Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2023

ΚΜ200 και παραλλαγές

 

Με αφορμή το ξαναδιάβασμα του βιβλίου Τεχνικής Ανάλυσης του Ι. Σιάτρα «Το απόλυτο σύστημα συναλλαγών», το οποίο μελετά εκτεταμένα και αναλυτικά την απόδοση συστημάτων συναλλαγών που στηρίζονται στον αριθμητικό ΚΜ 200 ημερών (ΚΜ200), -βιβλίο το οποίο συστήνω ανεπιφύλακτα σε όποιον θέλει να κατανοήσει πως λειτουργούν και ποια πλεονεκτήματα/μειονεκτήματα έχουν τα τασικά συστήματα συναλλαγών στα χρηματιστήρια- είπα να κάνω μια συνοπτική παρουσίαση μερικών στατιστικών στοιχείων κάποιων δικών μου παραλλαγών στο κλασσικό σύστημα του ΚΜ200 στον ΓΔ του ΧΑΑ.

Αρχικώς να σημειώσουμε ότι

α) αγοράζουμε τον ΓΔ στο κλείσιμο της επόμενης ημέρας από την ημέρα που δίνεται το αγοραστικό σήμα. Ομοίως, πουλάμε τον ΓΔ στο κλείσιμο της επόμενης ημέρας από την ημέρα που δίνεται το πωλητικό σήμα.

β) το αρχικό μας κεφάλαιο θεωρείται ότι είναι 291€, όση και η τιμή του ΓΔ στις 26/7/1988 ημέρα έναρξης της μελέτης.

γ) δεν έχει συνυπολογιστεί ο πληθωρισμός αλλά και τα μερίσματα που έχουν δοθεί.

--ο--

 

Σύστημα 1. Αγοράζουμε και πουλάμε τον ΓΔ με βάση τα σήματα που δίνει με τον ΚΜ200


Σχήμα 1. Εξέλιξη κεφαλαίου με το Σύστημα 1 στο χρονικό διάστημα 26/7/88 μέχρι τις 13/12/2023

Παρατηρήσεις:

- Έχει τεράστια σημασία ο παράγοντας προμήθειες. Το συμπέρασμα αυτό ισχύει για όλα τα συστήματα και πολύ περισσότερα αυτά που δίνουν συχνές αγοραπωλησίες

- Το Σύστημα 1 υποαποδίδει του ΓΔ μέχρι το 1999. Εκείνο που του δίνει την δυνατότητα να ξεπεράσει τον ΓΔ είναι οι… πτώσεις του ΓΔ!

 

Σύστημα 1α. Συμπληρώνουμε το Σύστημα 1 με ένα σύστημα βραχυπρόθεσμων συναλλαγών (βραχ) (βλέπε [1])  


Σχήμα 2. Εξέλιξη κεφαλαίου με το Σύστημα 1α στο χρονικό διάστημα 26/7/88 μέχρι τις 13/12/2023

Παρατηρήσεις:

- Το Σύστημα 1α υποαποδίδει του ΓΔ μέχρι το 1999. Όμως μετά το 1999 αρχίζει να υπεραποδίδει του ΓΔ ακόμη και την περίοδο 2003-2007 οπότε έχουμε και ράλλυ του ΓΔ. 

 

Σύστημα 2. Αγοράζουμε όταν ο εκθετικός ΚΜ 5 ημερών (ΕΚΜ5) ξεπερνά τον ΚΜ200(-1) ο οποίος δεν είναι ο κλασσικός ΚΜ αλλά υπολογίζεται ως ΚΜ των προηγούμενων 200 ημερών χωρίς να υπολογίζεται η τιμή του ΓΔ της τελευταίας ημέρας (συμβολίζουμε ως ΕΚΜ5/ΚΜ200(-1))   


Σχήμα 3. Εξέλιξη κεφαλαίου με το Σύστημα 2 στο χρονικό διάστημα 26/7/88 μέχρι τις 13/12/2023

Παρατηρήσεις:

- Το Σύστημα 2 έχει βελτιωμένη συμπεριφορά σε σχέση με το Σύστημα 1. Εντούτοις οι υψηλές προμήθειες 1+1% (1% στην είσοδο και 1% στην έξοδο) δεν επιτρέπουν στο κεφάλαιο να αυξηθεί για την περίοδο μετά το 2007.  

 

Σύστημα 2α. Συμπληρώνουμε το Σύστημα 2 με το σύστημα βραχυπρόθεσμων συναλλαγών (συμβολίζουμε ως ΕΚΜ5/ΚΜ200(-1) + βραχ)   

Σχήμα 4. Εξέλιξη κεφαλαίου με το Σύστημα 2α στο χρονικό διάστημα 26/7/88 μέχρι τις 13/12/2023

Παρατηρήσεις:

- Το Σύστημα 2α έχει βελτιωμένη συμπεριφορά σε σχέση με όλα τα προηγούμενα. Το κεφάλαιο αυξάνει την περίοδο μετά το 2007 συνεχώς ακόμη και όταν οι προμήθειες είναι 0,5+0,5% πράγμα που εξασφαλίζει ότι ακόμη και αν κάποιος είχε τοποθετηθεί στον ΓΔ σε κάποιο τοπικό υψηλό μετά από λίγο καιρό όχι μόνο θα είχε καλύψει τις απώλειες αλλά και θα είχε αυξήσει το κεφάλαιο του.  

Σύγκριση των τεσσάρων Συστημάτων με τριών επιπέδων προμήθειες

Η τιμή του αρχικού κεφαλαίου των 291€ (26/7/88) στις 13/12/23

 

Προμήθειες

Πράξεις

Σύστημα

0+0%

0,5+0,5%

1+1%

1

8530

4464

2328

88

35849

16839

7880

92

2

11746

7406

4658

53

44041

23795

12816

67

Σημ.: η τελευταία πράξη δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη με πωλητικό σήμα (το αγοραστικό της σήμα δόθηκε στις 25/10/2023)

Πίνακας 1

 

Σύστημα

Προμήθειες

Κεφάλαιο

Απόδοση

26/7/1988

13/12/2023

1

1+1%

291

2328

700%

1

0,5+0,5%

291

4464

1434%

2

1+1%

291

4658

1501%

2

0,5+0,5%

291

7406

2445%

1α

1+1%

291

7880

2608%

1

0+0%

291

8530

2831%

2

0+0%

291

11746

3936%

2α

1+1%

291

12816

4304%

1α

0,5+0,5%

291

16839

5687%

2α

0,5+0,5%

291

23795

8077%

1α

0+0%

291

35849

12219%

2α

0+0%

291

44041

15034%

Πίνακας 2

 

Σύγκριση των τεσσάρων Συστημάτων με προμήθειες 0,5+0,5%

Επειδή είναι αδύνατον να βρεθεί χρηματιστηριακή εταιρεία που δεν θα παίρνει προμήθειες ας δούμε διαγραμματικά την εξέλιξη αρχικού κεφαλαίου 291€ με τα τέσσερα Συστήματα που περιγράφτηκαν και με προμήθειες 0,5+0,5%

Σχήμα 5. Εξέλιξη κεφαλαίου με τα τέσσερα Συστήματα και προμήθειες 0,5+0,5% στο χρονικό διάστημα 26/7/88 μέχρι τις 13/12/2023

-ο-

Στατιστικά κερδών/ζημιών του Συστήματος 2α με προμήθειες  0,5+0,5%

Στον Πίνακα που ακολουθεί σημειώνουμε τις ημερομηνίες των πωλητικών σημάτων του Συστήματος 2α με προμήθειες  0,5+0,5% καθώς αυτό το σύστημα αφενός είναι το πιο αποδοτικό και αφετέρου οι προμήθειες του είναι δυνατόν να βρεθούν σε κάποιες χρηματιστηριακές.

Στην 3η στήλη («Συσ 2α») σημειώνεται η τιμή του κεφαλαίου κατά την ημέρα πώλησης ενώ στην 2η στήλη σημειώνεται για σύγκριση η τιμή του κεφαλαίου του Συστήματος 1 την ίδια ημέρα.

Στην 4η στήλη («Απόδοση πράξης») φαίνεται η απόδοση της συγκεκριμένης πράξης (αγοραπωλησίας).

Επειδή υπάρχουν περιπτώσεις που υπάρχουν διαδοχικές κερδοφόρες ή ζημιογόνες πράξεις (και ο αριθμός των συνεχόμενων ζημιογόνων πράξεων έχει μεγάλη σημασία στην αξιολόγηση των συστημάτων συναλλαγών) ομαδοποιούμε τις πράξεις σε κερδοφόρους/ζημιογόνους κύκλους. Στις στήλες 5 και 6 καταγράφουμε τον αριθμό των πράξεων εντός του τρέχοντος κύκλου ενώ στην 7η στήλη καταγράφουμε την απόδοση του κύκλου. 

Ημερομηνία πώλησης

Συσ 1

Συσ 2α

Απόδοση πράξης

Αριθμός πράξεων εντός κύκλου

Απόδοση κύκλου

5/10/1988

291

291

 

 

 

 

16/11/1988

279

280

-4,0%

1

 

-4,0%

2/10/1990

1091

1086

288,5%

 

1

288,5%

12/12/1990

828

1031

-5,1%

 

 

 

2/5/1991

786

979

-5,0%

 

 

 

20/3/1992

710

884

-9,7%

 

 

 

27/4/1993

671

831

-6,0%

4

 

-23,5%

31/3/1994

926

1116

34,3%

 

1

34,3%

16/5/1994

879

1065

-4,6%

 

 

 

11/1/1995

802

1026

-3,7%

2

 

-8,1%

4/10/1995

859

1094

6,6%

 

1

6,6%

8/11/1995

850

1057

-3,4%

 

 

 

13/12/1995

772

1030

-2,6%

 

 

 

4/1/1996

757

1010

-1,9%

3

 

-7,6%

10/4/1996

781

1038

2,7%

 

1

2,7%

10/9/1996

739

1008

-2,8%

 

 

 

18/10/1996

724

988

-2,0%

2

 

-4,7%

26/8/1997

1196

1624

64,3%

 

1

64,3%

4/11/1997

1232

1560

-3,9%

 

 

 

12/12/1997

1013

1510

-3,2%

2

 

-7,0%

31/8/1998

1330

1973

30,6%

 

 

 

9/12/1999

2645

4511

128,7%

 

 

 

23/3/2004

2920

5587

23,8%

 

 

 

11/5/2004

3109

5603

0,3%

 

4

207,5%

23/7/2004

2932

5315

-5,1%

 

 

 

2/8/2004

2844

5155

-3,0%

2

 

-8,0%

6/5/2005

3368

6073

17,8%

 

 

 

20/10/2005

3841

6791

11,8%

 

 

 

17/5/2006

4728

8116

19,5%

 

3

57,4%

31/8/2006

4114

8017

-1,2%

1

 

-1,2%

6/3/2007

4663

9042

12,8%

 

 

 

13/6/2007

5096

9469

4,7%

 

 

 

23/11/2007

5050

9715

2,6%

 

3

21,2%

14/1/2008

4918

9223

-5,1%

1

 

-5,1%

30/10/2009

5691

10618

15,1%

 

1

15,1%

4/4/2011

4334

9858

-7,2%

1

 

-7,2%

13/3/2013

6181

13992

41,9%

 

 

 

18/6/2013

5831

14084

0,7%

 

2

42,9%

21/8/2013

5136

13613

-3,3%

1

 

-3,3%

23/12/2013

6051

15958

17,2%

 

 

 

9/4/2014

7039

16855

5,6%

 

2

23,8%

10/7/2014

5496

16042

-4,8%

 

 

 

15/6/2016

4975

14521

-9,5%

 

 

 

27/6/2016

4161

12146

-16,4%

 

 

 

9/9/2016

4011

11708

-3,6%

4

 

-30,5%

7/9/2017

5447

15874

35,6%

 

1

35,6%

25/10/2017

4927

15219

-4,1%

 

 

 

10/11/2017

4716

14567

-4,3%

2

 

-8,2%

23/3/2018

4779

14761

1,3%

 

1

1,3%

12/4/2018

4712

14556

-1,4%

 

 

 

15/5/2018

4650

14290

-1,8%

2

 

-3,2%

12/8/2019

5413

16914

18,4%

 

1

18,4%

4/10/2019

5369

16329

-3,5%

 

 

 

13/11/2019

5672

16079

-1,5%

2

 

-4,9%

4/2/2020

5971

16377

1,9%

 

 

 

2/7/2021

6896

20794

27,0%

 

2

29,3%

27/9/2021

6809

20718

-0,4%

 

 

 

26/11/2021

6680

19811

-4,4%

 

 

 

16/12/2021

6646

19385

-2,2%

 

 

 

21/12/2021

6494

18941

-2,3%

 

 

 

31/12/2021

6473

18881

-0,3%

 

 

 

1/3/2022

6247

18128

-4,0%

 

 

 

6/5/2022

5787

17164

-5,3%

 

 

 

30/8/2022

5488

16278

-5,2%

 

 

 

4/11/2022

5411

16049

-1,4%

9

 

-22,8%

21/8/2023

7872

23233

44,8%

 

1

44,8%

4/9/2023

7762

22143

-4,7%

1

 

-4,7%

Πίνακας 3

Σχήμα 6. Ποσοστά αποδόσεων των πράξεων του Συστήματος 2α με προμήθειες 0,5+0,5% (η τελευταία πράξη που ξεκίνησε με αγοραστικό σήμα στις 25/10/2023 δεν συμπεριλαμβάνεται αφού δεν έχει ολοκληρωθεί με πώληση). Οι δυο μπάρες με αποδόσεις 288,5% και 128,7% έχουν “κουρευτεί” για να φαίνονται καλύτερα οι υπόλοιπες αποδόσεις  

Αποδόσεις ανά κύκλο

Ημερομηνία πώλησης

Συσ 1

Συσ 2α

Αριθμός πράξεων εντός κύκλου

Απόδοση κύκλου

5/10/1988

291

291

 

 

 

16/11/1988

279

280

1

 

-4,0%

2/10/1990

1091

1086

 

1

288,5%

27/4/1993

671

831

4

 

-23,5%

31/3/1994

926

1116

 

1

34,3%

11/1/1995

802

1026

2

 

-8,1%

4/10/1995

859

1094

 

1

6,6%

4/1/1996

757

1010

3

 

-7,6%

10/4/1996

781

1038

 

1

2,7%

18/10/1996

724

988

2

 

-4,7%

26/8/1997

1196

1624

 

1

64,3%

12/12/1997

1013

1510

2

 

-7,0%

11/5/2004

3109

5603

 

4

207,5%

2/8/2004

2844

5155

2

 

-8,0%

17/5/2006

4728

8116

 

3

57,4%

31/8/2006

4114

8017

1

 

-1,2%

23/11/2007

5050

9715

 

3

21,2%

14/1/2008

4918

9223

1

 

-5,1%

30/10/2009

5691

10618

 

1

15,1%

4/4/2011

4334

9858

1

 

-7,2%

18/6/2013

5831

14084

 

2

42,9%

21/8/2013

5136

13613

1

 

-3,3%

9/4/2014

7039

16855

 

2

23,8%

9/9/2016

4011

11708

4

 

-30,5%

7/9/2017

5447

15874

 

1

35,6%

10/11/2017

4716

14567

2

 

-8,2%

23/3/2018

4779

14761

 

1

1,3%

15/5/2018

4650

14290

2

 

-3,2%

12/8/2019

5413

16914

 

1

18,4%

13/11/2019

5672

16079

2

 

-4,9%

2/7/2021

6896

20794

 

2

29,3%

4/11/2022

5411

16049

9

 

-22,8%

21/8/2023

7872

23233

 

1

44,8%

4/9/2023

7762

22143

1

 

-4,7%

Πίνακας 4

 

Σχήμα 7. Αποδόσεις ανά κύκλο

 

Ζημιογόνες και κερδοφόρες πράξεις, ομαδοποίηση και στατιστικά

Ζημιογόνες

Κερδοφόρες

Πράξεις

από

έως

Πράξεις

από

έως

9

0

-2%

9

0

10%

14

-2%

-4%

7

10%

20%

7

-4%

-5%

7

20%

50%

9

-5%

-10%

1

64,30%

1

-16,40%

1

128,70%

 

 

 

1

288,50%

 

 

 

 

 

 

Σύνολο πράξεων

 

40

 

 

26

μ.ο. ζημιών/κερδών

 

-4,1%

 

 

31,8%

άθροισμα ζημιών/κερδών

 

-163,6%

 

 

858,5%

Πίνακας 5

 

[1] Το σύστημα βραχυπρόθεσμων συναλλαγών (βραχ) αγοράζει τον ΓΔ όταν αυτός ξεπερνά έναν βραχυπρόθεσμο ΚΜ υψηλών (εφόσον ισχύουν και κάποιες ακόμη προϋποθέσεις) και πουλά τον ΓΔ όταν αυτός πέφτει κάτω από έναν βραχυπρόθεσμο ΚΜ χαμηλών (εφόσον ισχύουν και κάποιες ακόμη προϋποθέσεις).

Τα “υβριδικά” Συστήματα 1α και 2α λειτουργούν ως εξής: τα σήματα αγοράς των μεσομακροπρόθεσμων Συστημάτων 1 και 2 δεν ισχύουν εφόσον δεν έχει δώσει αγοραστικό σήμα το (βραχ) σύστημα. Βγαίνουμε από την αγορά όταν δώσει πωλητικό σήμα το (βραχ) ακόμη και αν δεν έχουν δώσει πωλητικά σήματα τα Συστήματα 1 και 2. Επαναγοράζουμε όταν δώσει αγοραστικό σήμα το (βραχ) και εφόσον δεν έχουν δώσει πωλητικά σήματα τα Συστήματα 1 και 2. Αν τα Συστήματα έχουν εν τω μεταξύ δώσει πωλητικά σήματα δεν επαναγοράζουμε με το (βραχ). 


Και γιατί να να μην αγοράζουμε/πουλάμε με το βραχυπρόθεσμο σύστημα (αφού βελτιώνει τόσο σημαντικά τα μεσοπρόθεσμα), θα έλεγε κανείς; Διότι, λόγω των πολλών σημάτων (άρα του μεγάλου κόστους προμηθειών) και των μεγάλων βυθίσεων κεφαλαίου γίνεται τελικά ασύμφορο. 


Σχήμα 8. Βραχυπρόθεσμο σύστημα vs Σύστημα 2α 0,5+0,5%

 

Τα «κλεμμένα»

Δείκτες κέρδους

Σύνθετα σωρευτικά κέρδη: Είναι το κυριότερο κριτήριο αξιολόγησης. Προκύπτουν με ανατοκισμό (και όχι απλή άθροιση) των επιμέρους κερδών κάθε πράξης. […]

Ευστοχία: Είναι ο λόγος των κερδοφόρων προς συνολικές συναλλαγές. Ικανοποιητική ευστοχία θεωρούμε την άνω του 60%.

Ελπίδα κέρδους ανά πράξη ή απλώς ελπίδα: Είναι τα κέρδη ανά πράξη εκφραζόμενα σαν τον λόγο συνολικών αθροιστικών κερδών προς συνολικό αριθμό πράξεων. Ικανοποιητική ελπίδα θεωρούμε για τα βραχυχρόνια συστήματα την άνω του +3%, για τα μεσοχρόνια την άνω του 6% και για τα μακροχρόνια την άνω του 20%. […]

Δείκτες κινδύνου

Μέγιστος ιστορικός αριθμός συνεχόμενων ζημιογόνων πράξεων: Ικανοποιητικά χαμηλό κίνδυνο έχει ένα σύστημα αν αυτός ο αριθμός είναι ίσος ή μικρότερος του 3.

Μέγιστη ιστορική βύθιση κλεισμένων θέσεων: Είναι η μέγιστη σωρευτική πτώση στην αποτίμηση του κεφαλαίου μετά από συνεχόμενες πραγματοποιηθείσες ζημιογόνες πράξεις […] Για παράδειγμα αν ο επενδυτής στη χειρότερη περίπτωση εντός του εξετασθέντος διαστήματος υπέστη τρεις συνεχείς ζημιές ύψους –10%, -5% και –5%, τότε η μέγιστη βύθιση κλεισμένων θέσεων ήταν 0,90x0,95x0,95=18,80% (μπορεί βέβαια στο ενδιάμεσο να είχε σημειώσει μεγαλύτερη «μέγιστη βύθιση ανοικτών θέσεων» πχ –25% επί του αρχικού κεφαλαίου του λόγω κάποιας περιστασιακής καταβύθισης των τιμών).

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2023

Ισχυρό το αποτύπωμα της κρίσης χρέους στις αμοιβές των εργαζoμένων στην Ελλάδα

 

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι και λίγο πριν τα τέλη της δεκαετίας του 2000, η Ελλάδα βίωσε μια περίοδο αλματώδους οικονομικής μεγέθυνσης η οποία όμως, όπως αποδείχθηκε με αφορμή την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό σε σαθρά θεμέλια (υψηλά ελλείμματα στο δημοσιονομικό και στο εξωτερικό ισοζύγιο, υψηλός δανεισμός, μειωμένη ανταγωνιστικότητα) και ήταν μη βιώσιμη. Έκτοτε, η ελληνική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με αλλεπάλληλες κρίσεις (ελληνική κρίση χρέους, πανδημία COVID-19, ενεργειακή κρίση) οι οποίες δημιουργούν εμπόδια και προκλήσεις στην επιστροφή της σε ένα μονοπάτι ισόρροπης μεγέθυνσης.

Στο παρόν τεύχος του δελτίου 7 Ημέρες Οικονομία αναλύουμε την επίπτωση των κρίσεων αυτών στις αμοιβές των εργαζομένων στη χώρα μας, τόσο διαχρονικά όσο και σε σχέση με τις αντίστοιχες των εταίρων μας στην Ευρωζώνη και παρέχουμε προτάσεις πολιτικής για την επίτευξη σύγκλισης των πραγματικών μισθών.

Για το υπολογισμό των στοιχείων για τους μισθούς στην Ελλάδα χρησιμοποιούμε τα αναθεωρημένα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών, όπως κοινοποιήθηκαν στη Eurostat (από την όποια αντλούμε τα στοιχεία και για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες) από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) στις 18 Οκτωβρίου 2023.[1] Το 2022, ο μέσος ετήσιος μικτός μισθός[2] ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα ανήλθε στα €16,0 χιλ., σημειώνοντας αύξηση 3,8% σε σχέση με το 2021 (€15,4 χιλ.) και 6,6% σε σχέση με το προ-πανδημίας επίπεδό του (2019: €15,0 χιλ.). Υπολειπόταν όμως ακόμα κατά 23,9% του ιστορικού υψηλού που είχε καταγραφεί το 2009 (€21,0 χιλ.), έτος κατά το όποιο άρχισε να εκτυλίσσεται η κρίση χρέους (Σχήμα 1(α)).

Στη σχετική κατάταξη, η Ελλάδα βρισκόταν στην 24η θέση μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27), με τον μέσο ετήσιο μισθό στην τελευταία να ανέρχεται στα €32,3 χιλ. Μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης (ΕΖ-20), όπου ό μέσος μισθός ήταν στα €35,2 χιλ., η Ελλάδα βρισκόταν στην τελευταία θέση.[3]

Η σύγκριση ονομαστικών μισθών τόσο διαχρονικά όσο και μεταξύ διαφορετικών χωρών μπορεί να είναι παραπλανητική. Για να έχει νόημα μια τέτοια άσκηση, θα πρέπει ληφθεί υπόψη η εξέλιξη του επιπέδου των τιμών στην πρώτη περίπτωση και οι διαφορές στο κόστος διαβίωσης στη δεύτερη.

Προσαρμόζοντας τη διαχρονική εξέλιξη του μέσου ονομαστικού μισθού στην Ελλάδα στις μεταβολές του μέσου σταθμισμένου επιπέδου των τιμών, όπως προσεγγίζεται βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) της ΕΛΣΤΑΤ, τα συμπεράσματά μας δεν μεταβάλλονται σημαντικά. Αντιθέτως, όπως απεικονίζεται στο Σχήμα 1(β), καθίσταται ακόμα πιο έκδηλη η συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών κατά τα πρώτα χρόνια της κρίσης χρέους, κατά τα οποία ο πληθωρισμός παρέμενε θετικός παρά την πτώση των εισοδημάτων. Η μετά-κρίσης ανάκαμψη των πραγματικών μισθών κορυφώθηκε το 2021 (στο 68,4% του επιπέδου του 2009) και αντιστράφηκε το 2022 με την πτώση των πραγματικών μισθών κατά 5,1% λόγω του υψηλού ρυθμού αύξησης του επιπέδου των τιμών (ΕνΔΤΚ:+9,3%).[4] Το πρώτο εξάμηνο του 2023, ο μέσος πραγματικός μισθός ήταν αυξημένος κατά 1,4% σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2022 (+6,6% σε ονοματικούς όρους).[5]


Το Σχήμα 2 παρουσιάζει την εξέλιξη του πραγματικού μέσου μισθού στην Ελλάδα σε σχέση με τον αντίστοιχο της ΕΖ-20, εστιάζοντας σε χώρες του ευρωπαϊκού Νότου οι οποίες βρίσκονταν σε παρόμοιο επίπεδο με αυτό της Ελλάδας 20 χρόνια πριν. Η σύγκριση γίνεται με την προσαρμογή των ονομαστικών μισθών σε ισοδύναμα αγοραστικής δύναμης βάσει της πραγματικής κατανάλωσης των νοικοκυριών. Παρατηρούμε ότι το 2000, η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα βρισκόταν στο 70% περίπου του αντίστοιχου της ΕΖ-20 και το 2006 είχε ανέλθει στο 87,2%. Το 2009, έτος κατά το όποιο άρχισε να εκδηλώνεται η κρίση χρέους, βρισκόταν στο 86,4%, προτού μειωθεί απότομα τα χρόνια που ακολούθησαν. Έκτοτε, και ειδικότερα από το 2018 και έπειτα, βρίσκεται σε ήπια υποχώρηση (με εξαίρεση το 2020 κατά το οποίο σημείωσε οριακή άνοδο) ενώ αποκλίνει και από τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου με χαρακτηριστικά συγκρίσιμα με αυτά της Ελλάδας. Το 2022, αντιπροσώπευε το 56,9% του μέσου μισθού στην ΕΖ-20 και ήταν η χαμηλότερη στο μπλοκ.


Καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση της αμοιβής κάθε συντελεστή παραγωγής –εν προκειμένω, των πραγματικών μισθών– σ’ ένα μονοπάτι ισόρροπης ανάπτυξης, δηλαδή στον πιο μακροχρόνιο ορίζοντα είναι, ή θα έπρεπε να είναι, η παραγωγικότητα του συντελεστή αυτού –εν προκειμένω, της εργασίας. Αν και η αύξηση των πραγματικών μισθών έπεται της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, τυχόν μακροχρόνια υστέρηση του ρυθμού αύξησης των πρώτων από το ρυθμό αύξησης της δεύτερής συνιστά ένδειξη προβλημάτων στη δομή και τη λειτουργία της αγοράς εργασίας (π.χ. αναποτελεσματική διάρθρωση, στρεβλή ρύθμιση, υψηλό μη-μισθολογικό κόστος) και των αγορών αγαθών και προϊόντων (π.χ. ανεπαρκής λειτουργία του ανταγωνισμού). Από την άλλη, αυξήσεις στους μισθούς που υπερβαίνουν συστηματικά την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, οι οποίες συχνά είναι αποτέλεσμα εξωγενών παρεμβάσεων, παράγουν πληθωρισμό, διαβρώνουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και αποδεικνύονται μη διατηρήσιμες.

Όπως φαίνεται στο Σχήμα 3, τόσο η παραγωγικότητα της εργασίας όσο και οι πραγματικοί μισθοί σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες σημείωσαν αξιοσημείωτη άνοδο το πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000. Με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση η παραγωγικότητα υπέστη ισχυρό πλήγμα, συμπαρασέρνοντας και τους πραγματικούς μισθούς. Ενώ όμως στην ΕΖ-20, ανέκαμψε σταδιακά τα μετέπειτα χρόνια, με τους μισθούς να ακολουθούν, στην Ελλάδα που βρισκόταν στην περιδίνηση της δεκαετούς κρίσης χρέους, με υποεπένδυση και έξοδο εργατικού δυναμικού υψηλής παραγωγικότητας, υπέστη κατάρρευση: το 2019 η παραγωγικότητα της εργασίας σε όρους ΑΕΠ ανά απασχολούμενο[6] ήταν χαμηλότερη κατά 18,3% σε σχέση με το 2009, ενώ στην ΕΖ-20 είχε αυξηθεί κατά 7,9%. Μετά τo πλήγμα λόγω της πανδημίας COVID-19, η παραγωγικότητα στη χώρα μας ανέκαμψε, αλλά οι πραγματικοί μισθοί, ελέω της προαναφερθείσας (αναμενόμενης) υστέρησης αλλά και της πληθωριστικής διαταραχής, δεν ακολούθησαν: η παραγωγικότητα της εργασίας το 2022 ήταν αυξημένη κατά 2,6%, ενώ οι πραγματικοί μισθοί ήταν μειωμένοι 1,8% σε σχέση με το 2019. Παρόμοια ήταν και η εικόνα στην ΕΖ-20 (+0,6% και -2,5% αντίστοιχα).


Όπως είναι προφανές, το χαμηλό επίπεδο των ονομαστικών μισθών στην Ελλάδα, όπως και η αύξησή τους με ρυθμό μικρότερο από αυτόν των εταίρων μας με αντίστοιχα επίπεδα μισθών (όπως οι χώρες της Νότιας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης[7]), έχουν αρνητικές συνέπειες για τους εργαζόμενους. Συνεπάγονται όμως άμεσα οφέλη τόσο για τις επιχειρήσεις, όσο και για την οικονομία εν γένει: μειώνουν το σχετικό μοναδιαίο κόστος της εργασίας στη χώρα μας, ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, δίνοντας ώθηση στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών και καθιστούν την Ελλάδα έναν συγκριτικά πιο ελκυστικό προορισμό για ξένες επενδύσεις φυσικού κεφαλαίου. Μεσοπρόθεσμα όμως οι αρνητικές συνέπειες μπορεί να υπερβαίνουν τις θετικές: οδηγούν στην έξοδο εργατικού δυναμικού υψηλών δεξιοτήτων αποτρέποντας την καινοτομία και καθυστερώντας την ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών και μεθόδων στην παραγωγική διαδικασία, στρέφουν την οικονομία στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών χαμηλής προστιθέμενης αξίας, προσελκύουν κεφάλαια με βραχύτερο επενδυτικό ορίζοντα και πιο ευκαιριακό χαρακτήρα και ωθούν σταδιακά την οικονομία μας εγγύτερα στην κατηγορία των «οικονομιών χαμηλής παραγωγικότητας/χαμηλού κόστους», στην όποια η Ελλάδα δεν διαθέτει (και δεν θα ήταν σκόπιμο να αποπειραθεί να αποκτήσει) συγκριτικό πλεονέκτημα. Μακροπρόθεσμα, η οικονομία εγκλωβίζεται σε έναν φαύλο κύκλο χαμηλής παραγωγικότητας, χαμηλών αμoιβών και χαμηλού επιπέδου διαβίωσης και καθίσταται πιο ευάλωτη στις διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου αλλά και σε εξωτερικές διαταραχές.

Ενδεικτική είναι εξάλλου η παρατήρηση ότι οι μισθοί στην Ελλάδα αποτελούσαν μόλις το 27% του ΑΕΠ το 2022 (Σχήμα 4), το δεύτερο μικρότερο ποσοστό στην ΕΕ-27 και την ΕΖ-20 μετά από αυτό της Ιρλανδίας (μιας οικονομίας με πολύ ιδιαίτερη δομή λόγω της έντονης παρουσίας πολυεθνικών και υπεράκτιων εταιριών των οποίων οι μητρικές εταιρίες εδρεύουν εκτός της χώρας). Αντίθετα, το εισόδημα από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας και ελεύθερων επαγγελμάτων αποτελούσε το 52,2% του ΑΕΠ, έχοντας αναλογικά την τρίτη μεγαλύτερη συμμετοχή μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27 (37,2%) και τη δεύτερη μεγαλύτερη μεταξύ των χωρών της ΕΖ-20 (37,4%).

Μια αναδρομή στα ιστορικά στοιχεία καταδεικνύει ότι, σε αντίθεση με την εξέλιξη του απόλυτου επιπέδου των μισθών, η αναλογία τους προς το ΑΕΠ βρισκόταν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα στην Ελλάδα τουλάχιστον τα τελευταία 30 χρόνια και δη ακόμα χαμηλότερα από το τρέχον πριν τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Αυτό μπορεί να ερμηνευτεί εν μέρει από τη διάρθρωση της απασχόλησης στη χώρα μας, με τους αυτοαπασχολούμενους και τους ιδιοκτήτες ατομικών επιχειρήσεων να αποτελούν παραδοσιακά πολύ μεγαλύτερο μερίδιο της συνολικής απασχόλησης σε σχέση με άλλες χώρες (27,6% το 2022, το υψηλότερο στην ΕΖ-20 και την ΕΕ-27 όπου το αντίστοιχο ποσοστό ήταν περίπου 14%). Ακόμα όμως και αν ο δείκτης των εργαζόμενων με εξαρτημένη σχέση εργασίας ως ποσοστό της απασχόλησης στην Ελλάδα (στο 72,6% το 2022) αυξανόταν σε επίπεδο αντίστοιχο με αυτά της ΕΕ-27 και της ΕΖ-20 (~86%), η συμμετοχή των μισθών στο ΑΕΠ δεν θα ξεπερνούσε το 33%, δηλαδή η μισή περίπου από την παρούσα απόκλιση μεταξύ Ελλάδας και ΕΕ-27/ΕΖ-20 θα παρέμενε.[8] Η παρατήρηση αυτή αποτελεί επομένως μια ισχυρή ένδειξη ότι το φαινόμενο αυτό είναι μάλλον απόρροια βαθύτερων δομικών χαρακτηριστικών του ελληνικού οικονομικού μοντέλου και όχι επακόλουθο της κρίσης χρέους της περασμένης δεκαετίας, ούτε αποκλειστικά άμεση συνέπεια της διάρθρωσης της απασχόλησης.

Διαπιστώνουμε συνεπώς ότι η αύξηση των πραγματικών μισθών έγκειται στην αύξηση της παραγωγικότητας και την αντιμετώπιση των χρόνιων διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας, για τα οποία απαιτείται χρόνος και προσπάθεια. Οι ασκούντες τη δημοσιονομική πολιτική μπορούν όμως να λάβουν μέτρα και δράσεις έτσι ώστε να αντιμετωπίσουν βραχυχρόνια κάποιες από τις συνέπειες αυτών των αδυναμιών, όπως για παράδειγμα ο εξορθολογισμός του φορολογικού συστήματος, το οποίο, όπως έχουμε καταδείξει σε προηγούμενες αναλύσεις μας, μετακυλύει δυσανάλογο φορολογικό βάρος στους μισθωτούς.[9] Επιπλέον, η μη τιμαριθμοποίηση των φορολογικών κλιμακίων του εισοδήματος φυσικών προσώπων αυξάνει αυτόματα το φορολογικό βάρος των εργαζόμενων –των οποίων το πραγματικό μικτό εισόδημα έχει ήδη υποστεί μείωση, όπως δείξαμε παραπάνω– καθώς σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού, οι αυξήσεις στους μισθούς τείνουν να υπολείπονται αυτών του επιπέδου των τιμών.[10]

Μοναδική είναι και η ευκαιρία που παρουσιάζεται χάρη στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που έχουν κατανεμηθεί σε δράσεις όπως η αναβάθμιση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού, η ψηφιοποίηση των επιχειρήσεων, ο εκσυγχρονισμός του αγροτικού τομέα και η λεγόμενή 4η βιομηχανική επανάσταση. Είναι πολύ σημαντικό αυτές οι δράσεις να υλοποιηθούν ουσιαστικά, με γνώμονα την ενίσχυση της παραγωγικότητας και τη δημιουργία βάσεων για ανάπτυξη αυτών των τομέων και όχι απλώς διεκπεραιωτικά, με γνώμονα την απορρόφηση των πόρων αυτή καθαυτή και την τυπική επίτευξη των σχετικών οροσήμων και στόχων.

Μεσοπρόθεσμα, καθοριστικό ρόλο για την ενίσχυση των πραγματικών μισθών μπορεί να επιτελέσει η υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων σε τομείς υψηλής οικονομικής πολυπλοκότητας και υψηλής προστιθέμενης αξίας. Σημαντικός καταλύτης για αυτό θα είναι ο εκσυγχρονισμός, η απλοποίηση και η επιτάχυνση του συστήματος απονομής Δικαιοσύνης, το οποίο –μαζί με τη γραφειοκρατία– αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη τροχοπέδη στην προσέλκυση ξένων (αλλά και την κινητοποίηση εγχώριων) επενδυτικών κεφαλαίων με μακροπρόθεσμο ορίζοντα στην Ελλάδα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι παρόλο που η ανεργία παραμένει σε διψήφια ποσοστά (11,2% κατά μέσο όρο το πρώτο οχτάμηνο του 2023, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ), αναφέρεται από επιχειρήσεις σημαντική και συστηματική δυσκολία εξεύρεσης προσωπικού για ένα μεγάλο εύρος ειδικοτήτων.[11] Παράλληλα, πολλοί απόφοιτοι ΑΕΙ είναι άνεργοι ενώ –παρά τη μείωση του ρυθμού εξόδου εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού από τη χώρα– το καθαρό μεταναστευτικό ισοζύγιο παραμένει αρνητικό.[12] Εξίσου σημαντική είναι η ενίσχυση της διασύνδεσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την εγχώρια αγορά εργασίας ̇ μια διαδικασία που ιδανικά πρέπει να είναι αμφίδρομη, με την υιοθέτηση και αξιοποίηση της αντίστοιχης τεχνογνωσίας από τις επιχειρήσεις όπου αυτό μπορεί να είναι αποδοτικό. Απώτερος σκοπός των παραπάνω πρέπει να είναι η στροφή της οικονομίας προς κλάδους υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, όπως οι νέες τεχνολογίες, αλλά και ποιοτική αναβάθμιση των παρεχόμενων προϊόντων και υπηρεσιών κλάδων στους οποίους η χώρα μας έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, όπως οι μεταφορές και ο εφοδιασμός (logistics), ο τουρισμός και η αγροδιατροφή.[13] Δεδομένης της δομής του ελληνικού επιχειρηματικού χάρτη, η ενίσχυση αυτής της διαδικασίας τόσο νομοθετικά όσο και σε επίπεδο πρωτοβουλιών και κινήτρων από κρατικούς φορείς είναι απαραίτητη για την επιτυχία αυτού του εγχειρήματος.

Τέλος, μακροχρόνια, η διατήρηση των μισθών σε υψηλά επίπεδα επιβάλλει απρόσκοπτη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, μακρόπνοο σχεδιασμό και συνεπή οικονομική και δημοσιονομική πολιτική, τα οποία με τη σειρά τους προϋποθέτουν την επίτευξη ευρύτερων συναινέσεων: οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, η επίτευξη διατηρήσιμης ανάπτυξης και η σύγκλιση των πραγματικών εισοδημάτων και του επιπέδου ζωής με αυτό της ευρωζώνης θα είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί.


 

 



 

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

1 Σύμφωνα με την προσέγγιση εισοδήματος, το ΑΕΠ προκύπτει ως συνισταμένη των εισοδημάτων των εργαζόμενων, των επιχειρηματιών / ελεύθερων επαγγελματιών και της κυβέρνησης. Βάσει της επίσημης ταξινόμησης σύμφωνα με τη μεθοδολογία ESA2010 που χρησιμοποιείται από τις στατιστικές υπηρεσίες της ΕΕ και των κρατών–μελών της, οι τρεις αυτές συνιστώσες είναι: (α) οι αμοιβές της εξαρτημένης εργασίας (που με τη σειρά τους αναλύονται περεταίρω σε μισθούς/ημερομίσθια και σε κοινωνικές εργοδοτικές εισφορές), (β) το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα και τα μικτά εισοδήματα (δηλαδή το εισόδημα των συμμετεχόντων/μετόχων των εταιριών και των ελεύθερων επαγγελματιών/αυτοαπασχολούμενων/ιδιοκτητών ατομικών επιχειρήσεων αντίστοιχα, μετά την πληρωμή αμοιβών εξαρτημένης εργασίας και φόρων) και οι (γ) φόροι επί της παραγωγής και των εισαγωγών μείον τις επιδοτήσεις.

2 Στο παρόν δελτίο, χάριν συνοπτικότητας, ο όρος «μισθός» χρησιμοποιείται με την ευρεία έννοια και περιλαμβάνει κάθε φύσης αμοιβές, χρηματικές ή σε είδος, για την παροχή εξαρτημένης εργασίας, μετά την αφαίρεση των εισφορών και φόρων του εργοδότη. Παραδείγματα αποτελούν οι αποδοχές για μισθωτή εργασία στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα (μισθοί, ωρομίσθια, ημερομίσθια, λοιπές παροχές), τα μπόνους, οι αμοιβές για συμμετοχή σε συμβούλια, κλπ. Αντίστοιχα, ίσως με κάποια κατάχρηση, ο όρος «εργαζόμενοι» αναφέρεται στους ως άνω απασχολούμενους με εξαρτημένη σχέση εργασίας και όχι στο σύνολο της απασχόλησης, η οποία περιλαμβάνει επιπλέον τους ασκούντες επιχειρηματική δραστηριότητα και τους ελεύθερους επαγγελματίες.

3 Οι μέσες τιμές που αναφέρονται επηρεάζονται αναλογικά περισσότερο από αυτές των μεγάλων οικονομιών υψηλού εισοδήματος, όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ολλανδία. Οι αντίστοιχες διάμεσες τιμές, οι οποίες εν δυνάμει επηρεάζονται εξίσου απ’ όλες τις χώρες, ήταν €27,7 χιλ. για την ΕΕ-27 και €28,6 χιλ. για την ΕΖ-20 το 2022.

4 Ο ΟΟΣΑ, χρησιμοποιώντας διαφορετική μεθοδολογία, υπολογίζει την πτώση των πραγματικών μισθών στην Ελλάδα το 2022 στο 7,4% (OECD, “Taxing Wages 2023,” διαθέσιμο στο https://www.oecd.org/tax/taxingwages-20725124.htm).

5 Αντιθέτως, σε σχέση με το μέσο επίπεδο του 2022 ο πραγματικός μέσος μισθός το 1ο εξάμηνο του 2023 ήταν μειωμένος κατά 3% (αμετάβλητος σε ονομαστικούς όρους). Αυτό είναι πολύ πιθανό να οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην εποχικότητα, καθώς το μερίδιο του ελληνικού ετήσιου ΑΕΠ που καταγράφεται το 2ο εξάμηνο είναι κατά περίπου 8%–9% μεγαλύτερο από αντίστοιχο του 1ου εξαμήνου.

6 Συμπεριλαμβάνει και ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους.

7 Ενδεικτικοί ρυθμοί αύξησης των ονομαστικών μισθών σε σχέση με τα προ-πανδημίας επίπεδα (2022 έναντι 2019): Βουλγαρία 36,9%, Κροατία 18,5%, Ρουμανία 13,1%, Πορτογαλία 12,3%, Ισπανία 10,0%, Ιταλία 7,1%, Μάλτα 6,7%, Ελλάδα 6,6%, Κύπρος 4,8%.

8 Το ποσοστό αυτό (33%) αποτελεί ένα άνω όριο: Η απλή, αναλογική προσέγγιση μας υπερεκτιμά τη συμβολή των αυτοαπασχολούμενων και ατομικών επιχειρήσεων στο ΑΕΠ καθώς λαμβάνει υπόψη και τη συμβολή των εταιριών (ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα), κατά βάση μεσαίων και μεγάλων.

9 Eurobank Research Focus Notes, «Εκτιμήσεις του μεγέθους της παραοικονομίας στην Ελλάδα και προτάσεις πολιτικής», Ιούλιος 2023, διαθέσιμο στο https://www.eurobank.gr/el/omilos/oikonomikes-analuseis/elliniki-oikonomia/shadow-economy-in-greece-and-policy-proposals.

10 Η αναπροσαρμογή των φορολογικών κλιμακίων βάσει του πληθωρισμού δεν απαιτεί μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος αυτού καθαυτού ̇ σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες αυτό γίνεται αυτόματα (π.χ. Σκανδιναβικές χώρες), ενώ ακόμα και χώρες στις οποίες κάτι τέτοιο δεν ισχύει αποφάσισαν λόγω συγκυρίας να αναπροσαρμόσουν τα κλιμάκια τους ή να εισαγάγουν ισοδύναμες προσωρινές φοροελαφρύνσεις (π.χ. Αυστρία, Γερμανία), ίδε και την σχετική ανάλυση του οργανισμού Tax Foundation (https://taxfoundation.org/data/all/eu/income-tax-inflation-adjustments-europe/).

11 Παραδείγματα ειδικοτήτων που σύμφωνα με τους εργοδότες βρίσκονται σε έλλειψη είναι: εργάτες στον αγροτικό τομέα, ειδικευμένοι βιομηχανικοί εργάτες και εργοδηγοί, χειριστές μηχανημάτων, επαγγελματίες του τουρισμού, διαχειριστές αλυσίδων εφοδιασμού, προγραμματιστές, μηχανικοί υπολογιστών και τεχνικοί δικτύων.

12 Μια πιο λεπτομερής ανάλυση παρουσιάζεται στο τεύχος 459 του παρόντος δελτίου (διαθέσιμο στο https://www.eurobank.gr/el/omilos/oikonomikes-analuseis/elliniki-oikonomia/7-imeres-oikonomia-12-04-23).

13 Μια εμπεριστατωμένη πρόταση για ένα στρατηγικό σχέδιο αναδιάταξης των εξειδικεύσεων της ελληνικής οικονομίας παρουσιάζεται στο: Eurobank Research, Οικονομία και αγορές, «Το Αναδυόμενο Μοντέλο Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας: 5 Βασικοί Πυλώνες, Μεγάλα Επενδυτικά Έργα και η Συνεισφορά τους στο ΑΕΠ», Δεκέμβριος 2022, διαθέσιμο στο https://www.eurobank.gr/el/omilos/oikonomikes-analuseis/oikonomiki-epitheorisi/economy-and-markets-12-12-22.

 

Eurobank Research 7 ΗΜΕΡΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

30 Οκτωβρίου 2023, Τεύχος 481

 

 

Ο ιμπεριαλισμός στον Ινδο-Ειρηνικό: μια εισαγωγή (μέρος 2ο/3)

  Συνέχεια από το προηγούμενο   Ο Ινδο-Ειρηνικός και ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος Η στροφή στις σχέσεις της Ουάσιγκτον με το Πεκίνο, η οποία ...