Παρασκευή 22 Αυγούστου 2025

ReArm Europe, η Ευρώπη στα όπλα

 

Στις αρχές Μαρτίου η Κομισιόν, μέσω της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ανακοίνωσε ένα τεράστιο εξοπλιστικό σχέδιο, με τίτλο “ReArm Europe Plan/Readiness 2030”, ύψους 800 δισ. ευρώ. Το πρόγραμμα και οι στόχοι του δόθηκαν στην επίσημη ιστοσελίδα της Κομισιόν:

«Στις διάφορες συναντήσεις των τελευταίων εβδομάδων -πιο πρόσφατα πριν από δύο ημέρες στο Λονδίνο- η απάντηση από τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ήταν τόσο ηχηρή όσο και σαφής. Βρισκόμαστε σε μια εποχή επανεξοπλισμού. Και η Ευρώπη είναι έτοιμη να αυξήσει μαζικά τις αμυντικές της δαπάνες.

[…]

Το πρώτο μέρος αυτού του σχεδίου ReArm Europe είναι η απελευθέρωση της χρήσης δημόσιας χρηματοδότησης στην άμυνα σε εθνικό επίπεδο. Τα κράτη μέλη είναι έτοιμα να επενδύσουν περισσότερα στην ασφάλειά τους εάν έχουν τον δημοσιονομικό χώρο. Και πρέπει να τους δώσουμε τη δυνατότητα να το κάνουν. Γι' αυτό σύντομα θα προτείνουμε την ενεργοποίηση της ρήτρας εθνικής διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Θα επιτρέψει στα κράτη μέλη να αυξήσουν σημαντικά τις αμυντικές τους δαπάνες χωρίς να ενεργοποιήσουν τη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος.

[…]

Η δεύτερη πρόταση θα είναι ένα νέο μέσο. Θα παρέχει 150 δισεκατομμύρια ευρώ σε δάνεια στα κράτη μέλη για αμυντικές επενδύσεις. […] Για παράδειγμα: αεροπορική και πυραυλική άμυνα, συστήματα πυροβολικού, μη επανδρωμένα αεροσκάφη με πυραύλους και πυρομαχικά και συστήματα κατά των μη επανδρωμένων αεροσκαφών· αλλά και για την αντιμετώπιση άλλων αναγκών, από τον κυβερνοχώρο έως τη στρατιωτική κινητικότητα, για παράδειγμα. Θα βοηθήσει τα κράτη μέλη να συγκεντρώσουν τη ζήτηση και να αγοράζουν από κοινού. Φυσικά, με αυτόν τον εξοπλισμό, τα κράτη μέλη μπορούν να εντείνουν μαζικά την υποστήριξή τους προς την Ουκρανία.

[…]

Το τρίτο σημείο είναι η αξιοποίηση της δύναμης του προϋπολογισμού της ΕΕ. Υπάρχουν πολλά που μπορούμε να κάνουμε σε αυτόν τον τομέα βραχυπρόθεσμα για να κατευθύνουμε περισσότερα κεφάλαια σε επενδύσεις που σχετίζονται με την άμυνα. Γι' αυτό μπορώ να ανακοινώσω ότι θα προτείνουμε πρόσθετες δυνατότητες και κίνητρα για τα κράτη μέλη που θα αποφασίσουν, εάν θέλουν να χρησιμοποιήσουν προγράμματα πολιτικής συνοχής, για να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες.

Οι δύο τελευταίοι τομείς δράσης στοχεύουν στην κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων μέσω της επιτάχυνσης της Ένωσης Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων και μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.

Συμπερασματικά: Η Ευρώπη είναι έτοιμη να αναλάβει τις ευθύνες της. Το πρόγραμμα ReArm Europe θα μπορούσε να κινητοποιήσει σχεδόν 800 δισεκατομμύρια ευρώ για μια ασφαλή και ανθεκτική Ευρώπη. Θα συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε στενά με τους εταίρους μας στο ΝΑΤΟ. Αυτή είναι μια στιγμή για την Ευρώπη. Και είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε δράση.»

https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/sv/statement_25_673

Επειδή όμως χρήματα δεν υπάρχουν και θα στοίχιζε πολύ η άμεση επιβάρυνση των κρατικών προϋπολογισμών για την εξυπηρέτηση αυτού του σχεδίου, έπρεπε να μπει στην άκρη η δημοσιονομική πειθαρχία του Συμφώνου Σταθερότητας. Είναι η δεύτερη φορά –η πρώτη ήταν στην περίοδο του κορονοΐού- που εφαρμόζεται αυτή η εξαίρεση. Αφού λοιπόν ο Μερτς μαζί με τους Πράσινους και το SPD κατάργησαν την διάταξη του Συντάγματος για το «φρένο χρέους», δόθηκε το πράσινο φως σε όλη την ΕΕ ώστε οι πολεμικές δαπάνες να εξαιρούνται από το έλλειμμα και το δημόσιο χρέος. Όπως φαίνεται, οι κανόνες στην ΕΕ προσαρμόζονται στα συμφέροντα του ευρωκέντρου με μια καταπληκτική ευελιξία και με απύθμενο θράσσος όποτε αυτό τους βολεύει. Έτσι, ενώ δεν μπορούσαν να βρεθούν 30 δισ. (δανεικά) για να μην καταστραφεί η Ελλάδα το 2010, οι κανόνες άλλαξαν ξανά και ξανά: η ΕΚΤ αγόρασε ομόλογα της Ιταλίας ενώ «δεν μπορούσε» να αγοράσει ελληνικά ομόλογα μέχρι να υπογραφεί το τρίτο μνημόνιο, ξαναγόρασε ελληνικά ομόλογα (παρότι παρέμεναν «σκουπίδια») για να βοηθήσει την κυβέρνηση Μητσοτάκη να κρατήσει χαμηλό το κόστος δανεισμού, εξαίρεσε 50 δισ. από το χρέος της κυβέρνησης προς Φορείς του Δημοσίου και τους αναβαλλόμενους τόκους (κρύβοντας έτσι συνολικά περί τα 70 δισ. δημοσίου χρέους) για να κυκλοφορεί το αφήγημα ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη μείωσε δραστικά το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Οι ευρωπαϊκές χώρες λοιπόν θα μπορούν να δανείζονται για την εξυπηρέτηση του σχεδίου επανεξοπλισμού της ΕΕ αλλά τα δανεικά δεν θα δηλώνονται ούτε στα ελλείμματα ούτε στο χρέος. Φυσικά τόσο τα δανεικά όσο και οι τόκοι που θα προκύψουν θα πληρωθούν τα επόμενα χρόνια -αλλά αυτό ας μην αφορά τον λαουτζίκο, αυτός απλώς θα τα πληρώσει.

Στην Ελλάδα (που παραδοσιακά ανήκει στις κορυφαίες χώρες της Δύσης από πλευράς πολεμικών –δήθεν “αμυντικών”- δαπανών) o Μητσοτάκης εξήγγειλε το νέο μακροπρόθεσμο πρόγραμμα στο οποίο «ο Υπουργός Άμυνας γνωρίζει ότι για την περίοδο του προγράμματος έχει στη διάθεσή του 25 δισεκατομμύρια ευρώ» καταλήγοντας:

«Το παλαιότερο δίλημμα, λοιπόν, το οποίο το ακούγαμε συχνά κυρίως από την Αριστερά, “κανόνια ή βούτυρο” αποδεικνύεται ένα δίλημμα το οποίο είναι σαθρό αλλά και επικίνδυνο, ιδίως σήμερα».

https://www.primeminister.gr/2025/04/02/36011

Γιατί ξύπνησε το πολεμικό ένστικτο της ΕΕ;

Οι υπερασπιστές της ΕΕ διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους όταν κάποιος χαρακτηρίζει την ΕΕ ως μια ιμπεριαλιστική ένωση. Μπορούν να το δεχτούν αυτό για τις ΗΠΑ αλλά ποτέ για την Ευρώπη. Κατ’ αυτούς η ΕΕ είναι φιλειρηνική και δημοκρατική στις σχέσεις της με τον υπόλοιπο κόσμο “ξεχνώντας” βέβαια ότι έχει συμμετέχει ακόμη σε πολέμους και στην κλοπή του πλούτου των χωρών του παγκόσμιου Νότου. Το κυριότερο όμως αγνοούν ότι ιμπεριαλισμός δεν σημαίνει μόνο στρατιωτικές επεμβάσεις αλλά ένα ολόκληρο πλέγμα σχέσεων, οικονομικών και μη, του σύγχρονου καπιταλισμού (δες εδώ) -που καταλήγει βεβαίως σε στρατιωτικές επεμβάσεις και πολέμους. Όμως από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και έπειτα παρατηρείται μια σταδιακή μεταστροφή από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις (συμπεριλαμβανομένης της ανοιχτά φιλοπόλεμης βρετανικής) προς ανοιχτά, πλέον, φιλοπολεμικά κηρύγματα και πρακτικές με αφορμή τον πόλεμο στο Ντονμπάς. Βάζοντας τα πράγματα σε μια σειρά θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι και η ΕΕ –πέρα από τις ΗΠΑ- ακολουθούσαν μια έντονα πιεστική πολιτική απέναντι στη Ρωσία ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90.

Τα πειράματα που ακολούθησαν την διάλυση των χωρών της πρώην ΚΟΜΕΚΟΝ για το πέρασμα τους από την «σοσιαλιστική» οικονομία στην «οικονομία της αγοράς» ήταν καταστροφικά για τους λαούς των χωρών αυτών (μείωση ΑΕΠ από 25 έως και 60% σε Ισοτιμία Αγοραστικής Δύναμης, ανεργία, πληθωρισμός και συντριβή των κοινωνικών παροχών). Ταυτοχρόνως ήταν μια τεράστια ευκαιρία αφενός για τις ντόπιες ελίτ (πρώην κυβερνητικοί και κομματικοί αξιωματούχοι και νέοι παίκτες που συνεργάζονταν με την Δύση) να οικειοποιηθούν σε χαμηλές τιμές μέρος της δημόσιας περιουσίας και αφετέρου για τον Δυτικό ιμπεριαλισμό να εισβάλλει σε μια τεράστια αγορά. Για τις χώρες που βρίσκονταν ανάμεσα στην Ρωσία και την παλαιά ΕΕ τον δρόμο άνοιξε το ευρωπαϊκό ιδιωτικό κεφάλαιο (είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα σε μια δεκαετία το 50% του μεταποιητικού δυναμικού των χωρών αυτών πέρασε στα χέρια ευρωπαϊκών πολυεθνικών) και ακολούθησε ένα κύμα δημόσιας χρηματοδότησης μέσα από τα διάφορα ευρωπαϊκά Ταμεία (Ταμείο Συνοχής, αγροτικές επιδοτήσεις και Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης) για την κατασκευή υποδομών -αλλά και εξαγορά συνειδήσεων. Τα ποσά που διοχετεύτηκαν από τις Βρυξέλλες στις χώρες αυτές ήταν αντίστοιχης κλίμακας με του περίφημου Σχεδίου Μάρσαλ που ανοικοδόμησε την μεταπολεμική δυτική Ευρώπη. Η ενσωμάτωση των χωρών της Ανατ. Ευρώπης σφραγιζόταν από μια τεράστια χρηματοπιστωτική διείσδυση που το 2008 ανερχόταν σε δυτικές πιστώσεις συνολικού ύψους 1,1 τρισ. δολάρια (στην Ρωσία, αντιστοίχως, οι πιστώσεις αυτές ανέρχονταν σε 222 δισ. δολάρια). Η οικονομική επέκταση της δυτικής Ευρώπης προς τα ανατολικά συνδυάστηκε, όχι τυχαία, με την ταυτόχρονη επέκταση του ΝΑΤΟ το οποίο προσέφερε την απαραίτητη ασφάλεια και προστασία στις επενδύσεις της Δύσης και στις νέες ντόπιες ελίτ (ή, όπως έλεγε το παλιό σύνθημα, «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο»…)

Η διεύρυνση της ΕΕ και η επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς
 

 Αν για τις υπόλοιπες χώρες της Ανατ. Ευρώπης ακολουθήθηκε η μέθοδος της ενσωμάτωσης στην αγορά της Δύσης –αφού είχε προηγηθεί η υποτίμηση όλων των αξιών- η Ρωσία δεν έγινε αποδεκτή (κυρίως με την επιμονή των ΗΠΑ και δευτερευόντως της Γερμανίας) αφού αντιμετωπίστηκε ως παρίας και υποψήφια για διάλυση χώρα. Στην καλύτερη περίπτωση αποτέλεσε πηγή φτηνής ενέργειας και πρώτων υλών για την βιομηχανία κυρίως της Γερμανίας αλλά και άλλων χωρών. Την κατρακύλα της Ρωσίας ανέλαβε να σταματήσει ένα τμήμα της παλιάς «σοβιετικής» ελίτ με επικεφαλής τον Πούτιν και, σε μεγάλο βαθμό, το κατάφερε (το ΑΕΠ της Ρωσίας σε σταθ. τιμές 2015 ήταν 1990: 1161.5δις$, 1991: 1102.9 δις$, 1992: 860.9 δις$, 1998: 666.8 δις$, 1999: 709.5 δις$, 2000: 820.2 δις$, 2007: 1233.9 δις$). Οι ΗΠΑ δεν είδαν με καλό μάτι αυτήν την γερμανορωσική προσέγγιση και προειδοποίησαν επανειλημμένως την ΕΕ να απεξαρτηθεί ενεργειακά από την Ρωσία. Ταυτοχρόνως ΕΕ (παρά τις οικονομικές συναλλαγές με την Ρωσία) και ΗΠΑ δεν σταμάτησαν να παρεμβαίνουν σε χώρες της πρώην ΕΣΣΔ όπως η Γεωργία, η Αρμενία, οι κεντρασιατικές πρώην ΣΣΔ και, κυρίως η Ουκρανία. Για την Ρωσία ήταν πλέον ξεκάθαρο πως, όπως οι Δυτικοί δεν σεβάστηκαν την υπόσχεση τους για μη επέκταση του ΝΑΤΟ στα δυτικά σύνορα της Ρωσίας, έτσι και δεν επρόκειτο να σταματήσουν παρά μόνο αν την υπέτασσαν ολοκληρωτικά. Η Ουκρανία ήταν το όριο που η Ρωσία δεν θα ανεχόταν να θιγεί από την Δύση και έτσι έγινε το πεδίο της τελικής σύγκρουσης. Ενώ αρχικά φάνηκε πως η ΕΕ σύρθηκε να ακολουθήσει τις ΗΠΑ -οι οποίες χρησιμοποίησαν την φιλοδυτική μερίδα της ουκρανικής ελίτ- εναντίον της Ρωσίας, η επιλογή Τραμπ για συμβιβασμό ανέδειξε μια άλλη εικόνα: ΕΕ και ΗΒ πρωτοστατούσαν στην συνέχιση του πολέμου. Το μόνο πρόβλημα που είχαν οι Ευρωπαίοι ήταν ότι δεν ήθελαν να φορτωθούν αυτοί το κόστος του πολέμου, αλλά το μεγάλο βάρος να το σηκώσουν οι ΗΠΑ όπως γινόταν επί δεκαετίες μετά το τέλος του Β ΠΠ. Εδώ ήρθε να αλλάξει τα δεδομένα ο Τραμπ.

Η νέα κατάσταση

Φυσικά είναι αστείο να λέγεται ότι οι ΗΠΑ του Τραμπ θα εγκατέλειπαν την Ευρώπη, το δεύτερο σημαντικό μέλος της Δυτικής συμμαχίας, που αντιπροσωπεύει –έστω και μειωμένο σε σχέση με το παρελθόν- το 1/5 του παγκόσμιου ΑΕΠ. Απλώς ο Τραμπ, σε αντίθεση με τους Δημοκρατικούς, απαιτεί το κόστος του πολέμου να το πληρώσει και η Ευρώπη με αύξηση των πολεμικών της δαπανών. Με αυτόν τον τρόπο οι ΗΠΑ θα έχουν διπλό οικονομικό όφελος: αφενός θα μειώσουν τις δικές τους πολεμικές δαπάνες (τώρα μάλιστα που στρέφουν την προσοχή τους στον Ινδο-ειρηνικό) και αφετέρου θα μειώσουν το εμπορικό τους έλλειμμα με την Ευρώπη αφού περισσότερο από το 50% των οπλικών της συστημάτων η Ευρώπη το αγοράζει από τις ΗΠΑ.

Ο Αμερικανός υπουργός εξωτερικών, Ρούμπιο, αφού από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση παραδέχτηκε ότι οι ΗΠΑ κατανοούν πως ο σύγχρονος κόσμος είναι πλέον πολυπολικός, απευθυνόμενος στη συνέχεια στους Ευρωπαίους τους ζήτησε να παραδεχτούν ότι «χρηματοδοτούμε ένα τέλμα» ενώ η Ουκρανία έχει «γυρίσει εκατό χρόνια πίσω». Και όντως ΗΠΑ και Ευρώπη εδώ και είκοσι χρόνια ξόδεψαν τεράστια ποσά για να διεισδύσουν στην Ουκρανία, να εξαγοράσουν συνειδήσεις, να στηρίξουν την ουκρανική κυβέρνηση με εξελιγμένα οπλικά συστήματα και να την καθοδηγήσουν με τεχνολογικά μέσα σε όλη την διάρκεια του πολέμου χωρίς όμως αποτέλεσμα. Όμως, ο ίδιος ο Ρούμπιο, στην σύνοδο των Υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ στις αρχές Απριλίου, ξεκαθάρισε ότι ο Τραμπ δεν είναι κατά του ΝΑΤΟ αλλά «είναι κατά ενός ΝΑΤΟ που δεν έχει τις δυνατότητες να εκπληρώνει τους όρους της συμμαχίας». (Antoaneta Roussi, «Rubio reassures allies on US commitment to NATO», Politico, 3/4/2025 Κι ο όρος που βάζει ο Τραμπ –ο νέος σερίφης στην πόλη- είναι οι εξοπλιστικές δαπάνες να φτάσουν στο 5% του ΑΕΠ κάθε «συμμάχου».

Βέβαια η στροφή του Τραμπ έναντι της Ρωσίας εξέπληξε αλλά μάλλον η στροφή του εξηγείται από την εμμονή του απέναντι στην Κίνα την οποία ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός έχει αναγάγει στον υπ’ αριθμό ένα ανταγωνιστή του. Φαίνεται λοιπόν ότι ο Τραμπ αποπειράται να κάνει μια κίνηση «αντίστροφου Κίσινγκερ»  τότε που οι ΗΠΑ, το 1972, προσέγγισαν την μαοϊκή Κίνα εναντίον της ΕΣΣΔ. Όμως η σημερινή «επίθεση φιλίας» του Τραμπ προς τον Πούτιν δεν ξεγελά την ρωσική ηγεσία καθώς είναι εύκολα κατανοητό γι’ αυτήν πως αν «πέσει» η Κίνα το επόμενο θύμα θα είναι η Ρωσία. Φαίνεται πλέον πως τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία έχουν επενδύσει πολλά στην μεταξύ τους συμμαχία (που όμως είναι ετεροβαρής σε βάρος της Ρωσίας) αλλά και στην συμμαχία τους με τους BRICS και τον υπόλοιπο «παγκόσμιο Νότο».

(«Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί, επίσης, κάποια μέρα, να χρειαστούν τη βοήθεια της Ρωσίας για την ανάσχεση της ανερχόμενης Κίνας. Η τρέχουσα πολιτική των ΗΠΑ, όμως, ωθεί πιο κοντά τη Ρωσία και την Κίνα» - John J. Mearsheimer, «Why the Ukraine Crisis Is the West’s Fault- The Liberal Delusions That Provoked Putin», Foreign Affairs, Vol. 93, No. 5 (September-October 2014), σελ. 89).

Ο ιμπεριαλισμός από το χτες στο σήμερα

Στο πέρασμα από τον 19ο στον 20ο αιώνα ο μέχρι τότε καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς και των ατομικών επιχειρήσεων γέννησε τις μετοχικές εταιρείες και τα μονοπώλια, τεράστιες, πλέον, επιχειρήσεις (υπερεπειχειρήσεις σήμερα) που ελέγχουν μεγάλα τμήματα των αγορών και επιβάλλουν τους δικούς τους κανόνες όχι μόνο εντός των συνόρων των εθνικών κρατών αλλά και εκτός αυτών. Η νέα εικόνα έχει πλέον την μορφή μιας «πυραμίδας ισχύος» όπου ο κάθε ισχυρότερος εθνικός καπιταλισμός απομυζά τους λιγότερο ισχυρούς και όλοι μαζί τις υποτελείς τάξεις.

Όμως η εμφάνιση των μονοπωλίων δεν σημαίνει πως ο ανταγωνισμός των διαφορετικών κεφαλαίων σταματά∙ αντιθέτως, μετατρέπεται σε διαμάχη ανάμεσα στα κράτη τους. Η οικονομική ισχύς και, σε τελική ανάλυση, η ισχύς των όπλων της κάθε εθνικής άρχουσας τάξης κρίνει τη δυνατότητά της να κρατήσει ή, ακόμη καλύτερα, να αναβαθμίσει τη θέση της στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Και αυτό φυσιολογικά φέρνει εξοπλισμούς, δημιουργία αντίπαλων μπλοκ και στη συνέχεια πολέμους όταν πλέον οι ανερχόμενοι καπιταλισμοί αμφισβητούν το προηγούμενο καθεστώς ισχύος και απαιτούν την αναδιανομή της «πίτας».

Η εικόνα του κόσμου μας μετά τη δεκαετία του ’90 και την κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης έδωσαν σε ορισμένους την ψευδαίσθηση μιας παντοκρατορίας της Δύσης και μέσα σε αυτήν την απόλυτη ηγεμονία των ΗΠΑ. Έτσι άνθισαν θεωρίες για το «τέλος της Ιστορίας», για έναν νέο παγκοσμιοποιημένο κόσμο χωρίς σύνορα και κρατικούς ανταγωνισμούς (παρόμοιες θεωρίες, όπως ο υπεριμπεριαλισμός είχαν κυκλοφορήσει και λίγο πριν ξεσπάσει ο Α ΠΠ).

Αλλά η άνοδος της Κίνας (εκεί όπου η μετάβαση στην «αγορά» έγινε συγκροτημένα και κάτω από τον αυστηρό έλεγχο του ΚΚΚ –σε αντίθεση με την ηλίθια επιλογή της σοβιετικής νομενκλατούρας η οποία προτίμησε να αφήσει την αγορά «να κάνει την δουλειά») άρχισε να αμφισβητεί την παντοδυναμία των ΗΠΑ και αυτό με την σειρά του διαμόρφωσε το νέο αμερικανικό δόγμα που βλέπει την μεταφορά του παγκόσμιου γεωπολιτικού κέντρου βάρους στον Ινδο-ειρηνικό. Η στρατιωτική εξόρμηση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν που στόχευε στην δημιουργία μιας νέας ευνοϊκής για της ΗΠΑ κατάστασης στη Μ. Ανατολή το μόνο που κατάφερε ήταν να οδηγήσει στην σύμπηξη του μετώπου των BRICS με τους οποίους συνεργάζονται πλέον και άλλα καθεστώτα της περιοχής (Σαουδαραβία, Ιράν, Αίγυπτος κλπ) και ταυτοχρόνως να αναδείξει πως οι ΗΠΑ δεν ήταν πλέον ο απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού. Μάλιστα η κατάρρευση της νεοφιλελεύθερης αυταπάτης μετά την δομική κρίση του καπιταλισμού («κρίση της Λήμαν Μπράδερς») έκανε πολύ πιο ξεκάθαρη την εικόνα ενός αναδυόμενου πολυπολικού κόσμου στον οποίον η Δύση, και ιδιαίτερα η ΕΕ και η Ιαπωνία, χάνουν συνεχώς πόντους σε σχέση με τον Παγκόσμιο Νότο.  

Εκμεταλλευόμενος την οικονομική και στρατιωτική αδυναμία της ΕΕ σε σχέση με τις ΗΠΑ, ο Τραμπ ελίσσεται αφενός για να μεταφέρει οικονομικά βάρη στους Ευρωπαίους (δασμοί, αγορά όπλων και καυσίμων από τις ΗΠΑ) και αφετέρου για να δημιουργήσει μακροπρόθεσμες θετικές προϋποθέσεις περικύκλωσης της Κίνας και από τα δυτικά και βόρεια σύνορα της.

Η παγκόσμια εικόνα των πολεμικών εξοπλισμών –μυρίζει μπαρούτι;

Η ένταση των γεωπολιτικών ανταγωνισμών είναι αναμενόμενο να οδηγεί και στην ένταση των εξοπλισμών: το 2024 στο σύνολο των χωρών οι στρατιωτικές δαπάνες έφτασαν τα 2,718 τρισ. δολάρια, σημειώνοντας αύξηση 9,4% σε πραγματικούς όρους από το 2023 και την πιο απότομη ετήσια αύξηση τουλάχιστον από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Οι στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν σε όλες τις περιοχές του κόσμου, με ιδιαίτερα ταχεία αύξηση στην Ευρώπη όσο και στη Μέση Ανατολή.

Οι δέκα χώρες με τις μεγαλύτερες στρατιωτικές δαπάνες για το 2024 ήταν:

1. ΗΠΑ: 997 δισ. Δολάρια (37% του των παγκόσμιων δαπανών)

2. Κίνα: 314 δισ. Δολάρια (12%)

3. Ρωσία: 149 δισ. Δολάρια (5.5%)

4. Γερμανία: 88,5 δισ. Δολάρια (3.3%)

5. Ινδία: 86,1 δισ. Δολάρια (3.2%)

6. Ηνωμένο Βασίλειο: 81,8 δισ. δολάρια.

7. Σαουδική Αραβία: 80,3 δισ. δολάρια.

8. Ουκρανία: 64,7 δισ. δολάρια.

9. Γαλλία: 64,7 δισ. δολάρια.

10. Ιαπωνία: 55,3 δισ. δολάρια.

Οι πέντε χώρες με τις υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες αντιπροσώπευαν το 60% του παγκόσμιου συνόλου, με συνολικές δαπάνες ύψους 1,635 τρισ. δολαρίων. Να σημειωθεί ότι οι στρατιωτικές δαπάνες της Ρωσίας από 4.9% του ΑΕΠ το 2015 έφτασαν το 7.1% το 2024 ενώ της Ουκρανίας, στο ίδιο διάστημα, ανέβηκαν από το 3.8% στο 34% του ΑΕΠ.

Στην περιοχή μας η Τουρκία δαπάνησε 25 δισ. δολάρια φτάνοντας στην 17η θέση της παγκόσμιας λίστας ενώ η χώρα μας βρέθηκε στην 33η θέση παγκοσμίως (από την 34η θέση που κατείχε το 2023). Οι στρατιωτικές δαπάνες της Ελλάδας έφτασαν τα 8 δισ. δολάρια, παρουσιάζοντας άνοδο 11% σε ετήσια βάση ενώ από το 2015 έως το 2024 οι στρατιωτικές δαπάνες της Ελλάδας αυξήθηκαν κατά 45%. Ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, οι δαπάνες της Ελλάδας έφτασαν για το 2024 το 3,1% ενώ το 2015 ήταν στο 2,5%.

Την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών παγκοσμίως σημειώνει το Ινστιτούτο SIPRI

«Οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν στα 2.718 δισεκατομμύρια δολάρια το 2024, πράγμα που σημαίνει ότι οι δαπάνες αυξάνονταν κάθε χρόνο για μια ολόκληρη δεκαετία, σημειώνοντας αύξηση 37% μεταξύ 2015 και 2024. Η αύξηση 9,4% το 2024 ήταν η πιο απότομη ετήσια αύξηση τουλάχιστον από το 1988. Το παγκόσμιο στρατιωτικό βάρος -το μερίδιο του παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) που αφιερώνεται στις στρατιωτικές δαπάνες- αυξήθηκε σε 2,5% το 2024. Οι μέσες στρατιωτικές δαπάνες ως μερίδιο των κυβερνητικών δαπανών αυξήθηκαν στο 7,1% το 2024 και οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες ανά άτομο ήταν οι υψηλότερες από το 1990, στα 334 δολάρια. Για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, οι στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν και στις πέντε γεωγραφικές περιοχές του κόσμου, αντανακλώντας τις αυξημένες γεωπολιτικές εντάσεις σε όλο τον κόσμο. Η δεκαετής αύξηση των παγκόσμιων δαπανών μπορεί εν μέρει να αποδοθεί στην αύξηση των δαπανών στην Ευρώπη, που οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στον συνεχιζόμενο πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας, και στη Μέση Ανατολή, που οφείλονται στον πόλεμο στη Γάζα και στις ευρύτερες περιφερειακές συγκρούσεις. Πολλές χώρες έχουν επίσης δεσμευτεί να αυξήσουν τις στρατιωτικές δαπάνες, κάτι που θα οδηγήσει σε περαιτέρω παγκόσμιες αυξήσεις τα επόμενα χρόνια».

 

Πολεμικές δαπάνες ανά περιοχή του πλανήτη (1988-2024)

Το σχέδιο απελπισίας της ΕΕ για επιβίωση στη νέα συγκυρία

Σε αυτή την νέα, αρνητική για την ΕΕ, συγκυρία απάντησε ο πρώην διοικητής της ΕΚΤ Μ. Ντράγκι με την Έκθεσή του που δημοσιεύτηκε τον περσινό Σεπτέμβριο:

«Η Ευρώπη πρέπει να προσαρμοστεί σε έναν κόσμο γεωπολιτικά λιγότερο σταθερό, όπου οι εξαρτήσεις μετατρέπονται σε τρωτά σημεία και δεν μπορεί πλέον να βασίζεται σε άλλους για την ασφάλειά της. [….]

Οι αμυντικές δαπάνες της ΕΕ ανέρχονται σήμερα περίπου στο ένα τρίτο των δαπανών των ΗΠΑ, ενώ οι δαπάνες της Κίνας αυξάνονται με ταχείς ρυθμούς. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων SIPRI, οι αμυντικές δαπάνες των ΗΠΑ το 2023 υπολογίζονται σε 916 δισ. δολάρια ΗΠΑ, ενώ οι σωρευτικές δαπάνες των κρατών μελών της ΕΕ υπολογίζονται σε 313 δισ. δολάρια ΗΠΑ. Ο αμυντικός προϋπολογισμός της Κίνας εκτιμήθηκε σε 296 δισ. δολάρια ΗΠΑ, αλλά σύμφωνα με διάφορες πηγές θα μπορούσε να είναι σημαντικά υψηλότερος. […] Οι ΗΠΑ και η Κίνα αντιπροσωπεύουν περίπου το ήμισυ των παγκόσμιων αμυντικών δαπανών το 2023, με τον αμυντικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ να ανέρχεται στο 37% περίπου των παγκόσμιων δαπανών. Μετά από χρόνια υποεπενδύσεων, η ΕΕ έχει πολύ δρόμο να διανύσει για να αποκαταστήσει τη βιομηχανική ικανότητα και, κατά συνέπεια, να αυξήσει τις στρατιωτικές ικανότητες».

M. Draghi, The Future of European Competitiveness, September 2024, σ.σ. 15 και 160

Η ανάγκη των επενδύσεων και της αύξησης της παραγωγικότητας, δυο μεγέθη στα οποία η ΕΕ υστερεί ως προς τον Αμερικάνο ηγεμόνα, έχουν μπει στο στόχαστρο των Ευρωπαίων εδώ και καιρό και το συστημικό αυτό μειονέκτημα προσπάθησε λίγο καιρό πριν να αντιμετωπίσει ο Ντράγκι με μια προηγούμενη εισήγηση του περί ανάγκης αύξησης των επενδύσεων. Με την νέα του Έκθεση έρχεται να προσαρμόσει την προηγούμενη στις νέες συνθήκες που επιβάλλει ο Τραμπ: οι επενδύσεις πρέπει να γίνουν αλλά για να ικανοποιηθούν και οι μεγάλοι μας σύμμαχοι αυτές πρέπει να γίνουν συγκεκριμένα στον τομέα των πολεμικών δαπανών. Την συνέχεια την έδωσε η φον ντερ Λάιεν με τις τελικές της ανακοινώσεις.

Από κει και πέρα την συνέχεια την αναλαμβάνουν τα συστημικά ΜΜΕ που εκλαϊκεύουν τις νέες προτεραιότητες. Ο φόβος της ρώσικης αρκούδας (που μπορεί να είναι και λίγο… «κόκκινη») παίζει και πάλι κι ας έχει καταφέρει σε 3,5 χρόνια η Ρωσία να καταλάβει μόλις το 20% της Ουκρανίας (η Κριμαία μάλιστα είχε καταληφθεί από το 2014). Το σενάριο που κυκλοφορεί πλέον είναι ότι η Ρωσία –που μέχρι πριν λίγο ήταν ο παρακατιανός γείτονας της ΕΕ- ετοιμάζεται να επιτεθεί στην… Ευρώπη στα επόμενα 4-5 χρόνια και, αφού ο Τραμπ πιθανώς τα «βρει» με τον Πούτιν και εγκαταλείψει τους ευρωπαίους συμμάχους του, είναι αδήριτη ανάγκη να ανέβουν οι πολεμικές δαπάνες της ΕΕ στο 5% του ΑΕΠ (το οποίο, ΑΕΠ, αναμένεται να φτάσει το 2024 τα 16,2 τρις ευρώ, άρα οι πολεμικές δαπάνες πρέπει να φτάσουν τα 800 δισ). Έτσι, κατά την πολιτική ελίτ της ΕΕ, η αύξηση των πολεμικών δαπανών γίνεται μονόδρομος.

Πολεμικός κεϋνσιανισμός με παρελθόν

Το πρόγραμμα του επανεξοπλισμού της ΕΕ αποσκοπεί και σε κάτι ακόμη επίσης σημαντικό: εκτός του ενδεχομένου οι εξοπλισμοί να ανοίξουν πρωτογενώς τις δουλειές στις πολεμικές βιομηχανίες οι δαπάνες αυτές θα μπορούσαν δευτερογενώς να δώσουν ώθηση σε πολλούς άλλους κλάδους (μεταφορές, ενέργεια, έρευνα) ώστε να πολλαπλασιαστεί η ζήτηση για μια σειρά προϊόντων. Ένας από τους ενθουσιώδεις υποστηρικτές αυτής της προοπτικής είναι κι ο Όλιβερ Μπλουμ, ο διευθύνων σύμβουλος της Volkswagen. Αφού οι πωλήσεις της εταιρείας πέφτουν (έχοντας καταρρεύσει από τον κινέζικο ανταγωνισμό) και τα εργοστάσιά της κλείνουν, ο Μπλουμ προσφέρει τις δυνατότητές της VW ώστε «να επενδύσουμε περισσότερα για να είμαστε ασφαλείς». Άλλωστε, συνεχίζει, «το έχουμε κάνει ξανά στο παρελθόν» (εννοεί την εποχή που η Volkswagen κατασκεύαζε τα στρατιωτικά αυτοκίνητα Kübelwagen και τα αμφίβια σκάφη Schwimmwagen για τη Βέρμαχτ).

Η εποχή που επικαλείται ως παράδειγμα ο Μπλουμ ήταν η εποχή που η Γερμανία έβγαινε από την ύφεση -που είχε προκαλέσει το κραχ του 1929- χάρη στο εξοπλιστικό πρόγραμμα της ναζιστικής της κυβέρνησης. Χωρίς να θιχτεί ο ιδιωτικός καπιταλισμός, το γερμανικό κράτος υπέταξε τους ατομικούς καπιταλιστές σε προγράμματα εθνικής συσσώρευσης κεφαλαίου που συνοδεύονταν από την συντριβή του εργατικού κινήματος. Οι εξοπλισμοί και η βαριά βιομηχανία ώθησαν προς τα μπρος όλη την οικονομία και το ποσοστό κέρδους ανέκαμψε. Έτσι ενώ οι ΗΠΑ ξανάπεφταν σε ύφεση, η Γερμανία, το 1939 είχε 30% υψηλότερη παραγωγή από εκείνη του 1929 ενώ είχαν δημιουργηθεί οκτώ εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής είχε κατευθυνθεί στα όπλα και στην βαριά βιομηχανία και μόνο το 1/10 αυτής είχε πάει στην ατομική κατανάλωση.

Εκ των πραγμάτων, και μετά την έναρξη του Β ΠΠ, ΗΠΑ και Βρετανία ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο. Το βρετανικό κράτος ανέλαβε την ευθύνη όλων των σημαντικών οικονομικών αποφάσεων, καθόριζε ποιες βιομηχανίες θα έπαιρναν πρώτες ύλες και επέβαλε την διανομή τροφίμων και καταναλωτικών προϊόντων με το δελτίο. Η αμερικανική κυβέρνηση ήλεγχε τον εξοπλιστικό τομέα (που απορροφούσε περίπου το μισό των παραγόμενων προϊόντων) και αποφάσιζε ποια καταναλωτικά αγαθά θα παράγονταν και ποια όχι. Το 1943 το κράτος ήταν πλέον υπεύθυνο για το 90% των επενδύσεων. Μια στρατιωτικοποιημένη οικονομία κυριαρχούμενη από το (αστικό) κράτος φαινόταν να δίνει την λύση που δεν είχε δώσει το New Deal λίγα χρόνια νωρίτερα: μέσα σε μια τριετία (1940-43) τα εννιά εκατομμύρια των ανέργων είχαν μειωθεί στο ένα εκατομμύριο και η συνολική παραγωγή είχε διπλασιαστεί.

Η 30ετία που ακολούθησε τον Β ΠΠ ήταν μια περίοδος μακράς άνθισης του καπιταλισμού στην Δύση (αλλά και στον χώρο του “υπαρκτού σοσιαλισμού”) η οποία χαρακτηριζόταν από πολύ μεγάλη ανάπτυξη, αύξηση του ποσοστού κέρδους, χαμηλή ανεργία, αύξηση των πραγματικών μισθών και κοινωνικές δαπάνες που δεν είχε γνωρίσει στο παρελθόν οι λαϊκές μάζες. Μια ερμηνεία είναι βεβαίως η καταστροφές που προκάλεσε η κρίση του 1929 και ο Β ΠΠ. Αυτές σήμαναν τεράστια απαξίωση ή και καταστροφή κεφαλαίων που, σε συνδυασμό με την ανοιχτόμυαλη πολιτική του Αμερικανού ηγεμόνα (εδώ) έδωσαν ώθηση στις Δυτικές χώρες, κερδισμένες και ηττημένες του πολέμου. Αλλά και πάλι δεν μπορούσε να απαντηθεί το πρωτοφανές φαινόμενο στην Ιστορία του καπιταλισμού της συνεχούς ανάπτυξης και της αύξησης του πλούτου για όλη την κοινωνία. Καταστροφές κεφαλαίου, καινοτομίες, μεταναστεύσεις εργατών, φτηνές πρώτες ύλες υπήρχαν και στο παρελθόν αλλά από μόνα τους δεν συντήρησαν για τόσο μεγάλο διάστημα μια συνεχή ανάπτυξη. Μια εξήγηση για το φαινόμενο αυτό είναι ίσως ο ρόλος των στρατιωτικών δαπανών των ΗΠΑ (και όχι μόνο) που έμειναν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα -για περίοδο ειρήνης- όταν ξέσπασε ο Ψυχρός Πόλεμος. Από τα επίπεδα του προπολεμικού 1% του ΑΕΠ οι στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ δεν έπεσαν κάτω του 6-7% μέχρι τα μέσα της 10ετίας του 1980. Σύμφωνα με τον Μ. Κίντρον ένα ποσοστό της τάξης του 60% του «ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου» (δλδ του συνόλου των επενδύσεων σε πάγια περιουσιακά στοιχεία) των ΗΠΑ καταναλωνόταν από τις ένοπλες δυνάμεις πράγμα που προσέφερε σταθερότητα στην οικονομία αφού απορροφούσε τα (φυσιολογικά) σκαμπανεβάσματα της οικονομίας του ιδιωτικού τομέα και τον κίνδυνο υπερπαραγωγής. Βεβαίως οι δαπάνες αυτές –που γίνονταν μέσω της φορολόγησης- θα περίμενε κανείς πως θα μείωναν την ζήτηση στην υπόλοιπη οικονομία. Κι όμως, όπως σημείωσε ο Τζ.Κ. Γκαλμπρέιθ, «…αυτή η αύξηση [των πολεμικών δαπανών] είχε την έντονη επιδοκιμασία των επιχειρηματιών του συστήματος σχεδιασμού. Το στέλεχος της μεγάλης επιχείρησης έχει κάνει ρουτίνα τις επικρίσεις για τη σπατάλη στις κυβερνητικές δαπάνες, όμως από τις εκκλήσεις του για εγκράτεια στα δημόσια οικονομικά, έχει αφαιρεθεί μεθοδικά η όποια αναφορά στις αμυντικές δαπάνες».

Στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ %ΑΕΠ
Στρατιωτικές δαπάνες χωρών του ΝΑΤΟ %ΑΕΠ (1960-2016)

Ουσιαστικά, οι πολεμικές δαπάνες, όπως γενικά οι «μη-παραγωγικές» δαπάνες (πχ διαφήμιση, “λαδώματα” κυβερνητικών παραγόντων κλπ), μπορεί βραχυπρόθεσμα να αφαιρούν ένα κομμάτι από τα κέρδη, αλλά μακροπρόθεσμα μειώνουν τα κονδύλια που θα ήταν διαθέσιμα για περαιτέρω συσσώρευση. Με αυτόν τον τρόπο, χωρίς κανείς να το επιδιώξει, επιβραδύνθηκε ο λόγος κεφάλαιο/μισθοί («οργανική σύνθεση του κεφαλαίου») με αποτέλεσμα να μένει σε υψηλά επίπεδα το ποσοστό κέρδους.

Παράγοντας σχεδόν το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ οι ΗΠΑ καθόριζαν τις εξελίξεις και στον υπόλοιπο κόσμο –και φυσικά και στο αντίπαλο τους «σοσιαλιστικό» μπλοκ που ήταν υποχρεωμένο να ακολουθεί σε στρατιωτικές δαπάνες. Από τις άλλες μεγάλες Δυτικές οικονομίες η Γαλλία και το ΗΒ ακολουθούσαν τις ΗΠΑ, έστω και με χαμηλότερα ποσοστά, σε αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες. Μόνο οι ηττημένες Ιαπωνία και Γερμανία έμεναν μακριά από αυτήν την κούρσα εξοπλισμών ακολουθώντας άλλες προτεραιότητες αλλά επωφελούμενες με έμμεσο τρόπο από τις υψηλές στρατιωτικές δαπάνες του Ψυχρού Πολέμου. Όμως οι αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ (κυρίως οι πόλεμοι στην Κορέα και στο Βιετνάμ) είχαν και το αρνητικό τους αποτέλεσμα: οδήγησαν τον Νίξον στην εγκατάλειψη της Συμφωνίας του Μπρέτον Γουντς με σκοπό να πέσει η τιμή του δολαρίου και έτσι φούντωσε ο πληθωρισμός και εμφανίστηκαν δημοσιονομικά ελλείμματα (για να ακολουθήσει η δομική κρίση του 1973 και το τέλος της κεϋνσιανής ρύθμισης).

Σήμερα η Ευρώπη βρίσκεται για άλλη μια φορά μπροστά σε ένα σταυροδρόμι, αλλά ένα σταυροδρόμι σε έναν κατηφορικό δρόμο και υπό την ηγεσία μιας ανίκανης και εγκλωβισμένης πολιτικής ηγεσίας. Το χειρότερο, χωρίς οργανωμένους και ανεξάρτητους από την ελίτ εργαζόμενους οι οποίοι σύρονται πίσω από τις επιλογές του παρακμάζοντος ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού. Η αύξηση των πολεμικών δαπανών με κανέναν τρόπο δεν εγγυάται έστω και την καπιταλιστική ανάπτυξη, πολύ περισσότερο μπορεί να μας οδηγήσουν σε πολεμικές περιπέτειες από τις οποίες δεν θα υπάρξει έξοδος διαφυγής.

Και η «μικρή πλην τιμία» Ελλάς;

Δυστυχώς η Ελλάδα, ενταγμένη στην ΕΕ και υποταγμένη στις επιλογές του ευρω-κέντρου δεν θα αποφύγει το βαρύ κόστος των αυξημένων πολεμικών δαπανών. Χρόνια τώρα στις υψηλότερες θέσεις του πίνακα των στρατιωτικών δαπανών της Δύσης –ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός και ΝΑΤΟϊκές “υποχρεώσεις” γαρ- θα ακολουθήσει την νέα σταυροφορία. Για την επόμενη 12ετία ακολουθεί ένα τεράστιο  πρόγραμμα που μεταξύ των άλλων προβλέπει

■ αγορά μιας ακόμα (τέταρτης) γαλλικής φρεγάτας και δυο ιταλικών φρεγατών

■ αγορά της «Ασπίδας του Αχιλλέα» από ισραηλινές εταιρείες που θα εξαπλώνεται σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο

■ προμήθεια και άλλων (πέρα των αρχικών 20) αεροσκαφών F-35 με στόχο να έχει, μέχρι το 2030 η Ελλάδα τουλάχιστον 200 πολεμικά αεροσκάφη «νέας γενιάς»

■ εγκατάσταση ενός ακόμα αμυντικού συστήματος με στόχευση προς τη Ρωσία

Για το 2024 η Ελλάδα διέθεσε το 3,08% του ΑΕΠ της (6,1 δισ. ευρώ) σε στρατιωτικές δαπάνες. Το ποσό αυτό την επόμενη 4ετία (2025-2028) θα εκτιναχτεί καθώς θα χρηματοδοτηθούν οι αγορές των πολεμικών συστημάτων που θα παραληφθούν σε αυτή την περίοδο (Raffale, F35, Belharra). Είναι προφανές ότι για τον ελληνικό καπιταλισμό οι «δουλειές» που θα προκύψουν από το ReArm θα είναι πολύ λίγες. Από την άλλη το κόστος του προγράμματος θα επιβαρύνει τα δημοσιονομικά της χώρας και ενώ το μοντέλο στο οποίο πορεύεται δεν έχει αλλάξει ούτε κατ’ ελάχιστο σε σχέση με την προ μνημονίων εποχή…

 

 

 

Σχετικά:

1. Μιλιταριστικός Κεϋνσιανισμός: Στρατηγική Επιλογήτων Ισχυρών και οι Οικονομικές της Επιπτώσεις

2. Επικίνδυνος ο στρατιωτικός κεϋνσιανισμός

3. Πως η Ευρώπη έπεσε στην αγκαλιά τηςπολεμοκαπηλείας, και τι πρέπει εμείς να κάνουμε

4. Στρατιωτικοί προϋπολογισμοί και οικονομικήανάπτυξη


Το οικονομικό θαύμα που σκότωσε εκατομμύρια






 

 

Κυριακή 22 Ιουνίου 2025

Τα Β2 χτύπησαν. Ο Κικίλιας θα σώσει τα στενά του Ορμούζ;

Εκτάκτως λόγω της κατάστασης στην Μέση Ανατολή, αφήνω τις γεωπολιτικές αναλύσεις στους "ειδικούς" των καναλιών και πάω στο παρασύνθημα.

Εξαιτίας της επιδείνωσης της αντιπαράθεσης μεταξύ Ιράν-ΗΠΑ/Ισραήλ εδώ και δυο εβδομάδες τα χρηματιστήρια έχουν σταματήσει την ανοδική τους κίνηση περιμένοντας τις εξελίξεις. Μάλιστα θα έλεγα ότι η συμπεριφορά τους ήταν αρκετά συγκρατημένη. Συγκεκριμένα ο εβδομαδιαίος S&P500 έχει υπερβεί τον ΜΑC26 έχοντας βρει στήριξη στο "γιαπωνέζικο σύννεφο" και υπολείπεται μόνο κατά 4-5% του προηγούμενου υψηλού του (οι γραμμές τάσης χαράχτηκαν με βάση το μηνιαίο διάγραμμα). 


Ο δικός μας, ο ΓΔ, στο ίδιο διάστημα υπέστη μεγαλύτερη ζημιά που είναι και λογικό καθώς είχε φτάσει στην κορυφή του καναλιού που φαίνεται στο παρακάτω, μηνιαίο, διάγραμμα. Το τελευταίο εξάμηνο διαμορφώθηκε ένα πέμπτο κύμα (ανοδικό) μέσα στο πλαγιοανοδικό κανάλι που ξεκινά από τους τελευταίους μήνες του 2022 και, άσχημες εξελίξεις στην παρούσα κρίση, μπορεί να δώσουν μια πτώση μέχρι και την γραμμή στήριξης του καναλιού λίγο πάνω από τις 1600 μονάδες. Στο ίδιο διάγραμμα φαίνεται τόσο ο RSI όσο και ο stochRSI που βρίσκονται σε υπεραγορασμένες περιοχές. 


Στο ημερήσιο διάγραμμα φαίνονται δυο βραχυπρόθεσμα κανάλια που καθορίζουν την κίνηση του ΓΔ από τις 22 Μαΐου οπότε και είχαμε το τελευταίο υψηλό. Παρακολουθώντας κανείς την ενδοσυνεδριακή κίνηση θα παρατηρούσε ότι εδώ και οκτώ  ημέρες η προσπάθεια του ΓΔ να κινηθεί ανοδικά σταματούσε απότομα όταν αυτός προσέγγιζε στην πλαγιοκαθοδική γραμμή αντίστασης του νεότερου καναλιού. 


Πάντως θα έχει ενδιαφέρον να δούμε από αύριο την πορεία των χρηματιστηρίων -και δεν αποκλείω τις εκπλήξεις. Ενημερωτικά, τα χρηματιστήρια της Μέσης Ανατολής (εδώ) που ήταν ανοικτά σήμερα δεν σημείωσαν παρά μια μικρή πτώση. Μάλιστα το χρηματιστήριο του Ισραήλ κινήθηκε θετικά. 


Σχετικά:

1. Κυνηγώντας μερίσματα και ανάπτυξη




  

Τα «κλεμμένα»

Με απάθεια αντέδρασαν στην πολεμική σύγκρουση και τα διεθνή και τα αμερικανικά χρηματιστήρια […] και στο άνοιγμα της Παρασκευής, προχθές [27/6], ο S&P500 απείχε μόλις μια ανάσα από το ιστορικό υψηλό του, τις 6144 μονάδες της 19ης Φεβρουαρίου.

Πού οφείλεται ο ακραίος κυνισμός που σφραγίζει τη συμπεριφορά των αγορών; Στην ιδιότυπη χειραγώγηση τους «από πάνω». Τις χειραγωγούν στην κατεύθυνση μιας πρωτοφανούς φούσκας που διογκώνεται. Το φαινόμενο έχει τις ρίζες του στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-9 και στην κρίση χρέους της Ευρώπης, που ακολούθησε.

Για να απαλύνουν τις συνέπειες, οι κεντρικές τράπεζες τύπωσαν τρισεκατομμύρια νέο χρήμα, που δεν προοριζόταν για την πραγματική οικονομία αλλά έμεινε στο επίσημο και στο σκιώδες τραπεζικό σύστημα, κυρίως στα funds, που άρχισαν να το τοποθετούν σε μετοχές εισηγμένων και μη εταιρειών και σε startups.

Αυτή η άφθονη και πάμφθηνη ρευστότητα άρχισε να φουσκώνει τις αποτιμήσεις και να διαμορφώνει ένα νέο μοντέλο πλουτισμού: τη μετάβαση από επενδύσεις στην πραγματική οικονομία, που έχουν ρίσκο και αποδίδουν αργά, στις «επενδύσεις» σε χαρτιά, σε τίτλους που αλλάζουν γρήγορα χέρια, μοιράζοντας κέρδη διαδοχικά στους εμπλεκόμενους παίκτες, χωρίς ρίσκο.             

Κώστας Καλλίτσης, «Η χειραγώγηση των αγορών και ο Ζ. Μαμντάνι»/Καθημερινή της Κυριακής 29/6/2025


«Τι πεπρωμένο!» αναφώνησε ο Ντερβίλ. «Από το ορφανοτροφείο κατέληξε να πεθάνει στο γηροκομείο, αφού προηγουμένως συνέδραμε τον Ναπολέοντα να κατακτήσει την Αίγυπτο και την Ευρώπη. Γνωρίζεις, αγαπητέ, ότι στην κοινωνία υπάρχουν τρία είδη ανθρώπων, ο ιερέας, ο γιατρός και ο νομικός, που δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν τον κόσμο; Φορούν κι οι τρεις μαύρα, ίσως γιατί πενθούν με τον τρόπο τους όλες τις αρετές, όλες τις ψευδαισθήσεις. Ο πιο δυστυχής από τους τρεις είναι ο δικηγόρος. Όταν κάποιος προσφεύγει στον ιερέα, ωθείται από την μεταμέλεια και τις τύψεις, από μια πίστη που του δίνει αξία, τον εξυψώνει και παρηγορεί την ψυχή του διαμεσολαβητή, που με τη σειρά του αντλεί ικανοποίηση από το λειτούργημα του καθώς εξαγνίζει, θεραπεύει, συμφιλιώνει. Εμείς οι δικηγόροι ερχόμαστε αντιμέτωποι πάντοτε με τα ίδια μελανά αισθήματα, τίποτε δεν τα διορθώνει, τα γραφεία μας γίνονται υπόνομοι, που είναι αδύνατον να ξεβρομίσουν. Πόσα πράγματα δεν έχουν δει τα μάτια μου σ’ αυτή τη δουλειά! Είδα πατέρα να πεθαίνει στην ψάθα, απένταρο κι εγκαταλελειμμένο από τις δυο θυγατέρες του που προίκισε με σαράντα χιλιάδες φράγκα την καθεμία. Είδα να καίνε διαθήκες, μανάδες να ξεπουπουλιάζουν τα παιδιά τους, συζύγους να κλέβουν τις γυναίκες τους αλλά και γυναίκες να σκοτώνουν τους άντρες τους, εκμεταλλευόμενες την αγάπη τους για να τους βγάλουν τρελούς και άχρηστους και να ζήσουν χωρίς τύψεις με τους εραστές τους. Έχω δει γυναίκα να δηλητηριάζει το νόμιμο παιδί της, ώστε να πλουτίσει το εξώγαμο. Και τι δεν έχουν δει τα μάτια μου! Ένα σωρό εγκλήματα για τα οποία η δικαιοσύνη δεν μπορεί να κάνει τίποτε. Τελικά, οι φρικαλεότητες που επινοεί η φαντασία των μυθιστοριογράφων ωχριούν μπροστά στην πραγματικότητα. Θα τα μάθεις κι εσύ όλα αυτά τα ωραία πράγματα. Εγώ, θα αποσυρθώ στην εξοχή με την γυναίκα μου. Το Παρίσι με αηδιάζει».    

Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Συνταγματάρχης Σαμπέρ



  



Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

Ποιος θα αξιολογήσει την αξιολόγηση;

 

Εδώ και καιρό, όχι μόνο τα τελευταία χρόνια αλλά από το 2009, μαίνεται ένας συνεχής πόλεμος εντυπώσεων γύρω από το (δήθεν) «μεγάλο κράτος» και τους (δήθεν) υψηλούς μισθούς των ΔΥ (που «μας χρεοκόπησαν») και, τα τελευταία χρόνια, μια διαρκώς εντεινόμενη προπαγάνδα γύρω από την αξιολόγηση των ΔΥ. Η συντονισμένη αυτή επίθεση από τα συστημικά ΜΜΕ και την κυβέρνηση στοχεύει αφενός στην συνολική επίθεση προς κάθε τι το Δημόσιο και αφετέρου στην απόσειση των ευθυνών της κυβέρνησης (των κυβερνήσεων) στην λειτουργία του κράτους μέσω της κλασικής μεθόδου της δημιουργίας “Εβραίων”. Βεβαίως η αξιολόγηση, όχι τυχαία, δεν συζητιέται ούτε για τους γιατρούς, ούτε για τους δικαστές, ούτε για το ένστολο προσωπικό, ούτε για τους διπλωμάτες και τους καθηγητές των ΑΕΙ/ΤΕΙ οι οποίοι εξαιρούνται. Αφορά μόνο στην “πλέμπα”: τους διοικητικούς ΔΥ και τους εκπαιδευτικούς πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευση –είναι η ίδια πλέμπα που είχε μπει στο στόχαστρο της “τρόικας εσωτερικού” και στην περίοδο των μνημονίων.

Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε τι ακριβώς ισχύει για την αξιολόγηση της δημοσιοϋπαλληλικής πλέμπας -πλην των εκπαιδευτικών όπου το “παιχνίδι” έχει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις.   

Πριν πάμε όμως σε αυτήν καθαυτή την “αξιολόγηση” θα πρέπει να κάνουμε κάποιες αναφορές σε πράγματα που έμμεσα ή άμεσα σχετίζονται με αυτήν.

1. Η μονιμότητα των ΔΥ

Η μονιμότητα (και όχι ισοβιότητα, που την έχουν μόνο οι δικαστικοί) δεν έχει την έννοια του «είμαι μόνιμος, κάνω ότι θέλω και δεν με κουνάει κανείς» (παρόμοια με την μονιμότητα των ΔΥ έχουν στην πράξη και οι τραπεζοϋπάλληλοι μέσω των συμβάσεων αορίστου χρόνου). Έχει την έννοια ότι ένας ΔΥ δεν είναι υπάλληλος του τάδε ή του δείνα υπουργού (όπως ο εργαζόμενος του ΙΤ είναι υπάλληλος του αφεντικού του) αλλά είναι υπάλληλος του απρόσωπου κράτους. Συνεπώς ο ΔΥ πρέπει να προσλαμβάνεται και να απολύεται σύμφωνα με κανόνες και από συλλογικά όργανα καθώς το κράτος δεν είναι τσιφλίκι του κάθε πολιτικού για να προσλαμβάνει και να απολύει κατά βούλησιν και όποιον τον βολεύει. Η διαδικασία των προσλήψεων, λοιπόν, των ΔΥ ανατίθεται στο ΑΣΕΠ το οποίο με ανοικτούς διαγωνισμούς και χωρίς προτιμήσεις καταρτίζει τους πίνακες επιτυχόντων των διαγωνισμών (γραπτών ή με μόρια) και οι διάφορες Υπηρεσίες, αναλόγως των προτιμήσεων των επιτυχόντων, τους διορίζουν σε κενές οργανικές θέσεις (συνεπώς είναι ψευδές ότι οι προσλήψεις γίνονται κατά το δοκούν αλλά, αντιθέτως, υπακούουν στις ανάγκες οι οποίες έχουν προσδιοριστεί από την πολιτεία και έχουν καταγραφεί στα οργανογράμματα των Υπηρεσιών).

Μπορεί όμως ένας ΔΥ να απολυθεί; Φυσικά και μπορεί. Αρκεί να υπάρχουν οι προβλεπόμενοι από τον Υπαλληλικό Κώδικα λόγοι καθώς και αποδείξεις (άρθρα 106 έως 146 του Υπαλληλικού Κώδικα). Δεν αρκεί να μην αρέσει η φάτσα του ΔΥ στον προϊστάμενο του ή στον υπουργό για να τον στείλει σπίτι του. Πρέπει να κατηγορηθεί για κάποιες παραβάσεις οπότε παραπέμπεται στο Πειθαρχικό Συμβούλιο (στο οποίο έχουν πλειοψηφία δικαστικοί και ελέγχεται για τις αποφάσεις του από το δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο στο οποίο οι δικαστικοί έχουν απόλυτη πλειοψηφία) με συγκεκριμένα στοιχεία. Ουσιαστικά ακολουθεί μια δίκη που με βάση αποδεικτικά στοιχεία, εφόσον υπάρχουν, οδηγεί σε μια σειρά ποινών που φτάνουν μέχρι και στην απόλυση.

Υπάρχει όμως και μια δεύτερη διαδικασία απόλυσης. Η κυβέρνηση δικαιούται να αποφασίσει ότι μια Υπηρεσία, μια Γενική Γραμματεία ή και ένας κλάδος σε μια Υπηρεσία δεν χρειάζεται και, τότε, χωρίς να χρειαστεί να αποδείξει τον ισχυρισμό της –δλδ αυθαίρετα- να βγάλει τους υπαλλήλους σε διαθεσιμότητα και στην συνέχεια σε απόλυση (αυτό έγινε όταν η κυβέρνηση βαγγελοσαμαράδωνέβγαλε σε διαθεσιμότητα 15 χιλ ΔΥ με σκοπό να ακολουθήσει η απόλυση τους).

Από τον ίδιο τον Χατζηδάκη, ξέφυγε τις προάλλες, σε αντίθεση με το παραμύθι του ακαταδίωκτου των ΔΥ, ότι «…υπάρχουν μέχρι τώρα περίπου 1.000 [ΔΥ] που έχουν απολυθεί με αποφάσεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων γιατί δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους ή προέβαιναν σε βλαπτικές ενέργειες για τη δημόσια διοίκηση»

2. Βαθμός, Μεταπτυχιακά/Διδακτορικά, Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης (ΕΣΔΔ)

Όλοι οι ΔΥ εκτός του μισθολογικού κλιμακίου (ΜΚ) στο οποίο κατατάσσονται ανάλογα με τα χρόνια υπηρεσίας, το επίπεδο εκπαίδευσης, το αν είναι απόφοιτοι της ΕΣΔΔ και το αν έχουν μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών, κατατάσσονται και σε κάποιον Βαθμό. Η κατάταξη σε Βαθμούς γίνεται ανάλογα με τα χρόνια υπηρεσίας αλλά σε αυτά προστίθενται και πλασματικά έτη με στόχο να πριμοδοτηθούν ειδικές ομάδες ώστε να καταλάβουν θέσεις ευθύνης (=τμηματάρχες, διευθυντές, γενικοί διευθυντές).

Η πιο κραυγαλέα ευνοημένη ομάδα είναι πλέον (μετά το 2010) οι απόφοιτοι της ΕΣΔΔ που πριμοδοτούνται με 12 χρόνια πλασματικής υπηρεσίας. Ακολουθούν οι διαθέτοντες διδακτορικό δίπλωμα και στο τέλος της πυραμίδας των ευνοημένων είναι οι κάτοχοι μεταπτυχιακών σπουδών. Ειρήσθω εν παρόδω, εδώ και αρκετά χρόνια έχει στηθεί μια φάμπρικα σε συνεργασία με ΑΕΙ όπου τα τελευταία “πουλούν” κάθε απίθανο μεταπτυχιακό τίτλο με “σπουδές” 9μηνης διάρκειας ώστε ο κάτοχος τους να το προσκομίσει στην υπηρεσία του και να κερδίσει αύξηση μισθού και πλασματικά έτη εργασίας ανεβαίνοντας σε Βαθμό.

Συμπερασματικά, τρεις κατηγορίες (απόφοιτοι ΕΣΔΔ, διδακτορικοί και, δευτερευόντως μεταπτυχιακοί), ιδίως μετά το 2010, πριμοδοτούνται σκανδαλωδώς σε μισθολογική και βαθμολογική εξέλιξη χωρίς στις περισσότερες περιπτώσεις να προσφέρουν ουσιαστικά τίποτε περισσότερο από τους υπόλοιπους πτυχιούχους συναδέλφους τους. Η ύπαρξη του θεσμού των Βαθμών είναι το απαραίτητο εργαλείο για την προώθηση των ευνοούμενων ομάδων και δεν έχει κανέναν άλλο ουσιαστικό ρόλο (φυσικά ποσώς ενδιαφέρει τις κυβερνήσεις ο επιπλέον όγκος εργασίας που καταναλώνεται για τον υπολογισμό των βαθμών αφού αυτός ο χαμένος χρόνος είναι χρήσιμος για την επίτευξη του στόχου της προώθησης των συγκεκριμένων ομάδων ΔΥ).

3. Επιλογή προϊσταμένων, «κανονικοί» προϊστάμενοι και αναπληρωτές προϊστάμενοι

Μέχρι το 2011 οι προϊστάμενοι επιλέγονταν με «κρίσεις» από τα Υπηρεσιακά Συμβούλια με βάση κυρίως την αρχαιότητα και τους βαθμούς της αξιολόγησης τους αλλά και τους τίτλους σπουδών. Από τότε, και για πολλά χρόνια, ψηφίζονταν διάφοροι νόμοι επιλογής προϊσταμένων χωρίς όμως να εφαρμόζονται. Στην πράξη η τοποθέτηση προϊσταμένων γινόταν με την μέθοδο της αναπλήρωσης. Η αναπλήρωση προβλέπεται στην πραγματικότητα μόνο για έκτακτες καταστάσεις όπως όταν ο «κανονικός» προϊστάμενος (αυτός που είχε επιλεγεί με την νόμιμη διαδικασία των «κρίσεων») απουσιάζει με μακροχρόνια άδεια ή όταν αφυπηρετεί. Ως αναπληρωτής ορίζεται υπάλληλος της οργανικής μονάδας (του Τμήματος, της Διεύθυνσης) με την προϋπόθεση ότι βρίσκεται στον Βαθμό Α΄ μέχρι να οριστεί μετά από κρίση ο επόμενος «κανονικός» προϊστάμενος. Σε όλα τα προηγούμενα χρόνια η εξαίρεση είχε γίνει κανόνας: ο έχων τις κατάλληλες «γνωριμίες» οριζόταν ως αναπληρωτής και παρέμενε εκεί αφού νέες κρίσεις προϊσταμένων δεν γίνονταν. Μάλιστα είναι συνηθισμένο φαινόμενο ο «ημέτερος» ΔΥ να μετακινείται στην οργανική μονάδα που δεν έχει προϊστάμενο από άλλη οργανική μονάδα και στην νέα οργανική μονάδα να του ανατίθενται καθήκοντα προϊσταμένου αφήνοντας στα κρύα του λουτρού τους υπαλλήλους που ήδη εργάζονταν εκεί. Επιπλέον, με νόμο, όταν αλλάζει το οργανόγραμμα της Υπηρεσίας ο αναπληρωτής προϊστάμενος μετατρέπεται σε «κανονικό» και μόνιμο πλέον προϊστάμενο που κουβαλά την ιδιότητα του προϊσταμένου σε όποια οργανική μονάδα μετακινηθεί στο μέλλον. Να λοιπόν πως σήμερα έχουμε ένα στρώμα δοτών προϊσταμένων που δεν έχει κριθεί από πουθενά και κατέχουν θέσεις μόνο χάρη στην εύνοια των υπουργών, των διοικητών των Υπηρεσιών ή των Γενικών Γραμματέων. Εδώ να υπενθυμίσουμε ότι οι απόφοιτοι της ΕΣΔΔ και οι διδακτορικοί γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο –για να μπορεί να έχουν προνομιακή πρόσβαση στις θέσεις- πριμοδοτούνται με πλασματικούς χρόνους υπηρεσίας ώστε να ανεβαίνουν γρήγορα στον Βαθμό Α΄.

Τώρα πλέον δειλά-δειλά αρχίζουν να γίνονται κρίσεις προϊσταμένων σε διάφορες Υπηρεσίες. Στην νέα αυτή διαδικασία επιλογής τα βασικά κριτήρια είναι κυρίως δυο: αν είσαι απόφοιτος της ΕΣΔΔ / και αν έχεις διδακτορικό καθώς και ο χρόνος υπηρεσίας σε θέση ευθύνης (που βεβαίως έχει αποκτηθεί χάρη στην εύνοια των πολιτικών ηγεσιών μέσω της μεθόδου της αναπλήρωσης). Αντιθέτως η γνώση του αντικειμένου δεν έχει καμία απολύτως αξία. Συμπληρωματικά, παίζει ρόλο πόσα σεμινάρια του ΕΚΔΔΑ έχεις παρακολουθήσει (τα περισσότερα των σεμιναρίων αυτών δεν προσφέρουν τίποτε άλλο πέρα από ένα καλό χαρτζιλίκι στους επιμορφωτές και μερικά μόρια στους επιμορφούμενους) ενώ ακολουθεί και συνέντευξη που καλύπτει το 30% της τελικής βαθμολογίας. Ας δούμε λοιπόν ένα καθόλου ακραίο σενάριο επιλογής προϊσταμένου μιας Διεύθυνσης Οικονομικών μεταξύ δυο υποψηφίων με το νέο σύστημα επιλογής «κανονικών» προϊσταμένων. Από την μια έχουμε έναν πτυχιούχο της ΑΣΟΕΕ που εργάζεται 20 χρόνια στο Δημόσιο και από αυτά, τα 15 χρόνια στην συγκεκριμένη Διεύθυνση. Από την άλλη έχουμε ένα πτυχιούχο του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας που τελείωσε την ΕΣΔΔ και έκανε και ένα 9μηνο εξ αποστάσεως μεταπτυχιακό σε σχέση με το… μεταναστευτικό. Ο υποψήφιος αυτός έχει 10 χρόνια προϋπηρεσίας στο Δημόσιο και δεν έχει εργαστεί στην συγκεκριμένη Διεύθυνση. Ποιος θα επιλεγεί προϊστάμενος με τον νόμο των α(χ)ρίστων; Μα φυσικά ο… δεύτερος (και δεν έχω συνυπολογίσει ότι μπορεί να έχει οριστεί ήδη τμηματάρχης δια της «μεθόδου της αναπλήρωσης» που σημαίνει ακόμη περισσότερα μόρια, ούτε ότι μπορεί να πάρει και πολύ καλό βαθμό στην συνέντευξη –ιδίως όταν η συνέντευξη δίνεται σε άλλους απόφοιτους της ΕΣΔΔ που έχουν ήδη «καβατζάρει» τις θέσεις των Γενικών Διευθυντών με την γνωστή πριμοδότηση).

Σύμφωνα με τα παραπάνω –και όντως έτσι είναι η πραγματικότητα- το σύνολο σχεδόν των προϊσταμένων που θα αξιολογήσουν τους υφισταμένους τους είναι δοτοί και δεν έχουν την νομιμοποίηση –έχουν όμως το δικαίωμα και την υποχρέωση- για να το κάνουν. Ακόμη χειρότερα, πολλοί από αυτούς έχουν λιγότερες γνώσεις από τους υφισταμένους τους αλλά εντούτοις θα τους αξιολογήσουν!

 

Ας πάμε τώρα σε αυτή καθαυτή την αξιολόγηση.

Αρχικά να διευκρινίσουμε ότι αξιολόγηση των ΔΥ γίνεται εδώ και δεκαετίες, δλδ είναι ψευδές ότι οι ΔΥ δεν αξιολογούνται/-νταν. Κάθε ΔΥ αξιολογείται/-το από τον τμηματάρχη και τον διευθυντή του (και αυτοί από τον γενικό διευθυντή) σε διάφορους τομείς (γνώση του αντικειμένου, συμπεριφορά κλπ). Η Έκθεση αξιολόγησης μπαίνει στον προσωπικό φάκελο του υπαλλήλου και διατηρείται εκεί. Η διαδικασία αυτή –όπως προανέφερα- συνεχίζεται επί χρόνια.


 

Γιατί όμως γίνεται τόση φασαρία τα τελευταία χρόνια; Το θέμα ξεκίνησε από τα πρώτα χρόνια των μνημονίων όταν οι αξιολογήσεις (μαζί με άλλα κριτήρια) χρησιμοποιήθηκαν για να επιλεγούν οι ΔΥ που  θα έμπαιναν σε διαθεσιμότητα με τελικό προορισμό την απόλυση. Μάλιστα ο Μητσοτάκης, ως υπουργός Εσωτερικών, είχε περάσει νόμο με τον οποίο το 15% των υπαλλήλων κάθε Διεύθυνσης ΕΠΡΕΠΕ να χαρακτηρίζεται ως ανεπαρκές! (μιλάμε πάντα για τους πλεμπαίους ΔΥ). Δλδ ο προϊστάμενος είχε την υποχρέωση, ακόμη και αν ήταν ικανοποιημένος από κάποιον υπάλληλο του, να τον βγάζει ανεπαρκή για να ικανοποιηθεί η κυβέρνηση και οι ιδεοληψίες της! Από εκεί και πέρα ξεκίνησε η κόντρα ΑΔΕΔΥ-κυβερνήσεων για το θέμα της αξιολόγησης καθώς οι ΔΥ έβλεπαν πίσω από κάθε σχετική κυβερνητική πρωτοβουλία δεύτερες σκέψεις με σκοπό τις απολύσεις ή την κατηγοριοποίηση τους με νέα, αυθαίρετα, κριτήρια. Η διάταξη για το υποχρεωτικό 15% καταργήθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος ψήφισε έναν νέο νόμο για την αξιολόγηση.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έφερε έναν ακόμη νόμο αξιολόγησης ο οποίος συνδυάζεται με την «στοχοθεσία» (η Υπηρεσία –δλδ ο Γενικός Διευθυντής- θέτει (αυθαίρετους) στόχους τους οποίους ο κάθε υπάλληλος πρέπει να πραγματοποιήσει) και με βάση αυτήν θα κριθεί αλλά και θα πάρει μέρος ή όχι στην μοιρασιά των (γλίσχρων) μπόνους. Όμως υπάρχει ήδη ο σχεδιασμός ώστε οι αξιολογήσεις αυτές, στο μέλλον, να χρησιμοποιηθούν για στέρηση ΜΚ ή, ακόμη, και για απόλυση. Να σημειώσουμε εδώ ότι αυτή η διαδικασία αξιολόγησης δημιουργεί τεράστιο όγκο νέας εργασίας και απασχολεί όχι μόνο τους αξιολογητές –και λιγότερο τους αξιολογούμενους- αλλά και υπαλλήλους που ασχολούνται αποκλειστικά με το πακέτο της αξιολόγησης.

«Που είναι όμως το κακό στο πρότζεκτ αυτό;», θα μπορούσε να ρωτήσει ο καθένας.

Το πρώτο πρόβλημα είναι ότι η αξιολόγηση είναι αυθαίρετη και υποκειμενική και δεν υπάρχουν μετρήσιμα μεγέθη στα οποία θα μπορούσε να στηριχθεί. Στις πανελλήνιες εξετάσεις το κάθε λάθος του εξεταζόμενου μαθητή του «κοστίζει» συγκεκριμένες μονάδες με βάση οδηγίες της Κεντρικής Επιτροπής Εξετάσεων. Αλλά και σε αυτήν την περίπτωση προκύπτουν μικρότερες ή μεγαλύτερες διαφορές στις βαθμολογίες των καθηγητών που διορθώνουν τα γραπτά. Στην αξιολόγηση των ΔΥ δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Ο προϊστάμενος βάζει έναν βαθμό (από 0 έως 100) όπως το νιώθει εκείνος και όχι με αντικειμενικά και μετρήσιμα κριτήρια. Δεν υπάρχει ασφαλιστική δικλείδα ότι δεν θα αδικήσει –εσκεμμένα ή όχι δεν έχει σημασία- κάποιους υφιστάμενους του σε σχέση με κάποιους άλλους. Ακόμη χειρότερα, η αξιολόγηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός εκβιασμού προϊσταμένου προς υφιστάμενο για να εκμαιεύσει την υποταγή του ακόμη και σε παράνομες αποφάσεις. 

Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι δεν έχουν όλοι οι προϊστάμενοι την ίδια αυστηρότητα στην κρίση τους. Έτσι, υπάλληλοι που εργάζονται αποδοτικότερα μπορεί να βαθμολογηθούν αυστηρότερα από τον προϊστάμενο τους σε σχέση με τους υπαλλήλους ενός άλλου προϊσταμένου που είναι λιγότερο φειδωλός στα κριτήρια της βαθμολόγησης του. 

Τρίτον, υπάλληλοι που έχουν ευκολότερο έργο από κάποιους άλλους είναι λογικό να πάρουν υψηλότερη βαθμολογία σε σχέση με άλλους υπαλλήλους που η εργασία τους είναι πιο σύνθετη και απαιτητική. Για πρδγμα, είναι πανεύκολο να βαθμολογηθεί με άριστα ένας φύλακας που η αρμοδιότητα του είναι να ελέγχει την είσοδο του κτιρίου (πόσο δύσκολο είναι να ζητά την ταυτότητα και να καταγράφει τα στοιχεία των εισερχομένων στο κτίριο;) αλλά είναι πολύ πιο δύσκολο να λάβει μεγάλη βαθμολογία ένας υπάλληλος που έχει αρμοδιότητα, για πρδγμα, να εκτελεί μελέτες χρηματοδότησης μεγάλων έργων. Εδώ ο χρησιμότερος υπάλληλος με την πιο παραγωγική εργασία πολύ εύκολα θα βρεθεί κάτω από τον υπάλληλο με την λιγότερο απαιτητική και λιγότερο παραγωγική εργασία.

Τέταρτο, με την τελευταία αναθεώρηση του νόμου της αξιολόγησης, και επειδή οι υψηλές βαθμολογίες είχαν αυξηθεί ως ποσοστό, δεν επιτρέπεται στον αξιολογούμενο να υποβάλλει ένσταση αν διαφωνεί με την αξιολόγηση του προϊσταμένου του (ο οποίος βεβαίως και δεν έχει την υποχρέωση να αποδείξει την κρίση του): τον χαρακτήρισε «μη επαρκή» ο προϊστάμενος; μένει το στίγμα του ανεπαρκή για τον υπάλληλο.

Πέμπτο, περιέγραψα παραπάνω πως γίνονται οι επιλογές προϊσταμένων. Ο νόμος της αξιολόγησης σε συνδυασμό με τον τρόπο επιλογής προϊσταμένων είναι προφανές ότι δίνει το δικαίωμα της αξιολόγησης σε ανθρώπους που έχουν καταλάβει τις θέσεις χαριστικά ή έχουν λιγότερες γνώσεις από τους υφισταμένους τους! (ας θυμηθούμε το πρδγμα του απόφοιτου του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας και της ΕΣΔΔ που προΐσταται σε μια Οικονομική Διεύθυνση υπουργείου και αξιολογεί έναν πτυχιούχο της ΑΣΟΕΕ που έχει σχετική εμπειρία 15 ετών). Φτάνουμε λοιπόν στην ακραία αδικία: ο δοτός και ο άσχετος να αξιολογούν τον εξειδικευμένο υπάλληλο!

Με βάση τα παραπάνω είναι προφανές ότι το σύστημα αξιολόγησης που προωθεί η κυβέρνηση είναι παντελώς αναξιόπιστο και δεν θα αγγίξει το πρόβλημα. Ακόμη χειρότερα, δεν αγγίζει τα πραγματικά προβλήματα που βρίσκονται κυρίως στην δική της πλευρά και δεν είναι άλλα από την γραφειοκρατία, την πολυνομία, την κακοδιοίκηση, την εσωστρεφή λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης, τις πολιτικές παρεμβάσεις που γίνονται για εξυπηρέτηση συμφερόντων, την υποχρηματοδότηση της Παιδείας και της Υγείας και την απόφαση της να κατεδαφίσει ότι έχει απομείνει από τον κρατικό μηχανισμό.

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι δεν υπάρχουν ευθύνες σε ΔΥ για μειωμένη απόδοση, για κακή συμπεριφορά στους πολίτες και άλλα που τους καταλογίζονται. Όμως η αναζήτηση του «κακού υπαλλήλου» μέσω της δηθεναξιολόγησης δεν θα ανακαλύψει αλλά θα κατασκευάσει «κακούς υπαλλήλους» ενώ θα αφήσει ανέγγιχτες τις βαθύτερες αρρώστιες της κρατικής μηχανής. Ούτε γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό θα βρεθούν, ούτε θα μειωθούν οι τιμές των φαρμάκων, ούτε θα εκλείψουν το φακελάκι και οι πολύμηνες αναμονές στις λίστες των νοσοκομείων, ούτε τα πτυχία θα αποκτήσουν αξία, ούτε οι δικαστικές διενέξεις θα λυθούν γρηγορότερα κλπ κλπ.     

«Κερασάκι στην τούρτα» η παραδοσιακή αρπαχτή…

Από την όλη διαδικασία δεν θα μπορούσε να λείπει η συνηθισμένη για τα ελληνικά δεδομένα "αρπαχτή".

Για το αξιολογικό έτος 2023 υποβλήθηκαν περίπου 166 χιλ αξιολογήσεις και από αυτές  περίπου 39 χιλ ΔΥ κρίθηκαν ως υπάλληλοι «υψηλής απόδοσης» από τους προϊσταμένους τους. Όμως το Υπ. Εσωτερικών, το κάστρο της γραφειοκρατικής ηλιθιότητας, κάνοντας χρήση της… τεχνητής νοημοσύνης (η οποία εξελίσσεται ως το φάρμακο διά πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν) τις απέρριψε και αποφάνθηκε (με τι κριτήρια; -βλ. στο Σχετικό υπ’ αρ. 2) ότι «υψηλής απόδοσης» μπορεί να είναι μόνο 4 χιλ ΔΥ. Όλοι οι υπόλοιποι ΔΥ που «υστερούν» παρακολούθησαν γύρω στα 4 χιλ σεμινάρια εξασφαλίζοντας ένα χαρτζιλίκι για τους διάφορους επιμορφωτές. Η Ελλάδα του Μητσοτάκη και του σκόιλ ελικικού δεν αλλάζει.

 

Μα τελικά πως θα λυθούν τα προβλήματα αν δεν αξιολογηθούν οι ΔΥ;

Όπως αναφέραμε στην αρχή, ο ΥΚ προβλέπει μια πολύ συνεκτική διαδικασία παραπομπής ΔΥ στα Πειθαρχικά Συμβούλια σε περίπτωση που αυτοί δεν θέλουν ή δεν μπορούν να επιτελέσουν τα καθήκοντα τους. Άρα υπάρχει σήμερα η δυνατότητα να βρεθεί ο «κακός υπάλληλος» και να τιμωρηθεί. Η αλήθεια βεβαίως είναι ότι η διαδικασία αυτή δεν εφαρμόζεται παρά μόνο σε κραυγαλέες περιπτώσεις. Όμως με έναν άλλον τρόπο επιλογής προϊσταμένων (με γραπτούς διαγωνισμούς σε διάφορα πεδία ώστε να κρίνονται με βάση τις πραγματικές τους γνώσεις και όχι με βάση τυπικά προσόντα και επιλεκτικές πριμοδοτήσεις) και με μια μια άλλου τύπου αξιολόγηση, με μια αξιολόγηση «από πάνω προς τα κάτω» όλης της οργανικής μονάδας από εξωτερικό και, επομένως, ανεξάρτητο, παράγοντα (στον οποίο μάλιστα θα έκαναν παρατηρήσεις και θα πρότειναν λύσεις και οι ίδιοι οι ΔΥ), θα μπορούσε να ανακαλυφθεί και να σταλεί στο ΠΣ ο «κακός υπάλληλος» (που σχηματικά θα έλεγα ότι ευθύνεται για το 20% των προβλημάτων της Δημόσιας Διοίκησης) και μαζί του να καταγραφούν και τα υπόλοιπα προβλήματα που ταλανίζουν την Δημόσια Διοίκηση: η γραφειοκρατία, η πολυνομία, οι κακές πρακτικές διοίκησης και λειτουργίας του κράτους, η αλληλεπικάλυψη αρμοδιοτήτων μεταξύ Υπηρεσιών, οι πολιτικές παρεμβάσεις, η διάλυση (με στόχο την ιδιωτικοποίηση) των διάφορων κρατικών δομών. Θέλει όμως η κυβέρνηση να λυθούν τα προβλήματα αυτά; Η δική μου απάντηση είναι πως όχι και γι’ αυτό επιλέγει την δηθεναξιολόγηση της δημοσιοϋπαλληλικής πλέμπας (και, στο βάθος, την κατάργηση της μονιμότητας).      

 

Σχετικά:

1. Τα συστήματα αξιολόγησης από την πλευρά των εργαζομένων

2. Αξιολόγηση ΔΥ με χρήση τεχνητής νοημοσύνης

3. Αξιολογώντας την αξιολόγηση [αξιολόγηση των εκπαιδευτικών]

4. Η «ακτινογραφία» της αξιολόγησης των Δημοσίων Υπαλλήλων, τι έδειξαν τα στοιχεία

5. Αξιολόγηση απόδοσης των εργαζομένων

 

 


 

Τα «κλεμμένα»

Αν και η μέτρηση της αποτελεσματικότητας των δημόσιων δαπανών είναι δύσκολη, εντούτοις έχουν γίνει κάποιες απόπειρες να μετρηθεί το πόσο αποτελεσματικά αξιοποιούνται οι πόροι στο Δημόσιο. Μια από τις πιο γνωστές μελέτες είναι αυτή των Afonso, Schuknecht και Tanzi (2005), […] Ουσιαστικά έχουν χρησιμοποιηθεί δύο δείκτες.

Ο πρώτος μετρά την αποτελεσματικότητα των εισροών. Για να τον κατανοήσουμε, ας πάρουμε την ΕΕ-15, όπου ο δείκτης είναι 0,72. Αυτό σημαίνει ότι θα ήταν δυνατό να επιτευχθεί το ίδιο επίπεδο προϊόντος και υπηρεσιών μόνο με το 72% των εισροών που χρησιμοποιούνται τώρα. Με άλλα λόγια, κατά μέσο όρο, το δείγμα των χωρών που χρησιμοποιείται απασχολούν 28% περισσότερους πόρους από το ελάχιστο κόστος που θα χρειαζόταν για να παραχθούν οι προσφερόμενες δημόσιες υπηρεσίες.

Ο δεύτερος δείκτης μετρά την αποτελεσματικότητα των παραγόμενων υπηρεσιών. Ας πάρουμε πάλι τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ-15. Ο δείκτης σημαίνει ότι, με δεδομένες τις δημόσιες δαπάνες, η επίδοση του δημόσιου τομέα είναι 78% (ή 22% μικρότερη) απ’ ότι θα ήταν αν οι χώρες της ΕΕ-15 αξιοποιούσαν με πλήρη αποτελεσματικότητα τους διατιθέμενους πόρους.

Όπως παρατηρούμε, η θέση της Ελλάδας δεν είναι ιδιαίτερα καλή [η μελέτη αναφέρεται στα έτη πριν το 2005]. Σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα στις εισροές, η χώρα μας έχει μια βαθμολογία (με άριστα το 1) περίπου την ίδια με τον μέσο όρο της ΕΕ-15 [Ελλάδα: 0,73, ΕΕ15: 0,72]. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι ο δημόσιος τομέας μας δεν απασχολεί πολλούς πόρους, όπως σε άλλες χώρες. Από την άλλη πλευρά, όμως, σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα του παραγόμενου προϊόντος, η Ελλάδα κατέχει την τελευταία θέση από τις 23 χώρες του δείγματος [Ελλάδα: 0,65, ΕΕ15: 0,78]. Οι εκτιμήσεις αυτού του είδους αμφισβητούνται συχνά για τον τρόπο υπολογισμού και την αξιοπιστία τους, και γι’ αυτό θα πρέπει να τις ερμηνεύουμε  με μεγάλη προσοχή. Εντούτοις, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ενδεικτικές της αναποτελεσματικότητας που χαρακτηρίζει το παραγόμενο προϊόν του δημόσιου τομέα της Ελλάδας, πάντα σε σύγκριση με τις άλλες χώρες που εξετάζονται, αφού η μεθοδολογία είναι η ίδια.

Ι. Λοϊζίδης,  Το μέγεθος και η διάρθρωση του Δημόσιου Τομέα: Θεωρία και Πράξη

Και τότε καταλάβαμε, ότι όλο αυτό που λέγαμε “κοινωνική ζωή” στην πόλη μας, δεν ήταν παρά μια συνεχής, αδιάκοπη αξιολόγηση. Ένας ατέλειωτος έλεγχος. Οι άνθρωποι δε ζούσαν απλώς –κρίνονταν. Κρίνονταν για το πώς ντύνονται, πως χαιρετούν, αν μιλούν πολύ ή λίγο, αν γελούν δυνατά ή σεμνά. Κι αυτή η κρίση δεν ήταν ποτέ επίσημη, ποτέ ξεκάθαρη∙ ήταν κάτι στον αέρα, στα βλέμματα, στις κουβέντες που κόβονταν όταν περνούσες. Ήταν μια αόρατη επιτροπή που αποφάσιζε καθημερινά ποιος είναι “καλός”, ποιος είναι “σοβαρός”, ποιος “αξίζει”.

Και το χειρότερο δεν ήταν πως υπήρχε αυτή η αξιολόγηση∙ το χειρότερο ήταν πως όλοι μας, μικροί και μεγάλοι, την αποδεχόμασταν. Την κάναμε κανόνα, και ζούσαμε με αυτόν χωρίς ποτέ να τον αμφισβητήσουμε. Σαν να λέγαμε πως έτσι είναι ο κόσμος, έτσι πρέπει να είναι. Κι όσοι δεν άντεχαν, δεν προσαρμόζονταν, απλώς έφευγαν –ή σιωπούσαν για πάντα.

Δ. Χατζή,  Το τέλος της μικρής μας πόλης

 

 

Τεχνική εικόνα του ΓΔ

Η σημερινή -σύντομη- ανάρτηση δεν έχει να αναφέρει κάποιο νέο πωλητικό σήμα από το σύστημα μου ( εδώ ) που βρίσκεται εδώ και καιρό σε αγορασ...