Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

Ποιος θα αξιολογήσει την αξιολόγηση;

 

Εδώ και καιρό, όχι μόνο τα τελευταία χρόνια αλλά από το 2009, μαίνεται ένας συνεχής πόλεμος εντυπώσεων γύρω από το (δήθεν) «μεγάλο κράτος» και τους (δήθεν) υψηλούς μισθούς των ΔΥ (που «μας χρεοκόπησαν») και, τα τελευταία χρόνια, μια διαρκώς εντεινόμενη προπαγάνδα γύρω από την αξιολόγηση των ΔΥ. Η συντονισμένη αυτή επίθεση από τα συστημικά ΜΜΕ και την κυβέρνηση στοχεύει αφενός στην συνολική επίθεση προς κάθε τι το Δημόσιο και αφετέρου στην απόσειση των ευθυνών της κυβέρνησης (των κυβερνήσεων) στην λειτουργία του κράτους μέσω της κλασικής μεθόδου της δημιουργίας “Εβραίων”. Βεβαίως η αξιολόγηση, όχι τυχαία, δεν συζητιέται ούτε για τους γιατρούς, ούτε για τους δικαστές, ούτε για το ένστολο προσωπικό, ούτε για τους διπλωμάτες και τους καθηγητές των ΑΕΙ/ΤΕΙ οι οποίοι εξαιρούνται. Αφορά μόνο στην “πλέμπα”: τους διοικητικούς ΔΥ και τους εκπαιδευτικούς πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευση –είναι η ίδια πλέμπα που είχε μπει στο στόχαστρο της “τρόικας εσωτερικού” και στην περίοδο των μνημονίων.

Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε τι ακριβώς ισχύει για την αξιολόγηση της δημοσιοϋπαλληλικής πλέμπας -πλην των εκπαιδευτικών όπου το “παιχνίδι” έχει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις.   

Πριν πάμε όμως σε αυτήν καθαυτή την “αξιολόγηση” θα πρέπει να κάνουμε κάποιες αναφορές σε πράγματα που έμμεσα ή άμεσα σχετίζονται με αυτήν.

1. Η μονιμότητα των ΔΥ

Η μονιμότητα (και όχι ισοβιότητα, που την έχουν μόνο οι δικαστικοί) δεν έχει την έννοια του «είμαι μόνιμος, κάνω ότι θέλω και δεν με κουνάει κανείς» (παρόμοια με την μονιμότητα των ΔΥ έχουν στην πράξη και οι τραπεζοϋπάλληλοι μέσω των συμβάσεων αορίστου χρόνου). Έχει την έννοια ότι ένας ΔΥ δεν είναι υπάλληλος του τάδε ή του δείνα υπουργού (όπως ο εργαζόμενος του ΙΤ είναι υπάλληλος του αφεντικού του) αλλά είναι υπάλληλος του απρόσωπου κράτους. Συνεπώς ο ΔΥ πρέπει να προσλαμβάνεται και να απολύεται σύμφωνα με κανόνες και από συλλογικά όργανα καθώς το κράτος δεν είναι τσιφλίκι του κάθε πολιτικού για να προσλαμβάνει και να απολύει κατά βούλησιν και όποιον τον βολεύει. Η διαδικασία των προσλήψεων, λοιπόν, των ΔΥ ανατίθεται στο ΑΣΕΠ το οποίο με ανοικτούς διαγωνισμούς και χωρίς προτιμήσεις καταρτίζει τους πίνακες επιτυχόντων των διαγωνισμών (γραπτών ή με μόρια) και οι διάφορες Υπηρεσίες, αναλόγως των προτιμήσεων των επιτυχόντων, τους διορίζουν σε κενές οργανικές θέσεις (συνεπώς είναι ψευδές ότι οι προσλήψεις γίνονται κατά το δοκούν αλλά, αντιθέτως, υπακούουν στις ανάγκες οι οποίες έχουν προσδιοριστεί από την πολιτεία και έχουν καταγραφεί στα οργανογράμματα των Υπηρεσιών).

Μπορεί όμως ένας ΔΥ να απολυθεί; Φυσικά και μπορεί. Αρκεί να υπάρχουν οι προβλεπόμενοι από τον Υπαλληλικό Κώδικα λόγοι καθώς και αποδείξεις (άρθρα 106 έως 146 του Υπαλληλικού Κώδικα). Δεν αρκεί να μην αρέσει η φάτσα του ΔΥ στον προϊστάμενο του ή στον υπουργό για να τον στείλει σπίτι του. Πρέπει να κατηγορηθεί για κάποιες παραβάσεις οπότε παραπέμπεται στο Πειθαρχικό Συμβούλιο (στο οποίο έχουν πλειοψηφία δικαστικοί και ελέγχεται για τις αποφάσεις του από το δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο στο οποίο οι δικαστικοί έχουν απόλυτη πλειοψηφία) με συγκεκριμένα στοιχεία. Ουσιαστικά ακολουθεί μια δίκη που με βάση αποδεικτικά στοιχεία, εφόσον υπάρχουν, οδηγεί σε μια σειρά ποινών που φτάνουν μέχρι και στην απόλυση.

Υπάρχει όμως και μια δεύτερη διαδικασία απόλυσης. Η κυβέρνηση δικαιούται να αποφασίσει ότι μια Υπηρεσία, μια Γενική Γραμματεία ή και ένας κλάδος σε μια Υπηρεσία δεν χρειάζεται και, τότε, χωρίς να χρειαστεί να αποδείξει τον ισχυρισμό της –δλδ αυθαίρετα- να βγάλει τους υπαλλήλους σε διαθεσιμότητα και στην συνέχεια σε απόλυση (αυτό έγινε όταν η κυβέρνηση βαγγελοσαμαράδωνέβγαλε σε διαθεσιμότητα 15 χιλ ΔΥ με σκοπό να ακολουθήσει η απόλυση τους).

Από τον ίδιο τον Χατζηδάκη, ξέφυγε τις προάλλες, σε αντίθεση με το παραμύθι του ακαταδίωκτου των ΔΥ, ότι «…υπάρχουν μέχρι τώρα περίπου 1.000 [ΔΥ] που έχουν απολυθεί με αποφάσεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων γιατί δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους ή προέβαιναν σε βλαπτικές ενέργειες για τη δημόσια διοίκηση»

2. Βαθμός, Μεταπτυχιακά/Διδακτορικά, Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης (ΕΣΔΔ)

Όλοι οι ΔΥ εκτός του μισθολογικού κλιμακίου (ΜΚ) στο οποίο κατατάσσονται ανάλογα με τα χρόνια υπηρεσίας, το επίπεδο εκπαίδευσης, το αν είναι απόφοιτοι της ΕΣΔΔ και το αν έχουν μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών, κατατάσσονται και σε κάποιον Βαθμό. Η κατάταξη σε Βαθμούς γίνεται ανάλογα με τα χρόνια υπηρεσίας αλλά σε αυτά προστίθενται και πλασματικά έτη με στόχο να πριμοδοτηθούν ειδικές ομάδες ώστε να καταλάβουν θέσεις ευθύνης (=τμηματάρχες, διευθυντές, γενικοί διευθυντές).

Η πιο κραυγαλέα ευνοημένη ομάδα είναι πλέον (μετά το 2010) οι απόφοιτοι της ΕΣΔΔ που πριμοδοτούνται με 12 χρόνια πλασματικής υπηρεσίας. Ακολουθούν οι διαθέτοντες διδακτορικό δίπλωμα και στο τέλος της πυραμίδας των ευνοημένων είναι οι κάτοχοι μεταπτυχιακών σπουδών. Ειρήσθω εν παρόδω, εδώ και αρκετά χρόνια έχει στηθεί μια φάμπρικα σε συνεργασία με ΑΕΙ όπου τα τελευταία “πουλούν” κάθε απίθανο μεταπτυχιακό τίτλο με “σπουδές” 9μηνης διάρκειας ώστε ο κάτοχος τους να το προσκομίσει στην υπηρεσία του και να κερδίσει αύξηση μισθού και πλασματικά έτη εργασίας ανεβαίνοντας σε Βαθμό.

Συμπερασματικά, τρεις κατηγορίες (απόφοιτοι ΕΣΔΔ, διδακτορικοί και, δευτερευόντως μεταπτυχιακοί), ιδίως μετά το 2010, πριμοδοτούνται σκανδαλωδώς σε μισθολογική και βαθμολογική εξέλιξη χωρίς στις περισσότερες περιπτώσεις να προσφέρουν ουσιαστικά τίποτε περισσότερο από τους υπόλοιπους πτυχιούχους συναδέλφους τους. Η ύπαρξη του θεσμού των Βαθμών είναι το απαραίτητο εργαλείο για την προώθηση των ευνοούμενων ομάδων και δεν έχει κανέναν άλλο ουσιαστικό ρόλο (φυσικά ποσώς ενδιαφέρει τις κυβερνήσεις ο επιπλέον όγκος εργασίας που καταναλώνεται για τον υπολογισμό των βαθμών αφού αυτός ο χαμένος χρόνος είναι χρήσιμος για την επίτευξη του στόχου της προώθησης των συγκεκριμένων ομάδων ΔΥ).

3. Επιλογή προϊσταμένων, «κανονικοί» προϊστάμενοι και αναπληρωτές προϊστάμενοι

Μέχρι το 2011 οι προϊστάμενοι επιλέγονταν με «κρίσεις» από τα Υπηρεσιακά Συμβούλια με βάση κυρίως την αρχαιότητα και τους βαθμούς της αξιολόγησης τους αλλά και τους τίτλους σπουδών. Από τότε, και για πολλά χρόνια, ψηφίζονταν διάφοροι νόμοι επιλογής προϊσταμένων χωρίς όμως να εφαρμόζονται. Στην πράξη η τοποθέτηση προϊσταμένων γινόταν με την μέθοδο της αναπλήρωσης. Η αναπλήρωση προβλέπεται στην πραγματικότητα μόνο για έκτακτες καταστάσεις όπως όταν ο «κανονικός» προϊστάμενος (αυτός που είχε επιλεγεί με την νόμιμη διαδικασία των «κρίσεων») απουσιάζει με μακροχρόνια άδεια ή όταν αφυπηρετεί. Ως αναπληρωτής ορίζεται υπάλληλος της οργανικής μονάδας (του Τμήματος, της Διεύθυνσης) με την προϋπόθεση ότι βρίσκεται στον Βαθμό Α΄ μέχρι να οριστεί μετά από κρίση ο επόμενος «κανονικός» προϊστάμενος. Σε όλα τα προηγούμενα χρόνια η εξαίρεση είχε γίνει κανόνας: ο έχων τις κατάλληλες «γνωριμίες» οριζόταν ως αναπληρωτής και παρέμενε εκεί αφού νέες κρίσεις προϊσταμένων δεν γίνονταν. Μάλιστα είναι συνηθισμένο φαινόμενο ο «ημέτερος» ΔΥ να μετακινείται στην οργανική μονάδα που δεν έχει προϊστάμενο από άλλη οργανική μονάδα και στην νέα οργανική μονάδα να του ανατίθενται καθήκοντα προϊσταμένου αφήνοντας στα κρύα του λουτρού τους υπαλλήλους που ήδη εργάζονταν εκεί. Επιπλέον, με νόμο, όταν αλλάζει το οργανόγραμμα της Υπηρεσίας ο αναπληρωτής προϊστάμενος μετατρέπεται σε «κανονικό» και μόνιμο πλέον προϊστάμενο που κουβαλά την ιδιότητα του προϊσταμένου σε όποια οργανική μονάδα μετακινηθεί στο μέλλον. Να λοιπόν πως σήμερα έχουμε ένα στρώμα δοτών προϊσταμένων που δεν έχει κριθεί από πουθενά και κατέχουν θέσεις μόνο χάρη στην εύνοια των υπουργών, των διοικητών των Υπηρεσιών ή των Γενικών Γραμματέων. Εδώ να υπενθυμίσουμε ότι οι απόφοιτοι της ΕΣΔΔ και οι διδακτορικοί γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο –για να μπορεί να έχουν προνομιακή πρόσβαση στις θέσεις- πριμοδοτούνται με πλασματικούς χρόνους υπηρεσίας ώστε να ανεβαίνουν γρήγορα στον Βαθμό Α΄.

Τώρα πλέον δειλά-δειλά αρχίζουν να γίνονται κρίσεις προϊσταμένων σε διάφορες Υπηρεσίες. Στην νέα αυτή διαδικασία επιλογής τα βασικά κριτήρια είναι κυρίως δυο: αν είσαι απόφοιτος της ΕΣΔΔ / και αν έχεις διδακτορικό καθώς και ο χρόνος υπηρεσίας σε θέση ευθύνης (που βεβαίως έχει αποκτηθεί χάρη στην εύνοια των πολιτικών ηγεσιών μέσω της μεθόδου της αναπλήρωσης). Αντιθέτως η γνώση του αντικειμένου δεν έχει καμία απολύτως αξία. Συμπληρωματικά, παίζει ρόλο πόσα σεμινάρια του ΕΚΔΔΑ έχεις παρακολουθήσει (τα περισσότερα των σεμιναρίων αυτών δεν προσφέρουν τίποτε άλλο πέρα από ένα καλό χαρτζιλίκι στους επιμορφωτές και μερικά μόρια στους επιμορφούμενους) ενώ ακολουθεί και συνέντευξη που καλύπτει το 30% της τελικής βαθμολογίας. Ας δούμε λοιπόν ένα καθόλου ακραίο σενάριο επιλογής προϊσταμένου μιας Διεύθυνσης Οικονομικών μεταξύ δυο υποψηφίων με το νέο σύστημα επιλογής «κανονικών» προϊσταμένων. Από την μια έχουμε έναν πτυχιούχο της ΑΣΟΕΕ που εργάζεται 20 χρόνια στο Δημόσιο και από αυτά, τα 15 χρόνια στην συγκεκριμένη Διεύθυνση. Από την άλλη έχουμε ένα πτυχιούχο του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας που τελείωσε την ΕΣΔΔ και έκανε και ένα 9μηνο εξ αποστάσεως μεταπτυχιακό σε σχέση με το… μεταναστευτικό. Ο υποψήφιος αυτός έχει 10 χρόνια προϋπηρεσίας στο Δημόσιο και δεν έχει εργαστεί στην συγκεκριμένη Διεύθυνση. Ποιος θα επιλεγεί προϊστάμενος με τον νόμο των α(χ)ρίστων; Μα φυσικά ο… δεύτερος (και δεν έχω συνυπολογίσει ότι μπορεί να έχει οριστεί ήδη τμηματάρχης δια της «μεθόδου της αναπλήρωσης» που σημαίνει ακόμη περισσότερα μόρια, ούτε ότι μπορεί να πάρει και πολύ καλό βαθμό στην συνέντευξη –ιδίως όταν η συνέντευξη δίνεται σε άλλους απόφοιτους της ΕΣΔΔ που έχουν ήδη «καβατζάρει» τις θέσεις των Γενικών Διευθυντών με την γνωστή πριμοδότηση).

Σύμφωνα με τα παραπάνω –και όντως έτσι είναι η πραγματικότητα- το σύνολο σχεδόν των προϊσταμένων που θα αξιολογήσουν τους υφισταμένους τους είναι δοτοί και δεν έχουν την νομιμοποίηση –έχουν όμως το δικαίωμα και την υποχρέωση- για να το κάνουν. Ακόμη χειρότερα, πολλοί από αυτούς έχουν λιγότερες γνώσεις από τους υφισταμένους τους αλλά εντούτοις θα τους αξιολογήσουν!

 

Ας πάμε τώρα σε αυτή καθαυτή την αξιολόγηση.

Αρχικά να διευκρινίσουμε ότι αξιολόγηση των ΔΥ γίνεται εδώ και δεκαετίες, δλδ είναι ψευδές ότι οι ΔΥ δεν αξιολογούνται/-νταν. Κάθε ΔΥ αξιολογείται/-το από τον τμηματάρχη και τον διευθυντή του (και αυτοί από τον γενικό διευθυντή) σε διάφορους τομείς (γνώση του αντικειμένου, συμπεριφορά κλπ). Η Έκθεση αξιολόγησης μπαίνει στον προσωπικό φάκελο του υπαλλήλου και διατηρείται εκεί. Η διαδικασία αυτή –όπως προανέφερα- συνεχίζεται επί χρόνια.


 

Γιατί όμως γίνεται τόση φασαρία τα τελευταία χρόνια; Το θέμα ξεκίνησε από τα πρώτα χρόνια των μνημονίων όταν οι αξιολογήσεις (μαζί με άλλα κριτήρια) χρησιμοποιήθηκαν για να επιλεγούν οι ΔΥ που  θα έμπαιναν σε διαθεσιμότητα με τελικό προορισμό την απόλυση. Μάλιστα ο Μητσοτάκης, ως υπουργός Εσωτερικών, είχε περάσει νόμο με τον οποίο το 15% των υπαλλήλων κάθε Διεύθυνσης ΕΠΡΕΠΕ να χαρακτηρίζεται ως ανεπαρκές! (μιλάμε πάντα για τους πλεμπαίους ΔΥ). Δλδ ο προϊστάμενος είχε την υποχρέωση, ακόμη και αν ήταν ικανοποιημένος από κάποιον υπάλληλο του, να τον βγάζει ανεπαρκή για να ικανοποιηθεί η κυβέρνηση και οι ιδεοληψίες της! Από εκεί και πέρα ξεκίνησε η κόντρα ΑΔΕΔΥ-κυβερνήσεων για το θέμα της αξιολόγησης καθώς οι ΔΥ έβλεπαν πίσω από κάθε σχετική κυβερνητική πρωτοβουλία δεύτερες σκέψεις με σκοπό τις απολύσεις ή την κατηγοριοποίηση τους με νέα, αυθαίρετα, κριτήρια. Η διάταξη για το υποχρεωτικό 15% καταργήθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος ψήφισε έναν νέο νόμο για την αξιολόγηση.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έφερε έναν ακόμη νόμο αξιολόγησης ο οποίος συνδυάζεται με την «στοχοθεσία» (η Υπηρεσία –δλδ ο Γενικός Διευθυντής- θέτει (αυθαίρετους) στόχους τους οποίους ο κάθε υπάλληλος πρέπει να πραγματοποιήσει) και με βάση αυτήν θα κριθεί αλλά και θα πάρει μέρος ή όχι στην μοιρασιά των (γλίσχρων) μπόνους. Όμως υπάρχει ήδη ο σχεδιασμός ώστε οι αξιολογήσεις αυτές, στο μέλλον, να χρησιμοποιηθούν για στέρηση ΜΚ ή, ακόμη, και για απόλυση. Να σημειώσουμε εδώ ότι αυτή η διαδικασία αξιολόγησης δημιουργεί τεράστιο όγκο νέας εργασίας και απασχολεί όχι μόνο τους αξιολογητές –και λιγότερο τους αξιολογούμενους- αλλά και υπαλλήλους που ασχολούνται αποκλειστικά με το πακέτο της αξιολόγησης.

«Που είναι όμως το κακό στο πρότζεκτ αυτό;», θα μπορούσε να ρωτήσει ο καθένας.

Το πρώτο πρόβλημα είναι ότι η αξιολόγηση είναι αυθαίρετη και υποκειμενική και δεν υπάρχουν μετρήσιμα μεγέθη στα οποία θα μπορούσε να στηριχθεί. Στις πανελλήνιες εξετάσεις το κάθε λάθος του εξεταζόμενου μαθητή του «κοστίζει» συγκεκριμένες μονάδες με βάση οδηγίες της Κεντρικής Επιτροπής Εξετάσεων. Αλλά και σε αυτήν την περίπτωση προκύπτουν μικρότερες ή μεγαλύτερες διαφορές στις βαθμολογίες των καθηγητών που διορθώνουν τα γραπτά. Στην αξιολόγηση των ΔΥ δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Ο προϊστάμενος βάζει έναν βαθμό (από 0 έως 100) όπως το νιώθει εκείνος και όχι με αντικειμενικά και μετρήσιμα κριτήρια. Δεν υπάρχει ασφαλιστική δικλείδα ότι δεν θα αδικήσει –εσκεμμένα ή όχι δεν έχει σημασία- κάποιους υφιστάμενους του σε σχέση με κάποιους άλλους. Ακόμη χειρότερα, η αξιολόγηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός εκβιασμού προϊσταμένου προς υφιστάμενο για να εκμαιεύσει την υποταγή του ακόμη και σε παράνομες αποφάσεις. 

Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι δεν έχουν όλοι οι προϊστάμενοι την ίδια αυστηρότητα στην κρίση τους. Έτσι, υπάλληλοι που εργάζονται αποδοτικότερα μπορεί να βαθμολογηθούν αυστηρότερα από τον προϊστάμενο τους σε σχέση με τους υπαλλήλους ενός άλλου προϊσταμένου που είναι λιγότερο φειδωλός στα κριτήρια της βαθμολόγησης του. 

Τρίτον, υπάλληλοι που έχουν ευκολότερο έργο από κάποιους άλλους είναι λογικό να πάρουν υψηλότερη βαθμολογία σε σχέση με άλλους υπαλλήλους που η εργασία τους είναι πιο σύνθετη και απαιτητική. Για πρδγμα, είναι πανεύκολο να βαθμολογηθεί με άριστα ένας φύλακας που η αρμοδιότητα του είναι να ελέγχει την είσοδο του κτιρίου (πόσο δύσκολο είναι να ζητά την ταυτότητα και να καταγράφει τα στοιχεία των εισερχομένων στο κτίριο;) αλλά είναι πολύ πιο δύσκολο να λάβει μεγάλη βαθμολογία ένας υπάλληλος που έχει αρμοδιότητα, για πρδγμα, να εκτελεί μελέτες χρηματοδότησης μεγάλων έργων. Εδώ ο χρησιμότερος υπάλληλος με την πιο παραγωγική εργασία πολύ εύκολα θα βρεθεί κάτω από τον υπάλληλο με την λιγότερο απαιτητική και λιγότερο παραγωγική εργασία.

Τέταρτο, με την τελευταία αναθεώρηση του νόμου της αξιολόγησης, και επειδή οι υψηλές βαθμολογίες είχαν αυξηθεί ως ποσοστό, δεν επιτρέπεται στον αξιολογούμενο να υποβάλλει ένσταση αν διαφωνεί με την αξιολόγηση του προϊσταμένου του (ο οποίος βεβαίως και δεν έχει την υποχρέωση να αποδείξει την κρίση του): τον χαρακτήρισε «μη επαρκή» ο προϊστάμενος; μένει το στίγμα του ανεπαρκή για τον υπάλληλο.

Πέμπτο, περιέγραψα παραπάνω πως γίνονται οι επιλογές προϊσταμένων. Ο νόμος της αξιολόγησης σε συνδυασμό με τον τρόπο επιλογής προϊσταμένων είναι προφανές ότι δίνει το δικαίωμα της αξιολόγησης σε ανθρώπους που έχουν καταλάβει τις θέσεις χαριστικά ή έχουν λιγότερες γνώσεις από τους υφισταμένους τους! (ας θυμηθούμε το πρδγμα του απόφοιτου του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας και της ΕΣΔΔ που προΐσταται σε μια Οικονομική Διεύθυνση υπουργείου και αξιολογεί έναν πτυχιούχο της ΑΣΟΕΕ που έχει σχετική εμπειρία 15 ετών). Φτάνουμε λοιπόν στην ακραία αδικία: ο δοτός και ο άσχετος να αξιολογούν τον εξειδικευμένο υπάλληλο!

Με βάση τα παραπάνω είναι προφανές ότι το σύστημα αξιολόγησης που προωθεί η κυβέρνηση είναι παντελώς αναξιόπιστο και δεν θα αγγίξει το πρόβλημα. Ακόμη χειρότερα, δεν αγγίζει τα πραγματικά προβλήματα που βρίσκονται κυρίως στην δική της πλευρά και δεν είναι άλλα από την γραφειοκρατία, την πολυνομία, την κακοδιοίκηση, την εσωστρεφή λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης, τις πολιτικές παρεμβάσεις που γίνονται για εξυπηρέτηση συμφερόντων, την υποχρηματοδότηση της Παιδείας και της Υγείας και την απόφαση της να κατεδαφίσει ότι έχει απομείνει από τον κρατικό μηχανισμό.

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι δεν υπάρχουν ευθύνες σε ΔΥ για μειωμένη απόδοση, για κακή συμπεριφορά στους πολίτες και άλλα που τους καταλογίζονται. Όμως η αναζήτηση του «κακού υπαλλήλου» μέσω της δηθεναξιολόγησης δεν θα ανακαλύψει αλλά θα κατασκευάσει «κακούς υπαλλήλους» ενώ θα αφήσει ανέγγιχτες τις βαθύτερες αρρώστιες της κρατικής μηχανής. Ούτε γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό θα βρεθεί, ούτε θα μειωθούν οι τιμές των φαρμάκων, ούτε θα εκλείψουν το φακελάκι και οι πολύμηνες αναμονές στις λίστες των νοσοκομείων, ούτε τα πτυχία θα αποκτήσουν αξία, ούτε οι δικαστικές διενέξεις θα λυθούν γρηγορότερα κλπ κλπ.     

«Κερασάκι στην τούρτα» η παραδοσιακή αρπαχτή…

Από την όλη διαδικασία δεν θα μπορούσε να λείπει η συνηθισμένη για τα ελληνικά δεδομένα αρπαχτή.

Για το αξιολογικό έτος 2023 υποβλήθηκαν περίπου 166 χιλ αξιολογήσεις και από αυτές  περίπου 39 χιλ ΔΥ κρίθηκαν ως υπάλληλοι «υψηλής απόδοσης» από τους προϊσταμένους τους. Όμως το Υπ. Εσωτερικών, το κάστρο της γραφειοκρατικής ηλιθιότητας, κάνοντας χρήση της… τεχνητής νοημοσύνης (η οποία εξελίσσεται ως το φάρμακο διά πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν) τις απέρριψε και αποφάνθηκε (με τι κριτήρια; -βλ. στο Σχετικό υπ’ αρ. 2) ότι «υψηλής απόδοσης» μπορεί να είναι μόνο 4 χιλ ΔΥ. Όλοι οι υπόλοιποι ΔΥ που «υστερούν» παρακολούθησαν γύρω στα 4 χιλ σεμινάρια εξασφαλίζοντας ένα χαρτζηλίκι για τους διάφορους επιμορφωτές. Η Ελλάδα του Μητσοτάκη και του σκόιλ ελικικού δεν αλλάζει.

 

Μα τελικά πως θα λυθούν τα προβλήματα αν δεν αξιολογηθούν οι ΔΥ;

Όπως αναφέραμε στην αρχή ο ΥΚ προβλέπει μια πολύ συνεκτική διαδικασία παραπομπής ΔΥ στα Πειθαρχικά Συμβούλια σε περίπτωση που αυτοί δεν θέλουν ή δεν μπορούν να επιτελέσουν τα καθήκοντα τους. Άρα υπάρχει σήμερα η δυνατότητα να βρεθεί ο «κακός υπάλληλος» και να τιμωρηθεί. Η αλήθεια είναι ότι η διαδικασία αυτή δεν εφαρμόζεται παρά μόνο σε κραυγαλέες περιπτώσεις. Με μια άλλου τύπου αξιολόγηση όμως, με μια αξιολόγηση «από πάνω προς τα κάτω» όλης της οργανικής μονάδας από εξωτερικό παράγοντα (στον οποίο θα έκαναν παρατηρήσεις και θα πρότειναν λύσεις και οι ίδιοι οι ΔΥ), θα μπορούσε να ανακαλυφθεί και να σταλεί στο ΠΣ ο «κακός υπάλληλος» (που σχηματικά θα έλεγα ότι ευθύνεται για το 20% των προβλημάτων της Δημόσιας Διοίκησης) και μαζί του να καταγραφούν και τα υπόλοιπα προβλήματα που ταλανίζουν την Δημόσια Διοίκηση: η γραφειοκρατία, η πολυνομία, οι κακές πρακτικές διοίκησης και λειτουργίας του κράτους, η αλληλεπικάλυψη αρμοδιοτήτων μεταξύ Υπηρεσιών, οι πολιτικές παρεμβάσεις, η διάλυση (με στόχο την ιδιωτικοποίηση) των διάφορων κρατικών δομών. Θέλει όμως η κυβέρνηση να λυθούν τα προβλήματα αυτά; Η δική μου απάντηση είναι πως όχι και γι’ αυτό επιλέγει την δηθεναξιολόγηση της δημοσιοϋπαλληλικής πλέμπας (και την κατάργηση της μονιμότητας).      

 

Σχετικά:

1. Τα συστήματα αξιολόγησης από την πλευρά των εργαζομένων

2. Αξιολόγηση ΔΥ με χρήση τεχνητής νοημοσύνης

3. Αξιολογώντας την αξιολόγηση [αξιολόγηση των εκπαιδευτικών]

4. Η «ακτινογραφία» της αξιολόγησης των Δημοσίων Υπαλλήλων, τι έδειξαν τα στοιχεία

5. Αξιολόγηση απόδοσης των εργαζομένων

 

 


 

Τα «κλεμμένα»

Αν και η μέτρηση της αποτελεσματικότητας των δημόσιων δαπανών είναι δύσκολη, εντούτοις έχουν γίνει κάποιες απόπειρες να μετρηθεί το πόσο αποτελεσματικά αξιοποιούνται οι πόροι στο Δημόσιο. Μια από τις πιο γνωστές μελέτες είναι αυτή των Afonso, Schuknecht και Tanzi (2005), […] Ουσιαστικά έχουν χρησιμοποιηθεί δύο δείκτες.

Ο πρώτος μετρά την αποτελεσματικότητα των εισροών. Για να τον κατανοήσουμε, ας πάρουμε την ΕΕ-15, όπου ο δείκτης είναι 0,72. Αυτό σημαίνει ότι θα ήταν δυνατό να επιτευχθεί το ίδιο επίπεδο προϊόντος και υπηρεσιών μόνο με το 72% των εισροών που χρησιμοποιούνται τώρα. Με άλλα λόγια, κατά μέσο όρο, το δείγμα των χωρών που χρησιμοποιείται απασχολούν 28% περισσότερους πόρους από το ελάχιστο κόστος που θα χρειαζόταν για να παραχθούν οι προσφερόμενες δημόσιες υπηρεσίες.

Ο δεύτερος δείκτης μετρά την αποτελεσματικότητα των παραγόμενων υπηρεσιών. Ας πάρουμε πάλι τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ-15. Ο δείκτης σημαίνει ότι, με δεδομένες τις δημόσιες δαπάνες, η επίδοση του δημόσιου τομέα είναι 78% (ή 22% μικρότερη) απ’ ότι θα ήταν αν οι χώρες της ΕΕ-15 αξιοποιούσαν με πλήρη αποτελεσματικότητα τους διατιθέμενους πόρους.

Όπως παρατηρούμε, η θέση της Ελλάδας δεν είναι ιδιαίτερα καλή [η μελέτη αναφέρεται στα έτη πριν το 2005]. Σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα στις εισροές, η χώρα μας έχει μια βαθμολογία (με άριστα το 1) περίπου την ίδια με τον μέσο όρο της ΕΕ-15 [Ελλάδα: 0,73, ΕΕ15: 0,72]. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι ο δημόσιος τομέας μας δεν απασχολεί πολλούς πόρους, όπως σε άλλες χώρες. Από την άλλη πλευρά, όμως, σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα του παραγόμενου προϊόντος, η Ελλάδα κατέχει την τελευταία θέση από τις 23 χώρες του δείγματος [Ελλάδα: 0,65, ΕΕ15: 0,78]. Οι εκτιμήσεις αυτού του είδους αμφισβητούνται συχνά για τον τρόπο υπολογισμού και την αξιοπιστία τους, και γι’ αυτό θα πρέπει να τις ερμηνεύουμε  με μεγάλη προσοχή. Εντούτοις, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ενδεικτικές της αναποτελεσματικότητας που χαρακτηρίζει το παραγόμενο προϊόν του δημόσιου τομέα της Ελλάδας, πάντα σε σύγκριση με τις άλλες χώρες που εξετάζονται, αφού η μεθοδολογία είναι η ίδια.

Ι. Λοϊζίδης,  Το μέγεθος και η διάρθρωση του Δημόσιου Τομέα: Θεωρία και Πράξη

 

 

 

Πέμπτη 22 Μαΐου 2025

Κατανοώντας τα κόμματα μέσα από τους εκλογείς τους

 


Γεράσιμος Μοσχονάς - Καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Πέτρος Ιωαννίδης - Πολιτικός αναλυτής της aboutpeople

26.04.2025

Μια εξέχουσα συνιστώσα της ταυτότητας ενός κόμματος είναι το εκλογικό του σώμα (party-in-the-electorate). Η έρευνα του Ινστιτούτου Eteron με την aboutpeople επιχειρεί να διερευνήσει τα χαρακτηριστικά των επιμέρους εκλογικών σωμάτων σε μια περίοδο που το κομματικό σκηνικό χαρακτηρίζεται από ρευστότητα και συνεχείς ανακατατάξεις. Η έρευνα δεν εστιάζει στη βραχεία διάρκεια του εκλογικού ανταγωνισμού ούτε στο συσχετισμό ισχύος μεταξύ των κομμάτων. Σκιαγραφεί τις απόψεις των δυνητικών ψηφοφόρων των κομμάτων σε μεγάλες θεματικές, όπως πολιτική συμμετοχή, Δημοκρατία, θεσμοί, Ε.Ε., ιδεολογίες, δικαιώματα, εξωτερική πολιτική, οικονομία κλπ., με στόχο την παραγωγή μιας ακτινογραφίας των επιμέρους εκλογικών σωμάτων αλλά και την αποτύπωση  «συγγενειών» ανάμεσα στα επιμέρους κομματικά εκλογικά σώματα. Αποτελεί δε συνέχεια αντίστοιχου περιεχομένου έρευνας του 2023.1

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από την aboutpeople για λογαριασμό του ΕTERON – Ινστιτούτου για την έρευνα και την κοινωνική αλλαγή, το διάστημα 24 Μαρτίου έως 4 Απριλίου 2025. Το δείγμα αποτελείται από 2.574 άνδρες και γυναίκες ηλικίας 17 ετών και άνω, με πανελλαδική κάλυψη. Η συλλογή των στοιχείων έγινε με 2.047 αυτοσυμπληρούμενες διαδικτυακές συνεντεύξεις (CAWI) και 527 τηλεφωνικές συνεντεύξεις με χρήση τυχαίας δειγματοληψίας και quota (CATI). Σημειώνεται ότι για τους εν δυνάμει ψηφοφόρους της Νίκης οι αναλύσεις είναι ενδεικτικές λόγω χαμηλής βάσης Ν<60.

Παρακάτω αναλύονται ορισμένα μόνο από τα ευρήματα καθώς οι πολλές διαστάσεις της έρευνας απαιτούν προσφυγή στο πλήρες σώμα των ερευνητικών δεδομένων. 

Σύνοψη κεντρικών ευρημάτων

Δημοκρατία

  • Η δυσαρέσκεια για την ατομική οικονομική κατάσταση κυριαρχεί. Σε σύγκριση με την αντίστοιχη έρευνα του 2023 καταγράφεται ελάχιστη μείωση της δυσαρέσκειας.
  • Η κοινοβουλευτική δημοκρατία εμφανίζει πολύ υψηλά αλλά ελαφρώς μειωμένα  ποσοστά αποδοχής (79,3% έναντι 83% το 2023).
  • Η δυσαρέσκεια για τον τρόπο που στην πράξη λειτουργεί η σημερινή Ελληνική Δημοκρατία είναι επίσης πολύ υψηλή και έχει ενισχυθεί σε σύγκριση με το 2023 (2025: 74,3%, 2023: 69,7%).
  • Αξιολογείται ως κρίσιμο για τη ταυτότητα της ΝΔ το ότι οι εκλογείς της διαφοροποιούνται σημαντικά από τη γενική τάση δυσαρέσκειας, καθώς η μεγάλη πλειοψηφία τους (75,8%) εκφράζει ικανοποίηση από τη λειτουργία της ελληνικής δημοκρατίας (έναντι μόνο 25,2% στο γενικό πληθυσμό). Οι εκλογείς του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, οι οποίοι το 2023 εξέφραζαν σε ποσοστό (40,7%) –ιδιαίτερα υψηλότερο του τότε μέσου όρου (2023, γενικό κοινό: 29,9%)– την ικανοποίησή τους για τη λειτουργία της δημοκρατίας ακολουθούν πλέον (με 27,9%) τη γενική τάση χαμηλής ικανοποίησης (25,2%). 
  • Η άποψη ότι «σε ορισμένες περιπτώσεις η δικτατορία είναι ίσως προτιμότερη από την δημοκρατία» παραμένει, όπως και το 2023, δομικά μειοψηφική, παρότι ενισχύεται οριακά (2025: 14,9%, 2023: 13%). 
  • Το «σε ορισμένες περιπτώσεις η δικτατορία είναι ίσως προτιμότερη» επέλεξε το 47,9% της Ελληνικής Λύσης, το 45,6% της Φωνής Λογικής και το 25,3% των ψηφοφόρων της Νίκης. Είναι αξιοσημείωτο ότι υπέρ αυτής της άποψης εκφράστηκε και το 12,3% των ψηφοφόρων της ΝΔ αλλά και το 11,7% των δυνάμει εκλογέων της Πλεύσης Ελευθερίας.
  • Οι εκλογείς του ΣΥΡΙΖΑ (με το εντυπωσιακό 99,4%), της Νέας Αριστεράς (με το επίσης εντυπωσιακό 98,8%), του ΜέΡΑ25 (95,3% ), του Κινήματος Δημοκρατίας (95%) και του ΚΚΕ (94%) εκφράζουν την πιο μαζική και καθαρή διαφωνία με αυτή την άποψη.
  • Με την γνώμη ότι «η Ελλάδα θα ήταν καλύτερη αν είχε επικεφαλής έναν ισχυρό πρωθυπουργό που θα έπαιρνε τις αποφάσεις μόνος του χωρίς να λαμβάνει πολύ υπόψη το κοινοβούλιο και τις εκλογές» συμφωνεί το 14,1% των εκλογέων. Το ποσοστό συγκλίνει με εκείνο του προαναφερθέντος (στην προηγούμενη ερώτηση) οιονεί «αντιδημοκρατικού» ή «αυταρχικού» πυρήνα. Οι ψηφοφόροι της Φωνής Λογικής (49,4%) του «άλλου κόμματος» (35,2%) και της Ελληνικής Λύσης (25%) είναι αυτοί που κυρίως στηρίζουν την ιδέα ενός «ισχυρού πρωθυπουργού».
  • Αντίστοιχα, και σε ποσοστά πολύ υψηλότερα του εθνικού μέσου όρου (17,1%), οι εκλογείς της Φωνής Λογικής (80,5%), της Ελληνικής Λύσης (60,8%) και της Νίκης (40,7%) δηλώνουν ότι η εκλογική ενίσχυση των ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη είναι θετική για τη δημοκρατία.
  • Συνολικά, επιβεβαιώνεται η αποκρυστάλλωση ενός πυρήνα εκλογέων με οιονεί μη δημοκρατικές ή «αυταρχικές» τάσεις. Ο πυρήνας αυτός είναι διακριτός, εμφανίζεται σχετικά σταθερός, κυμαίνεται γύρω στο 15% (περίπου 13% το 2023) και έχει το επίκεντρό του στο άκρο δεξιό τμήμα του πολιτικού φάσματος. 
  • Οι εκλογείς της Ελληνικής Λύσης, της Φωνής Λογικής, του «άλλου κόμματος» και εν μέρει, αλλά εμφανώς λιγότερο, της Νίκης υπερεκπροσωπούνται στο εσωτερικό αυτού του τμήματος εκλογέων. 

Εμπιστοσύνη στους θεσμούς

  • Χαμηλά ποσοστά εμπιστοσύνης συγκεντρώνουν όλοι οι βασικοί θεσμοί που συγκροτούν το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Η εμπιστοσύνη έχει χωρίς εξαίρεση μετρίως μειωθεί σε σύγκριση με την έρευνα του 2023 και δραματικά μειωθεί σε σχέση με το μακρινό παρελθόν. 
  • Η εμπιστοσύνη προς τους θεσμούς κυμαίνεται σε ποσοστά κάτω του 35,6% (θεσμός του πρωθυπουργού) και θίγει και θεσμούς χωρίς άμεσα πολιτικό-κομματικό περιεχόμενο, όπως τις ανεξάρτητες αρχές (32,1%) και τη Δικαιοσύνη (27,3%). Αξιολογείται ως μείζον γεγονός. 
  • Ο θεσμός της Προεδρίας της Δημοκρατίας εμφανίζει, σε σύγκριση με το 2023, τη μεγαλύτερη πτώση στην εμπιστοσύνη των πολιτών. 
  • Η εμπιστοσύνη – δυσπιστία είναι σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένη, παρά κάποιες σημαντικές εξαιρέσεις, με τη διάκριση κυβέρνηση-αντιπολίτευση. 
  • Οι ψηφοφόροι της Ελληνικής Λύσης, της Φωνής Λογικής, του ΜέΡΑ25, της Πλεύσης Ελευθερίας είναι εκείνοι που διατυπώνουν με πολύ υψηλά ποσοστά δυσπιστία προς όλους τους θεσμικούς αρμούς της ελληνικής πολιτικής. 

Ευρώπη

  • Η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού παραμένει φιλοευρωπαϊκή.
  • Περισσότεροι από έξι στους δέκα πολίτες (62,9%) θεωρούν ότι η συνολική αποτίμηση από τη συμμετοχή της χώρας μας στην Ε.Ε. είναι θετική, ενώ αρνητικά αποτιμά τη συμμετοχή το 33,9%.  
  • Τρεις είναι οι διακριτές ομάδες εκλογικών σωμάτων σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση/απολογισμό της ευρωπαϊκής ένταξης της Ελλάδας: 
  • Στην πρώτη ομάδα περιλαμβάνονται οι ψηφοφόροι της ΝΔ (94,1%), του ΠΑΣΟΚ (85%), της Νέας Αριστεράς (71,2%), του ΣΥΡΙΖΑ (68%) του Κινήματος Δημοκρατίας (62,4%), αλλά και οι αναποφάσιστοι (61,5%). Αξιολογούν πολύ θετικά, και σε ποσοστά άνω του 60%, την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. 
  • Τα εκλογικά σώματα της Φωνής Λογικής (56,2%), της Πλεύσης Ελευθερίας (51,6%) και της Νίκης (50,9%) θεωρούν στην πλειοψηφία τους –αλλά λιγότερο μαζικά, αν όχι οριακά, σε σύγκριση με την πρώτη ομάδα– ότι η συμμετοχή της χώρας μας στην Ε.Ε. έχει θετικό αντίκτυπο. 
  • Η τρίτη ομάδα αποτελείται από τα εκλογικά σώματα της Ελληνικής Λύσης (αρνητική αξιολόγηση: 66,7%), του ΜέΡΑ25 (64,6%) και του ΚΚΕ (63,8%). Τα εκλογικά αυτά σώματα αξιολογούν αρνητικά τις επιπτώσεις της συμμετοχής της χώρας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. 
  • Σε ό,τι, αφορά το κρίσιμο θέμα της παραμονής ή όχι στο ευρώ η δυναμική της τάσης παραμένει ουσιωδώς αμετάβλητη συγκρινόμενη με το 2023, με το 68,4% να τοποθετείται υπέρ της παραμονής στη ζώνη ευρώ (2023: 69,4%) και 20,1% να είναι υπέρ της επιστροφής στη δραχμή (2023: 20,9%).
  • Η άποψη υπέρ της επιστροφής στη δραχμή βρίσκει μεγάλη στήριξη μεταξύ των ψηφοφόρων που δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν κόμματα που τοποθετούνται στα δεξιά της ΝΔ: Ελληνική Λύση: 48,7% (έναντι όμως 71,4% το 2023), Νίκη: 41,6%, Φωνή Λογικής: 30,3%.
  • Παρόλα αυτά μόνο δύο εκλογικά σώματα, αυτό της Ελληνικής Λύσης (υπέρ επιστροφής στη δραχμή: 48,7%, υπέρ παραμονής στο ευρώ: 42,9%) και του ΜέΡΑ25 (αντιστοίχως: 43,2% έναντι 38,6%), τάσσονται πλειοψηφικά υπέρ της εξόδου από το ευρώ. 
  • Η στάση του ΜέΡΑ25 συνιστά νέα εξέλιξη καθώς το 2023 μόνο 25,7% των εκλογέων του επέλεγε την αντι-ευρώ στάση. Το  ΜέΡΑ25 τείνει να γίνει, με κριτήριο τις επιλογές των εκλογέων του, ο κατεξοχήν αντι-ευρώ πόλος στο εσωτερικό της Αριστεράς. Αντιθέτως, και ίσως λίγο παράδοξα, η στάση υπέρ παραμονής στο ευρώ είναι σχετικά πλειοψηφική στο εκλογικό σώμα του ΚΚΕ (42,7% έναντι 28,3% υπέρ της εξόδου από τη ζώνη ευρώ).
  • Οι δυνάμει εκλογείς του νεοσύστατου Κινήματος Δημοκρατίας είναι σε ποσοστό 74,4% υπέρ της παραμονής στη ζώνη του ευρώ.
  • Γενικότερα, στα κόμματα αριστερά του ΠΑΣΟΚ παρατηρείται διαφοροποίηση μεταξύ αυτών που εφάρμοσαν μνημόνιο (ΣΥΡΙΖΑ, ΝΕΑΡ) και εκείνων που ήταν κατά του Μνημονίου.   
  • Η προτίμηση για προνομιακή σχέση με τις ΗΠΑ αντί της Ε.Ε. είναι ιδιαίτερα μειοψηφική (13,5%). Επιλέγεται κυρίως από τους ψηφοφόρους της Φωνής Λογικής (38,3%) και της Ελληνικής Λύσης (35,2%). Η προτίμηση για προνομιακή σχέση με τη Ρωσία είναι ακόμη πιο μειοψηφική (10,6%). Έχει δε το επίκεντρό της στους ψηφοφόρους της Νίκης (29,5%), της Ελληνικής Λύσης (28,5%) και του Κινήματος Δημοκρατίας (22,6%). 
  • Είναι εν τούτοις ενδιαφέρον ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ε.Ε. και στην Ευρωζώνη για τη διαφύλαξη των συμφερόντων της δεν αποτελεί την πρώτη επιλογή για τους εν δυνάμει ψηφοφόρους της Ελληνικής Λύσης (πρώτη επιλογή η προνομιακή σχέση με τις ΗΠΑ: 35,2%), της Φωνής Λογικής (πρώτη επιλογή οι ΗΠΑ: 38,3%), της Νίκης (καμία προνομιακή συμμαχία: 33,2%), του ΚΚΕ (καμία: 35,5%) και του ΜΕΡΑ25 (καμία: 28,7%).
  • Τα κόμματα αυτά εξέρχονται, λίγο ή πολύ, από την εθνική «συναίνεση» για το πλαίσιο άσκησης της εξωτερικής, και όχι μόνον, πολιτικής. 

Αριστερά-Δεξιά, συσχετισμοί

  • Με το πέρασμα των ετών η  βαρύτητα της διαίρεσης Αριστερά-Δεξιά εξασθενίζει. Η πλειοψηφία των πολιτών (61,9%) θεωρεί ότι η διάκριση ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά δεν ανταποκρίνεται στη σημερινή εποχή (2023: 58,3%). Αντιθέτως, θεωρείται σημαντική από το 32,9% των πολιτών έναντι του 36,1% το 2023.
  • Κόντρα στην εθνική τάση, τα εκλογικά σώματα της Αριστεράς, με πρώτο αυτό της Νέας Αριστεράς (Νέα Αριστερά: 81,4%, ΣΥΡΙΖΑ: 69,5%, ΚΚΕ: 61,7%, ΜέΡΑ25: 60,5%), αναγνωρίζουν με μεγάλη πλειοψηφία τη σημασία της διαίρεσης. Η μαζική αυτή θέση είναι αντιπροσωπευτική της «ταυτοτικής» ζωτικότητας που έχει για την Αριστερά η εν λόγω διαίρεση. 
  • Χρήζει, σε αυτό το πλαίσιο,  ιδιαίτερης υπογράμμισης η στάση των δυνητικών εκλογέων του ΠΑΣΟΚ, κόμμα που ανήκει στην ευρεία αριστερά σύμφωνα με τις διεθνείς κατατάξεις, καθώς μόνο 38,1% εξ αυτών θεωρεί σημαντική τη διαίρεση Αριστερά-Δεξιά. Έτσι για την πλειοψηφία των εκλογέων του ΠΑΣΟΚ (56,8%), όπως και για την πλειοψηφία εκείνων της ΝΔ (66,2%), η διαίρεση δεν ανταποκρίνεται στη σημερινή εποχή. 
  • Είναι αξιοσημείωτο, καθώς πρόκειται για κόμμα που προέρχεται από την Αριστερά, ότι το 68,7% των δυνάμει εκλογέων της Πλεύσης Ελευθερίας δεν θεωρεί σημαντική τη διαίρεση Αριστερά-Δεξιά. 
  • Οι οπαδοί της Νίκης (78,5%) και της Ελληνικής Λύσης (82%) τοποθετούν εαυτούς, με ξεκάθαρο τρόπο και με πολύ υψηλά ποσοστά, εκτός της διαίρεσης Δεξιά-Αριστερά. Αυτό ισχύει πολύ λιγότερο, και αξίζει να υπογραμμιστεί, για τους εκλογείς της Φωνής Λογικής (56,8%).
  • Το ιδεολογικό κέντρο βάρους της ελληνικής κοινωνίας, όταν ληφθούν υπόψη οι  ιδεολογικές ταυτότητες συνόλου (όπως Φιλελευθερισμός, Νέο-Φιλελευθερισμός, Σοσιαλδημοκρατία, κομμουνισμός κλπ.) τοποθετείται, όπως και κατά το παρελθόν, στην ευρύτερη Κεντροαριστερά/Αριστερά (βλ. αναλυτικά παρακάτω).
  • Στην πράξη, και με δεδομένη την εν εξελίξει μεγάλη κρίση της ευρείας Κεντροαριστεράς/Αριστεράς, το ελληνικό εκλογικό σώμα είναι τριμερώς δομημένο και στο ερώτημα «ποιο, κατά τη γνώμη σας, ευρύτερο ιδεολογικό ρεύμα ή παράταξη θα μπορούσε να διασφαλίσει περισσότερο ένα καλύτερο μέλλον για την Ελλάδα και τους πολίτες της;» το 28,5% απαντά η κεντροδεξιά/δεξιά, το 32,1% η κεντροαριστερά/αριστερά και το 34% «καμία εκ των δύο».
  • Κοινωνικό κράτος, εκσυγχρονισμός και ανταγωνιστικότητα αποτελούν έννοιες με θετικό περιεχόμενο για πάνω από το 80% των ερωτώμενων. Μικρές αυξομειώσεις στην αξιολόγηση λέξεων (καπιταλισμός, εκσυγχρονισμός, κοινωνικό κράτος κλπ) ήσσονος σημασίας σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα.
  • Στο ερώτημα για το πώς αυτοτοποθετούνται οι πολίτες στο δίπολο «συστημικός» – «αντισυστημικός», το 13,4% δηλώνει ότι αισθάνεται μάλλον «συστημικό», ενώ ένα μεγαλύτερο ποσοστό, 18,6%, αισθάνεται μάλλον «αντισυστημικό». Παράλληλα, το 24,5% δηλώνει πως δεν αισθάνεται ούτε το ένα ούτε το άλλο, ενώ το 36% απορρίπτει πλήρως τη διάκριση, δηλώνοντας ότι δεν εκφράζεται από το δίπολο. Συνεπώς, η δημόσια συζήτηση για το θέμα συστημισμός – αντισυστημισμός δεν ανταποκρίνεται στον τρόπο που η πλειοψηφία των εκλογέων κατανοεί την πολιτική σύγκρουση και τον κομματικό ανταγωνισμό.  

Πολιτικές (επιλογή)

  • Το εντυπωσιακό 62,1% (αλλά 64,5% το 2023) δηλώνει ότι το κράτος πρέπει να παρεμβαίνει περισσότερο στην ελληνική οικονομία για να δημιουργηθούν καλύτερες συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης, με μόλις το 28,2% να θεωρεί ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις αποτελούν τον κύριο μοχλό οικονομικής ανάπτυξης.
  • Ταυτόχρονα, και αντιφατικά, το 40,2% τάσσεται υπέρ της μείωσης των φόρων ακόμη και αν αυτό σημαίνει λιγότερο κοινωνικό κράτος σε αντίθεση με το 31,1% που υποστηρίζει ότι χρειάζονται περισσότεροι φόροι για να καλύπτονται οι τομείς της κοινωνικής πρόνοιας. Στην πρωτοπορία υπέρ της μείωσης των φόρων βρίσκονται οι δυνάμει εκλογείς της Ελληνικής Λύσης (64,8%) και της Φωνής Λογικής (50%), προσδίδοντας σε αυτά τα δύο υπερδεξιά κόμματα μια ισχυρή αντιφορολογική διάσταση. 
  • Αντιθέτως, η επιλογή υπέρ περισσότερων φόρων εκφράζεται κυρίως από τους ψηφοφόρους της Νέας Αριστεράς (55,9%) και του ΜέΡΑ25 (49,8%). Είναι ενδιαφέρον ότι το εν δυνάμει εκλογικό σώμα της ΝΔ είναι σχεδόν μοιρασμένο, με το 41,1% να τοποθετείται υπέρ της αύξησης των φόρων και το 40,4% υπέρ της μείωσης. Εντυπωσιάζει ότι μόνο μια πολύ μικρή πλειοψηφία των εκλογέων του ΣΥΡΙΖΑ (40,1%) και του ΠΑΣΟΚ (39%) τοποθετείται υπέρ της αύξησης των φόρων. 
  • Η πλειοψηφία (50,2%) είναι κατά της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων (υπέρ: 44,2%). Υπέρ της ίδρυσής τους τοποθετούνται οι ψηφοφόροι της ΝΔ (87%), της Φωνής Λογικής (72%) και οριακά του ΠΑΣΟΚ (50,1%), ενώ «κατά» τοποθετείται η πλειοψηφία των εκλογέων όλων των υπόλοιπων κομμάτων, με τα μεγαλύτερα ποσοστά να καταγράφονται στη Νέα Αριστερά (88,9%), στον ΣΥΡΙΖΑ (86,7%), στο ΚΚΕ (85%) και στο ΜέΡΑ25 (82,7%).
  • Το 63,5% πιστεύει ότι οι αμυντικές μας δαπάνες θα πρέπει να μειωθούν ώστε να δοθεί μεγαλύτερο βάρος σε τομείς όπως η υγεία, η παιδεία κλπ., ενώ το 27,7% θεωρεί ότι θα πρέπει να αυξηθούν ώστε να προστατευθεί καλύτερα η εθνική ανεξαρτησία. Υπέρ της αύξησης τάσσονται μόνο οι ψηφοφόροι της Φωνής Λογικής (61,2%) και της ΝΔ (61,1%). Αξιολογείται ως πολιτικά σημαντική η στάση των δυνητικών εκλογέων της Ελληνικής Λύσης (υπέρ της αύξησης: 33,2%) και της Νίκης (29,1%). 
  • Η μειοψηφία των πολιτών (37,5% έναντι 55,2%) θεωρεί ότι η παρουσία μεταναστών στη χώρα μας κάνει περισσότερο καλό παρά κακό με το σύνολο των εκλογικών σωμάτων της ευρείας Αριστεράς (όχι όμως του ΠΑΣΟΚ) να ενστερνίζονται αυτή την άποψη και το σύνολο των κομμάτων της δεξιάς να διαφωνούν. 
  • Οι ψηφοφόροι του Κινήματος Δημοκρατίας κινούνται, στη σχετική πλειοψηφία τους (48,8%), στην ίδια κατεύθυνση με τα κόμματα της Αριστεράς ενώ οι εκλογείς της Πλεύσης Ελευθερίας (33,5%) τοποθετούνται πιο κοντά στα εκλογικά σώματα των δεξιών κομμάτων. Μια ισχυρή πλειοψηφία (76%) του συνόλου του δείγματος εκτιμά ότι ο αριθμός μεταναστών στην Ελλάδα είναι υπερβολικά μεγάλος. 
  • Η θετική στάση απέναντι στη θεσμοθέτηση του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών είναι σχετικά πλειοψηφική στην κοινή γνώμη (υπέρ: 41,8%, κατά: 37,8%), με την πλειονότητα των ψηφοφόρων της ΝΔ (38%) να τη θεωρεί μια «κακή επιλογή».

 

Το προφίλ των εκλογικών σωμάτων 1: Περιεκτικές Ιδεολογικές ταυτότητες

Σε ό,τι αφορά τη γενική ιδεολογική τοποθέτηση ή «ταυτότητα» των πολιτών, η Σοσιαλδημοκρατία (20,9%), ο Φιλελευθερισμός (16,8%), και ο Δημοκρατικός Σοσιαλισμός (14,5%) συγκεντρώνουν τις περισσότερες προτιμήσεις. Αποτελούν τα τρία ισχυρά ρεύματα. Ακολουθούν, τοποθετούμενοι σε μια ζώνη επιρροής αρκετά χαμηλότερη των τριών ισχυρών, ο Εθνικισμός (7,7%), ο Συντηρητισμός (6,1%),  ο Κομμουνισμός (5,6%),  ο Νέο-Φιλελευθερισμός (5,5%) και με 4,8% η Οικολογία ενώ το 18,1% των ερωτώμενων δεν επιλέγει καμία από τις ως άνω ταυτότητες.


Η εικόνα συνόλου δείχνει ότι το ιδεολογικό κέντρο βάρους της ελληνικής κοινωνίας τοποθετείται στην ευρύτερη Κεντροαριστερά/Αριστερά (αθροιστικά: 45,8% έναντι 36,1 % για την Κεντροδεξιά/Δεξιά) παρά το ότι, με κριτήριο τις βουλευτικές εκλογές του 2023, η εκλογική επιρροή της Κεντροδεξιάς/Δεξιάς είναι – για πρώτη φορά μετά το 1981 – σαφώς ισχυρότερη από εκείνη της Κεντροαριστεράς/Αριστεράς.  Η εικόνα αυτή είναι πλήρως συμβατή με αντίστοιχη μέτρηση της ΔιαΝΕΟσις/Metron Analysis2 και δείχνει τη «μακρο-σταθερότητα» της κοινής γνώμης3 και τη σχετική αυτονομία του «κόσμου των ιδεών» των πολιτών από την στενά πολιτική-κομματική σφαίρα και τις μεγάλες διακυμάνσεις της. Είναι άξιο σημείωσης ότι όροι με περισσότερο «αντισυστημικό» περιεχόμενο ή «αντισυστημικές» συνδηλώσεις, ή ακόμη «έντονη διεκδικητική χροιά»4, όπως ο «εθνικισμός» και ο «κομμουνισμός», βρίσκονται σχετικά χαμηλά στις «ταυτοτικές» επιλογές της κοινής γνώμης (πρβλ. Μοσχονάς 2024)5. Το ίδιο ισχύει και για την οικολογία. Συνολικά, συνεπώς, το ιδεολογικό κέντρο βάρους της ελληνικής κοινωνίας εξακολουθεί να κλίνει προς την ευρύτερη κεντροαριστερά/αριστερά δύο περίπου έτη μετά το εξόχως αρνητικό εκλογικό αποτέλεσμα για αυτήν τη τελευταία και παρά την πολύ κακή εικόνα, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, των κομμάτων που την συναπαρτίζουν.   

Κόμματα και ιδεολογικές επιλογές των εκλογέων τους.

Στους δυνάμει ψηφοφόρους της ΝΔ ταιριάζουν περισσότερο ως ιδεολογικοί χαρακτηρισμοί o Φιλελευθερισμός (45,7%), ο Νέο-Φιλελευθερισμός (18,2%), η Σοσιαλδημοκρατία (11,4%), και ο Συντηρητισμός (9,4%). Η επιρροή στο εσωτερικό του δυνάμει νέο-δημοκρατικού εκλογικού σώματος ιδεολογικών «ταυτοτήτων» με περισσότερο αριστερό πρόσημο (Σοσιαλδημοκρατία: 11,4%, Δημοκρατικός Σοσιαλισμός: 2%, Οικολογία: 2%, αθροιστικά:15,4%) είναι αξιοσημείωτη αλλά σαφώς μικρότερη σήμερα σε σύγκριση με την έρευνα της ΔιαΝΕΟσις/Metron Analysis του 2024 (:αθροιστικά 22,6%). Η διαφοροποίηση αυτή μάλλον εξηγείται από τη σμίκρυνση του εκλογικού σώματος της ΝΔ παρά από την χρήση διαφορετικών ιδεολογικών κατηγοριών από εκείνες της έρευνας του ΕΤΕΡΟΝ/aboutpeople6. Ως συνέπεια, η ΝΔ έχει ένα κλασικό κεντροδεξιό προφίλ με πολυσυλλεκτικά χαρακτηριστικά – ευκρινώς όμως λιγότερο πολυσυλλεκτικό σε σύγκριση με το πολύ πρόσφατο παρελθόν.7



Το εκλογικό σώμα του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ είναι έντονα εστιασμένο σε δύο ιδεολογικές ταυτότητες, τον Δημοκρατικό Σοσιαλισμό (54,5%) και τη Σοσιαλδημοκρατία (26,1%).  Μόνο το 3,5% των εκλογέων του αυτοπροσδιορίζεται ως φιλελεύθερο, τάση που δείχνει  την εξασθένισή του στο κέντρο μετά την – κατά σκαλοπάτια – κατάρρευση της άλλοτε ισχυρής πανελλαδικής επιρροής του. Επίσης, η εκπροσώπηση του κομμουνισμού (5,7%) στο εκλογικό του σώμα είναι περιορισμένη, παρά την κομμουνιστογενή προέλευση του κόμματος (συγκριτικά, Νέα Αριστερά: 19,1%). Το ίδιο ισχύει και για την «οικολογία» (2,8%) (συγκριτικά, Μέρα25: 12,1%). Στην πράξη, η εκλογική συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ έχει συνδυαστεί με, ή έχει επιφέρει, όπως και στην περίπτωση της ΝΔ, τη μείωση της ιδεολογικής πολυσυλλεκτικότητας του εκλογικού του σώματος. Η μείωση αυτή έχει λάβει χώρα διπλά, τόσο προς τα «δεξιά» όσο και προς τα «αριστερά». Ο περιορισμός στον πυρήνα, και μάλιστα σε ένα τμήμα του πυρήνα, έχει μικρύνει το εύρος της απήχησης  με συνακόλουθο αποτέλεσμα την αύξηση της συνοχής του σημερινού «μικρού» εκλογικού σώματος. Η περιορισμένη ιδεολογική πολυσυλλεκτικότητα του ΣΥΡΙΖΑ είχε ήδη καταγραφεί πριν τις εκλογές του 2023 και πιθανώς αποτελούσε προδρομική ένδειξη της εκλογικής σμίκρυνσης που έλαβε χώρα στις διπλές βουλευτικές εκλογές του 2023.8
Η ταύτιση των εκλογέων του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ με την Σοσιαλδημοκρατία (61,7%) κυριαρχεί απόλυτα ενώ η επιλογή  του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού (16,9%)  και του Φιλελευθερισμού (9,1%) συνθέτουν ένα προφίλ κλασσικά κεντροαριστερό. Η μεγάλη επικέντρωση στη «σοσιαλδημοκρατία» και στον «δημοκρατικό σοσιαλισμό» (αθροιστικά: 78,6%) προσδίδει ιδεολογική συνοχή στο δυνάμει εκλογικό σώμα του ΠΑΣΟΚ. Το προφίλ αυτό είναι λιγότερο «αριστερό» από εκείνο των εκλογέων του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ (ένα σημαντικό τμήμα των οποίων έχει επίσης κεντροαριστερά χαρακτηριστικά) και σαφώς πιο «αριστερό» από το προφίλ των εκλογέων της ΝΔ, τοποθετώντας το εκλογικό σώμα του ΠΑΣΟΚ σε μια ενδιάμεση μεταξύ των δύο κομμάτων θέση – αλλά πιο κοντά, για όποιον θέλει να δει τους αριθμούς, σε εκείνη του εκλογικού σώματος του ΣΥΡΙΖΑ.  

Το προφίλ των δυνάμει ψηφοφόρων της Πλεύσης Ελευθερίας είναι ιδιαίτερα πολυσυλλεκτικό.  Ωστόσο, συνολικά, οι δυνητικοί εκλογείς της Πλεύσης Ελευθερίας κλίνουν προς την κεντροαριστερά και αριστερά, καθώς κυρίως αυτοτοποθετούνται στη Σοσιαλδημοκρατία (25%), στον Δημοκρατικό Σοσιαλισμό (22,7%), στην Οικολογία (8,2%) αλλά και στον κομμουνισμό (4,7%). Αθροιστικά, συνεπώς, οι εκλογείς της Πλεύσης επιλέγουν σε ποσοστό 60,6% ιδεολογικές ταυτότητες με περισσότερο αριστερό προσανατολισμό. Είναι εν τούτοις αξιοσημείωτο ότι 18,8% των δυνάμει εκλογέων της επιλέγει ιδεολογικές ταυτότητες με δεξιό πρόσημο και 20,6%, ποσοστό πολύ υψηλό, είτε αρνείται να απαντήσει είτε επιλέγει το «άλλο», ισχυρή ένδειξη ότι αυτό το τμήμα ψηφοφόρων είτε δεν αποδέχεται τις «κυρίαρχες» ιδεολογικές ταυτότητες είτε έχει μικρότερο βαθμό πολιτικού ενδιαφέροντος (στην σχετική ερώτηση 28,8% του συνολικού εκλογικού σώματος της Πλεύσης δηλώνει ότι μάλλον δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική έναντι 25% για το σύνολο του πληθυσμού). Σε κάθε περίπτωση, η συνολική εικόνα που προκύπτει είναι αυτή μιας πολιτικής κουλτούρας που χαρακτηρίζεται από μεγάλη διασπορά ιδεολογικών επιλογών (και μη επιλογών) αλλά περισσότερο προσανατολισμένης στις ιδέες και την παράδοση της κεντροαριστεράς και αριστεράς.

Οι ψηφοφόροι της Ελληνικής Λύσης επιδεικνύουν μεγάλη ιδεολογική διασπορά και εμφανή απουσία ιδεολογικής συνοχής, όπως άλλωστε στην αντίστοιχη έρευνα του 2023. Επιλέγοντας τον Εθνικισμό (29,7%), τον Φιλελευθερισμό (15,6%), τον Συντηρητισμό (13,8%) και το Νέο-φιλελευθερισμό  (2,6%) σχηματίζουν ένα προφίλ δεξιό (αθροιστικά: 61,7%) αλλά ιδεολογικά «πολυπολικό». Στοιχείο αυτού του προφίλ είναι τα σημαντικά – για κόμμα της ριζοσπαστικής δεξιάς – ανοίγματα  σε πιο αριστερής προέλευσης ιδεολογίες: Σοσιαλδημοκρατία: 7,1%. Δημοκρατικός Σοσιαλισμός 4,7%, Οικολογία 2,9%, ενώ 23,6% αρνείται να απαντήσει ή επιλέγει το «άλλο». Ο εθνικισμός δίνει τον τόνο όπως όμως και η μεγάλη διασπορά των επιλογών, τάση που περιορίζει τη συνοχή του εκλογικού σώματος της Ελληνικής Λύσης.   

Αντιθέτως, το εκλογικό σώμα της Φωνής Λογικής είναι πιο συμπαγές, ευκρινώς εθνικιστικό (44,4%) και συντηρητικό (21,9%), με τις δύο αυτές επιλογές να καλύπτουν το 66,3% του εκλογικού της σώματος και την επιλογή του Νέο-φιλελευθερισμού (7%) να υπερβαίνει τον εθνικό μέσο όρο (5,5%). Επίσης, μόνο μικρό τμήμα των δυνάμει εκλογέων της Φωνής Λογικής αρνείται να τοποθετηθεί (8,9%), ένδειξη μεγαλύτερης «ιδεολογικοποίησης» και πολιτικοποίησης (άλλωστε στην ερώτηση «πόσο θα λέγατε ότι σας ενδιαφέρει η πολιτική» οι εκλογείς της εκφράζουν μεγαλύτερο πολιτικό ενδιαφέρον από εκείνους της Ελληνικής Λύσης και της Νίκης). Συμπερασματικά, και τα δύο εκλογικά σώματα είναι εθνικιστικά και συντηρητικά, ωστόσο οι ιδεολογικές επιλογές των ψηφοφόρων της Ελληνικής Λύσης είναι λιγότερο δομημένες και περισσότερο «χαλαρές» και «διάσπαρτες» σε σύγκριση με εκείνες, ευκρινώς πιο δεξιές, επικεντρωμένες  και συνεκτικές, των εκλογέων της Φωνής Λογικής. Παραδόξως δε, όταν κάποιος διατρέξει το σύνολο του ερωτηματολογίου, το εκλογικό σώμα της τελευταίας είναι πιο «σκληρό» και ταυτόχρονα ελαφρώς πιο «θεσμικό» από το πιο ετερόκλητο εκλογικό σώμα της Ελληνικής Λύσης.

Το προφίλ των εκλογικών σωμάτων 2: Ανάλυση των κομμάτων με ιδιαίτερο ρόλο στο σημερινό τοπίο ρευστότητας

 

ΝΔ: Το κόμμα του συστήματος

Το κόμμα της ΝΔ ενσαρκώνει σε μεγάλο βαθμό στην Ελλάδα το μοντέλο του κεντροδεξιού πολυσυλλεκτικού κόμματος, παρότι η ιδεολογική πολυσυλλεκτικότητά του, με αποκλειστικό κριτήριο τις επιλογές των σημερινών δυνητικών εκλογέων του, έχει σταδιακά εξασθενίσει μετά τις διπλές βουλευτικές εκλογές του 2023. Αποτελεί το κατεξοχήν κόμμα του συστήματος στην ελληνική πολιτική σκηνή. 

Το υπόδειγμα που δομεί τις απόψεις των εκλογέων του σε όλα τα θέματα που αφορούν είτε, γενικά, τη λειτουργία της ελληνικής δημοκρατίας είτε, ειδικά, κεντρικούς θεσμούς του πολιτικού συστήματος είναι το ακόλουθο: οι ψηφοφόροι της ΝΔ εκδηλώνουν τη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, ή τη μικρότερη δυσπιστία, προς τον τρόπο που λειτουργεί η δημοκρατία, όπως και προς τους θεσμούς που τη συγκροτούν. Το εκλογικό σώμα της ΝΔ –καθώς εκείνο του ΠΑΣΟΚ έχει γίνει πιο «αντιπολιτευτικό» και εκφράζει ισχυρότερη δυσαρέσκεια για τη λειτουργία των θεσμών σε σχέση με τα ευρήματα της αντίστοιχης  έρευνας του 2023– συγκροτεί, περισσότερο από το 2023, τον κεντρικό συστημικό πόλο στήριξης (παρότι πλέον μειοψηφικής) του πολιτικού συστήματος.  Αυτή είναι η πρώτη διάσταση «κόμμα του συστήματος». Πρόκειται για κεντρικής σημασίας διάσταση και ως προς αυτήν διαφέρει από το σύνολο των υπόλοιπων ελληνικών πολιτικών κομμάτων. 

Επίσης, το εκλογικό σώμα της ΝΔ, με κριτήριο τις επιλογές όσων δηλώνουν ότι θα το ψηφίσουν, αποτελεί σταθερά το κατεξοχήν «κόμμα της Ευρώπης» (ακολουθούμενο, όμως, σε αυτή την κρίσιμη θεματική, από τους εκλογείς του ΠΑΣΟΚ και από το φιλοευρωπαϊκό, αλλά μικρού πλέον μεγέθους, εκλογικό σώμα του ΣΥΡΙΖΑ όπως, επίσης, από το φιλοευρωπαϊκό εκλογικό σώμα της Νέας Αριστεράς). Αυτή είναι η δεύτερη διάσταση «κόμμα του συστήματος».

Η τρίτη διάσταση είναι οικονομικο-κοινωνιολογική. Θα αναφερθούμε λίγο περισσότερο σε αυτήν. Στην εκλογική ΝΔ υπερεκπροσωπείται αποφασιστικά η ομάδα των «ικανοποιημένων» από την οικονομική τους κατάσταση  («πολύ και μάλλον ικανοποιημένοι»:  36,4%  έναντι μόλις 16,5% στο σύνολο του πληθυσμού) ενώ υποεκπροσωπούνται σημαντικά οι οικονομικά δυσαρεστημένοι (26,9% έναντι 59,3% στο σύνολο του πληθυσμού). Συμμετρικά, οι δηλώνοντες ότι ανήκουν στην «ανώτερη και μεσαία προς ανώτερη οικονομική τάξη» επίσης υπερεκπροσωπούνται στο σημερινό εκλογικό σώμα του κυβερνητικού κόμματος (12,4% έναντι μόλις 7% στο σύνολο του δείγματος). Είναι αξιοσημείωτο ότι η πλειοψηφία των ψηφοφόρων της ΝΔ δηλώνει ότι ανήκει στη μεσαία τάξη (60,6% έναντι 44,4% στο σύνολο του πληθυσμού) ενώ ως ανήκον στην κατώτερη οικονομική τάξη δηλώνει μόνο το 3,5% των νεοδημοκρατών εκλογέων έναντι 10,4% για το σύνολο των ερωτώμενων. Η ΝΔ είναι κυρίως το κόμμα των «ικανοποιημένων» και των ανώτερων και μεσαίων τάξεων.  Αυτή είναι η τρίτη διάσταση «κόμμα του συστήματος». Με κριτήριο τα προηγούμενα, το κόμμα της ΝΔ, το «κόμμα του συστήματος», όπως προκύπτει  από τη φύση του εκλογικού του σώματος, δεν εκφράζει το «έθνος» αλλά ένα σημαντικό και οικονομικά-ταξικά προσδιορισμένο – και περιορισμένο- τμήμα του. 

Όχι τυχαία το «Αισθάνομαι  μάλλον «συστημικός» υπερεκπροσωπείται στο εκλογικό σώμα της ΝΔ (38% έναντι 13,4% στο γενικό κοινό),  όπως αντιμετωπίζονται «ως κάτι καλό», περισσότερο ή πολύ περισσότερο από τον εθνικό μέσο όρο, έννοιες όπως  η ανταγωνιστικότητα (95,2%),  οι ξένες επενδύσεις (93,3%), η οικονομία της αγοράς (83,3%), οι ιδιωτικοποιήσεις (77,1%), ο καπιταλισμός (62,1%), οι πολυεθνικές (53,3%). Ταυτόχρονα, το εκλογικό σώμα της ΝΔ είναι σε σημαντικό βαθμό πολιτισμικά συντηρητικό. Σε θέματα όπως ο νόμος και η τάξη, η επαναφορά της θανατικής ποινής, το μεταναστευτικό κ.ο.κ. τοποθετείται περισσότερο στην κατεύθυνση  του κοινωνικού συντηρητισμού, ακόμη και ενάντια στην εφαρμοσμένη πολιτική της ηγεσίας της ΝΔ (βλ. πολιτικός γάμος ομόφυλων ζευγαριών).  Η σμίκρυνση μετά το 2023 της επιρροής της ΝΔ κατέστησε το εκλογικό της σώμα λιγότερο πολυσυλλεκτικό, όχι όμως περισσότερο «δεξιό» καθώς προφανώς είχε απώλειες και προς τα αριστερά της και προς τα δεξιά της. Αναφερόμαστε εδώ, όπως και για όλα άλλωστε τα κόμματα,  στη σύνθεση των σημερινών δυνάμει εκλογέων της, όχι στην πολιτική της ηγεσίας της.   

Το 22,9% των σημερινών εκλογέων της ΝΔ δείχνει συμπάθεια προς ένα δεύτερο κόμμα, με το ΠΑΣΟΚ (52,2%) και τη Φωνή  Λογικής (18,2%) να έχουν το προβάδισμα στην ψυχή των νεοδημοκρατών ψηφοφόρων. 

Πλεύση Ελευθερίας: Στα αριστερά του Κέντρου…με σημαντικούς αστερίσκους

Σε σειρά απαντήσεων οι δυνητικοί ψηφοφόροι της Πλεύσης Ελευθερίας αυτό-τοποθετούνται σαφώς στα αριστερά του άξονα Αριστεράς-Δεξιάς συγκριτικά με τις επιλογές του γενικού κοινού. Έτσι, μόνον ενδεικτικά, θεωρούν τον καπιταλισμό κάτι κακό σε ποσοστό 79,6% (γενικό κοινό: 59,7%), είναι υπέρ του ριζοσπαστισμού με 33,2% (γενικό κοινό: 29,9%), υπέρ της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία με 65,7% (γενικό κοινό: 62,1%) υπέρ της μείωσης των αμυντικών δαπανών με 81,2% (γενικό κοινό: 63,5%), κατά των ιδιωτικών πανεπιστημίων με 71,1% (γενικό κοινό: 50,2%), υπέρ του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών με 57,2%% (γενικό κοινό: 41,8%), θεωρούν αρνητική εξέλιξη της άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη με 67,4% (65,5%) και είναι υπέρ της χορήγησης υπηκοότητάς σε παιδιά μεταναστών που γεννιούνται στην Ελλάδα με 71,5% (γενικό κοινό: 64,9%). Χαμηλότερα ποσοστά σε σύγκριση με το γενικό κοινό παρατηρούμε στη βαρύτητα που αποδίδουν στη θρησκεία (44,3% Πλεύση έναντι 52,1% στο σύνολο του πληθυσμού), στην «οικονομία της αγοράς ως κάτι καλό» (48% Πλεύση έναντι 55,6%) και υπέρ του Μνημονίου (1,2% Πλεύση έναντι 6,7%).

Η θέση μας ότι το εν δυνάμει εκλογικό σώμα της Πλεύσης Ελευθερίας αυτοτοποθετείται και νιώθει πλειοψηφικά πιο «οικεία» στα αριστερά του πολιτικού άξονα Αριστεράς – Δεξιάς, ενισχύεται και από την ερώτηση σχετικά με το ποιο κόμμα  – εκτός και ανεξάρτητα από αυτό που ψηφίζουν – αισθάνονται πιο κοντά. Όσοι δήλωσαν ότι θα ψηφίσουν το κόμμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου, εκφράζουν συμπάθεια κυρίως για κόμματα αριστερά της Νέας Δημοκρατίας. Ενδεικτικά, όχι όμως εξαντλητικά (βλ. Έρευνα) προς το ΠΑΣΟΚ (14,8%), το ΜέΡΑ25 (14,7%), τον ΣΥΡΙΖΑ (14,5%), το Κίνημα Δημοκρατίας (9,2%), το ΚΚΕ (9%). Προς τα δεξιά οι συμπάθειες κινούνται κυρίως στην κατεύθυνση της Ελληνικής Λύσης (11,7%), της ΝΔ (4,9%), της Νίκης (4,1%).  

Όμως, οι ίδιοι ερωτώμενοι σε άλλες ερωτήσεις σημαντικές για την τοποθέτηση στον ιδεολογικό άξονα αριστεράς-δεξιάς φαίνεται ότι τοποθετούνται δεξιότερα. Θεωρούν ότι η διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς δεν ανταποκρίνεται στη σύγχρονη εποχή σε μεγαλύτερο βαθμό από το γενικό κοινό (Πλεύση: 68,7% – γενικό κοινό: 61,9%), θέλουν πιο αυστηρές ποινές (Πλεύση: 86% – γενικό κοινό: 79,6%), είναι υπέρ της επαναφοράς της θανατικής ποινής (Πλεύση: 48,7% – γενικό κοινό: 42,9%) και πιστεύουν ότι ο αριθμός μεταναστών είναι πολύ μεγάλος (Πλεύση: 78,3% –  γενικό κοινό: 76%). Χαμηλότερα ποσοστά του μ.ό. του γενικού κοινού παρατηρούμε στις ερωτήσεις «χρειάζονται περισσότεροι φόροι» (Πλεύση:23,8%  – γενικό κοινό: 31,1%), «οι μετανάστες κάνουν περισσότερο καλό παρά κακό» (Πλεύση: 33,5% – γενικό κοινό: 37,5%) και υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών (Πλεύση: 22,4% – γενικό κοινό: 25,7%). Σε θέματα σαν τα προηγούμενα, το εκλογικό σώμα της Πλεύσης Ελευθερίας είναι πιο κοντά στα δεξιά κόμματα και ταυτόχρονα δείχνει αξιοσημείωτη έλλειψη πολιτικής και ιδεολογικής συνοχής. 

Αξίζει, επίσης, να τονιστεί ότι οι δυνητικοί εκλογείς της Πλεύσης δείχνουν πολύ χαμηλή εμπιστοσύνη σε όλους τους εξεταζόμενους θεσμούς και είναι περισσότερο δυσαρεστημένοι με τον τρόπο που λειτουργεί η Δημοκρατία (93,2% Πλεύση Ελευθερίας – 74,3% γενικό κοινό), τάση που προσδίδει ένα χαρακτήρα «διαμαρτυρίας» στο εν λόγω εκλογικό σώμα. Άλλωστε, δηλώνουν περισσότερο αντισυστημικοί από το σύνολο (22,6% Πλεύση Ελευθερίας – 18,6% γενικό κοινό). Επίσης, είναι περισσότερο ευρωσκεπτικιστές από τον μ.ό. του συνολικού εκλογικού σώματοςΕνδεικτικά, αποτιμούν πιο αρνητικά από το σύνολο του δείγματος τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ε.Ε (44,1% έναντι 33,9% για το γενικό κοινό) και τάσσονται υπέρ της παραμονής στο ευρώ σε ποσοστό 58% έναντι 68,4% για το γενικό κοινό.  Η συνολική εικόνα που προκύπτει για την Πλεύση Ελευθερίας είναι αυτή μιας πολιτικής κουλτούρας που χαρακτηρίζεται από μεγάλη διασπορά ιδεολογικών επιλογών, και αριστερών και δεξιών και κεντρώων, και πολιτισμικά φιλελεύθερων και πολιτισμικά συντηρητικών. Αυτή η πολιτική κουλτούρα είναι πολυσυλλεκτική, εσωτερικά αντιφατική αλλά αναμφίβολα περισσότερο προσανατολισμένη στις ιδέες της κεντροαριστεράς και αριστεράς. Λόγω των πολλών «αστερίσκων» οι επιλογές των δυνητικών εκλογέων της Πλεύσης Ελευθερίας διαφέρουν σημαντικά, παρά τις πολλές συγκλίσεις, από το προφίλ των κομμάτων της Αριστεράς. 

Ελληνική Λύση και Φωνή Λογικής 

Η πέραν της ΝΔ δεξιά πτέρυγα του πολιτικού φάσματος στην Ελλάδα εκφράζεται σήμερα κυρίως από τρία κόμματα, με το παλαιότερο να έχει ιδρυθεί μόλις το 2016. Παρά τις ισχυρές μεταξύ τους ιδεολογικές και πολιτικές  συγγένειες, τα τρία αυτά κόμματα παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές, τόσο στο αξιακό υπόβαθρο όσο και στη σύνθεση και στάσεις των ψηφοφόρων τους. Παρακάτω, θα αναφερθούμε, για λόγους αξιοπιστίας του δείγματος κυρίως στην Ελληνική Λύση και τη Φωνή Λογικής και μόνον ενδεικτικά στο κόμμα της Νίκης. 

Το κόμμα της Ελληνικής Λύσης είναι κοινωνιολογικά το πιο λαϊκό εκ των τριών και έλκει, περισσότερο από τα άλλα, τους οικονομικά δυσαρεστημένους ψηφοφόρους: το 78,4% των δυνάμει εκλογέων της δηλώνει απογοήτευση από την οικονομική του κατάσταση (Φωνή Λογικής: 58,1%, Νίκη: 48,6%, εθνικός μέσος όρος: 59,3) και μόνο το 5,5% ανήκει στους οικονομικά ικανοποιημένους (Φωνή Λογικής:13,4%, Νίκη: 31,8%, εθνικός μέσος όρος: 16,5%) Επίσης, για το 22,6% των ψηφοφόρων της Ελληνικής Λύσης το εισόδημα «δεν φθάνει για τα απαραίτητα, υπάρχουν μεγάλες δυσκολίες» (Φωνή Λογικής: 13,2%, Νίκη: 4,4%, πληθυσμός:12%). Το 18,3% δηλώνει ότι ανήκει στην κατώτερη τάξη,9 το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ όλων ανεξαιρέτως των κομματικών εκλογικών σωμάτων, με τους εκλογείς της Φωνής Λογικής να αυτοτοποθετούνται στην κατώτερη τάξη σε ποσοστό 13,5% και εκείνους της Νίκης σε ποσοστό μόλις 2,8% (εθνικός μέσος όρος: 10,4%). 

Η δυσπιστία προς τη δημοκρατία ως «καλύτερου πολιτεύματος» εκφράζεται από το 37,4% των ψηφοφόρων της Ελληνικής Λύσης και το 40,7% της Φωνής Λογικής, ενώ οι μισοί περίπου ψηφοφόροι των δύο κομμάτων δηλώνουν ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, μια δικτατορία μπορεί να είναι προτιμότερη από το κοινοβουλευτικό σύστημα. Η στήριξη σε περισσότερο αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης – όπως φαίνεται από το 49,4% της Φωνής Λογικής που θέλει ισχυρό πρωθυπουργό χωρίς ιδιαίτερους κοινοβουλευτικούς περιορισμούς (στην Ελληνική Λύση το ποσοστό είναι 25%) συνιστούν εκδηλώσεις ισχυρής δυσπιστίας προς τον κοινοβουλευτισμό και έλξης από πιο αυταρχικά πρότυπα διακυβέρνησης. 

Στο μεταναστευτικό, τα εκλογικά σώματα και των δύο κομμάτων εκφράζουν απόλυτα συγκλίνουσες προτιμήσεις. Ενδεικτικά, το 85,6% των εκλογέων της Ελληνικής Λύσης και το 89,8% της Φωνής Λογικής θεωρούν ότι οι μετανάστες κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία πιστεύει ότι είναι «πάρα πολλοί» (95,2% και 96,1% αντίστοιχα). Η χορήγηση ιθαγένειας σε παιδιά μεταναστών, 62% κατά για την Ελληνική Λύση και 65,8% για τη Φωνή Λογικής, δεν είναι αποδεκτή από το εν δυνάμει εκλογικό σώμα αυτών των κομμάτων. 

Η θανατική ποινή υποστηρίζεται από το 77,9% των ψηφοφόρων της Ελληνικής Λύσης και το 67,2% της Φωνής Λογικής (γενικός πληθυσμός: 42,9). Στο θέμα του πολιτικού γάμου των ομόφυλων ζευγαριών η αντίθεση είναι μαζική: το 85,2% των ψηφοφόρων της Ελληνικής Λύσης και το 80,3% της Φωνής Λογικής είναι αρνητικοί (με τους εκλογείς της Νίκης να είναι αντίθετοι σε ποσοστό 100%, μέσος όρος πληθυσμού: μόλις 37,8%). Η συντηρητική-παραδοσιακή πολιτισμική αντίληψή των δύο κομμάτων εκπροσωπείται εμβληματικά από την  αποδοχή της άποψης  πως οι νέοι «δεν σέβονται τις παραδοσιακές αξίες (92,2%  για τη Φωνή Λογικής, 83,2% για την Ελληνική Λύση). 

Η εξωτερική πολιτική δείχνει διαφοροποιήσεις. Οι ψηφοφόροι της Φωνής Λογικής προτιμούν προνομιακά τις ΗΠΑ (38,3%) και είναι λιγότερο φιλορωσικοί, με 12,7% να εκφράζουν προτίμηση στη Ρωσία. Στην Ελληνική Λύση, οι φιλορωσικές διαθέσεις είναι εμφανώς εντονότερες: το 28,5% δηλώνει προτίμηση σε προνομιακή συμμαχία με τη Μόσχα, ενώ το 58,5% στηρίζει ανοιχτά τη ρωσική πλευρά στον πόλεμο της Ουκρανίας.

Παρά τις κοινές βάσεις, η Φωνή Λογικής εμφανίζει έναν πιο «ιδεολογικά καθαρό» προσανατολισμό, με την εθνικιστική, συντηρητική, αντιμεταναστευτική και «νόμος και τάξη» ρητορική να συνοδεύεται από υψηλότερο βαθμό στήριξης του οικονομικού φιλελευθερισμού. Σε όλες τις έννοιες/όρους που μετρώνται στην έρευνα και σχετίζονται με τον καπιταλισμό, οι εκλογείς της Φωνής Λογικής υιοθετούν μια ευκρινώς πιο φιλο-καπιταλιστική, φιλο-αγορά στάση  σε σύγκριση με εκείνους της Ελληνικής Λύσης. Επίσης, και μόνο ενδεικτικά, το 47,4% των ψηφοφόρων της θέλει λιγότερο παρεμβατικό κράτος στην οικονομία, έναντι 31,6% για την Ελληνική Λύση και 28,2% για το σύνολο του εκλογικού σώματος. 

Το εκλογικό σώμα της Φωνής Λογικής φαίνεται να εκπροσωπεί μια περισσότερο πειθαρχημένη, σε σχέση με αυτήν της Ελληνικής Λύσης, δεξιά πρόταση, περισσότερο εντασσόμενη στη συνολική δεξιά παράταξη. Χαρακτηριστικά 40,5% των ψηφοφόρων της θεωρούν τη διαίρεση Δεξιά-Αριστερά σημαντική (γενικό κοινό: 32,9%) έναντι μόνο 15,4% αυτών της Ελληνικής Λύσης (και 18,7% της Νίκης). Επίσης, στο ερώτημα «ποιο ευρύτερο ιδεολογικό ρεύμα ή παράταξη θα μπορούσε να διασφαλίσει περισσότερο ένα καλύτερο μέλλον για την Ελλάδα και τους πολίτες της;» 65,9% απαντάει η κεντροδεξιά/δεξιά ενώ μόνο το 37,4% των εκλογέων της Ελληνικής Λύσης δίνει την ίδια απάντηση (28,5% για το συνολικό εκλογικό σώμα). Επίσης, η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών υποστηρίζεται πλειοψηφικά μόνο, και αποκλειστικά, από τα εκλογικά σώματα της ΝΔ και της Φωνής Λογικής (αντιστοίχως: 61,1% και 61,2%) και μόλις με 33,2% από την Ελληνική Λύση.  Μια ριζοσπαστική δεξιά τύπου «Μελόνι» είναι πιο κοντά στην κουλτούρα των εκλογέων της Φωνής Λογικής.  

Συμπερασματικά, οι δύο κύριοι πόλοι της Ριζοσπαστικής Δεξιάς ή Άκρας Δεξιάς δεν είναι ομοιογενείς.  Και τα δύο εκλογικά σώματα είναι εθνικιστικά, συντηρητικά, αντι-μεταναστευτικά, περιέχουν αξιοσημείωτους αντιδημοκρατικούς ή αυταρχικούς πυρήνες, είναι εξαιρετικά δύσπιστα προς τους θεσμούς και υπέρ του νόμου και της τάξης. Ωστόσο, διαφέρουν σημαντικά.  Οι εκλογείς της Ελληνικής Λύσης είναι εμφανώς πιο φτωχοί και κοντά στις λαϊκές τάξεις. Οι επιλογές τους είναι λιγότερο νεοφιλελεύθερες, λιγότερο δομημένες και περισσότερο «χαλαρές» σε σύγκριση με εκείνες, ευκρινώς πιο δεξιές, πιο νεοφιλελεύθερες και πιο συνεκτικές, των εκλογέων της Φωνής Λογικής. Εντάσσονται δε σε διαφορετικό βαθμό και με διαφορετικό τρόπο στο εσωτερικό της ευρύτερης δεξιάς.

Όσον αφορά στις «κομματικές συγγένειες», οι μισοί εν δυνάμει ψηφοφόροι της Ελληνικής Λύσης (54,2%) και της Φωνής Λογικής (49,4%), δηλώνουν ότι υπάρχει ένα δεύτερο κόμμα με το οποίο αισθάνονται κοντά/συμπάθεια. Πιο συγκεκριμένα εκείνοι της Ελληνικής Λύσης αισθάνονται πιο κοντά με την Πλεύση Ελευθερίας (38,1%), τη ΝΔ (14,9%), τη Φωνή Λογικής (14,2%) και τη Νίκη (13,4%). Αντίστοιχα οι εν δυνάμει ψηφοφόροι της Φωνής Λογικής αισθάνονται πιο κοντά στην Ελληνική Λύση (37,6%) και τη ΝΔ (36,3%).

 

 

 

1.         Γεράσιμος Μοσχονάς και Πέτρος Ιωαννίδης, Η ακτινογραφία της ψήφου: Ιδεολογίες, αξίες, τοποθετήσεις, Ινστιτούτο ΕΤΕΡΟΝ, 06.04.2023. https://eteron.org/aktinografia-ton-psifoforon/

2.         Γεράσιμος Μοσχονάς, «Τι πιστεύουν οι Έλληνες 2024 – Οι ιδεολογικές ταυτότητες», ΔιαΝΕΟσις, Οργανισμός Έρευνας και Ανάλυσης, Μάιος 2024, σσ. 1-22.

3.         Για τον όρο και για τη διάκριση «μικρο-αστάθειας» και «μακρο-σταθερότητας» βλ. James N. Druckman και Thomas J. Leeper, «Is Public Opinion Stable? Resolving the Micro/Macro Disconnect in Studies of Public Opinion», Daedalus, Οκτώβριος 2012

4.         Kevin Fetherstone, Δημήτρης Παπαδημητρίου, «Οικονομικές ανισότητες και κοινή γνώμη στη Ελλάδα», 21.02.2022

5.         Πρβλ. Μοσχονάς, «Τι πιστεύουν οι Έλληνες 2024 – Οι ιδεολογικές ταυτότητες», οπ.π.

6.         Η μόνη διαφοροποίηση βρίσκεται στη χρήση της κατηγορίας «Δημοκρατικός Σοσιαλισμός» από το ΕΤΕΡΟΝ/aboutpeople αντί της κατηγορίας «Σοσιαλισμός» που παραδοσιακά χρησιμοποιείται στις έρευνες της ΔιαΝΕΟσις

7.         Μοσχονάς, «Τι πιστεύουν οι Έλληνες 2024 – Οι ιδεολογικές ταυτότητες», οπ.π.

8.         Βλ. Γεράσιμος Μοσχονάς και Πέτρος Ιωαννίδης, Η ακτινογραφία της ψήφου: Ιδεολογίες, αξίες, τοποθετήσεις, Ινστιτούτο ΕΤΕΡΟΝ, 06.04.2023

9.         Επίσης, το 40,2% των εκλογέων της Ελληνικής Λύσης αυτοπροσδιορίζεται ως «μεσαία προς κατώτερη τάξη»

 

https://eteron.org/katanoontas-ta-kommata-mesa-apo-toys-eklogeis-toys/






Ποιος θα αξιολογήσει την αξιολόγηση;

  Εδώ και καιρό, όχι μόνο τα τελευταία χρόνια αλλά από το 2009, μαίνεται ένας συνεχής πόλεμος εντυπώσεων γύρω από το (δήθεν) «μεγάλο κράτος»...