Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2024

Το κυπριακό μέχρι το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή (μέρος 6ο/6)

 

>Συνέχεια από το προηγούμενο

 

Σύνοψη

Στον ελληνόφωνο χριστιανικό πληθυσμό της Κύπρου (τους μετέπειτα ελληνοκύπριους) άρχισε να ζυμώνεται (υπό την ηγεσία της Κυπριακής Εκκλησίας) πριν ακόμη μπει ο 20ος αιώνας -και αφού η Κύπρος είχε περάσει στα χέρια της βρετανικής αυτοκρατορίας από το 1878-, το αίτημα για ένωση με την Ελλάδα. Η έκρηξη του Α ΠΠ και οι εξελίξεις που ακολούθησαν μέχρι την Συνθήκη της Λωζάνης έδωσαν κάποιες ελπίδες (σε κάποια φάση πολύ μεγάλες) για ικανοποίηση του αιτήματος των ε/κ. Η ήττα της Ελλάδας στην μικρασιατική εκστρατεία και οι νέες ισορροπίες στην Ανατ. Μεσόγειο απομάκρυναν την πιθανότητα της Ένωσης. Στις νέες συνθήκες, η πρόταση του Βενιζέλου προς τους ε/κ ήταν η τακτική των σταδιακών βημάτων που κάποια στιγμή θα υλοποιούσε και τον στρατηγικό στόχο σε συνεννόηση με την Βρετανία. Η οικονομική δυσπραγία εξαιτίας του κραχ του 1929 ήρθε να συνδυαστεί με το εθνικό ζήτημα και να ξεσπάσει η εξέγερση των ε/κ του 1931 («Οκτωβριανά») υπό την ηγεσία της Εθναρχίας. Η αποτυχία της εξέγερσης έφερε την σκληρή καταστολή της «Παλμεροκρατίας» (1931-1940).

Η αναγκαιότητα της εσωτερικής ηρεμίας ενόσω διαρκούσε ο Β ΠΠ οδήγησε την κυβέρνηση της Βρετανίας να αφήσει να αιωρείται το ενδεχόμενο της ανεξαρτησίας μετά την επιτυχή έκβαση του πολέμου. Κάτω από το δυσμενές γι’ αυτήν ενδεχόμενο άρχισε να σχηματοποιείται και να οργανώνεται η τ/κ μειονότητα (υπό την τ/κ ελίτ) που μέχρι τότε έδειχνε αδιάφορη καθώς η αγγλική εξουσία προστάτευε το καθεστώς ισοτιμίας της με τους ε/κ. Η Βρετανία προσπάθησε να κλείσει το ζήτημα το 1947 καλώντας την «Διασκεπτική» η οποία όμως μποϋκοταρίστηκε από την πλευρά της Εθναρχίας και της πλειοψηφίας της ε/κ Δεξιάς. Σε απάντηση, το 1950, με πρωτοβουλία της εθναρχούσας Εκκλησίας πραγματοποιήθηκε «δημοψήφισμα» (ουσιαστικά συλλογή υπογραφών μεταξύ των ε/κ) υπέρ της Ένωσης το οποίο στήριξε και το ΑΚΕΛ (είχε μεταστραφεί υπέρ της ένωσης ήδη από το 1949). Το αποτέλεσμα ήταν συντριπτικό υπέρ της Ένωσης αλλά, ενώ το αποτέλεσμα του δεν έγινε αποδεκτό ούτε καν από την ελληνική κυβέρνηση (λόγω της ανάγκης που είχε από την βρετανική βοήθεια), εντούτοις προέβαλλε έντονα το αίτημα της Ένωσης και το έκανε στόχο του ε/κ κινήματος.

Η δεκαετία του 1950 ήταν αυτή που σφράγισε τις μετέπειτα εξελίξεις. Οι άρχουσες ελίτ των δυο κοινοτήτων διαχώρισαν με την ενδοκοινοτική βία τις υποτελείς τάξεις τους (χτυπώντας οι μεν τ/κ εθνικιστές τους τ/κ ΑΚΕΛίτες οι δε ε/κ εθνικιστές τους ε/κ ΑΚΕΛίτες) και οργάνωσαν παραστρατιωτικές ομάδες (την ε/κ ΕΟΚΑ και την τ/κ ΤΜΤ) για να διεκδικήσουν την Ένωση με την Ελλάδα η ε/κ ελίτ και την διχοτόμηση («ταξίμ») η τ/κ ελίτ. Την περίοδο αυτή μπήκε για πρώτη φορά ενεργά στο πρόβλημα και η τουρκική κυβέρνηση. Αλλά εκείνο που σφράγισε τις εξελίξεις ήταν το αντάρτικο που κήρυξε η ΕΟΚΑ (1.4.1955) την ίδια στιγμή που αποτύγχαναν οι προσπάθειες διεθνοποίησης του κυπριακού από την ελληνική πλευρά και οι πρωτοβουλίες συνεννόησης των Βρετανών. Το καλοκαίρι του 1958, εν μέσω του αντάρτικου, ξέσπασαν αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των δυο πλευρών με θύματα και άμαχους. Ένωση η ε/κ πλευρά, διχοτόμηση η τ/κ πλευρά και κίνδυνος ελληνοτουρκικής σύγκρουσης στην νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ συνέθεταν ένα μεγάλο πρόβλημα εντός της Ατλαντικής συμμαχίας. Το αποτέλεσμα ήταν ο δύσκολος συμβιβασμός των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου (Φεβρουάριος 1959) που οδήγησε στην αδύναμη λύση της «εγγυημένης ανεξαρτησίας».

Το επόμενο επεισόδιο ήταν οι διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963-64 με αφορμή τις συνταγματικές αλλαγές («13 σημεία») που ήθελε να επιβάλλει ο πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας αρχιεπίσκοπος Μακάριος (ο οποίος είχε μετατοπιστεί πλέον από τη λύση της άμεσης Ένωσης στην λύση της ανεξαρτησίας με στόχο την Ένωση). Με αφορμή τις συγκρούσεις αυτές η Τουρκία απείλησε με άμεση επέμβαση αλλά συγκρατήθηκε από τον αμερικάνικη κυβέρνηση. Το αποτέλεσμα των συγκρούσεων ήταν ο αποκλεισμός μεγάλου μέρους των τ/κ σε θύλακες και το πέρασμα του κράτους στα χέρια των ε/κ. Οι ΗΠΑ, αναλαμβάνοντας πιο ενεργό ρόλο πλέον, πρότειναν λύση μέσω του (διχοτομικού) σχεδίου Άτσεσον. Το σχέδιο, με τις παραλλαγές του, απορρίφθηκε αλλά δεν έπαψε να αποτελεί βάση για την “επίλυση” του κυπριακού στα πλαίσια του ΝΑΤΟ. Η αποτυχία των συνομιλιών Παπαδόπουλου-Ντεμιρέλ (Σεπτέμβριος 1967) οδήγησε σε νέες διακοινοτικές συγκρούσεις που έληξαν συμβιβαστικά και υπό την άμεση απειλή στρατιωτικής τουρκικής εισβολής. Οι τ/κ ανακήρυξαν την «Προσωρινή Τουρκοκυπριακή Διοίκηση» (29.12.1967), ο Μακάριος (ο οποίος είχε πλέον την στήριξη της ΕΣΣΔ και του ΑΚΕΛ) υιοθέτησε το δόγμα «το ευκταίο η Ένωση αλλά το εφικτό η ανεξαρτησία» και οι ηγεσίες των δυο κοινοτήτων οδηγήθηκαν σε νέο γύρο συνομιλιών.

 

 

Η. Στην τελική ευθεία προς το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή – Οι διακοινοτικές διαπραγματεύσεις (1968-73)

Στο διάστημα που μεσολάβησε από την ανεξαρτησία μέχρι την εισβολή παρατηρείται μια αποκλίνουσα πορεία στα οικονομικά των δυο κοινοτήτων. Βεβαίως η οικονομική ισχύς της ε/κ κοινότητας ήταν δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με της τ/κ κοινότητας και στα χρόνια της αγγλοκρατίας αλλά μετά το 1960 τα στοιχεία δείχνουν περαιτέρω οικονομική ισχυροποίηση του ε/κ στοιχείου που έγινε πιο εξωστρεφές καθώς αποκτούσε νέες δραστηριότητες λόγω της γεωγραφικής θέση του νησιού και της στήριξης που απολάμβανε από την κεντρική εξουσία η οποία είχε περάσει ουσιαστικά στα χέρια της ε/κ ηγεσίας. Αυτό ίσως εξηγεί σε κάποιο βαθμό και την τάση ανεξαρτητοποίησης της μακαριακής ηγεσίας από την Αθήνα. Από την άλλη, η τ/κ κοινότητα, λόγω του αποκλεισμού εντός των θυλάκων, ένιωθε την ανάγκη να προσεγγίσει ακόμη περισσότερο την Άγκυρα και, κατά κάποιο τρόπο, να «τουρκοποιηθεί» ακόμη περισσότερο.

Λίγους μήνες μετά την νίκη του Μακάριου στις προεδρικές εκλογές, τον Ιούνιο του 1968 ξεκίνησε μια νέα σειρά διαπραγματεύσεων μεταξύ των ηγεσιών των δυο κοινοτήτων. Επικεφαλής της τ/κ πλευράς ήταν ο Ραούφ Ντενκτάς (ο οποίος είχε σταδιακά εκτοπίσει τον Κουτσιούκ μετά το 1960 και κυρίως μετά τα γεγονότα του 1963-64) και επικεφαλής της ε/κ πλευράς ήταν ο Γλαύκος Κληρίδης.

Ραούφ Ντενκτάς

Ο Ραούφ Ντενκτάς γεννήθηκε στην Πάφο στις 27 Ιανουαρίου 1924 σε φτωχή αγροτική οικογένεια. Χάρη στην εξυπνάδα του και την επιμονή του κατάφερε να μορφωθεί και να πάρει το πτυχίο Νομικής το 1947 ασκώντας στη συνέχεια τη δικηγορία στη Λευκωσία. Ταυτοχρόνως άρχισε και την πολιτική του σταδιοδρομία. Από το 1949 μέχρι το 1958 ήταν διορισμένος από τους Άγγλους ως δικηγόρος του στέμματος (εισαγγελέας). Από τη θέση πέτυχε την καταδίκη πολλών αγωνιστών της ΕΟΚΑ (μεταξύ αυτών και το Καραολή).

Πολιτικά ανήκε στους εξτρεμιστές τ/κ εθνικιστές και συνεργαζόταν τόσο με την Βολκάν/ΤΜΤ όσο και με τους Βρετανούς προπαγανδίζοντας την διχοτόμηση και την επέμβαση του τουρκικού κράτους αν και αρχικά, την περίοδο 1959-60 ήταν επικεφαλής της τ/κ αντιπροσωπείας στην επιτροπή για τη σύνταξη του κυπριακού Συντάγματος. Το 1960 εξελέγη πρόεδρος της τουρκικής Κοινοτικής Συνέλευσης και μέχρι την αποχώρηση των τ/κ από τα όργανα της κυβέρνησης (1963) κατάφερε να αναδειχτεί στην ηγεσία των αμφισβητιών του τ/κ αντιπροέδρου Φαζίλ Κουτσιούκ. Στις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963 ο Ντενκτάς έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο. Για τον ρόλο του αυτό κηρύχθηκε ανεπίσημο πρόσωπο στην Κύπρο και κατέφυγε στην Τουρκία.

Προσπάθησε να επανέλθει κρυφά στην Κύπρο τον Οκτώβριο του 1967 και συνελήφθη, αφέθηκε ελεύθερος να επιστρέψει στην Τουρκία και τελικά του επιτράπηκε να επιστρέψει στο νησί τον Αυγούστου του 1968. Από τότε πήρε μέρος ως επικεφαλής της τ/κ αντιπροσωπείας στις διακοινοτικές συνομιλίες 1968-74 φροντίζοντας πάντα να ελέγχει την τ/κ κοινότητα η οποία βρισκόταν αυτοεγκλωβισμένη στους τ/κ θύλακες των πόλεων (πλην της Κερύνειας) και σε αγροτικές περιοχές όπου πλειοψηφούσαν οι τ/κ.

Μετά την τουρκική εισβολή ήταν για πολλά χρόνια ο ουσιαστικός ηγέτης των τ/κ και πρώτος πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου (1983). Αποσύρθηκε από την πολιτική το 2005 και πέθανε τον Ιανουάριο του 2012.

Η πρώτη φάση των συνομιλιών άρχισε στις 24 Ιουνίου 1968 υπό την προεδρία του Ειδικού Αντιπροσώπου του Γ.Γ. του ΟΗΕ Οζόριο Ταφάλ. Η δεύτερη φάση άρχισε στις 29 Αυγούστου 1968 και από τότε ήταν που άρχισαν να συζητούνται ουσιαστικά οι διαφορές. Στο μεσοδιάστημα μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης φάσης των συνομιλιών ο Μακάριος είχε δηλώσει (10 Ιανουαρίου 1969) πως ήταν μόνο συγκρατημένα αισιόδοξος για την έκβαση των συνομιλιών καθώς τα τ/κ αιτήματα ισοδυναμούσαν με προτάσεις για δημιουργία κράτους εν κράτει πράγμα που απέρριπτε η ε/κ πλευρά.

Μετά την έναρξη της τρίτης φάσης των συνομιλιών, στις 3 Φεβρουαρίου 1969 ανακοινώθηκε η πρώτη συμφωνία για διορισμό υποεπιτροπών για το Νομοθετικό και τους «ημικρατικούς Οργανισμούς». Η τρίτη φάση ολοκληρώθηκε στις 18 Αυγούστου 1970. Το 1972 (και ενώ το 1971 είχαν γίνει αποδεκτά από την τ/κ πλευρά τα «13 σημεία» που είχαν οδηγήσει στις ταραχές του 1963-64) οι συνομιλίες διευρύνθηκαν με τη συμμετοχή ειδικών εμπειρογνωμόνων από την Ελλάδα και την Τουρκία και συνεχίστηκαν μέχρι την άνοιξη του 1974.

Από την αρχή σχεδόν των συνομιλιών είχε φανεί ότι η αναμέτρηση θα γινόταν στο θέμα της τοπικής αυτοδιοίκησης μέσα από το οποίο η τ/κ πλευρά προσπαθούσε να υλοποιήσει την στρατηγική της διχοτόμησης. Για τον λόγο αυτό πρότεινε τη δημιουργία εθνικά ομογενών ομάδων χωριών που καθεμιά ομάδα θα αποτελούσε μια χωριστή τοπική διοίκηση. Αυτές οι χωριστές διοικήσεις θα αποτελούσαν την Κεντρική Αρχή Τοπικής Διοίκησης, τα εκτελεστικά όργανα της οποίας θα ήταν αυτόνομα και οι εξουσίες τους θα περιγράφονταν στο Σύνταγμα. Αυτή η δομή όμως θα εξασθενούσε την κεντρική εξουσία καθώς οι δυο κοινοτικές αυτοδιοικήσεις θα αποκτούσαν ισχυρές παράλληλες εξουσίες (νομοθετική, εκτελεστική, οικονομική, αστυνομική και δικαστική). Γι’ αυτό και η ε/κ πλευρά ήταν απορριπτική απέναντι σε κάθε λύση που θα έθιγε την ενότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης αλλά η Αθήνα, στην προσπάθεια της να φανεί αρεστή στην αμερικανική πλευρά, πίεζε τους ε/κ να αποδεχτούν τις προτάσεις των τ/κ. Η πίεση αυτή είχε σαν αποτέλεσμα την αποδοχή από πλευράς των ε/κ στην παραχώρηση τοπικής διοίκησης πρώτου βαθμού και στη συνέχεια δεύτερου βαθμού στους τ/κ μέσω της θέσπισης των περιφερειακών συμβουλίων. Όμως οι τ/κ επέμεναν στον γεωγραφικό διαχωρισμό βάση εθνολογικών κριτηρίων ώστε αργότερα να γίνει εφικτή η δημιουργία μιας ομοσπονδιακής δημοκρατίας. Επέμεναν τέλος στη διατήρηση ουσιαστικών εξουσιών από μέρους του Αντιπροέδρου, στη σύσταση τριών αστυνομικών σωμάτων (ενός κεντρικού και δύο των επιμέρους τοπικών διοικήσεων), στη δημιουργία δικοινοτικού στρατού (από ένα ξεχωριστό τάγμα τ/κ και δύο τάγματα ε/κ), στην ίδρυση δύο χωριστών μονάδων τηλεόρασης και ραδιοφώνου κλπ.

 

Γλαύκος Κληρίδης - Ραούφ Ντενκτας! Διακοινοτικές συνομιλίες 1968 – 1974

 

 

Η.1 Τα διάφορα μπλοκ παίρνουν θέσεις για την τελική αναμέτρηση

Ενώ συνεχίζονταν οι διακοινοτικές συνομιλίες οι διάφοροι παράγοντες του κυπριακού αναδιάτασσαν τις δυνάμεις τους.

Η Άγκυρα είχε σχηματίσει την πεποίθηση ότι είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για την διχοτόμηση είτε με την μορφή ομοσπονδοποίησης είτε μετά από στρατιωτική εισβολή. Απλώς έπρεπε να βρεθεί η κατάλληλη αφορμή ώστε να μην ακυρωθεί η προσπάθεια της όπως και το 1967 με την αμερικανική παρέμβαση. Φυσικά είχε την σύμφωνη γνώμη των τ/κ εθνικιστών.

Η χούντα Παπαδόπουλου πίεζε τον Μακάριο να προσαρμοστεί στις ΝΑΤΟϊκές απαιτήσεις. Για τον σκοπό αυτόν χρησιμοποιούσε ως μοχλό πίεσης τις ελληνικές και ε/κ στρατιωτικές δυνάμεις και την αστυνομία της Κύπρου που από καιρό ελέγχονταν είτε από ελλαδίτες αξιωματικούς που πρακτόρευαν την πολιτική της χούντας είτε από ενωτικούς ε/κ που συνεργάζονταν για τους δικούς τους λόγους με την χούντα. Για τον Μακάριο όμως, όπως φαίνεται και από τις επιστολές που αντάλλαξε με την ελληνική κυβέρνηση, την ευθύνη για τους ε/κ και εν γένει για την Κύπρο έπρεπε να έχει η Λευκωσία και όχι η Αθήνα η οποία εξάλλου είχε κάνει φανερό ότι αδυνατούσε να υπερασπιστεί στρατιωτικά την Κύπρο λόγω των υποχρεώσεών της προς το ΝΑΤΟ. Το αποκορύφωμα της σύγκρουσης Μακαρίου-χούντας ήταν η απόπειρα δολοφονίας του Μακάριου στις 8 Μαρτίου 1970 η οποία ήταν για όλους καθαρό πως είχε οργανωθεί από μερίδα της χούντας των Αθηνών και στην οποία ήταν αναμεμιγμένος και ο Γεωρκάτζης (λίγες μέρες μετά την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας ο Γεωρκάτζης βρέθηκε νεκρός). Λίγο μετά, τον Ιούνιο του ίδιου έτους, ο Παπαδόπουλος συνέχιζε να απειλεί τον Μακάριο με την λήψη «οσωνδήποτε πικρών μέτρων» χρειαστεί, εάν δεν υποχωρούσε σε διάφορα θέματα: «Ἡ παρουσία ἐντός τοῦ ὑπουργικοῦ συμβουλίου Τουρκοκυπρίου ὑπουργοῦ ἁρμοδίου διά τά θέματα Τοπικῆς Διοικήσεως ἐν τῷ συνόλῳ τῶν ... ὑπογραμμίζει τήν ἑνότητα τοῦ Κράτους. Ἡ μοναδική αὐτή παραχώρησις -διότι οὐδεμία ἂλλη οὐσιαστικοῦ περιεχομένου ζητεῖται ἀπό τουρκοκυπριακῆς πλευρᾶς- ἀντισταθμίζεται πλουσίως διά τῶν μέχρι τοῦδε προτάσεων τοῦ κ. Ντενκτάς, προτάσεων ἱκανοποιουσῶν μεταξύ ἂλλων καί τό σύνολον σχεδόν τῶν εἰς τά “13 σημεῖα” αἰτημάτων Σας καί ἐπιτρεπουσῶν ἀπρόσκοπτον λειτουργίαν τοῦ κρατικοῦ μηχανισμοῦ...» (Α. Παυλίδη, Μακάριος - Ιστορικά Ντοκουμέντα, σελ. 390 - 391).

Συνειδητοποιώντας την ανάγκη ενός έμπιστου ένοπλου σώματος ο Μακάριος ίδρυσε το «Εφεδρικό Σώμα».

 

Η απόπειρα δολοφονίας του Μακαρίου





 

Μάριος Θρασυβούλου: "Ο Μακάριος ενδιαφερόταν μόνο για την σταθερότητα της εξουσίας του"



 

 

Το Εφεδρικό Σώμα

Το Εφεδρικό Σώμα ήταν μια επίλεκτη μονάδα που ιδρύθηκε τον Μάρτιο του 1973 με σκοπό να αντιμετωπίσει αφενός την βία της ΕΟΚΑ Β' (βομβιστικές επιθέσεις, επιθέσεις εναντίον αστυνομικών σταθμών της υπαίθρου, δολοφονίες και τρομοκρατικές ενέργειες εναντίον κατοίκων της υπαίθρου βλ. Η1.α) και αφετέρου να υπερασπιστεί την κυβέρνηση αφού τα εντεταλμένα όργανα (Εθνική Φρουρά και Αστυνομία) είχαν διαβρωθεί και ελέγχονταν σε μεγάλο βαθμό από την χούντα των Αθηνών και την ΕΟΚΑ Β'. Μέλη του «Εφεδρικού» ήταν αποκλειστικά φιλομακαριακοί που είχαν επιλεγεί ύστερα από προσεκτική εξέταση.

Αν και τυπικά αποτελούσε τμήμα της Αστυνομίας, στην πραγματικότητα ήταν ανεξάρτητη μονάδα με σκληρή στρατιωτική εκπαίδευση. Η αρχική του δύναμη ήταν 670 άνδρες που ανήλθαν τελικά στους 1.000. Το «Εφεδρικό» εξοπλίστηκε με όπλα από την Τσεχοσλοβακία που φυλάσσονταν στο υπόγειο της Αρχιεπισκοπής. Ανέλαβε τη φρούρηση των πιθανών στόχων, τη φρούρηση του ίδιου του προέδρου (σε συνεργασία με την προεδρική φρουρά) και άλλων αξιωματούχων του κράτους, αλλά και την εκστρατεία για τη διάλυση της ΕΟΚΑ Β'. Πραγματικά το σώμα αυτό μπόρεσε, σε σύντομο σχετικά διάστημα, να ανακαλύψει κρησφύγετα και καταζητούμενους και να διαλύσει την ΕΟΚΑ Β'.

Το Εφεδρικό Σώμα διαλύθηκε κατά το πραξικόπημα του 1974, αν και πολλά μέλη του προσέφεραν κάθε δυνατή υπηρεσία κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής που ακολούθησε.

 

"Τα άλογα είναι στο στάβλο" (Το Εφεδρικό και η ΕΟΚΑ Β΄)



 

Η1.α Η επανεμφάνιση του Γρίβα

Από τον Αύγουστο του 1971 κυκλοφορούσαν φήμες για επαναδραστηριοποίηση του Γρίβα στο κυπριακό. Πράγματι, ο Γρίβας επανήλθε στην Κύπρο οργανώνοντας μια νέα ένοπλη οργάνωση την ΕΟΚΑ Β΄ με σκοπό να πραγματοποιήσει της Ένωση. Η οργάνωση αυτή ήταν ανοιχτά αντιμακαριακή και επιδόθηκε σε βίαιες και ένοπλες ενέργειες εναντίον της κυβέρνησης. Υποστήριξη βρήκε όχι μόνο από παλιούς αγωνιστές της ΕΟΚΑ αλλά και σε ενωτικούς Ελλαδίτες που ζούσαν στην Κύπρο, κυρίως σε στρατιωτικούς που διοικούσαν την ΕΛΔΥΚ και την Εθνοφρουρά. Σε αντίβαρο ο Μακάριος ίδρυσε το «Εφεδρικό Σώμα». Η χούντα του Παπαδόπουλου, μέσα από ανακοινώσεις της, καταδίκασε τις πρακτικές της ΕΟΚΑ Β΄ αλλά έκανε σαφές στον Μακάριο πως τις αποφάσεις για το Κυπριακό θα της έπαιρνε η Αθήνα (ακριβέστερα η Αθήνα θα είχε τον τελευταίο λόγο).

Ο Γρίβας πέθανε στις 27.1.74 στη Λεμεσό αλλά η ΕΟΚΑ Β΄ έπαψε εντελώς την ύπαρξη της το 1978.

 

ΕΟΚΑ Β΄ Πραξικόπημα – Εισβολή



 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΟΚΑ Β'




 

 

Η2. Η τελική λύση

Ο Μακάριος απέκτησε φήμη για τον τρόπο με τον οποίο κατάφερνε να εκμεταλλεύεται τις αντιθέσεις ανάμεσα στην Δύση και την ΕΣΣΔ, την Ελλάδα και την Τουρκία. Παρότι ξεκίνησε από φανατικός ενωτικός στην πορεία μετατοπίστηκε προς την θέση της ανεξαρτησίας ερχόμενος σε σύγκρουση ακόμη και με την ελληνική πλευρά όταν αυτή προσπαθούσε –για τους δικούς της, ΝΑΤΟϊκούς λόγους- να τον σπρώξει σε συμβιβαστικές λύσεις με τον τ/κ εθνικισμό. Η ελληνική κυρίαρχη τάξη, μέσω των πολιτικών της εκπροσώπων, πίεζε τον Μακάριο σε ένα δεύτερο συμβιβασμό μετά τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου: την αποδοχή εκ μέρους του κάποιας παραλλαγής του σχεδίου Άτσεσον. Αν αυτή ήταν μια βολική λύση για το ελληνικό κατεστημένο, για την ε/κ κυρίαρχη τάξη και τον Μακάριο σήμαινε ότι θα έπρεπε να μοιραστούν το πολιτικό και οικονομικό μονοπώλιο που είχαν αποκτήσει μετά το 1960 με την τ/κ ελίτ υπό την εγγύηση της Τουρκίας. Η ανάληψη της εξουσίας από την χούντα του Παπαδόπουλου έκανε πιο πιεστική την Αθήνα απέναντι στον Μακάριο αλλά και τον Μακάριο πιο αποφασισμένο να διατηρήσει τα “κεκτημένα” της ε/κ πλευράς. Τον Σεπτέμβριο του 1968, σε συνομιλίες με την ελληνική κυβέρνηση, ο Μακάριος ήταν καθαρός:

«Ημείς, θέλομεν να αποφύγωμεν ό,τι είναι χωριστικόν. Πιθανώς συντομώτατα να φθάσωμεν εις συμφωνίαν ή εις αδιέξοδον. Πάντως από μια κακήν λύσιν προτιμώ την σημερινήν κατάστασιν, εφόσον βεβαίως θα διατηρηθεί η ειρήνη. Έχομεν ήδη μια καθαρώς ελληνική κυβέρνησιν εις την Νήσον. Οι Τούρκοι [τ/κ] δεν μετέχουν της κυβερνήσεως. Δια τούτο φρονώ, ότι δεν πρέπει να σπεύσωμεν»

Μέχρι το 1973 ο Μακάριος κατάφερνε να επιβιώνει ακροβατώντας. Η αλλαγή ηγεσίας στην χούντα των Αθηνών τον Νοέμβριο του 1973 ήταν ο καταλύτης των εξελίξεων. Ο αμερικανικός παράγοντας πίεζε για επίλυση του κυπριακού εντός της Συμμαχίας με εκατέρωθεν παραχωρήσεις (η κατάσταση στην Μ. Ανατολή γινόταν όλο και πιο επικίνδυνη για τα Δυτικά συμφέροντα), οι δυο κυπριακοί εθνικισμοί αρνούνταν να υποχωρήσουν από τις θέσεις τους, η Άγκυρα ήταν αποφασισμένη να μην κάνει πίσω όπως τις προηγούμενες φορές, η ΕΟΚΑ Β΄ γινόταν έρμαιο στα χέρια των Αθηνών εναντίον του Μακαρίου για να συνδράμει στην εξόντωση του. Ο Ιωαννίδης και οι συν αυτώ με τους πράκτορες τους στην Κύπρο (στην Εθνοφρουρά, στην ΕΛΔΥΚ και η ΕΟΚΑ Β΄) αποφάσισαν να δώσουν την τελική λύση: ένα πραξικόπημα που θα έφερνε στην Κυπριακή Προεδρία ένα πιστό στην Αθήνα άτομο μέσω του οποίου θα μπορούσε να επέλθει μια συμφωνία με την Τουρκία στη βάση του σχεδίου Άτσεσον.

Η τελευταία κίνηση του Μακάριου ήταν να ζητήσει την αποχώρηση των ελλαδιτών αξιωματικών από την Εθνοφρουρά και την στελέχωση της με αξιωματικούς της επιλογής της κυπριακής κυβέρνησης. Η χούντα του Ιωαννίδη, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις (διότι ο Ιωαννίδης δεν μίλησε ποτέ), νομίζοντας πως είχε την κάλυψη των ΗΠΑ για μια περιορισμένη τουρκική επέμβαση, απάντησε με το πραξικόπημα της Εθνοφρουράς και η Τουρκία με την δική της εισβολή. Τον εξαπάτησαν οι σύμμαχοι του; Άλλαξαν τα δεδομένα της συμφωνίας που φαίνεται πως είχε γίνει; Υπήρξε δάκτυλος που τον έσπρωξε στο πραξικόπημα για να έρθει ο Καραμανλής (όπως λένε κάποιοι υποστηρικτές του Ιωαννίδη); Το θέμα είναι πως η στρατιωτική οργάνωση της χούντας αποδείχτηκε ένα τεράστιο φιάσκο που την οδήγησε σε ελάχιστο χρόνο στην κατάρρευση όντας ταυτοχρόνως απομονωμένη από τον ελληνικό λαό μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου που είχαν προηγηθεί οκτώ μήνες νωρίτερα. Και φυσικά μετά την τουρκική εισβολή και η διχοτόμηση. Ίσως μόνο ο «άνθρωπος στον οποίο έχει εμπιστοσύνη ο Δημήτρης Ιωαννίδης» τον οποίο επικαλείται ο Παπαχελάς να ξέρει την αλήθεια…

 

«Ένας άνθρωπος που ξέρω, ένας άνθρωπος στον οποίο έχει εμπιστοσύνη ο Δημήτρης Ιωαννίδης, του μίλησε μια μέρα στο κελί στον Κορυδαλλό όπου βρίσκεται. Ο Ιωαννίδης του είπε ότι αν οι Έλληνες ήξεραν τι πραγματικά γνώριζε εκείνος, εάν ήξεραν τι πραγματικά συνέβη, θα γινόντουσαν κομμουνιστές, θα ήθελαν η Ελλάδα να φύγει από το Δυτικό στρατόπεδο» (14:33-15:14)

Ο Δημήτριος Ιωαννίδης και το παρασκήνιο της μεταπολίτευσης


 

Η ηγεσία της ΕΟΚΑ Β στην Κύπρο γνώριζε για το πραξικόπημα τις 15ης Ιουλίου 1974



Οι σφαγές αμάχων από την ΕΟΚΑ Β



 

Η δράση των μυστικών υπηρεσιών στην Κύπρο


 

1960 – 1974: Αποκαλύψεις από τον Διονύση Μαλά


 

Σωτήρης Ριζάς: Το Κυπριακό, από την κρίση ως την τραγωδία (1963-1974)


 

Κύπρος 1974: Δημήτρης Καρακώστας (Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ του Ιωαννίδη) για το πραξικόπημα και την Τουρκική εισβολή


 

ΑΝΑΛΥΣΗ του πραξικοπήματος και της Τουρκικής εισβολής!


 

1960 - 1974 Η Χούντα και η Άγκυρα διαμοίρασαν την Κύπρο


 

1974 - 50 Χρόνια, 50 Ερωτήματα - Α' Μέρος


 

1974 - 50 Χρόνια, 50 Ερωτήματα - Β' Μέρος


 

Η Κύπρος και η επιστράτευση της σαγιονάρας


 

Από την ΕΟΚΑ Β στο σήμερα. Δρ. Γιάννος Χαραλαμπίδης



Υστερόγραφο: προφανώς όσα γράφονται δεν διεκδικούν την απόλυτη αλήθεια για τα γεγονότα και την ερμηνεία τους. Προσπαθούν όμως να φωτίσουν την πορεία προς το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή αναδεικνύοντας και πτυχές που η μία ή η άλλη πλευρά προσπαθούν να συγκαλύψουν ή να καλλωπίσουν. Σε αυτά τα πλαίσια παρουσιάζεται και μια σειρά από βίντεο με απόψεις της μιας ή της άλλης πλευράς. Σίγουρα πολλά από όσα έγιναν στα παρασκήνια δεν έχουν γίνει ακόμη γνωστά και πρέπει να περιμένουμε χρόνια για να προκύψει μια ολοκληρωμένη εικόνα της σκληρής Ιστορίας της νεότερης Κύπρου…

Το κυπριακό μέχρι το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή (μέρος 6ο/6)

  >Συνέχεια από το προηγούμενο   Σύνοψη Στον ελληνόφωνο χριστιανικό πληθυσμό της Κύπρου (τους μετέπειτα ελληνοκύπριους) άρχισε να ζ...