>Συνέχεια από το προηγούμενο
Ε. Ο αγώνας
των ε/κ για την Ένωση
Ε1. Αποτυχημένη
προσπάθεια διεθνοποίησης – ΕΟΚΑ
Τον
Αύγουστο του 1954 η ελληνική κυβέρνηση (κυβέρνηση Παπάγου) έφερε το θέμα της
Κύπρου στον ΟΗΕ του οποίου η Γενική Συνέλευση δέχτηκε την προσφυγή αλλά χωρίς
να προκύψει κάποια διπλωματική λύση.
Τέλος
Αυγούστου/αρχές Σεπτεμβρίου του 1955 διεξήχθη στο Λονδίνο τριμερής διάσκεψη με
συμμετοχή ΗΒ, Ελλάδας και Τουρκίας χωρίς συμμετοχή των Κυπρίων. Με τον τρόπο
αυτό ο Βρετανός πρωθυπουργός Ήντεν (μέσω του ΥπΕξ, Μακμίλαν) έβαζε για πρώτη
φορά (μετά το 1923) και με επίσημο τρόπο συνδιαμορφωτή της λύσης του κυπριακού
ζητήματος την Τουρκία με προφανή στόχο να εξασθενίσει την διαπραγματευτική θέση
της ελληνικής και της ε/κ πλευράς. Η Τουρκία αποχώρησε από τις συνομιλίες
απορρίπτοντας το ελληνικό αίτημα για αυτοδιάθεση της Κύπρου. Την ίδια μέρα που
ανακοινωνόταν η πρόταση Μακμίλαν (6 Σεπτεμβρίου), ξέσπασε σχεδιασμένο πογκρόμ
εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης ("Σεπτεμβριανά") βάζοντας ουσιαστικό τέλος στη
διάσκεψη.
(Πρόταση Μακμίλαν: «ο Βρετανός υπουργός παρουσίασε τη βρετανική πρόταση
η οποία αφορούσε τη διατήρηση της βρετανικής κυριαρχίας και την εισαγωγή
Συντάγματος. Σύμφωνα με έγγραφο του βρετανικού Υπουργικού Συμβουλίου (το οποίο
δεν ανακοινώθηκε λεπτομερώς στη Διάσκεψη), η πρόταση προνοούσε πλειοψηφία των
αιρετών Ελληνοκυπρίων βουλευτών στη Βουλή (σύνολο 13) έναντι πέντε αιρετών
Τουρκοκυπρίων, τριών «επισήμων» και τεσσάρων διορισμένων μελών. Παρ’ όλα αυτά,
ο Κυβερνήτης θα διατηρούσε τον έλεγχο στους ζωτικούς τομείς της οικονομίας, της
άμυνας, της εσωτερικής ασφάλειας και των εξωτερικών σχέσεων. Παράλληλα,
προτεινόταν μια ιδιότυπη συνεργασία Ελλάδας και Τουρκίας στη διοίκηση του
νησιού – δημιουργία ενός τριμερούς διευθυντηρίου στην Κύπρο, στο οποίο
αναπόφευκτα η Ελλάδα θα βρισκόταν πάντα στην πλευρά της μειοψηφίας» “Η Τριμερής Διάσκεψη του Λονδίνου”)
Εν
τω μεταξύ, την 1η Απριλίου του 1955, είχε ξεκινήσει επισήμως ο
ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ («Εθνική Οργάνωσις Κυπριακού Αγώνα») για την
ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
.
Ε2. Η ίδρυση της ΕΟΚΑ
Η χαλάρωση των μέτρων της περιόδου της
«Παλμεροκρατίας» κατά την διάρκεια του Β ΠΠ έδωσε την δυνατότητα ανασυγκρότησης
της ηγεσίας της Εκκλησίας. Σε πρώτη φάση, το 1948, για πρώτη φορά μετά από
δεκαέξι χρόνια, εξελέγη αρχιεπίσκοπος Κύπρου (την θέση κατέλαβε ο επίσκοπος
Κυρήνειας Μακάριος Β΄).
Το ίδιο έτος, όπως αναφέρει ο Γεώργιος Γρίβας στα απομνημονεύματα του, στην Αθήνα, σε μια
ομάδα παραγόντων (μεταξύ αυτών ο Γρίβας, ο Αχιλλέας Κύρου και ε/κ εξόριστοι
στην Ελλάδα) διατυπώθηκαν οι πρώτες σκέψεις για τη διεξαγωγή στην Κύπρο ένοπλου
απελευθερωτικού αγώνα με σκοπό την ένωση του νησιού με την Ελλάδα.
Παρόμοιες σκέψεις εξέφραζε και σε διάφορους
κύκλους στην Κύπρο ο μητροπολίτης Κιτίου Μακάριος, ο από το 1950 αρχιεπίσκοπος
Κύπρου Μακάριος Γ΄ (γνωστός σε όλους "αρχιεπίσκοπος Μακάριος"). Ο ίδιος
μάλιστα προσπάθησε να δώσει και διεθνή δημοσιότητα στο κυπριακό
πρόβλημα. Ο κύκλος του Μακάριου στην Κύπρο είχε συνεχείς (και μυστικές) επαφές
με την ομάδα Γρίβα στην Αθήνα ο οποίος, εν τω μεταξύ, μέσω του αρχηγού του
ελληνικού Γενικού Επιτελείου Στρατού, Γ. Κοσμά, ενημέρωσε σχετικά και τον
στρατάρχη Παπάγο (μετέπειτα πρωθυπουργός της Ελλάδας την περίοδο
19.11.1952-6.10.1955)
Τον Μάιο του 1951 η ομάδα των Αθηνών πρότεινε
στον Γεώργιο Γρίβα -ήδη απόστρατο συνταγματάρχη του ελληνικού στρατού-, την
αρχηγία του ένοπλου αγώνα στην Κύπρο. Ενήμερος γι’ αυτό ήταν και ο
αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Τον Ιούλιο του 1951 ο Γρίβας ταξίδεψε στην Κύπρο για να
μελετήσει τις δυνατότητες του ένοπλού αγώνα και για να κάνει επαφές με τον
αρχιεπίσκοπο Μακάριο.
Η σταθερή άρνηση της
Βρετανίας να συζητήσει το κυπριακό και η αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης
(λόγω της πολιτικής και οικονομικής εξάρτησης της από Βρετανία και ΗΠΑ αλλά και
των υποχρεώσεων της από την Συνθήκη της Λωζάνης) να το θέσει επισήμως (παρά
μόνο το 1954 στον ΟΗΕ και χωρίς επιτυχία) οδήγησαν τους ε/κ ενωτικούς στην
απόφαση για διεξαγωγή ένοπλου αγώνα. Η αποτυχία της ελληνικής πρωτοβουλίας στον
ΟΗΕ οδήγησε και τον Μακάριο (που χρηματοδοτούσε τις μέχρι τότε ενέργειες της
ομάδας των Αθηνών) να δώσει την τελική έγκριση. Στις 10 Νοεμβρίου του 1954 ο
Γρίβας αποβιβάστηκε σε ερημική ακτή της Πάφου (κοντά στο χωριό Χλώρακα) και
ξεκίνησε τις στρατιωτικές προετοιμασίες (στρατολόγηση και εκπαίδευση μαχητών).
Ο ίδιος ο Γρίβας (γνωστός για την αντικομμουνιστική του δράση ως αρχηγός της οργάνωσης Χ) πήρε το
ψευδώνυμο «Διγενής» ενώ ο Μακάριος είχε το ψευδώνυμο «Γενικός».
Ε3. Ο ένοπλος αγώνας
Η έναρξη του ένοπλου
αγώνα έγινε τη νύχτα της 31ης Μαρτίου προς την 1η
Απριλίου του 1955 με βομβιστικές επιθέσεις εναντίον Βρετανικών κυβερνητικών
εγκαταστάσεων.
Αρχικά η ΕΟΚΑ είχε την τακτική να χτυπά
βρετανικούς στρατιωτικούς στόχους με μικρής έκτασης επιχειρήσεις. Οι
δολιοφθορές αυτές αποσκοπούσαν στην ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης του
Μακάριου (τον οποίο ο Γρίβας αναγνώριζε αρχικά ως επικεφαλής του αγώνα) ο
οποίος επιζητούσε πολιτική λύση με την Βρετανία. Μάλιστα το αίτημα της Ένωσης με
την Ελλάδα δεν αναφερόταν ούτε στην πρώτη προκήρυξη του Γρίβα που κυκλοφόρησε
την 1η Απριλίου. Μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων Μακάριου-κυβερνήτη
Χάρτιγκ (τέλος 1955 - αρχές 1956), την εξορία του Μακάριου (9 Μαρτίου 1956) και
τις επιχειρήσεις του βρετανικού στρατού εναντίον της ΕΟΚΑ αυτή ανταπέδωσε τα
χτυπήματα.
Το εγχείρημα του
ένοπλου αγώνα είχε από την αρχή πολλές δυσκολίες:
- τον νησιωτικό
χαρακτήρα της Κύπρου και την δυσκολία δημιουργίας αντάρτικων βάσεων
- την έλλειψη
στρατιωτικής εμπειρίας των ανταρτών
- την υπεροχή των Βρετανών σε προσωπικό και
εξοπλισμό.
Γι’ αυτό ο Γρίβας
επέλεξε μια μορφή ανταρτοπολέμου που βασιζόταν στα ξαφνικά χτυπήματα και στην
γρήγορη απαγκίστρωση αποφεύγοντας την κατά μέτωπο σύγκρουση. Σε αυτόν τον αγώνα
ενέταξε και την κινητοποίηση του άοπλου πληθυσμού με διαδηλώσεις, απεργίες και
παθητική αντίσταση (για τούτο ιδρύθηκε το 1956 η «Πολιτική Επιτροπή Κυπριακού
Αγώνος» - ΠΕΚΑ). Με
αυτήν την τακτική το αντάρτικο μπόρεσε να απασχολεί πάνω από 20 χιλ άνδρες των
βρετανικών δυνάμεων ασφαλείας.
ΕΟΚΑ - Ιστορία και θρύλος - ο μεγάλος ξεσηκωμός
- Οι φάσεις του αγώνα
1.4.1955 έως 3.10.1955
(άφιξη του κυβερνήτη Χάρντιγκ)
Η δράση της ΕΟΚΑ ήταν κυρίως δολιοφθορές και
σποραδικές επιθέσεις (με αποκορύφωμα μια απόπειρα κατά της ζωής του Άγγλου κυβερνήτη
Ρ. Αρμιτέιτζ στις 25.5.1955), διαδηλώσεις και απεργίες.
3.10.1955 έως 9.3.1956
(εξορία του Μακάριου στις Σεϋχέλλες)
Σε αυτή την δεύτερη
φάση, στήνονταν ενέδρες, γίνονταν δολιοφθορές και οργανώθηκε η νεολαία. Τότε
διεξήχθη η μεγάλη μάχη στα Σπήλια και η μάχη στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας για την απελευθέρωση
του Πολύκαρπου Γεωρκάτζη (βλ. Ζ1).
Σε διαπραγματεύσεις μεταξύ του Μακάριου και του
νέου Άγγλου κυβερνήτη Χάρτιγκ οι Βρετανοί πρότειναν «αυτοκυβέρνηση»,
δηλαδή Βουλή και πρωθυπουργό της έγκρισής τους σχεδόν χωρίς αρμοδιότητες. Ο
Μακάριος αρνήθηκε και στις αρχές Μαρτίου συνελήφθη και εξορίστηκε στις
Σεϋχέλλες. Το γεγονός αυτό και οι απαγχονισμοί Κυπρίων αγωνιστών από τους Άγγλους ξεσήκωσαν θύελλα
αντιδράσεων ενώ η Ελλάδα συγκλονιζόταν από ογκωδέστατα συλλαλητήρια που
κατέληγαν σε συγκρούσεις με την αστυνομία.
9.3.1956 (εξορία του Μακάριου) έως
16.8.1956 (πρώτη εκεχειρία)
Ο βρετανικός στρατός έκανε επιχειρήσεις μεγάλης
κλίμακας, κυρίως στην περιοχή Κύκκου. Η ΕΟΚΑ αντεπιτέθηκε φτάνοντας μέχρι και σε
απόπειρα εναντίον του Χάρντιγκ (20.3.1956). Οι ε/κ εξακολουθούσαν να κάνουν
διαδηλώσεις και απεργίες. Απέτυχε προσπάθεια της Βρετανίας να πειστούν οι ε/κ
στην ιδέα εφαρμογής ενός Συντάγματος.
17.8.1956 (πρώτη εκεχειρία) έως 14.3.1957
(δεύτερη εκεχειρία)
Η ΕΟΚΑ ξεκίνησε προετοιμασία για μακροχρόνιο
αγώνα ενώ οι συγκρούσεις με τον βρετανικό στρατό συνεχίζονταν. Οι τ/κ άρχισαν
να προβάλλουν έντονα το αίτημα για διχοτόμηση της Κύπρου. Τον Νοέμβριο ο λόρδος
Ράντκλιφ κατέθεσε σχέδιο επίλυσης του κυπριακού εκ μέρους της Βρετανικής κυβέρνησης το οποίο όμως δεν
έγινε αποδεκτό από την ελληνική και την ε/κ πλευρά.
15.3.1957 (δεύτερη
εκεχειρία) έως 6.11.1957 (αντικατάσταση του Χάρτιγκ)
Η ΕΟΚΑ περιόρισε την δράση της για να
διευκολύνει την επιστροφή του Μακάριου στο νησί. Η Βρετανία απελευθέρωσε τελικά
τον αρχιεπίσκοπο. Τ/κ εξτρεμιστές άρχισαν να συνεργάζονται με τους Βρετανούς
που έδειξαν να προκρίνουν ως λύση την διχοτόμηση.
Η ίδρυση της ΤΜΤ
Η ΤΜΤ (Türk Mukavemet Teşkilatı) ήταν τουρκοκυπριακή παραστρατιωτική
οργάνωση υποστηριζόμενη και ελεγχόμενη από την Τουρκία. Ιδρύθηκε τέλη του
1957/αρχές του 1958 ως αντιστάθμισμα στην ΕΟΚΑ και συνέχισε την δράση της μέχρι
την τουρκική εισβολή με δολοφονίες και βομβιστικές ενέργειες. Σύμφωνα με το τ/κ
ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς (βλ. και Η) ιδρύθηκε από τον ίδιο, τον ακόλουθο του τουρκικού προξενείου Κεμάλ
Τανρισεβντί και τον τ/κ γιατρό Μπουρχάν Ναλμπάντογλου. Ήταν ακροδεξιά,
εθνικιστική οργάνωση που αντιμαχόταν όχι μόνο τον ε/κ εθνικισμό αλλά και τ/κ
Αριστερούς (ανάμεσα στα θύματα της ήταν οι Ντ. Καβάζογλου -τελευταίος τ/κ που
ήταν μέλος της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ-, Α. Γκιουρκάν, Φ. Οντέρ, Α. Χικμέτ κά).
Συνένωσε τις προγενέστερες τ/κ παραστρατιωτικές οργανώσεις μεγαλύτερη από
τις οποίες ήταν η, επίσης ακροδεξιά, Volkan. Αρχικά η ΤΜΤ αριθμούσε γύρω στα 3 χιλ. μέλη και στόχευε
στην μη ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Εκμεταλλεύθηκε τον φόβο της τ/κ
μειονότητας να μην επαναληφθεί το φαινόμενο της εκδίωξης τους από την Κύπρο
όπως είχε συμβεί με την εκδίωξη των "τουρκοκρητικών" από την Κρήτη μερικές δεκαετίες
νωρίτερα.
7.11.1957 (αναχώρηση του Χάρντιγκ) έως 19.7.1958 (ανακοίνωση του σχεδίου Μακμίλλαν)
Αρχικά η δράση της ΕΟΚΑ εξακολουθούσε να είναι
υποτονική και περιοριζόταν κυρίως σε δολιοφθορές. Το κυπριακό άρχισε να
συζητείται σε παρασκηνιακό επίπεδο αλλά ταυτοχρόνως ξεκίνησαν μεθοδευμένα
εχθροπραξίες μεταξύ ε/κ και τ/κ εθνικιστών (βλ. αναλυτικά στο Ε.3.α). Οι συγκρούσεις της ΕΟΚΑ με τον βρετανικό
στρατό εντάθηκαν και πάλι. Η νέα θέση της Βρετανίας για σχέδιο προσωρινής λύσης
(19.6.1958 Σχέδιο Μακμίλλαν –βλ. αναλυτικά στο ΣΤ) με απώτερο σκοπό την “αυτοδιοίκηση” ανησύχησε τους τ/κ
εθνικιστές (επειδή έβλεπαν να απομακρύνεται η διχοτόμηση) αλλά ταυτοχρόνως το
σχέδιο απορρίφθηκε και από την ελληνική και την ε/κ πλευρά.
20.7.1958 (ανακοίνωση του σχεδίου Μακμίλλαν) έως 25.11.1958 (συζήτηση του κυπριακού στον ΟΗΕ)
Συνεχίστηκαν
οι συγκρούσεις της ΤΜΤ με την ΕΟΚΑ αλλά και οι ενέργειες της ΕΟΚΑ εναντίον των
Βρετανών με σημαντικές απώλειες («Μαύρος Οκτώβρης»).
Άρχισαν να διαφαίνονται οι πρώτες διαφωνίες Μακαρίου – Γρίβα για το πολιτικό
μέλλον της Κύπρου καθώς και τα αδιέξοδα του ε/κ αντάρτικου.
25.11.1958 (συζήτηση στον ΟΗΕ) έως 19.2.1959
(υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου)
Οι τρεις αντιμαχόμενες πλευρές (ΕΟΚΑ, ΤΜΤ,
Βρετανοί) περιόρισαν τις συγκρούσεις ενόψει της Συμφωνίας για ίδρυση
ανεξάρτητης κυπριακής δημοκρατίας.
Ε.3.α Οι
διακοινοτικές συγκρούσεις του καλοκαιριού του 1958
Το τουρκικό κράτος και εν γένει η τουρκική κοινή γνώμη δεν
είχαν ασχοληθεί ιδιαιτέρως με το κυπριακό ζήτημα μέχρι την δεκαετία του 1950. Η
προτεραιότητα της τουρκικής πολιτικής ήταν μόνο να μην ενωθεί η Κύπρος με την
Ελλάδα καθώς σε αυτήν την περίπτωση θα βρισκόταν περικυκλωμένη όχι μόνο από τα
δυτικά αλλά και από τα νότια παράλια της από το ελληνικό κράτος. Όσο η Κύπρος
ήταν στα χέρια του ΗΒ δεν υπήρχε θέμα ανησυχίας ούτε για την Τουρκία ούτε για
την τ/κ ελίτ. Η ηγεσία της τ/κ κοινότητας άρχισε να ανησυχεί μετά το τέλος του
Β ΠΠ μπροστά στο ενδεχόμενο της ανεξαρτησίας και μετά το 1950 με το ενδεχόμενο
της Ένωσης αλλά το 1956 οι Βρετανοί άφηναν να θεωρηθεί ότι προωθούσαν την λύση
της διχοτόμησης. Στο τέλος του 1957, αρχές του 1958, φάνηκε ότι αυτή η λύση μάλλον
ήταν μια τακτική κίνηση από πλευράς Βρετανών για να πιέσουν την ελληνική πλευρά
και την ΕΟΚΑ (εξάλλου, όπως ήταν λογικό, η διχοτόμηση δεν θα είχε κάποιο όφελος
για το ΗΒ). Η μεταστροφή στη λύση της διχοτόμησης γνωστοποιήθηκε στην Τουρκία
στις αρχές του 1958 και λίγες μέρες αργότερα (27-28 Ιανουαρίου) ξέσπασαν
επεισόδια (κυρίως σε Λευκωσία και Αμμόχωστο) μεταξύ τ/κ και Βρετανών με
αποτέλεσμα τον θάνατο επτά τ/κ. Στις αιματηρές αυτές συγκρούσεις έκανε την
«επίσημη» εμφάνιση της και η ΤΜΤ.
Μέχρι τότε οι εθνικιστικές ηγεσίες των δυο κοινοτήτων
απέφευγαν να έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους (μέχρι το 1958 υπήρχε και
σχετική εντολή από τον Γρίβα). Εκείνο που προκριναν ήταν η εκκαθάριση των
αριστερών στοιχείων εντός των δυο κοινοτήτων τα οποία ζητούσαν συνεννόηση και
αρμονική συμβίωση. Τον Μάιο του 1958 η ΤΜΤ ξεκίνησε τις διώξεις τ/κ αριστερών
φτάνοντας μέχρι και σε δολοφονίες για όσους δεν συνεργάζονταν. Το αποτέλεσμα
ήταν η αποχώρηση των τ/κ από την ΠΕΟ και το ΑΚΕΛ.
Στις 31 Μαΐου, εν όψει της ανακοίνωσης του σχεδίου
Μακμίλαν, ο Κουτσιούκ και ο Ντενκτάς, το ανατέλλον “αστέρι” του τ/κ εθνικισμού,
ανακοίνωσαν από την Άγκυρα ότι οι τ/κ θα προχωρούσαν στην διχοτόμηση. Αφού με
την χρήση του αυταρχικού εθνικισμού και του αντικομμουνισμού είχαν διαχωριστεί
ολοκληρωτικά οι δυο κοινότητες σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα είχε φτάσει η ώρα της
σύγκρουσης τους. Το πρώτο βήμα έγινε από την ΤΜΤ. Στις 7 Ιουνίου, εξερράγη στο
Γραφείο Πληροφοριών της Τουρκίας στη Λευκωσία εκρηκτικός μηχανισμός (αργότερα ο
Ντενκτάς ομολόγησε ότι ήταν τ/κ προβοκάτσια). Η ΤΜΤ, «σαν έτοιμη από καιρό»,
ξεκίνησε αμέσως αιματηρά επεισόδια εναντίον ε/κ (μέχρι τότε οι τ/κ απαντούσαν
μόνο σε εκτελέσεις ομοεθνών τους αστυνομικών που βρίσκονταν στην υπηρεσία των
Βρετανών). Σε ανταπόδοση, στις 12 Ιουλίου, η ΕΟΚΑ δολοφόνησε πέντε τ/κ εργάτες
στη Σίντα. Οι αιματηρές συγκρούσεις συνεχίστηκαν με ορόσημο την σφαγή στο Κιόνελι. Μέχρι
τις αρχές Αυγούστου (του 1958) είχαν σκοτωθεί 59 ε/κ και 53 τ/κ.
Ε.3.β
ΕΟΚΑ, ΑΚΕΛ και ένοπλος αγώνας
Το ΚΚΚ, προγενέστερος σχηματισμός του ΑΚΕΛ,
είχε μείνει σχεδόν αδιάφορο απέναντι στο εθνικό ζήτημα προβάλλοντας το αίτημα
της ταξικής επανάστασης και της εγκαθίδρυσης του σοσιαλισμού. Μόνο στο 6ο
συνέδριο του ΑΚΕΛ το 1949 –και ύστερα από προτροπή του Ζαχαριάδη- στράφηκε στο
αίτημα της ένωσης με την Ελλάδα. Σε αυτά τα πλαίσια στήριξε και το ενωτικό
δημοψήφισμα του 1950. Όμως, ως προς την μέθοδο, πρότεινε τον δρόμο του μαζικού
ειρηνικού αγώνα και όχι της ένοπλης πάλης (προφανώς διαβλέποντας την δυσκολία
της επικράτησης σε μια ένοπλη σύγκρουση με την βρετανική αυτοκρατορία). Όταν η
Εθναρχία και η ΕΟΚΑ επέλεξαν την ένοπλη σύγκρουση –ουσιαστικά έναν
ανταρτοπόλεμο παρενοχλήσεων- το ΑΚΕΛ επέλεξε να απέχει και να μην συμμετάσχει
στην ΕΟΚΑ (που ούτε και αυτή δεχόταν κομμουνιστές στις γραμμές της) παίρνοντας
όμως μέρος σε μαζικές αντιβρετανικές κινητοποιήσεις και απεργίες. Επιπλέον
προχώρησε ανοιχτά σε κριτική στην ΕΟΚΑ και ειδικότερα στον Γρίβα, ο οποίος είχε
σκληρό αντικομμουνιστικό παρελθόν και γκρίζες σελίδες στο παρελθόν του όλη την
περίοδο της Κατοχής και του εμφυλίου στην Ελλάδα.
Για αυτή του την στάση
το ΑΚΕΛ χτυπήθηκε τόσο από τους Βρετανούς όσο και από την ΕΟΚΑ. Οι μεν Βρετανοί
το κήρυξαν παράνομο και συνέλαβαν πολλά στελέχη του αμέσως μετά την 1η
Απριλίου (επίσης κηρύχτηκαν παράνομες οι αριστερές οργανώσεις Ένωση Αγροτών
Κύπρου (ΕΑΚ), Παγκύπρια Οργάνωση Δημοκρατικών Γυναικών (ΠΟΔΓ) η Ανορθωτική
Οργάνωση Νεολαίας (ΑΟΝ), οι εφημερίδες «Νέος Δημοκράτης», «Ανεξάρτητος»,
«Εμπρός», «Ινκιλαπψί»/«Επαναστάτης» και το μηνιαίο περιοδικό ο «Θεωρητικός
Δημοκράτης») η δε ΕΟΚΑ προχώρησε σε εκτελέσεις στελεχών της Αριστεράς κυρίως το
1956 και το 1958 με την κατηγορία της προδοσίας του αγώνα και της συνεργασίας
με τους Βρετανούς.
(Αργότερα κάποιες από
αυτές τις εκτελέσεις η ΕΟΚΑ τις απέδωσε σε λανθασμένη πληροφόρηση και άλλες ως
επίλυση προσωπικών διαφορών και όχι ως δικές της πράξεις. Από την πλευρά του το
ΑΚΕΛ, μετά την κήρυξη της ανεξαρτησίας έκανε την αυτοκριτική του* για κάποιες
από τις θέσεις που πήρε το 1955 εναντίον της ΕΟΚΑ αλλά επέμεινε ότι ο ένοπλος
αγώνας ήταν λανθασμένη τακτική.
Χρόνια αργότερα, επί
προεδρίας Χριστόφια, παρουσιάστηκε ένας κατάλογος είκοσι τριών εκτελεσθέντων
από την ΕΟΚΑ Αριστερών.
* «Για τη θέση του κόμματος έναντι στην ΕΟΚΑ».
Η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕΛ επέμεινε ότι οι
κυπριακές συνθήκες και ο συσχετισμός των δυνάμεων «επιβεβαιώνουν ακόμα μια
φορά την ορθότητα της θέσης του κόμματος έναντι του ένοπλου αγώνα της δεξιάς»
και επανέλαβε «την απόλυτη διαφωνία προς την τακτική της ΕΟΚΑ».
Ταυτόχρονα, όμως κατέγραψε ότι «στη στάση μας έναντι στην ΕΟΚΑ διαπράξαμε
μια σειρά λάθη, μερικά από τα οποία αρκετά σοβαρά». Η ευθύνη για «τα
σοβαρά σεχταριστικά λάθη» αποδίδονταν στην «κεντρική ηγεσία του κόμματος
και ιδιαίτερα στον κεντρικό καθοδηγητικό πυρήνα»… Και συνέχιζε:
«Πρώτα-πρώτα από την αρχή
υποτιμήσαμε σοβαρά το κίνημα της ΕΟΚΑ, θεωρώντας το σαν κίνημα μερικών δεκάδων
φανατικών της δεξιάς, προορισμένο να σβήσει σε μερικούς μήνες και δεν μπορέσαμε
να μάθουμε και να παρακολουθήσωμε τις προετοιμασίες που γίνουνταν πάνω από τρία
χρόνια.
Δεύτερο, η ανακοίνωση του Π.Γ.
τον Απρίλη του 1955, ήταν μια πολύ βιαστική και αψυχολόγητη ενέργεια, που
πρόδινε σύγχυση και έλλειψη ψυχραιμίας και με τον τρόπο που έπιανε το ζήτημα
θεωρητικολογώντας για ατομική τρομοκρατία με αποσπάσματα από τον Λένιν, δεν
βοηθούσε καθόλου τις μάζες να δουν σωστά για ποιους λόγους το κόμμα μας
διαφωνούσε με την τακτική του ενόπλου αγώνα.
Τρίτο, οι χαρακτηρισμοί που σε
ανακοινώσεις και άρθρα μας δώσαμε στην ΕΟΚΑ και τους αγωνιστές της, αποκαλώντας
τους “Ψευτοδιγενήδες”, “τραμπούκους”, “βαρελόττα”, “τρακατρούκες” κ.λπ. ήταν
προκλητικοί και σεχταριστικοί που ενώ δεν εξυπηρετούσαν καθόλου την εθνική μας
υπόθεση και την ενότητα του λαού, οπλίζαμε την ΕΟΚΑ και τον μοναρχοφασισμό στην
επίθεσή τους ενάντια στο κόμμα και το λαϊκό κίνημα και έριχναν νερό στον μύλο
της διάσπασης και του κινδύνου εμφύλιου σπαραγμού.
(…) Πού οφείλετο η διάπραξη αυτών των σοβαρών σεχταριστικών
λαθών της κεντρικής καθοδήγησης στη στάση μας έναντι της ΕΟΚΑ; Αυτά τα λάθη
βασικά οφείλονται στον δογματισμό με τον οποίο βλέπαμε την Εθναρχία, τη Δεξιά
και γενικά την κυπριακή αστική τάξη και τον ρόλο τους στον Εθνικοαπελευθερωτικό
Αγώνα. Ξεκινώντας από τη θέση του Στάλιν ότι «η αστική τάξη πέταξε στο βούρκο
την σημαία της εθνικής ανεξαρτησίας» εφαρμόσαμε δογματικά αυτή τη θέση στην
εκτίμησή μας απέναντι στην κυπριακή αστική τάξη, τη Δεξιά, και την Εθναρχία,
που τους βλέπαμε όλους όργανα, «πλασιέ» των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών, έτοιμους
να προδώσουν την εθνική μας υπόθεση κάμνοντας απαράδεκτους συμβιβασμούς με τους
Βρετανούς αποικιστές. (…) Με βάση τη λανθασμένη και δογματική αυτή θέση για την
κυπριακή αστική τάξη και την ηγεσία της και τον ρόλο της στον
Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα που τον χαρακτηρίζαμε ”ξενόδουλο”, “ανθενωτικό”
διαπαιδαγωγήσαμε το κομματικό σύνολο. Και έτσι όταν βρεθήκαμε μπροστά στο
καινούργιο αυτό φαινόμενο του ένοπλου αγώνα της δεξιάς δεν μπορέσαμε να
εχτιμήσουμε ψύχραιμα και αντικειμενικά αυτό το φαινόμενο»)