>Συνέχεια
από το προηγούμενο
Δ. Η
περίοδος που προετοίμασε τον ένοπλο αγώνα της ΕΟΚΑ
Δ1. Η εξέγερση του
1931 – τα «Οκτωβριανά»
Το
1926 (και μέχρι το 1932) κυβερνήτης της Κύπρου ανέλαβε ο σερ Ρόναλντ Στορρς
(1926-1932). Αν και αρχικά προσπάθησε να κερδίσει την ανοχή του πληθυσμού
καταργώντας τον φόρο υποτελείας που μέχρι τότε καταβαλλόταν ακόμη από την Κύπρο
στην Τουρκία, στη συνέχεια τα πράγματα πήραν άσχημη τροπή. Σταδιακά
δημιουργήθηκαν έντονες αντιπαραθέσεις στο Νομοθετικό Συμβούλιο (βλ. Α2) γύρω
από θέματα οικονομικής φύσης. Έτσι, στις 20 Ιουλίου 1929, οι Κύπριοι
υπέβαλαν προς τη Βρετανική Κυβέρνηση υπόμνημα με αίτημα την Ένωση με την
Ελλάδα. Η αντιπαράθεση οξύνθηκε όταν τον Δεκέμβριο του 1929 πέρασε νόμος για
τον διορισμό δασκάλων από την αποικιοκρατική κυβέρνηση ενώ μέχρι τότε οι δυο
κοινότητες, ε/κ και τ/κ, παρείχαν στα παιδιά τους ελληνική και τουρκική
παιδεία.
Τον
Ιανουάριο του 1930, σε ευρεία συνέλευση που συγκάλεσε η Αρχιεπισκοπή, ιδρύθηκε
από τους ε/κ η “Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων”/ΕΟΚ (βλ. Γ) με βασικό σκοπό
την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Μάλιστα την 25η Μαρτίου του ίδιου έτους η
ΕΟΚ προκάλεσε ενωτικό δημοψήφισμα σε ολόκληρη την Κύπρο.
Στις
εκλογές που έγιναν τον Οκτώβριο για τα μέλη του Νομοθετικού Συμβουλίου
(«βουλευτές») εξελέγησαν από την ε/κ πλευρά υποψήφιοι που ήταν οπαδοί της
ένωσης. Ανάμεσα τους ο επίσκοπος Κιτίου Νικόδημος Μυλωνάς.
Εν
τω μεταξύ είχε ξεσπάσει η μεγάλη κρίση που ακολούθησε το κραχ του 1929 και αυτό
είχε την αντανάκλαση του και στα δημοσιονομικά της Κύπρου. Ο προκλητικά
αντιδημοκρατικός κανονισμός εκλογής των μελών του Ν.Σ. που κατέληγε σχεδόν
πάντα στην επιβολή της θέλησης του κυβερνήτη από τη μια και τα οικονομικά μέτρα
που έπαιρνε ο κυβερνήτης από την άλλη ηλέκτριζαν την κατάσταση. Μάλιστα,
προκλητικά, ο Στορρς με ειδικό αυτοκρατορικό «διάταγμα εν συμβουλίω»
(11/8/1931) επέβαλλε το νομοσχέδιο για το δασμολόγιο παρότι αυτό είχε
καταψηφιστεί από το Ν.Σ. (28/4/1931) καθώς οι τ/κ δεν είχαν συμμετάσχει στην
ψηφοφορία (αν και σύμφωνα με τον Στορρς, μόνο ένας τ/κ συνέπραξε με τους ε/κ
«βουλευτές»).
Μέσα
στις οικονομικές δυσκολίες που περνούσε ο κυπριακός λαός η Βρετανία του
απαιτούσε να εξακολουθήσει να εισπράττει ειδικούς φόρους, προκειμένου να
πληρωθεί το υπόλοιπο του δανείου που είχε πάρει η Τουρκία από Άγγλους
κεφαλαιούχους το 1855.
Στις
12 Σεπτεμβρίου του 1931 πραγματοποιήθηκε μυστική σύσκεψη των ε/κ «βουλευτών» στην
οποία αποφασίστηκε η παραίτηση τους από το Ν.Σ. και η άρνηση πληρωμής αυτών των
ειδικών φόρων. Την απόφαση αυτή ενέκρινε και η ΕΟΚ δεκαπέντε μέρες αργότερα.
Η κρίση ξέσπασε όταν, στις 18 Οκτωβρίου, ο (επίσκοπος Κιτίου και «βουλευτής») Νικόδημος Μυλωνάς κυκλοφόρησε σε χιλιάδες αντίτυπα διάγγελμά με επαναστατικό περιεχόμενο. Μια μέρα νωρίτερα είχε υποβάλει την παραίτησή του από το βουλευτικό αξίωμα παρότι μέχρι τότε τασσόταν εναντίον της αποχώρησης των ε/κ από το Ν.Σ. Ακόμη και σήμερα δεν έχει διευκρινιστεί ποιοι λόγοι τον οδήγησαν σε αυτήν την εξεγερτική πράξη (ίσως επειδή αντιλαμβανόταν τα συναισθήματα του λαού, ίσως επειδή πείστηκε από τον φανατικό ενωτικό πρόξενο της Ελλάδας στην Κύπρο, τον, κυπριακής καταγωγής, Αλέξη Κύρου). Το παράδειγμα του ακολούθησαν ακόμη τρεις «βουλευτές». Την ίδια μέρα σε ομιλία του στη Λάρνακα κήρυξε ξανά την ανυπακοή προς τους Άγγλους και τάχθηκε για άλλη μια φορά υπέρ της ένωσης. Στις 20 Οκτωβρίου μίλησε σε ογκώδες συλλαλητήριο στην Λεμεσό και ακολούθησε διαδήλωση.
Το εξεγερσιακό κύμα έφτασε και στη Λευκωσία όπου το απόγευμα της επόμενης μέρας (21 Οκτωβρίου) συγκροτήθηκε ένα αυθόρμητο συλλαλητήριο το οποίο ανάγκασε ε/κ ηγέτες να πάρουν θέση. Οι παρευρισκόμενοι «βουλευτές» προσπάθησαν να πείσουν το πλήθος να διαλυθεί αλλά η κατάσταση σταδιακά ξέφυγε από τον έλεγχο. Το πλήθος μετά από σύγκρουση με αστυνομικές δυνάμεις έφτασε στο κυβερνείο για να επιδώσει ψήφισμα στον ίδιο τον κυβερνήτη. Η άρνηση του κυβερνήτη Στορρς να δεχθεί ν' ακούσει τους εκπροσώπους των διαδηλωτών ξεχείλισε το ποτήρι. Ξεκίνησε λιθοβολισμός του κυβερνείου, αυτοκίνητα που βρίσκονταν στην αυλή του κυβερνείου αναποδογυρίστηκαν και κάηκαν, έπεσαν πυροβολισμοί κατά των διαδηλωτών και τελικά έγινε η μεγάλη επίθεση κατά του κυβερνείου, το οποίο σύντομα παραδόθηκε στις φλόγες.
Επεισόδια
ακολούθησαν και στις υπόλοιπες πόλεις: στην Αμμόχωστο (τα επεισόδια
συνεχίστηκαν μέχρι τις 29 του μηνός), στην Λάρνακα, στην Πάφο, στην Λεμεσό και
στην Κυρήνεια. Επεισόδια και συγκρούσεις σημειώθηκαν και στην ύπαιθρο όπου
πυρπολήθηκαν αστυνομικοί σταθμοί, καταδιώχτηκαν κυβερνητικοί υπάλληλοι και
φοροεισπράκτορες, πυροβολήθηκαν στρατιώτες και γκρεμίστηκαν γέφυρες για να
εμποδιστεί η μετακίνηση του κατασταλτικού μηχανισμού.
Η
εξέγερση κράτησε μέχρι τις 28 του μηνός και κάμφθηκε χάρη στις ενισχύσεις βρετανικών
στρατιωτικών μονάδων από της Αίγυπτο και την βάση της Σούδας.
Την κατάπνιξη την εξέγερσης ακολούθησαν δίκες και καταδίκες. Σε φυλάκιση (από μερικούς μήνες μέχρι και 10 χρόνια) καταδικάστηκαν πάνω από τριακόσια άτομα ενώ περίπου δυο χιλιάδες καταδικάστηκαν σε πρόστιμα. Άλλοι καταδικάστηκαν σε εκτοπίσεις χωρίς δικαίωμα μετακίνησης. Επιπλέον οι ζημιές που είχαν προκληθεί χρεώθηκαν για να πληρωθούν από τους ε/κ.
Επίσης συνελήφθησαν
και εξορίστηκαν δέκα πολιτικοί ηγέτες των ε/κ (μεταξύ αυτών και οι δυο ηγέτες
του ΑΚΕΛ Βατυλιώτης και Σκελέας). Τα σκληρά μέτρα που ακολούθησαν την καταστολή
του κινήματος στέρησαν μέχρι τα πρώτα χρόνια της επόμενης δεκαετίας τους ε/κ
από την ηγεσία του.
Ο απολογισμός των
θυμάτων, πέρα από τους τραυματίες, ήταν δεκαεπτά νεκροί ε/κ.