Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024

Οι δυο Ελλάδες

 


 

 

14 χρόνια απαξίωσης της εργασίας

 

Μόνο λόγω πληθωρισμού ο πραγματικός μέσος μισθός έχει μειωθεί 33% από το 2008

Η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα ακολούθησε πτωτική πορεία από το 2009 έως σήμερα, όχι μόνο με κυβερνήσεις της Δεξιάς αλλά και με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα, η ανάλυση των στοιχείων δεν μας προσφέρει κανένα σημάδι ότι η μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών τείνει να ανακοπεί στο άμεσο μέλλον. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνο εάν αλλάξει ο συσχετισμός δύναμης εργασίας και κεφαλαίου, διότι είναι αυτός ο συσχετισμός που διαμορφώνει τον μέσο μισθό, επομένως και ολόκληρη την μισθολογική κλίμακα που εξαρτάται από αυτόν.

Η Eurostat, στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημοσιεύει χρονολογική σειρά για τον μέσο ακαθάριστο μισθό για εργασία με πλήρες ωράριο, ο οποίος επομένως δεν επηρεάζεται από την μερική απασχόληση. Πρόκειται για τον μισθό που περιλαμβάνει τις ασφαλιστικές εισφορές και τους φόρους που πληρώνει ο μισθωτός, αλλά δεν περιλαμβάνει τις αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές που πληρώνει ο εργοδότης.

Στη γραφική παράσταση της αγοραστικής ικανότητας του μέσου ακαθάριστου μισθού για εργασία με πλήρες ωράριο (στο εξής, θα αναφέρεται απλώς ως «μέσος πραγματικός μισθός») διακρίνουμε τρεις περιόδους μεταβολών: την περίοδο από την έναρξη της κρίσης (2008) έως το τέλος των δύο πρώτων μνημονίων (2014), την περίοδο διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ (2015-2019), και την περίοδο διακυβέρνησης από τη ΝΔ. Αυτή όμως η περιοδολόγηση, ας μη μας ξεγελάσει: από την άποψη των μεταβολών των μισθών, που εξετάζουμε εδώ, πρόκειται για ενιαία περίοδο. Ας δούμε γιατί.

Η πρώτη περίοδος, από το 2008 έως το τέλος του 2014, αφού εφαρμόστηκαν τα δύο πρώτα μνημόνια, αποτέλεσε την πρώτη φάση της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού, η οποία παραμένει ανοιχτή έως σήμερα. Η κατακόρυφη άνοδος του ποσοστού ανεργίας σε συνδυασμό με τις διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας (μεταβίβαση του καθορισμού του κατώτατου μισθού από τις διαπραγματεύσεις εργατικών συνδικάτων και εργοδοτικών οργανώσεων στον μονομερή καθορισμό από το υπουργείο Εργασίας, απελευθέρωση των επιχειρήσεων από κανόνες που προστατεύουν την εργασία κ.λπ.) οδήγησαν σε δραματική αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής ισχύος των μισθωτών, που προκάλεσε κατακόρυφη πτώση του μέσου μηνιαίου μισθού από τα 1.812 ευρώ το 2008 στα 1.381 ευρώ το 2014.

Στη δεύτερη περίοδο, με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, από το 2015 έως το 2019, ο μέσος πραγματικός μισθός μειώθηκε περαιτέρω κατά 5,3%. Ήταν η φάση εφαρμογής του τρίτου μνημονίου και της εδραίωσης της πολιτικής που επιβλήθηκε με τα τρία μνημόνια συνολικά ως η μόνη εφικτή πολιτική, η οποία ασκήθηκε οικειοθελώς από τις ελληνικές κυβερνήσεις σε όλες τις αποχρώσεις των εθνικών μας χρωμάτων.

Στην τρίτη περίοδο, αυτή της διακυβέρνησης από τη ΝΔ, ο μέσος πραγματικός μισθός μειώθηκε περαιτέρω κατά 4,1% (στη διάρκεια της πανδημίας δεν υπήρξε μεταβολή). Εάν λάβουμε, βέβαια, υπόψη μας ότι ο πληθωρισμός ήταν υψηλότερος για τα χαμηλότερα εισοδήματα (επειδή καταναλώνουν προϊόντα για τα οποία οι ανατιμήσεις ήταν υψηλότερες του μέσου όρου) η μείωση του πραγματικού μισθού στο κάτω μέρος της μισθολογικής κλίμακας ήταν περίπου 8%. Στο σύνολο των ετών 2008-2024, η συνολική μείωση ανήλθε σε 33% εξαιτίας του πληθωρισμού χωρίς να λάβουμε υπόψη μας τις άλλες επιβαρύνσεις που αυξήθηκαν κατά την ίδια χρονική περίοδο (μεγαλύτερη συμμετοχή ιδιωτικών δαπανών υγείας στις συνολικές δαπάνες των νοικοκυριών, αυξημένη φορολογική πίεση κλπ). Με δυο λόγια, από το 2008 έως στο τέλος του 2023, η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού για απασχόληση με πλήρες ωράριο μειώθηκε εξαιτίας του πληθωρισμού κατά το 1/3.

Συμπέρασμα πρώτο: Η απαξίωση της εργασίας στην Ελλάδα είναι ενιαία μακροχρόνια διαδικασία που ήδη έχει εισέλθει στο 15ο έτος της και συνεχίζεται. Στη διάρκεια 14 ετών συνολικά (2009-2023) η αγοραστική δύναμη του μισθού μειώθηκε κατά τα 12 έτη και αυξήθηκε μόνο κατά τα δύο (2015, 2021). Η ανάλυση των στοιχείων δείχνει ότι πρόκειται για διαδικασία της οποίας η δυναμική δεν πρόκειται να ανατραπεί υπό τους παρόντες κοινωνικούς συσχετισμούς δύναμης.

Συμπέρασμα δεύτερο: Η απαξίωση της εργασίας στην Ελλάδα δεν αποτελεί απλώς μια ιδιαίτερη περίπτωση μιας γενικής απαξίωσης της εργασίας που πραγματοποιείται στον ευρωπαϊκό Νότο, αλλά αποτελεί μοναδική περίπτωση. Αυτό προκύπτει από την ίδια πηγή στοιχείων που χρησιμοποιούμε σε αυτό το άρθρο: στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αγοραστική δύναμη του μέσου πραγματικού μισθού είναι τώρα υψηλότερη ή τουλάχιστον ίση με την αντίστοιχη του 2008 (με εξαίρεση την Ιταλία και την Ολλανδία όπου υπήρξαν μειώσεις περίπου 5%). Ο μέσος μισθός για απασχόληση με πλήρες ωράριο στην Κύπρο, ο οποίος ήταν το 2008 ίσος με τον αντίστοιχο μισθό στην Ελλάδα, είναι σήμερα κατά 40% υψηλότερος (όχι τόσο επειδή αυξήθηκε εκεί αλλά επειδή μειώθηκε εδώ). Στην Πορτογαλία είναι τώρα κατά 23 % υψηλότερος έναντι της Ελλάδας, ενώ το 2008 ήταν κατά 21% χαμηλότερος.

Ο ελληνικός καπιταλισμός αποτελεί εξαίρεση μεταξύ των χωρών της Ευρώπης διότι αποτελεί την μοναδική περίπτωση επίμονης και διαρκούς κρίσης που έχει πάρει χαρακτηριστικά παρακμής. Ένα από τα συμπτώματα αυτής της παρακμής είναι η μείωση της αγοραστικής δύναμης του μέσου μισθού, για απασχόληση με πλήρες ωράριο, κατ’ ελάχιστο 33%. Εάν η διαδικασία απαξίωσης της εργασίας δεν ανακοπεί, και συνεχιστεί με τους ίδιους ρυθμούς, η αγοραστική δύναμη του μέσου μηνιαίου μισθού για πλήρες ωράριο, κατά το 2030 θα έχει φτάσει πολύ κοντά στα 1.000 ευρώ σε σημερινές τιμές.


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (3.5.24)

https://prin.gr/2024/05/14-years/

 

 

Επιστροφή στην κερδοφορία του 2008


 

Η διανομή κερδών έχει προτεραιότητα έναντι των παραγωγικών επενδύσεων

Το 2008 ήταν μια πολύ καλή χρονιά για την ελληνική οικονομία. Ο όγκος της παραγωγής (ΑΕΠ) ήταν κατά 23% υψηλότερος από ό,τι το 2023, βρισκόταν δηλαδή στο πρωτόγνωρο για την Ελλάδα ύψος των 240 δισ. ευρώ έναντι των 195 δισ. του 2023 (σε τιμές 2015), ο μέσος μισθός είχε φτάσει στο 75% του μέσου όρου της ευρωζώνης έναντι 46% το 2023, το παραγωγικό κεφάλαιο ήταν κατά 11% μεγαλύτερο, και υπήρχαν 26% λιγότεροι άνεργοι σε σχέση με το 2023.

Κάθε τίμιος παρατηρητής θα παραδεχόταν ότι αυτή είναι η εικόνα μιας χώρας η οποία έχει υποστεί καταστροφή που διαρκεί επί δεκαέξι συναπτά χρόνια —μέχρι στιγμής. Ωστόσο, στο παράλληλο σύμπαν που συντηρούν με ζήλο η αστική τάξη και το υπηρετικό της προσωπικό από τη μικροαστική τάξη, η οικονομία βαδίζει σε πολύ καλό δρόμο επειδή το κυριότερο, αν όχι το μοναδικό, μέγεθος που έχει σημασία γι αυτές τις τάξεις είναι η κερδοφορία, η ικανότητα δηλαδή του κεφαλαίου να παράγει κέρδη, είναι η απόδοση του κεφαλαίου (που είναι το κέρδος ως ποσοστό του επενδυμένου κεφαλαίου, όπως για έναν τραπεζικό λογαριασμό η αντίστοιχη απόδοση είναι το επιτόκιο).

Πράγματι, η απόδοση κεφαλαίου εμφανίζει σαφή και αδιάλειπτη βελτίωση από το 2013 και μετά (βλ. στο διάγραμμα). Η μείωσή της από την έναρξη της κρίσης έως το 2013, με την εφαρμογή των δύο μνημονίων, ήταν δραματική (-70% έναντι του 2008). Την ίδια χρονιά, όμως, εκκίνησε η αντίστροφη πορεία, και μέχρι το τέλος του 2014, η μείωση της κερδοφορίας είχε περιοριστεί στο 50% έναντι του 2008. Στο επίπεδο αυτό διατηρήθηκε μέχρι το 2017, αλλά μπορούμε να αναγνωρίσουμε στον ΣΥΡΙΖΑ ότι πέτυχε, κατά το 2018-2019, την περαιτέρω αύξηση της κερδοφορίας με αντίτιμο την αντίστοιχη μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών. Η τρίτη και τελευταία πράξη της ανοδικής πορείας της κερδοφορίας παίχτηκε όταν επέστρεψε ο αυθεντικός εκπρόσωπος του κεφαλαίου στην κυβέρνηση. Αμέσως μετά την πανδημία, ο από μηχανής θεός του πληθωρισμού, σε συνέργεια με την πολύ ιδιαίτερη μετα-μνημονιακή συγκυρία αύξησης της τουριστικής κίνησης, προσέφερε τη μεγάλη ευκαιρία στις επιχειρήσεις να ανακτήσουν τα απωλεσθέντα κέρδη αυξάνοντας την παραγωγή τους και ταυτοχρόνως απαξιώνοντας την εργασία εν ριπή οφθαλμού και χωρίς ικανές κοινωνικές αντιστάσεις. Πιο συγκεκριμένα, ενώ η απόδοση κεφαλαίου βρισκόταν το 2021 ακόμη στο 60% της αντίστοιχης απόδοσης του 2008, έκλεισε σε μόλις τρία χρόνια, μέχρι το τέλος του 2023, σχεδόν ολόκληρη την απόσταση από την κερδοφορία του 2008. Έξι μήνες μετά, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι η απόδοση κεφαλαίου βρίσκεται σήμερα σε επίπεδο ανώτερο από το αντίστοιχο επίπεδο του 2008.

Σε αυτό το σημείο, όμως, χρειάζεται μια διευκρίνιση: Το γεγονός ότι η απόδοση κεφαλαίου, όπως αυτή εμφανίζεται στο διάγραμμα, είχε παραμείνει επί 16 έτη σε επίπεδα χαμηλότερα από το 2008, δεν πρέπει να μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αντίστοιχη ήταν η μείωση των κερδών που διανεμήθηκαν στους μετόχους, στους ιδιοκτήτες μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων, στις τράπεζες κ.λπ. Από την ανάλυση των στατιστικών στοιχείων προκύπτει ότι η μείωση της κερδοφορίας οδήγησε κυρίως σε μείωση των επενδύσεων σε παραγωγικές επενδύσεις. Πιο συγκεκριμένα, η ανάλυση των στατιστικών στοιχείων δείχνει ότι η διανομή των κερδών είχε προτεραιότητα έναντι των παραγωγικών επενδύσεων σε όλη τη διάρκεια των τελευταίων 16 ετών. Πρώτα, λοιπόν, γίνεται η διανομή κερδών, και ό,τι περισσέψει χρηματοδοτεί παραγωγικές επενδύσεις. Αυτό πάλι, δεν πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο ελληνικός καπιταλισμός είναι διαφορετικός από τους άλλους, παρασιτικός, υποδεέστερος, τριτοκοσμικός κ.λπ. Η προτεραιότητα της διανομής των κερδών έναντι των παραγωγικών επενδύσεων δεν είναι χαρακτηριστικό υπανάπτυξης, είναι χαρακτηριστικό του νεοφιλελευθερισμού, ισχύει ακόμη και για τη ναυαρχίδα του καπιταλισμού, τις ΗΠΑ, όπου σχεδόν το σύνολο των κερδών των ανώνυμων εταιρειών διανέμεται, οι δε παραγωγικές επενδύσεις πραγματοποιούνται με δανεισμό. Με δυο λόγια, στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού, οι παραγωγικές επενδύσεις αντιμετωπίζονται από τις επιχειρήσεις ως ένα κατάλοιπο που προκύπτει μετά από την διανομή των κερδών (βλ. στο βιβλίο των Ζεράρ Ντυμενίλ και Ντομινίκ Λεβί Η κρίση του νεοφιλελευθερισμού, σε μετάφραση του Χρήστου Βαλλιάνου, εκδόσεις Angelus Novus, 2017, και πιο αναλυτικά σε άλλες δημοσιεύσεις τους).

Αυτή είναι η άνοδος της κερδοφορίας που μεταφράζεται σε μεγάλο βαθμό σε αύξηση των εισοδημάτων της αστικής τάξης μέσω της διανομής ενός μεγάλου μέρους των κερδών και προκαλεί τη βαθιά ευφορία και τις παραισθήσεις της ικανοποιημένης απληστίας τους.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (18.5.24)

https://prin.gr/2024/05/kerdoforia/

 

 

Το κυπριακό μέχρι το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή (μέρος 6ο/6)

  >Συνέχεια από το προηγούμενο   Σύνοψη Στον ελληνόφωνο χριστιανικό πληθυσμό της Κύπρου (τους μετέπειτα ελληνοκύπριους) άρχισε να ζ...