Τρίτη 23 Ιουλίου 2024

Το κυπριακό μέχρι το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή (μέρος 3ο)

 

>Συνέχεια από το προηγούμενο

 

Δ. Η περίοδος που προετοίμασε τον ένοπλο αγώνα της ΕΟΚΑ

 

Δ1. Η εξέγερση του 1931 – τα «Οκτωβριανά»

Το 1926 (και μέχρι το 1932) κυβερνήτης της Κύπρου ανέλαβε ο σερ Ρόναλντ Στορρς (1926-1932). Αν και αρχικά προσπάθησε να κερδίσει την ανοχή του πληθυσμού καταργώντας τον φόρο υποτελείας που μέχρι τότε καταβαλλόταν ακόμη από την Κύπρο στην Τουρκία, στη συνέχεια τα πράγματα πήραν άσχημη τροπή. Σταδιακά δημιουργήθηκαν έντονες αντιπαραθέσεις στο Νομοθετικό Συμβούλιο (βλ. Α2) γύρω από θέματα οικονομικής φύσης. Έτσι, στις 20 Ιουλίου 1929, οι  Κύπριοι  υπέβαλαν προς τη Βρετανική Κυβέρνηση υπόμνημα με αίτημα την Ένωση με την Ελλάδα. Η αντιπαράθεση οξύνθηκε όταν τον Δεκέμβριο του 1929 πέρασε νόμος για τον διορισμό δασκάλων από την αποικιοκρατική κυβέρνηση ενώ μέχρι τότε οι δυο κοινότητες, ε/κ και τ/κ, παρείχαν στα παιδιά τους ελληνική και τουρκική παιδεία.

Τον Ιανουάριο του 1930, σε ευρεία συνέλευση που συγκάλεσε η Αρχιεπισκοπή, ιδρύθηκε από τους ε/κ η “Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων”/ΕΟΚ (βλ. Γ) με βασικό σκοπό την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Μάλιστα την 25η Μαρτίου του ίδιου έτους η ΕΟΚ προκάλεσε ενωτικό δημοψήφισμα σε ολόκληρη την Κύπρο.

Στις εκλογές που έγιναν τον Οκτώβριο για τα μέλη του Νομοθετικού Συμβουλίου («βουλευτές») εξελέγησαν από την ε/κ πλευρά υποψήφιοι που ήταν οπαδοί της ένωσης. Ανάμεσα τους ο επίσκοπος Κιτίου Νικόδημος Μυλωνάς.

Εν τω μεταξύ είχε ξεσπάσει η μεγάλη κρίση που ακολούθησε το κραχ του 1929 και αυτό είχε την αντανάκλαση του και στα δημοσιονομικά της Κύπρου. Ο προκλητικά αντιδημοκρατικός κανονισμός εκλογής των μελών του Ν.Σ. που κατέληγε σχεδόν πάντα στην επιβολή της θέλησης του κυβερνήτη από τη μια και τα οικονομικά μέτρα που έπαιρνε ο κυβερνήτης από την άλλη ηλέκτριζαν την κατάσταση. Μάλιστα, προκλητικά, ο Στορρς με ειδικό αυτοκρατορικό «διάταγμα εν συμβουλίω» (11/8/1931) επέβαλλε το νομοσχέδιο για το δασμολόγιο παρότι αυτό είχε καταψηφιστεί από το Ν.Σ. (28/4/1931) καθώς οι τ/κ δεν είχαν συμμετάσχει στην ψηφοφορία (αν και σύμφωνα με τον Στορρς, μόνο ένας τ/κ συνέπραξε με τους ε/κ «βουλευτές»).

Μέσα στις οικονομικές δυσκολίες που περνούσε ο κυπριακός λαός η Βρετανία του απαιτούσε να εξακολουθήσει να εισπράττει ειδικούς φόρους, προκειμένου να πληρωθεί το υπόλοιπο του δανείου που είχε πάρει η Τουρκία από Άγγλους κεφαλαιούχους το 1855.

Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1931 πραγματοποιήθηκε μυστική σύσκεψη των ε/κ «βουλευτών» στην οποία αποφασίστηκε η παραίτηση τους από το Ν.Σ. και η άρνηση πληρωμής αυτών των ειδικών φόρων. Την απόφαση αυτή ενέκρινε και η ΕΟΚ δεκαπέντε μέρες αργότερα.

Η κρίση ξέσπασε όταν, στις 18 Οκτωβρίου, ο (επίσκοπος Κιτίου και «βουλευτής») Νικόδημος Μυλωνάς κυκλοφόρησε σε χιλιάδες αντίτυπα διάγγελμά με επαναστατικό περιεχόμενο. Μια μέρα νωρίτερα είχε υποβάλει την παραίτησή του από το βουλευτικό αξίωμα παρότι μέχρι τότε  τασσόταν εναντίον της αποχώρησης των ε/κ από το Ν.Σ. Ακόμη και σήμερα δεν έχει διευκρινιστεί ποιοι λόγοι τον οδήγησαν σε αυτήν την εξεγερτική πράξη (ίσως επειδή αντιλαμβανόταν τα συναισθήματα του λαού, ίσως επειδή πείστηκε από τον φανατικό ενωτικό πρόξενο της Ελλάδας στην Κύπρο, τον, κυπριακής καταγωγής, Αλέξη Κύρου). Το παράδειγμα του ακολούθησαν ακόμη τρεις «βουλευτές». Την ίδια μέρα σε ομιλία του στη Λάρνακα κήρυξε ξανά την ανυπακοή προς τους Άγγλους και τάχθηκε για άλλη μια φορά υπέρ της ένωσης. Στις 20 Οκτωβρίου μίλησε σε ογκώδες συλλαλητήριο στην Λεμεσό και ακολούθησε διαδήλωση.

Το εξεγερσιακό κύμα έφτασε και στη Λευκωσία όπου το απόγευμα της επόμενης μέρας (21 Οκτωβρίου) συγκροτήθηκε ένα αυθόρμητο συλλαλητήριο το οποίο ανάγκασε ε/κ ηγέτες να πάρουν θέση. Οι παρευρισκόμενοι «βουλευτές» προσπάθησαν να πείσουν το πλήθος να διαλυθεί αλλά η κατάσταση σταδιακά ξέφυγε από τον έλεγχο. Το πλήθος μετά από σύγκρουση με αστυνομικές δυνάμεις έφτασε στο κυβερνείο για να επιδώσει ψήφισμα στον ίδιο τον κυβερνήτη. Η άρνηση του κυβερνήτη Στορρς να δεχθεί ν' ακούσει τους εκπροσώπους των διαδηλωτών ξεχείλισε το ποτήρι. Ξεκίνησε λιθοβολισμός του κυβερνείου, αυτοκίνητα που βρίσκονταν στην αυλή του κυβερνείου αναποδογυρίστηκαν και κάηκαν, έπεσαν πυροβολισμοί κατά των διαδηλωτών και τελικά έγινε η μεγάλη επίθεση κατά του κυβερνείου, το οποίο σύντομα παραδόθηκε στις φλόγες.

Επεισόδια ακολούθησαν και στις υπόλοιπες πόλεις: στην Αμμόχωστο (τα επεισόδια συνεχίστηκαν μέχρι τις 29 του μηνός), στην Λάρνακα, στην Πάφο, στην Λεμεσό και στην Κυρήνεια. Επεισόδια και συγκρούσεις σημειώθηκαν και στην ύπαιθρο όπου πυρπολήθηκαν αστυνομικοί σταθμοί, καταδιώχτηκαν κυβερνητικοί υπάλληλοι και φοροεισπράκτορες, πυροβολήθηκαν στρατιώτες και γκρεμίστηκαν γέφυρες για να εμποδιστεί η μετακίνηση του κατασταλτικού μηχανισμού.

Η εξέγερση κράτησε μέχρι τις 28 του μηνός και κάμφθηκε χάρη στις ενισχύσεις βρετανικών στρατιωτικών μονάδων από της Αίγυπτο και την βάση της Σούδας.

Την κατάπνιξη την εξέγερσης ακολούθησαν δίκες και καταδίκες. Σε φυλάκιση (από μερικούς μήνες μέχρι και 10 χρόνια) καταδικάστηκαν πάνω από τριακόσια άτομα ενώ περίπου δυο χιλιάδες καταδικάστηκαν σε πρόστιμα. Άλλοι καταδικάστηκαν σε εκτοπίσεις χωρίς δικαίωμα μετακίνησης. Επιπλέον οι ζημιές που είχαν προκληθεί χρεώθηκαν για να πληρωθούν από τους ε/κ.

Επίσης συνελήφθησαν και εξορίστηκαν δέκα πολιτικοί ηγέτες των ε/κ (μεταξύ αυτών και οι δυο ηγέτες του ΑΚΕΛ Βατυλιώτης και Σκελέας). Τα σκληρά μέτρα που ακολούθησαν την καταστολή του κινήματος στέρησαν μέχρι τα πρώτα χρόνια της επόμενης δεκαετίας τους ε/κ από την ηγεσία του.

Ο απολογισμός των θυμάτων, πέρα από τους τραυματίες, ήταν δεκαεπτά νεκροί ε/κ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η αντίδραση των τ/κ στην εξέγερση δεν ήταν αυτή την οποία ανέμεναν οι Βρετανοί (έτσι κι αλλιώς και στο παρελθόν οι σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων, πέρα από περιστασιακές εντάσεις, ήταν πάντα καλές). Σε άρθρα τ/κ εφημερίδων διατυπώθηκαν κατηγορίες κατά της ηγεσίας των ε/κ ότι θα κατέστρεφαν την αρμονία που υπήρχε στο νησί και καταδίκασαν τα γεγονότα διακηρύσσοντας και την πλήρη αντίθεσή τους στη λύση της ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα. Αλλά σε γενικές γραμμές η στάση των τ/κ έναντι των γεγονότων ήταν χλιαρή έως αδιάφορη

Κοιτώντας εκ των υστέρων την εξέγερση διαπιστώνεται ότι οι πιθανότητες επιτυχίας ήταν ελάχιστες, αφού ούτε προετοιμασμένη ήταν, ούτε είχε σχεδιαστεί για ν' αποβλέπει προς κάποιους στόχους ενώ δεν διέθετε και την υποστήριξη της ελλαδικής κυβέρνησης. Ταυτοχρόνως όμως τα «Οκτωβριανά» διεθνοποίησαν το κυπριακό και ευαισθητοποίησαν τον ελληνικό λαό τόσο στην Ελλάδα όσο και στις παροικίες του ελληνισμού. 

Η εξέγερση των Οκτωβριανών



 

Δ2. Η «Παλμεροκρατία» (Οκτώβριος 1931 – Οκτώβριος 1940)

Η 9ετία που ακολούθησε τα «Οκτωβριανά» έμεινε στην ιστορική μνήμη με τον όρο «Παλμεροκρατία» από το όνομα του κυβερνήτη Χέρμπερτ Ρίτσμοντ Πάλμερ (1933-39) και στη συνείδηση του λαού της Κύπρου ταυτίστηκε με τη στυγνή δικτατορία (οι άλλοι δυο κυβερνήτες της περιόδου ήταν ο Ρέτζιναλντ Έντουαρντ Σταπς (1932-33) και ο Γουίλλιαμ Ντέννις Μπάττερσιλ (1939-40)).

Αμέσως μετά την οκτωβριανή εξέγερση και την καταστολή της λήφθηκαν δικτατορικά μέτρα διακυβέρνησης του νησιού από την Βρετανία. Όλες οι ελευθερίες που είχαν αποκτηθεί έως τότε από τους Κυπρίους, ανεστάλησαν ώστε να διατηρηθεί η τάξη και να συνετιστούν οι ε/κ. Παράλληλα καταργήθηκε το Νομοθετικό Συμβούλιο, ακυρώθηκαν οι εκλογές «βουλευτών», σταμάτησαν οι εκλογές για κοινοτάρχες και δημάρχους που πλέον διορίζονταν, φιμώθηκε ο τύπος με την επιβολή ελέγχου και λογοκρισίας, η λογοκρισία επεκτάθηκε σε κάθε τρόπο επικοινωνίας (όπως λ.χ. στα τηλεγραφήματα), απαγορεύθηκε η ύπαρξη και λειτουργία πολιτικών κομμάτων και οργανώσεων, απαγορεύθηκαν οι συγκεντρώσεις, η ανύψωση ελληνικών σημαιών και κάθε άλλη πολιτική έκφραση (όπως πολιτικού περιεχομένου ομιλίες και δηλώσεις), επιβλήθηκαν περιορισμοί στη διακίνηση, ιδίως στο εξωτερικό. Επί πλέον υιοθετήθηκαν μέτρα που σκόπευαν να ενσωματώσουν την εκπαίδευση στην αγγλική διοίκηση ενώ η ηγεσία της Εκκλησίας απομονώθηκε: οι επίσκοποι Κιτίου (Νικόδημος Μυλωνάς) και Κυρηνείας (Μακάριος Β΄) εξορίστηκαν και ο Πάφου (Λεόντιος) περιορίστηκε στην Πάφο.

Η είσοδος της Ελλάδας στον Β ΠΠ στο πλευρό της Βρετανίας και ο ενθουσιασμός που προκλήθηκε στους ε/κ ουσιαστικά επέφεραν την άτυπη (αλλά όχι και επίσημη) κατάργηση των περιοριστικών μέτρων. Μάλιστα το ΑΚΕΛ πήρε την πρωτοβουλία να οργανώσει στρατιωτικό τμήμα από μέλη του που συμμετείχαν στον πόλεμο μαζί με τα στρατεύματα της αυτοκρατορίας.

 

Τα Οκτωβριανά του 1931 και η περίοδος της «Παλμεροκρατίας»



 

Δ3. Οι πρώτες ανησυχίες των τ/κ – η οργάνωση του τ/κ εθνικισμού

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1940 οι τ/κ –κατά βάση η τ/κ πολιτικοοικονομική ελίτ- δεν έδειχναν να ανησυχούν για το ενδεχόμενο ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα καθώς η Βρετανία δεν παρουσίαζε καμμία ένδειξη υποχώρησης απέναντι σε αυτό το ε/κ αίτημα. Όμως τα πράγματα άλλαξαν κατά την διάρκεια του Β ΠΠ όταν η Βρετανία άφηνε να εννοηθεί ότι οι αποικίες που θα συμμετείχαν στον πόλεμο θα αποκτούσαν την ανεξαρτησία τους. Το ενδεχόμενο αυτό θορύβησε τους τ/κ. Αρχικά οι τ/κ ίδρυσαν τον «Σύνδεσμο Τουρκικής Μειονότητας της Νήσου Κύπρου» (ΚΑΤΑΚ). Προερχόμενος από το ΚΑΤΑΚ, ο γιατρός Φαζίλ Κουτσιούκ, ίδρυσε το 1944 το «Εθνικό Λαϊκό Τουρκικό Κόμμα Κύπρου» (KMTHP). Το ΚΜΤΗΡ το 1955 μετονομάστηκε σε «Εθνική Τουρκική Ένωση Κύπρου» (KMTB) πάλι με επικεφαλής τον Κουτσιούκ (ο οποίος παρέμεινε ηγέτης των τ/κ μέχρι την δεκαετία του ’60 και διετέλεσε πρώτος αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας).

Μιμούμενοι την πρακτική των ε/κ, οι τ/κ εθνικιστές διοργάνωσαν διαδηλώσεις και συλλαλητήρια διαμαρτυρίας εναντίον της Ένωσης. Σε μια από αυτές -μετά την αποτυχία της “Διασκεπτικής”- στις 28 Νοεμβρίου 1948 στην Λευκωσία, αποφάσισαν να στείλουν τηλεγράφημα στον Τούρκο πρωθυπουργό στο οποίο διατράνωναν ότι «Οι δεκαπέντε χιλιάδες [συγκεντρωθέντες] τ/κ απεφάσισαν παμψηφεί να απορρίψουν το ελληνικό αίτημα για Ένωση […] η προσάρτηση και η αυτονομία θα είχε σαν συνέπεια τον αφανισμό της τουρκικής κοινότητος».

Τουρκοκύπριοι, από το περιθώριο στο συνεταιρισμό 1923-1960 




Τα χρόνια που ακολούθησαν τόσο οι ε/κ όσο και οι τ/κ εθνικιστές (οι πρώτοι απαιτώντας την Ένωση και οι δεύτεροι απαντώντας με το σύνθημα Διχοτόμηση-«Ταξίμ») κατάφεραν να διχάσουν τον πληθυσμό του νησιού και να τον οριοθετήσουν σε δυο εχθρικές κοινότητες. Μάλιστα οργανώνοντας παραστρατιωτικές ομάδες στράφηκαν και εναντίον των μελών των δικών τους κοινοτήτων που ζητούσαν συνεννόηση και συμβιβαστική λύση. Ιδίως την περίοδο 1950-65 ε/κ εθνικιστές σκότωσαν ε/κ Αριστερούς και τ/κ εθνικιστές σκότωσαν τ/κ Αριστερούς αναγκάζοντας τελικά τους τ/κ να αποχωρήσουν από το ΑΚΕΛ και τα συνδικάτα (το 1946 ιδρύθηκε ανεξάρτητο τ/κ συνδικάτο).

Όπως δήλωσε ο (τ/κ στην καταγωγή) ευρωβουλευτής της Κύπρου, Νιαζί Κιζιλγιουρέκ,

«Μα είναι γνωστό ότι και οι δύο αυτές οργανώσεις [η ε/κ ΕΟΚΑ και η τ/κ ΤΜΤ] ήταν βαθιά αντικομμουνιστικές, γιατί η ιδεολογία αυτή δεν συμβάδιζε καθόλου με το εθνικιστικό τους αφήγημα. Πριν και εκτός από τη διακοινοτική βία, υπήρξε και ενδοκοινοτική πολιτική βία. Συνέβησαν πολιτικές δολοφονίες και στις δύο πλευρές, για τις οποίες κανείς ακόμα δεν έχει λογοδοτήσει. Αυτοί που αγωνίζονταν μέσα από την ΕΟΚΑ και την ΤMΤ αγωνίζονταν σαν Έλληνες και σαν Τούρκοι, όχι σαν Κύπριοι, επιδιώκοντας, όπως είπαμε, οι μεν την ένωση, οι δε τη διχοτόμηση»

(βλ. και Ε.3.α, Ζ2 και Ζ3)

Η διακοινοτική και ενδοκοινοτική βία 1955-64 



Η στάση του ΑΚΕΛ απέναντι  στις πολιτικές δολοφονίες στελεχών της Αριστεράς




Η δολοφονία των Α. Χικμέτ και Α.Μ. Γκιουργκάν από την ΤΜΤ



 

Δ4. 1948 - Η Διασκεπτική Συνέλευση («Διασκεπτική»)

Ήταν μια πρωτοβουλία της Βρετανίας που αποσκοπούσε στην παγίωση της παρουσίας της στο νησί παραχωρώντας στους Κύπριους ένα σύστημα εσωτερικής διακυβέρνησης με αυτοδιοικητικά χαρακτηριστικά. Η Συνέλευση είχε στόχο την εκπόνηση Συντάγματος και τον καθορισμό των όρων συμμετοχής του κυπριακού λαού στην εσωτερική διακυβέρνηση. Την πρόσκληση αποδέχτηκαν οι τ/κ και το ΑΚΕΛ ενώ η κυπριακή Εκκλησία καταδίκασε το βρετανικό σχέδιο.

Στις αρχές Ιουλίου του 1947, ο Βρετανός κυβερνήτης Ουίνστερ κάλεσε όλες τις κοινωνικές οργανώσεις (Δήμους, Επιμελητήρια, αγροτικές οργανώσεις, συνδικάτα) να ορίσουν υποψηφίους για τη Διασκεπτική. Λίγες μέρες μετά (12 Ιουλίου) ο αρχιεπίσκοπος Λεόντιος κατήγγειλε το βρετανικό σχέδιο και κάλεσε τους Κυπρίους να συνεχίσουν τον αγώνα για την Ένωση. (Ο Λεόντιος είχε εκλεγεί αρχιεπίσκοπος στις 20 Ιουνίου και με την υποστήριξη της Αριστεράς και πέθανε στις 26 Ιουλίου σε ηλικία μόλις 51 ετών).

Στο Συμβούλιο της Εθναρχίας αποφασίστηκε να αρνηθούν κάθε συνεργασία και να επιμείνουν στο αίτημα της Ένωσης καθώς στα σωματεία, στους Δήμους και στην εκλογή του Λεόντιου διαφαινόταν ισχυρή δυναμική του ΑΚΕΛ. Έτσι, σε περίπτωση επιτυχίας της Διασκεπτικής υπήρχε φόβος η Δεξιά και η Εκκλησία να βρεθούν αποδυναμωμένες. Το ΑΚΕΛ, από την άλλη, έχοντας ως άμεσο στόχο την βελτίωση της θέσης των εργαζομένων αποφάσισε την συμμετοχή στην Διασκεπτική ως σκαλοπάτι στον αγώνα για Ένωση. Με βάση τους δυο αυτούς στόχους η πρόταση του ΑΚΕΛ διαμορφώθηκε ως «Αυτοδιάθεση-Ένωση».

Οι συζητήσεις της Συνέλευσης ξεκίνησαν την 1η Νοεμβρίου 1947. Το ΑΚΕΛ κατέθεσε ως πρόταση του ένα σχέδιο διακυβέρνησης όπως αυτό που ίσχυε στην Μάλτα αλλά οι τ/κ το απέρριψαν φοβούμενοι ότι θα βρεθούν σε δεύτερη μοίρα. Η Βρετανία, μετά από εσωτερικές διαφωνίες, κατέληξε σε ένα σχέδιο Συντάγματος που αναγνώριζε μεν συνταγματικές ελευθερίες για τους κατοίκους του νησιού αλλά δεν έφτανε μέχρι την αυτοδιοίκηση. Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό η κυπριακή Βουλή (Νομοθετικό Συμβούλιο) θα αποτελείτο από 18 ε/κ και 4 τ/κ με περιορισμένες αρμοδιότητες ενώ ο (Βρετανός) Κυβερνήτης θα διατηρούσε σημαντικές εξουσίες στην εσωτερική ασφάλεια (και σε άλλα θέματα). Ταυτοχρόνως προβλεπόταν ίδρυση Εκτελεστικού Συμβουλίου που θα βοηθούσε τον κυβερνήτη στην άσκηση των εκτελεστικών του εξουσιών. Οι ε/κ και οι τ/κ σύμβουλοι θα ήταν απλοί σύμβουλοι του κυβερνήτη και δεν θα είχαν υπουργεία.

Το βρετανικό σχέδιο τελικά απορρίφθηκε (21 Μαΐου 1948) καθώς υπέρ του τάχθηκαν μόνο οι τ/κ και δυο ε/κ συντηρητικοί. Το ΑΚΕΛ το καταψήφισε αφού έβλεπε ότι ο στόχος του για αυτοκυβέρνηση μέσω Συντάγματος με προοπτική την μελλοντική αυτοδιάθεση ναυαγούσε, η Εκκλησία το καταδίκασε και η Δεξιά παρέμεινε σταθερή στην θέση της για την Ένωση (ενόσω η ελληνική κυβέρνηση έμενε αδρανής).

 

Δ5. 1950 - «Δημοψήφισμα» για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα

Τον Ιανουάριο του 1950 με πρωτοβουλία του μετέπειτα αρχιεπισκόπου Μακαρίου (τότε επίσκοπος Κιτίου) διεξήχθη υπό την ευθύνη της εθναρχούσας Εκκλησίας ένα «δημοψήφισμα» υπέρ της Ένωσης -στην πραγματικότητα ήταν συλλογή υπογραφών- σε δύο συνεχόμενες Κυριακές, στις 15 και 22 Ιανουαρίου 1950 (στο πλαίσιο του ενωτικού κινήματος είχαν διεξαχθεί και άλλα δημοψηφίσματα αλλά αυτό του 1950 υπήρξε το μαζικότερο και έδωσε την πολιτική νομιμοποίηση στον αγώνα της ΕΟΚΑ ο οποίος ακολούθησε). Την εισήγησή του Μακαρίου ανακοίνωσε η Εθναρχία την 1η Δεκεμβρίου 1949 και την συνυπέγραφαν με εθναρχική εγκύκλιο στις 8/12/1949 ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β' και οι μητροπολίτες Πάφου και Κυρήνειας καθώς και ο χωρεπίσκοπος Σαλαμίνος.

Το ΑΚΕΛ -που από τον Ιανουάριο του 1949 είχε αλλάξει τη γραμμή της «Αυτοκυβέρνησης» και ακολουθούσε τη γραμμή της «Αυτοδιάθεσης – Ένωσης»- και ενώ το ίδιο συγκέντρωνε υπογραφές υπέρ της Ένωσης, μετά την εξαγγελία του δημοψηφίσματος από την Εκκλησία το υποστήριξε ενεργά. (Η αλλαγή της γραμμής του ΑΚΕΛ μάλλον οφείλεται σε σχετική προτροπή του Ζαχαριάδη ο οποίος, έχοντας την αυταπάτη ότι ο ΔΣΕ θα κέρδιζε τον εμφύλιο, θεωρούσε ότι η Κύπρος δεν είχε κανέναν λόγο να επιδιώκει την ανεξαρτησία αφού θα μπορούσε να ενωθεί με μια σοσιαλιστική Ελλάδα). 

Αρχικά ο αρχιεπίσκοπος είχε ζητήσει από τον Βρετανό κυβερνήτη σερ Άντριου Ράιτ να υλοποιήσει το δημοψήφισμα αλλά αυτός, όπως ήταν λογικό, το αρνήθηκε. Τελικά το «δημοψήφισμα» διεξήχθη με φανερή γραπτή ψηφοφορία στους ναούς των πόλεων και των χωριών. Σε αυτό πήραν μέρος άντρες και γυναίκες που είχαν δικαίωμα ψήφου. Ήταν στην πλειοψηφία τους ε/κ και μαζί με αυτούς Αρμένιοι και λίγοι τ/κ. Υπήρχαν δυο «ψηφοδέλτια» που έγραφαν το μεν πρώτο «Ἀξιοῦμεν τήν ἓνωσιν τῆς Κύπρου μέ τήν Ἑλλάδα» και το δεύτερο «Ἐνιστάμεθα εἰς τήν ἓνωσιν τῆς Κύπρου μέ τήν Ἑλλάδα» και οι ψηφοφόροι υπέγραφαν ή το ένα ή το άλλο. Ψήφισαν γύρω στους 250 χιλ. και από αυτούς το 95% υπέρ της Ένωσης. 

Τα ψηφοδέλτια «δέθηκαν» σε τόμους και παραδόθηκαν σε τρία αντίτυπα: ένα στον ΟΗΕ (παραδόθηκε στις 26/9/1950), ένα στην ελληνική κυβέρνηση (κυβέρνηση Πλαστήρα) η οποία αρνήθηκε να το παραλάβει προτρέποντας την ε/κ αντιπροσωπεία να περιμένει μια ευνοϊκότερη συγκυρία (τελικά το παρέλαβε ο πρόεδρος της Βουλής) και ένα στην βρετανική κυβέρνηση που επίσης δεν αποδέχτηκε να το παραλάβει καθώς «το δημοψήφισμα εστερείτο επισημότητας».

Το ενωτικό ζήτημα και το δημοψήφισμα του 1950




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πως επιβλήθηκε η πορεία του Πολυτεχνείου προς την αμερικανική πρεσβεία

  Η «εξέγερση του Πολυτεχνείου» αποτέλεσε μια από τις πιο σημαντικές διαιρετικές τομές της μεταπολεμικής μας Ιστορίας. Γι’ αυτό και η κάθε π...