Σάββατο 17 Απριλίου 2021

Η προεπαναστατική οθωμανική αυτοκρατορία και οι ρωμηοί της νότιας Βαλκανικής πριν γίνουν Έλληνες (μέρος Α2)

συνέχεια από το προηγούμενο... 

Η προεπαναστατική οθωμανική αυτοκρατορία (μέρος Α2)

Μορφές ιδιοκτησίας πάνω στη γη - Φορολόγηση

Στο τιμαριωτικό σύστημα η καλλιεργούμενη γη, τα χωράφια, θεωρούνταν “δημόσια” περιουσία (μιρί) με την εξής έννοια: η ιδιοκτησία άνηκε στο κράτος, όπως αυτό προσωποποιείτο στο πρόσωπο του σουλτάνου ο οποίος είχε, κατά κάποιον τρόπο, αυτό που λέμε σήμερα ψιλή κυριότητα.

Ο καλλιεργητής (“πιστός” ή “άπιστος”) δεν είχε την ιδιοκτησία της γης αλλά την κατοχή (νομή) και την επικαρπία της και μόνο για όσο χρόνο την καλλιεργούσε. Τα δικαιώματα αυτά μπορούσε να τα μεταβιβάζει στα (αρσενικά) παιδιά του μετά από την έκδοση των σχετικών τίτλων (ταπού). Επίσης μπορούσε να μεταβιβάσει τα δικαιώματα αυτά ύστερα από άδεια του τιμαριώτη. Πέρα από την υποχρέωση της πληρωμής των φόρων ο καλλιεργητής δεν μπορούσε να αφήσει ακαλλιέργητη την γη, να αλλάξει την χρήση της και να μεταναστεύσει. Ο καλλιεργητής είχε την ιδιοκτησία των εργαλείων της δουλειάς του. Όλα αυτά με την προϋπόθεση ότι συμμετείχε ταυτοχρόνως σε κάποια κοινότητα (βλ. παρακάτω).

Σε αντίθεση με το καθεστώς στην καλλιεργούμενη γη, στα σπίτια και στα λοιπά κτίσματα αναγνωριζόταν πλήρης ιδιοκτησία. Το ίδιο συνέβαινε και με τους ελαιώνες, τα αμπέλια και τους οπωρώνες (με την προϋπόθεση ότι αυτά δεν είχαν δημιουργηθεί σε γη που είχε χαρακτηριστεί πρωτύτερα ως δημόσια/μιρί). 

Φόρους πλήρωνε όλος ο ανδρικός πληθυσμός των παραγωγών (αν και υπήρχαν φοροαπαλλαγές που δίνονταν ως αντάλλαγμα για ειδικές υπηρεσίες προς το κράτος: πχ σε μεταλλωρύχους, αλατοπαραγωγούς και δερβενετζήδες). Δεν πλήρωναν φόρους οι κρατικοί λειτουργοί, δλδ οι στρατιωτικοί, οι θρησκευτικοί λειτουργοί, οι διοικητικοί και δικαστικοί αξιωματούχοι. Όλοι οι φορολογούμενοι, και όχι μόνο οι μη-μουσουλμάνοι, χαρακτηρίζονταν ως ραγιάδες (ραγιάς/reaya σήμαινε κυριολεκτικά «μέλος του κοπαδιού») και αποτελούσαν περίπου το 90% του πληθυσμού της αυτοκρατορίας.

Η φορολόγηση γινόταν ανάλογα με το επάγγελμα και το θρήσκευμα. Οι μη μουσουλμάνοι πλήρωναν επιπλέον τον κεφαλικό φόρο (cizye) ως αντάλλαγμα για την “προστασία” που τους προσέφερε το οθωμανικό κράτος. Κατά την διάρκεια της χρονιάς μπορεί να προέκυπταν και έκτακτοι φόροι.

Ο κεφαλικός φόρος και οι έκτακτοι φόροι εισπράττονταν απευθείας από το κεντρικό Ταμείο με ειδικούς απεσταλμένους φοροεισπράκτορες ενώ οι τακτικοί φόροι που προορίζονταν για το κεντρικό Ταμείο εισπράττονταν μέσω της εκμίσθωσης τους. Μέχρι τον 18ο αιώνα η εκμίσθωση γινόταν για συγκεκριμένο (μικρό) χρονικό διάστημα (εκμίσθωση με το σύστημα ιλτιζάμ): το δικαίωμα συλλογής των φόρων για απόδοση προς το κεντρικό Ταμείο δινόταν σε αυτόν που θα πλήρωνε τα περισσότερα σε δημόσια δημοπρασία. Αρχικά έδινε μια προκαταβολή και τα υπόλοιπα τα πλήρωνε σε δόσεις μετά από τις εισπράξεις των φόρων από τους φορολογούμενους. Από τον 18ο αιώνα η εκμίσθωση γίνεται πλέον ισόβια (σύστημα μαλικιανέ), πάλι ύστερα από δημοπράτηση τους και με μια μεγάλη προκαταβολή. Η αλλαγή του συστήματος της εκμίσθωσης των φόρων είναι σημαντική διότι είχε ως αποτέλεσμα να περάσει η συλλογή των φόρων στα χέρια πλουσίων αξιωματούχων και προκρίτων ισχυροποιώντας τις περιφερειακές ελίτ και τις φυγόκεντρες τάσεις τοπικών ηγεμόνων.

Στην ίδια περίοδο παρατηρείται και το φαινόμενο της δημιουργίας των τσιφλικιών είτε με την αγορά γαιών από τον σουλτάνο είτε με αγορά των δικαιωμάτων από τους καλλιεργητές τους. Φυσικά αυτές τις αγορές είχαν την δυνατότητα να τις κάνουν μόνο οι πλούσιοι (έμποροι, αξιωματούχοι, μη-μουσουλμάνοι πρόκριτοι και μουσουλμάνοι ayan) οι οποίοι μετέτρεπαν σταδιακά τους πρώην καλλιεργητές σε δουλοπάροικους.  

Οι συλλογικότητες στα πλαίσια της αυτοκρατορίας: συντεχνίες και κοινότητες

Στις πόλεις και στα χωριά οι διάφοροι επαγγελματικοί κλάδοι ήταν υποχρεωμένοι να συγκροτούνται σε συντεχνίες ανάλογα κατ’ αρχήν με το επάγγελμά και δευτερευόντως με το θρήσκευμα (όπου ο αριθμός κάθε επαγγελματικής ομάδας ήταν μεγάλος μπορούσε η κάθε συντεχνία να είναι χωρισμένη σε επιμέρους σύμφωνα και με το θρήσκευμα). Η κάθε επαγγελματική ομάδα αποτελείτο από τους μάστορες (επικεφαλής εργαστηρίων), τους κάλφες (τους τεχνίτες) και τα τσιράκια (τους μαθητευόμενους).

Η συντεχνία διοικείτο από την συνέλευση των μαστόρων η οποία αποφάσιζε για φορολογικά θέματα, για την οργάνωση της παραγωγής, για τον καταμερισμό των φόρων, για την εκλογή των αξιωματούχων της συντεχνίας και την προαγωγή των τσιρακιών σε κάλφες κ.ά.

Εκπρόσωπος της συντεχνίας και πληρεξούσιος της απέναντι στις Αρχές ήταν ο κεχαγιάς (kâhya < περσικά kadxudā).

Ταυτοχρόνως οι κάτοικοι μιας τοπικής κοινωνίας μπορούσαν να συγκροτούνται και σε κοινότητες (πχ οι κάτοικοι ενός χωριού) ανεξαρτήτως της επαγγελματικής τους ιδιότητας. Οι κοινότητες αυτές δεν είχαν επίσημη νομική αναγνώριση αλλά ατύπως είχαν ουσιαστικές λειτουργίες: έκαναν καταμερισμό των φόρων που έπρεπε να πληρώσει το σύνολο της κοινότητας, διευθετούσαν θέματα της κοινότητας που δεν χρειαζόταν να φτάσουν στον διοικητή της περιοχής και συντηρούσαν φιλανθρωπικά ιδρύματα, σχολεία και βιβλιοθήκες (όπου, και αν, υπήρχαν).

Στις κοινότητες δεν συμμετείχαν όλοι οι κάτοικοι αλλά οι αρχηγοί οικογενειών που ήταν εγγεγραμμένοι στους τοπικούς φορολογικούς καταλόγους. Κάθε κοινότητα εξέλεγε -με λιγότερο ή περισσότερο δημοκρατικό τρόπο- την ηγεσία της κοινότητας, τους προκρίτους, (αναφέρονται και ως προεστοί, δημογέροντες, πρωτόγεροι και κοτζαμπάσηδες -koca = γέροντας, μεγάλος σε ηλικία και ba = κεφαλή, πρώτος) και οι πρόκριτοι με την σειρά τους τον πληρεξούσιο εκπρόσωπο τους, τον κεχαγιά της κοινότητας.

Μέσω των προκρίτων η κοινότητα ουσιαστικά προσδενόταν στο τιμάριο και στον τιμαριώτη της περιοχής ενώ ταυτοχρόνως δημιουργούσε άτυπες τοπικές εξουσιαστικές μονάδες κυρίως μέσα από τις ισχυρότερες οικογένειες της κοινότητας. 

Η κοινότητα και οι τοπικοί οθωμανοί αξιωματούχοι έδιναν την άποψη τους στο Παλάτι για τον διορισμό των αρματολών (martolos). Οι αρματολοί ήταν ουσιαστικά κρατικοί υπάλληλοι που διορίζονταν και παύονταν από τον σουλτάνο για να αντιμετωπίζουν τους “κλέφτες”, να κατοχυρώνουν την ασφάλεια στις ορεινές και δυσπρόσιτες περιοχές και να μεταφέρουν τους φόρους από τις περιοχές αυτές προς τις πόλεις. Οι αρματολοί προέρχονταν από τις τάξεις των “απίστων”, των ρωμηών, είχαν το δικαίωμα της οπλοφορίας (η οποία ήταν απαγορευμένη για τους υπόλοιπους ρωμηούς) και αμείβονταν από τους φόρους της περιοχής στην οποία εργάζονταν. Ο θεσμός του αρματολισμού ξεκίνησε στις αρχές του 16ου αιώνα (συνολικά στα Βαλκάνια και όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο) και σταδιακά απέκτησε μεγάλη σημασία με αποτέλεσμα αφενός να αναπτύσσονται μεγάλες διαμάχες μεταξύ των υποψηφίων για κάθε αρματολίκι και αφετέρου να προσπαθούν να μονιμοποιήσουν την θέση τους με επιγαμίες τόσο μεταξύ οικογενειών αρματολών όσο και με προεστούς της περιφερείας τους.

Οι “κλέφτες” (χαϊντούκοι στη βόρεια βαλκανική και χαΐνηδες στην Κρήτη) επιβίωναν ασκώντας το… επάγγελμα της ληστείας. Ζούσαν με τις ληστείες και με τα λύτρα που έπαιρναν από τις απαγωγές και λίγη σχέση είχαν με τον Ρομπέν των δασών ή με αγωνιστές της ελευθερίας. Μάλιστα έδειχναν ιδιαίτερη προτίμηση στις ληστείες επί των ομοθρήσκων τους καθώς ληστεία επί μουσουλμάνων έφερε απηνή διωγμό τους από το οθωμανικό κράτος. Ο ευκολότερος στόχος των κλεφτών ήταν οι ταξιδιώτες και οι έμποροι που καταληστεύονταν στα ορεινά περάσματα, στα δερβένια. Μάλιστα, γι’ αυτόν τον λόγο, υπήρχαν και ειδικά σώματα φύλαξης των δερβενίων, οι δερβενετζήδες. Επίσης για την προστασία τους, πολλοί ισχυροί παράγοντες είχαν προσωπικές φρουρές από “κάπους”  δλδ έμμισθους μπράβους. Ο Θ. Κολοκοτρώνης, για πρδγμα, είχε χρηματίσει τόσο ως κλέφτης όσο και ως κάπος (των Δεληγιανναίων) πριν φύγει για τα Επτάνησα και προσληφθεί στον αγγλικό στρατό. 

Όπως σημειώνει ο  G. Finlay: «Οι Έλληνες υπέφεραν πολύ περισσότερα ή οι Τούρκοι από τους κλέφτας. Πλούσιοι προύχοντες ήσαν πλέον ανυπεράσπιστοι από τους ευπόρους αγάδες˙ και οι λησταί χρειάζονται καθημερινόν πορισμόν τροφής. Πας περιηγητής εν τη Ανατολή θα ηδύνατο ν’ αναφέρη παραδείγματα τούτου εκ της ιδίας πείρας του. Δυο παραδείγματα αρκούσι. Ο Λήκ (William Martin Leake) λέγει: “Ο ιδιοκτήτης της οικίας εν η καταλύω (εν Καλαμπάκα) προς τοις άλλοις αυτού ατυχήμασιν, εξωρύχθη τον ένα οφθαλμόν υπό των κλεφτών”. Ο κ. Δόδουελ (Edward Dodwell) λέγει: “Το κατάλυμά μας εις Λιβανάταις ήτο εις τον οικίσκο πτωχής Αλβανής, ήτις εθρήνει την απώλειαν του συζύγου της, φονευθέντος υπό των κλεφτών, οίτινες είχον κρατήσει και τον μικρόν υιό της αιχμάλωτον, αυτή δε τον εξαγόρασε με τας οικονομίας πολλών ετών”».

Εντούτοις στο πέρασμα του χρόνου έγινε συχνό το φαινόμενο κλέφτες να διεκδικούν αρματολίκια και αρματολοί που έχαναν το αρματολίκι τους να μετατρέπονται σε κλέφτες.

Η χριστιανική Εκκλησία

Mετά την Άλωση η χριστιανική Eκκλησία επιβίωσε ως ο συνεχιστής και κληρονόμος του “Bυζαντίου”. Ο ίδιος ο Μωάμεθ ο Πορθητής σε μια από τις πρώτες πράξεις του αναζήτησε και αναγόρευσε σε Πατριάρχη, αρχηγό των ορθόδοξων χριστιανών (των ρωμηών, ανεξαρτήτως γλώσσας και καταγωγής), τον ανθενωτικό Γεννάδιο Σχολάριο. Τόσο αυτός όσο και οι μεταγενέστεροι του οθωμανοί σουλτάνοι παραχώρησαν στην χριστιανική Εκκλησία μια σειρά από σημαντικά τιμάρια (δλδ περιουσία) και πολιτικά προνόμια με στόχο να ενσωματώσουν στην αυτοκρατορία τους τις πολυπληθείς χριστιανικές μάζες που έτσι και αλλιώς προστατεύονταν από το Κοράνι. Προς τούτο χρησιμοποίησαν την εκκλησιαστική ιεραρχία και τις δομές της μετατρέποντας τον Πατριάρχη αφενός σε επικεφαλή της κοινότητας των ορθοδόξων και αφετέρου σε διαμεσολαβητή μεταξύ των ρωμηών και του σουλτάνου. Ταυτοχρόνως όμως ο Πατριάρχης και η Εκκλησία αναλάμβαναν και την ευθύνη για την νομιμοφροσύνη των χριστιανών υπηκόων και γι’ αυτό η εκκλησιαστική ιεραρχία ήταν υπόλογη για κάθε είδους παρεκτροπή τους. Εγκλωβισμένη ανάμεσα στις ευθύνες της απέναντι στο οθωμανικό κράτος και στην αναγκαιότητα της προστασίας του ποιμνίου της η «αιχμάλωτη Εκκλησία» πορεύτηκε μέχρι την επανάσταση του 1821 λειτουργώντας ως στήριγμα της αυτοκρατορίας αλλά και ως προστάτης των χριστιανικών πληθυσμών συντηρώντας ένα προνεοτερικό “έθνος” χριστιανών τόσο υλικά όσο και πνευματικά. Στα πλαίσια αυτά ανέπτυξε και μια αμφιλεγόμενη -για εμάς- στάση απέναντι στον Διαφωτισμό και στα επαναστατικά κηρύγματα με αποκορύφωμα την «Διδασκαλία Πατρική» (της οποίας η πατρότητα αποδίδεται στον μετέπειτα οικουμενικό πατριάρχη Γρηγόριο E΄) που σήμερα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μνημείο υποτέλειας και δωσιλογισμού. Μεταξύ άλλων:

«Ίδετε λαμπρότατα τι οικονόμησεν ο […] πάνσοφος ημών Κύριος διά να φυλάξη και αύθις αλώβητον την αγίαν και ορθόδοξον πίστιν ημών των ευσεβών και να σώση τους πάντας· ήγειρεν εκ του μηδενός την ισχυράν αυτήν βασιλείαν των Όθωμανών αντί της των Ρωμαίων ημών βασιλείας, η οποία είχεν αρχίσει τρόπον τινά να χωλαίνει εις τα της ορθοδόξου πίστεως φρονήματα […] Κατέστησε λοιπόν εφ’ ημάς ο παντοδύναμος Κύριος αυτήν την υψηλήν βασιλείαν διά να είναι εις μεν τους Δυτικούς ωσάν ένας χαλινός, εις δε τους Ανατολικούς ημάς, πρόξενος σωτηρίας. Δια τούτον και νεύει εις την καρδίαν του βασιλέως τούτων των Οθωμανών να έχη ελεύθερα τα της πίστεως ημών των ορθοδόξων, και υπερεκπερισσού να τα διαυθεντεύη, ώστε οπού και να παιδεύη ενίοτε και τους παρεκτρεπόμενους χριστιανούς, δια να έχουν πάντοτε προ οφθαλμών του Θεού τον φόβον· η δε Εκκλησία του Χριστού έχει πάσαν την ελευθερίαν, καθώς και εκ των ομοπίστων ορθοδόξων Βασιλέων, εις το να ανοικοδομώσιν εκκλησίας…»

 

 Σχετικά:

1. Φαναριώτες, αρματολοί, Συντεχνίες, Τοπική Αυτοδιοίκηση

2. Κλέφτες, αρματολοί και κάποι

3. Αρματολισμός

4. Κλέφτες, χαϊντούκοι και ζεϊμπέκοι

5. Ανώτατη οθωμανική διοίκηση, γενίτσαροι

6. Ένοπλες μορφές αντίστασης: αρματολοί και κλέφτες 

 

  

Τα «κλεμμένα»

Ο ασιατικός τρόπος παραγωγής χαρακτηρίζεται λοιπόν από τα εξής στοιχεία:

α) Μια σχέση ιδιοκτησίας πάνω στη γη που ασκείται από την άρχουσα τάξη.

β) Μια σχέση κατοχής της γης, που παραμένει στα χέρια των εργαζομένων οι οποίοι υπόκεινται στις συγκεκριμένες σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης.

γ) Το αποφασιστικό στοιχείο όμως του ασιατικού τρόπου παραγωγής που αποτελεί και την ειδοποιό διαφορά του από όλους τους άλλους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής είναι ότι τόσο οι σχέσεις ιδιοκτησίας όσο και οι σχέσεις κατοχής οργανώνονται κοινωνικά όχι σε ατομική αλλά σε συλλογική βάση. Απουσιάζουν δηλαδή όλες οι μορφές τόσο της ατομικής ιδιοκτησίας όσο και της ατομικής κατοχής.

[…]

Η κυρίαρχη τάξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οργανώνεται, λοιπόν, στο κράτος και υφίσταται μόνο σε αναφορά με το κράτος (ασιατικός δεσποτισμός). Ο Σουλτάνος προσωποποιεί την ενότητα της κρατικής εξουσίας, αποτελεί το συνώνυμό της.

Η ιδιοκτησία της γης ανήκει στο κράτος, δηλαδή στην οργανωμένη στο κράτος άρχουσα τάξη, η οποία προσωποποιείται στον Σουλτάνο. Η κατοχή της γης δεν ανήκει στον μεμονωμένο αγρότη (δεν υφίσταται καν η νομική κατηγορία του προσώπου ή του ατόμου) αλλά στην ασιατική κοινότητα, η οποία διαμορφώνεται από τους κατοίκους ενός ή περισσότερων χωριών. Ο αγρότης κατέχει και καλλιεργεί τη γη μόνο μέσα από την ένταξή του στην κοινότητα.

[…]

Ο ασιατικός δεσποτισμός αποτελεί ένα θρησκευτικό δεσποτισμό. Ο Σουλτάνος είναι ο άμεσος εκπρόσωπος του θεού στη γη, ο πληθυσμός διαιρείται ανάλογα με τη θρησκευτική του πίστη σε πιστούς και άπιστους και εντάσσεται, σε αντιστοιχία με αυτή τη διαίρεση, στο κράτος.

Ι. Μηλιός, Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός, εκδ. Εξάντας 1988

 

Ορολογία:

Οθωμανοί: Αρχικά ο όρος προσδιόριζε τους συμμάχους και τους οπαδούς του Οσμάν του γενάρχη των οσμανληδών. Στις πηγές του 15ου-18ου αι. ο ίδιος όρος αναφέρεται στη δυναστεία ή στο κράτος ή στους κρατικούς αξιωματούχους.

Τούρκοι: Χαρακτηρίζονταν έτσι

α) από τις ελληνόγλωσσες και ευρωπαϊκές πηγές οι μουσουλμάνοι (εξ ου και το ρήμα «τουρκεύω» σήμαινε «γίνομαι μουσουλμάνος», «εξισλαμίζομαι») 

β) από τις οθωμανικές πηγές οι τουρκόφωνοι χωρικοί της Μ. Ασίας

γ) από τους τουρκόφωνους μουσουλμάνους των πόλεων οι ακαλλιέργητοι, άξεστοι χωριάτες της Μ. Ασίας και ο όρος  χρησιμοποιούτο υποτιμητικά (όπως χρησιμοποιούμε εμείς υποτιμητικά τον όρο «βλάχοι»). Οι κάτοικοι των πόλεων αυτοαποκαλούνταν απλώς μουσουλμάνοι.

Η ονομασία Τουρκία δόθηκε στην τουρκόφωνη Ανατολία από τους ευρωπαίους στην πρώτη κατάκτησή της από τους Τούρκους τον 11ο αι. Οι σύγχρονοι Τούρκοι την υιοθέτησαν ως επίσημη ονομασία της χώρας τους μόλις το 1923.

Αγάς (aga): Διοικητής Σώματος ή Υπηρεσίας (πχ δερβέν-αγας, χασεκή αγάς, αγάς των γενιτσάρων κλπ)

Αγιάν (ayan < αραβ. a‘yan=επιφανής): Οι αγιάνηδες ήταν μουσουλμάνοι τοπικοί παράγοντες με διοικητική εξουσία και μεγάλη περιουσία που αναδεικνύονται σε περιφερειακούς ηγεμόνες μετά τον 16ο αι. Ονομαστοί αγιάνηδες ήταν ο Αλή πασάς, ο Πασβάνογλου και ο Μωχάμετ Άλη της Αιγύπτου. Αντίστοιχοι τους –αλλά με μικρότερες δυνατότητες ανέλιξης και ισχύος- στους ρωμηούς ήταν οι πρόκριτοι/κοτζαμπάσηδες   

Βεζύρης (vezir=σύμβουλος): Ανώτατος τιμητικός τίτλος που δινόταν στους συμβούλους του σουλτάνου μεταξύ των οποίων και σε κυβερνήτες επαρχιών. Ο Μεγάλος Βεζύρης ήταν ένα είδος πρωθυπουργού της εποχής μας 

Γκιαούρης (gavur): Υβριστικός χαρακτηρισμός από τους μουσουλμάνους για τους μη-μουσουλμάνους, σημαίνει άπιστος (τουρκικά gavur < περσικά gäur, gäbr= πυρολάτρης)

Καδής ή ιεροδίκης (kadi): Θρησκευτικός και διοικητικός αξιωματούχος που δίκαζε και αποφάσιζε με βάση τον Ιερό νόμο. Ανήκε στους ουλεμάδες

Καπουδάν πασάς (kapudan pasha): Ο μεγάλος ναύαρχος του οθωμανικού στόλου, υπεύθυνος και για την συλλογή των φόρων από τα νησιά

Κεχαγιάς (kâhya): Εξουσιοδοτημένος υπάλληλος ως ενδιάμεσος μιας κοινότητας με το κράτος ή αναπληρωτής διαφόρων οθωμανών αξιωματούχων

Μιλέτ(ι) (millet): Σύνολο ανθρώπων που ανήκαν σε μια θρησκευτική κοινότητα. Υπήρχε το Ρουμ μιλέτ των ορθόδοξων χριστιανών, το μιλέτ των αρμενοχριστιανών, των εβραίων και των μουσουλμάνων.

Μπέης (bey): Ανώτερος διοικητικός τίτλος που θα μπορούσε να εννοηθεί ως ηγεμόνας ή άρχοντας. Ο τίτλος του μπέη δινόταν στους διοικητές των σαντζακιών (σαντζακμπέης), των εγιαλετιών (μπεηλέρμπεης/beylerbeyi=μπέης των μπέηδων ή βαλής/vali) και αυτόνομων περιοχών (βλ. Πετρό-μπεης Μαυρομιχάλης). Ο ατάμπεης ασκούσε χρέη κηδεμόνα στα παιδιά των σουλτάνων μέχρι την ενηλικίωση τους όταν αυτά διορίζονταν ως επαρχιακοί διοικητές. Από τα μέσα του 17ου αιώνα και μετά, οι μπεηλερμπέηδες –ενίοτε και οι σαντζακμπέηδες- έφεραν τους τιμητικούς τίτλους του βεζύρη και του πασά και ως τις αρχές του 18ου αιώνα είχαν δικαίωμα να παρευρίσκονται στο Αυτοκρατορικό Συμβούλιο   

Ουλεμάδες (ulema): Οι μουσουλμάνοι θρησκευτικοί λειτουργοί που ασχολούνταν με τη δικαιοσύνη και την εκπαίδευση. Σπούδαζαν στα θρησκευτικά σχολεία (medrese) και εξειδικεύονταν α) στη θεωρία και ερμηνευτική του Ιερού Νόμου για να ακολουθήσουν καριέρα μουφτή (mufti), β) στην εφαρμογή του Ιερού Νόμου ώστε να αναλάβουν δικαστικά καθήκοντα, γ) στη λατρευτική πράξη με σκοπό την απασχόλησή τους στα ισλαμικά τεμένη, δ) στη διδασκαλία του Ιερού Νόμου στα θρησκευτικά σχολεία ή ε) στην γραφειοκρατική πρακτική για να προσληφθούν ως γραφείς στην κεντρική και επαρχιακή πολιτική διοίκηση

Πασάς (paşa): Ανώτατος τιμητικός τίτλος –υποδεέστερος του βεζύρη- που απονεμόταν από τον σουλτάνο σε διοικητικούς και στρατιωτικούς αξιωματούχους    

Πρόκριτος ή κοτζάμπασης: Ο τοπικός επικεφαλής των χριστιανικών κοινοτήτων και εκπρόσωπος τους στις σχέσεις τους με την οθωμανική εξουσία  

Ραγιάς (reaya): Κυριολεκτικά σήμαινε «μέλος του κοπαδιού». Δήλωνε κάθε υπόχρεο σε καταβολή φόρου ανεξαρτήτως θρησκεύματος

Ρωμηός: Αρχικά σήμαινε όλους τους πιστούς της ορθόδοξης χριστιανικής Εκκλησίας της οθωμανικής αυτοκρατορίας ανεξαρτήτως γλώσσας και καταγωγής

Σούμπασης (subaşı): Διοικητής του σουμπασιλίκιου (subaşılık), υποδιαίρεσης του σαντζακίου με υφιστάμενό του τον τσερίμπαση (çeribaşı). ̇Και οι δύο αυτοί αξιωματούχοι προερχόμενοι από τις τάξεις των τιμαριωτών είχαν στρατιωτικά καθήκοντα που πύκνωναν γύρω από την  οργάνωση των τιμαριωτών σε περιόδους πολέμου    

Σπαχήδες (sipahi): Μεσαιωνικού τύπου στρατιωτικοί ιππείς οι οποίοι συγκροτούσαν τον κύριο όγκο του μόνιμου οθωμανικού στρατού μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα. Στους σπαχήδες παραχωρούνταν δικαιώματα επί των φόρων που συγκέντρωναν από τα τιμάρια και από τα οποία συντηρούσαν όχι μόνο τον εαυτό τους και τον πολεμικό τους εξοπλισμό αλλά και την συντήρηση  των μάχιμων  ακολούθων του  (cebeli). Συμμετείχαν υποχρεωτικά στους πολέμους της αυτοκρατορίας (στις εκστρατείες μόνο κάποιοι από αυτούς έμεναν πίσω για την ασφάλεια του συνόλου των τιμαρίων του σαντζακίου)


Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

Η προεπαναστατική οθωμανική αυτοκρατορία και οι ρωμηοί της νότιας Βαλκανικής πριν γίνουν Έλληνες (μέρος Α1)

 

Η προεπαναστατική οθωμανική αυτοκρατορία (μέρος Α1)

Με την ευκαιρία των 200 ετών από την επανάσταση του 1821 το μπλογκ αποφάσισε να συμμετάσχει στον πανηγυρικό διάλογο που έχει ξεκινήσει με κάποιες αναρτήσεις. Στην σειρά αυτή με τον παραπάνω (προκλητικό) τίτλο το πρώτο άρθρο κάνει μια εισαγωγή αναφερόμενο στα χαρακτηριστικά και τις δομές της οθωμανικής αυτοκρατορίας προσπαθώντας να υπερβεί τις συνηθισμένες εθνικιστικές πομφόλυγες οι οποίες εισήχθηκαν για να συγκροτήσουν τον εθνικό μας μύθο. Θα δούμε πως η οθωμανική αυτοκρατορία δεν ήταν απλά ένας απέραντο στρατόπεδο όπου αιμοδιψείς “μογγόλοι” έσφαζαν, έγδερναν και βασάνιζαν σε καθημερινή βάση χριστιανούς Έλληνες πίνοντας το αίμα και τον ιδρώτα τους, αλλά μια καλά οργανωμένη πολυφυλετική αυτοκρατορία ανατολικού φεουδαρχικού τύπου που για αιώνες αναπαραγόταν αποτελεσματικά μέχρι και αυτή να ολοκληρώσει τον κύκλο της και να διαλυθεί στα νεοτερικά εθνικά κράτη που την διαδέχτηκαν. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι η οθωμανική αυτοκρατορία ήταν μια πολυπολιτισμική κοινωνία με κράτος δικαίου που χάιδευε τους υπηκόους της. Ποιος όμως μπορεί να πει ότι όλοι οι κοινωνικοί σχηματισμοί δεν στηρίζονται στην κρυφή ή και στην φανερή καταστολή όταν αμφισβητούνται τα θεμέλια της; Μήπως ήταν καλύτερες από αυτήν την πλευρά οι αυτοκρατορίες των Σουμερίων, των Αιγυπτίων και των Περσών; Ήταν καλύτεροι οι αρχαίοι Αθηναίοι, ο Αλέξανδρος και οι Ρωμαίοι, το “Βυζάντιο”(και εδώ), oι δυτικές απολυταρχίες, ακόμη και οι πιο σύγχρονες δημοκρατίες;

Εισαγωγικά, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι μιλάμε για μια προνεοτερική αυτοκρατορία της οποίας οι κανόνες λειτουργίας και οι λογικές δεν μπορούν να εξηγηθούν με την δική μας οπτική. Η πρώτη διαφορά σε σχέση με αυτό που γνωρίζουμε εμείς είναι η διαφορετική διαστρωμάτωση των δυο κοινωνιών. Στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες των εθνικών κρατών η δομή είναι σχετικά απλή: στην κορυφή της πυραμίδας βρίσκεται η αστική τάξη (οι κάτοχοι των μέσων παραγωγής) και στην βάση της η εργατική τάξη. Ανάμεσα στις δυο αυτές τάξεις βρίσκονται τα ενδιάμεσα στρώματα που μέσω κοινωνικών συμμαχιών καταφέρνουν και επιβιώνουν, άλλες ευκολότερα και άλλες δυσκολότερα. Η συγκολλητική ουσία των τριών αυτών τάξεων είναι η εθνική συνείδηση: «είμαστε όλοι μας απόγονοι ενός λαμπρού έθνους, ταξιδεύουμε όλοι με το ίδιο πλοίο και είμαστε υποχρεωμένοι, παρά τις μικρο-συγκρούσεις μας, να φροντίζουμε για την καλή λειτουργία του πλοίου».

Στην οθωμανική αυτοκρατορία το σχήμα αυτό δεν υπάρχει. Επικρατούσε ένας περίεργος συνδυασμός δυο διαστρωματώσεων: μιας “οριζόντιας” και μιας “κατακόρυφης”.

Οριζοντίως οι υπήκοοι χωρίζονταν με βάση το θρήσκευμά τους σε τέσσερις κοινότητες (αργότερα σε τέσσερα μιλέτια): στους “πιστούς” μουσουλμάνους, και στους “άπιστους” ορθόδοξους χριστιανούς, εβραίους και αρμενοχριστιανούς. Επισήμως το Κοράνι απαγορεύει τον βίαιο εξισλαμισμό των χριστιανών και των εβραίων (όχι όμως και των πιστών των υπολοίπων θρησκειών) και έτσι οι “άπιστοι” μετατρέπονταν σε προστατευόμενους/ζιμήδες (zimmi) από το κράτος πληρώνοντας σε αυτό έναν επιπλέον φόρο, τον κεφαλικό φόρο. Άρνηση πληρωμής του φόρου σήμαινε πως αυτομάτως ο ζιμής έχανε την κρατική προστασία (με ότι σήμαινε αυτό). Εγγυητής και υπόλογος για κάθε θρησκευτική ομάδα απέναντι στον σουλτάνο ήταν ο θρησκευτικός της ηγέτης. Για τους ρωμηούς (ορθόδοξους χριστιανούς κάθε φυλής και γλώσσας) ήταν ο Πατριάρχης. Οι ζιμήδες υπόκεινταν σε περιορισμούς όπως την απαγόρευση οπλοκατοχής και ιππασίας, η μαρτυρία τους στα δικαστήρια είχε νομική κατωτερότητα έναντι της μαρτυρίας των μουσουλμάνων, τους επιτρεπόταν συγκεκριμένη ενδυμασία και δεν μπορούσαν να διαθέτουν ναούς μεγαλύτερης λαμπρότητας από τα μουσουλμανικά τεμένη. Οι περιορισμοί αυτοί αμβλύνονταν στις περιοχές που το μουσουλμανικό στοιχείο ήταν μειοψηφικό. Συνεπώς οι ζιμήδες ήταν ένα είδος υπηκόων δεύτερης κατηγορίας που μπορούσαν να διατηρούν την θρησκεία τους (αν και κατά τόπους και κατά περιόδους είχαν σημειωθεί κύματα βίαιων εξισλαμισμών) ή και μπορούσαν να περάσουν στην μουσουλμανική θρησκεία. Εκείνο που απαγορευόταν με την ποινή του θανάτου ήταν να αλλάξει θρήσκευμα ένας μουσουλμάνος.

Κατακορύφως χωρίζονταν σε “στρατιωτικούς” (askeri) και φορολογούμενους υπηκόους/ραγιάδες (reaya). Στους “στρατιωτικούς” περιλαμβάνονταν όλοι όσοι παρείχαν υπηρεσίες προς την εξουσία (στρατιωτικοί, δημόσιοι υπάλληλοι, νομομαθείς/ulema). Οι ραγιάδες ήταν η μεγάλη πλειονότητα της κοινωνίας και ήταν ουσιαστικά αυτοί που παρήγαγαν τον πλούτο χωρίς θρησκευτικούς ή άλλους διαχωρισμούς: γεωργοί, κτηνοτρόφοι, έμποροι, ναυτικοί, τεχνίτες κλπ.

Στην οθωμανική κοινωνία υπήρχε περιορισμένη κοινωνική κινητικότητα. Για πρδγμα μη-μουσουλμάνοι μπορούσαν να διεισδύσουν στους askeri: χριστιανοί σπαχήδες (“ιππότες”), ως τα τέλη του 15ου αιώνα, αρματολοί, δραγουμάνοι και ηγεμόνες των παραδουνάβιων περιοχών, η υψηλόβαθμοι ιεραρχία της Εκκλησίας (ο Πατριάρχης απολάμβανε θέση στο βαθμό του βεζύρη).    

Από την ακμή και την μέγιστη επέκταση...

...στην αρχή της αποσύνθεσης του ασιατικού δεσποτικού φεουδαρχισμού

 Ο σουλτάνος και η διοικητική μηχανή

Ο σουλτάνος ήταν επικεφαλής όχι μόνο της οθωμανικής κρατικής μηχανής αλλά και όλης της κοινωνίας. Στο πρόσωπό του ενσαρκωνόταν η απολυταρχική εξουσία. Ταυτοχρόνως ο σουλτάνος ήταν ο κύριος των μέσων παραγωγής (το κυριότερο μέσο παραγωγής ήταν η γη) και των υπηκόων του κράτους του, θεματοφύλακας και επόπτης της εφαρμογής του Ιερού Νόμου (αν και δεν χρησιμοποίησε τον τίτλο του χαλίφη), εγγυητής της κοινωνικής ευταξίας και υπέρτατος υπερασπιστής της δικαιοσύνης και ευημερίας των υπηκόων του. Επιδίωξη της σουλτανικής εξουσίας ήταν η συντήρηση αξιόμαχου στρατού και η διατήρηση των καθιερωμένων κοινωνικών ιεραρχήσεων, δυο βασικές προϋποθέσεις για την αναπαραγωγή του οθωμανικού συστήματος.  

Το αξίωμα του σουλτάνου μεταβιβαζόταν μέσα στην ίδια την οικογένεια ώστε να μιλάμε για μια δυναστεία 36 σουλτάνων που ξεκίνησε από το 1299 (Οσμάν Α΄) για να τελειώσει το 1923 (Μωάμεθ Στ΄). Μετά τον Σουλεϊμάν Ά τον Μεγαλοπρεπή (1494-1566) μεταβιβάστηκε από τον σουλτάνο στον μεγάλο βεζύρη η αρχηγία του στρατού κατά την διάρκεια των εκστρατειών αφήνοντας του περισσότερο χρόνο για να ασχολείται με τα πολιτικά ζητήματα της αυτοκρατορίας. 

Η οργάνωση και η δομή της οθωμανικής διοικητικής μηχανής επέδειξε μια αξιοσημείωτη ικανότητα προσαρμογής δανειζόμενη βυζαντινά (ειδικά στον 14ο και 15ο αιώνα), περσικά, σελτζουκικά και αραβικά στοιχεία. Με εξαίρεση ορισμένους επαγγελματίες (γιατροί, αστρολόγοι και δάσκαλοι) η διοικητική μηχανή, ο στρατός και το Παλάτι στελεχώνονταν σε μεγάλο βαθμό με ανθρώπους που είχαν το νομικό καθεστώς του δούλου του σουλτάνου (λέγονταν kapı kulları δλδ "δούλοι της Πύλης"). Είναι εντυπωσιακό ότι ενώ οι μη-μουσουλμάνοι ήταν δεύτερης κατηγορίας υπήκοοι, εν τούτοις, μόνο από αυτούς επιλέγονταν οι δούλοι του σουλτάνου (καθώς ένας μουσουλμάνος δεν επιτρεπόταν από το Κοράνι να γίνει δούλος) και μετά τον εξισλαμισμό τους διοικούσαν την αυτοκρατορία. Στην κατηγορία αυτών των δούλων ανήκαν και τα παιδιά του «παιδομαζώματος» (devşirme). Τα παιδιά αυτά στρατολογούνταν με συγκεκριμένες προϋποθέσεις και υπολογίζονται συνολικά σε 200-500 χιλ σε όλη την ζωή της οθωμανικής αυτοκρατορίας από το 1300 μέχρι το 1700 οπότε και σταμάτησε η πρακτική αυτή και οι γενίτσαροι επιλέγονταν από τις μουσουλμανικές οικογένειες (από τότε και έπειτα το γενιτσαρικό σώμα κατάντησε ένα επιπλέον βαρίδι που συνέβαλε στην παρακμή της αυτοκρατορίας). Μετά τον εξισλαμισμό τους τα παιδιά αυτά χωρίζονταν

α) στα ιτς ογλάν (iç oğlan) που εισέρχονταν στη σχολή του Παλατιού για την απόκτηση ανώτατης μόρφωσης και στη συνέχεια την ανάληψη υψηλόβαθμων διοικητικών ή στρατιωτικών θέσεων και

β) στα ατζεμί ογλάν (acemi oğlan), οι οποίοι εντάσσονταν στις τάξεις των γενιτσάρων μετά από σκληρή στρατιωτική εκπαίδευση.

Αυτοί οι ανώτατοι εκπρόσωποι της αυτοκρατορικής εξουσίας μαζί με τους μη-δούλους μουσουλμάνους που εργάζονταν για το Παλάτι συγκροτούσαν μια οθωμανική ελίτ, αφενός απεξαρτημένη από την φυσική καταγωγή της και αφετέρου ενσωματωμένη στην σουλτανική εξουσιαστική δομή την οποία ενσάρκωναν σε απόλυτο βαθμό ως τα σημαντικότερα και ανώτατα εκτελεστικά όργανά της.


 

Η κεντρική Διοίκηση

Audience in the Diwan-i-Khas granted to the French ambassador, the vicomte d'Andrezel by Ottoman Sultan Ahmed III, 10 October 1724, in a contemporary painting by Jean-Baptiste van Mour.

Το σύνολο της κεντρικής Διοίκησης αποτελούσε προέκταση του οίκου των Οσμανληδών. Χωριζόταν σε τρία τμήματα:

α) την πολιτική Εκτελεστική εξουσία που ασκείτο από τον Μεγάλο Βεζύρη (vezir-i âzam) ο οποίος ήταν ο εκτελεστικός πληρεξούσιος του σουλτάνου, ουσιαστικά το «δεξί χέρι» του. Από την εποχή του Μεχμέτ Β΄ προερχόταν από τους εξισλαμισμένους δούλους του σουλτάνου (και μπορούσε, ακόμη και αυτός, να εκτελεστεί με μια απόφαση του σουλτάνου)

β) το Πρωτόκολλο με επικεφαλής τον νισαντζή (nişancı) ο οποίος ήταν φύλακας της αυτοκρατορικής σφραγίδας με νομικές γνώσεις για να ελέγχει την συμβατότητα των διαταγών και των αποφάσεων με τους σουλτανικούς νόμους

γ) η Οικονομική Υπηρεσία με επικεφαλής τον ντεφτερντάρ (defterdar) ο οποίος επέβλεπε τα κρατικά έσοδα και υποστηριζόταν στο έργο του από μια σειρά κατώτερων αξιωματούχων.

Οι αποφάσεις και ο σχεδιασμός  της αυτοκρατορικής  πολιτικής  γινόταν από το Αυτοκρατορικό Συμβούλιο (divan) στο οποίο συμμετείχαν o Μεγάλος Βεζύρης, οι υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί αξιωματούχοι και διοικητές επαρχιών που είχαν τον τίτλο του βεζύρη (kubbe  vezir), οι ντεφτερντάρ, ο νισαντζής και οι δύο kadiasker -υπεύθυνοι για την εφαρμογή του δικαίου στην Aυτοκρατορία. (Από τον 18ο αιώνα εξαιρέθηκαν από το Συμβούλιο οι τιτλούχοι βεζύρηδες –πλην του μπεηλέρμπεη της Ρούμελης– ενώ άρχισε να συμμετέχει ο αρχιναύαρχος του στόλου/kapudan paşa και, κάποιες φορές, ο αγάς των γενιτσάρων/yeniçeri ağası και ο σεϊχουλισλάμης/şeyh-ül-islam, δλδ ο ανώτατος ερμηνευτής του ιερού νόμου (μουφτής) της αυτοκρατορίας και επικεφαλής του σώματος των ουλεμάδων.

Πρόεδρος του συμβουλίου τυπικά ήταν ο σουλτάνος αλλά από το 1475 ανέθετε την διεύθυνση του Συμβουλίου στον Μεγάλο Βεζίρη. Το Συμβούλιο σχεδίαζε την εσωτερική και την εξωτερική πολιτική αλλά και λάμβανε επίσης αποφάσεις για θέματα των υπηκόων της αυτοκρατορίας. Δεν είναι γνωστός ο τρόπος με τον οποίο παίρνονταν οι αποφάσεις αλλά είναι γνωστό ότι ο σουλτάνος μπορούσε να ανατρέψει τις αποφάσεις με τις οποίες δεν συμφωνούσε.

Φυσικά για την κεντρική Διοίκηση (όπως και για την επαρχιακή Διοίκηση) εργαζόταν και ένα πολυάνθρωπο Σώμα γραφέων (kâtib), πιστοί στον σουλτάνο και στο γραφειοκρατικό τους έργο.

Παρότι η διοικητική εξουσία του σουλτάνου ήταν απόλυτη εντούτοις η νομοθετική του εξουσία ήταν πολύ περιορισμένη. Πέρα από τα μικρά περιθώρια νομοθετικής παρέμβασης που είχε μέσω των "κανόνων" που μπορούσε να θεσπίσει την κύρια "νομοθετική" εξουσία είχε η ηγεσία του "Μουσουλμανικού Θεσμού" (ελεύθεροι μουσουλμάνοι δάσκαλοι, δικαστές και νομομαθείς θεολόγοι) οι οποίοι είχαν το δικαίωμα του ελέγχου της συμβατότητας των πράξεων του σουλτάνου με το "Σύνταγμα", που δεν ήταν άλλο από τον Ιερό Νόμο δλδ την σαρία(κοράνιο+χαντίθ). Σε πολλές περιπτώσεις αυτή η θρησκευτική ηγεσία είχε αναγκάσει σε παραίτηση σουλτάνους που είχαν παραβιάσει τον Ιερό Νόμο. Στους πρώτους αιώνες οι σουλτάνοι ήταν αξιόλογοι στρατιωτικοί και πολιτικοί ηγέτες αλλά μετά τον 16ο αι. και εξαιτίας μεταρρυθμίσεων στην διαδικασία διαδοχής (επιβλήθηκε το σύστημα διαδοχής του πιο "ηλικιωμένου άνδρα του οίκου των οσμανληδών") επικράτησαν ανάξιοι σουλτάνοι που άγονταν και φέρονταν από διεφθαρμένους αξιωματούχους, κόλακες και διάφορους παρατερχάμενους του χαρεμιού).         


Οι σουλτάνοι είχαν απόλυτο δικαίωμα στην ζωή των δούλων τους (από βεζύρηδες μέχρι γενίτσαρους χιλιάδες έχασαν το κεφάλι τους). 

Η περιφερειακή Διοίκηση

Διαχρονικό πρόβλημα της οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν η διατήρηση της ενότητας της η οποία κινδύνευε συνεχώς από τις κεντρόφυγες τάσεις περιφερειακών ηγεμόνων. Στην αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου είχε προσαρμοστεί και η περιφερειακή διοίκηση της αυτοκρατορίας.

Βασικός πυρήνας του οθωμανικού κοινωνικού σχηματισμού, επάνω στον οποίο και στηρίχτηκε, ήταν το τιμαριωτικό σύστημα. Αυτό το σύστημα ήταν ένα πλέγμα θεσμών και πρακτικών στα πεδία της διοίκησης, της φορολογίας και της στρατιωτικής οργάνωσης πάνω στην βάση του τιμαρίου.

Το τιμάριο -timar στα περσικά σημαίνει πρόνοια- ήταν εκτεταμένη αγροτική περιοχή που παραχωρούσε ο σουλτάνος σε στρατιωτικούς –κυρίως- αξιωματούχους για να καρπωθούν τους προσόδους από αυτό χωρίς να έχουν την κυριότητα επ’ αυτού. Δινόταν κυρίως σε σπαχήδες (sipahi), δηλ. στους “ιππότες” της αυτοκρατορίας, αλλά και σε διοικητές επαρχιών και σε άλλους κρατικούς αξιωματούχους ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες τους προς το κράτος. Αν ο τιμαριώτης έδειχνε αδιαφορία για το τιμάριο ή δεν εκπλήρωνε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις ο σουλτάνος μπορούσε να του το αφαιρέσει. Επίσης δεν μπορούσε να κληροδοτήσει το τιμάρια στους γιούς του μετά τον θάνατό του.

Έτσι οι τιμαριώτες δεν έπαιρναν μισθό από το κράτος (όπως, για πρδγμα, οι γενίτσαροι) αλλά έπαιρναν απευθείας τον προβλεπόμενο φόρο από τους παραγωγούς (τους ραγιάδες, “πιστούς” και “άπιστους”). Το δικαίωμα τους επί του τιμαρίου περιοριζόταν μόνο στον φόρο και όχι στη γη ή στους ανθρώπους.

Η διαδικασία απονομής ελεγχόταν από το κεντρικό κράτος μέσα από συγκεκριμένες πρακτικές που είχαν ως στόχο να περιορίσουν την αυθαιρεσία των τιμαριούχων:

-συντάσσονταν απογραφές φορολογουμένων και φορολογικών προσόδων

-εκδίδονταν από τις κεντρικές Υπηρεσίες διοριστήρια έγγραφα για τους δικαιούχους

-δινόταν το δικαίωμα στους κατοίκους-παραγωγούς να υποβάλλουν παράπονα στο ιεροδικείο και στο αυτοκρατορικό συμβούλιο.

Τα τιμαριωτικά εισοδήματα χωρίζονταν σε τιμάρια (με εισόδημα μέχρι 20 χιλ ακτσέδες -ο ακτσές/akçe ή άσπρο ήταν ασημένιο νόμισμα), ζιαμέτια (με εισόδημα 20 μέχρι 100 χιλ ακτσέδες) και χάσια (με εισόδημα άνω των 100 χιλ ακτσέδων).

Υποχρέωση του τιμαριώτη ήταν να παρουσιάζεται στις εκστρατείες της αυτοκρατορίας με συγκεκριμένο εξοπλισμό και αριθμό στρατιωτών ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος του. Αν δεν συμμετείχε στις εκστρατείες έχανε το δικαίωμα και το τιμάριο δινόταν σε άλλους.

Δικαιώματα του τιμαριώτη επί του τιμαρίου και επί των ανθρώπων του τιμαρίου:

-Εισέπραττε τη “δεκάτη” και τους άλλους φόρους που δικαιούτο από το νόμο.

-Του παραχωρείτο ένα μέρος της καλλιεργήσιμης γης για τη συντήρησή του.

- Ασκούσε έλεγχο στις μεταβιβάσεις της αγροτικής γης

(Εξέδιδε τους τίτλους νομής και κατοχής (ταπού). Έπρεπε να δώσει την σύμφωνη γνώμη του για να μεταβιβαστεί η γη. Διέθετε σε καλλιεργητές την ακαλλιέργητη γη. Διέθετε σε άλλους τη γη που είχε εγκαταλειφθεί, είχε μείνει ακαλλιέργητη ή που ανήκε σε καλλιεργητή ο οποίος πέθαινε χωρίς γιο).

-Ασκούσε έλεγχο στις μετακινήσεις των καλλιεργητών

(Είχε το δικαίωμα να αναζητήσει καλλιεργητές που είχαν εγκαταλείψει τη γη τους και να τους επιβάλει την επιστροφή τους αλλά και να πάρει αποζημίωση από τους καλλιεργητές που μετανάστευαν σε άλλες περιοχές).

-Ήταν επιφορτισμένος με την τήρηση της τάξης και την τιμωρία των παρανομούντων, αλλά δεν είχε δικαστικές αρμοδιότητες. Μπορούσε να επιβάλλει ποινές και πρόστιμα μόνο μετά από δίκη ενώπιον του καδή.

Από τα παραπάνω φαίνεται η διαφορά του τιμαριωτικού συστήματος με τα φέουδα όπως αυτά αναπτύχθηκαν στην Δύση. Η κυριότερη διαφορά είναι ότι το τιμάριο δεν άνηκε αλλά παραχωρείτο στον τιμαριούχο για να αποσπά αυτός την αμοιβή του μέσω της φορολογίας. Η ιδιοκτησία της γης παρέμενε στον σουλτάνο.

Σχηματικά, ο οθωμανικός στρατός αποτελείτο α) από τους (ελεύθερους υπηκόους) σπαχήδες (τον 16ο αι. ανέρχονταν περίπου στις 130 χιλ.) και β) από τον τακτικό στρατό των (σκλάβων) γενίτσαρων (την ίδια περίοδο ανέρχονταν στις 12 χιλ.) και των (σκλάβων) "σπαχήδων της Πύλης" (ανέρχονταν στις 12 χιλ και μαζί με το βοηθητικό προσωπικό τις 40 χιλ.). 

Παράλληλα με τα τιμάρια του σουλτάνου υπήρχαν και τα τιμάρια της Εκκλησίας, χριστιανικής και μουσουλμανικής, τα επονομαζόμενα βακούφια (vakıf=αφιέρωμα). Τα τσιφλίκια εμφανίζονται σχετικά αργά, την εποχή της προχωρημένης παρακμής της αυτοκρατορίας, και είναι εδάφη τα οποία πωλούνταν από τον σουλτάνο σε ιδιώτες και στα οποία αναπτύσσονταν παραγωγικές και ιδιοκτησιακές σχέσεις ανάλογες με της Δυτικής φεουδαρχίας.

Εκτός από το τιμαριωτικό σύστημα που ήταν ο βασικός πυλώνας υπήρχαν περιοχές της αυτοκρατορίας με αυξημένη αυτονομία όπως η Αίγυπτος, η ανατολική Μ. Ασία, το χανάτο της Κριμαίας και οι παραδουνάβιες ηγεμονίες. Βέβαια απαράβατος κανόνας ήταν η απόδοση φόρων προς το κράτος και ο έλεγχος της περιοχής από οθωμανικές φρουρές.    

Η περιφερειακή διοίκηση γινόταν πάνω σε δυο πυλώνες: ο ένας ήταν στρατιωτικός και ο άλλος πολιτικός/δικαστικός. 

Η πρωταρχική διοικητική διαίρεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν το εγιαλέτι (τα εγιαλέτια τον 17ο αι.) ή μπεηλερμπεηλίκι (=επαρχία) που αργότερα αντικαταστάθηκε από το βιλαέτι. Επικεφαλής του εγιαλετιού ήταν ο μπεηλέρμπεης (beylerbeyi), δλδ ο “μπέης των μπέηδων”. Ο μπεηλέρμπεης ήταν ο στρατιωτικός αρχηγός των σπαχήδων της περιφέρειάς του και ο ανώτατος εκπρόσωπος του σουλτάνου (με το  πέρασμα του χρόνου ο μπεηλέρμπεης έγινε τιμητικός τίτλος και προσωνυμία). Ο μπεηλέρμπεης φρόντιζε για την είσπραξη των φόρων αλλά και την συγκρότηση των ένοπλων ιππικών τμημάτων των σπαχήδων. Από τα μέσα του 17ου αιώνα και έπειτα οι μπελερμπέηδες έφεραν τους τιμητικούς τίτλους του βεζύρη και του πασά και μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα είχαν δικαίωμα να συμμετέχουν στο Αυτοκρατορικό Συμβούλιο.

Το εγιαλέτι χωριζόταν σε σαντζάκια τα οποία διοικούνταν στρατιωτικά από τους σαντζακμπέηδες και το κάθε σαντζάκι χωριζόταν σε καζάδες στους οποίους είχαν την πολιτική/δικαστική εξουσία οι καδήδες, δλδ οι δικαστές του οθωμανικού κράτους.

(Το βιλαέτι της Αδριανούπολης με τα σαντζάκια του και ένα από τα σαντζάκια του, το σαντζάκι της Γκιουμουλτζίνας, με τους καζάδες του) 

Οι στρατιωτικοί διοικητές ασκούσαν στρατιωτική και εκτελεστική εξουσία στα πλαίσια του τομέα τους και αμείβονταν από τους φόρους που συλλέγονταν στα τιμάρια του σαντζακιού τους. Οι καδήδες αμείβονταν από το κράτος και είχαν στα χέρια τους την δικαστική εξουσία του καζά τους. Η εξουσία αυτή ασκείτο πάνω στο οθωμανικό δίκαιο το οποίο συγκροτείτο από τον ισλαμικό νόμο (την σαρία), το κατά τόπους εθιμικό δίκαιο και τον σουλτανικό νόμο (το κανούν) ο οποίος ρύθμιζε κυρίως φορολογικά, ποινικά και διοικητικά θέματα. Οι καδήδες ήταν νομομαθείς και είχαν δικαίωμα ελέγχου όχι μόνο των απλών υπηκόων αλλά και των στρατιωτικών διοικητών των περιοχών τους.

 

Συνέχεια

 

Το ευρώ, ο νεοφιλελευθερισμός, η εκμετάλλευση της εργασίας

  Τα δύο θεμέλια του καθεστώτος εκμετάλλευσης Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποτελέσει, ιδιαίτερα από το 1990 και μετά, ιμάντα μεταβί...