Στις αρχές Μαρτίου η Κομισιόν, μέσω της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ανακοίνωσε ένα τεράστιο εξοπλιστικό σχέδιο, με τίτλο “ReArm Europe Plan/Readiness 2030”, ύψους 800 δισ. ευρώ. Το πρόγραμμα και οι στόχοι του δόθηκαν στην επίσημη ιστοσελίδα της Κομισιόν:
«Στις διάφορες
συναντήσεις των τελευταίων εβδομάδων -πιο πρόσφατα πριν από δύο ημέρες στο
Λονδίνο- η απάντηση από τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ήταν τόσο ηχηρή όσο και
σαφής. Βρισκόμαστε σε μια εποχή επανεξοπλισμού. Και η Ευρώπη είναι έτοιμη να
αυξήσει μαζικά τις αμυντικές της δαπάνες.
[…]
Το πρώτο μέρος αυτού του σχεδίου ReArm Europe είναι η
απελευθέρωση της χρήσης δημόσιας χρηματοδότησης στην άμυνα σε εθνικό επίπεδο.
Τα κράτη μέλη είναι έτοιμα να επενδύσουν περισσότερα στην ασφάλειά τους εάν
έχουν τον δημοσιονομικό χώρο. Και πρέπει να τους δώσουμε τη δυνατότητα να το
κάνουν. Γι' αυτό σύντομα θα προτείνουμε την ενεργοποίηση της ρήτρας εθνικής
διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Θα επιτρέψει στα κράτη μέλη
να αυξήσουν σημαντικά τις αμυντικές τους δαπάνες χωρίς να ενεργοποιήσουν τη
Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος.
[…]
Η δεύτερη πρόταση θα είναι ένα νέο μέσο. Θα παρέχει 150
δισεκατομμύρια ευρώ σε δάνεια στα κράτη μέλη για αμυντικές επενδύσεις. […] Για παράδειγμα: αεροπορική και πυραυλική
άμυνα, συστήματα πυροβολικού, μη επανδρωμένα αεροσκάφη με πυραύλους και
πυρομαχικά και συστήματα κατά των μη επανδρωμένων αεροσκαφών· αλλά και για την
αντιμετώπιση άλλων αναγκών, από τον κυβερνοχώρο έως τη στρατιωτική
κινητικότητα, για παράδειγμα. Θα βοηθήσει τα κράτη μέλη να συγκεντρώσουν τη
ζήτηση και να αγοράζουν από κοινού. Φυσικά, με αυτόν τον εξοπλισμό, τα κράτη
μέλη μπορούν να εντείνουν μαζικά την υποστήριξή τους προς την Ουκρανία.
[…]
Το τρίτο σημείο είναι η αξιοποίηση της δύναμης του
προϋπολογισμού της ΕΕ. Υπάρχουν πολλά που μπορούμε να κάνουμε σε αυτόν τον
τομέα βραχυπρόθεσμα για να κατευθύνουμε περισσότερα κεφάλαια σε επενδύσεις που
σχετίζονται με την άμυνα. Γι' αυτό μπορώ να ανακοινώσω ότι θα προτείνουμε
πρόσθετες δυνατότητες και κίνητρα για τα κράτη μέλη που θα αποφασίσουν, εάν
θέλουν να χρησιμοποιήσουν προγράμματα πολιτικής συνοχής, για να αυξήσουν τις
αμυντικές δαπάνες.
Οι δύο τελευταίοι τομείς δράσης στοχεύουν στην κινητοποίηση
ιδιωτικών κεφαλαίων μέσω της επιτάχυνσης της Ένωσης Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων
και μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
Συμπερασματικά: Η
Ευρώπη είναι έτοιμη να αναλάβει τις ευθύνες της. Το πρόγραμμα ReArm Europe θα
μπορούσε να κινητοποιήσει σχεδόν 800 δισεκατομμύρια ευρώ για μια ασφαλή και
ανθεκτική Ευρώπη. Θα συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε στενά με τους εταίρους μας
στο ΝΑΤΟ. Αυτή είναι μια στιγμή για την Ευρώπη. Και είμαστε έτοιμοι να
αναλάβουμε δράση.»
https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/sv/statement_25_673
Επειδή
όμως χρήματα δεν υπάρχουν και θα στοίχιζε πολύ η άμεση επιβάρυνση των κρατικών
προϋπολογισμών για την εξυπηρέτηση αυτού του σχεδίου, έπρεπε να μπει στην άκρη
η δημοσιονομική πειθαρχία του Συμφώνου Σταθερότητας. Είναι η δεύτερη φορά –η
πρώτη ήταν στην περίοδο του κορονοΐού- που εφαρμόζεται αυτή η εξαίρεση. Αφού
λοιπόν ο Μερτς μαζί με τους Πράσινους και το SPD κατάργησαν την διάταξη του Συντάγματος
για το «φρένο χρέους», δόθηκε το πράσινο φως σε όλη την ΕΕ ώστε οι πολεμικές
δαπάνες να εξαιρούνται από το έλλειμμα και το δημόσιο χρέος. Όπως φαίνεται, οι
κανόνες στην ΕΕ προσαρμόζονται στα συμφέροντα του ευρωκέντρου με μια
καταπληκτική ευελιξία και με απύθμενο θράσσος όποτε αυτό τους βολεύει. Έτσι,
ενώ δεν μπορούσαν να βρεθούν 30 δισ. (δανεικά) για να μην καταστραφεί η Ελλάδα
το 2010, οι κανόνες άλλαξαν ξανά και ξανά: η ΕΚΤ αγόρασε ομόλογα της Ιταλίας
ενώ «δεν μπορούσε» να αγοράσει ελληνικά ομόλογα μέχρι να υπογραφεί το τρίτο
μνημόνιο, ξαναγόρασε ελληνικά ομόλογα (παρότι παρέμεναν «σκουπίδια») για να
βοηθήσει την κυβέρνηση Μητσοτάκη να κρατήσει χαμηλό το κόστος δανεισμού,
εξαίρεσε 50 δισ. από το χρέος της κυβέρνησης προς Φορείς του Δημοσίου και τους
αναβαλλόμενους τόκους (κρύβοντας έτσι συνολικά περί τα 70 δισ. δημοσίου χρέους)
για να κυκλοφορεί το αφήγημα ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη μείωσε δραστικά το χρέος
ως ποσοστό του ΑΕΠ. Οι ευρωπαϊκές χώρες
λοιπόν θα μπορούν να δανείζονται για την εξυπηρέτηση του σχεδίου επανεξοπλισμού
της ΕΕ αλλά τα δανεικά δεν θα δηλώνονται ούτε στα ελλείμματα ούτε στο χρέος.
Φυσικά τόσο τα δανεικά όσο και οι τόκοι που θα προκύψουν θα πληρωθούν τα
επόμενα χρόνια -αλλά αυτό ας μην αφορά τον λαουτζίκο, αυτός απλώς θα τα
πληρώσει.
Στην Ελλάδα (που παραδοσιακά ανήκει στις κορυφαίες
χώρες της Δύσης από πλευράς πολεμικών –δήθεν “αμυντικών”- δαπανών) o Μητσοτάκης εξήγγειλε το νέο μακροπρόθεσμο
πρόγραμμα στο οποίο «ο Υπουργός Άμυνας γνωρίζει ότι για την περίοδο του
προγράμματος έχει στη διάθεσή του 25 δισεκατομμύρια ευρώ» καταλήγοντας:
«Το
παλαιότερο δίλημμα, λοιπόν, το οποίο το ακούγαμε συχνά κυρίως από την Αριστερά,
“κανόνια ή βούτυρο” αποδεικνύεται ένα δίλημμα το οποίο είναι σαθρό αλλά και
επικίνδυνο, ιδίως σήμερα».
https://www.primeminister.gr/2025/04/02/36011
Γιατί ξύπνησε το πολεμικό ένστικτο της ΕΕ;
Οι υπερασπιστές της
ΕΕ διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους όταν κάποιος χαρακτηρίζει την ΕΕ ως μια
ιμπεριαλιστική ένωση. Μπορούν να το δεχτούν αυτό για τις ΗΠΑ αλλά ποτέ για την
Ευρώπη. Κατ’ αυτούς η ΕΕ είναι φιλειρηνική και δημοκρατική στις σχέσεις της με
τον υπόλοιπο κόσμο “ξεχνώντας” βέβαια ότι έχει συμμετέχει ακόμη σε πολέμους και
στην κλοπή του πλούτου των χωρών του παγκόσμιου Νότου. Το κυριότερο όμως αγνοούν
ότι ιμπεριαλισμός δεν σημαίνει μόνο στρατιωτικές επεμβάσεις αλλά ένα ολόκληρο
πλέγμα σχέσεων, οικονομικών και μη, του σύγχρονου καπιταλισμού (δες εδώ) -που
καταλήγει βεβαίως σε στρατιωτικές επεμβάσεις και πολέμους. Όμως από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και έπειτα παρατηρείται
μια σταδιακή μεταστροφή από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις (συμπεριλαμβανομένης της
ανοιχτά φιλοπόλεμης βρετανικής) προς ανοιχτά, πλέον, φιλοπολεμικά κηρύγματα και
πρακτικές με αφορμή τον πόλεμο στο Ντονμπάς. Βάζοντας τα πράγματα σε μια
σειρά θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι και η ΕΕ –πέρα από τις ΗΠΑ-
ακολουθούσαν μια έντονα πιεστική πολιτική απέναντι στη Ρωσία ήδη από τις αρχές
της δεκαετίας του ’90.
Τα
πειράματα που ακολούθησαν την διάλυση των χωρών της πρώην ΚΟΜΕΚΟΝ για το
πέρασμα τους από την «σοσιαλιστική» οικονομία στην «οικονομία της αγοράς» ήταν
καταστροφικά για τους λαούς των χωρών αυτών (μείωση ΑΕΠ από 25 έως και 60% σε
Ισοτιμία Αγοραστικής Δύναμης, ανεργία, πληθωρισμός και συντριβή των κοινωνικών
παροχών). Ταυτοχρόνως ήταν μια τεράστια ευκαιρία αφενός για τις ντόπιες ελίτ
(πρώην κυβερνητικοί και κομματικοί αξιωματούχοι και νέοι παίκτες που
συνεργάζονταν με την Δύση) να οικειοποιηθούν σε χαμηλές τιμές μέρος της δημόσιας
περιουσίας και αφετέρου για τον Δυτικό ιμπεριαλισμό να εισβάλλει σε μια
τεράστια αγορά. Για τις χώρες που βρίσκονταν ανάμεσα στην Ρωσία και την παλαιά
ΕΕ τον δρόμο άνοιξε το ευρωπαϊκό ιδιωτικό κεφάλαιο (είναι χαρακτηριστικό ότι
μέσα σε μια δεκαετία το 50% του μεταποιητικού δυναμικού των χωρών αυτών πέρασε
στα χέρια ευρωπαϊκών πολυεθνικών) και ακολούθησε ένα κύμα δημόσιας
χρηματοδότησης μέσα από τα διάφορα ευρωπαϊκά Ταμεία (Ταμείο Συνοχής, αγροτικές
επιδοτήσεις και Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης) για την κατασκευή υποδομών -αλλά
και εξαγορά συνειδήσεων. Τα ποσά που διοχετεύτηκαν από τις Βρυξέλλες στις χώρες
αυτές ήταν αντίστοιχης κλίμακας με του περίφημου Σχεδίου Μάρσαλ που
ανοικοδόμησε την μεταπολεμική δυτική Ευρώπη. Η ενσωμάτωση των χωρών της Ανατ.
Ευρώπης σφραγιζόταν από μια τεράστια χρηματοπιστωτική διείσδυση που το 2008
ανερχόταν σε δυτικές πιστώσεις συνολικού ύψους 1,1 τρισ. δολάρια (στην Ρωσία,
αντιστοίχως, οι πιστώσεις αυτές ανέρχονταν σε 222 δισ. δολάρια). Η οικονομική επέκταση της δυτικής Ευρώπης
προς τα ανατολικά συνδυάστηκε, όχι τυχαία, με την ταυτόχρονη επέκταση του ΝΑΤΟ
το οποίο προσέφερε την απαραίτητη ασφάλεια και προστασία στις επενδύσεις της
Δύσης και στις νέες ντόπιες ελίτ (ή, όπως έλεγε το παλιό σύνθημα, «ΕΟΚ
και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο»…)
Η νέα κατάσταση
Φυσικά είναι αστείο
να λέγεται ότι οι ΗΠΑ του Τραμπ θα εγκατέλειπαν την Ευρώπη, το δεύτερο
σημαντικό μέλος της Δυτικής συμμαχίας, που αντιπροσωπεύει –έστω και μειωμένο σε
σχέση με το παρελθόν- το 1/5 του παγκόσμιου ΑΕΠ. Απλώς ο Τραμπ, σε αντίθεση με
τους Δημοκρατικούς, απαιτεί το κόστος του πολέμου να το πληρώσει και η Ευρώπη
με αύξηση των πολεμικών της δαπανών. Με αυτόν τον τρόπο οι ΗΠΑ θα έχουν διπλό
οικονομικό όφελος: αφενός θα μειώσουν τις δικές τους πολεμικές δαπάνες (τώρα
μάλιστα που στρέφουν την προσοχή τους στον Ινδο-ειρηνικό) και αφετέρου θα μειώσουν το
εμπορικό τους έλλειμμα με την Ευρώπη αφού περισσότερο από το 50% των οπλικών της
συστημάτων η Ευρώπη το αγοράζει από τις ΗΠΑ.
Ο
Αμερικανός υπουργός εξωτερικών, Ρούμπιο, αφού από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση
παραδέχτηκε ότι οι ΗΠΑ κατανοούν πως ο σύγχρονος κόσμος είναι πλέον πολυπολικός,
απευθυνόμενος στη συνέχεια στους Ευρωπαίους τους ζήτησε να παραδεχτούν ότι «χρηματοδοτούμε
ένα τέλμα» ενώ η Ουκρανία έχει «γυρίσει εκατό χρόνια πίσω». Και
όντως ΗΠΑ και Ευρώπη εδώ και είκοσι χρόνια ξόδεψαν τεράστια ποσά για να
διεισδύσουν στην Ουκρανία, να εξαγοράσουν συνειδήσεις, να στηρίξουν την
ουκρανική κυβέρνηση με εξελιγμένα οπλικά συστήματα και να την καθοδηγήσουν με
τεχνολογικά μέσα σε όλη την διάρκεια του πολέμου χωρίς όμως αποτέλεσμα. Όμως, ο
ίδιος ο Ρούμπιο, στην σύνοδο των Υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ στις αρχές
Απριλίου, ξεκαθάρισε ότι ο Τραμπ δεν είναι κατά του ΝΑΤΟ αλλά «είναι κατά
ενός ΝΑΤΟ που δεν έχει τις δυνατότητες να εκπληρώνει τους όρους της συμμαχίας». (Antoaneta Roussi, «Rubio reassures allies on US commitment to NATO», Politico, 3/4/2025) Κι ο όρος που
βάζει ο Τραμπ –ο νέος σερίφης στην πόλη- είναι οι εξοπλιστικές δαπάνες να
φτάσουν στο 5% του ΑΕΠ κάθε «συμμάχου».
Βέβαια η στροφή του Τραμπ έναντι της Ρωσίας
εξέπληξε αλλά μάλλον η στροφή του εξηγείται από την εμμονή του απέναντι στην
Κίνα την οποία ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός έχει αναγάγει στον υπ’ αριθμό ένα
ανταγωνιστή του. Φαίνεται λοιπόν ότι ο Τραμπ αποπειράται να κάνει μια κίνηση
«αντίστροφου Κίσινγκερ» τότε που οι ΗΠΑ,
το 1972, προσέγγισαν την μαοϊκή Κίνα εναντίον της ΕΣΣΔ. Όμως η σημερινή
«επίθεση φιλίας» του Τραμπ προς τον Πούτιν δεν ξεγελά την ρωσική ηγεσία καθώς
είναι εύκολα κατανοητό γι’ αυτήν πως αν «πέσει» η Κίνα το επόμενο θύμα θα είναι
η Ρωσία. Φαίνεται πλέον πως τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία έχουν επενδύσει πολλά
στην μεταξύ τους συμμαχία (που όμως είναι ετεροβαρής σε βάρος της Ρωσίας) αλλά
και στην συμμαχία τους με τους BRICS και τον υπόλοιπο «παγκόσμιο Νότο».
(«Οι Ηνωμένες
Πολιτείες μπορεί, επίσης, κάποια μέρα, να χρειαστούν τη βοήθεια της Ρωσίας για
την ανάσχεση της ανερχόμενης Κίνας. Η τρέχουσα πολιτική των ΗΠΑ, όμως, ωθεί πιο κοντά τη Ρωσία και την Κίνα» - John J. Mearsheimer, «Why the Ukraine Crisis Is
the West’s Fault- The Liberal Delusions That Provoked Putin», Foreign Affairs,
Vol. 93, No. 5 (September-October 2014), σελ. 89).
Ο ιμπεριαλισμός από το χτες στο σήμερα
Στο πέρασμα από τον
19ο στον 20ο αιώνα ο μέχρι τότε καπιταλισμός της
ελεύθερης αγοράς και των ατομικών επιχειρήσεων γέννησε τις μετοχικές εταιρείες
και τα μονοπώλια, τεράστιες, πλέον, επιχειρήσεις (υπερεπειχειρήσεις σήμερα) που
ελέγχουν μεγάλα τμήματα των αγορών και επιβάλλουν τους δικούς τους κανόνες όχι
μόνο εντός των συνόρων των εθνικών κρατών αλλά και εκτός αυτών. Η νέα εικόνα
έχει πλέον την μορφή μιας «πυραμίδας ισχύος» όπου ο κάθε ισχυρότερος εθνικός
καπιταλισμός απομυζά τους λιγότερο ισχυρούς και όλοι μαζί τις υποτελείς τάξεις.
Όμως
η εμφάνιση των μονοπωλίων δεν σημαίνει πως ο ανταγωνισμός των διαφορετικών
κεφαλαίων σταματά∙ αντιθέτως, μετατρέπεται σε διαμάχη ανάμεσα στα κράτη τους. Η
οικονομική ισχύς και, σε τελική ανάλυση, η ισχύς των όπλων της κάθε εθνικής
άρχουσας τάξης κρίνει τη δυνατότητά της να κρατήσει ή, ακόμη καλύτερα, να
αναβαθμίσει τη θέση της στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Και αυτό φυσιολογικά φέρνει
εξοπλισμούς, δημιουργία αντίπαλων μπλοκ και στη συνέχεια πολέμους όταν πλέον οι
ανερχόμενοι καπιταλισμοί αμφισβητούν το προηγούμενο καθεστώς ισχύος και
απαιτούν την αναδιανομή της «πίτας».
Η
εικόνα του κόσμου μας μετά τη δεκαετία του ’90 και την κατάρρευση των
καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης έδωσαν σε ορισμένους την ψευδαίσθηση μιας
παντοκρατορίας της Δύσης και μέσα σε αυτήν την απόλυτη ηγεμονία των ΗΠΑ. Έτσι
άνθισαν θεωρίες για το «τέλος της Ιστορίας», για έναν νέο παγκοσμιοποιημένο
κόσμο χωρίς σύνορα και κρατικούς ανταγωνισμούς (παρόμοιες θεωρίες, όπως ο υπεριμπεριαλισμός είχαν
κυκλοφορήσει και λίγο πριν ξεσπάσει ο Α ΠΠ).
Αλλά
η άνοδος της Κίνας (εκεί όπου η μετάβαση στην «αγορά» έγινε συγκροτημένα και
κάτω από τον αυστηρό έλεγχο του ΚΚΚ –σε αντίθεση με την ηλίθια επιλογή της
σοβιετικής νομενκλατούρας η οποία προτίμησε να αφήσει την αγορά «να κάνει την
δουλειά») άρχισε να αμφισβητεί την παντοδυναμία των ΗΠΑ και αυτό με την σειρά
του διαμόρφωσε το νέο αμερικανικό δόγμα που βλέπει την μεταφορά του παγκόσμιου
γεωπολιτικού κέντρου βάρους στον Ινδο-ειρηνικό. Η στρατιωτική εξόρμηση του
αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν που στόχευε στην
δημιουργία μιας νέας ευνοϊκής για της ΗΠΑ κατάστασης στη Μ. Ανατολή το μόνο που
κατάφερε ήταν να οδηγήσει στην σύμπηξη του μετώπου των BRICS με
τους οποίους συνεργάζονται πλέον και άλλα καθεστώτα της περιοχής (Σαουδαραβία,
Ιράν, Αίγυπτος κλπ) και ταυτοχρόνως να αναδείξει πως οι ΗΠΑ δεν ήταν πλέον ο
απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού. Μάλιστα η κατάρρευση της νεοφιλελεύθερης
αυταπάτης μετά την δομική κρίση του καπιταλισμού («κρίση της Λήμαν Μπράδερς»)
έκανε πολύ πιο ξεκάθαρη την εικόνα ενός αναδυόμενου πολυπολικού κόσμου στον
οποίον η Δύση, και ιδιαίτερα η ΕΕ και η Ιαπωνία, χάνουν συνεχώς πόντους σε
σχέση με τον Παγκόσμιο Νότο.
Εκμεταλλευόμενος
την οικονομική και στρατιωτική αδυναμία της ΕΕ σε σχέση με τις ΗΠΑ, ο Τραμπ
ελίσσεται αφενός για να μεταφέρει οικονομικά βάρη στους Ευρωπαίους (δασμοί,
αγορά όπλων και καυσίμων από τις ΗΠΑ) και αφετέρου για να δημιουργήσει
μακροπρόθεσμες θετικές προϋποθέσεις περικύκλωσης της Κίνας και από τα δυτικά
και βόρεια σύνορα της.
Η παγκόσμια εικόνα των πολεμικών εξοπλισμών –μυρίζει
μπαρούτι;
Η ένταση των γεωπολιτικών ανταγωνισμών είναι
αναμενόμενο να οδηγεί και στην ένταση των εξοπλισμών: το 2024 στο σύνολο των
χωρών οι στρατιωτικές δαπάνες έφτασαν τα 2,718 τρισ. δολάρια, σημειώνοντας
αύξηση 9,4% σε πραγματικούς όρους από το 2023 και την πιο απότομη ετήσια αύξηση
τουλάχιστον από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Οι στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν
σε όλες τις περιοχές του κόσμου, με ιδιαίτερα ταχεία αύξηση στην Ευρώπη όσο και
στη Μέση Ανατολή.
Οι δέκα χώρες με τις μεγαλύτερες στρατιωτικές
δαπάνες για το 2024 ήταν:
1. ΗΠΑ: 997 δισ. Δολάρια (37% του των παγκόσμιων
δαπανών)
2. Κίνα: 314 δισ. Δολάρια (12%)
3. Ρωσία: 149 δισ. Δολάρια (5.5%)
4. Γερμανία: 88,5 δισ. Δολάρια (3.3%)
5. Ινδία: 86,1 δισ. Δολάρια (3.2%)
6. Ηνωμένο Βασίλειο: 81,8 δισ. δολάρια.
7. Σαουδική Αραβία: 80,3 δισ. δολάρια.
8. Ουκρανία: 64,7 δισ. δολάρια.
9. Γαλλία: 64,7 δισ. δολάρια.
10. Ιαπωνία: 55,3
δισ. δολάρια.
Οι
πέντε χώρες με τις υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες αντιπροσώπευαν το 60% του
παγκόσμιου συνόλου, με συνολικές δαπάνες ύψους 1,635 τρισ. δολαρίων. Να
σημειωθεί ότι οι στρατιωτικές δαπάνες της Ρωσίας από 4.9% του ΑΕΠ το 2015
έφτασαν το 7.1% το 2024 ενώ της Ουκρανίας, στο ίδιο διάστημα, ανέβηκαν από το
3.8% στο 34% του ΑΕΠ.
Στην
περιοχή μας η Τουρκία δαπάνησε 25 δισ. δολάρια φτάνοντας στην 17η θέση της
παγκόσμιας λίστας ενώ η χώρα μας βρέθηκε στην 33η θέση παγκοσμίως (από την 34η
θέση που κατείχε το 2023). Οι στρατιωτικές δαπάνες της Ελλάδας έφτασαν τα 8
δισ. δολάρια, παρουσιάζοντας άνοδο 11% σε ετήσια βάση ενώ από το 2015 έως το
2024 οι στρατιωτικές δαπάνες της Ελλάδας αυξήθηκαν κατά 45%. Ως ποσοστό επί του
ΑΕΠ, οι δαπάνες της Ελλάδας έφτασαν για το 2024 το 3,1% ενώ το 2015 ήταν στο
2,5%.
Την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών παγκοσμίως σημειώνει
το Ινστιτούτο SIPRI
«Οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν
στα 2.718 δισεκατομμύρια δολάρια το 2024, πράγμα που σημαίνει ότι οι δαπάνες
αυξάνονταν κάθε χρόνο για μια ολόκληρη δεκαετία, σημειώνοντας αύξηση 37% μεταξύ
2015 και 2024. Η αύξηση 9,4% το 2024 ήταν η πιο απότομη ετήσια αύξηση
τουλάχιστον από το 1988. Το παγκόσμιο στρατιωτικό βάρος -το μερίδιο του
παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) που αφιερώνεται στις
στρατιωτικές δαπάνες- αυξήθηκε σε 2,5% το 2024. Οι μέσες στρατιωτικές δαπάνες
ως μερίδιο των κυβερνητικών δαπανών αυξήθηκαν στο 7,1% το 2024 και οι
παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες ανά άτομο ήταν οι υψηλότερες από το 1990, στα
334 δολάρια. Για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, οι στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν
και στις πέντε γεωγραφικές περιοχές του κόσμου, αντανακλώντας τις αυξημένες
γεωπολιτικές εντάσεις σε όλο τον κόσμο. Η δεκαετής αύξηση των παγκόσμιων
δαπανών μπορεί εν μέρει να αποδοθεί στην αύξηση των δαπανών στην Ευρώπη, που
οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στον συνεχιζόμενο πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας, και στη Μέση
Ανατολή, που οφείλονται στον πόλεμο στη Γάζα και στις ευρύτερες περιφερειακές
συγκρούσεις. Πολλές χώρες έχουν επίσης δεσμευτεί να αυξήσουν τις στρατιωτικές
δαπάνες, κάτι που θα οδηγήσει σε περαιτέρω παγκόσμιες αυξήσεις τα επόμενα
χρόνια».
Το σχέδιο απελπισίας της ΕΕ για επιβίωση στη νέα συγκυρία
Σε αυτή την νέα,
αρνητική για την ΕΕ, συγκυρία απάντησε ο πρώην διοικητής της ΕΚΤ Μ. Ντράγκι με
την Έκθεσή του που δημοσιεύτηκε τον περσινό Σεπτέμβριο:
«Η Ευρώπη πρέπει να προσαρμοστεί σε έναν κόσμο
γεωπολιτικά λιγότερο σταθερό, όπου οι εξαρτήσεις μετατρέπονται σε τρωτά σημεία
και δεν μπορεί πλέον να βασίζεται σε άλλους για την ασφάλειά της. [….]
Οι αμυντικές δαπάνες της ΕΕ ανέρχονται σήμερα
περίπου στο ένα τρίτο των δαπανών των ΗΠΑ, ενώ οι δαπάνες της Κίνας αυξάνονται
με ταχείς ρυθμούς. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων SIPRI, οι αμυντικές δαπάνες των
ΗΠΑ το 2023 υπολογίζονται σε 916 δισ. δολάρια ΗΠΑ, ενώ οι σωρευτικές δαπάνες
των κρατών μελών της ΕΕ υπολογίζονται σε 313 δισ. δολάρια ΗΠΑ. Ο αμυντικός
προϋπολογισμός της Κίνας εκτιμήθηκε σε 296 δισ. δολάρια ΗΠΑ, αλλά σύμφωνα με
διάφορες πηγές θα μπορούσε να είναι σημαντικά υψηλότερος. […]
Οι ΗΠΑ και η Κίνα αντιπροσωπεύουν περίπου το ήμισυ των παγκόσμιων αμυντικών
δαπανών το 2023, με τον αμυντικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ να ανέρχεται στο 37%
περίπου των παγκόσμιων δαπανών. Μετά από χρόνια υποεπενδύσεων, η ΕΕ έχει πολύ
δρόμο να διανύσει για να αποκαταστήσει τη βιομηχανική ικανότητα και, κατά
συνέπεια, να αυξήσει τις στρατιωτικές ικανότητες».
M. Draghi, The Future of European Competitiveness,
September 2024, σ.σ. 15 και 160
Η
ανάγκη των επενδύσεων και της αύξησης της παραγωγικότητας, δυο μεγέθη στα οποία
η ΕΕ υστερεί ως προς τον Αμερικάνο ηγεμόνα, έχουν μπει στο στόχαστρο των
Ευρωπαίων εδώ και καιρό και το συστημικό αυτό μειονέκτημα προσπάθησε λίγο καιρό
πριν να αντιμετωπίσει ο Ντράγκι με μια προηγούμενη εισήγηση του περί ανάγκης
αύξησης των επενδύσεων. Με την νέα του Έκθεση έρχεται να προσαρμόσει την
προηγούμενη στις νέες συνθήκες που επιβάλλει ο Τραμπ: οι επενδύσεις πρέπει να γίνουν αλλά για να ικανοποιηθούν και οι μεγάλοι
μας σύμμαχοι αυτές πρέπει να γίνουν συγκεκριμένα στον τομέα των πολεμικών
δαπανών. Την συνέχεια την έδωσε η φον ντερ Λάιεν με τις τελικές της
ανακοινώσεις.
Από
κει και πέρα την συνέχεια την αναλαμβάνουν τα συστημικά ΜΜΕ που εκλαϊκεύουν τις
νέες προτεραιότητες. Ο φόβος της ρώσικης αρκούδας (που μπορεί να είναι και λίγο…
«κόκκινη») παίζει και πάλι κι ας έχει καταφέρει σε 3,5 χρόνια η Ρωσία να
καταλάβει μόλις το 20% της Ουκρανίας (η Κριμαία μάλιστα είχε καταληφθεί από το
2014). Το σενάριο που κυκλοφορεί πλέον είναι ότι η Ρωσία –που μέχρι πριν λίγο
ήταν ο παρακατιανός γείτονας της ΕΕ- ετοιμάζεται να επιτεθεί στην… Ευρώπη στα
επόμενα 4-5 χρόνια και, αφού ο Τραμπ πιθανώς τα «βρει» με τον Πούτιν και
εγκαταλείψει τους ευρωπαίους συμμάχους του, είναι αδήριτη ανάγκη να ανέβουν οι
πολεμικές δαπάνες της ΕΕ στο 5% του ΑΕΠ (το οποίο, ΑΕΠ, αναμένεται να φτάσει το
2024 τα 16,2 τρις ευρώ, άρα οι πολεμικές δαπάνες πρέπει να φτάσουν τα 800 δισ).
Έτσι, κατά την πολιτική ελίτ της ΕΕ, η αύξηση των πολεμικών δαπανών γίνεται μονόδρομος.
Πολεμικός κεϋνσιανισμός με παρελθόν
Το πρόγραμμα του
επανεξοπλισμού της ΕΕ αποσκοπεί και σε κάτι ακόμη επίσης σημαντικό: εκτός του
ενδεχομένου οι εξοπλισμοί να ανοίξουν πρωτογενώς τις δουλειές στις πολεμικές
βιομηχανίες οι δαπάνες αυτές θα μπορούσαν δευτερογενώς να δώσουν ώθηση σε
πολλούς άλλους κλάδους (μεταφορές, ενέργεια, έρευνα) ώστε να πολλαπλασιαστεί η
ζήτηση για μια σειρά προϊόντων. Ένας από τους ενθουσιώδεις υποστηρικτές αυτής
της προοπτικής είναι κι ο Όλιβερ Μπλουμ, ο διευθύνων σύμβουλος της Volkswagen.
Αφού οι πωλήσεις της εταιρείας πέφτουν (έχοντας καταρρεύσει από τον κινέζικο
ανταγωνισμό) και τα εργοστάσιά της κλείνουν, ο Μπλουμ προσφέρει τις δυνατότητές
της VW ώστε «να επενδύσουμε περισσότερα για να είμαστε ασφαλείς».
Άλλωστε, συνεχίζει, «το έχουμε κάνει ξανά στο παρελθόν» (εννοεί την
εποχή που η Volkswagen κατασκεύαζε τα στρατιωτικά αυτοκίνητα Kübelwagen και τα
αμφίβια σκάφη Schwimmwagen για τη Βέρμαχτ).
Η
εποχή που επικαλείται ως παράδειγμα ο Μπλουμ ήταν η εποχή που η Γερμανία
έβγαινε από την ύφεση -που είχε προκαλέσει το κραχ του 1929- χάρη στο
εξοπλιστικό πρόγραμμα της ναζιστικής της κυβέρνησης. Χωρίς να θιχτεί ο
ιδιωτικός καπιταλισμός, το γερμανικό κράτος υπέταξε τους ατομικούς καπιταλιστές
σε προγράμματα εθνικής συσσώρευσης κεφαλαίου που συνοδεύονταν από την συντριβή
του εργατικού κινήματος. Οι εξοπλισμοί και η βαριά βιομηχανία ώθησαν προς τα
μπρος όλη την οικονομία και το ποσοστό κέρδους ανέκαμψε. Έτσι ενώ οι ΗΠΑ
ξανάπεφταν σε ύφεση, η Γερμανία, το 1939 είχε 30% υψηλότερη παραγωγή από εκείνη
του 1929 ενώ είχαν δημιουργηθεί οκτώ εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας. Το
μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής είχε κατευθυνθεί στα όπλα και στην βαριά
βιομηχανία και μόνο το 1/10 αυτής είχε πάει στην ατομική κατανάλωση.
Εκ
των πραγμάτων, και μετά την έναρξη του Β ΠΠ, ΗΠΑ και Βρετανία ακολούθησαν τον
ίδιο δρόμο. Το βρετανικό κράτος ανέλαβε την ευθύνη όλων των σημαντικών
οικονομικών αποφάσεων, καθόριζε ποιες βιομηχανίες θα έπαιρναν πρώτες ύλες και
επέβαλε την διανομή τροφίμων και καταναλωτικών προϊόντων με το δελτίο. Η
αμερικανική κυβέρνηση ήλεγχε τον εξοπλιστικό τομέα (που απορροφούσε περίπου το
μισό των παραγόμενων προϊόντων) και αποφάσιζε ποια καταναλωτικά αγαθά θα
παράγονταν και ποια όχι. Το 1943 το κράτος ήταν πλέον υπεύθυνο για το 90% των
επενδύσεων. Μια στρατιωτικοποιημένη οικονομία κυριαρχούμενη από το (αστικό)
κράτος φαινόταν να δίνει την λύση που δεν είχε δώσει το New Deal λίγα χρόνια
νωρίτερα: μέσα σε μια τριετία (1940-43) τα εννιά εκατομμύρια των ανέργων είχαν
μειωθεί στο ένα εκατομμύριο και η συνολική παραγωγή είχε διπλασιαστεί.
Η
30ετία που ακολούθησε τον Β ΠΠ ήταν μια περίοδος μακράς άνθισης του
καπιταλισμού στην Δύση (αλλά και στον χώρο του “υπαρκτού σοσιαλισμού”) η οποία
χαρακτηριζόταν από πολύ μεγάλη ανάπτυξη, αύξηση του ποσοστού κέρδους, χαμηλή
ανεργία, αύξηση των πραγματικών μισθών και κοινωνικές δαπάνες που δεν είχε
γνωρίσει στο παρελθόν οι λαϊκές μάζες. Μια ερμηνεία είναι βεβαίως η καταστροφές
που προκάλεσε η κρίση του 1929 και ο Β ΠΠ. Αυτές σήμαναν τεράστια απαξίωση ή
και καταστροφή κεφαλαίων που, σε συνδυασμό με την ανοιχτόμυαλη πολιτική του
Αμερικανού ηγεμόνα (εδώ) έδωσαν ώθηση στις Δυτικές χώρες, κερδισμένες και ηττημένες του πολέμου. Αλλά
και πάλι δεν μπορούσε να απαντηθεί το πρωτοφανές φαινόμενο στην Ιστορία του
καπιταλισμού της συνεχούς ανάπτυξης και της αύξησης του πλούτου για όλη την
κοινωνία. Καταστροφές κεφαλαίου, καινοτομίες, μεταναστεύσεις εργατών, φτηνές
πρώτες ύλες υπήρχαν και στο παρελθόν αλλά από μόνα τους δεν συντήρησαν για τόσο
μεγάλο διάστημα μια συνεχή ανάπτυξη. Μια εξήγηση για το φαινόμενο αυτό είναι
ίσως ο ρόλος των στρατιωτικών δαπανών των ΗΠΑ (και όχι μόνο) που έμειναν σε
εξαιρετικά υψηλά επίπεδα -για περίοδο ειρήνης- όταν ξέσπασε ο Ψυχρός Πόλεμος. Από
τα επίπεδα του προπολεμικού 1% του ΑΕΠ οι στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ δεν
έπεσαν κάτω του 6-7% μέχρι τα μέσα της 10ετίας του 1980. Σύμφωνα με τον Μ.
Κίντρον ένα ποσοστό της τάξης του 60% του «ακαθάριστου σχηματισμού παγίου
κεφαλαίου» (δλδ του συνόλου των επενδύσεων σε πάγια περιουσιακά στοιχεία) των
ΗΠΑ καταναλωνόταν από τις ένοπλες δυνάμεις πράγμα που προσέφερε σταθερότητα
στην οικονομία αφού απορροφούσε τα (φυσιολογικά) σκαμπανεβάσματα της οικονομίας
του ιδιωτικού τομέα και τον κίνδυνο υπερπαραγωγής. Βεβαίως οι δαπάνες αυτές
–που γίνονταν μέσω της φορολόγησης- θα περίμενε κανείς πως θα μείωναν την
ζήτηση στην υπόλοιπη οικονομία. Κι όμως, όπως σημείωσε ο Τζ.Κ. Γκαλμπρέιθ, «…αυτή
η αύξηση [των πολεμικών δαπανών] είχε την έντονη επιδοκιμασία των
επιχειρηματιών του συστήματος σχεδιασμού. Το στέλεχος της μεγάλης επιχείρησης
έχει κάνει ρουτίνα τις επικρίσεις για τη σπατάλη στις κυβερνητικές δαπάνες,
όμως από τις εκκλήσεις του για εγκράτεια στα δημόσια οικονομικά, έχει αφαιρεθεί
μεθοδικά η όποια αναφορά στις αμυντικές δαπάνες».
Στρατιωτικές δαπάνες χωρών του ΝΑΤΟ %ΑΕΠ (1960-2016)
Ουσιαστικά,
οι πολεμικές δαπάνες, όπως γενικά οι «μη-παραγωγικές» δαπάνες (πχ διαφήμιση, “λαδώματα”
κυβερνητικών παραγόντων κλπ), μπορεί βραχυπρόθεσμα να αφαιρούν ένα κομμάτι από
τα κέρδη, αλλά μακροπρόθεσμα μειώνουν τα κονδύλια που θα ήταν διαθέσιμα για
περαιτέρω συσσώρευση. Με αυτόν τον τρόπο, χωρίς κανείς να το επιδιώξει, επιβραδύνθηκε ο λόγος κεφάλαιο/μισθοί
(«οργανική σύνθεση του κεφαλαίου») με αποτέλεσμα να μένει σε υψηλά επίπεδα το
ποσοστό κέρδους.
Παράγοντας
σχεδόν το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ οι ΗΠΑ καθόριζαν τις εξελίξεις και στον
υπόλοιπο κόσμο –και φυσικά και στο αντίπαλο τους «σοσιαλιστικό» μπλοκ που ήταν
υποχρεωμένο να ακολουθεί σε στρατιωτικές δαπάνες. Από τις άλλες μεγάλες Δυτικές
οικονομίες η Γαλλία και το ΗΒ ακολουθούσαν τις ΗΠΑ, έστω και με χαμηλότερα
ποσοστά, σε αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες. Μόνο οι ηττημένες Ιαπωνία και
Γερμανία έμεναν μακριά από αυτήν την κούρσα εξοπλισμών ακολουθώντας άλλες
προτεραιότητες αλλά επωφελούμενες με έμμεσο τρόπο από τις υψηλές στρατιωτικές
δαπάνες του Ψυχρού Πολέμου. Όμως οι αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ
(κυρίως οι πόλεμοι στην Κορέα και στο Βιετνάμ) είχαν και το αρνητικό τους
αποτέλεσμα: οδήγησαν τον Νίξον στην εγκατάλειψη της Συμφωνίας του Μπρέτον
Γουντς με σκοπό να πέσει η τιμή του δολαρίου και έτσι φούντωσε ο πληθωρισμός και
εμφανίστηκαν δημοσιονομικά ελλείμματα (για να ακολουθήσει η δομική κρίση του
1973 και το τέλος της κεϋνσιανής ρύθμισης).
Σήμερα
η Ευρώπη βρίσκεται για άλλη μια φορά μπροστά σε ένα σταυροδρόμι, αλλά ένα
σταυροδρόμι σε έναν κατηφορικό δρόμο και υπό την ηγεσία μιας ανίκανης και
εγκλωβισμένης πολιτικής ηγεσίας. Το χειρότερο, χωρίς οργανωμένους και ανεξάρτητους
από την ελίτ εργαζόμενους οι οποίοι σύρονται πίσω από τις επιλογές του
παρακμάζοντος ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού. Η αύξηση των πολεμικών δαπανών με
κανέναν τρόπο δεν εγγυάται έστω και την καπιταλιστική ανάπτυξη, πολύ περισσότερο
μπορεί να μας οδηγήσουν σε πολεμικές περιπέτειες από τις οποίες δεν θα υπάρξει
έξοδος διαφυγής.
Και η «μικρή πλην τιμία» Ελλάς;
Δυστυχώς η Ελλάδα,
ενταγμένη στην ΕΕ και υποταγμένη στις επιλογές του ευρω-κέντρου δεν θα αποφύγει
το βαρύ κόστος των αυξημένων πολεμικών δαπανών. Χρόνια τώρα στις υψηλότερες
θέσεις του πίνακα των στρατιωτικών δαπανών της Δύσης –ελληνοτουρκικός
ανταγωνισμός και ΝΑΤΟϊκές “υποχρεώσεις” γαρ- θα ακολουθήσει την νέα
σταυροφορία. Για την επόμενη 12ετία ακολουθεί ένα τεράστιο πρόγραμμα που μεταξύ των άλλων προβλέπει
■ αγορά μιας ακόμα
(τέταρτης) γαλλικής φρεγάτας και δυο ιταλικών φρεγατών
■ αγορά της
«Ασπίδας του Αχιλλέα» από ισραηλινές εταιρείες που θα εξαπλώνεται σε ολόκληρη
την Ανατολική Μεσόγειο
■ προμήθεια και
άλλων (πέρα των αρχικών 20) αεροσκαφών F-35 με στόχο να έχει, μέχρι το 2030 η
Ελλάδα τουλάχιστον 200 πολεμικά αεροσκάφη «νέας γενιάς»
■ εγκατάσταση ενός
ακόμα αμυντικού συστήματος με στόχευση προς τη Ρωσία
Για το 2024 η Ελλάδα
διέθεσε το 3,08% του ΑΕΠ της (6,1 δισ. ευρώ) σε στρατιωτικές δαπάνες. Το ποσό αυτό
την επόμενη 4ετία (2025-2028) θα εκτιναχτεί καθώς θα χρηματοδοτηθούν οι αγορές
των πολεμικών συστημάτων που θα παραληφθούν σε αυτή την περίοδο (Raffale, F35,
Belharra). Είναι προφανές ότι για τον ελληνικό καπιταλισμό οι «δουλειές» που θα
προκύψουν από το ReArm θα είναι πολύ λίγες. Από την άλλη το κόστος του προγράμματος
θα επιβαρύνει τα δημοσιονομικά της χώρας και ενώ το μοντέλο στο οποίο πορεύεται
δεν έχει αλλάξει ούτε κατ’ ελάχιστο σε σχέση με την προ μνημονίων εποχή…
Σχετικά:
1. Μιλιταριστικός Κεϋνσιανισμός: Στρατηγική Επιλογήτων Ισχυρών και οι Οικονομικές της Επιπτώσεις
2. Επικίνδυνος ο στρατιωτικός κεϋνσιανισμός
3. Πως η Ευρώπη έπεσε στην αγκαλιά τηςπολεμοκαπηλείας, και τι πρέπει εμείς να κάνουμε
4. Στρατιωτικοί προϋπολογισμοί και οικονομικήανάπτυξη
Το οικονομικό θαύμα που σκότωσε εκατομμύρια