παρατήρηση αυτή αποτελεί επομένως μια ισχυρή ένδειξη ότι το φαινόμενο αυτό είναι μάλλον απόρροια βαθύτερων δομικών χαρακτηριστικών του ελληνικού οικονομικού μοντέλου και όχι επακόλουθο της κρίσης χρέους της περασμένης δεκαετίας, ούτε αποκλειστικά άμεση συνέπεια της διάρθρωσης της απασχόλησης.

Διαπιστώνουμε συνεπώς ότι η αύξηση των πραγματικών μισθών έγκειται στην αύξηση της παραγωγικότητας και την αντιμετώπιση των χρόνιων διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας, για τα οποία απαιτείται χρόνος και προσπάθεια. Οι ασκούντες τη δημοσιονομική πολιτική μπορούν όμως να λάβουν μέτρα και δράσεις έτσι ώστε να αντιμετωπίσουν βραχυχρόνια κάποιες από τις συνέπειες αυτών των αδυναμιών, όπως για παράδειγμα ο εξορθολογισμός του φορολογικού συστήματος, το οποίο, όπως έχουμε καταδείξει σε προηγούμενες αναλύσεις μας, μετακυλύει δυσανάλογο φορολογικό βάρος στους μισθωτούς.[9] Επιπλέον, η μη τιμαριθμοποίηση των φορολογικών κλιμακίων του εισοδήματος φυσικών προσώπων αυξάνει αυτόματα το φορολογικό βάρος των εργαζόμενων –των οποίων το πραγματικό μικτό εισόδημα έχει ήδη υποστεί μείωση, όπως δείξαμε παραπάνω– καθώς σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού, οι αυξήσεις στους μισθούς τείνουν να υπολείπονται αυτών του επιπέδου των τιμών.[10]

Μοναδική είναι και η ευκαιρία που παρουσιάζεται χάρη στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που έχουν κατανεμηθεί σε δράσεις όπως η αναβάθμιση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού, η ψηφιοποίηση των επιχειρήσεων, ο εκσυγχρονισμός του αγροτικού τομέα και η λεγόμενή 4η βιομηχανική επανάσταση. Είναι πολύ σημαντικό αυτές οι δράσεις να υλοποιηθούν ουσιαστικά, με γνώμονα την ενίσχυση της παραγωγικότητας και τη δημιουργία βάσεων για ανάπτυξη αυτών των τομέων και όχι απλώς διεκπεραιωτικά, με γνώμονα την απορρόφηση των πόρων αυτή καθαυτή και την τυπική επίτευξη των σχετικών οροσήμων και στόχων.

Μεσοπρόθεσμα, καθοριστικό ρόλο για την ενίσχυση των πραγματικών μισθών μπορεί να επιτελέσει η υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων σε τομείς υψηλής οικονομικής πολυπλοκότητας και υψηλής προστιθέμενης αξίας. Σημαντικός καταλύτης για αυτό θα είναι ο εκσυγχρονισμός, η απλοποίηση και η επιτάχυνση του συστήματος απονομής Δικαιοσύνης, το οποίο –μαζί με τη γραφειοκρατία– αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη τροχοπέδη στην προσέλκυση ξένων (αλλά και την κινητοποίηση εγχώριων) επενδυτικών κεφαλαίων με μακροπρόθεσμο ορίζοντα στην Ελλάδα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι παρόλο που η ανεργία παραμένει σε διψήφια ποσοστά (11,2% κατά μέσο όρο το πρώτο οχτάμηνο του 2023, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ), αναφέρεται από επιχειρήσεις σημαντική και συστηματική δυσκολία εξεύρεσης προσωπικού για ένα μεγάλο εύρος ειδικοτήτων.[11] Παράλληλα, πολλοί απόφοιτοι ΑΕΙ είναι άνεργοι ενώ –παρά τη μείωση του ρυθμού εξόδου εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού από τη χώρα– το καθαρό μεταναστευτικό ισοζύγιο παραμένει αρνητικό.[12] Εξίσου σημαντική είναι η ενίσχυση της διασύνδεσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την εγχώρια αγορά εργασίας ̇ μια διαδικασία που ιδανικά πρέπει να είναι αμφίδρομη, με την υιοθέτηση και αξιοποίηση της αντίστοιχης τεχνογνωσίας από τις επιχειρήσεις όπου αυτό μπορεί να είναι αποδοτικό. Απώτερος σκοπός των παραπάνω πρέπει να είναι η στροφή της οικονομίας προς κλάδους υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, όπως οι νέες τεχνολογίες, αλλά και ποιοτική αναβάθμιση των παρεχόμενων προϊόντων και υπηρεσιών κλάδων στους οποίους η χώρα μας έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, όπως οι μεταφορές και ο εφοδιασμός (logistics), ο τουρισμός και η αγροδιατροφή.[13] Δεδομένης της δομής του ελληνικού επιχειρηματικού χάρτη, η ενίσχυση αυτής της διαδικασίας τόσο νομοθετικά όσο και σε επίπεδο πρωτοβουλιών και κινήτρων από κρατικούς φορείς είναι απαραίτητη για την επιτυχία αυτού του εγχειρήματος.

Τέλος, μακροχρόνια, η διατήρηση των μισθών σε υψηλά επίπεδα επιβάλλει απρόσκοπτη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, μακρόπνοο σχεδιασμό και συνεπή οικονομική και δημοσιονομική πολιτική, τα οποία με τη σειρά τους προϋποθέτουν την επίτευξη ευρύτερων συναινέσεων: οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, η επίτευξη διατηρήσιμης ανάπτυξης και η σύγκλιση των πραγματικών εισοδημάτων και του επιπέδου ζωής με αυτό της ευρωζώνης θα είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί.


 

 



 

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

1 Σύμφωνα με την προσέγγιση εισοδήματος, το ΑΕΠ προκύπτει ως συνισταμένη των εισοδημάτων των εργαζόμενων, των επιχειρηματιών / ελεύθερων επαγγελματιών και της κυβέρνησης. Βάσει της επίσημης ταξινόμησης σύμφωνα με τη μεθοδολογία ESA2010 που χρησιμοποιείται από τις στατιστικές υπηρεσίες της ΕΕ και των κρατών–μελών της, οι τρεις αυτές συνιστώσες είναι: (α) οι αμοιβές της εξαρτημένης εργασίας (που με τη σειρά τους αναλύονται περεταίρω σε μισθούς/ημερομίσθια και σε κοινωνικές εργοδοτικές εισφορές), (β) το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα και τα μικτά εισοδήματα (δηλαδή το εισόδημα των συμμετεχόντων/μετόχων των εταιριών και των ελεύθερων επαγγελματιών/αυτοαπασχολούμενων/ιδιοκτητών ατομικών επιχειρήσεων αντίστοιχα, μετά την πληρωμή αμοιβών εξαρτημένης εργασίας και φόρων) και οι (γ) φόροι επί της παραγωγής και των εισαγωγών μείον τις επιδοτήσεις.

2 Στο παρόν δελτίο, χάριν συνοπτικότητας, ο όρος «μισθός» χρησιμοποιείται με την ευρεία έννοια και περιλαμβάνει κάθε φύσης αμοιβές, χρηματικές ή σε είδος, για την παροχή εξαρτημένης εργασίας, μετά την αφαίρεση των εισφορών και φόρων του εργοδότη. Παραδείγματα αποτελούν οι αποδοχές για μισθωτή εργασία στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα (μισθοί, ωρομίσθια, ημερομίσθια, λοιπές παροχές), τα μπόνους, οι αμοιβές για συμμετοχή σε συμβούλια, κλπ. Αντίστοιχα, ίσως με κάποια κατάχρηση, ο όρος «εργαζόμενοι» αναφέρεται στους ως άνω απασχολούμενους με εξαρτημένη σχέση εργασίας και όχι στο σύνολο της απασχόλησης, η οποία περιλαμβάνει επιπλέον τους ασκούντες επιχειρηματική δραστηριότητα και τους ελεύθερους επαγγελματίες.

3 Οι μέσες τιμές που αναφέρονται επηρεάζονται αναλογικά περισσότερο από αυτές των μεγάλων οικονομιών υψηλού εισοδήματος, όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ολλανδία. Οι αντίστοιχες διάμεσες τιμές, οι οποίες εν δυνάμει επηρεάζονται εξίσου απ’ όλες τις χώρες, ήταν €27,7 χιλ. για την ΕΕ-27 και €28,6 χιλ. για την ΕΖ-20 το 2022.

4 Ο ΟΟΣΑ, χρησιμοποιώντας διαφορετική μεθοδολογία, υπολογίζει την πτώση των πραγματικών μισθών στην Ελλάδα το 2022 στο 7,4% (OECD, “Taxing Wages 2023,” διαθέσιμο στο https://www.oecd.org/tax/taxingwages-20725124.htm).

5 Αντιθέτως, σε σχέση με το μέσο επίπεδο του 2022 ο πραγματικός μέσος μισθός το 1ο εξάμηνο του 2023 ήταν μειωμένος κατά 3% (αμετάβλητος σε ονομαστικούς όρους). Αυτό είναι πολύ πιθανό να οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην εποχικότητα, καθώς το μερίδιο του ελληνικού ετήσιου ΑΕΠ που καταγράφεται το 2ο εξάμηνο είναι κατά περίπου 8%–9% μεγαλύτερο από αντίστοιχο του 1ου εξαμήνου.

6 Συμπεριλαμβάνει και ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους.

7 Ενδεικτικοί ρυθμοί αύξησης των ονομαστικών μισθών σε σχέση με τα προ-πανδημίας επίπεδα (2022 έναντι 2019): Βουλγαρία 36,9%, Κροατία 18,5%, Ρουμανία 13,1%, Πορτογαλία 12,3%, Ισπανία 10,0%, Ιταλία 7,1%, Μάλτα 6,7%, Ελλάδα 6,6%, Κύπρος 4,8%.

8 Το ποσοστό αυτό (33%) αποτελεί ένα άνω όριο: Η απλή, αναλογική προσέγγιση μας υπερεκτιμά τη συμβολή των αυτοαπασχολούμενων και ατομικών επιχειρήσεων στο ΑΕΠ καθώς λαμβάνει υπόψη και τη συμβολή των εταιριών (ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα), κατά βάση μεσαίων και μεγάλων.

9 Eurobank Research Focus Notes, «Εκτιμήσεις του μεγέθους της παραοικονομίας στην Ελλάδα και προτάσεις πολιτικής», Ιούλιος 2023, διαθέσιμο στο https://www.eurobank.gr/el/omilos/oikonomikes-analuseis/elliniki-oikonomia/shadow-economy-in-greece-and-policy-proposals.

10 Η αναπροσαρμογή των φορολογικών κλιμακίων βάσει του πληθωρισμού δεν απαιτεί μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος αυτού καθαυτού ̇ σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες αυτό γίνεται αυτόματα (π.χ. Σκανδιναβικές χώρες), ενώ ακόμα και χώρες στις οποίες κάτι τέτοιο δεν ισχύει αποφάσισαν λόγω συγκυρίας να αναπροσαρμόσουν τα κλιμάκια τους ή να εισαγάγουν ισοδύναμες προσωρινές φοροελαφρύνσεις (π.χ. Αυστρία, Γερμανία), ίδε και την σχετική ανάλυση του οργανισμού Tax Foundation (https://taxfoundation.org/data/all/eu/income-tax-inflation-adjustments-europe/).

11 Παραδείγματα ειδικοτήτων που σύμφωνα με τους εργοδότες βρίσκονται σε έλλειψη είναι: εργάτες στον αγροτικό τομέα, ειδικευμένοι βιομηχανικοί εργάτες και εργοδηγοί, χειριστές μηχανημάτων, επαγγελματίες του τουρισμού, διαχειριστές αλυσίδων εφοδιασμού, προγραμματιστές, μηχανικοί υπολογιστών και τεχνικοί δικτύων.

12 Μια πιο λεπτομερής ανάλυση παρουσιάζεται στο τεύχος 459 του παρόντος δελτίου (διαθέσιμο στο https://www.eurobank.gr/el/omilos/oikonomikes-analuseis/elliniki-oikonomia/7-imeres-oikonomia-12-04-23).

13 Μια εμπεριστατωμένη πρόταση για ένα στρατηγικό σχέδιο αναδιάταξης των εξειδικεύσεων της ελληνικής οικονομίας παρουσιάζεται στο: Eurobank Research, Οικονομία και αγορές, «Το Αναδυόμενο Μοντέλο Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας: 5 Βασικοί Πυλώνες, Μεγάλα Επενδυτικά Έργα και η Συνεισφορά τους στο ΑΕΠ», Δεκέμβριος 2022, διαθέσιμο στο https://www.eurobank.gr/el/omilos/oikonomikes-analuseis/oikonomiki-epitheorisi/economy-and-markets-12-12-22.

 

Eurobank Research 7 ΗΜΕΡΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

30 Οκτωβρίου 2023, Τεύχος 481

 

 

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2023

Ο χρόνος εργασίας στο πολιτικο-οικονομικό πλαίσιο των Οικολογικών Οικονομικών

 

Οι εμμονές της μεγέθυνσης
Ένα από τα πιο κεντρικά αξιώματα της σύγχρονης οικονομικής σκέψης είναι η τάση προς τη μεγέθυνση. Αξίωμα το οποίο είναι τόσο πυρηνικό στα νεοκλασσικά (και άλλα) οικονομικά ρεύματα που, συνήθως, δεν υπάρχει καν η ανάγκη να γίνεται ρητό. Κανένα εγχειρίδιο οικονομικής σκέψης δεν γράφει κάπου ότι λαμβάνεται η υπόθεση πως η μεγέθυνση του προϊόντος οδηγεί σε ευημερία. Ακόμα σπανιότερα βρίσκει κάποιος να υποστηρίζεται και να εξηγείται αυτή η υπόθεση. Επί της κριτικής σ’ αυτή την υπόθεση και την άρση της εμμονής με τη μεγέθυνση γεννιέται το ετερόδοξο ρεύμα της οικολογικής οικονομικής (Ecological Economics) (Schumacher, 1980; Spash, 2020).

Picture

Περιγραφή Εικόνας: Ένα λουλούδι που ανθίζει αντί ενός που ψηλώνει. Για μια ριζικά διαφορετική αντίληψη της μεγέθυνσης.

Ιδεολογία, επιστήμη και πολιτική είναι στην πραγματικότητα ένα αξεδιάλυτο κουβάρι. Παρά το ότι η κυρίαρχη οικονομική σκέψη αυτοπροβάλλεται ως «αντικειμενική» και ουδέτερη δεν είναι ελεύθερη ιδεολογικών αξιωμάτων (Ζουμπουλάκης, 2008). Με ιδιαίτερη χαρά οι καθηγητές μας απορρίπτουν το νόμο της εξαθλίωσης του προλεταριάτου του Μαρξ στις διαλέξεις τους, κάνοντας συγκρίσεις του ιστορικού μέσου υλικού πλούτου. Σε τελική ανάλυση θα μπορούσαμε να πούμε πως εκεί έγκειται ένας από του σημαντικότερους πολιτικοοικονομικούς λόγους της εμμονής στη μεγέθυνση, όπως θα προκύπτει και στην επόμενη παράγραφο. Επί του ίδιου θέματος, στα οικονομικά εγχειρίδια μπορεί να βρει κάποιος επηρμένες και τραγελαφικές αναφορές στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο,  σε ένα σημείο όπου οι συγγραφείς του αναφέρονται στην τρομερή ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης (Rosen et al., 2009, p. 114).
Πέραν των εσωτερικών δυναμικών του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος (οι νόμοι κίνησης του Κεφαλαίου) που πιέζουν προς την οικονομική μεγέθυνση (Marx, 2013), η τελευταία έχει ιδιαίτερη σημασία για την κοινωνική σταθερότητα. Εν ολίγοις, όσο η πίτα της οικονομίας μεγαλώνει όλοι είναι χαρούμενοι, και τα προβλήματα μπορούν να κρυφτούν κάτω από το χαλί. Όλοι φαίνεται να είναι σε ελαφρώς καλύτερη θέση, συνεπώς ζητήματα όπως η οικονομική εκμετάλλευση και ανισότητα προσπερνώνται. Τρανή απόδειξη για τη σημασία της μεγέθυνσης στην πολιτικοοικονομική διαχείριση είναι πως η στασιμότητα των προηγούμενων δεκαετιών έφερε ξανά στην επιφάνεια προβλήματα που υποτίθεται είχαν λυθεί, με προεξέχοντα αυτά της ανισότητας και της πολιτικής συνοχής (Milanović, 2019; Piketty, 2014). Η μεγέθυνση, συνεπώς, θεωρείται το φάρμακο δια πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ.​
Αυτές τις ιδεολογικές εμμονές των κυρίαρχων οικονομικών πηγαίνει στα άκρα η λογική του οικομοντερνισμού, ένα ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα το οποίο φαίνεται να επηρεάζει πολύ τόσο τους συμβατικούς οικονομολόγους όσο και την οικονομική πολιτική και το δημόσιο λόγο στα μέσα ενημέρωσης. Εν τάχει, ο οικομοντερνισμός (ή μετα-περιβαλλοντισμός) ισχυρίζεται πως η μεγέθυνση και η τεχνολογική εξέλιξη μπορούν να λύσουν τα προβλήματα στα οποία προσκρούει η ανθρωπότητα  λόγω της ίδιας διαδικασίας (Kallis & Bliss, 2019). Με βάση αυτή τη λογική, εάν ο Ιανός της οικονομικής μεγέθυνσης/τεχνολογικής ανάπτυξης δημιουργεί (αρχικά) το ζήτημα της οικολογικής μόλυνσης σε μια δεύτερη φάση (κάπου στο μέλλον;) μπορεί να το λύσει.[1] Έτσι, το ζήτημα της περιβαλλοντικής υποβάθμισης θα λυθεί αν η οικονομία αναπτυχθεί περισσότερο ή πιο γρήγορα[2]. Τελικά αυτό το αφήγημα δίνει άφεση αμαρτιών στην καπιταλιστική μεγέθυνση για τα περιβαλλοντικά προβλήματα που δημιουργεί, όπως και άλλα ζητήματα ανισόμετρης ανάπτυξης και ανισορροπιών.
Ο οικομοντερνισμός ακολουθεί στα άκρα τις ιδεολογικές πεποιθήσεις της αστικής κοινωνίας, σε αντίφαση με την ίδια την πραγματικότητα στην Ανθρωπόκαινο όπου ο άνθρωπος γίνεται (καταστροφική) γεωλογική δύναμη[3]. Μια αστική τάξη η οποία αρέσκεται να βλέπει τον εαυτό της ως τον σωτήρα που έβγαλε την ανθρωπότητα από τη μιζέρια της φτώχειας και της άγνοιας, ο μοντέρνος Προμηθέας που ήλεγξε και δάμασε τις δυνάμεις της φύσης (Μπιτσάκης, 2017). Όμως όπως κάθε τι που «ελέγχεται» έτσι και η φύση έχει την τάση να ξεγλιστρά από τον κυρίαρχό της. Αντίστοιχα, η όποια οικονομική πρόοδος συντελέστηκε πάντα σε βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας και της οικολογικής ισορροπίας (Μπιτσάκης, 2017).
Διαφαίνεται ότι η μεγέθυνση αποτελεί βασική πηγή της οικολογικής υποβάθμισης· η τεχνολογία δεν ανυψώνει μόνο τον άνθρωπο αλλά συνάμα του επιβάλλεται και τον καθηλώνει.[4] Απέναντι στα μεγάλα ζητήματα της εποχής μας, όπως οι τεράστιες ανισότητες, το έλλειμμα δημοκρατίας και η οικολογική υποβάθμιση, η λύση δεν μπορεί να είναι η μεγέθυνση και η συνεχής (αειφόρος) αναπτυξιακή λογική, ούτε και το κυνήγι παραγωγικότητας που αυτές επιβάλλουν, αλλά η αξιοβίωτη ανάπτυξη που σέβεται τους ανθρώπινους ρυθμούς.[5] Μια τέτοια απάντηση επιχειρεί να αρθρώσει η απομεγέθυνση.

Η απομεγέθυνση και το πρόταγμα μείωσης του χρόνου εργασίας
H σχολή της απομεγέθυνσης καλεί σε μείωση της συνολικής (παραγωγικής και μη) κατανάλωσης υλικού/ενέργειας και παράλληλα σε μια οικονομική αναδιανομή η οποία, όμως, δε χρειάζεται να γίνεται με μισθολογικούς ή γενικότερα χρηματικούς όρους (Kallis, 2013; Nierling, 2012). Το συνολικό πρόταγμα της απομεγέθυνσης είναι η αύξηση της κοινωνικής ευημερίας μέσα από μια σειρά κοινωνικών μετασχηματισμών. Σε αυτό το πρόταγμα,[6] η μείωση της εργάσιμης ημέρας αποτελεί έναν κεντρικό πυλώνα. Το πρόταγμα της μείωσης του χρόνου εργασίας δεν αποτελεί μια πιθανή αρνητική εξέλιξη
Picture
που θα μειώσει την ευημερία, ούτε συνεπάγεται χαμηλότερους μισθούς - όπως θα ισχυριζόταν/υποστήριζε ένας σύγχρονος τεχνοκράτης, ένας υπουργός, ή πιθανώς ένας καθηγητής οικονομικών. Αντιθέτως, είναι ένα κάλεσμα για αναδιανομή (Kallis, 2013).

Μια αντίστοιχη συζήτηση, ως προς το μέλλον της εργασίας, είχε ξεκινήσει στα τέλη του 20ου αιώνα στις κοινωνίες της αφθονίας και της υψηλής παραγωγικότητας (Rifkin, 1996). Το ερώτημα στην αλλαγή του αιώνα περιστρεφόταν γύρω από την αυξημένη παραγωγικότητα και τη διαχρονική ανεργία, ένα παράδοξο της εποχής μας. Μήπως με τα ρομπότ έχει έρθει το τέλος της Εργασίας; Μήπως οι ώρες εργασίας θα μειώνονταν δραματικά σε αυτό το πλαίσιο; Σήμερα, μερικές δεκαετίες αργότερα, αυτές οι συζητήσεις δεν έχουν κοπάσει και το όραμα μιας κοινωνίας της αφθονίας παραμένει, και παρά τις νέες εξελίξεις διατηρεί ένα κοινό πυρήνα (Mason, 2016).
 
Για να μπορέσει να γίνει κατανοητή η λογική της απομεγέθυνσης έστω σε ένα βασικό επίπεδο, πρέπει να ορίσουμε την εργασία κάπως πιο ολιστικά (Nierling, 2012)· να ξεφύγουμε από τη συνήθη ταύτιση δουλειάς και εργασίας. Για τους σκοπούς αυτού του κειμένου, υιοθετούμε τον ορισμό της εργασίας όπως τον βρίσκουμε στον Μαρξ, ως τον επί σκοπώ μεταβολισμό της ύλης (Burkett, 2014). Ένας τέτοιος ορισμός μας επιτρέπει να επικοινωνήσουμε με αυτές τις ιδιαίτερες αναζητήσεις, αφήνοντας πίσω μας τα στενά εννοιολογικά πλαίσια της νεοκλασικής οικονομικής, που θεωρεί πως η εργασία σχετίζεται απλώς με τις αγορές εργασίας.
Καταρχάς, το όραμα της κοινωνίας της αφθονίας πέραν του ότι εν τέλει απανθρωπίζει τον άνθρωπο σε ένα Μπενθαμικό κυνήγι της χρησιμότητας, όπως υπαινίσσεται γλαφυρά το ομώνυμο κινούμενο σχέδιο με τον Wall-E (2008), είναι αδύνατο στις καπιταλιστικές κοινωνίες για δύο λόγους.
Αφενός, όπως σχολιάζει καίρια ο M. Roberts στο blog του (2015), ο καπιταλισμός ως πολιτικοοικονομικό σύστημα βασίζεται στην ανθρώπινη εργασία και την εκμετάλλευση για την παραγωγή αξιών και συνεπώς αδυνατεί να υπάρξει χωρίς αυτή.[7] Αφετέρου, στο δημοφιλές ανάμεσα στους οικολόγους παράδοξο του Jevons η εξοικονόμηση πόρων ανοίγει χώρο για επιπλέον εκμετάλλευση και εν τέλει αυξάνει τις απαιτήσεις του συστήματος.[8] Επομένως, ο καπιταλισμός δε γνωρίζει όρια στην ακόρεστη πορεία της μεγέθυνσης, αλλά αντίθετα συνεχώς προσπερνά τον ορίζοντα ακόμα και αν αυτό συμβαίνει σε βάρος της κοινωνικής ευημερίας. Το ίδιο μπορεί κάνει και ως προς τις ώρες εργασίας, όπως αποδεικνύει περίτρανα το νέο νομοσχέδιο για τα εργασιακά.
Σήμερα, δυόμιση δεκαετίες μετά τον Rifkin, και κάτι αιώνες μετά τις πρώτες υποσχέσεις του μοντερνισμού (Μπιτσάκης, 2017), το όνειρο της αφθονίας παραμένει απατηλό. Στον κόσμο μας κυριαρχεί η δουλειά (κατά το δουλεία) και όχι η απελευθερωτική ελεύθερη εργασία. Σε αντίθεση με τις υποσχέσεις οι ζωές μας είναι γεμάτες άγχος και πίεση και ο χρόνος δεν είναι ποτέ αρκετός (Crary, 2014).[9]
 
Απάντηση σε αυτά τα ζητήματα δίνει η απομεγέθυνση. Στόχος είναι να μειωθεί ο χρόνος που δαπανάμε σε δραστηριότητες που αφορούν τους μηχανισμούς αγοράς (την επίσημη οικονομία) ώστε να ενισχυθούν μια σειρά από άλλες εργασιακές δραστηριότητες, σημαντικές για την κοινωνική ευημερία. Η δημοκρατία, η κοινωνική σύσφιξη, η ψυχολογική και κοινωνική υγεία μπορούν να είναι τέτοια στοιχεία (Andreoni & Galmarini, 2014).
H εργασία πάνω από ένα όριο έχει αρνητικό αντίκτυπο στην υγεία και την ευημερία (Crary, 2014). Οι Ανderoni και Giamarini (2014) τοποθετούν αυτό το όριο περίπου στις 40 ώρες την εβδομάδα, και σε αυτές τις ώρες ενσωματώνουν τόσο τις ώρες επίσημης απασχόλησης (έμμισθη εργασία) όσο και αυτές της εργασίας ευρύτερα. Βέβαια, το ζήτημα δεν είναι τόσο απλό, καθώς τον υπόλοιπο χρόνο οι άνθρωποι δε σταματούν να μεταβολίζουν το περιβάλλον τους, συνεπώς μια ολιστική και σε βάθος ανάλυση της εργασίας είναι ιδιαίτερα δύσκολη (Kallis, 2013). Για την απομεγέθυνση, το ζήτημα δεν είναι απλώς το όριο των ορών εργασίας το οποίο στις μέρες μας φαίνεται να έχει χαθεί, αλλά και η εσωτερική κατανομή της απλήρωτης/έμμισθης εργασίας (D’Alisa & Cattaneo, 2013; Kallis, 2013). Καθώς αναγνωρίζεται πως έξω από τη σφαίρα της αγοράς, η ανθρώπινη δραστηριότητα συνεχίζεται (και συνεπώς και ο ανθρώπινος μόχθος για την επίτευξη στόχων).
Η οικολογική συζήτηση για την οικονομία πέραν της αγοράς, δεν είναι άσχετη με την συζήτηση για την απλήρωτη αναπαραγωγική εργασία από την οποία προκύπτουν τα φεμινιστικά οικονομικά (D’Alisa & Cattaneo, 2013; Nierling, 2012)[10]. Οι μηχανισμοί της καπιταλιστικής οικονομίας που οδηγούν στην αφάνεια την αναπαραγωγική εργασίας (η οποία λαμβάνει χώρα έξω από την αγορά) είναι οι ίδιοι με αυτούς που οδηγούν στην εμμονή της συσσώρευσης και έχουν ως αποτέλεσμα τη θέαση της μεγέθυνσης ως πανάκεια όλων των προβλημάτων της ανθρωπότητας. Για τον καπιταλισμό το μόνο που μετράει είναι η αγορά, το μόνο που έχει αξία είναι ότι έχει τιμή και όταν κάτι δε συμβαίνει διαμέσω της αγοράς τότε είναι ανάξιο. Ο νόμος της αξίας βρίσκεται πάνω από κάθε άλλο νομικό ή ηθικό νόμο των καπιταλιστικών κοινωνιών (Marx, 2013).
Αν λοιπόν διακρίνουμε την εργασία σε μισθωτή και απλήρωτη,[11] τότε η κοινωνική ευημερία βασίζεται και στις δυο μορφές της, όμως οι οικονομίες (τον αγορών) μας αναγνωρίζουν μόνο την πρώτη.
Τα Κοινωνικά Οικολογικά Οικονομικά, αποδέχονται και στηρίζουν αυτή την αναγνώριση της εργασίας πέραν των έμμισθων μορφών. Γενικώς αναδεικνύουν την σημασία της αναπαραγωγικής εργασίας είτε αυτή παίρνει την μορφή της οικιακή εργασίας, είτε της κοινωνικής εργασίας, είτε του εθελοντισμού, είτε απλώς της προσφοράς και της αλληλεγγύης. Όμως, σε αντίθεση με την κυρίαρχη οικονομική σκέψη, δεν προσβλέπουν στην καταγραφή και ενσωμάτωση αυτών των εργασιών στο ΑΕΠ και τις αγορές, αλλά, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο - προκρίνουν μια άλλη (μάλλον αντίθετη) κατεύθυνση.
Για τα οικονομικά της απομεγέθυνσης η πρόταση είναι απλή: μείωση του χρόνου μισθωτής εργασίας και ο περιορισμός της σφαίρας της αγοράς, προς υποστήριξη της απλήρωτης εθελοντικής εργασίας, θεμελίωση της κοινωνικής προσφοράς και ενίσχυση της ευημερίας.
Δεν είναι απλώς ένα πρόταγμα για λιγότερη δουλειά, αλλά μια πολιτική για την ανάδειξη της σημασίας της κοινωνικής προσφοράς, για την δικαιότερη κατανομή του προϊόντος (Kallis, 2013) και για την παροχή στα άτομα της δυνατότητας να προσφέρουν στις κοινωνίες μέσω διαφορετικών μηχανισμών από αυτούς της αγοράς, αλλά να βιοπορίζονται κιόλας ως ανεξάρτητα (sovereign) υποκείμενα. Η συζήτηση για ένα Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, είναι στενά συνυφασμένη με το θέμα, όπως φαίνεται από τη βιβλιογραφία (Kallis, 2013; Nierling, 2012). Σε θεμελιακό όμως επίπεδο, το ζήτημα είναι η αναδιανομή των προϊόντων της εργασίας, ο κοινωνικός μετασχηματισμός για την μείωση της σημασίας των μηχανισμών της αγοράς, και σίγουρα ο περιορισμός της καπιταλιστικής αμετροέπειας.
Οικονομικές δραστηριότητες που συμβαίνουν έξω από την αγορά, έχουν ως στόχο την απευθείας κάλυψη των κοινωνικών αναγκών και συνεπώς είναι δυσκολότερο να έρχονται σε αντιδιαστολή με την ευημερία (όπως συχνά συμβαίνει με τους μηχανισμούς της αγοράς). Επιπρόσθετα, δεν υπάγονται απαραίτητα στις ακόρεστες ορέξεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης, αλλά διατηρούν το ανθρώπινο στοιχείο του κορεσμού. Έτσι, μπορούν να οδηγήσουν σε μια αρκετά πιο οικοφιλική, ευημερούσα, ή δημοκρατική, κοινωνικο-οικονομική δομή.
Χαρακτηριστικά, όπως δείχνει η έρευνα των D’Alisa και Giamarini (2014) καθώς η έμμισθη εργασία είναι ενεργειακά πιο κοστοβόρα από την απλήρωτη εργασία, μια μείωση των ωρών εργασίας και ένας συνακόλουθος μετασχηματισμός της οικονομίας θα είχε ένα πιο οικοφιλικό αποτύπωμα. Οι λόγοι που αυτό συμβαίνει είναι εγγενείς στο καπιταλιστικό σύστημα των αγορών (Burkett, 2014).
Κλείνοντας, αξίζει να γίνει μια τελευταία σημείωση προς υπεράσπιση της απομεγέθυνσης. Η πρόταση για μείωση του χρόνου εργασίας στην απομεγέθυνση δεν σχετίζεται (τουλάχιστον όχι απαραίτητα) με την νεοκλασική αντίληψη της εργασίας ως δυσχρησιμότητα. Το πρόταγμα της μείωσης της εργασίας δεν προκύπτει από μια φυγόπονη τάση του ανθρώπου σε ό,τι αφορά την κατανομή του χρόνου του ανάμεσα σε εργασία και σχόλη. Αντίθετα, τα απελευθερωτικά χαρακτηριστικά της εργασίας μπορούν να αναδειχθούν μέσω μιας ολιστικής προσέγγισης της εργασίας (Bowring, 2014), και να ενισχυθούν με τη μείωση του έμμισθου εργάσιμου χρόνου. Σε αντίθεση με την ωφελιμιστική προσέγγιση των νεοκλασικών κατά την οποία οι απολαύσεις είναι ο κινητήρας της ανθρώπινης δραστηριότητας, στην ολιστική προσέγγιση η εργασία είναι κάτι παραπάνω από απλή αναγκαιότητα στην ασήμαντη αναπαραγωγή της ζωής – αποτελεί απαραίτητο στοιχείο της παρά την καταπόνηση (Bowring, 2014).
Αντίστοιχα, η απομεγέθυνση δε σημαίνει τη αποκήρυξη των υλικών αναγκών, όπως θα συνεπαγόταν μια ιδεαλιστική αντίληψη του ανθρώπου, σαν κάτι ξένο, ή ανώτερο από τη φύση. Το κάλεσμα σε επάρκεια και μείωση της κατανάλωσης δε προέρχεται έναν πνευματιστικό ασκητισμό και μια μανιχαϊστική ανάγνωση της ύλης. Αντίθετα, μπορεί να προκύπτει από μια αναγνώριση μιας «ιεραρχίας» των δραστηριοτήτων κατανάλωσης στην ανθρώπινη κατάσταση (Bowring, 2014) όπου οι κατώτερες μορφές [καταναλωτικής] δραστηριότητας (όπως η βρώση και η πόση) πρέπει να συνδυάζονται με ανώτερες μορφές (όπως η κοινωνικότητα) για να αποκτήσουν νόημα. Όταν αυτές αφαιρετικά μετατρέπονται σε τελικούς και αποκλειστικούς σκοπούς (όπως στη νεοκλασική οικονομική θεωρία), το ανθρώπινο στοιχείο μένει κενό και αυτοϋποβιβαζόμαστε στον χυδαίο ηδονισμό. Η ύλη (και η φύση) αποτελεί το θεμέλιο των ανθρώπινων κοινωνιών· στόχος δεν είναι η φυγή από αυτή, αλλά η συγκρότηση του ανθρώπινου βασιλείου της ελευθερίας και του αλληλοσεβασμού (που συνεπάγεται και τον αυτοπεριορισμό) που απαιτεί η οικολογική συμβίωση.

Σημειώσεις:
[1] Ως προς τα ζητήματα της μεγέθυνσης και της παραγωγικότητας τα οποία είναι κεντρικά σε αυτή τη λογική, αξίζει να σημειώσουμε ότι ιστορικά ουδέποτε έλυσαν κάποιο οικολογικό ζήτημα. Αντίθετα, όπως δείχνει μια πιο ολιστική οπτική μεταθέτουν το πρόβλημα σε όλο και πιο οξυμένη μορφή από το ένα πεδίο στο άλλο (Burkett, 2014). Συνεπώς αδυνατούμε να καταλάβουμε από που αντλείται η αισιοδοξία του συγκεκριμένου ρεύματος.
[2] Και μετά ίσως ακόμα πιο γρήγορα. Αφήνοντας εμάς να διερωτόμαστε, πόσο γρήγορα είναι το αρκετά γρήγορα;
[3] https://en.wikipedia.org/wiki/Anthropocene
[4] https://critique-ath.weebly.com/keimena/1335312
[5] Δεν είναι καθόλου τυχαίο που στη διεθνή ορολογία η ανάπτυξη δεν είναι «αειφόρος» αλλά «διατηρήσιμη» (sustainable development). Φαίνεται πως η «ανάπτυξη» από μέσο γίνεται σκοπός στη συμβατική οικονομική σκέψη.
[6] Και όχι πρόγραμμα, καθώς αποτελεί μια post-normal επιστημονική προσέγγιση (Kallis 2013). Σε αυτή τη προσέγγιση αναγνωρίζεται πως η επιστήμη δεν είναι αντικειμενική, όπως σημειώναμε και εισαγωγικά, και θεωρείται ότι η διάκριση μεταξύ κανονιστικής-θετικής επιστήμης είναι ψευδής και παραπλανητική. Συνεπώς, ένα θεμελιακό στοιχείο εν προκειμένω είναι η συνδιαλλαγή δημοκρατίας και επιστήμης, σε έναν αντι-τεχνοκρατικό συνδυασμό που αντιτίθεται στη σημερινή ασφυξία της δημοκρατίας από την  «επιστήμη» και τους «ειδικούς».
[7] Δείτε και (Nierling, 2012) για την συστημική πίεση προς έμμισθη-εργασία.
[8] https://en.wikipedia.org/wiki/Jevons_paradox Το παράδοξο συνήθως χρησιμοποιείται για άλλους πόρους με οικολογική σημασία, αλλά μπορεί να αξιοποιηθεί (όχι χωρίς ενδοιασμούς) και για την εργασία. Σημειώνει πως αν λόγω μιας τεχνολογικής καινοτομίας (π.χ. ρομποτική) εξοικονομούταν εργασία, τότε θα έπεφτε η τιμή της οδηγώντας σε επέκταση της ζήτησης γενικά αλλά του πόρου. Το συνολικό αποτέλεσμα βάσει του παράδοξου θα είναι θετικό για τις ώρες εργασίας.
[9] Για τη σύγχρονη μορφή της εργασίας δείτε από την παρούσα σειρά: https://critique-ath.weebly.com/keimena/1335312 όπως και https://critique-ath.weebly.com/keimena/1565885
[10] Για μια συνοπτική παρουσίαση των φεμινιστικών ζητημάτων αναπαραγωγικής εργασίας δείτε (Bhattacharya, 2017; Hartmann, 1981).
[11] Προσοχή είναι μια διαφορετική διάκριση από την μαρξιστική του αναγκαίου και πλεονάζοντος χρόνου εργασίας. Σε μαρξιστική ορολογία θα μιλούσαμε για έμμισθη και αναπαραγωγική εργασία, όμως στο πλαίσιο των οικολογικών οικονομικών η δεύτερη ονοματίζεται «unpaid work» το οποίο εδώ μεταφράζουμε ως απλήρωτη εργασία.


Βιβλιογραφία:
Andreoni, V., & Galmarini, S. (2014). How to increase well-being in a context of degrowth. Futures55, 78–89. https://doi.org/10.1016/j.futures.2013.10.021
Bhattacharya, T. (Ed.). (2017). Social Reproduction Theory: Remapping Class, Recentering Oppression. Pluto Press. https://doi.org/10.2307/j.ctt1vz494j
Bowring, F. (2014). Arendt after Marx: Rethinking the Dualism of Nature and World. Rethinking Marxism26(2), 278–290. https://doi.org/10.1080/08935696.2014.888856
Burkett, P. (2014). Marx and Nature: A Red and Green Perspective. Haymarket Books.
Crary, J. (2014). 24/7 Ο ύστερος καπιταλισμός και το τέλος του ύπνου (Ά. Φιλιππάτος, Trans.). Λιβάνης (Αγγλική Έκδοση 2013).
D’Alisa, G., & Cattaneo, C. (2013). Household work and energy consumption: A degrowth perspective. Catalonia’s case study. Journal of Cleaner Production38, 71–79. https://doi.org/10.1016/j.jclepro.2011.11.058
Hartmann, H. (1981). The Unhappy Marriage of Marxism and Feminism: Towards a More Progressive Union. In C. McCann & S.-K. Kim (Eds.), Feminist Theory Reader (pp. 187–199). Routledge.
Kallis, G. (2013). Societal metabolism, working hours and degrowth: A comment on Sorman and Giampietro. Journal of Cleaner Production38, 94–98. https://doi.org/10.1016/j.jclepro.2012.06.015
Kallis, G., & Bliss, S. (2019). Post-environmentalism: Origins and evolution of a strange idea. Journal of Political Ecology26(1), 466–486. https://doi.org/10.2458/v26i1.23238
Marx, K. (2013). Το Κεφάλαιο (T. Giouras, T. Noutsopoulos, & V. Bahourou, Eds.; T. Giouras, Trans.; Das Capital: Marx-Engels-Gesamtausgabe(MEGA) edition, Vol. 1). ΚΨΜ (Αρχική Έκδοση 1867).
Mason, P. (2016). Μετακαπιταλισμός. Καστανιώτης (Aγγλική Έκδοση 2015).
Milanović, B. (2019). Παγκόσμια Ανισότητα: Η οικονομική ανισότητα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης (Ν. Ρούσσος, Trans.). Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (Αγγλική Έκδοση 2016).
Nierling, L. (2012). “This is a bit of the good life”: Recognition of unpaid work from the perspective of degrowth. Ecological Economics84, 240–246. https://doi.org/10.1016/j.ecolecon.2011.10.030
Piketty, T. (2014). Το Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα (F. Karzis, Ed.; 2η έκδοση). Πόλις (Γαλλική Έκδοση 2013).
Rifkin, J. (1996). Το Τέλος της Εργασίας και το Μέλλον της (Ν. Κοτζιάς, Ed.; Γ. Κοβαλένκο, Trans.). Λιβάνης (Αγγλική Έκδοση 1995).
Roberts, M. (2015). Robots and AI: utopia or dystopia? (In 3 parts) [Blog]. The Next Recession. https://thenextrecession.wordpress.com/2015/09/24/robots-and-ai-utopia-or-dystopia-part-three/
Rosen, H., Gayer, T., Ράπανος, Β., & Καπλάνογλου, Γ. (2009). Δημόσια Οικονομική: Σύγχρονη θεωρία και ελληνική πραγματικότητα (2η έκδοση). Κριτική.
Schumacher, E. F. (1980). Το μικρό είναι όμορφο (Φ. Χοϊδάς & Ό. Τρέμη, Trans.). Γλάρος (Αγγλική Έκδοση 1973).
Spash, C. L. (2020). A tale of three paradigms: Realising the revolutionary potential of ecological economics. Ecological Economics169, 106518. https://doi.org/10.1016/j.ecolecon.2019.106518
Ζουμπουλάκης, Μ. (2008). Προβλήματα μεθόδου στην οικονομική επιστήμη. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας.
Μπιτσάκης, Ε. (2017). Οι θύελλες της προόδου. ΚΨΜ.


https://critique-ath.weebly.com/keimena/4761009





Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2023

Αναμέτρηση δυο τάσεων

 

Η μεγάλη εικόνα

Το 6μηνο Μαρτίου-Σεπτεμβρίου 2022 δημιουργήθηκε μια ισχυρή βάση στις 750 μον. Ακολούθησε η 10μηνη άνοδος που ανέβασε τον ΓΔ στα υψηλά της περιοχής των 1350 μον. Η διόρθωση από τα υψηλά αυτά έφτασε σχεδόν στο –20% (1100 μον.) και από εκεί ξεκίνησε η ανοδική αντίδραση μέχρι το ύψος των 1250 μον. Ο τρέχων μήνας είναι ο πρώτος ανοδικός μέσα στο πτωτικό τρέχον 4μηνο και το επίπεδο των 1250 μον. αναδεικνύεται ως το κρίσιμο σημείο αμφισβήτησης του πλαγιοκαθοδικού καναλιού. Διάσπαση των επιπέδων αυτών και της γραμμής αντίστασης του καναλιού θα φέρει ξανά την προσέγγιση των προηγούμενων υψηλών.


Μηνιαίο διάγραμμα ΓΔ

Στο εβδομαδιαίο διάγραμμα βλέπουμε ότι η διάσπαση της S1 δεν έφερε την κατάρρευση του ΓΔ αλλά μια πιθανή νέα γραμμή στήριξης, την S2. Όμως και από το διάγραμμα αυτό φαίνεται ότι τα παρόντα επίπεδα θα κρίνουν αν τερματίστηκε η 4μηνη πτωτική πορεία. Μέσω του καναλιού Κ1Κ2 εκδηλώνεται η επίθεση των αγοραστών που έληξε προς το παρόν ακριβώς επάνω στην γραμμή αντίστασης του πλαγιοκαθοδικού καναλιού.


Εβδομαδιαίο διάγραμμα

Στο ημερήσιο διάγραμμα εξειδικεύουμε λίγο περισσότερο την εικόνα του εβδομαδιαίου διαγράμματος με την στήριξη που προσέφερε ο ΚΜ των 200 ημερών παρά την 3ήμερη διάσπαση του καθώς και τα σήματα πώλησης (7/9, 1247 μον.) και επαναγοράς (2/11, 1219 μον.) του συστήματος μου.


Ημερήσιο διάγραμμα

 

Συμπερασματικά: βρισκόμαστε μπροστά στον τερματισμό της 4μηνης πτώσης και της εκ νέου αναμέτρησης –με περισσότερες πιθανότητες διάσπασης αυτή τη φορά- των χαμηλών του 2011 ή στο τέλος της ανόδου από τα χαμηλά των 1100 μονάδων; Σίγουρα στην απάντηση θα συμβάλλει και το κλίμα στις ΗΠΑ που φαίνεται πως έχει βελτιωθεί παρά την πρόσκαιρη επιδείνωση λόγω των αυξημένων επιτοκίων και του πολέμου στην Παλαιστίνη. 



30.11.2023



22.12.2023





Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2023

Οι εκλογικές μετατοπίσεις στις βουλευτικές εκλογές της 21ης Μαΐου

 ΑΝΑΛΥΣΗ

Του Γιάννη Μαυρή

Η εκτεταμένη αστοχία των προεκλογικών δημοσκοπήσεων, αλλά και -για τους ίδιους λόγους- των δημοσκοπήσεων εξόδου, στις πρόσφατες εκλογές, δεν επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, σχετικά με τις εντυπωσιακές εκλογικές μετακινήσεις που κατέγραψε η κάλπη της 21ης Μαΐου. Και αυτό, γιατί οι δημοσκοπήσεις εξόδου, αφενός πάσχουν από τις ίδιες μεροληψίες με τις προεκλογικές έρευνες και αφετέρου δεν καταγράφουν τις μετακινήσεις προς και από την αποχή. Εναλλακτικά, τα πραγματικά εκλογικά αποτελέσματα προσφέρουν μια αξιόπιστη και πληρέστερη εικόνα για τις εκλογικές μετατοπίσεις, που έχουν επισυμβεί μεταξύ δύο ή περισσότερων εκλογικών αναμετρήσεων.

Με βάση μια κατάλληλη στατιστική τεχνική, το αποτέλεσμα των πρόσφατων βουλευτικών εκλογών, αναλύεται σε σύγκριση με τις προηγούμενες (του Ιουλίου 2019) και εντοπίζονται οι σημαντικότερες μετατοπίσεις του εκλογικού σώματος που το καθόρισαν. (Βλέπε σχετικά Σημειώσεις 1 και 2 στο τέλος του άρθρου).

Η εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ και η σημασία της για το κομματικό σύστημα

Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί το σημαντικότερο εκλογικό ρεύμα των πρόσφατων εκλογών. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέγραψε μείωση σε 59 από τις 60 ελάσσονες εκλογικές περιφέρειες (συμπεριλαμβανομένης εκείνης των ψηφοφόρων του Εξωτερικού). Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε η Ροδόπη, λόγω της μαζικής υπερψήφισής του από τη μουσουλμανική μειονότητα. Σε αμιγώς μουσουλμανικούς δήμους, ο ΣΥΡΙΖΑ απέσπασε την απόλυτη πλειοψηφία (Αμαξάδες 62,2%, Σώστης 59,6%, Φιλλύρα 51,9%).

Εκτός Αττικής, ο εκλογικός καταποντισμός του ΣΥΡΙΖΑ είναι εντονότερος σε ολόκληρη την Κρήτη (Ηράκλειο -20,3%, Λασίθι -16,8%, Χανιά -16,7%, Ρέθυμνο -16,0%) και τα Δωδεκάνησα (-14,8%), στην Εύβοια (-16,1%) και στην Κέρκυρα (-14,4%). Μεγαλύτερη πολιτική και κοινωνική σημασία, ωστόσο, έχει το γεγονός ότι καταποντίστηκε στα εργατικά και ευρύτερα λαϊκά στρώματα, που συγκεντρώνονται στη συμπαγή ζώνη των περιφερειακών δυτικών και νοτιο-δυτικών δήμων της Αθήνας και του Πειραιά: στη Δυτική Αττική (-18,0%), στη Β’ Πειραιά (-17,5%), στο Δυτικό Τομέα Αθηνών (Β2) (-15,9%). Αυτές είναι οι δέκα εκλογικές περιφέρειες, όπου καταγράφηκε η μεγαλύτερη εκλογική υποχώρηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης (βλέπε και παρακάτω).

Έτσι, μετά από έντεκα (11) έτη, η σημερινή εκλογική του επιρροή (1.184.500 ψήφοι) δείχνει να επανέρχεται πάλι στα επίπεδα του Μαΐου 2012 (1.061.928), όταν ξεκινούσε η ραγδαία εκλογική του άνοδος (2012-2015). Πρόκειται για μείζονα πολιτική εξέλιξη που φαίνεται να τερματίζει τη περίοδο του μνημονιακού διπολισμού· διαμορφωμένου, στη βάση της διαιρετικής τομής που επέφερε η εφαρμογή των Μνημονίων στην Ελλάδα, ανάμεσα στις φιλομνημονιακές και τις αντιμνημονιακές δυνάμεις, επικαθορίζοντας τη διαίρεση Αριστερά/Δεξιά. Ο «συρρικνωμένος», πλέον, δικομματισμός (ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ), διαδέχθηκε από τον Μάιο του 2012 τον παραδοσιακό μεταπολιτευτικό δικομματισμό (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ), όταν εκείνος εξαϋλώθηκε και διατηρήθηκε στην περίοδο διακυβέρνησης της (μνημονιακής) αριστεράς, 2015-2019 (64,2% – 1/2015, 63,6% – 9/2015, 71,4% – 7/2019). Το γεγονός αυτό οδήγησε -εσφαλμένα- κάποιους αναλυτές να πιστέψουν ότι η «επαναστοίχιση» (re-alignment) κομμάτων/εκλογέων, που καταγράφηκε στις εκλογές του 2019, ήταν οριστική και ότι, εφεξής, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα «κινδύνευε» να χάσει το (ΠΑΣΟΚογενές) εκλογικό του ακροατήριο. Αυτή η εκτίμηση αποδείχθηκε, κυριολεκτικά, καταστροφική. Οδήγησε τον Αλέξη Τσίπρα και την ηγετική ομάδα του να πιστέψει, ότι έχοντας «εξασφαλίσει» δια παντός την Αριστερά, μπορεί να κινηθεί άνετα προς το «Κέντρο» ή ακόμη και την Καραμανλική Δεξιά και να διεκδικήσει τους -δήθεν- «ταλαντευόμενους» συντηρητικούς ψηφοφόρους. Είναι περιττό να τονιστεί, ότι αυτή η στρατηγική (εκλογικισμός)  διαψεύσθηκε, για άλλη μια φορά, με εξαιρετικά επώδυνο τρόπο.

Στις πρόσφατες εκλογές, ο ήδη «συρρικνωμένος» δικομματισμός της μνημονιακής περιόδου υποχώρησε θεαματικά στο 60,9%. Αυτή η υποχώρηση όμως δεν είναι ισορροπημένη, αλλά οφείλεται αποκλειστικά στη συντριβή του ενός πόλου του κομματικού συστήματος· εξέλιξη, που αναδεικνύει προς το παρόν τον άλλο εναπομείναντα πόλο (τη Νέα Δημοκρατία) σε εν δυνάμει κυρίαρχο. Φυσικά, αυτό δεν θα κριθεί σε μια ή δύο επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά μακροπρόθεσμα.

Μεταπολιτευτικά, η (ασύγκριτα) μεγαλύτερη, σε σχέση με τη πρόσφατη, κατάρρευση εκλογικής επιρροής κομμάτων παρατηρήθηκε τον Μάιο του 2012, όταν τα δύο κόμματα της τότε διακυβέρνησης (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ) έχασαν μαζί πάνω 3 εκ. ψήφους (ΠΑΣΟΚ, -2.179.090, ΝΔ, -1.103.616). Η σημερινή περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ (-596.557 ψήφοι) προφανώς δεν συγκρίνεται ποσοτικά με τον σεισμό του 2012, είναι όμως αντίστοιχου μεγέθους με την κατάρρευση της ΝΔ το 2009 (-699.500 ψήφοι), όταν το ΠΑΣΟΚ επέστρεψε στην εξουσία, λίγο πριν την απαρχή της μνημονιακής περιόδου.

Οι εκλογικές μετατοπίσεις στις βουλευτικές εκλογές της 21ης Μαΐου

 

Οι εκλογικές μετατοπίσεις στις βουλευτικές εκλογές της 21ης Μαΐου

Που κατευθύνθηκαν οι απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ

Η εντυπωσιακή απομείωση της εκλογικής υποστήριξης του ΣΥΡΙΖΑ συντελείται προς όλες τις κατευθύνσεις: και προς το ΠΑΣΟΚ, και τη ΝΔ και την αριστερά. Αυτό καθιστά και το εγχείρημα της ανάσχεσής της ιδιαίτερα δυσχερές, ίσως και αδύνατο. Οι εκλογικές απώλειες της αξιωματικής αντιπολίτευσης αντιπροσωπεύουν το 41,8% της επιρροής του 2019 και η συσπείρωσή του περιορίσθηκε μόλις στο 58,2% (Πίνακας 1). Στην πραγματικότητα, οι απώλειες υπερβαίνουν σημαντικά την απόλυτη μεταβολή ψήφων, που καταγράφεται μεταξύ Ιουλίου 2019 και Μαΐου 2023 στα δημοσιευμένα αποτελέσματα (596.557 ψήφοι). Σύμφωνα με την ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων που χρησιμοποιείται εδώ (βλέπε Σημείωση 2), υπερβαίνουν αριθμητικά τις 740.000 ψήφους των ψηφοφόρων του 2019 (Πίνακας 2).

Ο ΣΥΡΙΖΑ σημειώνει τις μεγαλύτερες απώλειες ψήφων του προς το ΠΑΣΟΚ. Πράγματι, οι απώλειές του αντιπροσωπεύουν το 17,7% της εκλογικής δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ το 2019, που αντιστοιχεί σε περίπου 315.600 ψηφοφόρους του 2019. Πρόκειται δηλαδή για το 5,3% του σημερινού εκλογικού σώματος (με βάση τα έγκυρα). Είναι γνωστό ότι στο επίπεδο της εκλογικής βάσης, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσαν «συγκοινωνούντα δοχεία». Κατά τα φαινόμενα, τώρα η ροή αντιστράφηκε και μια μερίδα ΠΑΣΟΚογενών ψηφοφόρων παλιννόστησαν στο κόμμα το οποίο είχαν εγκαταλείψει κατά τη μνημονιακή δεκαετία.

Η τάση αυτής της εκλογικής μετατόπισης εις βάρος του ΣΥΡΙΖΑ  γίνεται ευκολότερα αντιληπτή στην Κρήτη, όπου το ΠΑΣΟΚ κατέγραψε την μεγαλύτερη, πανελλαδικά, αύξηση της επιρροής του στο Ρέθυμνο (+11,7%) και στο Ηράκλειο (+10,4%), στην Ξάνθη (+9,5%), στην Αρκαδία (+7,0%), στη Φλώρινα (+6,9%), στην Εύβοια (+6,7%) και αλλού. Ένα τμήμα από τις απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ προς το ΠΑΣΟΚ αντισταθμίστηκε από τις πολύ μικρότερες εισροές, που -αντίστροφα- είχε ο ΣΥΡΙΖΑ από το ΠΑΣΟΚ: 17,7% της δύναμης του ΠΑΣΟΚ το 2019, περίπου 81.000 ψήφοι ή 1,4% του εκλογικού σώματος – Πίνακες 1 & 2). Η εκλογική «επιστροφή» στο ΠΑΣΟΚ δεν έχει κοινωνική όσμωση. Όπως διαφαίνεται στον Χάρτη 4, η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στους Δήμους της Αττικής (+2,2%) είναι ως επί το πλείστον ομοιόμορφη (οριζόντια), χωρίς σημαντική κοινωνική διαφοροποίηση, όπως πχ. συμβαίνει με το ΚΚΕ.

2) Σημαντικές απώλειες υφίσταται ο ΣΥΡΙΖΑ και προς τη Νέα Δημοκρατία. Οι απώλειές του προς το κυβερνών κόμμα αντιπροσωπεύουν το 10,5%, περίπου 187.500 ψήφους (Πίνακας 2), δηλαδή το 3,2% του εκλογικού σώματος. Είναι προφανές ότι αυτή η «διαπαραταξιακή» μετατόπιση υποεκτιμήθηκε καθαρά τόσο από τις προεκλογικές δημοσκοπήσεις, όσο φυσικά και από τις δημοσκοπήσεις εξόδου. Σύμφωνα με την ανάλυση, δεν υπήρξαν αντίστροφες εισροές από τη ΝΔ προς τον ΣΥΡΙΖΑ.    Η μετατόπιση από τον ΣΥΡΙΖΑ προς τη ΝΔ γίνεται ευδιάκριτα αντιληπτή στα Δωδεκάνησα, όπου η ΝΔ σημείωσε τη μεγαλύτερη -πανελλαδικά- αύξηση της επιρροής της κατά 8,6% (ενώ το ΠΑΣΟΚ μόλις 3%), στην Κρήτη (πχ. Χανιά +7,1%, Λασίθι +6,1%), αλλά και στις λαϊκές περιοχές της Πρωτεύουσας (πχ. Δυτική Αττική +7,6%, Β’ Πειραιά +7,3%).

3) Ο ΣΥΡΙΖΑ υφίσταται απώλειες και προς τα αριστερά του: Το ΚΚΕ, το ΜέΡΑ25, η Πλεύση Ελευθερίας, καθώς και οι μικρότεροι αριστεροί σχηματισμοί («Λοιπά Αριστερά») απέσπασαν από τον ΣΥΡΙΖΑ, συνολικά, το 8,8% των ψηφοφόρων του 2019, περίπου 155.700 ψήφους (το ΚΚΕ 69.300 και τα υπόλοιπα κόμματα 86.400). Αθροιστικά, οι διαρροές του προς τα αριστερά αντιπροσωπεύουν το 2,6% του εκλογικού σώματος.

4) Τέλος, απώλειες υφίσταται ο ΣΥΡΙΖΑ και προς τις λεγόμενες αντιεκλογικές πρακτικές (Άκυρο/Λευκό), 49.000 ψήφους ή 2,8% της δύναμης του 2019 (Πίνακες 1 & 2).

 

Οι εκλογικές μετατοπίσεις στις βουλευτικές εκλογές της 21ης ΜαΐουΟι εκλογικές μετατοπίσεις στις βουλευτικές εκλογές της 21ης Μαΐου

Διαρρήχθηκε η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα της Πρωτεύουσας

Τα νέα κοινωνικά χαρακτηριστικά της εκλογικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ αποτυπώνονται περισσότερο ευδιάκριτα στην εκλογική γεωγραφία της Πρωτεύουσας (Χάρτης 1).  Όπως επισημάνθηκε παραπάνω, σε σύγκριση με το 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ υφίσταται τις μεγαλύτερες απώλειες μεταξύ των λαϊκών-εργατικών στρωμάτων της πρωτεύουσας, που συγκεντρώνονται κυρίως στις εκλογικές περιφέρειες του Δυτικού Τομέα Αθηνών-Β2 (-15,9%), της Δυτικής Αττικής (-18%) και της Β’ Πειραιά (-17,5%). Η επιρροή του σε αυτές τις περιοχές συρρικνώνεται σήμερα δραματικά, σε σύγκριση με την προγενέστερη, από τα επίπεδα του 35-40%, περίπου στο ½ (21%-23%) στον Δυτικό Τομέα (Β2) και στη Β’ Πειραιά ή και κάτω από 20% στη Δυτική Αττική (18,2%). Ενδεικτικά, οι απώλειες στο Περιστέρι (-15,6%) αντιπροσωπεύουν το 40% της επιρροής του 2019, στο Αιγάλεω (-16,7%) το 42%, στη Νίκαια (-18,2%) το 46% και στη Δραπετσώνα (-18,2%) το 48% (Πίνακας 3). Επιστρέφει δηλαδή στα επίπεδα των πρώτων εκλογών του 2012, όταν -λόγω της συντριβής του ΠΑΣΟΚ- είχε αναδειχθεί σε 2ο κόμμα. (Σχετικά με την τυπολογία των περιοχών που χρησιμοποιείται, βλέπε Σημείωση 3). Θα πρέπει να τονιστεί, ότι από τις απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ στις εργατικές-λαϊκές περιοχές του Λεκανοπεδίου επωφελείται πρωτευόντως η Νέα Δημοκρατία (Χάρτης 2) και δευτερευόντως το ΚΚΕ.

Είναι γεγονός ότι το ΚΚΕ ενισχύεται σε όλους τους Δήμους της Αττικής (με μια εξαίρεση) και συγκεντρώνει περιφερειακό ποσοστό 9,1%. Η άνοδός του είναι μεν, κατά μέσο όρο περιορισμένη, αλλά είναι γενική. Επιπλέον, είναι κοινωνικά επικεντρωμένη στις κατεξοχήν λαϊκές-εργατικές ζώνες του Πολεοδομικού Συγκροτήματος, όπου συγκέντρωσε ποσοστά 10%-15%. Στους δήμους της Δυτικής Αττικής, με ποσοστό 9,1%, το ΚΚΕ αύξησε τη δύναμή του κατά 3,2%, παίρνοντας τα υψηλότερα ποσοστά τους στον Ασπρόπυργο (16%) και στην Ελευσίνα (10%). Στην Β’ Πειραιά (10,8%), παρουσίασε αύξηση +2,8% και συγκέντρωσε ποσοστά 11%-13% (Το υψηλότερο στη Νίκαια, 13%). Αντίστοιχα, στον Δυτικό Τομέα της Αθήνας (Β2)10%-13% (στην Πετρούπολη 13,1%), ενώ αύξηση (+2,5%) κατέγραψε και στον Νότιο Τομέα της Αθήνας (Β3), ιδίως στις ιστορικές ανατολικές συνοικίες (Καισαριανή, 15%, Βύρωνας 12%), όπου διατηρεί παραδοσιακά αυξημένη επιρροή (Χάρτης 3).  Συνολικά, αν και η κοινωνική επιρροή του ΚΚΕ ενισχύεται (περίπου 427.000 ψήφοι και ποσοστό 7,2%), εντούτοις δεν επιστρέφει στα υψηλά επίπεδα που είχε κατακτήσει από το 2007 (584.000 ψήφοι) έως τον Μάιο του 2012 (536.000 ψήφοι). Η σημερινή του απήχηση προσεγγίζει περισσότερο εκείνη του 2004 (437.000).

 

Οι εκλογικές μετατοπίσεις στις βουλευτικές εκλογές της 21ης ΜαΐουΟι εκλογικές μετατοπίσεις στις βουλευτικές εκλογές της 21ης Μαΐου

Οι εκλογικές μετατοπίσεις στις βουλευτικές εκλογές της 21ης ΜαΐουΟι εκλογικές μετατοπίσεις στις βουλευτικές εκλογές της 21ης Μαΐου

Η πρωτοφανής εκλογική νίκη της ΝΔ και η ενίσχυση της συντηρητικής παράταξης

Στις συνολικά επτά (7) περιπτώσεις διαδοχικής επανεκλογής κυβερνήσεων στη Μεταπολίτευση, υπάρχουν μόνον δύο (2) περιπτώσεις, όπου το κυβερνών κόμμα σημειώνει άνοδο (Διάγραμμα 1). Η περίπτωση ΠΑΣΟΚ/Σημίτη, το 2000 (+2,3%) και η σημερινή ΝΔ/Μητσοτάκη (+0,9%). Επιπλέον, το ποσοστό που έλαβε σήμερα η ΝΔ, 40,8%, είναι παραπλήσιο και συγκρίσιμο με εκείνο το οποίο είχε λάβει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, στην πρώτη επανεκλογή του 1977 (41,8%), το ποσοστό του Κώστα Σημίτη, στην επανεκλογή του 1996 (41,5%) και το ποσοστό του Κώστα Καραμανλή, όταν επανεξελέγη το 2007 (41,8%).

Ως ποσοστό 1ου κόμματος, το σημερινό ποσοστό της ΝΔ είναι υψηλότερο από τα ποσοστά των εκλογών της περιόδου 2012-2019, αλλά δεν συγκαταλέγεται στα υψηλότερα που έχει λάβει η συντηρητική παράταξη στη μεταπολιτευτική περίοδο. Από την άλλη πλευρά, όμως, το στοιχείο που καθιστά την εκλογική της νίκη πρωτοφανή είναι ευνόητα η απόστασή της από το δεύτερο κόμμα (η λεγόμενη «ψαλίδα»): Πράγματι, η διαφορά ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ (20,7%) είναι η 2η μεγαλύτερη στις 19 βουλευτικές αναμετρήσεις της 50χρονης μεταπολιτευτικής ιστορίας. Μεγαλύτερη ακόμη και από τη διαφορά του 1977, μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ (16,5%), και μικρότερη μόνον εκείνη των «έκτακτων» εκλογών του 1974 (34%).

Ο μεγάλος νικητής των εκλογών, η Νέα Δημοκρατία, αποσπώντας 2.407.860 ψήφους επαναφέρει την εκλογική-κοινωνική της επιρροή στα προ-μνημονίου επίπεδα. Όταν έχασε τις εκλογές το 2009, η ΝΔ είχε συγκεντρώσει πάλι περίπου 2,3 εκ ψήφους (2.295.967), αλλά λόγω της υψηλότερης συμμετοχής τότε, το ποσοστό της ήταν μόλις 33,5%. Επιπλέον, η επικράτησή της συμβαδίζει και με τη συνολική παραταξιακή εκλογική ενίσχυση των κομματικών σχηματισμών της ΔεξιάςΑθροιστικά, η ΝΔ, η Ελληνική Λύση και τα υπόλοιπα μικρότερα δεξιά κόμματα που έμειναν εκτός Βουλής (με μαζικότερη τη νεοπαγή ΝΙΚΗ) συγκέντρωσαν πάνω από 3 εκ. ψήφους (3.117.820) και το εντυπωσιακό ποσοστό 52,8%, που θυμίζει 1974. Εμφανίζουν δηλαδή αύξηση, σε σύγκριση με το 2019, κατά 4,1% και 364.881 ψήφους (Πίνακας 4). Ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει το διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό 6,2% του εκλογικού σώματος.

Η Νέα Δημοκρατία πέτυχε να συσπειρώσει το 86,9% των εκλογέων του 2019, ποσοστό που αντιστοιχεί σε περίπου 1.956.000 ψήφους (Πίνακες 1 & 2), ενώ ταυτόχρονα ωφελήθηκε και από τη διαπαραταξιακή μετατόπιση ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ (βλέπε παραπάνω). Κάποιες διαρροές της ΝΔ σημειώθηκαν προς την Ελληνική Λύση,  1,2% της επιρροής του 2019 (περίπου 27.500 ψήφοι) και τους μικρότερους δεξιούς σχηματισμούς («Λοιπά Δεξιά»). Αθροιστικά, οι απώλειές της προς αυτά (αφορούν κυρίως τη ΝΙΚΗ), αντιπροσωπεύουν το 2,5% της επιρροής του 2019, περίπου 57.000 ψήφους. Ένα ενδιαφέρον σημείο είναι ότι η ΝΔ έχασε  προς την αποχή το 6,4% των ψηφοφόρων του 2019. Ποσοστό, που σύμφωνα με την παρούσα εκτίμηση αντιστοιχεί σε περίπου 144.000 ψήφους. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται δεν επιτρέπει να διερευνηθούν εάν οι λόγοι αυτής της αποχής, είναι πολιτικοί ή κοινωνικοί. Εάν δηλαδή οφείλεται σε δυσαρέσκεια προς την ηγεσία της ή όχι.

 

Οι εκλογικές μετατοπίσεις στις βουλευτικές εκλογές της 21ης Μαΐου

Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του μπλοκ της Δεξιάς: Ηγεμονία στα αστικά – κυριαρχία στα μεσαία – διεύρυνση στα λαϊκά στρώματα

Παρά την ύπαρξη πολυάριθμων σχηματισμών στα δεξιά της, η ΝΔ υπερίσχυσε συντριπτικά στη συμπαγή ζώνη των βόρειων και βορειο-ανατολικών δήμων και στη νοτιο-ανατολική, παραλιακή ζώνη του Συγκροτήματος της Πρωτεύουσας, όπου συγκεντρώνεται ο κύριος όγκος των αμιγώς αστικών και ανώτερων μεσαίων στρωμάτων (upper, upper-middle). Στο Βόρειο Τομέα Αθηνών (Β1) συγκέντρωσε ποσοστό 46% και στην Ανατολική Αττική 45%. Στα περισσότερα από τα πλέον εύπορα  προάστια, η επιρροή της κυμάνθηκε από 55%-75%. Συγκεκριμένα, στις αμιγώς αστικές περιοχές της Πρωτεύουσας (πχ. Εκάλη 81,6%, Φιλοθέη 75,4%, Ψυχικό, 72,1%, Βουλιαγμένη 67,2%, Διόνυσος 64,9%, Κολωνάκι 64,3%, Βούλα 62,7%), η ΝΔ εμφάνισε μικρές απώλειες, σε σχέση με το 2019, και κατά βάση διατήρησε σε αυτά τα κοινωνικά στρώματα την ηγεμονία που κατέχει διαχρονικά, με μοναδική εξαίρεση την κατάρρευση του Μαΐου 2012 (Βλέπε ενδεικτικά Πίνακα 5 και Χάρτη 2). Είναι φανερό ότι η αστική τάξη της χώρας παραμένει συσπειρωμένη στη Νέα Δημοκρατία και στον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Διατήρηση της εκλογικής της επιρροής παρατηρείται όμως και στις μικροαστικές περιοχές του Λεκανοπεδίου, τόσο σε δήμους με αντίστοιχη κοινωνική σύνθεση, πχ. Ζωγράφου, 38,5% και Αργυρούπολη, 39,5%), όσο σε συνοικίες  των κεντρικών δήμων της Αθήνας (πχ. Κυψέλη,  43,3%, Πατήσια, 40,2%) και του Πειραιά (πχ. Τερψιθέα 53,2%, Καλλίπολη 49,8%, Προφήτης Ηλίας 48,2%). Η Νέα Δημοκρατία, εκτός από την ηγεμονία που διατηρεί στα αστικά στρώματα, επιβεβαιώνει και την κυριαρχία της και στα μεσαία.

Περισσότερο εντυπωσιακό είναι το γεγονός, ότι το κυβερνών κόμμα διευρύνει σημαντικά τα κοινωνικά του ερείσματα και στις λαϊκές-εργατικές περιοχές της ΠρωτεύουσαςΣε αυτές τις περιοχές είναι η Νέα Δημοκρατία που επωφελείται κυρίως από την εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ και λιγότερο το ΚΚΕ. Συγκεκριμένα, οι 3 από τις 10 μεγαλύτερες αυξήσεις που εμφάνισε η ΝΔ στις ελάσσονες περιφέρειες, σε σύγκριση με το 2019, εντοπίζονται στις περιφέρειες της Δυτικής Αττικής+7,6% (41,9%), στη Β’ Πειραιά+7,3% (37,4%) και στο Δυτικό Τομέα της Αθήνας-Β2, +4,8% (34,5%). Η αντίστοιχη αύξηση του ΚΚΕ στις ίδιες περιφέρειες περιορίσθηκε, αντίστοιχα, σε +3,2%, +2,8%, και +2,5% (Χάρτες 2 και 3). Χαρακτηριστικά, όπως φαίνεται στον Πίνακα 5 και στον Χάρτη 2, στις εργατικές-λαϊκές περιοχές της Πρωτεύουσας, πχ. Περιστέρι 34,1%, Αιγάλεω 34,6%, Κερατσίνι 37,4%, Νίκαια 35,2%, ανακτά ποσοστά, της τάξης του 34%-37%, διευρύνοντας σημαντικά την κοινωνική της επιρροή. Πρόκειται για κοινωνική επιρροή που έχει παρατηρηθεί μεταπολιτευτικά στους εκλογικούς κύκλους της μεγάλης ανόδου της, όπως στην περίοδο 1989-1990 και 2001-2004.

Παρά την κοινωνική συνοχή και ενίσχυση που εμφανίζει σήμερα το συντηρητικό κοινωνικό μπλοκ, η σημαντική διαφορά από το 1990 ή το 2004 είναι ότι την εκπροσώπησή του δεν μονοπωλεί πλέον μόνον η Νέα Δημοκρατία, με ποσοστά 46,9% (1990) ή 45,4% (2004). Αυτή η διάσπαση είναι ευδιάκριτα ορατή στις περιφέρειες της Μακεδονίας, ιδίως στην Κεντρική (με εξαίρεση τις Σέρρες), καθώς και στον Έβρο, όπου η αυξημένη παρουσία της πληθυντικής Δεξιάς διεμβολίζει πολιτικά τη ΝΔ. Είναι εντυπωσιακό, ότι η Ελληνική Λύση, η Νίκη και οι λοιποί δεξιοί σχηματισμοί συγκεντρώνουν, αθροιστικά, στην Κεντρική Μακεδονία ποσοστό 18,5%, έναντι 39,1% της ΝΔ, στην Ανατολική Μακεδονία-Θράκη14,4%, έναντι 38,5% της ΝΔ (Στη Δράμα 18,5% και στον Έβρο 16,9%), ενώ  στη Δυτική Μακεδονία 13,5%, έναντι 40,6% της ΝΔ.

———————————-

ΣΗΜΕΙΩΣΗ 1: Στην παρούσα ανάλυση χρησιμοποιούνται τα επίσημα (προσωρινά) εκλογικά αποτελέσματα του Υπουργείου Εσωτερικών, όπως παρέχονται από την Singular Logic.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ 2: Η μέθοδος εκτίμησης των εκλογικών μετατοπίσεων στηρίζεται στο υπόδειγμα τετραγωνικού προγραμματισμού (Quadratic Programming Model) που έχει χρησιμοποιήσει η ολλανδική στατιστική υπηρεσία για τις ολλανδικές εκλογές. Βλέπε σχετικά: Carin van der Ploeg. 2008. A Comparison of Different Estimation Methods of Voting Transitions with an Application in the Dutch National Elections. Heerlen: Centraal Bureau voor de Statistiek Divisie Methodologie en Kwaliteit Sector Methodologie.

Η μέθοδος έχει εφαρμοστεί με ιδιαίτερη επιτυχία τόσο στις ελληνικές εκλογές (Ιανουαρίου 2015, Σεπτεμβρίου 2015, Ιουλίου 2019), όσο και στις κυπριακές Προεδρικές εκλογές του 2018.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ 3: Η κοινωνική τυπολογία των περιοχών του Πολεοδομικού Συγκροτήματος της Πρωτεύουσας στηρίζεται στο: Μαυρής, Γιάννης. 1993. «Οι κοινωνικές συντεταγμένες της κομματικής επιρροής: Οι σχέσεις εκπροσώπησης στην περίοδο 1974-1985.» Διδακτορική διατριβή. Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης. Διαθέσιμη στην ιστοσελίδα: https://www.mavris.gr/category/m/m-research/monographies/ και στο Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών: https://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/12537#page/1/mode/2up


https://www.mavris.gr/8353/voting-transitions-may-2023/









Το ευρώ, ο νεοφιλελευθερισμός, η εκμετάλλευση της εργασίας

  Τα δύο θεμέλια του καθεστώτος εκμετάλλευσης Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποτελέσει, ιδιαίτερα από το 1990 και μετά, ιμάντα μεταβί...