Τετάρτη 5 Μαΐου 2021

Η προεπαναστατική οθωμανική αυτοκρατορία και οι ρωμηοί της νότιας Βαλκανικής όταν γίνονταν Έλληνες (μέρος Β)

 Συνέχεια από το προηγούμενο


Οι εξεγέρσεις δεν ήταν άγνωστο φαινόμενο στην οθωμανική αυτοκρατορία. Κυρίως γίνονταν από διάφορες κοινωνικές ομάδες που μέσω της εξέγερσης επιδίωκαν να βελτιώσουν την θέση τους, να διεκδικήσουν κάποια προνόμια ή ως διαμαρτυρία απέναντι στις αυθαιρεσίες των τοπικών αρχόντων. Όμως οι εξεγέρσεις αυτές δεν είχαν ως στόχο τους την αμφισβήτηση του συνολικού status. Ακόμη και όταν στις εξεγέρσεις εμπλέκονταν ξένες δυνάμεις (Βενετία, Αυστροουγγαρία, Ρωσία) στόχος της εξέγερσης δεν ήταν η δημιουργία ανεξάρτητου κράτους αλλά η ένταξη των εξεγειρόμενων πληθυσμών στην προστασία ενός άλλου βασιλείου (μάλιστα οι μοραΐτες, στον Ζ ενετοτουρκικό πόλεμο συντάχθηκαν με τους οθωμανούς!). Η επανάσταση του 1821 έθεσε για πρώτη φορά το θέμα της πολιτικής ανεξαρτησίας ενός τμήματος της οθωμανικής αυτοκρατορίας –και μάλιστα με ίδια μέσα- με στόχο την ίδρυση ενός εθνικού κράτους στηριγμένο σε Σύνταγμα και ελευθερίες δανεισμένες από τις πιο προχωρημένες αντιλήψεις της εποχής

Η ελληνική επανάσταση, παρότι ήταν πρωτοφανής στα πλαίσια της αυτοκρατορίας, αποτελούσε έναν κρίκο στην αλυσίδα των μεγάλων επαναστάσεων που γέννησε η γαλλική επανάσταση («Εποχή των Επαναστάσεων»): εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις που δημιούργησαν τα κράτη της Λατινικής Αμερικής και δημοκρατικές επαναστάσεις στην νότιο Ιταλία, στις Κάτω Χώρες, στην Ισπανία και στο Πεδεμόντιο.



.  

Οργανωτικές δομές της αυτοκρατορίας

Όπως είδαμε, στην κορυφή της οθωμανικής κοινωνίας ήταν ο σουλτάνος, απόλυτος κυρίαρχος των πάντων, που μεταβίβαζε μόνο στους φυσικούς του απογόνους τα δικαιώματα επί της αυτοκρατορίας. Από κει και πέρα η κοινωνία χωριζόταν με δυο τρόπους

α) στους μουσουλμάνους και στους (δεύτερης κατηγορίας υπηκόους) προστατευόμενους/ζιμήδες (χριστιανούς και εβραίους) και

β) στους φορολογούμενους/reaya και στους αξιωματούχους/askeri που δεν πλήρωναν φόρους αλλά πληρώνονταν από αυτούς (askeri ήταν οι αυλικοί, οι τοπικοί αξιωματούχοι, η γραφειοκρατία, οι δικαστές και οι στρατιωτικοί).



Η οθωμανική δεν ήταν μια κοινωνία με απολύτως «κλειστές» τάξεις, όπως συνέβαινε στην φεουδαρχική Δύση, και αυτό έδινε το δικαίωμα μιας ελάχιστης κοινωνικής κινητικότητας: ακόμη και το παιδί ενός «δεύτερης» κατηγορίας ζιμή μπορούσε να ανέβει στα ανώτατα αξιώματα μέσα από μια συγκεκριμένη διαδικασία που προϋπέθετε βεβαίως τον εξισλαμισμό του.

Ο υπήκοος είχε δικαίωμα και στην αδιαμεσολάβητη σχέση με τον σουλτάνο που, εκτός των άλλων ήταν και εγγυητής της δικαιοσύνης  αλλά η διοίκηση της αυτοκρατορίας γινόταν μέσω ημι-αυτοδιοικούμενων συλλογικών σωμάτων (πχ μιλέτ, κοινότητες, μαχαλάδες) στα οποία ανήκε ο καθένας και μέσα από τα οποία αποκτούσε νομική υπόσταση. Από την πλευρά της εξουσίας, με τα σώματα αυτά επιδιωκόταν η ενσωμάτωση των υποτελών τάξεων και πληθυσμών στο οθωμανικό σύστημα καθώς και η παραγωγή των εξουσιαστικών σχέσεων και της ιεραρχίας.

Σε αυτό το πλαίσιο εντασσόταν και το Πατριαρχείο (που περιελάμβανε και τους ανώτατους κληρικούς) το οποίο ήταν ο ανώτατος θεσμικά αναγνωρισμένος ενδιάμεσος μεταξύ του σουλτάνου και των ορθόδοξων χριστιανών. Ο Πατριάρχης δεν ήταν μόνο εκκλησιαστικός ηγέτης αλλά ταυτοχρόνως ασκούσε διοίκηση επί του ποιμνίου του.

Σε τοπικό επίπεδο η διοίκηση περνούσε από τις κοινότητες οι οποίες δεν ήταν θεσμικά κατοχυρωμένες αλλά ήταν αυτοδιοικούμενες και αποδεκτές από την αυτοκρατορία αφού μέσω αυτών συλλέγονταν αποτελεσματικά οι φόροι για το κράτος. Η εκλογή των ηγεσιών τους απείχε από τις δημοκρατικές διαδικασίες εκλογής που γνωρίζουμε σήμερα αλλά πάντως, σε γενικές γραμμές, ήταν σεβαστές από τους διοικούμενους. Όμως, από την πλευρά των κυριαρχούμενων οι κοινότητες έγιναν φορείς συγκρότησης συλλογικών ταυτοτήτων και λαϊκής κουλτούρας, έδωσαν μιας μορφής κοινωνικού κράτους (κοινοτικά σχολεία, πρόνοια για αδύναμους) και μηχανισμού απονομής δικαιοσύνης ενώ την κρίσιμη στιγμή της επανάστασης έδωσαν έτοιμες και δοκιμασμένες πολιτικές ηγεσίες.

Οι ηγετικές ομάδες της ρωμαίικης κοινωνίας τον 18ο αιώνα

Α. Κατά τον 18ο αιώνα σχηματίστηκε μια κάστα ορθόδοξων χριστιανών που αναλάμβαναν υψηλές θέσεις στον διοικητικό μηχανισμό της αυτοκρατορίας. Ήταν απόγονοι βυζαντινών αυτοκρατορικών οικογενειών και νεόπλουτοι έμποροι που είχαν επιλέξει ως τόπο κατοικίας τους την περιοχή του Φαναρίου της Κωνσταντινούπολης και γι’ αυτό ονομάστηκαν αργότερα «Φαναριώτες». Τα αξιώματα που αναλάμβαναν ήταν του μέγα δραγουμάνου (επικοινωνία του σουλτάνου με τις ευρωπαϊκές αυλές), του δραγουμάνου του στόλου (επικεφαλής του στόλου και υπεύθυνος συλλογής των φόρων από τα νησιά του Αιγαίου) και οσποδάρων/ηγεμόνων στην Βλαχία και την Μολδαβία. Η ευρωπαΐζουσα και ταυτοχρόνως οθωμανίζουσα ολιγομελής και κλειστή αυτή κάστα ελληνόφωνων ρωμηών ήταν οπαδοί του μοντέλου της πεφωτισμένης δεσποτείας. Γι’ αυτό και έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη της Παιδείας την οποία οργάνωσαν σε έναν δεύτερο πόλο παράλληλα με την εκκλησιαστική Παιδεία. Στην περίμετρο του φαναριώτικου κύκλου δημιουργήθηκε ένας δεύτερος κύκλος από ανθρώπους που υπηρετούσαν από διάφορες θέσεις τους Φαναριώτες (ο Ρήγας ήταν ένας από αυτούς).

Β. Η δεύτερη ηγετική ομάδα των ρωμηών ήταν οι επονομαζόμενοι «προύχοντες» ή κοτζαμπάσηδες. Συνήθως αναδεικνύονταν μέσα από τα αυτοδιοικητικά κοινοτικά σχήματα και αποτελούσαν τοπικές εξουσίες σε διασύνδεση με την οθωμανική εξουσία. Πρωτο-αναδείχτηκαν την περίοδο της δεύτερης Ενετοκρατίας στον Μορηά (1685-1715) ως εκπρόσωποι των ντόπιων πληθυσμών και συνομιλητές με την ενετική διοίκηση. Μάλιστα για τις υπηρεσίες αυτές ανταμείφθηκαν από τις ενετικές Αρχές με εκτάσεις γης (φεουδαρχικό μοντέλο). Η άνοδος τους συνεχίστηκε και μετά το 1715 για δυο λόγους: ο πρώτος ήταν η ανταμοιβή τους από τον σουλτάνο για την συνεργασία τους με το οθωμανικό κράτος εναντίον των Ενετών κατά την ανακατάληψη του Μορηά και ο δεύτερος λόγω του συστήματος των φοροενοικιάσεων (εκμίσθωση των φόρων) κατά το οποίο οι έχοντες την οικονομική δυνατότητα πλήρωναν τους φόρους μιας περιοχής στο κράτος και στην συνέχεια τους εισέπρατταν από τους υπόχρεους με κέρδος. Το σύστημα των φοροενοικιάσεων εμπεδώθηκε τον 18ο αιώνα όταν άρχισε και η κρίση του τιμαριωτικού συστήματος. Από τότε μάλιστα ο σουλτάνος άρχισε και να πουλάει τα τιμάρια και αυτά να γίνονται πλέον ιδιωτικά τσιφλίκια αντίστοιχα με τα δυτικοευρωπαϊκά φέουδα. Από αυτές τις διαδικασίες (φοροενοικιάσεις και τσιφλίκια) πλούτισαν τόσο οι χριστιανοί προύχοντες όσο και το μουσουλμανικό τους αντίστοιχο, οι αγιάν/ayan.

Από τα μέσα του 18ου αιώνα ολόκληρες επαρχίες του Μορηά βρέθηκαν ουσιαστικά κάτω από τον οικονομικό και τον πολιτικό έλεγχο των χριστιανών κοτζαμπάσηδων όπως οι οικογένειες Ζαΐμη, Μαυρομιχάλη, Δεληγιάννη και Νοταρά ενώ το ίδιο συνέβαινε σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας με τους μουσουλμάνους τοπικούς ηγεμόνες/αγιάν (ο Αλή πασάς ήταν επίσης ένας αγιάν). Για την προστασία τους οι προύχοντες απέκτησαν το δικαίωμα από το κράτος να συντηρούν ένοπλα σώματα «κάπων» (ο Πλαπούτας και ο Κολοκοτρώνης είχαν θητεύσει ως κάποι των Δεληγιαννέων).

Γ. Μια τρίτη ομάδα χριστιανών που απέκτησε ιδιαίτερα προνόμια και πολιτική ισχύ σε τοπικό επίπεδο ήταν οι «αρματολοί» (martοlos). Οι αρματολοί ήταν ένα είδος χωροφυλακής των ημιορεινών και ορεινών περιοχών κυρίως για την αντιμετώπιση της μάστιγας των κλεφτών. Ορίζονταν με σουλτανικά φιρμάνια ύστερα και από γνώμη των τοπικών αρχόντων, προέρχονταν από τους χριστιανικούς πληθυσμούς και είχαν το δικαίωμα της οπλοφορίας και της οπλοχρησίας.

Το πρώτο αρματολίκι διαπιστώνεται από τις πηγές τον 15ο αιώνα και ο θεσμός τους εξαπλώθηκε στη συνέχεια σε πολλές περιοχές της αυτοκρατορίας. Το εντυπωσιακό είναι πως μεταξύ της ιδιότητας του κλέφτη και της ιδιότητας του αρματολού υπάρχει ένα λεπτό μόνο όριο: ένας ικανός κλέφτης μπορούσε να οριστεί αρματολός σε μια περιοχή και να αντικατασταθεί αργότερα από έναν άλλο κλέφτη γυρίζοντας ο ίδιος πάλι στην παρανομία.

Με τον καιρό δημιουργήθηκαν δυναστείες αρματολικών οικογενειών οι οποίες κατάφεραν όχι μόνο να εδραιωθούν αλλά και να αρπάξουν τις αρμοδιότητες των κοινοτικών αρχόντων στην εκμίσθωση των φόρων.

Η οικονομία των ρωμηών – Η συγκρότηση και ανάδυση της ρωμαίικης αστικής τάξης κατά τον 18ο αιώνα

Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της αυτοκρατορίας, αλλά ειδικότερα και των ελληνόφωνων περιοχών, ήταν κάτοικοι της υπαίθρου και ασχολούνταν με αγροτικές δραστηριότητες. Σε αυτό το πλαίσιο ο μικρός ημιορεινός και ορεινός οικισμός αποτελούσε την κυρίαρχη οικιστική μονάδα με την μικρή οικογενειακή καλλιέργεια τόσο στα ηπειρωτικά μέρη όσο και στα νησιά. Τα τσιφλίκια αναπτύχθηκαν σχετικά αργά κυρίως στις πεδινές περιοχές κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα σε αντικατάσταση των συρρικνούμενων τιμαρίων (στον νοτιοελλαδικό χώρο και στα νησιά πάντως τα τσιφλίκια δεν είχαν ιδιαίτερη ανάπτυξη).

Η παραγωγή της οικογενειακής καλλιέργειας πήγαινε κυρίως στην αυτοκατανάλωση και βεβαίως στην πληρωμή των φόρων. Στη διάρκεια του 18ου αιώνα, ως αποτέλεσμα της γενικότερης οικονομικής δυσπραγίας της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τα νοικοκυριά αντιμετώπισαν ιδιαίτερη πίεση από τους εκμισθωτές φόρων και αυτό σήμανε ιδιαίτερη υπερχρέωση που πολλές φορές κατέληγε σε απώλεια της κτηματικής περιουσίας προς όφελος των μεγάλων ιδιοκτητών γης.

Από την άλλη, οι αστικοί πληθυσμοί (οι πληθυσμοί των πόλεων) της αυτοκρατορίας αποτελούσαν μικρό ποσοστό του πληθυσμού και στον ελλαδικό χώρο ήταν εγκατεστημένοι σε μικρές πόλεις (οι μεγαλύτερες ήταν τα Ιωάννινα και η Θεσσαλονίκη). Οι κάτοικοι των πόλεων, πέρα από μέλη της αυτοκρατορικής γραφειοκρατίας, ήταν ως επί το πλείστον έμποροι, τεχνίτες και μαγαζάτορες. Όλες οι επαγγελματικές ομάδες υπόκεινταν στους περιορισμούς του συντεχνιακού συστήματος.

Από τον 18ο αιώνα άρχισε σταδιακά να ενισχύεται η παραγωγή που προσανατολιζόταν προς την αγορά σε βάρος της παραγωγής που αποσκοπούσε στην αυτοκατανάλωση. Το φαινόμενο αυτό δεν αναπτύχθηκε στις πόλεις αλλά στις αγροτικές περιοχές με πρώτες τις περιοχές που μπορούσε να είναι αποδοτική η κτηνοτροφία (η επονομαζόμενη και «ορεινή πόλη της υπαίθρου») και οι οποίες ήταν απαλλαγμένες από το συντεχνιακό σύστημα των πόλεων. Περιοχές της Πίνδου όπως η Μοσχόπολη, το Συρράκο, οι Καλαρρύτες, και το Μέτσοβο εκμεταλλεύτηκαν το εμπόριο πρώτων υλών (κυρίως μαλλί από τα κοπάδια) και τα Αμπελάκια της Θεσσαλίας παράγοντας και εμπορευόμενα νήματα με την Ευρώπη.

Στα νησιά και στις παραθαλάσσιες περιοχές η «οικονομία της θάλασσας» παραδοσιακά ασχολείτο περισσότερο με την εξυπηρέτηση της επικοινωνίας και δευτερευόντως με την ναυπηγική. Καθώς (και) αυτός ο τομέας της οικονομίας ήταν απαλλαγμένος από τα βαρίδια του συντεχνιακού συστήματος, η μετατόπιση του εμπορικού ανταγωνισμού των ευρωπαϊκών χωρών (Αγγλία, Γαλλία, Ολλανδία, Αυστρία, Ρωσία) προς την ΝΑ Μεσόγειο εξαιτίας των Συνθηκών του Κάρλοβιτς, του Πασάροβιτς και του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, πολύ γρήγορα εκτοξεύτηκε δίνοντας πλούτο και ισχύ στην ρωμαίικη εμποροναυτική τάξη. Οι ναπολεόντειοι πόλεμοι πρόσθεσαν ακόμη περισσότερο πλούτο στους ρωμηούς πλοιοκτήτες που, χρησιμοποιώντας την ρωσική σημαία, έσπαγαν τον αγγλικό αποκλεισμό των γαλλικών ακτών πουλώντας εμπορεύματα σε τιμές μαύρης αγοράς.

O 18ος αιώνας στάθηκε μοιραίος για την οθωμανική αυτοκρατορία. Το τέλος της εδαφικής επέκτασης η οποία επί αιώνες έδινε οικονομική δύναμη στην αυτοκρατορία και, συνεπώς, δεν άφηνε περιθώρια αμφισβητήσεων σε ανταγωνιστές της οθωμανικής δυναστείας, έφερε κρίση στο τιμαριωτικό σύστημα (και, σημαντικότατο, αποδιοργάνωση του κάποτε ισχυρού οθωμανικού στρατού) και στις ρωγμές που δημιουργήθηκαν άρχισαν να ριζώνουν οικονομικές σχέσεις και συμφέροντα που έθεταν σε αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα της ανατολικού τύπου οθωμανικής φεουδαρχίας. Στις νέες οικονομικές δυνάμεις που εμφανίστηκαν, οι ελληνόφωνοι χριστιανοί απέκτησαν σημαντικό μερίδιο στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας διασυνδεόμενοι και με μια δυναμική ρωμαίικη διασπορά που διαμορφώθηκε μέσα από το διεθνές εμπορικό κύκλωμα. Ο, κατά Στογιάνοβιτς, «κατακτητής ορθόδοξος, βαλκάνιος έμπορος», κυρίως ελληνόφωνος και δευτερευόντως βλαχόφωνος ή σλαβόφωνος χριστιανός, συνέδεσε την οθωμανική αυτοκρατορία με τις αγορές της Ευρώπης δραστηριοποιούμενος στο εμπόριο, την ναυτιλία, τις ναυτασφάλειες, τις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες και επενδύσεις σε ακίνητα και γη. Οι νέες αυτές οικονομικές δραστηριότητες δημιούργησαν τάχιστα μια πλούσια ρωμαίικη εμπορική αστική τάξη που ξεκινούσε από τα νησιά και τα μεγάλα αστικά κέντρα της αυτοκρατορίας για να απλωθεί, είτε μέσω της θάλασσας είτε μέσω της ξηράς, στην Τεργέστη, στο Λιβόρνο, στη Μασσαλία, στο Λονδίνο, στο Άμστερνταμ και την Οδησσό. Έτσι ενώ οι παραδοσιακές ηγετικές ομάδες του ρωμαίικου πληθυσμού (Εκκλησία, πρόκριτοι, φαναριώτες κλπ) συγκροτούνταν μέσω των σχέσεων που ανέπτυσσαν με το οθωμανικό κράτος, η νεοσυσταθείσα αστική τάξη ανδρώθηκε μέσα από την συμμετοχή της στον διεθνή εμπορικό ανταγωνισμό. Όμως η τάξη αυτή αποκόμισε και κάτι ακόμη μέσα από την συναναστροφή της με την Δύση: γνώρισε τις ιδέες του Διαφωτισμού και άνοιξε τους ορίζοντες της προς τα σύγχρονα ιδεολογικά ρεύματα που κυκλοφορούσαν στις ευρωπαϊκές κοινωνίες όπου οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής έμπαιναν ορμητικά στο προσκήνιο της Ιστορίας. Αυτή η ανερχόμενη ελληνόφωνη ρωμαίικη αστική τάξη, εκμεταλλευόμενη και τον γρήγορο πλουτισμό της, χρηματοδότησε την ίδρυση ελληνόγλωσσων σχολείων και την έκδοση εφημερίδων και βιβλίων (όχι πια εκκλησιαστικά αλλά επιστημονικά, ιστορικά και λογοτεχνικά) μεταφέροντας στις ρωμαίικες μάζες έναν Διαφωτισμό με νεοελληνικά χαρακτηριστικά.

Η συγκρότηση της (νέο)ελληνικής εθνικής συνείδησης – Οι ελληνόφωνοι και αλβανόφωνοι ρωμηοί γίνονται Έλληνες

Σήμερα, μέσα από την επίσημη Παιδεία και τις κάθε είδους επίσημες και ανεπίσημες κυρίαρχες ιδεολογικές παρεμβάσεις,  έχουμε εμπεδώσει με απόλυτο τρόπο την αφήγηση της διαχρονικότητας του ελληνικού έθνους όπως την πρωτο-εισηγήθηκε ο Κ. Παπαρρηγόπουλος στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Μπορεί αυτή η αφήγηση να χρειαζόταν – και να χρειάζεται – για να νομιμοποιεί τις βλέψεις του νεοελληνικού κράτους και του (νεο)ελληνικού καπιταλισμού αλλά τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Δεν ήταν έτσι ούτε καν για τον Παπαρρηγόπουλο!

Όπως έγραφε ό ίδιος η Μακεδονία (ΠΡΙΝ το 1850) μάλλον δεν ήταν συνέχεια της (αρχαίας) Ελλάδας και οι Μακεδόνες δεν ήταν παρά ένας αχταρμάς ελλήνων, θρακών και ιλλυριών:  

«ο Φίλιππος αφού κατέπαυσε τας εμφυλίους ταραχάς της Μακεδονίας και συνέστειλε τους εξωτερικούς αυτής εχθρούς, εβουλεύθη την υποδούλωσιν της Ελλάδος […] κατεπολέμησε τους Ιλλυριούς, τους Θράκας και τους Σκύθας, και επανήλθεν αύθις μετ' ολίγον εις την κυρίαν αυτού ιδέαν, της Ελλάδος την υποδούλωσιν»

[στη Χαιρώνεια το 338] «ενικήθησαν οι Έλληνες και απώλεσαν την ελευθερίαν» (“Γενική Ιστορία” K. Παπαρρηγόπουλος 1845, σ. 130-131)

«Οι Μακεδόνες, άδηλον εάν υπάγωνται εις την Θρακικήν, εις την Ελληνικήν ή εις την Ιλλυρικήν φυλήν, διότι εκάστη των γνωμών τούτων έχει τους θιασώτας αυτής. Η δε τετάρτη (άποψη) και πιθανωτάτη είναι ότι ήσαν έθνος Ιλλυρικόν μεμιγμένων μετά Ελλήνων».

και

«Η μακεδονική εποχή δύναται ευλόγως να διακριθή από της Ελληνικής, διότι το Μακεδονικόν έθνος εξεπλήρωσεν, εν τη Γενική Ιστορία, εντολήν άλλην παρά το Ελληνικόν» (Παπαρρηγόπουλος 1849, σ. 96 και 193).

Ο ίδιος μάλιστα (ΠΡΙΝ το 1850) δεν δεχόταν ούτε και την “βυζαντινή” ως μέρος της ελληνικής Ιστορίας παρά μόνο το μέρος της "βυζαντινής" αυτοκρατορίας των ύστερων χρόνων της:

«Αληθές {όμως} ΔΕΝ είναι ότι [η ιστορία της ανατολικής Ορθοδόξου αυτοκρατορίας] αποτελεί την μέση ημών προγονικήν ιστορίαν […]. Την μέσην Ελληνικήν ιστορίαν αποτελεί η μέση ελληνική [i.e., ελλαδική] ιστορία, ήτις ουσιοδέστατα {δε} διακρίνεται από της Βυζαντινής Ιστορίας. Αυτή λοιπόν […] πρέπει να διδάσκεται εκτενώς παρ’ ημίν, και όχι η Βυζαντινή» (Κ. Παπαρρηγόπουλος “Ολίγα αντί πολλών προς τον Γ.Γ. Παπαδόπουλον”)

Τι ήταν λοιπόν οι κάτοικοι του (σημερινού) ελληνικού χώρου πριν την επανάσταση του 1821;

Σε φυλετικό επίπεδο ο Φαλμεράυερ, στηριζόμενος επιλεκτικά σε ιστοριογραφικά κείμενα, τους θεώρησε όλους απόγονους σλάβων και αρβανιτών σβήνοντας κάθε σχέση τους με τους αρχαίους έλληνες. Αυτό όμως είναι τόσο φαιδρό και ανιστόρητο όσο και η εμμονή του κυρίαρχου τμήματος της νεοελληνικής διανόησης στην “καθαρότητα της φυλής”. “Καθαρά” νεωτερικά έθνη δεν υπάρχουν και στην πραγματικότητα δεν είναι παρά πολιτικές οντότητες που προέκυψαν από φυλετικές και πολιτισμικές επιμειξίες αιώνων –αν όχι χιλιετιών. Όπως λέει η καθηγήτρια κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης  Άννα Φραγκουδάκη:

«Κατά τις επιστήμες, κανένα ΣΥΓΧΡΟΝΟ έθνος δεν έχει κοινή εθνοτική βάση κι ακόμα λιγότερο "βιολογική" συγγένεια. Ο διάσημος ορισμός των εθνών από τον Αμερικανό θεωρητικό Μπένεντικτ Άντερσον, "Φαντασιακές κοινότητες" (Εκδ. Νεφέλη, 1997), συχνά παρανοείται, ιδίως από φοιτητές. Καταλαβαίνουν το φαντασιακή σαν "ανύπαρκτη". Ο ορισμός καθόλου δεν εννοεί "ανύπαρκτη", άλλωστε θα ήταν ανοησία, το έθνος είναι για κοντά ΤΡΕΙΣ ΑΙΩΝΕΣ [και όχι για 4 ή... 10 χιλ χρόνια που ισχυρίζονται οι κατά φαντασίαν απόγονοι του Περικλή] πανίσχυρα υπαρκτό στον κόσμο και η ύπαρξή του έχει κοστίσει ποταμούς αίματος. Σημαίνει κοινότητα που δεν είναι "φυσική", είναι ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΗ, ΠΡΟΪΟΝ όχι αντικειμενικής συγγένειας, αλλά ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ. Το έθνος είναι έννοια ΝΕΩΤΕΡΙΚΗ, ιστορική κατασκευή της πολιτικής βούλησης. Άρα η ικανότητα του έθνους-κράτους να ενοποιεί τους πολίτες εντός των συνόρων του σε κοινότητα συμφερόντων είναι ισχύς που πηγάζει από την πολιτική βούληση, από την εθνική αυτογνωσία και τον ορθολογισμό, ΟΧΙ από τη μυθική "συγγένεια"».

Σε επίπεδο συνείδησης επίσης η πραγματικότητα ήταν αρκετά μακριά από αυτήν που περιγράφει η επίσημη αφήγηση. Ούτε οι «βυζαντινοί» ούτε οι ρωμηοί αισθάνονταν εθνικά «Έλληνες» όπως αισθανόμαστε εμείς σήμερα. Όπως συνέβαινε σε όλο τον προ-νεωτερικό κόσμο των αυτοκρατοριών

«οι κοινωνικοπολιτικές τάξεις που εξέφραζαν [οι αυτοκρατορίες] γίνονταν αντιληπτές από τους ανθρώπους ως δημιουργήματα της θείας πρόνοιας. Με άλλα λόγια, σε κοινωνίες τέτοιου τύπου, το θεμέλιο της πολιτικής εξουσίας ήταν εξω-κοινωνικό: αν ο κόσμος ήταν αυτός που ήταν επειδή ο Θεός τον ήθελε έτσι […] στο επίπεδο της δημόσιας ζωής, οι πιο σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους υπηκόους τους ήταν οι θρησκευτικές: στη βυζαντινή αυτοκρατορία, οι άνθρωποι ήταν «χριστιανοί», «εθνικοί» (δηλαδή, ειδωλολάτρες) ή αιρετικοί (και σε αυτούς περιλαμβάνονταν από μια μια στιγμή και έπειτα, και οι Ρωμαιοκαθολικοί). Στην οθωμανική, η βασική διάκριση ήταν ανάμεσα σε «πιστούς» (μουσουλμάνους) και «άπιστους». Σε ό,τι αφορά, τώρα, τις άλλες «εθνοτικές» διαφορές (γλωσσικές και πολιτισμικές), αυτές ενείχαν περισσότερο μια δυνητική σημασία: για να αποκτήσουν τη σημασία θεμελίου της κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης, θα πρέπει ουσιαστικά να περιμένουμε την εμφάνιση των πρώτων βαλκανικών εθνικισμών στα τέλη τους 18ου αιώνα».[1]

Η αναφορά των ελληνόφωνων ρωμηών (διότι ρωμηοί ήταν όλοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί) ήταν η ανάμνηση των «βασιλέων του γένους», των “βυζαντινών” αυτοκρατόρων και όχι οι αρχαίοι έλληνες. Ο ρωμηός προσδοκούσε την ανασύσταση της αυτοκρατορίας των χριστιανών Ρωμαίων κι αυτό αφού προηγουμένως ο «περιούσιος λαός» του Θεού, δλδ οι ρωμηοί, συγχωρούνταν για τις αμαρτίες τους εξαιτίας των οποίων είχαν υποδουλωθεί στους οθωμανούς. Γι’ αυτό εξάλλου και στην συλλογική συνείδηση εκείνη που «’πάρθεν» ήταν η «Ρωμανία» και όχι η Ελλάδα. Και εκείνος που «κλαίει και δερνοκοπάται» για την άλωση της Βασιλεύουσας είναι ο «Αι Γιάννες ο Χρυσόστομον» και όχι οι θεοί του Ολύμπου. Το τι πίστευε ο απλός ρωμαίικος λαός μέχρι τον 19ο αι. για την σχέση του με τους αρχαίους έλληνες φαίνεται και από καταγραφές του Κακριδή:

Οι Έλληνες χάθηκαν όλοι όταν κάποτε έπεσε πείνα μεγάλη στη γη. Τότε καθένας τους έπαιρνε λίγες τροφές και έμπαινε στον τάφο του, για να βρεθεί θαμμένος, όταν οι τροφές του θα τελείωναν και θα πέθαινε. [Κρήτη (Σφακιά), 20ος αι.]

Στα Κράβαρα κατοίκησαν Έλληνες, μεγάλοι, αντρειωμένοι. Σε λίγο όμως έπεσαν φοβερά κουνούπια, με μύτες σιδερένιες που κυνηγούσαν κι εθανάτωναν τους Έλληνες, ώσπου αναγκάστηκαν όσοι είχαν απομείνει να φτιάσουν μεγάλα πιθάρια και να θαφτούν μέσα εκεί ολοζώντανοι. Κι έτσι αφανίστηκε από τα Κράβαρα η πρώτη γενιά, η μεγάλη, η αντρειωμένη. [Αιτωλία (Κράβαρα Ναυπακτίας), 19ος αι.]

Παλιόν καιρό οι-γι-ανθρώποι ήταν πολύ μεγάλοι. Μεγαλύτεροι απ’ όλους ήταν οι Ελλένηδες. Αυτοί ήταν κακοί ανθρώποι• γι’ αυτό ο Θεός έστειλε κάτι κουνούπια μεγάλα με μύτες σιδερένιες και τους κυνήγαγαν. Μοναχά τη νύχτα έβγαιναν οι αθρώποι, που κοιμούνταν τα κουνούπια, και το πουρνό, πριν βαρέσει ο ήλιος, και το βράδι, μότι βασίλευε. Όλη την άλλη μέρα κάουνταν μες στη γης. Είχαν φκιάσει εκεί κατοικιά ίσια για έναν άνθρωπο• είχαν το ψωμί τους, το νερό τους σε μποτίλιες, τη λάμπα τους κι ό,τι άλλο χρειαζούμενο. Μα δεν μπόρειαν να ζήσουν όλη τη μέρα κλεισμένοι, κι ένας ένας χάθηκαν. Σήμερα σκάφτουν και βρίσκουν τα κατοικιά τους, σεντούκια λιθαρένια. Μέσα βρίσκουν τα κόκαλά τους, λάμπες, μπότια [= στάμνες] και ό,τι άλλο είναι. [Ήπειρος (Παραμυθιά), 20ος αι.]

Στους βοσκούς γύρω από το ναό του Απόλλωνα στις Βάσσες ζει ακόμα σήμερα το όνομα των Ελλήνων. Με αυτό το όνομα χαρακτηρίζουν καθετί που πιστεύεται ηρωικό και γιγάντιο. Για τον εαυτό τους κάθε άλλο παρά που θαρρούν πως είναι οι κληρονόμοι της δόξας των παλαιών κατοίκων. Η απλοϊκή σκέψη αυτών των βοσκών θεωρεί τους Έλληνες προγόνους των Φράγκων, ξένους τεχνίτες που κάποτε κρατούσαν τον τόπο αυτόν. Έτσι εξηγεί γιατί οι Ευρωπαίοι ταξιδεύουν στα μέρη αυτά και δίνουν τόση σημασία σε ό,τι έχει απομείνει από εκείνους. [Αρκαδία, 19ος αι.]

Ο ζήλος των Άγγλων περιηγητών, των «μυλόρδων», να τα δουν όλα βιαστικά, να τα σχεδιάσουν και, αν μπορούν, να πάρουν μαζί τους καμιάν αρχαιότητα ή τουλάχιστο ένα κομμάτι μάρμαρο, έγινε αφορμή στους Καστρινούς [=κάτοικοι των Δελφών] να σχηματίσουν την ακόλουθη παράδοση: οι Μυλόρδοι δεν είναι χριστιανοί, γιατί κανείς ποτέ δεν τους είδε να κάνουν το σταυρό τους. Η γενιά τους είναι από τους παλιούς ειδωλολάτρες τους Αδελφιώτες, που φύλαγαν το βιό τους σ’ ένα κάστρο που το ’λεγαν Αδελφούς [=Δελφούς], από τους δυο αδελφούς τα βασιλόπουλα που το ’χτισαν. Όταν η Παναγία και ο Χριστός ήρθαν σ’ αυτούς τους τόπους και όλοι οι άνθρωποι ολόγυρα έγιναν χριστιανοί, οι Αδελφιώτες σκέφτηκαν πως ήταν καλύτερα γι’ αυτούς να φύγουν• κι έφυγαν στη Φραγκιά και πήραν και όλα τα πλούτη τους μαζί. Απ’ αυτούς είναι οι Μυλόρδοι, και έρχονται τώρα εδώ και προσκυνούν αυτά τα λιθάρια. [Φωκίδα (Δελφοί), 19ος αι.]


Η ελληνική εθνική συνείδηση θα εισαχθεί από τους εκπροσώπους του νεοελληνικού Διαφωτισμού -που μόλις στην διάρκεια του 18ου αιώνα την «ανακαλύπτουν»- και, με τη βοήθεια των ρωμηών των ευρωπαϊκών παροικιών, των εμπόρων και των καραβοκύρηδων που είχαν σχέσεις με την Ευρώπη, διαχέεται σταδιακά στο εσωτερικό της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σε αυτήν την τάση προσπάθησε να απαντήσει ο πατρο-Κοσμάς (και η Εκκλησία) όταν κήρυττε: «…εξέτασα πρώτον δια του λόγου σας και έμαθα πως με την χάριν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και Θεού ΔΕΝ ΕΙΣΤΕΝΕ ΕΛΛΗΝΕΣ, δεν είστενε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, αλλά ΕΙΣΤΕΝΕ ΕΥΣΕΒΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ […] Εμείς εδώ, χριστιανοί μου, δεν έχομεν πατρίδαν. Ετούτη η γη δεν είναι δική μας, είναι δια τα ζώα […] Πατρίδα έχομεν την ουράνιον βασιλείαν».

Η διαδικασία «εξελληνισμού» του ρωμαίικου –όποιες γλώσσες και να μιλούσε: ελληνικά, αλβανικά ή βλάχικα- πήγε χέρι-χέρι με τον σχηματισμό της εθνικής αστικής τάξης των εμπόρων και των καραβοκύρηδων ακριβώς την εποχή που η οθωμανική αυτοκρατορία περνούσε τον τελευταίο αιώνα της ζωής της καταρρέοντας μέσα στις εσωτερικές της αντιφάσεις που γεννιόντουσαν από τις ξεπερασμένες πια ανατολικού τύπου φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής και την απολυταρχική διακυβέρνηση. Η ρωμαίικη/ελληνική επανάσταση, παίρνοντας παραδείγματα από την γαλλική και την αμερικανική επανάσταση και εκμεταλλευόμενη τις διεθνείς συγκυρίες, ήταν αυτή που έδωσε το έναυσμα για την γέννηση των (νεωτερικών) εθνικών κρατών, των δημοκρατικών αξιών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και την επικράτηση των νέων, καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής σε βάρος της ξεπερασμένης ανατολικού τύπου φεουδαρχίας σε όλη την βαλκανομικρασία. Και εκεί βρίσκεται η μεγάλη και ιστορική της αξία

 

Σχετικά:

1. Ο καθηγητής Π. Πιζάνιας για το ελληνικό έθνος (από το 1:12:00 και έπειτα)

2. Άννα Μανδυλαρά – Αριστείδης Χατζής συζητούν για την Ελληνική Επανάσταση

3. Πώς διαμορφώθηκε η εθνική συνείδηση

4. Το ανατολικό ζήτημα και η ίδρυση του ελληνικού κράτους

5. «Πατροπαράδοτοι» και «εκσυγχρονισμένοι» εθνικοί μύθοι για το 1821

6. Κοσμοπολιτισμός, μοναρχία και πολυεθνική πραγματικότητα 

7. Η ελληνική επανάσταση και οι Μεγάλες Δυνάμεις

8. Δέκα πράγματα που πρέπει να γνωρίζετε για την Επανάσταση του 1821 

9. Το "ελληνικό έθνος" του Ν. Σβορώνου: σχέδιο για τη θεωρία και τη γενεαλογία του

10. Προσεγγίζοντας την ελληνική επανάσταση από την "άλλη πλευρά"

11. 1821: Η διαμόρφωση ενός καπιταλιστικού κράτους και κοινωνικού σχηματισμού

12. Οι Μεγάλες Δυνάμεις και η επανάσταση του 1821




Τα «κλεμμένα»

 

Το νεοϊδρυθέν έθνος-κράτος, λόγω και των συγκυριών της εποχής, της λογιοσύνης του διαφωτισμού, του κλασικισμού, του ρομαντισμού, του εθνικισμού, επέλεξε τη χρήση του όρου Έλλην, Ελληνική δημοκρατία. Η Γαλλική Επανάσταση και ο Εθνικισμός αναδιαμόρφωσαν τις έννοιες: Ο λαός έγινε Λαός, το γένος έγινε το Γένος / Έθνος, οι Γραικοί / Ρωμιοί / Έλληνες έγιναν Έλληνες, ενώ παρέμεινε και η ονομασία Ρωμιός, ρωμιοσύνη.

Ποιοι και πόσοι εντός και εκτός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ενστερνίσθηκαν αμέσως τις ιδέες περί εθνικισμού; Στη Μολδοβλαχία ηγήθηκαν Φαναριώτες, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος υπηρέτησε και έστησε το συνταγματικό φάσμα της Επανάστασης (κόντρα στους προκρίτους). Οι Έλληνες φοιτητές από τα αυτοκρατορικά ευρωπαϊκά πανεπιστήμια θυσιάσθηκαν στο Δραγατσάνι. Λόγιοι όπως ο Φαρμακίδης και ο Γαζής έσπευσαν στη μαχόμενη Ελλάδα, ο Κοραής στο Παρίσι στοχαζόταν για την Επανάσταση με τον τρόπο του. Ο Αντώνιος Αντωνόπουλος στην Τεργέστη, πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας, ήταν η καρδιά της περίθαλψης προσφύγων από την επαναστατημένη Ελλάδα, καθώς και της αποστολής χρημάτων κλπ, ενώ ο αδελφός του Γεώργιος ακολούθησε το Δημήτριο Υψηλάντη στην Πελοπόννησο. Ο Γεώργιος Σταύρου, γιος του μεγαλεμπόρου Σταύρου Ιωάννου από τα Γιάννενα και εκπρόσωπος των πατρικών επιχειρήσεων στη Βιέννη, ήταν από τους πρώτους τραπεζίτες που ήλθαν στη μετεπαναστατική Ελλάδα και συνίδρυσε την Εθνική Τράπεζα. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄, αλλά και 141 Φαναριώτες, θανατώθηκαν το 1821 στην Κωνσταντινούπολη. Οι κοτζαμπάσηδες, μέρος του διοικητικού-οικονομικού μηχανισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οδηγημένοι από τις αλλεπάλληλες αυξήσεις της φορολογίας, τις κρίσεις στη σχέση με την τοπική και κεντρική διοίκηση, και την οικονομική κρίση παραμονές του 1821, υπάκουσαν στα εθνικά προστάγματα της Φιλικής Εταιρείας και επαναστάτησαν, οραματιζόμενοι να στήσουν κράτος με τη γνώριμή τους πολιτική εμπειρία. Οι αρματολοί, από μέλη του οθωμανικού μηχανισμού, πέρασαν με τους κλέφτες στην επαναστατική, απελευθερωτική δράση. Το κυριότερο παράδειγμα μετάβασης από τις αυτοκρατορίες στο έθνος - κράτος απαντά, φυσικά, στο πρόσωπο, αλλά και την οικτρά τύχη, του Ιωάννη Καποδίστρια.

Η επαναστατική πράξη γνωρίζει ιδεολογική, νοοτροπιακή, υλική προετοιμασία, οργάνωση, προσωπικές φιλοδοξίες, αλλά και συλλογικά οράματα, στην προκειμένη περίπτωση αυτά της εθνικής ελευθερίας. Η μετάβαση από τη ζωή στην αυτοκρατορία σε αυτή του εθνικού κράτους απαιτούσε δυνατές ρήξεις, ιδεολογικές και πολιτικές αναπροσαρμογές, από τις οποίες δεν θα αφίσταντο ούτε οι λαοί που συναποτελούσαν τις διαλυθείσες ευρωπαϊκές πολυεθνικές αυτοκρατορίες έναν αιώνα μετά την Ελληνική Επανάσταση.

Ό. Κατσιαρδή-Hering , Ομότιμη καθηγήτρια Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού, ΕΚΠΑ

 

«Αν και πανέτοιμοι στρατιωτικά, οι αρματολοί της Ρούμελης είναι λιγότερο αποφασισμένοι να προσχωρήσουν στην Επανάσταση… Δεν ήξεραν τι τους επιφύλασσε η ανατροπή, τι μπορούσε να σημαίνει η “εθνική ιδέα”, η κεντρική διοίκηση, ο τακτικός στρατός. Την εθνική επανάσταση μπορούσαν να τη δεχτούν ως εδραίωση των ήδη κεκτημένων τοπικών τους δικαιωμάτων. Ο Βαρνακιώτης με την εδραίωσή του στο Ξηρόμερο. Ο Καραϊσκάκης ποτέ δε λησμόνησε τη διεκδίκηση του αρματολικίου των Αγράφων. Ο Ανδρούτσος τον έλεγχο της Ανατολικής Στερεάς…».

[…]

Στη σύγκρουση του Αλή με τον Σουλτάνο [ο Καραϊσκάκης] θα είναι αρχικά με τον Αλή. Θα περάσει με το μέρος του Σουλτάνου και στη συνέχεια θα αποσκιρτήσει κι από αυτόν, κατεβαίνοντας στα Άγραφα.

Στη σύσκεψη της Αγίας Μαύρας έχει δώσει τον όρκο. Όμως ούτε πεισμένος για την Επανάσταση είναι ούτε έχει δικό του Αρματολίκι. […]

Τότε αποφασίζει να οικειοποιηθεί το αρματολίκι των Αγράφων, που περιελάβανε 180 κωμοπόλεις και χωριά, καθώς η φάρα των Μπουκουβαλαίων δεν ήταν ικανή να το ελέγξει. Μετατρέπει το αρματολίκι σε αυτόνομο κρατίδιο και πείθει τον Χουρσίτ πασά και τον δερβέναγα των Τρικάλων Σούλτια Κόρτσια να του ανατεθεί το αρματολίκι με έγγραφους, πρωτοφανείς όρους όπως η συλλογή φόρων και η απαγόρευση διέλευσης στρατευμάτων, Τουρκικών αλλά και ελληνικών! Στις πρώτες επαναστατικές επιχειρήσεις ο Καραϊσκάκης δεν είχε συμμετοχή, θα είναι απών και στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου (25 Οκτώβρη 1822 – 31 Δεκέμβρη 1822).

Το διπλό παιχνίδι

Σύντομα θα κατανοήσει πως δεν είναι εύκολη η «ουδετερότητα». Μετά το Μεσολόγγι ο Ισμαήλ Πλιάσσας επιχειρεί να περάσει, με στράτευμα 3.000 ανδρών από τα Άγραφα. Ο Καραϊσκάκης ξέρει πως κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό: Το τουρκικό ασκέρι θα ρήμαζε την περιοχή, άρα σαν αρματολός θα είχε τελειώσει ενώ θα καταγραφόταν οριστικά ως προδότης στη συνείδηση των Ελλήνων. Αρνείται τη διέλευση στα τουρκικά  στρατεύματα χαρακτηρίζοντάς τους «ληστές και αχάριστους» έναντι του Σουλτάνου(!). Θα τους νικήσει στο Σοβολάκο και θα στείλει έντεκα κεφάλια Τούρκων στον Χουρσίτ(!) σαν απόδειξη πως μένει πιστός στις συμφωνίες! 

Εμφανίζονται διεκδικητές του αρματολικίου: Ο Ράγκος, ο Στορνάρης ενώ κι η φάρα των Τζαβελαίων, διωγμένη από το Σούλι, το καλοβλέπει. Λόγω έχθρας με τον Μ. Μπότζαρη, που ορίστηκε αρχιστράτηγος, θα κατευθυνθούν προς τα Άγραφα. Ο Καραϊσκάκης τους «υποδέχεται» με αυτήν την επιστολή:

«Κίτσο Τζαβέλλα και λοιποί... Πού πάτε κλέφτες, λησταί της πατρίδας και προδότες, παληοτσάρουχα; Τριακόσιοι άνθρωποι θα μας φέρετε την ελευθερίαν; Ή νομίζετε πως δεν ηξεύρομεν τους σκοπούς σας;  Επουλήσατε την πατρίδαν σας και τώρα τρέχετε από δω και από εκεί…».

Στη σύγκρουση ένας Σουλιώτης θα σκοτωθεί καθώς και πέντε άντρες του Καραϊσκάκη. Θα κόψει το κεφάλι του Σουλιώτη και θα το στείλει στη Λάρισα ως απόδειξη της αφοσίωσής του!

Το τέλος του ονείρου να κρατήσει το αρματολίκι των Αγράφων θα έρθει όταν το 1823 ο Μουσταή πασά της Σκόρδας ετοιμάστηκε να χτυπήσει τη Ρούμελη. Ο Καραϊσκάκης θα στείλει στον Μουσταή, ως σημάδι υποταγής, ένα πολεμικό άλογο κι ένα μουλάρι, όμως η επιστολή που θα λάβει από τον Μουσταή είναι ξεκάθαρη: «Όποιος θέλει να είναι με μένα πρέπει να είναι πλησίον μου»! Πλέον δεν υπήρχαν περιθώρια, η απάντηση του Καραϊσκάκη γράφτηκε σε στίχους από τον γραμματικό του, τον Γαζή:

«Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί λέγεις να προσκυνήσω, κι εγώ πασά μου ερώτησα τον πούτσον μου τον ίδιο κι αυτός μου αποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω, κι αν έρθεις καταπάνω μου ευθύς να πολεμήσω»

[…]

Ο ίδιος ο Μαυροκορδάτος λίγες μέρες πριν τη δίκη, στις 12 Μάρτη 1824, του έστειλε επιστολή: «Ο Ομέρ Βρυώνης ας στείλει δύο ανθρώπους, στέλλομεν κι εμείς άλλους δύο και κουβεντιάζουν»! Ο δε Στορνάρης που ήταν «στρατοδίκης» του, λίγες μέρες μετά τη δίκη του στέλνει επιστολή όπου τον αποκαλεί «αδερφό» του και τον καλεί να επιτεθούν στα Τρίκαλα! Ο Καραϊσκάκης, ακόμα δίβουλος, απαντά:

«Αδελφέ… έχει και τουμπλέκια ο πούτζος μου, έχει και τρουμπέταις, όποια θέλω θα μεταχειριστώ». Τα «τουμπλέκια» ήταν όργανα του τουρκικού ιππικού, οι «τρουμπέτες» του ελληνικού. Σαφές το μήνυμα…

[…]

Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος εκτιμά πως «από της εποχής ταύτης άρχεται το αληθές κατά την Επανάστασιν στρατιωτικόν στάδιον του αντρός». Βρισκόμαστε πια στο καλοκαίρι του 1825! Ακόμα και τώρα, η παρατήρηση του Παπαρρηγόπουλου δεν είναι ολότελα σωστή. Φτάνοντας έξω από το Μεσολόγγι ο Καραϊσκάκης θα παρενοχλήσει όντως τον ανεφοδιασμό των Τουρκικών στρατευμάτων όμως περισσότερο θα ασχοληθεί με τις αντιπαραθέσεις με τον Στ. Γάτσο που οι Τούρκοι είχαν διορίσει αρματολό στα Άγραφα.

Τελικά, θα συγκροτηθεί το στρατόπεδο στη Δερβέκιστα, πάνω από τη λίμνη Τριχωνίδα. Στο στρατόπεδο θα συγκεντρωθεί ισχυρή δύναμη σχεδόν 5.000 ανδρών που θα μπορούσε να αλλάξει τη μοίρα του Μεσολογγίου. Ο διορισμός όμως από την Κυβέρνηση του Σουλιώτη Μπότζαρη ως αρχιστράτηγου όξυνε τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις και ουσιαστικά παρέλυσε την ισχυρή αυτή δύναμη. Γράφει ο στρατηγός Σπυρομήλιος: «Έφερε τη διαίρεση εις το στράτευμα και τούτη το αποτέλεσμα να μην επιχειρισθή τίποτα προς ωφέλειαν του Μεσολογγίου». Όταν τον Απρίλη του 1826 οι «ελεύθεροι πολιορκημένοι» θα επιχειρήσουν την Έξοδο, οι χιλιάδες αυτοί άνδρες θα μείνουν αδρανείς, ο Καραϊσκάκης απλά θα περιθάλψει όσους επέζησαν. Για το στρατόπεδο της Δερβέκιστας υπάρχει πέπλο σιωπής που έσπασε με το εξαιρετικό του έργο «Το στρατόπεδο της Δερβέκιστας» ο Κ. Καρακόιδας.

Ο «άγγελος»

«Η πτώση της ηρωικής πόλης του Μεσολογγίου έγινε αιτία να ερημώσει η Ρούμελη είχε όμως και ένα ευεργετικό αποτέλεσμα: να βρει τον αληθινό του δρόμο ο Γεώργιος Καραϊσκάκης». Η εκτίμηση αυτή του Κ. Παπαγιώργη είναι απόλυτα σωστή. Από το Μεσολόγγι και ύστερα, σαν να έγινε μία έκρηξη και ο κατσαπλιάς με το αληπασαλίδικο φρόνημα και νοοτροπία μετατρέπεται σε έναν αληθινό εθνικό και λαϊκό ηγέτη, μια μεγαλοφυία όχι μόνο στρατιωτική αλλά και πολιτική.

Στις αρχές του καλοκαιριού του 1826 η Επανάσταση έχει ουσιαστικά ηττηθεί. Ο Καραϊσκάκης με μια θυελλώδη πορεία, όχι απλά θα αντιστρέψει την κατάσταση συντρίβοντας σε αλλεπάλληλες μάχες τα στρατεύματα των Τούρκων (με κορυφαία στιγμή την Αράχοβα), αλλά μέσα σε λίγους μήνες, στην αρχή της άνοιξης του 1827, θα ενώσει όλες τις ελληνικές δυνάμεις και θα βρίσκεται στα πρόθυρα της αποφασιστικής νίκης κατά του Κιουταχή στην Αττική, νίκη που θα έδινε την ελευθερία στην Ελλάδα με τις δικές της δυνάμεις.

Επίλογος

Σπάνια στην ιστορία, όχι μόνο την ελληνική, συναντάμε τέτοια περίπτωση. Κι ας το πούμε ξανά, είναι σοβαρό λάθος να αποσιωπάται η συνολική παρουσία του, γιατί τελικά αποσιωπάται η δύναμη που έχει η επαναστατική διαδικασία να μεταβάλλει τις συνειδήσεις. Η δύναμη που μετέτρεψε τον Καραϊσκάκη από αρματολό που έκοβε κεφάλια και τα έστελνε στην τουρκική εξουσία ως σημάδι αφοσίωσης στον Αρχιστράτηγο που στον Άγιο Σπυρίδωνα του Πειραιά την άνοιξη του 1827 εκφώνησε μπροστά σε 10.000 στρατιώτες την πιο εμπνευσμένη ομιλία για τον αγώνα των λαών κατά της τυραννίας και της αγγλικής και γαλλικής αποικιοκρατίας.

του Σπύρου Αλεξίου, Καραϊσκάκης: Τα χρόνια που ήταν «διάβολος»

 


 [1]. Ι. Κουμπουρλή, Η ιδέα της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού έθνους...


Σάββατο 17 Απριλίου 2021

Η προεπαναστατική οθωμανική αυτοκρατορία και οι ρωμηοί της νότιας Βαλκανικής πριν γίνουν Έλληνες (μέρος Α2)

συνέχεια από το προηγούμενο... 

Η προεπαναστατική οθωμανική αυτοκρατορία (μέρος Α2)

Μορφές ιδιοκτησίας πάνω στη γη - Φορολόγηση

Στο τιμαριωτικό σύστημα η καλλιεργούμενη γη, τα χωράφια, θεωρούνταν “δημόσια” περιουσία (μιρί) με την εξής έννοια: η ιδιοκτησία άνηκε στο κράτος, όπως αυτό προσωποποιείτο στο πρόσωπο του σουλτάνου ο οποίος είχε, κατά κάποιον τρόπο, αυτό που λέμε σήμερα ψιλή κυριότητα.

Ο καλλιεργητής (“πιστός” ή “άπιστος”) δεν είχε την ιδιοκτησία της γης αλλά την κατοχή (νομή) και την επικαρπία της και μόνο για όσο χρόνο την καλλιεργούσε. Τα δικαιώματα αυτά μπορούσε να τα μεταβιβάζει στα (αρσενικά) παιδιά του μετά από την έκδοση των σχετικών τίτλων (ταπού). Επίσης μπορούσε να μεταβιβάσει τα δικαιώματα αυτά ύστερα από άδεια του τιμαριώτη. Πέρα από την υποχρέωση της πληρωμής των φόρων ο καλλιεργητής δεν μπορούσε να αφήσει ακαλλιέργητη την γη, να αλλάξει την χρήση της και να μεταναστεύσει. Ο καλλιεργητής είχε την ιδιοκτησία των εργαλείων της δουλειάς του. Όλα αυτά με την προϋπόθεση ότι συμμετείχε ταυτοχρόνως σε κάποια κοινότητα (βλ. παρακάτω).

Σε αντίθεση με το καθεστώς στην καλλιεργούμενη γη, στα σπίτια και στα λοιπά κτίσματα αναγνωριζόταν πλήρης ιδιοκτησία. Το ίδιο συνέβαινε και με τους ελαιώνες, τα αμπέλια και τους οπωρώνες (με την προϋπόθεση ότι αυτά δεν είχαν δημιουργηθεί σε γη που είχε χαρακτηριστεί πρωτύτερα ως δημόσια/μιρί). 

Φόρους πλήρωνε όλος ο ανδρικός πληθυσμός των παραγωγών (αν και υπήρχαν φοροαπαλλαγές που δίνονταν ως αντάλλαγμα για ειδικές υπηρεσίες προς το κράτος: πχ σε μεταλλωρύχους, αλατοπαραγωγούς και δερβενετζήδες). Δεν πλήρωναν φόρους οι κρατικοί λειτουργοί, δλδ οι στρατιωτικοί, οι θρησκευτικοί λειτουργοί, οι διοικητικοί και δικαστικοί αξιωματούχοι. Όλοι οι φορολογούμενοι, και όχι μόνο οι μη-μουσουλμάνοι, χαρακτηρίζονταν ως ραγιάδες (ραγιάς/reaya σήμαινε κυριολεκτικά «μέλος του κοπαδιού») και αποτελούσαν περίπου το 90% του πληθυσμού της αυτοκρατορίας.

Η φορολόγηση γινόταν ανάλογα με το επάγγελμα και το θρήσκευμα. Οι μη μουσουλμάνοι πλήρωναν επιπλέον τον κεφαλικό φόρο (cizye) ως αντάλλαγμα για την “προστασία” που τους προσέφερε το οθωμανικό κράτος. Κατά την διάρκεια της χρονιάς μπορεί να προέκυπταν και έκτακτοι φόροι.

Ο κεφαλικός φόρος και οι έκτακτοι φόροι εισπράττονταν απευθείας από το κεντρικό Ταμείο με ειδικούς απεσταλμένους φοροεισπράκτορες ενώ οι τακτικοί φόροι που προορίζονταν για το κεντρικό Ταμείο εισπράττονταν μέσω της εκμίσθωσης τους. Μέχρι τον 18ο αιώνα η εκμίσθωση γινόταν για συγκεκριμένο (μικρό) χρονικό διάστημα (εκμίσθωση με το σύστημα ιλτιζάμ): το δικαίωμα συλλογής των φόρων για απόδοση προς το κεντρικό Ταμείο δινόταν σε αυτόν που θα πλήρωνε τα περισσότερα σε δημόσια δημοπρασία. Αρχικά έδινε μια προκαταβολή και τα υπόλοιπα τα πλήρωνε σε δόσεις μετά από τις εισπράξεις των φόρων από τους φορολογούμενους. Από τον 18ο αιώνα η εκμίσθωση γίνεται πλέον ισόβια (σύστημα μαλικιανέ), πάλι ύστερα από δημοπράτηση τους και με μια μεγάλη προκαταβολή. Η αλλαγή του συστήματος της εκμίσθωσης των φόρων είναι σημαντική διότι είχε ως αποτέλεσμα να περάσει η συλλογή των φόρων στα χέρια πλουσίων αξιωματούχων και προκρίτων ισχυροποιώντας τις περιφερειακές ελίτ και τις φυγόκεντρες τάσεις τοπικών ηγεμόνων.

Στην ίδια περίοδο παρατηρείται και το φαινόμενο της δημιουργίας των τσιφλικιών είτε με την αγορά γαιών από τον σουλτάνο είτε με αγορά των δικαιωμάτων από τους καλλιεργητές τους. Φυσικά αυτές τις αγορές είχαν την δυνατότητα να τις κάνουν μόνο οι πλούσιοι (έμποροι, αξιωματούχοι, μη-μουσουλμάνοι πρόκριτοι και μουσουλμάνοι ayan) οι οποίοι μετέτρεπαν σταδιακά τους πρώην καλλιεργητές σε δουλοπάροικους.  

Οι συλλογικότητες στα πλαίσια της αυτοκρατορίας: συντεχνίες και κοινότητες

Στις πόλεις και στα χωριά οι διάφοροι επαγγελματικοί κλάδοι ήταν υποχρεωμένοι να συγκροτούνται σε συντεχνίες ανάλογα κατ’ αρχήν με το επάγγελμά και δευτερευόντως με το θρήσκευμα (όπου ο αριθμός κάθε επαγγελματικής ομάδας ήταν μεγάλος μπορούσε η κάθε συντεχνία να είναι χωρισμένη σε επιμέρους σύμφωνα και με το θρήσκευμα). Η κάθε επαγγελματική ομάδα αποτελείτο από τους μάστορες (επικεφαλής εργαστηρίων), τους κάλφες (τους τεχνίτες) και τα τσιράκια (τους μαθητευόμενους).

Η συντεχνία διοικείτο από την συνέλευση των μαστόρων η οποία αποφάσιζε για φορολογικά θέματα, για την οργάνωση της παραγωγής, για τον καταμερισμό των φόρων, για την εκλογή των αξιωματούχων της συντεχνίας και την προαγωγή των τσιρακιών σε κάλφες κ.ά.

Εκπρόσωπος της συντεχνίας και πληρεξούσιος της απέναντι στις Αρχές ήταν ο κεχαγιάς (kâhya < περσικά kadxudā).

Ταυτοχρόνως οι κάτοικοι μιας τοπικής κοινωνίας μπορούσαν να συγκροτούνται και σε κοινότητες (πχ οι κάτοικοι ενός χωριού) ανεξαρτήτως της επαγγελματικής τους ιδιότητας. Οι κοινότητες αυτές δεν είχαν επίσημη νομική αναγνώριση αλλά ατύπως είχαν ουσιαστικές λειτουργίες: έκαναν καταμερισμό των φόρων που έπρεπε να πληρώσει το σύνολο της κοινότητας, διευθετούσαν θέματα της κοινότητας που δεν χρειαζόταν να φτάσουν στον διοικητή της περιοχής και συντηρούσαν φιλανθρωπικά ιδρύματα, σχολεία και βιβλιοθήκες (όπου, και αν, υπήρχαν).

Στις κοινότητες δεν συμμετείχαν όλοι οι κάτοικοι αλλά οι αρχηγοί οικογενειών που ήταν εγγεγραμμένοι στους τοπικούς φορολογικούς καταλόγους. Κάθε κοινότητα εξέλεγε -με λιγότερο ή περισσότερο δημοκρατικό τρόπο- την ηγεσία της κοινότητας, τους προκρίτους, (αναφέρονται και ως προεστοί, δημογέροντες, πρωτόγεροι και κοτζαμπάσηδες -koca = γέροντας, μεγάλος σε ηλικία και ba = κεφαλή, πρώτος) και οι πρόκριτοι με την σειρά τους τον πληρεξούσιο εκπρόσωπο τους, τον κεχαγιά της κοινότητας.

Μέσω των προκρίτων η κοινότητα ουσιαστικά προσδενόταν στο τιμάριο και στον τιμαριώτη της περιοχής ενώ ταυτοχρόνως δημιουργούσε άτυπες τοπικές εξουσιαστικές μονάδες κυρίως μέσα από τις ισχυρότερες οικογένειες της κοινότητας. 

Η κοινότητα και οι τοπικοί οθωμανοί αξιωματούχοι έδιναν την άποψη τους στο Παλάτι για τον διορισμό των αρματολών (martolos). Οι αρματολοί ήταν ουσιαστικά κρατικοί υπάλληλοι που διορίζονταν και παύονταν από τον σουλτάνο για να αντιμετωπίζουν τους “κλέφτες”, να κατοχυρώνουν την ασφάλεια στις ορεινές και δυσπρόσιτες περιοχές και να μεταφέρουν τους φόρους από τις περιοχές αυτές προς τις πόλεις. Οι αρματολοί προέρχονταν από τις τάξεις των “απίστων”, των ρωμηών, είχαν το δικαίωμα της οπλοφορίας (η οποία ήταν απαγορευμένη για τους υπόλοιπους ρωμηούς) και αμείβονταν από τους φόρους της περιοχής στην οποία εργάζονταν. Ο θεσμός του αρματολισμού ξεκίνησε στις αρχές του 16ου αιώνα (συνολικά στα Βαλκάνια και όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο) και σταδιακά απέκτησε μεγάλη σημασία με αποτέλεσμα αφενός να αναπτύσσονται μεγάλες διαμάχες μεταξύ των υποψηφίων για κάθε αρματολίκι και αφετέρου να προσπαθούν να μονιμοποιήσουν την θέση τους με επιγαμίες τόσο μεταξύ οικογενειών αρματολών όσο και με προεστούς της περιφερείας τους.

Οι “κλέφτες” (χαϊντούκοι στη βόρεια βαλκανική και χαΐνηδες στην Κρήτη) επιβίωναν ασκώντας το… επάγγελμα της ληστείας. Ζούσαν με τις ληστείες και με τα λύτρα που έπαιρναν από τις απαγωγές και λίγη σχέση είχαν με τον Ρομπέν των δασών ή με αγωνιστές της ελευθερίας. Μάλιστα έδειχναν ιδιαίτερη προτίμηση στις ληστείες επί των ομοθρήσκων τους καθώς ληστεία επί μουσουλμάνων έφερε απηνή διωγμό τους από το οθωμανικό κράτος. Ο ευκολότερος στόχος των κλεφτών ήταν οι ταξιδιώτες και οι έμποροι που καταληστεύονταν στα ορεινά περάσματα, στα δερβένια. Μάλιστα, γι’ αυτόν τον λόγο, υπήρχαν και ειδικά σώματα φύλαξης των δερβενίων, οι δερβενετζήδες. Επίσης για την προστασία τους, πολλοί ισχυροί παράγοντες είχαν προσωπικές φρουρές από “κάπους”  δλδ έμμισθους μπράβους. Ο Θ. Κολοκοτρώνης, για πρδγμα, είχε χρηματίσει τόσο ως κλέφτης όσο και ως κάπος (των Δεληγιανναίων) πριν φύγει για τα Επτάνησα και προσληφθεί στον αγγλικό στρατό. 

Όπως σημειώνει ο  G. Finlay: «Οι Έλληνες υπέφεραν πολύ περισσότερα ή οι Τούρκοι από τους κλέφτας. Πλούσιοι προύχοντες ήσαν πλέον ανυπεράσπιστοι από τους ευπόρους αγάδες˙ και οι λησταί χρειάζονται καθημερινόν πορισμόν τροφής. Πας περιηγητής εν τη Ανατολή θα ηδύνατο ν’ αναφέρη παραδείγματα τούτου εκ της ιδίας πείρας του. Δυο παραδείγματα αρκούσι. Ο Λήκ (William Martin Leake) λέγει: “Ο ιδιοκτήτης της οικίας εν η καταλύω (εν Καλαμπάκα) προς τοις άλλοις αυτού ατυχήμασιν, εξωρύχθη τον ένα οφθαλμόν υπό των κλεφτών”. Ο κ. Δόδουελ (Edward Dodwell) λέγει: “Το κατάλυμά μας εις Λιβανάταις ήτο εις τον οικίσκο πτωχής Αλβανής, ήτις εθρήνει την απώλειαν του συζύγου της, φονευθέντος υπό των κλεφτών, οίτινες είχον κρατήσει και τον μικρόν υιό της αιχμάλωτον, αυτή δε τον εξαγόρασε με τας οικονομίας πολλών ετών”».

Εντούτοις στο πέρασμα του χρόνου έγινε συχνό το φαινόμενο κλέφτες να διεκδικούν αρματολίκια και αρματολοί που έχαναν το αρματολίκι τους να μετατρέπονται σε κλέφτες.

Η χριστιανική Εκκλησία

Mετά την Άλωση η χριστιανική Eκκλησία επιβίωσε ως ο συνεχιστής και κληρονόμος του “Bυζαντίου”. Ο ίδιος ο Μωάμεθ ο Πορθητής σε μια από τις πρώτες πράξεις του αναζήτησε και αναγόρευσε σε Πατριάρχη, αρχηγό των ορθόδοξων χριστιανών (των ρωμηών, ανεξαρτήτως γλώσσας και καταγωγής), τον ανθενωτικό Γεννάδιο Σχολάριο. Τόσο αυτός όσο και οι μεταγενέστεροι του οθωμανοί σουλτάνοι παραχώρησαν στην χριστιανική Εκκλησία μια σειρά από σημαντικά τιμάρια (δλδ περιουσία) και πολιτικά προνόμια με στόχο να ενσωματώσουν στην αυτοκρατορία τους τις πολυπληθείς χριστιανικές μάζες που έτσι και αλλιώς προστατεύονταν από το Κοράνι. Προς τούτο χρησιμοποίησαν την εκκλησιαστική ιεραρχία και τις δομές της μετατρέποντας τον Πατριάρχη αφενός σε επικεφαλή της κοινότητας των ορθοδόξων και αφετέρου σε διαμεσολαβητή μεταξύ των ρωμηών και του σουλτάνου. Ταυτοχρόνως όμως ο Πατριάρχης και η Εκκλησία αναλάμβαναν και την ευθύνη για την νομιμοφροσύνη των χριστιανών υπηκόων και γι’ αυτό η εκκλησιαστική ιεραρχία ήταν υπόλογη για κάθε είδους παρεκτροπή τους. Εγκλωβισμένη ανάμεσα στις ευθύνες της απέναντι στο οθωμανικό κράτος και στην αναγκαιότητα της προστασίας του ποιμνίου της η «αιχμάλωτη Εκκλησία» πορεύτηκε μέχρι την επανάσταση του 1821 λειτουργώντας ως στήριγμα της αυτοκρατορίας αλλά και ως προστάτης των χριστιανικών πληθυσμών συντηρώντας ένα προνεοτερικό “έθνος” χριστιανών τόσο υλικά όσο και πνευματικά. Στα πλαίσια αυτά ανέπτυξε και μια αμφιλεγόμενη -για εμάς- στάση απέναντι στον Διαφωτισμό και στα επαναστατικά κηρύγματα με αποκορύφωμα την «Διδασκαλία Πατρική» (της οποίας η πατρότητα αποδίδεται στον μετέπειτα οικουμενικό πατριάρχη Γρηγόριο E΄) που σήμερα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μνημείο υποτέλειας και δωσιλογισμού. Μεταξύ άλλων:

«Ίδετε λαμπρότατα τι οικονόμησεν ο […] πάνσοφος ημών Κύριος διά να φυλάξη και αύθις αλώβητον την αγίαν και ορθόδοξον πίστιν ημών των ευσεβών και να σώση τους πάντας· ήγειρεν εκ του μηδενός την ισχυράν αυτήν βασιλείαν των Όθωμανών αντί της των Ρωμαίων ημών βασιλείας, η οποία είχεν αρχίσει τρόπον τινά να χωλαίνει εις τα της ορθοδόξου πίστεως φρονήματα […] Κατέστησε λοιπόν εφ’ ημάς ο παντοδύναμος Κύριος αυτήν την υψηλήν βασιλείαν διά να είναι εις μεν τους Δυτικούς ωσάν ένας χαλινός, εις δε τους Ανατολικούς ημάς, πρόξενος σωτηρίας. Δια τούτον και νεύει εις την καρδίαν του βασιλέως τούτων των Οθωμανών να έχη ελεύθερα τα της πίστεως ημών των ορθοδόξων, και υπερεκπερισσού να τα διαυθεντεύη, ώστε οπού και να παιδεύη ενίοτε και τους παρεκτρεπόμενους χριστιανούς, δια να έχουν πάντοτε προ οφθαλμών του Θεού τον φόβον· η δε Εκκλησία του Χριστού έχει πάσαν την ελευθερίαν, καθώς και εκ των ομοπίστων ορθοδόξων Βασιλέων, εις το να ανοικοδομώσιν εκκλησίας…»

 

 Σχετικά:

1. Φαναριώτες, αρματολοί, Συντεχνίες, Τοπική Αυτοδιοίκηση

2. Κλέφτες, αρματολοί και κάποι

3. Αρματολισμός

4. Κλέφτες, χαϊντούκοι και ζεϊμπέκοι

5. Ανώτατη οθωμανική διοίκηση, γενίτσαροι

6. Ένοπλες μορφές αντίστασης: αρματολοί και κλέφτες 

 

  

Τα «κλεμμένα»

Ο ασιατικός τρόπος παραγωγής χαρακτηρίζεται λοιπόν από τα εξής στοιχεία:

α) Μια σχέση ιδιοκτησίας πάνω στη γη που ασκείται από την άρχουσα τάξη.

β) Μια σχέση κατοχής της γης, που παραμένει στα χέρια των εργαζομένων οι οποίοι υπόκεινται στις συγκεκριμένες σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης.

γ) Το αποφασιστικό στοιχείο όμως του ασιατικού τρόπου παραγωγής που αποτελεί και την ειδοποιό διαφορά του από όλους τους άλλους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής είναι ότι τόσο οι σχέσεις ιδιοκτησίας όσο και οι σχέσεις κατοχής οργανώνονται κοινωνικά όχι σε ατομική αλλά σε συλλογική βάση. Απουσιάζουν δηλαδή όλες οι μορφές τόσο της ατομικής ιδιοκτησίας όσο και της ατομικής κατοχής.

[…]

Η κυρίαρχη τάξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οργανώνεται, λοιπόν, στο κράτος και υφίσταται μόνο σε αναφορά με το κράτος (ασιατικός δεσποτισμός). Ο Σουλτάνος προσωποποιεί την ενότητα της κρατικής εξουσίας, αποτελεί το συνώνυμό της.

Η ιδιοκτησία της γης ανήκει στο κράτος, δηλαδή στην οργανωμένη στο κράτος άρχουσα τάξη, η οποία προσωποποιείται στον Σουλτάνο. Η κατοχή της γης δεν ανήκει στον μεμονωμένο αγρότη (δεν υφίσταται καν η νομική κατηγορία του προσώπου ή του ατόμου) αλλά στην ασιατική κοινότητα, η οποία διαμορφώνεται από τους κατοίκους ενός ή περισσότερων χωριών. Ο αγρότης κατέχει και καλλιεργεί τη γη μόνο μέσα από την ένταξή του στην κοινότητα.

[…]

Ο ασιατικός δεσποτισμός αποτελεί ένα θρησκευτικό δεσποτισμό. Ο Σουλτάνος είναι ο άμεσος εκπρόσωπος του θεού στη γη, ο πληθυσμός διαιρείται ανάλογα με τη θρησκευτική του πίστη σε πιστούς και άπιστους και εντάσσεται, σε αντιστοιχία με αυτή τη διαίρεση, στο κράτος.

Ι. Μηλιός, Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός, εκδ. Εξάντας 1988

 

Ορολογία:

Οθωμανοί: Αρχικά ο όρος προσδιόριζε τους συμμάχους και τους οπαδούς του Οσμάν του γενάρχη των οσμανληδών. Στις πηγές του 15ου-18ου αι. ο ίδιος όρος αναφέρεται στη δυναστεία ή στο κράτος ή στους κρατικούς αξιωματούχους.

Τούρκοι: Χαρακτηρίζονταν έτσι

α) από τις ελληνόγλωσσες και ευρωπαϊκές πηγές οι μουσουλμάνοι (εξ ου και το ρήμα «τουρκεύω» σήμαινε «γίνομαι μουσουλμάνος», «εξισλαμίζομαι») 

β) από τις οθωμανικές πηγές οι τουρκόφωνοι χωρικοί της Μ. Ασίας

γ) από τους τουρκόφωνους μουσουλμάνους των πόλεων οι ακαλλιέργητοι, άξεστοι χωριάτες της Μ. Ασίας και ο όρος  χρησιμοποιούτο υποτιμητικά (όπως χρησιμοποιούμε εμείς υποτιμητικά τον όρο «βλάχοι»). Οι κάτοικοι των πόλεων αυτοαποκαλούνταν απλώς μουσουλμάνοι.

Η ονομασία Τουρκία δόθηκε στην τουρκόφωνη Ανατολία από τους ευρωπαίους στην πρώτη κατάκτησή της από τους Τούρκους τον 11ο αι. Οι σύγχρονοι Τούρκοι την υιοθέτησαν ως επίσημη ονομασία της χώρας τους μόλις το 1923.

Αγάς (aga): Διοικητής Σώματος ή Υπηρεσίας (πχ δερβέν-αγας, χασεκή αγάς, αγάς των γενιτσάρων κλπ)

Αγιάν (ayan < αραβ. a‘yan=επιφανής): Οι αγιάνηδες ήταν μουσουλμάνοι τοπικοί παράγοντες με διοικητική εξουσία και μεγάλη περιουσία που αναδεικνύονται σε περιφερειακούς ηγεμόνες μετά τον 16ο αι. Ονομαστοί αγιάνηδες ήταν ο Αλή πασάς, ο Πασβάνογλου και ο Μωχάμετ Άλη της Αιγύπτου. Αντίστοιχοι τους –αλλά με μικρότερες δυνατότητες ανέλιξης και ισχύος- στους ρωμηούς ήταν οι πρόκριτοι/κοτζαμπάσηδες   

Βεζύρης (vezir=σύμβουλος): Ανώτατος τιμητικός τίτλος που δινόταν στους συμβούλους του σουλτάνου μεταξύ των οποίων και σε κυβερνήτες επαρχιών. Ο Μεγάλος Βεζύρης ήταν ένα είδος πρωθυπουργού της εποχής μας 

Γκιαούρης (gavur): Υβριστικός χαρακτηρισμός από τους μουσουλμάνους για τους μη-μουσουλμάνους, σημαίνει άπιστος (τουρκικά gavur < περσικά gäur, gäbr= πυρολάτρης)

Καδής ή ιεροδίκης (kadi): Θρησκευτικός και διοικητικός αξιωματούχος που δίκαζε και αποφάσιζε με βάση τον Ιερό νόμο. Ανήκε στους ουλεμάδες

Καπουδάν πασάς (kapudan pasha): Ο μεγάλος ναύαρχος του οθωμανικού στόλου, υπεύθυνος και για την συλλογή των φόρων από τα νησιά

Κεχαγιάς (kâhya): Εξουσιοδοτημένος υπάλληλος ως ενδιάμεσος μιας κοινότητας με το κράτος ή αναπληρωτής διαφόρων οθωμανών αξιωματούχων

Μιλέτ(ι) (millet): Σύνολο ανθρώπων που ανήκαν σε μια θρησκευτική κοινότητα. Υπήρχε το Ρουμ μιλέτ των ορθόδοξων χριστιανών, το μιλέτ των αρμενοχριστιανών, των εβραίων και των μουσουλμάνων.

Μπέης (bey): Ανώτερος διοικητικός τίτλος που θα μπορούσε να εννοηθεί ως ηγεμόνας ή άρχοντας. Ο τίτλος του μπέη δινόταν στους διοικητές των σαντζακιών (σαντζακμπέης), των εγιαλετιών (μπεηλέρμπεης/beylerbeyi=μπέης των μπέηδων ή βαλής/vali) και αυτόνομων περιοχών (βλ. Πετρό-μπεης Μαυρομιχάλης). Ο ατάμπεης ασκούσε χρέη κηδεμόνα στα παιδιά των σουλτάνων μέχρι την ενηλικίωση τους όταν αυτά διορίζονταν ως επαρχιακοί διοικητές. Από τα μέσα του 17ου αιώνα και μετά, οι μπεηλερμπέηδες –ενίοτε και οι σαντζακμπέηδες- έφεραν τους τιμητικούς τίτλους του βεζύρη και του πασά και ως τις αρχές του 18ου αιώνα είχαν δικαίωμα να παρευρίσκονται στο Αυτοκρατορικό Συμβούλιο   

Ουλεμάδες (ulema): Οι μουσουλμάνοι θρησκευτικοί λειτουργοί που ασχολούνταν με τη δικαιοσύνη και την εκπαίδευση. Σπούδαζαν στα θρησκευτικά σχολεία (medrese) και εξειδικεύονταν α) στη θεωρία και ερμηνευτική του Ιερού Νόμου για να ακολουθήσουν καριέρα μουφτή (mufti), β) στην εφαρμογή του Ιερού Νόμου ώστε να αναλάβουν δικαστικά καθήκοντα, γ) στη λατρευτική πράξη με σκοπό την απασχόλησή τους στα ισλαμικά τεμένη, δ) στη διδασκαλία του Ιερού Νόμου στα θρησκευτικά σχολεία ή ε) στην γραφειοκρατική πρακτική για να προσληφθούν ως γραφείς στην κεντρική και επαρχιακή πολιτική διοίκηση

Πασάς (paşa): Ανώτατος τιμητικός τίτλος –υποδεέστερος του βεζύρη- που απονεμόταν από τον σουλτάνο σε διοικητικούς και στρατιωτικούς αξιωματούχους    

Πρόκριτος ή κοτζάμπασης: Ο τοπικός επικεφαλής των χριστιανικών κοινοτήτων και εκπρόσωπος τους στις σχέσεις τους με την οθωμανική εξουσία  

Ραγιάς (reaya): Κυριολεκτικά σήμαινε «μέλος του κοπαδιού». Δήλωνε κάθε υπόχρεο σε καταβολή φόρου ανεξαρτήτως θρησκεύματος

Ρωμηός: Αρχικά σήμαινε όλους τους πιστούς της ορθόδοξης χριστιανικής Εκκλησίας της οθωμανικής αυτοκρατορίας ανεξαρτήτως γλώσσας και καταγωγής

Σούμπασης (subaşı): Διοικητής του σουμπασιλίκιου (subaşılık), υποδιαίρεσης του σαντζακίου με υφιστάμενό του τον τσερίμπαση (çeribaşı). ̇Και οι δύο αυτοί αξιωματούχοι προερχόμενοι από τις τάξεις των τιμαριωτών είχαν στρατιωτικά καθήκοντα που πύκνωναν γύρω από την  οργάνωση των τιμαριωτών σε περιόδους πολέμου    

Σπαχήδες (sipahi): Μεσαιωνικού τύπου στρατιωτικοί ιππείς οι οποίοι συγκροτούσαν τον κύριο όγκο του μόνιμου οθωμανικού στρατού μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα. Στους σπαχήδες παραχωρούνταν δικαιώματα επί των φόρων που συγκέντρωναν από τα τιμάρια και από τα οποία συντηρούσαν όχι μόνο τον εαυτό τους και τον πολεμικό τους εξοπλισμό αλλά και την συντήρηση  των μάχιμων  ακολούθων του  (cebeli). Συμμετείχαν υποχρεωτικά στους πολέμους της αυτοκρατορίας (στις εκστρατείες μόνο κάποιοι από αυτούς έμεναν πίσω για την ασφάλεια του συνόλου των τιμαρίων του σαντζακίου)


Το ευρώ, ο νεοφιλελευθερισμός, η εκμετάλλευση της εργασίας

  Τα δύο θεμέλια του καθεστώτος εκμετάλλευσης Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποτελέσει, ιδιαίτερα από το 1990 και μετά, ιμάντα μεταβί...