Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

Η προεπαναστατική οθωμανική αυτοκρατορία και οι ρωμηοί της νότιας Βαλκανικής πριν γίνουν Έλληνες (μέρος Α1)

 

Η προεπαναστατική οθωμανική αυτοκρατορία (μέρος Α1)

Με την ευκαιρία των 200 ετών από την επανάσταση του 1821 το μπλογκ αποφάσισε να συμμετάσχει στον πανηγυρικό διάλογο που έχει ξεκινήσει με κάποιες αναρτήσεις. Στην σειρά αυτή με τον παραπάνω (προκλητικό) τίτλο το πρώτο άρθρο κάνει μια εισαγωγή αναφερόμενο στα χαρακτηριστικά και τις δομές της οθωμανικής αυτοκρατορίας προσπαθώντας να υπερβεί τις συνηθισμένες εθνικιστικές πομφόλυγες οι οποίες εισήχθηκαν για να συγκροτήσουν τον εθνικό μας μύθο. Θα δούμε πως η οθωμανική αυτοκρατορία δεν ήταν απλά ένας απέραντο στρατόπεδο όπου αιμοδιψείς “μογγόλοι” έσφαζαν, έγδερναν και βασάνιζαν σε καθημερινή βάση χριστιανούς Έλληνες πίνοντας το αίμα και τον ιδρώτα τους, αλλά μια καλά οργανωμένη πολυφυλετική αυτοκρατορία ανατολικού φεουδαρχικού τύπου που για αιώνες αναπαραγόταν αποτελεσματικά μέχρι και αυτή να ολοκληρώσει τον κύκλο της και να διαλυθεί στα νεοτερικά εθνικά κράτη που την διαδέχτηκαν. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι η οθωμανική αυτοκρατορία ήταν μια πολυπολιτισμική κοινωνία με κράτος δικαίου που χάιδευε τους υπηκόους της. Ποιος όμως μπορεί να πει ότι όλοι οι κοινωνικοί σχηματισμοί δεν στηρίζονται στην κρυφή ή και στην φανερή καταστολή όταν αμφισβητούνται τα θεμέλια της; Μήπως ήταν καλύτερες από αυτήν την πλευρά οι αυτοκρατορίες των Σουμερίων, των Αιγυπτίων και των Περσών; Ήταν καλύτεροι οι αρχαίοι Αθηναίοι, ο Αλέξανδρος και οι Ρωμαίοι, το “Βυζάντιο”(και εδώ), oι δυτικές απολυταρχίες, ακόμη και οι πιο σύγχρονες δημοκρατίες;

Εισαγωγικά, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι μιλάμε για μια προνεοτερική αυτοκρατορία της οποίας οι κανόνες λειτουργίας και οι λογικές δεν μπορούν να εξηγηθούν με την δική μας οπτική. Η πρώτη διαφορά σε σχέση με αυτό που γνωρίζουμε εμείς είναι η διαφορετική διαστρωμάτωση των δυο κοινωνιών. Στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες των εθνικών κρατών η δομή είναι σχετικά απλή: στην κορυφή της πυραμίδας βρίσκεται η αστική τάξη (οι κάτοχοι των μέσων παραγωγής) και στην βάση της η εργατική τάξη. Ανάμεσα στις δυο αυτές τάξεις βρίσκονται τα ενδιάμεσα στρώματα που μέσω κοινωνικών συμμαχιών καταφέρνουν και επιβιώνουν, άλλες ευκολότερα και άλλες δυσκολότερα. Η συγκολλητική ουσία των τριών αυτών τάξεων είναι η εθνική συνείδηση: «είμαστε όλοι μας απόγονοι ενός λαμπρού έθνους, ταξιδεύουμε όλοι με το ίδιο πλοίο και είμαστε υποχρεωμένοι, παρά τις μικρο-συγκρούσεις μας, να φροντίζουμε για την καλή λειτουργία του πλοίου».

Στην οθωμανική αυτοκρατορία το σχήμα αυτό δεν υπάρχει. Επικρατούσε ένας περίεργος συνδυασμός δυο διαστρωματώσεων: μιας “οριζόντιας” και μιας “κατακόρυφης”.

Οριζοντίως οι υπήκοοι χωρίζονταν με βάση το θρήσκευμά τους σε τέσσερις κοινότητες (αργότερα σε τέσσερα μιλέτια): στους “πιστούς” μουσουλμάνους, και στους “άπιστους” ορθόδοξους χριστιανούς, εβραίους και αρμενοχριστιανούς. Επισήμως το Κοράνι απαγορεύει τον βίαιο εξισλαμισμό των χριστιανών και των εβραίων (όχι όμως και των πιστών των υπολοίπων θρησκειών) και έτσι οι “άπιστοι” μετατρέπονταν σε προστατευόμενους/ζιμήδες (zimmi) από το κράτος πληρώνοντας σε αυτό έναν επιπλέον φόρο, τον κεφαλικό φόρο. Άρνηση πληρωμής του φόρου σήμαινε πως αυτομάτως ο ζιμής έχανε την κρατική προστασία (με ότι σήμαινε αυτό). Εγγυητής και υπόλογος για κάθε θρησκευτική ομάδα απέναντι στον σουλτάνο ήταν ο θρησκευτικός της ηγέτης. Για τους ρωμηούς (ορθόδοξους χριστιανούς κάθε φυλής και γλώσσας) ήταν ο Πατριάρχης. Οι ζιμήδες υπόκεινταν σε περιορισμούς όπως την απαγόρευση οπλοκατοχής και ιππασίας, η μαρτυρία τους στα δικαστήρια είχε νομική κατωτερότητα έναντι της μαρτυρίας των μουσουλμάνων, τους επιτρεπόταν συγκεκριμένη ενδυμασία και δεν μπορούσαν να διαθέτουν ναούς μεγαλύτερης λαμπρότητας από τα μουσουλμανικά τεμένη. Οι περιορισμοί αυτοί αμβλύνονταν στις περιοχές που το μουσουλμανικό στοιχείο ήταν μειοψηφικό. Συνεπώς οι ζιμήδες ήταν ένα είδος υπηκόων δεύτερης κατηγορίας που μπορούσαν να διατηρούν την θρησκεία τους (αν και κατά τόπους και κατά περιόδους είχαν σημειωθεί κύματα βίαιων εξισλαμισμών) ή και μπορούσαν να περάσουν στην μουσουλμανική θρησκεία. Εκείνο που απαγορευόταν με την ποινή του θανάτου ήταν να αλλάξει θρήσκευμα ένας μουσουλμάνος.

Κατακορύφως χωρίζονταν σε “στρατιωτικούς” (askeri) και φορολογούμενους υπηκόους/ραγιάδες (reaya). Στους “στρατιωτικούς” περιλαμβάνονταν όλοι όσοι παρείχαν υπηρεσίες προς την εξουσία (στρατιωτικοί, δημόσιοι υπάλληλοι, νομομαθείς/ulema). Οι ραγιάδες ήταν η μεγάλη πλειονότητα της κοινωνίας και ήταν ουσιαστικά αυτοί που παρήγαγαν τον πλούτο χωρίς θρησκευτικούς ή άλλους διαχωρισμούς: γεωργοί, κτηνοτρόφοι, έμποροι, ναυτικοί, τεχνίτες κλπ.

Στην οθωμανική κοινωνία υπήρχε περιορισμένη κοινωνική κινητικότητα. Για πρδγμα μη-μουσουλμάνοι μπορούσαν να διεισδύσουν στους askeri: χριστιανοί σπαχήδες (“ιππότες”), ως τα τέλη του 15ου αιώνα, αρματολοί, δραγουμάνοι και ηγεμόνες των παραδουνάβιων περιοχών, η υψηλόβαθμοι ιεραρχία της Εκκλησίας (ο Πατριάρχης απολάμβανε θέση στο βαθμό του βεζύρη).    

Από την ακμή και την μέγιστη επέκταση...

...στην αρχή της αποσύνθεσης του ασιατικού δεσποτικού φεουδαρχισμού

 Ο σουλτάνος και η διοικητική μηχανή

Ο σουλτάνος ήταν επικεφαλής όχι μόνο της οθωμανικής κρατικής μηχανής αλλά και όλης της κοινωνίας. Στο πρόσωπό του ενσαρκωνόταν η απολυταρχική εξουσία. Ταυτοχρόνως ο σουλτάνος ήταν ο κύριος των μέσων παραγωγής (το κυριότερο μέσο παραγωγής ήταν η γη) και των υπηκόων του κράτους του, θεματοφύλακας και επόπτης της εφαρμογής του Ιερού Νόμου (αν και δεν χρησιμοποίησε τον τίτλο του χαλίφη), εγγυητής της κοινωνικής ευταξίας και υπέρτατος υπερασπιστής της δικαιοσύνης και ευημερίας των υπηκόων του. Επιδίωξη της σουλτανικής εξουσίας ήταν η συντήρηση αξιόμαχου στρατού και η διατήρηση των καθιερωμένων κοινωνικών ιεραρχήσεων, δυο βασικές προϋποθέσεις για την αναπαραγωγή του οθωμανικού συστήματος.  

Το αξίωμα του σουλτάνου μεταβιβαζόταν μέσα στην ίδια την οικογένεια ώστε να μιλάμε για μια δυναστεία 36 σουλτάνων που ξεκίνησε από το 1299 (Οσμάν Α΄) για να τελειώσει το 1923 (Μωάμεθ Στ΄). Μετά τον Σουλεϊμάν Ά τον Μεγαλοπρεπή (1494-1566) μεταβιβάστηκε από τον σουλτάνο στον μεγάλο βεζύρη η αρχηγία του στρατού κατά την διάρκεια των εκστρατειών αφήνοντας του περισσότερο χρόνο για να ασχολείται με τα πολιτικά ζητήματα της αυτοκρατορίας. 

Η οργάνωση και η δομή της οθωμανικής διοικητικής μηχανής επέδειξε μια αξιοσημείωτη ικανότητα προσαρμογής δανειζόμενη βυζαντινά (ειδικά στον 14ο και 15ο αιώνα), περσικά, σελτζουκικά και αραβικά στοιχεία. Με εξαίρεση ορισμένους επαγγελματίες (γιατροί, αστρολόγοι και δάσκαλοι) η διοικητική μηχανή, ο στρατός και το Παλάτι στελεχώνονταν σε μεγάλο βαθμό με ανθρώπους που είχαν το νομικό καθεστώς του δούλου του σουλτάνου (λέγονταν kapı kulları δλδ "δούλοι της Πύλης"). Είναι εντυπωσιακό ότι ενώ οι μη-μουσουλμάνοι ήταν δεύτερης κατηγορίας υπήκοοι, εν τούτοις, μόνο από αυτούς επιλέγονταν οι δούλοι του σουλτάνου (καθώς ένας μουσουλμάνος δεν επιτρεπόταν από το Κοράνι να γίνει δούλος) και μετά τον εξισλαμισμό τους διοικούσαν την αυτοκρατορία. Στην κατηγορία αυτών των δούλων ανήκαν και τα παιδιά του «παιδομαζώματος» (devşirme). Τα παιδιά αυτά στρατολογούνταν με συγκεκριμένες προϋποθέσεις και υπολογίζονται συνολικά σε 200-500 χιλ σε όλη την ζωή της οθωμανικής αυτοκρατορίας από το 1300 μέχρι το 1700 οπότε και σταμάτησε η πρακτική αυτή και οι γενίτσαροι επιλέγονταν από τις μουσουλμανικές οικογένειες (από τότε και έπειτα το γενιτσαρικό σώμα κατάντησε ένα επιπλέον βαρίδι που συνέβαλε στην παρακμή της αυτοκρατορίας). Μετά τον εξισλαμισμό τους τα παιδιά αυτά χωρίζονταν

α) στα ιτς ογλάν (iç oğlan) που εισέρχονταν στη σχολή του Παλατιού για την απόκτηση ανώτατης μόρφωσης και στη συνέχεια την ανάληψη υψηλόβαθμων διοικητικών ή στρατιωτικών θέσεων και

β) στα ατζεμί ογλάν (acemi oğlan), οι οποίοι εντάσσονταν στις τάξεις των γενιτσάρων μετά από σκληρή στρατιωτική εκπαίδευση.

Αυτοί οι ανώτατοι εκπρόσωποι της αυτοκρατορικής εξουσίας μαζί με τους μη-δούλους μουσουλμάνους που εργάζονταν για το Παλάτι συγκροτούσαν μια οθωμανική ελίτ, αφενός απεξαρτημένη από την φυσική καταγωγή της και αφετέρου ενσωματωμένη στην σουλτανική εξουσιαστική δομή την οποία ενσάρκωναν σε απόλυτο βαθμό ως τα σημαντικότερα και ανώτατα εκτελεστικά όργανά της.


 

Η κεντρική Διοίκηση

Audience in the Diwan-i-Khas granted to the French ambassador, the vicomte d'Andrezel by Ottoman Sultan Ahmed III, 10 October 1724, in a contemporary painting by Jean-Baptiste van Mour.

Το σύνολο της κεντρικής Διοίκησης αποτελούσε προέκταση του οίκου των Οσμανληδών. Χωριζόταν σε τρία τμήματα:

α) την πολιτική Εκτελεστική εξουσία που ασκείτο από τον Μεγάλο Βεζύρη (vezir-i âzam) ο οποίος ήταν ο εκτελεστικός πληρεξούσιος του σουλτάνου, ουσιαστικά το «δεξί χέρι» του. Από την εποχή του Μεχμέτ Β΄ προερχόταν από τους εξισλαμισμένους δούλους του σουλτάνου (και μπορούσε, ακόμη και αυτός, να εκτελεστεί με μια απόφαση του σουλτάνου)

β) το Πρωτόκολλο με επικεφαλής τον νισαντζή (nişancı) ο οποίος ήταν φύλακας της αυτοκρατορικής σφραγίδας με νομικές γνώσεις για να ελέγχει την συμβατότητα των διαταγών και των αποφάσεων με τους σουλτανικούς νόμους

γ) η Οικονομική Υπηρεσία με επικεφαλής τον ντεφτερντάρ (defterdar) ο οποίος επέβλεπε τα κρατικά έσοδα και υποστηριζόταν στο έργο του από μια σειρά κατώτερων αξιωματούχων.

Οι αποφάσεις και ο σχεδιασμός  της αυτοκρατορικής  πολιτικής  γινόταν από το Αυτοκρατορικό Συμβούλιο (divan) στο οποίο συμμετείχαν o Μεγάλος Βεζύρης, οι υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί αξιωματούχοι και διοικητές επαρχιών που είχαν τον τίτλο του βεζύρη (kubbe  vezir), οι ντεφτερντάρ, ο νισαντζής και οι δύο kadiasker -υπεύθυνοι για την εφαρμογή του δικαίου στην Aυτοκρατορία. (Από τον 18ο αιώνα εξαιρέθηκαν από το Συμβούλιο οι τιτλούχοι βεζύρηδες –πλην του μπεηλέρμπεη της Ρούμελης– ενώ άρχισε να συμμετέχει ο αρχιναύαρχος του στόλου/kapudan paşa και, κάποιες φορές, ο αγάς των γενιτσάρων/yeniçeri ağası και ο σεϊχουλισλάμης/şeyh-ül-islam, δλδ ο ανώτατος ερμηνευτής του ιερού νόμου (μουφτής) της αυτοκρατορίας και επικεφαλής του σώματος των ουλεμάδων.

Πρόεδρος του συμβουλίου τυπικά ήταν ο σουλτάνος αλλά από το 1475 ανέθετε την διεύθυνση του Συμβουλίου στον Μεγάλο Βεζίρη. Το Συμβούλιο σχεδίαζε την εσωτερική και την εξωτερική πολιτική αλλά και λάμβανε επίσης αποφάσεις για θέματα των υπηκόων της αυτοκρατορίας. Δεν είναι γνωστός ο τρόπος με τον οποίο παίρνονταν οι αποφάσεις αλλά είναι γνωστό ότι ο σουλτάνος μπορούσε να ανατρέψει τις αποφάσεις με τις οποίες δεν συμφωνούσε.

Φυσικά για την κεντρική Διοίκηση (όπως και για την επαρχιακή Διοίκηση) εργαζόταν και ένα πολυάνθρωπο Σώμα γραφέων (kâtib), πιστοί στον σουλτάνο και στο γραφειοκρατικό τους έργο.

Παρότι η διοικητική εξουσία του σουλτάνου ήταν απόλυτη εντούτοις η νομοθετική του εξουσία ήταν πολύ περιορισμένη. Πέρα από τα μικρά περιθώρια νομοθετικής παρέμβασης που είχε μέσω των "κανόνων" που μπορούσε να θεσπίσει την κύρια "νομοθετική" εξουσία είχε η ηγεσία του "Μουσουλμανικού Θεσμού" (ελεύθεροι μουσουλμάνοι δάσκαλοι, δικαστές και νομομαθείς θεολόγοι) οι οποίοι είχαν το δικαίωμα του ελέγχου της συμβατότητας των πράξεων του σουλτάνου με το "Σύνταγμα", που δεν ήταν άλλο από τον Ιερό Νόμο δλδ την σαρία(κοράνιο+χαντίθ). Σε πολλές περιπτώσεις αυτή η θρησκευτική ηγεσία είχε αναγκάσει σε παραίτηση σουλτάνους που είχαν παραβιάσει τον Ιερό Νόμο. Στους πρώτους αιώνες οι σουλτάνοι ήταν αξιόλογοι στρατιωτικοί και πολιτικοί ηγέτες αλλά μετά τον 16ο αι. και εξαιτίας μεταρρυθμίσεων στην διαδικασία διαδοχής (επιβλήθηκε το σύστημα διαδοχής του πιο "ηλικιωμένου άνδρα του οίκου των οσμανληδών") επικράτησαν ανάξιοι σουλτάνοι που άγονταν και φέρονταν από διεφθαρμένους αξιωματούχους, κόλακες και διάφορους παρατερχάμενους του χαρεμιού).         


Οι σουλτάνοι είχαν απόλυτο δικαίωμα στην ζωή των δούλων τους (από βεζύρηδες μέχρι γενίτσαρους χιλιάδες έχασαν το κεφάλι τους). 

Η περιφερειακή Διοίκηση

Διαχρονικό πρόβλημα της οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν η διατήρηση της ενότητας της η οποία κινδύνευε συνεχώς από τις κεντρόφυγες τάσεις περιφερειακών ηγεμόνων. Στην αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου είχε προσαρμοστεί και η περιφερειακή διοίκηση της αυτοκρατορίας.

Βασικός πυρήνας του οθωμανικού κοινωνικού σχηματισμού, επάνω στον οποίο και στηρίχτηκε, ήταν το τιμαριωτικό σύστημα. Αυτό το σύστημα ήταν ένα πλέγμα θεσμών και πρακτικών στα πεδία της διοίκησης, της φορολογίας και της στρατιωτικής οργάνωσης πάνω στην βάση του τιμαρίου.

Το τιμάριο -timar στα περσικά σημαίνει πρόνοια- ήταν εκτεταμένη αγροτική περιοχή που παραχωρούσε ο σουλτάνος σε στρατιωτικούς –κυρίως- αξιωματούχους για να καρπωθούν τους προσόδους από αυτό χωρίς να έχουν την κυριότητα επ’ αυτού. Δινόταν κυρίως σε σπαχήδες (sipahi), δηλ. στους “ιππότες” της αυτοκρατορίας, αλλά και σε διοικητές επαρχιών και σε άλλους κρατικούς αξιωματούχους ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες τους προς το κράτος. Αν ο τιμαριώτης έδειχνε αδιαφορία για το τιμάριο ή δεν εκπλήρωνε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις ο σουλτάνος μπορούσε να του το αφαιρέσει. Επίσης δεν μπορούσε να κληροδοτήσει το τιμάρια στους γιούς του μετά τον θάνατό του.

Έτσι οι τιμαριώτες δεν έπαιρναν μισθό από το κράτος (όπως, για πρδγμα, οι γενίτσαροι) αλλά έπαιρναν απευθείας τον προβλεπόμενο φόρο από τους παραγωγούς (τους ραγιάδες, “πιστούς” και “άπιστους”). Το δικαίωμα τους επί του τιμαρίου περιοριζόταν μόνο στον φόρο και όχι στη γη ή στους ανθρώπους.

Η διαδικασία απονομής ελεγχόταν από το κεντρικό κράτος μέσα από συγκεκριμένες πρακτικές που είχαν ως στόχο να περιορίσουν την αυθαιρεσία των τιμαριούχων:

-συντάσσονταν απογραφές φορολογουμένων και φορολογικών προσόδων

-εκδίδονταν από τις κεντρικές Υπηρεσίες διοριστήρια έγγραφα για τους δικαιούχους

-δινόταν το δικαίωμα στους κατοίκους-παραγωγούς να υποβάλλουν παράπονα στο ιεροδικείο και στο αυτοκρατορικό συμβούλιο.

Τα τιμαριωτικά εισοδήματα χωρίζονταν σε τιμάρια (με εισόδημα μέχρι 20 χιλ ακτσέδες -ο ακτσές/akçe ή άσπρο ήταν ασημένιο νόμισμα), ζιαμέτια (με εισόδημα 20 μέχρι 100 χιλ ακτσέδες) και χάσια (με εισόδημα άνω των 100 χιλ ακτσέδων).

Υποχρέωση του τιμαριώτη ήταν να παρουσιάζεται στις εκστρατείες της αυτοκρατορίας με συγκεκριμένο εξοπλισμό και αριθμό στρατιωτών ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος του. Αν δεν συμμετείχε στις εκστρατείες έχανε το δικαίωμα και το τιμάριο δινόταν σε άλλους.

Δικαιώματα του τιμαριώτη επί του τιμαρίου και επί των ανθρώπων του τιμαρίου:

-Εισέπραττε τη “δεκάτη” και τους άλλους φόρους που δικαιούτο από το νόμο.

-Του παραχωρείτο ένα μέρος της καλλιεργήσιμης γης για τη συντήρησή του.

- Ασκούσε έλεγχο στις μεταβιβάσεις της αγροτικής γης

(Εξέδιδε τους τίτλους νομής και κατοχής (ταπού). Έπρεπε να δώσει την σύμφωνη γνώμη του για να μεταβιβαστεί η γη. Διέθετε σε καλλιεργητές την ακαλλιέργητη γη. Διέθετε σε άλλους τη γη που είχε εγκαταλειφθεί, είχε μείνει ακαλλιέργητη ή που ανήκε σε καλλιεργητή ο οποίος πέθαινε χωρίς γιο).

-Ασκούσε έλεγχο στις μετακινήσεις των καλλιεργητών

(Είχε το δικαίωμα να αναζητήσει καλλιεργητές που είχαν εγκαταλείψει τη γη τους και να τους επιβάλει την επιστροφή τους αλλά και να πάρει αποζημίωση από τους καλλιεργητές που μετανάστευαν σε άλλες περιοχές).

-Ήταν επιφορτισμένος με την τήρηση της τάξης και την τιμωρία των παρανομούντων, αλλά δεν είχε δικαστικές αρμοδιότητες. Μπορούσε να επιβάλλει ποινές και πρόστιμα μόνο μετά από δίκη ενώπιον του καδή.

Από τα παραπάνω φαίνεται η διαφορά του τιμαριωτικού συστήματος με τα φέουδα όπως αυτά αναπτύχθηκαν στην Δύση. Η κυριότερη διαφορά είναι ότι το τιμάριο δεν άνηκε αλλά παραχωρείτο στον τιμαριούχο για να αποσπά αυτός την αμοιβή του μέσω της φορολογίας. Η ιδιοκτησία της γης παρέμενε στον σουλτάνο.

Σχηματικά, ο οθωμανικός στρατός αποτελείτο α) από τους (ελεύθερους υπηκόους) σπαχήδες (τον 16ο αι. ανέρχονταν περίπου στις 130 χιλ.) και β) από τον τακτικό στρατό των (σκλάβων) γενίτσαρων (την ίδια περίοδο ανέρχονταν στις 12 χιλ.) και των (σκλάβων) "σπαχήδων της Πύλης" (ανέρχονταν στις 12 χιλ και μαζί με το βοηθητικό προσωπικό τις 40 χιλ.). 

Παράλληλα με τα τιμάρια του σουλτάνου υπήρχαν και τα τιμάρια της Εκκλησίας, χριστιανικής και μουσουλμανικής, τα επονομαζόμενα βακούφια (vakıf=αφιέρωμα). Τα τσιφλίκια εμφανίζονται σχετικά αργά, την εποχή της προχωρημένης παρακμής της αυτοκρατορίας, και είναι εδάφη τα οποία πωλούνταν από τον σουλτάνο σε ιδιώτες και στα οποία αναπτύσσονταν παραγωγικές και ιδιοκτησιακές σχέσεις ανάλογες με της Δυτικής φεουδαρχίας.

Εκτός από το τιμαριωτικό σύστημα που ήταν ο βασικός πυλώνας υπήρχαν περιοχές της αυτοκρατορίας με αυξημένη αυτονομία όπως η Αίγυπτος, η ανατολική Μ. Ασία, το χανάτο της Κριμαίας και οι παραδουνάβιες ηγεμονίες. Βέβαια απαράβατος κανόνας ήταν η απόδοση φόρων προς το κράτος και ο έλεγχος της περιοχής από οθωμανικές φρουρές.    

Η περιφερειακή διοίκηση γινόταν πάνω σε δυο πυλώνες: ο ένας ήταν στρατιωτικός και ο άλλος πολιτικός/δικαστικός. 

Η πρωταρχική διοικητική διαίρεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν το εγιαλέτι (τα εγιαλέτια τον 17ο αι.) ή μπεηλερμπεηλίκι (=επαρχία) που αργότερα αντικαταστάθηκε από το βιλαέτι. Επικεφαλής του εγιαλετιού ήταν ο μπεηλέρμπεης (beylerbeyi), δλδ ο “μπέης των μπέηδων”. Ο μπεηλέρμπεης ήταν ο στρατιωτικός αρχηγός των σπαχήδων της περιφέρειάς του και ο ανώτατος εκπρόσωπος του σουλτάνου (με το  πέρασμα του χρόνου ο μπεηλέρμπεης έγινε τιμητικός τίτλος και προσωνυμία). Ο μπεηλέρμπεης φρόντιζε για την είσπραξη των φόρων αλλά και την συγκρότηση των ένοπλων ιππικών τμημάτων των σπαχήδων. Από τα μέσα του 17ου αιώνα και έπειτα οι μπελερμπέηδες έφεραν τους τιμητικούς τίτλους του βεζύρη και του πασά και μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα είχαν δικαίωμα να συμμετέχουν στο Αυτοκρατορικό Συμβούλιο.

Το εγιαλέτι χωριζόταν σε σαντζάκια τα οποία διοικούνταν στρατιωτικά από τους σαντζακμπέηδες και το κάθε σαντζάκι χωριζόταν σε καζάδες στους οποίους είχαν την πολιτική/δικαστική εξουσία οι καδήδες, δλδ οι δικαστές του οθωμανικού κράτους.

(Το βιλαέτι της Αδριανούπολης με τα σαντζάκια του και ένα από τα σαντζάκια του, το σαντζάκι της Γκιουμουλτζίνας, με τους καζάδες του) 

Οι στρατιωτικοί διοικητές ασκούσαν στρατιωτική και εκτελεστική εξουσία στα πλαίσια του τομέα τους και αμείβονταν από τους φόρους που συλλέγονταν στα τιμάρια του σαντζακιού τους. Οι καδήδες αμείβονταν από το κράτος και είχαν στα χέρια τους την δικαστική εξουσία του καζά τους. Η εξουσία αυτή ασκείτο πάνω στο οθωμανικό δίκαιο το οποίο συγκροτείτο από τον ισλαμικό νόμο (την σαρία), το κατά τόπους εθιμικό δίκαιο και τον σουλτανικό νόμο (το κανούν) ο οποίος ρύθμιζε κυρίως φορολογικά, ποινικά και διοικητικά θέματα. Οι καδήδες ήταν νομομαθείς και είχαν δικαίωμα ελέγχου όχι μόνο των απλών υπηκόων αλλά και των στρατιωτικών διοικητών των περιοχών τους.

 

Συνέχεια

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το ευρώ, ο νεοφιλελευθερισμός, η εκμετάλλευση της εργασίας

  Τα δύο θεμέλια του καθεστώτος εκμετάλλευσης Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποτελέσει, ιδιαίτερα από το 1990 και μετά, ιμάντα μεταβί...