Πέμπτη 18 Ιουλίου 2024

Το κυπριακό μέχρι το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή (μέρος 2ο)

 

>Συνέχεια από το προηγούμενο

 

Γ. Τα (πρώτα) κόμματα και οργανώσεις

Πολιτικά κόμματα άργησαν να ιδρυθούν στην Κύπρο καθώς στην ιδιότυπη κατάσταση που βρισκόταν η Κύπρος (πολιτική καθυστέρηση λόγω οθωμανοκρατίας και μετά λόγω της αγγλοκρατίας) την πολιτική εκ μέρους των ε/κ ασκούσε η Εθναρχία. Το πρώτο κόμμα που ιδρύθηκε ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου (ΚΚΚ).

ΚΚΚ/ΑΚΕΛ

Το «Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου» ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1926 κάτω από την επίδραση της Οκτωβριανής επανάστασης αλλά σε ένα περιβάλλον οικονομικής καθυστέρησης και χωρίς μαρξιστική και εργατική παράδοση. Το πρόγραμμα του ΚΚΚ επιχειρούσε να συσπειρώσει εργάτες και αγρότες ανεξαρτήτως θρησκείας και εθνότητας. Από την αρχή ακόμη υιοθέτησε την θέση της «αδιαφορίας» απέναντι στο θέμα της Ένωσης (σημασία έχει το ταξικό και όχι το εθνικό) και στην συνέχεια την θέση της ανεξαρτησίας και ακόμη αργότερα την θέση της αυτονομίας.

Τα «Οκτωβριανά» του 1931 αποτέλεσαν μια δοκιμασία για την θέση του στο εθνικό ζήτημα. Αρχικά κατήγγειλε τα γεγονότα ως «εθνικιστική, σωβινιστική προπαγάνδα της κυπριακής μεγαλοαστικής τάξης» και τα μέλη του συμμετείχαν μόνο με δική τους πρωτοβουλία στα γεγονότα. Όμως δυο μέρες μετά τον εμπρησμό του κυβερνείου η Κ.Ε. του κόμματος αναγκάστηκε να αλλάξει γραμμή και να καλέσει τα μέλη του να πάρουν μέρος στην εξέγερση στα πλαίσια ενός ενιαίου αντιιμπεριαλιστικού μετώπου.

Το 1941, στη θέση του ΚΚΚ, ιδρύθηκε το ΑΚΕΛ. Σκοπός του εγχειρήματος αυτού ήταν να ανοιχτεί το κόμμα στην κοινωνία ώστε να συμπεριλάβει και άλλους αριστερούς πλην των κομμουνιστών παρότι αρχικά καθοδηγείτο από το ΚΚ. Σύντομα το ΑΚΕΛ έκανε στροφή 180ο στο θέμα της Ένωσης την οποία έθεσε ως στρατηγικό στόχο. Με αυτόν τον μακροπρόθεσμο στόχο αλλά εξαιτίας της μόνιμης έλλειψης εμπιστοσύνης στον ένοπλο αγώνα (λόγω των αρνητικών συσχετισμών) προσήλθε το 1948 στην «Διασκεπτική» (βλ. Δ4) από την οποία όμως απείχε η Εθναρχία και το ενωτικό μπλοκ. Τότε ήταν που έπεσε ως ενδιάμεσος στόχος το σύνθημα «Αυτοκυβέρνηση-Ένωση». Η αποτυχία της Διασκεπτικής, οι “συμβουλές” του Ζαχαριάδη (ο οποίος πίστευε ότι σύντομα ο ΔΣΕ θα έμπαινε νικητής στην Αθήνα!) και η απομόνωση του κόμματος από τον λαό λόγω της αποτυχίας της Διασκεπτικής, επανέφεραν το ΑΚΕΛ στο σύνθημα της Ένωσης (η γραμμή αυτή επικυρώθηκε από το συνέδριο του ΑΚΕΛ στις 27-29/8/1949).

(Η ίδρυση του βραχύβιου «Τροτσκιστικού Κόμματος Κύπρου» (δρούσε από το 1945 έως και το 1949) -το πιο πιθανόν στη Λευκωσία και τη Λεμεσό- ίσως να είχε σχέση με αυτήν την αλλαγή της γραμμής του ΑΚΕΛ.

Στο πρωτομαγιάτικο τεύχος του 1949 η εφημερίδα του κόμματος, «Εργάτης», δημοσίευε μεταξύ άλλων στην προκήρυξή του:

«ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ,

Η φετεινή Πρωτομαγιά ας μας βρει στις επάλξεις του αγώνα για το πέρασμα της εξουσίας στα χέρια του λαού μας, για την ΑΥΤΟΚΥΒΕΡΝΗΣΗ. Η προδοτική εγκατάλειψη του συνθήματος της Αυτοκυβέρνησης από μέρους της σταλινικής ηγεσίας και η υιοθέτηση του συνθήματος της Ένωσης πρέπει να μας κάνει να συνέλθουμε. Το αφιόνισμα της “Ένωσης” πρέπει να το σταματήσουμε εμείς οι ίδιοι. Να εξαναγκάσουμε τους κακή τη μοίρα ηγέτες των εργατικών μας οργανώσεων να μπούνε στον ορθό δρόμο της εξυπηρέτησης των εργατικών συμφερόντων. Αν αρνηθούνε, να τους παραμερίσουμε και να τραβήξουμε μπροστά, με μια καινούργια, μαχητική, ταξικά συνειδητή και αποφασιστική ηγεσία, για τον αγώνα για το πέρασμα της εξουσίας στα χέρια των εργατών - αγροτών. Η “Ένωση” δεν μπορεί να μας προσφέρει ούτε καλύτερους όρους δουλειάς, ούτε καλύτερα μεροκάματα, ούτε το κοινωνικό ξεσκλάβωμα μας να μας εξασφαλίσει. Μονάχα την αλλαγή των αλυσίδων μας θα μας φέρει. Τίποτε περισσότερο, τίποτε ολιγώτερο.»)

Στην δεκαετία του 1950 τέθηκε στην πράξη το ζήτημα της αποτίναξης του αποικιακού ζυγού και της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα μέσω του ένοπλου αγώνα (ουσιαστικά με αντάρτικο πόλεων και χτυπήματα ατομικής βίας). Μόνο που αυτό έγινε από την εθνικιστική Δεξιά και με την συμπαράσταση της Εθναρχίας και όχι από το ΑΚΕΛ. Η αποδοχή της τακτικής του ένοπλου αγώνα της ΕΟΚΑ (βλ. Ε2) από ευρύτατα λαϊκά στρώματα οδήγησε σε μια αυτοκριτική απόφαση της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ τον Μάιο του 1957 αλλά και πάλι εκείνο που επιβεβαίωνε ήταν η «ορθότητα της τακτικής του ενιαίου, παλλαϊκού, μαζικού δημοκρατικού αγώνα που απαρέκκλιτα ακολούθησε το κόμμα μας σε όλο το διάστημα».

Μετά το 1958 το ΑΚΕΛ συντάχθηκε με τον Μακάριο ο οποίος κατά την περίοδο της εξορίας είχε επίσης αναπροσανατολιστεί στην λύση της Ανεξαρτησίας και όχι της Ένωσης με την Ελλάδα –ενώ η ΕΟΚΑ παρέμενε στην θέση της για Ένωση μέσω του ένοπλου αγώνα.  

(Σπ. Σακελλαρόπουλου και Αλ. Αλέκου: «Η παράδοξη συνύπαρξη δυο κομμουνιστικών κομμάτων σε ένα: Η περίπτωση ΚΚΚ και ΑΚΕΛ»)

      

ΕΟΚ

Η «Εθνική Οργάνωσις Κύπρου» δεν ήταν κόμμα αλλά οργάνωση ε/κ που στόχευε στη ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ιδρύθηκε στις 26 Ιανουαρίου 1930, σε ευρεία παγκύπρια συνέλευση ε/κ παραγόντων στο μέγαρο της Αρχιεπισκοπής στη Λευκωσία. Επικεφαλής της τέθηκε ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Γ΄ (1916 -1933), ενώ στην ανώτατη 37μελή ηγεσία της μετείχαν τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, οι ε/κ «βουλευτές» του Νομοθετικού Συμβουλίου και άλλοι παράγοντες. Ουσιαστικά αποτέλεσε διάδοχο της Πολιτικής Οργανώσεως Κύπρου ενός σχήματος της Δεξιάς με επικεφαλής την Εκκλησία που είχε ιδρυθεί το 1921.

Η πρώτη ενέργεια της ΕΟΚ ήταν η διοργάνωση ενωτικών εκδηλώσεων στις 25 Μαρτίου του 1930, οπότε υπεγράφησαν ψηφίσματα υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, τα οποία κι εστάλησαν στο Λονδίνο. Στις «βουλευτικές» εκλογές του Οκτωβρίου 1930, η ΕΟΚ υποστήριξε εκείνους τους υποψήφιους οι οποίοι πολιτεύονταν με το σύνθημα «Ἕνωσις καί μόνον Ἕνωσις», και που εξελέγησαν όλοι. Έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά την προετοιμασία των «Οκτωβριανών» (βλ. Δ1) αλλά στην συνέχεια διαλύθηκε μέσα στην περίοδο της «Παλμεροκρατίας» (βλ. Δ2).

ΕΡΕΚ

Η «Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις Κύπρου» ιδρύθηκε στις παραμονές της εξέγερσης του Οκτωβρίου του 1931 αν και οι απόψεις διίστανται περί της ακριβούς ημερομηνίας ιδρύσεως (από την άνοιξη του 1930 μέχρι τον Απρίλιο του 1931). Πάντως όπως διακήρυξε είχε σκοπό «τήν μετά φανατισμοῦ ἐπιδίωξιν τῆς μετά τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτειακοῦ συνόλου ἑνώσεως τῆς Κύπρου». Τα ιδρυτικά της μέλη ήταν ως επί το πλείστον εκπαιδευτικοί, γιατροί, δικηγόροι και έμποροι. Είχε την ατυχία –και την έλλειψη εμπειρίας και οργανωτικής δομής- να πέσει θύμα της περιόδου της «Παλμεροκρατίας» και να μην μπορέσει να επιβιώσει.

Η ΠΕΟ

H «Παγκύπρια Εργατική Ομοσπονδία» (ΠΕΟ) ιδρύθηκε το 1939 ως Παγκύπρια Συντεχνιακή Επιτροπή (ΠΣΕ) και αποτελούσε την κεντρική συνδικαλιστική οργάνωση των Κυπρίων εργαζομένων (στα τουρκικά "Tüm Kıbrıs İşçi Federasyonu"‎‎). Ελέγχεται παραδοσιακά από το ΑΚΕΛ και μάλιστα, όταν το 1955 το ΑΚΕΛ βγήκε εκτός νόμου, εξέφραζε τις θέσεις του. Οι δυο πρώτοι επικεφαλής της οργάνωσης ήταν ο Ανδρέας Φάντης (1941-43) και ο Ανδρέας Ζιαρτίδης (1943-87). Μετά τις τρομοκρατικές δράσεις της ΤΜΤ εναντίον των τ/κ Αριστερών σταδιακά η ΠΕΟ εγκαταλείφθηκε από τους τ/κ.


Τετάρτη 10 Ιουλίου 2024

Το κυπριακό μέχρι το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή (μέρος 1ο)

 

Συμπληρώνονται φέτος πενήντα χρόνια από το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και είναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να κάνουμε μια μικρή ανασκόπηση των γεγονότων που προηγήθηκαν καθώς είμαι απολύτως βέβαιος πως οι περισσότεροι μένουν στην εισβολή αλλά αγνοούν τις αιτίες του διχασμού του κυπριακού λαού. Θα επιμείνουμε στην περίοδο της «αγγλοκρατίας» -και ιδιαιτέρως στην 50ετία που προηγήθηκε της ίδρυσης του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους- και στην συνέχεια στα γεγονότα που οδήγησαν στην τουρκική εισβολή. Με μια μεγάλη σημείωση όμως: τα γεγονότα θα περιγραφούν σε πολύ συνοπτικές γραμμές ενώ πολλά γεγονότα της κρίσιμης περιόδου είτε δεν έχουν φωτιστεί αρκετά είτε κάθε πλευρά που διαμόρφωσε το κυπριακό τα φωτίζει με τον δικό της προβολέα…

--ο--

Η Κύπρος πέρασε στην κυριαρχία του Γκι ντε Λουζινιάν το 1192 και αποκόπηκε από την υπόλοιπη βυζαντινή αυτοκρατορία. Η περίοδος της φραγκοκρατίας και αργότερα της βενετοκρατίας έληξαν όταν το 1570-72 οι οθωμανοί ολοκλήρωσαν την κατάκτηση του νησιού. Μέρος του πληθυσμού –σε μεγαλύτερη συχνότητα απόγονοι Λατίνων- εξισλαμίστηκαν με τη θέληση τους ή με τη βία και είναι αυτοί μαζί με κάποιους μετανάστες από την Μ. Ασία αποτέλεσαν τους προγόνους των μετέπειτα τουρκοκυπρίων (τ/κ). Μάλιστα μέρος αυτών των εξισλαμισθέντων παρέμειναν για κάποιο διάστημα κρυφά πιστοί στην χριστιανική θρησκεία (αποκληθέντες και «λινοβάμβακοι»).

Κατά την διάρκεια της οθωμανοκρατίας σημειώθηκαν εξεγέρσεις και σφαγές αλλά απείχαν από το να χαρακτηριστούν ως εθνικές. Οφείλονταν κυρίως στην κακοδιοίκηση και την βαριά φορολογία που επέβαλε η Πύλη (μάλιστα δυο μεγάλες εξεγέρσεις, το 1670 και το 1764, είχαν επικεφαλής μουσουλμάνους πρόκριτους).

Εθνικό κίνημα μεταξύ των χριστιανών Κυπρίων (ε/κ) άρχισε να δημιουργείται στις αρχές του 19ου αιώνα και να σχηματοποιείται με αφορμή την ελληνική επανάσταση. Μάλιστα έγινε προσπάθεια από μέρους τους να συμπεριληφθεί η Κύπρος στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος χωρίς επιτυχία. Πάντως με τις μεταρρυθμίσεις του 1839 και του 1856 οι Κύπριοι κατάφεραν να βελτιώσουν την θέση τους και αποκτήσουν κοινοτικές και ατομικές ελευθερίες.

 

Α. Η Κύπρος στην Βρετανία

Η διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ και η θαλάσσια οδός που συνέδεε τη Βρετανία με τις Ινδίες έκανε χρήσιμη την Κύπρο για την πολιτική της αυτοκρατορίας. Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος και η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (3/3/1878) έφερε σε δύσκολη θέση τον σουλτάνο. Ως αντάλλαγμα της βοήθειας που δόθηκε στην οθωμανική αυτοκρατορία από τη Βρετανία της παραχωρήθηκε η Κύπρος, αν και η παραχώρηση αρχικά είχε προσωρινό χαρακτήρα. Η συμμετοχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας στον Α ΠΠ στο πλευρό της Γερμανίας έδωσε την ευκαιρία στη Βρετανία να ανακηρύξει την Κύπρο αναπόσπαστο τμήμα της βρετανικής αυτοκρατορίας και οι Κύπριοι να γίνουν Βρετανοί υπήκοοι. Η Συνθήκη της Λωζάνης (1923) ήρθε να επισημοποιήσει το νέο καθεστώς.

 

Α1. Ελληνοβρετανικές επαφές για το κυπριακό μέχρι την Συνθήκη της Λωζάνης

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν ο πρώτος Έλληνας πολιτικός που είχε ένα συγκεκριμένο σχέδιο για το κυπριακό ζήτημα. Το σχέδιο αυτό έπαιρνε υπόψη του τόσο το ευρύτερο σχέδιο της «Ελλάδας των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων» όσο και αναγνωρισμένες διεθνείς αρχές καθώς και τις συμμαχικές σχέσεις Ελλάδας - Βρετανίας. Πίστευε ότι η Ένωση ήταν δυνατό να επιτευχθεί μόνο σταδιακά και περνώντας από διάφορες συνταγματικές φάσεις ως πρόβλημα μεταξύ Βρετανίας και ε/κ, με την Ελλάδα να τηρεί «ουδέτερη» στάση και ν' ακολουθεί μη επεμβατική πολιτική. Αυτή πολιτική ακολουθήθηκε ενόσω ο Βενιζέλος δέσποζε της πολιτικής σκηνής (στην περίοδο 1912 –1935). 

Μια πρώτη σοβαρή πιθανότητα επίτευξης της Ένωσης χάθηκε όταν το 1912-13 η Ελλάδα θα μπορούσε να πάρει την Κύπρο σε αντάλλαγμα λιμενικών διευκολύνσεων προς την Βρετανία η οποία, από την πλευρά της, θα μπορούσε να χρησιμοποιεί το Αργοστόλι για τον στρατό της (ο Τσώρτσιλ θεωρούσε τη ρύθμιση αυτή ως μέρος μιας γενικότερης συμφωνίας). Όμως τελικά η λύση αυτή δεν ευοδώθηκε καθώς είχε ήδη δημιουργηθεί ρήγμα μεταξύ των βενιζελικών και των (φιλογερμανών) βασιλικών.

Η Βρετανία επανήλθε μετά το ξέσπασμα του Α ΠΠ δίνοντας την Κύπρο ως αντάλλαγμα της συμμετοχής της Ελλάδας στο πλευρό της Αντάντ αλλά η κυβέρνηση του Αλ. Ζαΐμη, που είχε διαδεχθεί τον Βενιζέλο, απέρριψε την αγγλική προσφορά (17/10/1915).

Με την λήξη του Α ΠΠ, ο Βενιζέλος, μεταξύ των άλλων ελληνικών διεκδικήσεων προέβαλε και την ένωση της Κύπρου. Όμως το αίτημα για την Κύπρο ήταν πολύ προβληματικό καθώς η διεκδίκηση όχι μόνο απευθυνόταν στην ίδια την (σύμμαχο) Βρετανία (αν και ο Λόυδ Τζώρτζ δήλωσε πως η εκχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα ήταν ζήτημα δικαιοσύνης και ηθικής) αλλά και επειδή υπήρχαν και άλλες διεθνείς αντιδράσεις καθώς η Κύπρος εμπλεκόταν στον διαμοιρασμό της Ανατ. Μεσογείου μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας. Τελικά, τον Αύγουστο του 1920 ο Βενιζέλος ανακοίνωσε σε αντιπροσωπεία ε/κ την απόφαση της Βρετανίας να μη παραχωρήσει την Κύπρο (σχετική ανακοίνωση εξέδωσε και το αγγλικό υπουργείο Αποικιών δυο μήνες αργότερα).

Η Μικρασιατική καταστροφή έβαλε τέλος σε κάθε σκέψη περί Ένωσης. Το θετικό για τους ε/κ ήταν ότι η κεμαλική, πλέον, Τουρκία παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμα ή διεκδίκηση στο νησί στα πλαίσια των αμοιβαίων υποχωρήσεων, βάσει των οποίων και η Ελλάδα έχασε μερικές περιοχές, όπως η ανατολική Θράκη.

Το ζήτημα έκλεισε λίγο αργότερα, το 1925, όταν η Αγγλία προχώρησε στην ανακήρυξη της Κύπρου σε αποικία του Στέμματος.

(Ο Βενιζέλος και το κυπριακό)

 

Α2. Η βρετανική διοίκηση

 

Αρμοστής/Κυβερνήτης

Τον τίτλο του ύπατου αρμοστή έφεραν οι Βρετανοί διοικητές της Κύπρου από τον Ιούλιο του 1878 μέχρι και τον Μάιο του 1925 (σε αυτό το διάστημα υπηρέτησαν συνολικά εννέα ύπατοι αρμοστές). Στην συνέχεια και μέχρι την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας οι διοικητές της Κύπρου έφεραν τον τίτλο του κυβερνήτη (Governor). Υπό την εποπτεία του αρμοστή λειτουργούσε και η διοικητική κρατική μηχανή η οποία ονομαζόταν αρμοστεία.

Τις επαρχίες διοικούσαν διοικητές και ο λαός εξέλεγε τους δημοτικές και κοινοτικές αρχές.

Εκτελεστικό Συμβούλιο

Σώμα που που ασκούσε την εκτελεστική εξουσία στο νησί κατά την διάρκεια της αγγλοκρατίας. Το πρώτο Εκτελεστικό Συμβούλιο αποτελείτο από τον πρώτο ύπατο αρμοστή σερ Γκάρνετ Γούλσλεϋ μαζί με τρεις Βρετανούς αξιωματούχους (τον αρχιγραμματέα, τον αρχιλογιστή και τον δικηγόρο του Στέμματος) και τρεις Κύπριους (δυο χριστιανούς και έναν μουσουλμάνο). Το Εκτελεστικό Συμβούλιο μετατρεπόταν και σε νομοθετικό σώμα τους πρώτους μήνες της αγγλικής κατοχής, προκειμένου να εκδίδονται τα διάφορα διατάγματα (αργότερα σχηματίστηκε χωριστό νομοθετικό σώμα, το Νομοθετικό Συμβούλιο).

Ουσιαστικά όμως την Κύπρο κυβερνούσε ο ύπατος αρμοστής (αργότερα ο κυβερνήτης), βοηθούμενος από Βρετανούς αξιωματούχους. Για σοβαρά θέματα, οι αποφάσεις λαμβάνονταν στο Λονδίνο. Τα μέλη του Εκτελεστικού Συμβουλίου που κατάγονταν από την Κύπρο διορίζονταν από τον αρμοστή και είχαν ρόλο καθαρά συμβουλευτικό. Αργότερα, όταν εντάθηκε το ενωτικό κίνημα των Ελλήνων Κυπρίων, αυτοί δεν μετείχαν στο Εκτελεστικό Συμβούλιο.

Νομοθετικό Συμβούλιο

Ήταν ένα είδος Βουλής που είχε παραχωρήσει η Βρετανική κυβέρνηση στους Κύπριους. Το Σώμα αυτό πήρε την τελική του μορφή το 1882 ενώ οι πρώτες εκλογές «βουλευτών» έγιναν τον Μάϊο του επόμενου έτους. Το Συμβούλιο αποτελείτο από έξι ανώτερους Βρετανούς υπαλλήλους που διορίζονταν από τον ύπατο αρμοστή και δώδεκα εκλεγμένα μέλη, τρεις «μωαμεθανούς» -δλδ τ/κ- και εννιά «μη μωαμεθανούς» -δλδ ε/κ. Πρόεδρος του Ν.Σ. ήταν ο ύπατος αρμοστής και αργότερα ο κυβερνήτης της Κύπρου. Μετά την ανακήρυξη της Κύπρου ως αποικίας του Στέμματος (1925) η αναλογία έγινε: εννιά διορισμένοι Βρετανοί υπάλληλοι, δώδεκα ε/κ και τρεις τ/κ. Σε περίπτωση ισοψηφίας ψήφιζε και ο αρμοστής (και αργότερα ο κυβερνήτης). Με αυτές τις αναλογίες όμως, και επειδή συνήθως οι τ/κ «βουλευτές» ψήφιζαν μαζί με τους Βρετανούς, οι αποφάσεις έβγαιναν ουσιαστικά από τον αρμοστή (και τον κυβερνήτη)! Μάλιστα υπήρχε η δικλείδα ασφαλείας του δικαιώματος βέτο της βασίλισσας της Βρετανίας σε περίπτωση που κάποιος τ/κ ψήφιζε μαζί με τους ε/κ!

Γνωμοδοτικό Συμβούλιο

Το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο ήταν ένα σώμα διορισμένων πολιτών (τέσσερεις ε/κ και ένας τ/κ) με τριετή θητεία που δημιούργησαν οι Βρετανοί μετά τα Οκτωβριανά προς αντικατάσταση του Νομοθετικού Συμβουλίου το οποίο και καταργήθηκε επί Παλμεροκρατίας (το Εκτελεστικό Συμβούλιο, αν και παρέμεινε, αποτελείτο πλέον μόνο από πέντε Βρετανούς επιτρόπους).

Το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο παρέμεινε ως η μονή επίσημη αρχή στην οποία συμμετείχαν Κύπριοι μέχρι την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ.

 

Β. Η Εθναρχία

Θα μπορούσε ο οποιοσδήποτε να αναρωτηθεί για ποιο λόγο βρέθηκε επικεφαλής του κυπριακού λαού στον αγώνα για ανεξαρτησία (ή και για Ένωση με την Ελλάδα) ένας αρχιεπίσκοπος. Η απάντηση έρχεται εύκολα αν συνυπολογίσουμε το οθωμανικό παρελθόν της Κύπρου (1570-1878): ο σουλτάνος εκχωρούσε μια σειρά από δικαιώματα στην ηγεσία της χριστιανικής Εκκλησίας με αντάλλαγμα την υποχρέωση της ηγεσίας να κρατά υποταγμένο το ποίμνιο ώστε να μην ξεσπούν εξεγέρσεις και να γίνεται απρόσκοπτα η συλλογή των φόρων. Δηλαδή η ηγεσία της Εκκλησίας, τόσο σε κεντρικό όσο και σε τοπικό επίπεδο, έγινε μέρος της οθωμανικής διοίκησης με ανταλλάγματα προνομίων, υποχρεώσεις αλλά και ποινές. Κατά την περίοδο της Οθωμανική περίοδο βρήκε  την πλήρη εφαρμογή της η εθναρχική ιδιότητα της Κυπριακής Εκκλησίας.

Οι όροι εθνάρχης και εθναρχία, που αναφέρονται ήδη στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη και σε αρχαίους και Χριστιανούς συγγραφείς, επικράτησαν για να δηλώσουν τόσο τις κοσμικές ευθύνες (άρα την φορολογική και αστική δικαιοδοσία της ηγεσίας επί του ποιμνίου) όσο και την πνευματική ευθύνη της ηγεσίας.

Οι φοροσυλλεκτικές αρμοδιότητες του αρχιεπισκόπου-εθνάρχη και των επισκόπων του, οι οποίες ασκούνταν σε συνεργασία με τον δραγομάνο του σεραγίου, δημιούργησαν ένα σώμα αξιωματούχων των δυο συστημάτων (Εκκλησίας και δραγομάνου) που ανήκαν στις διακεκριμένες οικογένειες του νησιού. Η «κάστα» αυτή περιστοίχιζε τον αρχιεπίσκοπο και τους επισκόπους, και κυριαρχούσε στον εθναρχικό θεσμό μέχρι τέλους της οθωμανοκρατίας.

Η Εθναρχία κατά την “αγγλοκρατία”

Μετά την κατάκτηση της Κύπρου οι Βρετανοί, προσάρμοσαν τον εθναρχικό ρόλο της εκκλησιαστικής ηγεσίας στην νέα κατάσταση αναγνωρίζοντας άτυπα τον εκάστοτε αρχιεπίσκοπο ως τον εκπρόσωπο και ηγέτη των ε/κ αφού και χρειάζονταν έναν συνομιλητή από το κατακτημένο λαό και δεν ήσαν διατεθειμένοι να παραχωρήσουν ουσιαστικά πολιτικά δικαιώματα. Η εθναρχική ιδιότητα του αρχιεπισκόπου Κύπρου εκφράστηκε σε πολλές περιπτώσεις:

την υποδοχή και προσφώνηση του πρώτου Βρετανού Κυβερνήτη (σερ Γκάρνετ Γούλσλεϋ) από τον αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο,

τον μητροπολίτη Κιτίου και βουλευτή Νικόδημο Μυλωνά που ήταν από τους πρωταγωνιστές της εξέγερσης του Οκτωβρίου 1931 και εξορίστηκε γι' αυτό,

τον μητροπολίτη Κυρήνειας Μακάριο (και μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Μακάριος Β΄) που επίσης εξορίστηκε,

φυσικά τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο (Μακάριο Γ') που το 1956 διεξήγαγε συνομιλίες με τον Άγγλο κυβερνήτη σερ Τζων Χάρτιγκ για λύση του Κυπριακού ζητήματος, που το 1959 υπέγραψε τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου και που ήταν ο πρώτος εκλεγμένος πρόεδρος της κυπριακής δημοκρατίας.

Η δεσπόζουσα θέση του αρχιεπισκόπου και της ηγεσίας της Εκκλησίας δεν αναγνωριζόταν μόνο από τους Βρετανούς αλλά κυρίως από τον ε/κ λαό που τους αναγνώριζε τον ρόλο της εθνικής και πολιτικής ηγεσίας. Τον ρόλο αυτόν του αρχιεπισκόπου ισχυροποιούσε και νομιμοποιούσε το γεγονός ο προκαθήμενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου εκλεγόταν με ψηφοφορία στην οποία συμμετείχαν οι χριστιανοί της Κύπρου.

Έτσι, με τον αρχιεπίσκοπο να είναι ταυτόχρονα και εθνικός και πολιτικός ηγέτης των ε/κ, η ίδια η Κυπριακή Εκκλησία διαδραμάτιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στα εθνικά, πολιτικά, πολιτιστικά, εκπαιδευτικά, κοινωνικά, ακόμη και αγροτικά και οικονομικά ζητήματα του νησιού.

Μετά το τέλος του Β ΠΠ ο θεσμός της Εθναρχίας διευρύνθηκε με τη δημιουργία Εθναρχικού Συμβουλίου στο οποίο μετείχαν και πολλοί πολίτες, Εθναρχικού Γραφείου που λειτουργούσε μόνιμα και Γραφεία Εθναρχίας στην Αθήνα και στο Λονδίνο. Η Εθναρχία εξέδιδε και το περιοδικό Ελληνική Κύπρος.

Στην διάρκεια του ένοπλου αγώνα για την απελευθέρωση η Εθναρχία είχε αναλάβει την χρηματοδότηση ενώ και για αρκετά χρόνια αργότερα διαδραμάτισε τον βασικό ρόλο στην διακυβέρνηση του νησιού.

 

Συνεχίζεται>

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024

Οι δυο Ελλάδες

 


 

 

14 χρόνια απαξίωσης της εργασίας

 

Μόνο λόγω πληθωρισμού ο πραγματικός μέσος μισθός έχει μειωθεί 33% από το 2008

Η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα ακολούθησε πτωτική πορεία από το 2009 έως σήμερα, όχι μόνο με κυβερνήσεις της Δεξιάς αλλά και με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα, η ανάλυση των στοιχείων δεν μας προσφέρει κανένα σημάδι ότι η μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών τείνει να ανακοπεί στο άμεσο μέλλον. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνο εάν αλλάξει ο συσχετισμός δύναμης εργασίας και κεφαλαίου, διότι είναι αυτός ο συσχετισμός που διαμορφώνει τον μέσο μισθό, επομένως και ολόκληρη την μισθολογική κλίμακα που εξαρτάται από αυτόν.

Η Eurostat, στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημοσιεύει χρονολογική σειρά για τον μέσο ακαθάριστο μισθό για εργασία με πλήρες ωράριο, ο οποίος επομένως δεν επηρεάζεται από την μερική απασχόληση. Πρόκειται για τον μισθό που περιλαμβάνει τις ασφαλιστικές εισφορές και τους φόρους που πληρώνει ο μισθωτός, αλλά δεν περιλαμβάνει τις αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές που πληρώνει ο εργοδότης.

Στη γραφική παράσταση της αγοραστικής ικανότητας του μέσου ακαθάριστου μισθού για εργασία με πλήρες ωράριο (στο εξής, θα αναφέρεται απλώς ως «μέσος πραγματικός μισθός») διακρίνουμε τρεις περιόδους μεταβολών: την περίοδο από την έναρξη της κρίσης (2008) έως το τέλος των δύο πρώτων μνημονίων (2014), την περίοδο διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ (2015-2019), και την περίοδο διακυβέρνησης από τη ΝΔ. Αυτή όμως η περιοδολόγηση, ας μη μας ξεγελάσει: από την άποψη των μεταβολών των μισθών, που εξετάζουμε εδώ, πρόκειται για ενιαία περίοδο. Ας δούμε γιατί.

Η πρώτη περίοδος, από το 2008 έως το τέλος του 2014, αφού εφαρμόστηκαν τα δύο πρώτα μνημόνια, αποτέλεσε την πρώτη φάση της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού, η οποία παραμένει ανοιχτή έως σήμερα. Η κατακόρυφη άνοδος του ποσοστού ανεργίας σε συνδυασμό με τις διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας (μεταβίβαση του καθορισμού του κατώτατου μισθού από τις διαπραγματεύσεις εργατικών συνδικάτων και εργοδοτικών οργανώσεων στον μονομερή καθορισμό από το υπουργείο Εργασίας, απελευθέρωση των επιχειρήσεων από κανόνες που προστατεύουν την εργασία κ.λπ.) οδήγησαν σε δραματική αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής ισχύος των μισθωτών, που προκάλεσε κατακόρυφη πτώση του μέσου μηνιαίου μισθού από τα 1.812 ευρώ το 2008 στα 1.381 ευρώ το 2014.

Στη δεύτερη περίοδο, με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, από το 2015 έως το 2019, ο μέσος πραγματικός μισθός μειώθηκε περαιτέρω κατά 5,3%. Ήταν η φάση εφαρμογής του τρίτου μνημονίου και της εδραίωσης της πολιτικής που επιβλήθηκε με τα τρία μνημόνια συνολικά ως η μόνη εφικτή πολιτική, η οποία ασκήθηκε οικειοθελώς από τις ελληνικές κυβερνήσεις σε όλες τις αποχρώσεις των εθνικών μας χρωμάτων.

Στην τρίτη περίοδο, αυτή της διακυβέρνησης από τη ΝΔ, ο μέσος πραγματικός μισθός μειώθηκε περαιτέρω κατά 4,1% (στη διάρκεια της πανδημίας δεν υπήρξε μεταβολή). Εάν λάβουμε, βέβαια, υπόψη μας ότι ο πληθωρισμός ήταν υψηλότερος για τα χαμηλότερα εισοδήματα (επειδή καταναλώνουν προϊόντα για τα οποία οι ανατιμήσεις ήταν υψηλότερες του μέσου όρου) η μείωση του πραγματικού μισθού στο κάτω μέρος της μισθολογικής κλίμακας ήταν περίπου 8%. Στο σύνολο των ετών 2008-2024, η συνολική μείωση ανήλθε σε 33% εξαιτίας του πληθωρισμού χωρίς να λάβουμε υπόψη μας τις άλλες επιβαρύνσεις που αυξήθηκαν κατά την ίδια χρονική περίοδο (μεγαλύτερη συμμετοχή ιδιωτικών δαπανών υγείας στις συνολικές δαπάνες των νοικοκυριών, αυξημένη φορολογική πίεση κλπ). Με δυο λόγια, από το 2008 έως στο τέλος του 2023, η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού για απασχόληση με πλήρες ωράριο μειώθηκε εξαιτίας του πληθωρισμού κατά το 1/3.

Συμπέρασμα πρώτο: Η απαξίωση της εργασίας στην Ελλάδα είναι ενιαία μακροχρόνια διαδικασία που ήδη έχει εισέλθει στο 15ο έτος της και συνεχίζεται. Στη διάρκεια 14 ετών συνολικά (2009-2023) η αγοραστική δύναμη του μισθού μειώθηκε κατά τα 12 έτη και αυξήθηκε μόνο κατά τα δύο (2015, 2021). Η ανάλυση των στοιχείων δείχνει ότι πρόκειται για διαδικασία της οποίας η δυναμική δεν πρόκειται να ανατραπεί υπό τους παρόντες κοινωνικούς συσχετισμούς δύναμης.

Συμπέρασμα δεύτερο: Η απαξίωση της εργασίας στην Ελλάδα δεν αποτελεί απλώς μια ιδιαίτερη περίπτωση μιας γενικής απαξίωσης της εργασίας που πραγματοποιείται στον ευρωπαϊκό Νότο, αλλά αποτελεί μοναδική περίπτωση. Αυτό προκύπτει από την ίδια πηγή στοιχείων που χρησιμοποιούμε σε αυτό το άρθρο: στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αγοραστική δύναμη του μέσου πραγματικού μισθού είναι τώρα υψηλότερη ή τουλάχιστον ίση με την αντίστοιχη του 2008 (με εξαίρεση την Ιταλία και την Ολλανδία όπου υπήρξαν μειώσεις περίπου 5%). Ο μέσος μισθός για απασχόληση με πλήρες ωράριο στην Κύπρο, ο οποίος ήταν το 2008 ίσος με τον αντίστοιχο μισθό στην Ελλάδα, είναι σήμερα κατά 40% υψηλότερος (όχι τόσο επειδή αυξήθηκε εκεί αλλά επειδή μειώθηκε εδώ). Στην Πορτογαλία είναι τώρα κατά 23 % υψηλότερος έναντι της Ελλάδας, ενώ το 2008 ήταν κατά 21% χαμηλότερος.

Ο ελληνικός καπιταλισμός αποτελεί εξαίρεση μεταξύ των χωρών της Ευρώπης διότι αποτελεί την μοναδική περίπτωση επίμονης και διαρκούς κρίσης που έχει πάρει χαρακτηριστικά παρακμής. Ένα από τα συμπτώματα αυτής της παρακμής είναι η μείωση της αγοραστικής δύναμης του μέσου μισθού, για απασχόληση με πλήρες ωράριο, κατ’ ελάχιστο 33%. Εάν η διαδικασία απαξίωσης της εργασίας δεν ανακοπεί, και συνεχιστεί με τους ίδιους ρυθμούς, η αγοραστική δύναμη του μέσου μηνιαίου μισθού για πλήρες ωράριο, κατά το 2030 θα έχει φτάσει πολύ κοντά στα 1.000 ευρώ σε σημερινές τιμές.


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (3.5.24)

https://prin.gr/2024/05/14-years/

 

 

Επιστροφή στην κερδοφορία του 2008


 

Η διανομή κερδών έχει προτεραιότητα έναντι των παραγωγικών επενδύσεων

Το 2008 ήταν μια πολύ καλή χρονιά για την ελληνική οικονομία. Ο όγκος της παραγωγής (ΑΕΠ) ήταν κατά 23% υψηλότερος από ό,τι το 2023, βρισκόταν δηλαδή στο πρωτόγνωρο για την Ελλάδα ύψος των 240 δισ. ευρώ έναντι των 195 δισ. του 2023 (σε τιμές 2015), ο μέσος μισθός είχε φτάσει στο 75% του μέσου όρου της ευρωζώνης έναντι 46% το 2023, το παραγωγικό κεφάλαιο ήταν κατά 11% μεγαλύτερο, και υπήρχαν 26% λιγότεροι άνεργοι σε σχέση με το 2023.

Κάθε τίμιος παρατηρητής θα παραδεχόταν ότι αυτή είναι η εικόνα μιας χώρας η οποία έχει υποστεί καταστροφή που διαρκεί επί δεκαέξι συναπτά χρόνια —μέχρι στιγμής. Ωστόσο, στο παράλληλο σύμπαν που συντηρούν με ζήλο η αστική τάξη και το υπηρετικό της προσωπικό από τη μικροαστική τάξη, η οικονομία βαδίζει σε πολύ καλό δρόμο επειδή το κυριότερο, αν όχι το μοναδικό, μέγεθος που έχει σημασία γι αυτές τις τάξεις είναι η κερδοφορία, η ικανότητα δηλαδή του κεφαλαίου να παράγει κέρδη, είναι η απόδοση του κεφαλαίου (που είναι το κέρδος ως ποσοστό του επενδυμένου κεφαλαίου, όπως για έναν τραπεζικό λογαριασμό η αντίστοιχη απόδοση είναι το επιτόκιο).

Πράγματι, η απόδοση κεφαλαίου εμφανίζει σαφή και αδιάλειπτη βελτίωση από το 2013 και μετά (βλ. στο διάγραμμα). Η μείωσή της από την έναρξη της κρίσης έως το 2013, με την εφαρμογή των δύο μνημονίων, ήταν δραματική (-70% έναντι του 2008). Την ίδια χρονιά, όμως, εκκίνησε η αντίστροφη πορεία, και μέχρι το τέλος του 2014, η μείωση της κερδοφορίας είχε περιοριστεί στο 50% έναντι του 2008. Στο επίπεδο αυτό διατηρήθηκε μέχρι το 2017, αλλά μπορούμε να αναγνωρίσουμε στον ΣΥΡΙΖΑ ότι πέτυχε, κατά το 2018-2019, την περαιτέρω αύξηση της κερδοφορίας με αντίτιμο την αντίστοιχη μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών. Η τρίτη και τελευταία πράξη της ανοδικής πορείας της κερδοφορίας παίχτηκε όταν επέστρεψε ο αυθεντικός εκπρόσωπος του κεφαλαίου στην κυβέρνηση. Αμέσως μετά την πανδημία, ο από μηχανής θεός του πληθωρισμού, σε συνέργεια με την πολύ ιδιαίτερη μετα-μνημονιακή συγκυρία αύξησης της τουριστικής κίνησης, προσέφερε τη μεγάλη ευκαιρία στις επιχειρήσεις να ανακτήσουν τα απωλεσθέντα κέρδη αυξάνοντας την παραγωγή τους και ταυτοχρόνως απαξιώνοντας την εργασία εν ριπή οφθαλμού και χωρίς ικανές κοινωνικές αντιστάσεις. Πιο συγκεκριμένα, ενώ η απόδοση κεφαλαίου βρισκόταν το 2021 ακόμη στο 60% της αντίστοιχης απόδοσης του 2008, έκλεισε σε μόλις τρία χρόνια, μέχρι το τέλος του 2023, σχεδόν ολόκληρη την απόσταση από την κερδοφορία του 2008. Έξι μήνες μετά, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι η απόδοση κεφαλαίου βρίσκεται σήμερα σε επίπεδο ανώτερο από το αντίστοιχο επίπεδο του 2008.

Σε αυτό το σημείο, όμως, χρειάζεται μια διευκρίνιση: Το γεγονός ότι η απόδοση κεφαλαίου, όπως αυτή εμφανίζεται στο διάγραμμα, είχε παραμείνει επί 16 έτη σε επίπεδα χαμηλότερα από το 2008, δεν πρέπει να μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αντίστοιχη ήταν η μείωση των κερδών που διανεμήθηκαν στους μετόχους, στους ιδιοκτήτες μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων, στις τράπεζες κ.λπ. Από την ανάλυση των στατιστικών στοιχείων προκύπτει ότι η μείωση της κερδοφορίας οδήγησε κυρίως σε μείωση των επενδύσεων σε παραγωγικές επενδύσεις. Πιο συγκεκριμένα, η ανάλυση των στατιστικών στοιχείων δείχνει ότι η διανομή των κερδών είχε προτεραιότητα έναντι των παραγωγικών επενδύσεων σε όλη τη διάρκεια των τελευταίων 16 ετών. Πρώτα, λοιπόν, γίνεται η διανομή κερδών, και ό,τι περισσέψει χρηματοδοτεί παραγωγικές επενδύσεις. Αυτό πάλι, δεν πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο ελληνικός καπιταλισμός είναι διαφορετικός από τους άλλους, παρασιτικός, υποδεέστερος, τριτοκοσμικός κ.λπ. Η προτεραιότητα της διανομής των κερδών έναντι των παραγωγικών επενδύσεων δεν είναι χαρακτηριστικό υπανάπτυξης, είναι χαρακτηριστικό του νεοφιλελευθερισμού, ισχύει ακόμη και για τη ναυαρχίδα του καπιταλισμού, τις ΗΠΑ, όπου σχεδόν το σύνολο των κερδών των ανώνυμων εταιρειών διανέμεται, οι δε παραγωγικές επενδύσεις πραγματοποιούνται με δανεισμό. Με δυο λόγια, στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού, οι παραγωγικές επενδύσεις αντιμετωπίζονται από τις επιχειρήσεις ως ένα κατάλοιπο που προκύπτει μετά από την διανομή των κερδών (βλ. στο βιβλίο των Ζεράρ Ντυμενίλ και Ντομινίκ Λεβί Η κρίση του νεοφιλελευθερισμού, σε μετάφραση του Χρήστου Βαλλιάνου, εκδόσεις Angelus Novus, 2017, και πιο αναλυτικά σε άλλες δημοσιεύσεις τους).

Αυτή είναι η άνοδος της κερδοφορίας που μεταφράζεται σε μεγάλο βαθμό σε αύξηση των εισοδημάτων της αστικής τάξης μέσω της διανομής ενός μεγάλου μέρους των κερδών και προκαλεί τη βαθιά ευφορία και τις παραισθήσεις της ικανοποιημένης απληστίας τους.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (18.5.24)

https://prin.gr/2024/05/kerdoforia/

 

 

Τρίτη 14 Μαΐου 2024

FRAMA, ένας ακόμη κινητός μέσος

 

Βασικό εργαλείο στα τασικά συστήματα αγοραπωλησίας μετοχών είναι ο Απλός Κινητός Μέσος (ΑΚΜ-SMA). Η λογική της κατασκευής του είναι απλή: κάθε μέρα ερχόμαστε και υπολογίζουμε τον μέσο όρο των τιμών σε μια προεπιλεγμένη περίοδο Ν ημερών. Δλδ αθροίζουμε τις τιμές της μετοχής των τελευταίων Ν ημερών και διαιρούμε το αποτέλεσμα με το Ν, όπως υπολογίζουμε τον μ.ο. των βαθμών ενός μαθητή για να βγάλουμε τον βαθμό του ενδεικτικού ή του απολυτηρίου. Με αυτή τη διαδικασία δίνουμε την ίδια βαρύτητα σε όλες τις τιμές των τελευταίων Ν ημερών. Αν, πρδγμα, χρησιμοποιούμε τον ΑΚΜ 50 ημερών μιας μετοχής δίνουμε 2% βαρύτητα στην τιμή της μετοχής πριν 50 ημέρες, 2% στην τιμή της μετοχής πριν 49 ημέρες, 2% στην τιμή της μετοχής πριν 48 ημέρες κ.ο.κ. Θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει ότι κάθε μέρα μπορεί να έχει διαφορετική βαρύτητα ανάλογα με τον τζίρο της κάθε ημέρας. Ή με το πόσο παλιά είναι η μέρα στο δείγμα των Ν ημερών. Στην πρώτη περίπτωση υπολογίζουμε τον VWMA και στην δεύτερη τον Σταθμισμένο Κινητό Μέσο-WMA.

Ένας επίσης γνωστός ΚΜ με μεταβλητή βαρύτητα για κάθε ημέρα είναι ο Εκθετικός Κινητός Μέσος (ΕΚΜ-ΕΜΑ) που αυξάνει με «εκθετικό» τρόπο την βαρύτητα της κάθε ημέρας όσο πλησιάζουμε προς την τελευταία ημέρα.

Ας τα δούμε αυτά συγκριτικά στο διάγραμμα. Στον ΑΚΜ (Simple MA) των 50 ημερών κάθε ημέρα από τις τελευταίες 50 ημέρες έχει βαρύτητα 2% (=100%:50). Στον WMA (Weighted MA) η πρώτη μέρα έχει βαρύτητα 0,08%, η δεύτερη 0,16%, η τρίτη 0,24% … η πεντηκοστή 3,92%. Όπως φαίνεται η βαρύτητα της κάθε ημέρας αυξάνεται γραμμικά καθώς πηγαίνουμε από την πρώτη προς την τελευταία ημέρα. Αυξανόμενη βαρύτητα από την πρώτη προς την τελευταία ημέρα έχει και ο ΕΜΑ (Exponential MA) αλλά αυτή δεν είναι γραμμική και έχει την ιδιότητα να αυξάνει όσο πλησιάζουμε προς τις τελευταίες ημέρες (λέμε ότι έχει εκθετική συμπεριφορά –για την εξήγηση της ορολογίας βλ. παρακάτω).         


Σχήμα 1. Βαρύτητα κάθε ημέρας (αριστερά), συμπεριφορά απλού και εκθετικού ΚΜ 50 ημερών (δεξιά)

Σχήμα 2. Βαρύτητα κάθε ημέρας στους τρεις (SMA, EMA, WMA) ΚΜ 50 ημερών  


Τι είναι το e;

Στα μαθηματικά συναντάμε συχνά το σύμβολο e το οποίο δεν είναι τίποτε άλλο από έναν αριθμό, προς τον οποίο τείνει η ακολουθία (1 + 1/n)n όσο μεγαλώνει το n και έχει τιμή 2,71828… Είναι ένας αριθμός που δεν τελειώνει ποτέ (όπως και ο αριθμός π) και όπως λένε οι μαθηματικοί είναι άρρητος (δηλ. δεν γράφεται ως λόγος ακεραίων) και υπερβατικός (δηλ. δεν είναι ρίζα κανενός μη-μηδενικού πολυώνυμου με ρητούς συντελεστές).

(Πρδγμα αν θέσουμε n=10: (1 + 1/10)10 = 2.593…, n=100: (1 + 1/100)100 = 2.7048…, n=1000: (1 + 1/1000)1000 = 2.7169… κ.ο.κ)

Αποκαλείται αριθμός του  Όυλερ -προς τιμήν του μαθηματικού Λέοναρντ Όυλερ- ή και ως σταθερά του Νέιπιερ (αν και ανακαλύφθηκε από τον Ελβετό μαθηματικό Γιακόμπ Μπερνούλι όταν μελετούσε σύνθετους τόκους).

Χρησιμοποιείται ως βάση των φυσικών λογαρίθμων και έχει την “μαγική” ιδιότητα να αυξάνει γρήγορα όταν το n παίρνει μικρές τιμές (1, 2, 3…) αλλά τελικά να “φρενάρει” και να αυξάνει ελάχιστα για μεγάλες τιμές του n.

Για να εξαλείψουμε αυτήν την δράση του e από μια μαθηματική παράσταση το “αντίδοτο” είναι η χρήση του φυσικού λογάριθμου ln (αφού lne=1).

Για να εξηγήσουμε και τον όρο «εκθετική συμπεριφορά» που αναφέραμε παραπάνω, ονομάζουμε εκθετική συνάρτηση την συνάρτηση y=ex αλλά ο ίδιος όρος γενικά χρησιμοποιείται για κάθε συνάρτηση της μορφής y= c bx όπου η βάση b είναι οποιοσδήποτε θετικός πραγματικός αριθμός και c είναι σταθερός μη μηδενικός πραγματικός αριθμός και x οποιοσδήποτε πραγματικός ή μιγαδικός αριθμός.

Σχήμα 3. Η εκθετική συνάρτηση yc bx για για c = 1 και 0,5 και b = e και 3

Τι είναι το fractal

Ένα fractal, με απλά λόγια, θα λέγαμε ότι είναι ένα γεωμετρικό σχήμα πολύπλοκης δομής, το οποίο χαρακτηρίζεται από αυτο-ομοιότητα, δλδ ομοιότητα κάθε τμήματος του με το όλον, ανεξάρτητα από την κλίμακα μεγέθους. Η κλασματική διάσταση ομοιότητας (ή απλά διάσταση) του fractal ορίζεται ως D=logK/logM, όπου Κ το πλήθος των ισοδύναμων μερών στα οποία διαιρείται και Μ ο συντελεστής μεγέθυνσης.

Ας δούμε τον παραπάνω απλό ορισμό στο τρίγωνο του Sierpinski. Αυτό κατασκευάζεται ξεκινώντας από ένα ισόπλευρο τρίγωνο που με κορυφές τα μέσα των πλευρών του δημιουργούμε ένα ισόπλευρο τρίγωνο με πλευρά ίση με το μισό της πλευράς του αρχικού τριγώνου. Επαναλαμβάνουμε το ίδιο για κάθε τρίγωνο όσες φορές θέλουμε (μπορεί και επ’ άπειρον). Τελικά, έχουμε το παρακάτω σχήμα.

 


Σχήμα 4: το τρίγωνο Sierpinski

Η κλίμακα ανά βήμα είναι 1/2 (άρα Μ=2) και κάθε φορά έχουμε 3 όμοια με το αρχικό τρίγωνα (άρα Κ=3). Επομένως, η κλασματική διάσταση είναι D=log3/log2=1,584.

(Ετυμολογία: fraction (=μικρό κομμάτι, κλάσμα) και dimensional (=αυτός που έχει διάσταση))

Fractal Moving Average (FRAMA)

Ξεκινώντας με την παρατήρηση/παραδοχή πως οι τιμές των μετοχών έχουν fractal συμπεριφορά (καθώς έχει παρατηρηθεί πως οι αγορές μπορεί να κινούνται ταυτοχρόνως σε διαφορετικούς χρονικούς ορίζοντες αλλά με παρόμοιους τρόπους), ο John Ehlers έφτιαξε έναν νέο κινητό μέσο ο οποίος προσαρμόζει των αριθμό των ημερών του βάσει της Γεωμετρίας Fractal.

Υπολογισμός του FRAMA

HL1 = [max­H(1,…,N/2) - minL(1,…,N/2)] / (N/2)

HL2 = [max­H(N/2+1,…,N) - minL(N/2+1,…,N] / (N/2)

HL = [max­H(1,…,N) - minL(1,…,N] / N

D = [log(HL1+HL2) - log(HL)] / log2

a = e (W*(D-1)), με W = -4,6

FRAMA = FRAMA-1 + a * (Close- FRAMA-1)
όπου FRAMA-1 η τιμή του FRAMA της προηγούμενης ημέρας Ehlers προτείνει αντί της τιμής κλεισίματος (Close) να χρησιμοποιείται το ημιάθροισμα (H+L)/2, δλδ η μέση τιμή της ημέρας).

 
Σχήμα 5: Συγκριτική συμπεριφορά διαφόρων Κινητών Μέσων

 


Σχήμα 6: απλός ΚΜ 50 ημερών και FRAMA 50 ημερών

Εκτός της κλασικού FRAMA υπάρχει και η παραλλαγή του FRAMA-modified (FRAMA-m). Ο υπολογισμός του γίνεται με βάση την παρακάτω φόρμουλα:

HL1 = [max­H(1,…,N/2) - minL(1,…,N/2)] / (N/2)

HL2 = [max­H(N/2+1,…,N) - minL(N/2+1,…,N] / (N/2)

HL = [max­H(1,…,N) - minL(1,…,N] / N

D = [log(HL1+HL2) - log(HL)] / log2

a = e (W*(D-1)), με W = -4,6

Original N = (2-a) / a

New N = N΄ = ((SC-FC) * ((Original N – 1) / (SC-1))) + FC

New a = a΄ = 2 / (N΄ + 1)

FRAMA = FRAMA-1 + a΄ * (Close- FRAMA-1)

Εδώ εμφανίζονται δυο νέοι παράγοντες, οι SC και FC. Ο πρώτος είναι αργός και του δίνουμε μεγάλες τιμές (100, 150 έως και 300) και ο δεύτερος γρήγορος και του δίνουμε μικρές τιμές (1 έως και 60).

Προτείνονται οι τιμές: N = 126, SC = 300 και FC = 4.


Όπως φαίνεται στα παρακάτω διαγράμματα ο μεσοπρόθεσμος FRAMA δεν ακολουθεί την "λογική" πορεία που ακολουθεί ένας ΚΜ. Όταν επιταχύνει ο δείκτης αναφοράς (εδώ ο S&P500) ακολουθεί ο μεσοπρόθεσμος FRAMA σαν να ήταν βραχυπρόθεσμος ΚΜ. 


 

Σχήματα 7α και 7β: βραχυπρόθεμοι και μεσοπρόθεσμοι απλοί ΚΜ και FRAMA

 

 

Σχετικά:

1. Διάφοροι Κινητοί Μέσοι

2. Fractals παντού και πάντα

3. Comparing different types of moving averages intrading


 

 

 

 

 

Τα «κλεμμένα»

 

Ας φανταστούμε όμως μια τράπεζα σε κάποια «μπανανία» όπου τα επιτόκια φτάνουν το μυθικό ποσοστό του 100%: Σε ένα χρόνο το 1 ευρώ γίνεται 2. Κάποιος έχει την έξυπνη ιδέα να εκμεταλλευτεί στο έπακρο την κατάσταση: αποσύρει στους έξι μήνες το ποσό που έχει στην τράπεζα (αν αρχικά ήταν 1 ευρώ τότε μαζί με τους τόκους έχει φτάσει το 1,5 ευρώ) και το ξανακαταθέτει αμέσως. Όταν περάσουν άλλοι έξι μήνες το ποσό θα έχει αυξηθεί ξανά κατά ένα παράγοντα 1,5, δηλ. θα έχει γίνει 2,25 ευρώ[=1,5+50%x1,5]. Και αν ο πελάτης επισκέπτεται την τράπεζα συχνότερα αποσύροντας και ξανακαταθέτοντας τα χρήματα του κάθε τρεις μήνες, τότε σε έναν χρόνο το 1 ευρώ θα έχει γίνει 1,25x1,25x1,25x1,25=2,44 ευρώ. Αναρωτιέται κανείς μήπως τελικά τα κέρδη αυξάνονται ακόμα περισσότερο αν αποσύρει και ξανακαταθέτει τα χρήματα του κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό ή ακόμα και κάθε δευτερόλεπτο!

Ωστόσο, αντίθετα από τις προσδοκίες του καταθέτη, αυξάνοντας ολοένα και περισσότερο τη συχνότητα του ανατοκισμού δεν πετυχαίνουμε οσοσδήποτε μεγάλα κέρδη, καθώς υπάρχει ένα όριο που δεν μπορούμε να υπερβούμε. Είναι ο αριθμός 2,7182…, ο περίφημος αριθμός e του Όυλερ.

Όπως για τους άλλους ανθρώπους τα ψηφία 0, 1,…,9 είναι πανταχού παρόντα, έτσι και για τους μαθηματικούς ο αριθμός e παρουσιάζεται σε κάθε περιοχή της επιστήμης τους. Συγκαταλέγεται σίγουρα, μαζί με το π, ανάμεσα στους σπουδαιότερους αριθμούς. Η παρουσία του είναι βέβαιη όταν έχουμε να κάνουμε με κάποια εκθετική αύξηση (π.χ. στα βακτήρια) ή κάποια εκθετική μείωση (π.χ. στη διάσπαση ραδιενεργών ατόμων), αλλά τον συναντάμε συχνά και στη θεωρία των πιθανοτήτων, όπυ εμφανίζεται στον τύπο της περίφημης κωδωνοειδούς καμπύλης.

Ehrhard Behrends, Μαθηματικά πεντάλεπτα (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης)

 

 

 

Πέμπτη 11 Απριλίου 2024

Το ευρώ, ο νεοφιλελευθερισμός, η εκμετάλλευση της εργασίας

 


Τα δύο θεμέλια του καθεστώτος εκμετάλλευσης

Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποτελέσει, ιδιαίτερα από το 1990 και μετά, ιμάντα μεταβίβασης των νεοφιλελεύθερων θεσμικών αλλαγών στην Ελλάδα. Πρόκειται, βεβαίως, για αλλαγές που υιοθετούνται, σε διάφορες παραλλαγές, από όλες τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, ανεξαρτήτως εάν συμμετέχουν ή δεν συμμετέχουν στην ΕΕ. Ωστόσο, η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ προσφέρει στις κυβερνήσεις την μέγιστη διευκόλυνση να παρουσιάζουν τις νεοφιλελεύθερες θεσμικές αλλαγές ως επιβαλλόμενες από το εξωτερικό και ως αναπόφευκτες διότι αποτελούν συμβατική υποχρέωση της χώρας που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Μετριάζουν, έτσι, κατά πολύ, τις κοινωνικές αντιστάσεις στις νεοφιλελεύθερες θεσμικές αλλαγές. 

Οι αλλαγές αυτές, αφού επιταχύνθηκαν δραματικά με την μνημονιακή πολιτική, έχουν πλέον συγκροτήσει σύστημα που επιβάλει ένα καθεστώς εκμετάλλευσης της εργασίας πολύ διαφορετικό από αυτό που υπήρχε πριν από το 2010. Μεταξύ αυτών των θεσμικών αλλαγών (που ονομάζονται και διαρθρωτικές αλλαγές) μέγιστη σημασία για το νέο καθεστώς εκμετάλλευσης της εργασίας, έχουν οι αλλαγές στην αγορά εργασίας, εκεί που πουλάμε στις επιχειρήσεις τις ικανότητές μας προς εργασία έναντι μισθού. Επιβάλλοντας νεοφιλελεύθερες διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας, οι κυβερνήσεις επιτυγχάνουν την μείωση της διαπραγματευτικής ικανότητας της μισθωτής εργασίας έτσι ώστε οι μισθοί να παραμένουν διαρκώς χαμηλοί. 

Η συγκρότηση μιας νεοφιλελεύθερης αγοράς εργασίας απελευθερωμένης από την θεσμική προστασία των εργαζομένων, είναι το πρώτο θεμέλιο του καθεστώτος εκμετάλλευσης της εργασίας που έχει εγκατασταθεί στην Ελλάδα με την μνημονιακή πολιτική. Το δεύτερο θεμέλιο, είναι η υιοθέτηση του ευρώ και οι περιορισμοί που επιβάλλει στην λειτουργία της οικονομίας. 

Ο μηχανισμός της εκμετάλλευσης

Το ευρώ και η νεοφιλελεύθερη αγορά εργασίας, αποτελούν τα δύο θεμέλια του μηχανισμού εκμετάλλευσης της εργασίας με την έννοια ότι αποτελούν τις θεσμικές προϋποθέσεις χωρίς τις οποίες αυτός ο μηχανισμός δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει, είναι δηλαδή προϋποθέσεις της ύπαρξής του. 

Θεμέλιο πρώτο, το ευρώ: Η δραχμή μπορούσε, όταν χρειαζόταν, να αλλάζει συναλλαγματική ισοτιμία, να υποτιμάται (ή να «διολισθαίνει», να χάνει δηλαδή σταδιακά, κάθε μήνα, ένα μικρό μέρος από την ισοτιμία της). Με τον τρόπο αυτόν, γίνονταν ακριβότερα τα εισαγόμενα προϊόντα και φθηνότερα τα εξαγόμενα από την Ελλάδα. Είχε, δηλαδή, το εθνικό νόμισμα, την ιδιότητα να προσφέρει προστασία, έστω προσωρινή, στις επιχειρήσεις που λειτουργούσαν στην Ελλάδα, διότι μείωνε την πίεση που δέχονταν από τον διεθνή ανταγωνισμό. Αυτό γινόταν, μάλιστα, με ιδιαίτερα επωφελή για τις επιχειρήσεις τρόπο: τα προϊόντα τους αποκτούσαν, χάρη στην υποτίμηση, τιμή σε ευρώ μικρότερη έναντι των διεθνών ανταγωνιστών τους, πλην όμως η τιμή τους σε δραχμές δεν μειωνόταν. Με το ευρώ, οι όροι του παιχνιδιού έχουν αλλάξει καθώς δεν υπάρχει πλέον η δυνατότητα της υποτίμησης του νομίσματος, και ολόκληρη η πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού μεταφέρεται στις επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Ελλάδα. Τώρα, για να πωλούνται τα προϊόντα τους σε τιμές χαμηλότερες έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού, οι επιχειρήσεις πρέπει να μειώσουν τις τιμές τους απευθείας σε ευρώ. Επειδή, όμως, έτσι μειώνονται τα κέρδη τους, οι επιχειρήσεις θέλουν να μετακυλίουν την ζημιά στην μισθωτή εργασία, μειώνοντας τους μισθούς. Για να έρθουν έτσι τα πράγματα, χρειάζεται μια αγορά εργασίας στην οποία ο μισθωτός θα έχει μικρή και κατά προτίμηση ασήμαντη διαπραγματευτική δύναμη. Στο σημείο αυτό πηδάει επάνω στην σκηνή ο νεοφιλελευθερισμός με τις διαρθρωτικές αλλαγές του στην αγορά εργασίας. 

Θεμέλιο δεύτερο, οι νεοφιλελεύθερες διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας: Η αγοραστική δύναμη των μισθών (που ονομάζουμε και πραγματικούς μισθούς) είναι ευθέως ανάλογη της προστασίας που παρέχουν οι θεσμοί της αγοράς εργασίας στους μισθωτούς, ανάλογη του βαθμού κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις, του βαθμού αποτελεσματικής λειτουργίας της Επιθεώρησης Εργασίας και γενικότερα ολόκληρου του θεσμικού πλαισίου της αγοράς εργασίας. Αυτό το πλαίσιο, είναι η αποκρυστάλλωση του παρόντος και του παρελθόντος συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, είναι οι κανόνες με τους οποίους ορίζεται σε τι τιμή θα πωλούνται οι εργασιακές ικανότητές μας και με ποιο τρόπο και ποιους όρους θα τις καταναλώνουν οι επιχειρήσεις και οι εργοδότες γενικότερα. Για τους λόγους αυτούς, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας αποτελεί κατεξοχήν τόπο ταξικού ανταγωνισμού, και αυτό εξηγεί ότι το Κράτος, οι εργοδοτικές οργανώσεις και τα αστικά κόμματα συγκεντρώνουν εκεί μεγάλες δυνάμεις, ιδιαίτερα στην εποχή του ολοκληρωτικού ταξικού πολέμου που διεξάγει ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός. Όποιος έχει ισχυρές θέσεις στο θεσμικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας ελέγχει τον συσχετισμό δύναμης στον σχηματισμό των μισθών και στους όρους με τους οποίους το Κεφάλαιο καταναλώνει τις εργασιακές μας ικανότητες. 

Αυτά είναι, λοιπόν, τα δύο θεμέλια, του μηχανισμού εκμετάλλευσης της εργασίας στην σημερινή του μορφή: το ευρώ και οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας. Εκκινώντας από αυτές μπορούμε τώρα να δούμε με ποιο τρόπο λειτουργεί ο μηχανισμός της εκμετάλλευσης. 

Ο μηχανισμός της εκμετάλλευσης σε λειτουργία: Το ευρώ μεταφέρει ολόκληρη την πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού επί των παραγωγικών επιχειρήσεων που λειτουργούν στην Ελλάδα, και η νεοφιλελεύθερη αγορά εργασίας μεταβιβάζει την πίεση αυτή από τις επιχειρήσεις στην μισθωτή εργασία. Αυτό, έχει ως αποτέλεσμα την διατήρηση των μισθών σε χαμηλά επίπεδα (εξαιρουμένων, εννοείται, των μισθών των μεσαίων και υψηλών στελεχών του ιδιωτικού τομέα). 

Αντίστοιχα αυξημένα είναι τα κέρδη, τα οποία δεν αυξάνονται για κανέναν άλλο λόγο, ούτε επειδή θα υπήρχε τεχνολογικός εκσυγχρονισμός, ούτε μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, ούτε θαυματουργές νέες τεχνολογίες: τα μεγάλα κέρδη που καταγράφουν τα στατιστικά στοιχεία, ιδιαίτερα μετά το 2020, προέρχονται στο ακέραιο από την διαρκή, επίμονη μείωση των πραγματικών μισθών και την προσπάθεια του Κεφαλαίου αυτή η μείωση να γίνει, μέσω της έξης, μη αντιστρέψιμη. 

Η μείωση των πραγματικών μισθών, δεν προέρχεται μόνο από την συνέργεια των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας και του ευρώ, αλλά και από το ενδημικά υψηλό ποσοστό ανεργίας. Το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα εμφανίζει ένα κάτω όριο στην περιοχή του 10% και αυτό σχετίζεται με το ύψος των παραγωγικών επενδύσεων, το οποίο παραμένει απελπιστικά χαμηλό, τόσο χαμηλό που δεν επαρκούν οι νέες επενδύσεις για να αναπληρώσουν το παραγωγικό που αποσύρεται επειδή πάλιωσε ή είναι τεχνολογικά ασύμφορο. Να κάτι που δεν θα περίμενε κάποιος από μια χώρα του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Από το 2008 και μετά, το ποσοστό των ακαθάριστων εισοδημάτων του κεφαλαίου που επενδύονται σε παραγωγικό κεφάλαιο έχει μειωθεί στο 40% έναντι 70% περίπου κατά το 2005-2007. Ως αποτέλεσμα, το παραγωγικό σύστημα δεν διαθέτει επαρκείς θέσεις εργασίας ώστε να χρησιμοποιήσει ολόκληρο το εργατικό δυναμικό. Από όπου προκύπτει η ενδημική ανεργία που ανέρχεται σε ποσοστό 10%. Ακόμη, δηλαδή, και αν καλυφθούν όλες οι θέσεις εργασίας, ένας στους δέκα από όσους αναζητά ενεργητικά εργασία θα παραμείνει άνεργος. Ακόμη και εάν επιστρατευθούν πολλαπλές βάρδιες, επιμήκυνση του χρόνου λειτουργίας, υπερωρίες κλπ, το ποσοστό αυτό μπορεί να μειωθεί περαιτέρω μόνο πρόσκαιρα, για όσο χρόνο θα μπορέσει να κρατηθεί η εξωτερική ζήτηση στα πολύ υψηλά επίπεδα που βρίσκεται σήμερα.


Συνοψίζοντας, ο καθορισμός των μισθών βρίσκεται παγιδευμένος,  (α) από το ευρώ που μεταφέρει στις επιχειρήσεις ολόκληρη την πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού, (β) από τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που μεταφέρουν στην μισθωτή εργασία την πίεση που δέχονται οι επιχειρήσεις από τον διεθνή ανταγωνισμό, και (γ) από το ενδημικά υψηλό ποσοστό ανεργίας που συντηρείται χάρη στις χαμηλές παραγωγικές επενδύσεις (που ανάγονται στην νεοφιλελεύθερη διαχείριση των κερδών). Το αποτέλεσμα είναι η ιστορικά πρωτοφανής, για τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού σε καιρό ειρήνης, μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών στην Ελλάδα και η συντήρηση ενός ενδημικού υψηλού ποσοστού ανεργίας. Το πάθος με το οποίο οι επιχειρήσεις, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και τα κόμματα της αστικής τάξης επιδιώκουν αυτήν μείωση των πραγματικών μισθών, δεν είναι τυχαίο, εξηγείται από την αδυναμία τους να επιτύχουν τα υψηλά κέρδη στα οποία είναι εθισμένοι, με άλλα μέσα, με τα μέσα που χρησιμοποιεί ο αναπτυγμένος καπιταλισμός (ο καπιταλισμός της σχετικής υπεραξίας) και τα οποία είναι ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός και οι αυξήσεις της παραγωγικότητας της εργασίας. Το κατωτέρω διάγραμμα συνοψίζει τις εσωτερικές σχέσεις του μηχανισμού εκμετάλλευσης της εργασίας όπως διαμορφώθηκε μετά το 2008.



Τα σημεία προσβολής του μηχανισμού εκμετάλλευσης

Σε ποια σημεία του, όμως, μπορεί να προσβληθεί αυτός ο μηχανισμός εκμετάλλευσης της εργασίας;

Πρώτον, στην μεταφορά ολόκληρης της πίεσης του διεθνούς ανταγωνισμού επί της ελληνικής οικονομίας μέσω του ευρώ. Δεύτερον, στην μεταφορά της πίεσης του διεθνούς ανταγωνισμού από τις επιχειρήσεις στην αγορά εργασίας μέσω των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Τρίτον, στο δικαίωμα της κεφαλαιοκρατικής ιδιοκτησίας να αποφασίζει τι, πόσο και πώς θα παράγουμε ως χώρα, επομένως και πόσο μεγάλο θα είναι το παραγωγικό σύστημα, άρα και πόσες θα είναι οι θέσεις εργασίας και πόσοι από εμάς θα παραμένουν άνεργοι. 

Με δεδομένη την απουσία της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς από την κεντρική πολιτική σκηνή, οι παρεμβάσεις της σε σχέση με το ευρώ είναι αναγκαστικά περιορισμένες στο ιδεολογικό πεδίο.  Όσον αφορά την αμφισβήτηση της κεφαλαιοκρατικής ιδιοκτησίας, είναι πεδίο εγκαταλελειμένο από την Αριστερά, διεθνώς, από την δεκαετία του 1980 και μετά. Επομένως, ελλείψει προετοιμασίας, οι σχετικές παρεμβάσεις και σε αυτό το πεδίο είναι αναγκαστικό, προς το παρόν, να περιορίζονται στο ιδεολογικό πεδίο. Σε ό,τι αφορά, όμως, την αγορά εργασίας και τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις της που εξασφαλίζουν την μεταφορά της πίεσης του διεθνούς ανταγωνισμού από τις επιχειρήσεις στην μισθωτή εργασία, η αντικαπιταλιστική Αριστερά έχει άμεση πρόσβαση και μπορεί κατά προτεραιότητα να ενδυναμώσει την κινηματική και συνδικαλιστική παρουσία της εκεί διότι διαθέτει όλα όσα χρειάζονται για αυτό. 

Ηλίας Ιωακείμογλου


 



Ο ιμπεριαλισμός στον Ινδο-Ειρηνικό: μια εισαγωγή (μέρος 2ο/3)

  Συνέχεια από το προηγούμενο   Ο Ινδο-Ειρηνικός και ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος Η στροφή στις σχέσεις της Ουάσιγκτον με το Πεκίνο, η οποία ...