Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024

Το κυπριακό μέχρι το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή (μέρος 5ο/6)

 >Συνέχεια από το προηγούμενο

 

ΣΤ. Από το Σχέδιο Μακμίλλαν στις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου

Εν μέσω των διακοινοτικών ένοπλων συγκρούσεων στην Κύπρο και με κίνδυνο την διάρρηξη της συνοχής του ΝΑΤΟ στην Ανατ. Μεσόγειο (λόγω της διαταραχής των ελληνοτουρκικών σχέσεων), στις 19 Ιουνίου 1958, πριν ακόμη κοπάσουν τα επεισόδια, ο Βρετανός πρωθυπουργός Χάρολντ Μακμίλλαν παρουσίασε ένα σχέδιο «επίλυσης» του κυπριακού με έντονα τα διχοτομικά χαρακτηριστικά. Στην πραγματικότητα ήταν ένα σχέδιο τριπλής συγκυριαρχίας της Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας επί της Κύπρου σε χειρότερη έκδοση από το σχέδιο Ράντκλιφ του 1956.


Σε γενικές γραμμές το σχέδιο Μακμίλλαν προέβλεπε:

1. Σύνδεση της Κύπρου με την Βρετανία (στο πλαίσιο της Κοινοπολιτείας), την Ελλάδα και την Τουρκία και συνεργασία των χωρών αυτών σε μια «κοινή προσπάθεια» για επίτευξη ειρήνης και ευημερίας της Κύπρου.

2. Διορισμός αντιπροσώπων Ελλάδας και Τουρκίας για συνεργασία με τον Άγγλο κυβερνήτη της Κύπρου.

3. Διπλή υπηκοότητα για τους Κυπρίους (ελληνική και βρετανική για τους ε/κ, τουρκική και βρετανική για τους τ/κ).

4. Εφαρμογή νέου Συντάγματος που θα προέβλεπε:

α) Χωριστές βουλές για τις δυο κοινότητες,

β) Συμβούλιο με πρόεδρο τον Βρετανό κυβερνήτη, με συμμετοχή αντιπροσώπων της Ελλάδας και της Τουρκίας και 6 υπουργών (4 ε/κ και 2 τ/κ) προερχομένων από τις αντίστοιχες βουλές. Το συμβούλιο θα ασκούσε εξουσία εκτός από τις κοινοτικές υποθέσεις για τις οποίες θα ήταν αρμόδιες οι δυο βουλές,

γ) Ο κυβερνήτης και οι δυο εκπρόσωποι (Ελλάδας και Τουρκίας) θα εξασφάλιζαν την προστασία των κοινοτικών συμφερόντων,

δ) Οι εξουσίες για τις εξωτερικές υποθέσεις, την άμυνα και την εσωτερική ασφάλεια θα παρέμεναν στην αρμοδιότητα του κυβερνήτη,

ε) Ύπαρξη αμερόληπτου δικαστηρίου για εξέταση οποιουδήποτε νομοθετήματος που θα εθεωρείτο από τους ε/κ ή τους τ/κ ότι εμπεριείχε διακρίσεις,

5. Καμιά άμεση μεταβολή του καθεστώτος στην Κύπρο και διατήρηση της βρετανικής κυριαρχίας για 7 χρόνια,

6. Με την προϋπόθεση τερματισμού της βίας προβλεπόταν χαλάρωση των μέτρων εκτάκτου ανάγκης στην Κύπρο και επιστροφή του αρχιεπισκόπου Μακαρίου και των άλλων εξόριστων.

 

ΣΤ.1 Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου

Το σχέδιο Μακμίλλαν απορρίφθηκε αμέσως από τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο (που τότε βρισκόταν εξόριστος στην Αθήνα) «καθ' ὅτι», όπως ανέφερε στον κυβερνήτη Φουτ, «ἀντιστρατεύεται τό βασικόν και ἀναφαίρετον δικαίωμα τοῦ κυπριακοῦ λαοῦ πρός αὐτοδιάθεσιν». Το σχέδιο απορρίφθηκε λίγο αργότερα και από την κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή. Όμως η έλλειψη στρατιωτικής νίκης της ΕΟΚΑ, η απειλή της Βρετανίας για μονομερή εφαρμογή του σχεδίου, η παρέμβαση των ΗΠΑ που έβλεπε να απειλείται η συνοχή της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ και η διάθεση της ελληνικής και της τουρκικής κυβέρνησης να κλείσουν το θέμα εντός ΝΑΤΟϊκών πλαισίων οδήγησαν στο τέλος των διακοινοτικών συγκρούσεων και στις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου.

 

Οι προκαταρκτικές διαβουλεύσεις έγιναν στην Ζυρίχη (5-11/2/1959) μεταξύ των υπουργών εξωτερικών Ελλάδας (Αβέρωφ) και Τουρκίας (Ζορλού). Η συμφωνία στην οποία κατέληξαν προέβλεπε ότι:

Το πολίτευμα της Κύπρου θα ήταν το προεδρικό με ε/κ πρόεδρο και τ/κ αντιπρόεδρο, εκλεγμένοι και οι δυο από την ε/κ και την τ/κ κοινότητα αντιστοίχως, με θητεία πέντε ετών. Ο αντιπρόεδρος είχε δικαίωμα βέτο σε θέματα άμυνας, εξωτερικής πολιτικής και εσωτερικής ασφάλειας.

Το υπουργικό συμβούλιο θα αποτελείτο από επτά ε/κ και τρεις τ/κ. Ένα από τα υπουργεία Άμυνας, Εξωτερικών ή Οικονομικών θα έπρεπε πάντα να δίνεται σε τ/κ.

Βουλή των αντιπροσώπων: ενιαία Βουλή Αντιπροσώπων με αναλογία 70/30 ε/κ και τ/κ. Οι αντιπρόσωποι θα εκλέγονταν από τις δυο κοινοτικές συνελεύσεις. Οι αποφάσεις θα λαμβάνονταν με απλή πλειοψηφία, εκτός των θεμάτων νομοθεσίας δήμων και φορολογικών νομοσχεδίων για τα οποία ήταν απαραίτητη χωριστή πλειοψηφία.

Η Δημόσια διοίκηση θα στελεχωνόταν κατά 70% από ε/κ και κατά 30% από τ/κ. Αντιστοίχως ο στρατός κατά 60% από ε/κ και κατά 40% από τ/κ.

Προβλεπόταν δημιουργία Ανώτατου και Συνταγματικού δικαστηρίου.

Δημοτική αυτοδιοίκηση: στις πέντε μεγάλες πόλεις προβλεπόταν δημιουργία χωριστών ε/κ και τ/κ δήμων.

Οι Καραμανλής και Μεντερές έκλεισαν και μια μυστική «συμφωνία κυρίων» στην οποία προβλεπόταν η ένταξη της Κύπρου στον ΝΑΤΟ και ότι θα πίεζαν για να τεθεί εκτός νόμου το ΑΚΕΛ.

Οι τελικές συζητήσεις ξεκίνησαν στις 17 Φεβρουαρίου στο Λονδίνο με την συμμετοχή του Μακάριου εκ μέρους των ε/κ και του Ραούφ Ντενκτάς εκ μέρους των τ/κ αλλά υπό την επίβλεψη της ελληνικής, της τουρκικής και της βρετανικής κυβέρνησης.

Ο Μακάριος δέχτηκε μεγάλες πιέσεις από την ελληνική κυβέρνηση για να αποδεχτεί τα συμφωνημένα στην Ζυρίχη ενώ τόσο το ΑΚΕΛ όσο και το μεγαλύτερο μέρος της αντιπολίτευσης στην Ελλάδα τάσσονταν εναντίον της συμφωνίας. Αρνητικός έδειχνε και ο Γρίβας ο οποίος όμως διέβλεπε και το αδιέξοδο του ένοπλου αγώνα με αποτέλεσμα να κηρύξει κατάπαυση του πυρός (9 Μαρτίου) και στη συνέχεια να επιστρέψει στην Αθήνα. Η συμφωνία –που περιελάμβανε και διατήρηση βρετανικών στρατιωτικών βάσεων στο νησί- υπογράφηκε τελικά στις 19 Φεβρουαρίου.

(Μαζί υπογράφηκαν η “Συνθήκη Συμμαχίας” που προέβλεπε κοινό Στρατηγείο στο νησί με ελληνική δύναμη 950 ανδρών –ΕΛΔΥΚ- και τουρκική δύναμη 650 ανδρών –ΤΟΥΡΔΥΚ- καθώς και η “Συνθήκη Εγγύησης” στην οποία ορίζονταν η Ελλάδα, η Τουρκία και η Βρετανία ως εγγυήτριες δυνάμεις).

Ο Νίκος Κρανιδιώτης περιέγραψε το πλαίσιο στο οποίο κινήθηκαν οι συμφωνίες:

«Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου υπήρξαν το αποτέλεσμα σκληρής ανάγκης και η κατάληξη ενός διλήμματος, μπροστά στο οποίο η βρετανική κυβέρνηση έθεσε τον κυπριακό λαό και την ηγεσία του: ή τις συμφωνίες ή τη διχοτόμηση. Ο Μακάριος προτίμησε το "μη χείρον". Στην εκβιαστική αυτή λύση συνέβαλε ιδιαίτερα η κομμουνιστική φοβία της Αμερικής και η συνεχής εκ μέρους της προσπάθειας ΝΑΤΟϊκής ρύθμισης του θέματος. Έτσι στραγγαλίστηκε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού [...] Οι ελληνικές κυβερνήσεις, παρά τη βαθύτατη συμπάθεια και τη συναισθηματική κλίση που έτρεφαν για τη "μεγάλη ιδέα" της Κύπρου, υφίσταντο συνεχείς πιέσεις, άμεσες ή έμμεσες, από την Αμερική και το ΝΑΤΟ και επιδιώκανε μια ειρηνική λύση του Κυπριακού μέσα στα συμμαχικά πλαίσια».

Για την Κύπρο ξεκινούσε μια περίοδος «εγγυημένης ανεξαρτησίας» αλλά με πολλά βαρίδια που δεν άργησαν να οδηγήσουν σε νέες συγκρούσεις και τελικά στο πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή.

Κυπριακός Στρατός και Εθνική Φρουρά

Σύμφωνα με το Σύνταγμα ο στρατός της Κύπρου θα αποτελείτο από 2 χιλ. άνδρες (60% ε/κ και 40% τ/κ). Μετά τις διακοινοτικές ταραχές (Δεκέμβριος 1963 – Αύγουστος 1964, βλ. Ζ2) οι τ/κ στρατιώτες εγκατέλειψαν την υπηρεσία τους και αυτοεγκλωβίστηκαν στους τ/κ θύλακες. Ήδη όμως από το 1962 ομάδες ε/κ εθελοντών εξοπλίζονταν και εκπαιδεύονταν μυστικά με βάση το λεγόμενο σχέδιο Ακρίτας (βλ. Ζ1, Πολύκαρπος Γεωρκάτζης και Σχέδιο Ακρίτας) από αξιωματικούς του Κυπριακού Στρατού, που στην πλειονότητά τους ήταν πρώην αντάρτες της ΕΟΚΑ. Όταν τον Δεκέμβριο του 1963 ξεκίνησαν οι ταραχές οι ομάδες αυτές σε συνεργασία με τους ε/κ του Κυπριακού Στρατού, της αστυνομίας και της χωροφυλακής αποτέλεσαν την Εθνική φρουρά (ή Εθνοφρουρά).

Μέσα στο 1964 η Εθνική φρουρά νομιμοποιήθηκε από την κυπριακή κυβέρνηση (που ουσιαστικά αποτελείτο πλέον μόνο από ε/κ), στελεχώθηκε από Ελλαδίτες αξιωματικούς που έφθασαν μυστικά στην Κύπρο, καθιερώθηκε η υποχρεωτική θητεία σ' αυτήν, ενώ Ελλαδίτης εν αποστρατεία στρατηγός ανέλαβε την αρχηγία του σώματος. Δημιουργήθηκε τότε και το Γενικό Επιτελείο Εθνικής φρουράς (ΓΕΕΦ). Στις 9 Ιουνίου 1964 ο στρατηγός Γεώργιος Γρίβας - Διγενής επανήλθε στην Κύπρο και λίγο αργότερα ανέλαβε ως αρχηγός της Ανωτάτης Στρατιωτικής Διοικήσεως Αμύνης Κύπρου (ΑΣΔΑΚ).

Για ένα διάστημα (δεύτερο μισό του 1964) οι κανονικά και υποχρεωτικά πλέον στρατιώτες που κατατάσσονταν στην Εθνική Φρουρά υπηρετούσαν μαζί με τους από το 1962/63 εθελοντές και μαζί με τους εξ Ελλάδος αξιωματικούς αντιμετώπισαν, μεταξύ άλλων, και την πρώτη σοβαρή στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας που εκδηλώθηκε με αεροπορικές επιθέσεις στην περιοχή της Τηλλυρίας (Αύγουστος 1964). Σταδιακά τα εθελοντικά μέλη της Εθνικής Φρουράς απολύονταν ή και ανακατατάσσονταν για (18μηνη) κανονική θητεία.

Η Εθνική φρουρά αποτελεί, από το 1964 τον κυπριακό στρατό στις τάξεις του οποίου όμως δεν υπηρετούν και τ/κ.

 

Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου 19/2/1959



 

Οι Συμφωνίες Ζυρίχης Λονδίνου 1959



 

60 χρόνια από την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου. Μια αποτίμηση












 

Ζ. Η δύσκολη συμβίωση: από την «εγγυημένη ανεξαρτησία» στις διακοινοτικές συγκρούσεις

 

Η Κυπριακή Δημοκρατία ανακηρύχθηκε επισήμως στις 16 Αυγούστου 1960 με πρόεδρο τον Μακάριο (είχε ήδη εκλεγεί από τον Δεκέμβριο του 1959 με το 67% των ψήφων έναντι 33% του Ι. Κληρίδη) και αντιπρόεδρο τον τ/κ Φαζίλ Κουτσιούκ. Στις 13 Μαρτίου του 1961 η ανεξάρτητη Κύπρος έγινε δεκτή στην Βρετανική Κοινοπολιτεία αλλά ο Μακάριος υπογράμμισε πως η είσοδος της Κύπρου στην Κοινοπολιτεία δεν σήμαινε την είσοδο της σε κάποιο συνασπισμό. Μάλιστα, λίγους μήνες αργότερα, εντάχθηκε στο Κίνημα των Αδεσμεύτων αναπτύσσοντας ταυτοχρόνως σχέσεις με την ΕΣΣΔ που μέχρι τότε ήταν αποκλεισμένη από το κυπριακό.

Οι διαφορετικές επιλογές των ελίτ των δυο κοινοτήτων (ένωση με την Ελλάδα η ε/κ ελίτ και διχοτόμηση του νησιού η τ/κ ελίτ) και σειρά προβληματικών σημείων των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου θα εγκλωβίσουν από την αρχή την λειτουργία του νεοσύστατου κράτους. Η Αθήνα και τμήμα των ε/κ στόχευε να περάσει η Κύπρος σταδιακά από την ανεξαρτησία στην Ένωση. Η Άγκυρα, και μαζί της το σύνολο των τ/κ, θεωρούσε πως η ανεξαρτησία ήταν ενδιάμεσο στάδιο για να πραγματοποιηθεί η διχοτόμηση.

Στα εξωτερικά ζητήματα ο μεν Μακάριος (που ενώ είχε ξεκινήσει τον πολιτικό του βίο από αντικομμουνιστής είχε αρχίσει να «τα βρίσκει» με το ΑΚΕΛ) προτιμούσε τον προσανατολισμό προς τους Αδέσμευτους ενώ οι τ/κ, ευθυγραμμιζόμενοι με την Άγκυρα, προτιμούσαν καλύτερες σχέσεις με την Δύση.

Στα εσωτερικά θέματα υπήρχαν διαφωνίες για τη συγκρότηση του στρατού, τον επιμερισμό της φορολογίας, τη στελέχωση των δημόσιων υπηρεσιών και, κυρίως, την δημιουργία ξεχωριστών ε/κ και τ/κ δημαρχείων εντός των ίδιων πόλεων. Το μέτρο αυτό υπέσκαπτε την ενότητα του κυπριακού κράτους και ταυτοχρόνως θα μπορούσε να οδηγήσει σταδιακά σε μια ντε φάκτο διχοτόμηση.

 

Ζ1. Τα «δεκατρία σημεία»

Για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων, στις 30 Νοεμβρίου του 1963, ο Μακάριος διαβίβασε στον Κιουτσούκ μνημόνιο δεκατριών σημείων για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Τα δεκατρία σημεία αναθεώρησης όμως έθιγαν κυρίως τους τ/κ και μάλιστα αναφέρονταν σε μη αναθεωρητέα άρθρα του Συντάγματος. Όμως οι τ/κ πίσω από την αντιμετώπιση των δυσχερειών λειτουργίας του πολιτεύματος έβλεπαν και μια προσπάθεια σταδιακής κατάργησης της «εγγυημένης ανεξαρτησίας» και το πέρασμα στην Ένωση με την Ελλάδα. Ίσως μάλιστα να είχαν και δίκιο. Όπως σημειώνεται στο βιβλίο των Ν. Αλεξανδράκη, Β. Θεοδωρόπουλου και Ε. Λαγάκου “Το Κυπριακό, 1950-1974, μια ενδοσκόπηση” (εκδ. Ελληνική Ευρωεκδοτική, σελ. 30) «…οι εγκύκλιες διαταγές του “Ακρίτα”, του αρχηγού δηλαδή της μυστικής μαχητικής οργανώσεως που είχε ιδρύσει ο τότε Υπουργός Εσωτερικών Π. Γεωρκάτζης, με την έγκριση του Μακαρίου. Οι σκοποί της οργανώσεως αυτής […] περιελάμβαναν και μονομερή ενδεχομένως αναθεώρηση των Συμφωνιών, ακόμη δε και την άμεση κήρυξη της Ενώσεως». Το ίδιο φαίνεται να μαρτυρά και ο Π. Τερλεξης (“Διπλωματία και πολιτική του Κυπριακού”, σελ. 407): «Ο αντιστράτηγος Γεώργιος Καραγιάννης, διοικητής των Ελληνοκυπριακών δυνάμεων κατά το 1964, υποστηρίζει σε μια σειρά άρθρων στον “Εθνικό Κήρυκα” Αθηνών, ότι η απόφαση αυτή (13 σημεία), αποτελούσε το πρώτο βήμα μιας σειράς προδιαγεγραμμένων διαδοχικών σταδίων. Το δεύτερο στάδιο περιελάμβανε την καταγγελία και κατάργηση της Συνθήκης Εγγυήσεως. Το τρίτο την ανακίνηση του ζητήματος της αυτοδιάθεσης [δλδ την κατάργηση της εγγύησης από Ελλάδα, Τουρκία, Βρετανία] και τελικά την διενέργεια δημοψηφίσματος και την ανακήρυξη της Ενώσεως».

Αναλυτικά τα 13 σημεία:

Να εγκαταλειφθεί το δικαίωμα βέτο του προέδρου και του αντιπροέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Τον πρόεδρο της Δημοκρατίας (που ήταν ε/κ) να αναπληρώνει ο αντιπρόεδρος (που ήταν τ/κ) αντί ο πρόεδρος της Βουλής (που ήταν ε/κ).

Ο ε/κ πρόεδρος και ο τ/κ αντιπρόεδρος της Βουλής να εκλέγονται από ολόκληρο το Σώμα και όχι χωριστά από τους ε/κ και τ/κ βουλευτές αντιστοίχως.

Τον (ε/κ) πρόεδρο της Βουλής να αναπληρώνει ο (τ/κ) αντιπρόεδρος, αντί του γηραιότερου ε/κ βουλευτή.

Κατάργηση των συνταγματικών προβλέψεων για χωριστές πλειοψηφίες στην ψήφιση μερικών νόμων από τη Βουλή.

Εγκαθίδρυση ενιαίων αντί χωριστών δήμων.

Ενοποίηση αντί διαχωρισμός στην απονομή της δικαιοσύνης.

Κατάργηση του διαχωρισμού των δυνάμεων ασφαλείας σε Αστυνομία και σε Χωροφυλακή.

Η αριθμητική δύναμη των δυνάμεων ασφαλείας να καθορίζεται με νόμους και όχι με συγκεκριμένο αριθμό ανδρών που προβλέπεται από το Σύνταγμα (2.000 άνδρες, με αυξομείωση του αριθμού ύστερα από συμφωνία του προέδρου και του αντιπροέδρου για Αστυνομία και Χωροφυλακή και 2.000 για τον Στρατό).

Η αναλογία συμμετοχής ε/κ και τ/κ στις Δημόσιες Υπηρεσίες (70% και 30% αντιστοίχως) να τροποποιηθεί με βάση τον πληθυσμό του νησιού (81,14% και 18,86% αντιστοίχως).

Μείωση των μελών της Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας από 10 σε 5.

Οι αποφάσεις της Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας να παίρνονται με απλή και όχι με απόλυτη πλειοψηφία.

Κατάργηση της ε/κ (και ίσως και της τ/κ εάν δεν υπάρξει διαφωνία) Κοινοτικής Συνέλευσης.

 

Πολύκαρπος Γεωρκάτζης

Από τις πιο μυστηριώδεις μορφές του κυπριακού αγώνα και της μετέπειτα πολιτικής ζωής της ανεξάρτητης Κύπρου. Γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1930 και δολοφονήθηκε σε ερημική τοποθεσία κοντά στη Λευκωσία στις 15 Μαρτίου 1970. Παιδί εύπορης πολυμελούς αγροτικής οικογένειας που μετά τις γυμνασιακές του σπουδές σπούδασε στην Εμπορική Σχολή Σαμουήλ από την οποία αποφοίτησε το 1948. Οργανώθηκε στην ΕΟΚΑ τον Αύγουστο του 1954 και σύντομα ανέλαβε τη διοίκηση των ομάδων εκτελέσεως. Συνελήφθη τον Σεπτέμβριο του 1955 και δραπέτευσε με περιπετειώδη τρόπο τον Ιανουάριο του επόμενου έτους. Συνελήφθη και δραπέτευσε για δεύτερη φορά τον Αύγουστο του ίδιου έτους και για μια τρίτη φορά τον Μάιο του 1958. Σε όλο αυτό το διάστημα κατείχε ηγετικές θέσεις στις τάξεις της ΕΟΚΑ.

Μετά την κήρυξη της ανεξαρτησίας διετέλεσε για λίγο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κυρίως όμως κράτησε την θέση του υπουργού Εσωτερικών (1960-68). Από αυτή την θέση ήλεγχε πλήρως την Αστυνομία ενώ ταυτοχρόνως δημιούργησε ένα δίκτυο πληροφοριοδοτών και μια προσωπικά ελεγχόμενη ομάδα από πρώην αγωνιστές της ΕΟΚΑ. Ουσιαστικά δημιούργησε ένα παρακρατικό μηχανισμό ελέγχου πληροφοριών της πολιτικής ζωής της Κύπρου (ακόμη και του Μακάριου!) δίπλα στον επίσημο κρατικό μηχανισμό του οποίου ηγείτο. Η πολιτική του δύναμη μεγάλωσε ακόμη περισσότερο όταν ανέλαβε και το υπουργείο Άμυνας (7 Απριλίου 1964) μετά τα γεγονότα του 1963-64. Σε αυτό το διάστημα είχε σχέσεις με ξένες Μυστικές Υπηρεσίες που διατηρούσαν κλιμάκια τους στην Κύπρο. Προσπάθησε να υπαγάγει υπό τις διαταγές του όχι μόνο τον αρχηγό του κυπριακού στρατού («Εθνική Φρουρά») αλλά και την ελληνική μεραρχία που έστειλε “μυστικά” ο Γ. Παπανδρέου στην Κύπρο το 1964 (βλ. Ζ2). Τότε ήταν που άρχισε να αναπτύσσει σχέσεις με Ελλαδίτες αξιωματικούς, ανάμεσα σ' αυτούς και με μετέπειτα μέλη της στρατιωτικής δικτατορίας της Ελλάδας. Η άφιξη του στρατηγού Γρίβα στην Κύπρο για την ανάληψη της ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων (9 Ιουνίου 1964) σήμανε την ως ένα βαθμό απώλεια του ελέγχου του Γεωρκάτζη τον στρατό καθώς ο Γρίβας προσπαθούσε να δημιουργήσει το δικό του δίκτυο.

Ο Γεωρκάτζης ήταν ο πρώτος από την κυπριακή κυβέρνηση που μίλησε υπέρ της χούντας των συνταγματαρχών της Αθήνας αλλά στη συνέχεια στράφηκε εναντίον της και προσπάθησε να στηρίξει αντιστασιακό δίκτυο μέσω του φυγάδα Αλέξανδρου Παναγούλη στον οποίο είχε προσφέρει κρυφά άσυλο στην Κύπρο. Η αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Παπαδόπουλου από τον Παναγούλη (13 Αυγούστου 1968) έφερε στην επιφάνεια τις δραστηριότητες του Γεωρκάτζη εναντίον της χούντας με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στην παραίτηση από τα υπουργικά του καθήκοντα (2 Νοεμβρίου 1968).

Παρότι παραιτήθηκε από υπουργός διατήρησε τον παρακρατικό μηχανισμό που είχε δημιουργήσει τα προηγούμενα χρόνια και μαζί με τον Γλαύκο Κληρίδη ίδρυσαν το «Ενιαίον Κόμμα» (Φεβρουάριος 1969) που ήταν μακαριακής κατεύθυνσης. Εντούτοις αρνήθηκε να διαλύσει την ενωτική τρομοκρατική ε/κ οργάνωση «Εθνικόν Μέτωπον» (αρχές 1969 – Ιούνιος 1970), όπως του είχε ζητήσει ο Μακάριος (στις τάξεις του Εθνικού Μετώπου» είχε εντάξει και δικούς του ανθρώπους για να το παρακολουθεί). Παράλληλα με την φανερή πολιτική του δράση ο Γεωρκάτζης ανέπτυξε ξανά σχέσεις με Ελλαδίτες αξιωματικούς που υπηρετούσαν στην Κύπρο και ελέγχονταν από τον μετέπειτα «αόρατο δικτάτορα» Δημήτριο Ιωαννίδη (ο οποίος είχε υπηρετήσει παλαιότερα στην Κύπρο). Μεταξύ των αξιωματικών αυτών ήταν και ο συνταγματάρχης Δημήτριος Παπαποστόλου. Σε συνεννόηση με τον Παπαποστόλου ο Γεωρκάτζης οργάνωσε απόπειρα δολοφονίας του Μακάριου που έγινε το πρωί της 8ης Μαρτίου 1970. Η αποκάλυψη της συμμετοχής του στην απόπειρα δολοφονίας τον απομόνωσε πολιτικά και μια εβδομάδα αργότερα βρέθηκε δολοφονημένος, πιθανώς από τον Παπαστόλου ο οποίος δεν ήθελε ζωντανό το Γεωρκάτζη για να μην αποκαλυφθεί η συμμετοχή της χούντας στην απόπειρα κατά της ζωής του Μακάριου.

 

Σχέδιο Ακρίτας

Απόρρητο σχέδιο που καταρτίστηκε το 1963 από τον τότε υπουργό Εσωτερικών Γεωρκάτζη ο οποίος ήταν ταυτοχρόνως και αρχηγός παραστρατιωτικής ε/κ οργάνωσης («Οργάνωσις») με το ψευδώνυμο «Ακρίτας». Το σχέδιο αυτό φαίνεται πως ήταν σε γνώση του Μακάριου. Το σχέδιο έγινε γνωστό το 1966 όταν το «διέρρευσε» -για δικούς του λόγους- ο στρατηγός Γρίβας.

Το σχέδιο είχε άμεση σχέση με την πρόθεση του προέδρου Μακάριου να αναθεωρήσει τα 13 σημεία του Συντάγματος και προέβλεπε την τακτική που θα ακολουθούσαν οι ε/κ σε περίπτωση αντίδρασης των τ/κ. Μάλιστα σε περίπτωση γενικότερης σύγκρουσης προβλεπόταν ότι θα μπορούσε να κηρυχθεί και η άμεση ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Μέρος του σχεδίου τέθηκε σε εφαρμογή κατά τις διακοινοτικές συγκρούσεις (1963-65) στις οποίες συμμετείχε και η «Οργάνωσις» του Γεωρκάτζη.

 

Ζ2. Οι διακοινοτικές ταραχές 1963-64 (η «τουρκανταρσία», οι «φασαρίες», τα «ματωμένα Χριστούγεννα»)

Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1963, ο τ/κ αντιπρόεδρος Κουτσιούκ απέρριψε τις προτάσεις του προέδρου Μακάριου για τα «13 σημεία» και οι δυο κοινότητες μπήκαν σε πορεία σύγκρουσης. Οι τ/κ υπουργοί ως ένα μέτρο κατευνασμού ζήτησαν οι έλεγχοι στα αυτοκίνητα να διενεργούνται μόνο από αστυνομικούς της ίδιας κοινότητας με τους επιβάτες, μέτρο που δεν δέχτηκε η κυβέρνηση. Το Σάββατο 20 προς 21 Δεκεμβρίου 1963 ένας αστυνομικός έλεγχος σε τ/κ αυτοκίνητο σε κεντρικό σημείο της Λευκωσίας είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο δυο τ/κ που αρνήθηκαν τον έλεγχο. Τις επόμενες μέρες ακολούθησαν ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ τ/κ και ε/κ παρακρατικών ομάδων (ΤΜΤ από την μια πλευρά και ομάδες ε/κ εθελοντών που είχαν οργανωθεί με βάση το σχέδιο Ακρίτας). Οι αγριότητες που διαπράχθηκαν στις συγκρούσεις αυτές σημάδεψαν τις σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Μετά από συζητήσεις οι συγκρούσεις σταμάτησαν πρόσκαιρα στις 30 Δεκεμβρίου οπότε και συμφωνήθηκε η ΕΛΔΥΚ και η ΤΟΥΡΔΥΚ να τεθούν υπό βρετανική διοίκηση. Τότε ήταν που η Λευκωσία χωρίστηκε στα δύο με την “πράσινη γραμμή”.

Οι διπλωματικές διαβουλεύσεις συνεχίστηκαν αλλά τον Μάρτιο του 1964 συγκρούσεις επαναλήφθηκαν στην περιοχή της Πάφου και τον Αύγουστο στην περιοχή της Τυλληρίας (στις συγκρούσεις αυτές συμμετείχε και η Εθνική Φρουρά που είχε αρχίσει να συγκροτείται ως στρατός της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά ουσιαστικά ήταν αποκλειστικά στρατός ε/κ ο οποίος σταδιακά αντικαθιστούσε τις ομάδες των ε/κ εθελοντών του σχεδίου Ακρίτας με τακτικό στρατό υποχρεωτικής θητείας αλλά με αποκλεισμό των τ/κ). Η Τουρκία ξεκίνησε πολεμικές προετοιμασίες και μάλιστα συμμετείχε βομβαρδίζοντας ε/κ θέσεις. Δυο φορές απειλήθηκε τουρκική εισβολή η οποία αποφεύχθηκε ύστερα από παρέμβαση του προέδρου των ΗΠΑ Λύντον Τζόνσον μπροστά στον κίνδυνο διαλυτικής για το ΝΑΤΟ ελληνοτουρκικής σύρραξης. Για την αποφυγή του ενδεχομένου αυτού προτάθηκε συμφωνία που έμεινε γνωστή με τον όρο "σχέδια Άτσεσον". Τελικά τα σχέδια αυτά δεν εφαρμόστηκαν  αλλά οι πιέσεις τόσο από την Δύση όσο και από την ΕΣΣΔ (της οποίας ο Μακάριος είχε δεχθεί με ευχαρίστηση την ανάμιξη στο κυπριακό παρότι το ΝΑΤΟ είχε προσπαθήσει να το περιορίσει ως εσωτερικό του θέμα) προς την Τουρκία είχαν ως αποτέλεσμα να διακοπούν οι εχθροπραξίες.

Ο απολογισμός των συγκρούσεων ήταν 364 νεκροί τ/κ και 174 ε/κ. Περίπου 25 χιλ τ/κ (το ¼ των τ/κ) από 72 μικτά και 24 τ/κ χωριά εγκατέλειψαν τα σπίτια τους. Πολλά τ/κ σπίτια λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν. Οι μισοί σχεδόν τ/κ βρέθηκαν εγκλωβισμένοι σε θύλακες στο 5% του κυπριακού εδάφους δημιουργώντας μια πρώτη μαγιά μιας ανεξάρτητης τ/κ επικράτειας. Από την άλλη το κυπριακό κράτος έμεινε στα χέρια της ε/κ πλειονότητας ενώ ο Μακάριος εξακολούθησε να αναγνωρίζεται ως ο νόμιμος αρχηγός του κυπριακού κράτους.

 

https://www.youtube.com/watch?v=ffm_Rqt6Ap0&t=1060s

 

https://www.youtube.com/watch?v=AYmGwTbNphA

 

https://www.youtube.com/watch?v=JjN_VwmS42Q&t=1517s

 

https://www.youtube.com/watch?v=mU-ZF2E-ueM

 

https://www.youtube.com/watch?v=iNGY3b8GKd4&t=2673s

 

https://www.youtube.com/watch?v=yxjpamDn6Ck

 

Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν τον Έλληνα πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου να στείλει “κρυφά” (η λέξη σε εισαγωγικά καθότι, τελικά, η αποστολή ήταν γνωστή σε όλους τους εμπλεκόμενους και ουσιαστικά εξασφάλιζε την παρουσία ΝΑΤΟϊκής στρατιωτικής δύναμης στην Κύπρο) στο νησί από τον Απρίλιο μέχρι τον Οκτώβριο του 1964 μια μεραρχία 8,5 χιλιάδων ανδρών (3 συντάγματα πεζικού, 2 μοίρες καταδρομών και 2 ίλες αρμάτων). Η μεραρχία αυτή ερχόταν να ενισχύσει την Εθνική Φρουρά αλλά και να ελέγξει τα εσωτερικά πολιτικά πράγματα στην Κύπρο (την ίδια χρονιά ο Γ. Παπανδρέου είχε ρίξει στο τραπέζι και την ιδέα της μονομερούς ένωσης μέσω πραξικοπήματος κάτι που είχε απορριφθεί και από τον Γαρουφαλιά και από τον Γρίβα. Το πιθανότερο για να επιβάλλει το σχέδιο Άτσεσον που προέβλεπε την ένωση με αντάλλαγμα να δοθεί ένα μέρος της Κύπρου στην Τουρκία. Λέγεται μάλιστα ότι ο Γ. Παπανδρέου είχε πει στον Μακάριο για το σχέδιο αυτό: «Μας προσφέρουν μια πολυκατοικία έναντι αντιπαροχής ενός διαμερίσματος [στην Τουρκία]»).

Επτά χρόνια μετά τις συγκρούσεις του 1963-64 οι τ/κ αποδέχτηκαν σχεδόν το σύνολο των «13 σημείων» που είχε υποβάλει ο Μακάριος.


(Η δολοφονία του ε/κ Κώστα Μισιαούλη και του τ/κ Ντερβίς Αλί Καβάζογλου από την ΤΜΤ στις 11.4.1965

https://mihalismihail.blogspot.com/2010/04/11-45.html  )


 

Ζ3. Οι νέες συγκρούσεις του 1967 – Τα γεγονότα της Κοφίνου

Τα επόμενα τρία χρόνια κύλησαν με σχετική ηρεμία έστω και αν οι τ/κ είχαν επιλέξει -και ταυτοχρόνως αναγκαστεί- να περιοριστούν σε θύλακες όπου ανέπτυσσαν τα δικά τους δίκτυα εξουσίας. Οι ε/κ από την άλλη πλευρά είχαν καταλάβει όλους τους αρμούς της εξουσίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το νέο δεδομένο πλέον ήταν η ανάληψη της εξουσίας στην Αθήνα από την στρατιωτική δικτατορία της ομάδας Γ. Παπαδόπουλου. Αυτό άλλαζε τις ισορροπίες στην ε/κ πλευρά καθώς ο Μακάριος εξασθενούσε σε σχέση με τους ενωτικούς που έβρισκαν μεγαλύτερη υποστήριξη από την κυβέρνηση των Αθηνών. Μάλιστα η αντιμακαριακοί, εντός και εκτός Κύπρου, αποκτούσαν και το πάνω χέρι στον έλεγχο των στρατιωτικών μονάδων του νησιού: η ελληνική μεραρχία και η ΕΛΔΥΚ ελέγχονταν 100% από την χούντα ενώ η Εθνική Φρουρά ελεγχόταν σε σημαντικό βαθμό από Ελλαδίτες και ε/κ ενωτικούς.

Το καλοκαίρι του 1967, στην προσπάθεια της κυβέρνησης των Αθηνών να αποκτήσει μια κάποια νομιμοποίηση, προκάλεσε μια συνάντηση σε ανώτατο επίπεδο με την κυβέρνηση Ντεμιρέλ στα ελληνοτουρκικά σύνορα (πραγματοποιήθηκε στις 9 και 10 Σεπτεμβρίου) με θέμα το κυπριακό ζήτημα και μάλιστα παραγκωνίζοντας την νόμιμη κυπριακή κυβέρνηση. Η συνάντηση αυτή απέτυχε παταγωδώς παγιώνοντας την άτυπη διχοτόμηση της Κύπρου και τις κακές σχέσεις Λευκωσίας-Αθηνών. Το χειρότερο: έδωσε την ευκαιρία στους τ/κ να δημιουργήσουν νέα επεισόδια στο χωριό Κοφίνου (Νοέμβριος 1967) κόβοντας την επικοινωνία Λευκωσίας-Λεμεσού. Η επέμβαση της Εθνικής Φρουράς είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 25 τ/κ (και ενός ε/κ). Η αντίδραση της Τουρκίας ήταν ακαριαία. Μάλιστα η τουρκική εθνοσυνέλευση εξουσιοδότησε την κυβέρνηση Ντεμιρέλ να στείλει στρατιωτικές δυνάμεις και εκτός τουρκικών συνόρων (ουσιαστικά έδινε το πράσινο φως για τουρκική επέμβαση στην Κύπρο).

 

Επιχείρηση «ΓΡΟΝΘΟΣ» - Κοφίνου 1967



Η απειλή της τουρκικής εισβολής ανάγκασε την κυβέρνηση των Αθηνών σε αναδίπλωση και στην εγκατάλειψη των σχεδίων για άμεση ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Τα γεγονότα της Κοφίνου οδήγησαν

α) στην απομάκρυνση της ελληνικής μεραρχίας δίνοντας ανάσες στον Μακάριο αλλά και αδυνατίζοντας την αμυντική ικανότητα των ε/κ

β) στην παραίτηση του Γρίβα από την αρχηγία των ενόπλων δυνάμεων (την οποία είχε αναλάβει στις 9 Ιουνίου 1964) και την επιστροφή του στην Αθήνα στις 18/11/1967

γ) στην ανακήρυξη από τους τ/κ της «Προσωρινής Τουρκοκυπριακής Διοίκησης» (29/12/1967)

δ) στην υιοθέτηση του νέου δόγματος του Μακαρίου (12/1/1968) σύμφωνα με το οποίο μπορεί το ευκταίο να ήταν η Ένωση αλλά, λόγω των εσωτερικών και διεθνών ισορροπιών, η εφικτή πολιτική ήταν η πολιτική της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ουσιαστικά, ο Μακάριος είχε περάσει από την αρχική ε/κ θέση περί άμεσης Ενώσεως στην πολιτική που θα οδηγούσε σταδιακά στην Ένωση για να καταλήξει στην λύση της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας. Η θέση του αυτή επικυρώθηκε με την κατά κράτος νίκη του στις προεδρικές εκλογές του Φεβρουαρίου του 1968 τις οποίες, υποστηριζόμενος και από το ΑΚΕΛ, κέρδισε με ποσοστό πάνω από 96%!

 

Εκλογές 1968: Κηλίδα στη Δημοκρατία


 

Κύπρος: Οι προεδρικές εκλογές από το 1959 μέχρι το 2013



 

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2024

Το κυπριακό μέχρι το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή (μέρος 4ο/6)

 

>Συνέχεια από το προηγούμενο

 

Ε. Ο αγώνας των ε/κ για την Ένωση

 

Ε1. Αποτυχημένη προσπάθεια διεθνοποίησης – ΕΟΚΑ

Τον Αύγουστο του 1954 η ελληνική κυβέρνηση (κυβέρνηση Παπάγου) έφερε το θέμα της Κύπρου στον ΟΗΕ του οποίου η Γενική Συνέλευση δέχτηκε την προσφυγή αλλά χωρίς να προκύψει κάποια διπλωματική λύση.

Τέλος Αυγούστου/αρχές Σεπτεμβρίου του 1955 διεξήχθη στο Λονδίνο τριμερής διάσκεψη με συμμετοχή ΗΒ, Ελλάδας και Τουρκίας χωρίς συμμετοχή των Κυπρίων. Με τον τρόπο αυτό ο Βρετανός πρωθυπουργός Ήντεν (μέσω του ΥπΕξ, Μακμίλαν) έβαζε για πρώτη φορά (μετά το 1923) και με επίσημο τρόπο συνδιαμορφωτή της λύσης του κυπριακού ζητήματος την Τουρκία με προφανή στόχο να εξασθενίσει την διαπραγματευτική θέση της ελληνικής και της ε/κ πλευράς. Η Τουρκία αποχώρησε από τις συνομιλίες απορρίπτοντας το ελληνικό αίτημα για αυτοδιάθεση της Κύπρου. Την ίδια μέρα που ανακοινωνόταν η πρόταση Μακμίλαν (6 Σεπτεμβρίου), ξέσπασε σχεδιασμένο πογκρόμ εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης ("Σεπτεμβριανά") βάζοντας ουσιαστικό τέλος στη διάσκεψη.

(Πρόταση Μακμίλαν: «ο Βρετανός υπουργός παρουσίασε τη βρετανική πρόταση η οποία αφορούσε τη διατήρηση της βρετανικής κυριαρχίας και την εισαγωγή Συντάγματος. Σύμφωνα με έγγραφο του βρετανικού Υπουργικού Συμβουλίου (το οποίο δεν ανακοινώθηκε λεπτομερώς στη Διάσκεψη), η πρόταση προνοούσε πλειοψηφία των αιρετών Ελληνοκυπρίων βουλευτών στη Βουλή (σύνολο 13) έναντι πέντε αιρετών Τουρκοκυπρίων, τριών «επισήμων» και τεσσάρων διορισμένων μελών. Παρ’ όλα αυτά, ο Κυβερνήτης θα διατηρούσε τον έλεγχο στους ζωτικούς τομείς της οικονομίας, της άμυνας, της εσωτερικής ασφάλειας και των εξωτερικών σχέσεων. Παράλληλα, προτεινόταν μια ιδιότυπη συνεργασία Ελλάδας και Τουρκίας στη διοίκηση του νησιού – δημιουργία ενός τριμερούς διευθυντηρίου στην Κύπρο, στο οποίο αναπόφευκτα η Ελλάδα θα βρισκόταν πάντα στην πλευρά της μειοψηφίας» “Η Τριμερής Διάσκεψη του Λονδίνου”)

Εν τω μεταξύ, την 1η Απριλίου του 1955, είχε ξεκινήσει επισήμως ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ («Εθνική Οργάνωσις Κυπριακού Αγώνα») για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.

.

Ε2. Η ίδρυση της ΕΟΚΑ

Η χαλάρωση των μέτρων της περιόδου της «Παλμεροκρατίας» κατά την διάρκεια του Β ΠΠ έδωσε την δυνατότητα ανασυγκρότησης της ηγεσίας της Εκκλησίας. Σε πρώτη φάση, το 1948, για πρώτη φορά μετά από δεκαέξι χρόνια, εξελέγη αρχιεπίσκοπος Κύπρου (την θέση κατέλαβε ο επίσκοπος Κυρήνειας Μακάριος Β΄). Το ίδιο έτος, όπως αναφέρει ο Γεώργιος Γρίβας στα απομνημονεύματα του, στην Αθήνα, σε μια ομάδα παραγόντων (μεταξύ αυτών ο Γρίβας, ο Αχιλλέας Κύρου και ε/κ εξόριστοι στην Ελλάδα) διατυπώθηκαν οι πρώτες σκέψεις για τη διεξαγωγή στην Κύπρο ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα με σκοπό την ένωση του νησιού με την Ελλάδα.

Παρόμοιες σκέψεις εξέφραζε και σε διάφορους κύκλους στην Κύπρο ο μητροπολίτης Κιτίου Μακάριος, ο από το 1950 αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄ (γνωστός σε όλους "αρχιεπίσκοπος Μακάριος"). Ο ίδιος μάλιστα προσπάθησε να δώσει και διεθνή δημοσιότητα στο κυπριακό πρόβλημα. Ο κύκλος του Μακάριου στην Κύπρο είχε συνεχείς (και μυστικές) επαφές με την ομάδα Γρίβα στην Αθήνα ο οποίος, εν τω μεταξύ, μέσω του αρχηγού του ελληνικού Γενικού Επιτελείου Στρατού, Γ. Κοσμά, ενημέρωσε σχετικά και τον στρατάρχη Παπάγο (μετέπειτα πρωθυπουργός της Ελλάδας την περίοδο 19.11.1952-6.10.1955)

Τον Μάιο του 1951 η ομάδα των Αθηνών πρότεινε στον Γεώργιο Γρίβα -ήδη απόστρατο συνταγματάρχη του ελληνικού στρατού-, την αρχηγία του ένοπλου αγώνα στην Κύπρο. Ενήμερος γι’ αυτό ήταν και ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Τον Ιούλιο του 1951 ο Γρίβας ταξίδεψε στην Κύπρο για να μελετήσει τις δυνατότητες του ένοπλού αγώνα και για να κάνει επαφές με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο.

Η σταθερή άρνηση της Βρετανίας να συζητήσει το κυπριακό και η αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης (λόγω της πολιτικής και οικονομικής εξάρτησης της από Βρετανία και ΗΠΑ αλλά και των υποχρεώσεων της από την Συνθήκη της Λωζάνης) να το θέσει επισήμως (παρά μόνο το 1954 στον ΟΗΕ και χωρίς επιτυχία) οδήγησαν τους ε/κ ενωτικούς στην απόφαση για διεξαγωγή ένοπλου αγώνα. Η αποτυχία της ελληνικής πρωτοβουλίας στον ΟΗΕ οδήγησε και τον Μακάριο (που χρηματοδοτούσε τις μέχρι τότε ενέργειες της ομάδας των Αθηνών) να δώσει την τελική έγκριση. Στις 10 Νοεμβρίου του 1954 ο Γρίβας αποβιβάστηκε σε ερημική ακτή της Πάφου (κοντά στο χωριό Χλώρακα) και ξεκίνησε τις στρατιωτικές προετοιμασίες (στρατολόγηση και εκπαίδευση μαχητών). Ο ίδιος ο Γρίβας (γνωστός για την αντικομμουνιστική του δράση ως αρχηγός της οργάνωσης Χ) πήρε το ψευδώνυμο «Διγενής» ενώ ο Μακάριος είχε το ψευδώνυμο «Γενικός».

 

Ε3. Ο ένοπλος αγώνας

Η έναρξη του ένοπλου αγώνα έγινε τη νύχτα της 31ης Μαρτίου προς την 1η Απριλίου του 1955 με βομβιστικές επιθέσεις εναντίον Βρετανικών κυβερνητικών εγκαταστάσεων.

Αρχικά η ΕΟΚΑ είχε την τακτική να χτυπά βρετανικούς στρατιωτικούς στόχους με μικρής έκτασης επιχειρήσεις. Οι δολιοφθορές αυτές αποσκοπούσαν στην ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης του Μακάριου (τον οποίο ο Γρίβας αναγνώριζε αρχικά ως επικεφαλής του αγώνα) ο οποίος επιζητούσε πολιτική λύση με την Βρετανία. Μάλιστα το αίτημα της Ένωσης με την Ελλάδα δεν αναφερόταν ούτε στην πρώτη προκήρυξη του Γρίβα που κυκλοφόρησε την 1η Απριλίου. Μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων Μακάριου-κυβερνήτη Χάρτιγκ (τέλος 1955 - αρχές 1956), την εξορία του Μακάριου (9 Μαρτίου 1956) και τις επιχειρήσεις του βρετανικού στρατού εναντίον της ΕΟΚΑ αυτή ανταπέδωσε τα χτυπήματα.

Το εγχείρημα του ένοπλου αγώνα είχε από την αρχή πολλές δυσκολίες:

- τον νησιωτικό χαρακτήρα της Κύπρου και την δυσκολία δημιουργίας αντάρτικων βάσεων

- την έλλειψη στρατιωτικής εμπειρίας των ανταρτών

- την υπεροχή των Βρετανών σε προσωπικό και εξοπλισμό.

Γι’ αυτό ο Γρίβας επέλεξε μια μορφή ανταρτοπολέμου που βασιζόταν στα ξαφνικά χτυπήματα και στην γρήγορη απαγκίστρωση αποφεύγοντας την κατά μέτωπο σύγκρουση. Σε αυτόν τον αγώνα ενέταξε και την κινητοποίηση του άοπλου πληθυσμού με διαδηλώσεις, απεργίες και παθητική αντίσταση (για τούτο ιδρύθηκε το 1956 η «Πολιτική Επιτροπή Κυπριακού Αγώνος» - ΠΕΚΑ). Με αυτήν την τακτική το αντάρτικο μπόρεσε να απασχολεί πάνω από 20 χιλ άνδρες των βρετανικών δυνάμεων ασφαλείας.


ΕΟΚΑ - Ιστορία και θρύλος - ο μεγάλος ξεσηκωμός


ΕΟΚΑ


 

- Οι φάσεις του αγώνα

1.4.1955 έως 3.10.1955 (άφιξη του κυβερνήτη Χάρντιγκ)

Η δράση της ΕΟΚΑ ήταν κυρίως δολιοφθορές και σποραδικές επιθέσεις (με αποκορύφωμα μια απόπειρα κατά της ζωής του Άγγλου κυβερνήτη Ρ. Αρμιτέιτζ στις 25.5.1955), διαδηλώσεις και απεργίες.

3.10.1955 έως 9.3.1956 (εξορία του Μακάριου στις Σεϋχέλλες)

Σε αυτή την δεύτερη φάση, στήνονταν ενέδρες, γίνονταν δολιοφθορές και οργανώθηκε η νεολαία. Τότε διεξήχθη η μεγάλη μάχη στα Σπήλια και η μάχη στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας για την απελευθέρωση του Πολύκαρπου Γεωρκάτζη (βλ. Ζ1).

Σε διαπραγματεύσεις μεταξύ του Μακάριου και του νέου Άγγλου κυβερνήτη Χάρτιγκ οι Βρετανοί πρότειναν «αυτοκυβέρνηση», δηλαδή Βουλή και πρωθυπουργό της έγκρισής τους σχεδόν χωρίς αρμοδιότητες. Ο Μακάριος αρνήθηκε και στις αρχές Μαρτίου συνελήφθη και εξορίστηκε στις Σεϋχέλλες. Το γεγονός αυτό και οι απαγχονισμοί Κυπρίων αγωνιστών από τους Άγγλους ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων ενώ η Ελλάδα συγκλονιζόταν από ογκωδέστατα συλλαλητήρια που κατέληγαν σε συγκρούσεις με την αστυνομία.

9.3.1956 (εξορία του Μακάριου) έως 16.8.1956 (πρώτη εκεχειρία)

Ο βρετανικός στρατός έκανε επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας, κυρίως στην περιοχή Κύκκου. Η ΕΟΚΑ αντεπιτέθηκε φτάνοντας μέχρι και σε απόπειρα εναντίον του Χάρντιγκ (20.3.1956). Οι ε/κ εξακολουθούσαν να κάνουν διαδηλώσεις και απεργίες. Απέτυχε προσπάθεια της Βρετανίας να πειστούν οι ε/κ στην ιδέα εφαρμογής ενός Συντάγματος.

17.8.1956 (πρώτη εκεχειρία) έως 14.3.1957 (δεύτερη εκεχειρία)

Η ΕΟΚΑ ξεκίνησε προετοιμασία για μακροχρόνιο αγώνα ενώ οι συγκρούσεις με τον βρετανικό στρατό συνεχίζονταν. Οι τ/κ άρχισαν να προβάλλουν έντονα το αίτημα για διχοτόμηση της Κύπρου. Τον Νοέμβριο ο λόρδος Ράντκλιφ κατέθεσε σχέδιο επίλυσης του κυπριακού εκ μέρους της Βρετανικής κυβέρνησης το οποίο όμως δεν έγινε αποδεκτό από την ελληνική και την ε/κ πλευρά.

15.3.1957 (δεύτερη εκεχειρία) έως 6.11.1957 (αντικατάσταση του Χάρτιγκ)

Η ΕΟΚΑ περιόρισε την δράση της για να διευκολύνει την επιστροφή του Μακάριου στο νησί. Η Βρετανία απελευθέρωσε τελικά τον αρχιεπίσκοπο. Τ/κ εξτρεμιστές άρχισαν να συνεργάζονται με τους Βρετανούς που έδειξαν να προκρίνουν ως λύση την διχοτόμηση.

Η ίδρυση της ΤΜΤ

Η ΤΜΤ (Türk Mukavemet Teşkilatı) ήταν τουρκοκυπριακή παραστρατιωτική οργάνωση υποστηριζόμενη και ελεγχόμενη από την Τουρκία. Ιδρύθηκε τέλη του 1957/αρχές του 1958 ως αντιστάθμισμα στην ΕΟΚΑ και συνέχισε την δράση της μέχρι την τουρκική εισβολή με δολοφονίες και βομβιστικές ενέργειες. Σύμφωνα με το τ/κ ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς (βλ. και Η) ιδρύθηκε από τον ίδιο, τον ακόλουθο του τουρκικού προξενείου Κεμάλ Τανρισεβντί και τον τ/κ γιατρό Μπουρχάν Ναλμπάντογλου. Ήταν ακροδεξιά, εθνικιστική οργάνωση που αντιμαχόταν όχι μόνο τον ε/κ εθνικισμό αλλά και τ/κ Αριστερούς (ανάμεσα στα θύματα της ήταν οι Ντ. Καβάζογλου -τελευταίος τ/κ που ήταν μέλος της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ-, Α. Γκιουρκάν, Φ. Οντέρ, Α. Χικμέτ κά).

Συνένωσε τις προγενέστερες τ/κ παραστρατιωτικές οργανώσεις μεγαλύτερη από τις οποίες ήταν η, επίσης ακροδεξιά, Volkan. Αρχικά η ΤΜΤ αριθμούσε γύρω στα 3 χιλ. μέλη και στόχευε στην μη ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Εκμεταλλεύθηκε τον φόβο της τ/κ μειονότητας να μην επαναληφθεί το φαινόμενο της εκδίωξης τους από την Κύπρο όπως είχε συμβεί με την εκδίωξη των "τουρκοκρητικών" από την Κρήτη μερικές δεκαετίες νωρίτερα. 

Η δολοφονία των Α. Χικμέτ και Α. Μ. Γκιουργκάν από την ΤΜΤ

Η ιστορία και η δράση της ΤΜΤ




7.11.1957 (αναχώρηση του Χάρντιγκ) έως 19.7.1958 (ανακοίνωση του σχεδίου Μακμίλλαν)

Αρχικά η δράση της ΕΟΚΑ εξακολουθούσε να είναι υποτονική και περιοριζόταν κυρίως σε δολιοφθορές. Το κυπριακό άρχισε να συζητείται σε παρασκηνιακό επίπεδο αλλά ταυτοχρόνως ξεκίνησαν μεθοδευμένα εχθροπραξίες μεταξύ ε/κ και τ/κ εθνικιστών (βλ. αναλυτικά στο Ε.3.α). Οι συγκρούσεις της ΕΟΚΑ με τον βρετανικό στρατό εντάθηκαν και πάλι. Η νέα θέση της Βρετανίας για σχέδιο προσωρινής λύσης (19.6.1958 Σχέδιο Μακμίλλαν –βλ. αναλυτικά στο ΣΤ) με απώτερο σκοπό την “αυτοδιοίκηση” ανησύχησε τους τ/κ εθνικιστές (επειδή έβλεπαν να απομακρύνεται η διχοτόμηση) αλλά ταυτοχρόνως το σχέδιο απορρίφθηκε και από την ελληνική και την ε/κ πλευρά.

20.7.1958 (ανακοίνωση του σχεδίου Μακμίλλαν) έως 25.11.1958 (συζήτηση του κυπριακού στον ΟΗΕ)

Συνεχίστηκαν οι συγκρούσεις της ΤΜΤ με την ΕΟΚΑ αλλά και οι ενέργειες της ΕΟΚΑ εναντίον των Βρετανών με σημαντικές απώλειες («Μαύρος Οκτώβρης»). Άρχισαν να διαφαίνονται οι πρώτες διαφωνίες Μακαρίου – Γρίβα για το πολιτικό μέλλον της Κύπρου καθώς και τα αδιέξοδα του ε/κ αντάρτικου.

25.11.1958 (συζήτηση στον ΟΗΕ) έως 19.2.1959 (υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου)

Οι τρεις αντιμαχόμενες πλευρές (ΕΟΚΑ, ΤΜΤ, Βρετανοί) περιόρισαν τις συγκρούσεις ενόψει της Συμφωνίας για ίδρυση ανεξάρτητης κυπριακής δημοκρατίας.

Ε.3.α Οι διακοινοτικές συγκρούσεις του καλοκαιριού του 1958

Το τουρκικό κράτος και εν γένει η τουρκική κοινή γνώμη δεν είχαν ασχοληθεί ιδιαιτέρως με το κυπριακό ζήτημα μέχρι την δεκαετία του 1950. Η προτεραιότητα της τουρκικής πολιτικής ήταν μόνο να μην ενωθεί η Κύπρος με την Ελλάδα καθώς σε αυτήν την περίπτωση θα βρισκόταν περικυκλωμένη όχι μόνο από τα δυτικά αλλά και από τα νότια παράλια της από το ελληνικό κράτος. Όσο η Κύπρος ήταν στα χέρια του ΗΒ δεν υπήρχε θέμα ανησυχίας ούτε για την Τουρκία ούτε για την τ/κ ελίτ. Η ηγεσία της τ/κ κοινότητας άρχισε να ανησυχεί μετά το τέλος του Β ΠΠ μπροστά στο ενδεχόμενο της ανεξαρτησίας και μετά το 1950 με το ενδεχόμενο της Ένωσης αλλά το 1956 οι Βρετανοί άφηναν να θεωρηθεί ότι προωθούσαν την λύση της διχοτόμησης. Στο τέλος του 1957, αρχές του 1958, φάνηκε ότι αυτή η λύση μάλλον ήταν μια τακτική κίνηση από πλευράς Βρετανών για να πιέσουν την ελληνική πλευρά και την ΕΟΚΑ (εξάλλου, όπως ήταν λογικό, η διχοτόμηση δεν θα είχε κάποιο όφελος για το ΗΒ). Η μεταστροφή στη λύση της διχοτόμησης γνωστοποιήθηκε στην Τουρκία στις αρχές του 1958 και λίγες μέρες αργότερα (27-28 Ιανουαρίου) ξέσπασαν επεισόδια (κυρίως σε Λευκωσία και Αμμόχωστο) μεταξύ τ/κ και Βρετανών με αποτέλεσμα τον θάνατο επτά τ/κ. Στις αιματηρές αυτές συγκρούσεις έκανε την «επίσημη» εμφάνιση της και η ΤΜΤ. 

Μέχρι τότε οι εθνικιστικές ηγεσίες των δυο κοινοτήτων απέφευγαν να έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους (μέχρι το 1958 υπήρχε και σχετική εντολή από τον Γρίβα). Εκείνο που προκριναν ήταν η εκκαθάριση των αριστερών στοιχείων εντός των δυο κοινοτήτων τα οποία ζητούσαν συνεννόηση και αρμονική συμβίωση. Τον Μάιο του 1958 η ΤΜΤ ξεκίνησε τις διώξεις τ/κ αριστερών φτάνοντας μέχρι και σε δολοφονίες για όσους δεν συνεργάζονταν. Το αποτέλεσμα ήταν η αποχώρηση των τ/κ από την ΠΕΟ και το ΑΚΕΛ. 

Στις 31 Μαΐου, εν όψει της ανακοίνωσης του σχεδίου Μακμίλαν, ο Κουτσιούκ και ο Ντενκτάς, το ανατέλλον “αστέρι” του τ/κ εθνικισμού, ανακοίνωσαν από την Άγκυρα ότι οι τ/κ θα προχωρούσαν στην διχοτόμηση. Αφού με την χρήση του αυταρχικού εθνικισμού και του αντικομμουνισμού είχαν διαχωριστεί ολοκληρωτικά οι δυο κοινότητες σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα είχε φτάσει η ώρα της σύγκρουσης τους. Το πρώτο βήμα έγινε από την ΤΜΤ. Στις 7 Ιουνίου, εξερράγη στο Γραφείο Πληροφοριών της Τουρκίας στη Λευκωσία εκρηκτικός μηχανισμός (αργότερα ο Ντενκτάς ομολόγησε ότι ήταν τ/κ προβοκάτσια). Η ΤΜΤ, «σαν έτοιμη από καιρό», ξεκίνησε αμέσως αιματηρά επεισόδια εναντίον ε/κ (μέχρι τότε οι τ/κ απαντούσαν μόνο σε εκτελέσεις ομοεθνών τους αστυνομικών που βρίσκονταν στην υπηρεσία των Βρετανών). Σε ανταπόδοση, στις 12 Ιουλίου, η ΕΟΚΑ δολοφόνησε πέντε τ/κ εργάτες στη Σίντα. Οι αιματηρές συγκρούσεις συνεχίστηκαν με ορόσημο την σφαγή στο Κιόνελι. Μέχρι τις αρχές Αυγούστου (του 1958) είχαν σκοτωθεί 59 ε/κ και 53 τ/κ.


Η σφαγή των Κοντεμενιωτών στο χωριό Κιόνελι


 

Ε.3.β ΕΟΚΑ, ΑΚΕΛ και ένοπλος αγώνας

Το ΚΚΚ, προγενέστερος σχηματισμός του ΑΚΕΛ, είχε μείνει σχεδόν αδιάφορο απέναντι στο εθνικό ζήτημα προβάλλοντας το αίτημα της ταξικής επανάστασης και της εγκαθίδρυσης του σοσιαλισμού. Μόνο στο 6ο συνέδριο του ΑΚΕΛ το 1949 –και ύστερα από προτροπή του Ζαχαριάδη- στράφηκε στο αίτημα της ένωσης με την Ελλάδα. Σε αυτά τα πλαίσια στήριξε και το ενωτικό δημοψήφισμα του 1950. Όμως, ως προς την μέθοδο, πρότεινε τον δρόμο του μαζικού ειρηνικού αγώνα και όχι της ένοπλης πάλης (προφανώς διαβλέποντας την δυσκολία της επικράτησης σε μια ένοπλη σύγκρουση με την βρετανική αυτοκρατορία). Όταν η Εθναρχία και η ΕΟΚΑ επέλεξαν την ένοπλη σύγκρουση –ουσιαστικά έναν ανταρτοπόλεμο παρενοχλήσεων- το ΑΚΕΛ επέλεξε να απέχει και να μην συμμετάσχει στην ΕΟΚΑ (που ούτε και αυτή δεχόταν κομμουνιστές στις γραμμές της) παίρνοντας όμως μέρος σε μαζικές αντιβρετανικές κινητοποιήσεις και απεργίες. Επιπλέον προχώρησε ανοιχτά σε κριτική στην ΕΟΚΑ και ειδικότερα στον Γρίβα, ο οποίος είχε σκληρό αντικομμουνιστικό παρελθόν και γκρίζες σελίδες στο παρελθόν του όλη την περίοδο της Κατοχής και του εμφυλίου στην Ελλάδα.

Για αυτή του την στάση το ΑΚΕΛ χτυπήθηκε τόσο από τους Βρετανούς όσο και από την ΕΟΚΑ. Οι μεν Βρετανοί το κήρυξαν παράνομο και συνέλαβαν πολλά στελέχη του αμέσως μετά την 1η Απριλίου (επίσης κηρύχτηκαν παράνομες οι αριστερές οργανώσεις Ένωση Αγροτών Κύπρου (ΕΑΚ), Παγκύπρια Οργάνωση Δημοκρατικών Γυναικών (ΠΟΔΓ) η Ανορθωτική Οργάνωση Νεολαίας (ΑΟΝ), οι εφημερίδες «Νέος Δημοκράτης», «Ανεξάρτητος», «Εμπρός», «Ινκιλαπψί»/«Επαναστάτης» και το μηνιαίο περιοδικό ο «Θεωρητικός Δημοκράτης») η δε ΕΟΚΑ προχώρησε σε εκτελέσεις στελεχών της Αριστεράς κυρίως το 1956 και το 1958 με την κατηγορία της προδοσίας του αγώνα και της συνεργασίας με τους Βρετανούς.

(Αργότερα κάποιες από αυτές τις εκτελέσεις η ΕΟΚΑ τις απέδωσε σε λανθασμένη πληροφόρηση και άλλες ως επίλυση προσωπικών διαφορών και όχι ως δικές της πράξεις. Από την πλευρά του το ΑΚΕΛ, μετά την κήρυξη της ανεξαρτησίας έκανε την αυτοκριτική του* για κάποιες από τις θέσεις που πήρε το 1955 εναντίον της ΕΟΚΑ αλλά επέμεινε ότι ο ένοπλος αγώνας ήταν λανθασμένη τακτική.

Χρόνια αργότερα, επί προεδρίας Χριστόφια, παρουσιάστηκε ένας κατάλογος είκοσι τριών εκτελεσθέντων από την ΕΟΚΑ Αριστερών.

 

* «Για τη θέση του κόμματος έναντι στην ΕΟΚΑ».

Η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕΛ επέμεινε ότι οι κυπριακές συνθήκες και ο συσχετισμός των δυνάμεων «επιβεβαιώνουν ακόμα μια φορά την ορθότητα της θέσης του κόμματος έναντι του ένοπλου αγώνα της δεξιάς» και επανέλαβε «την απόλυτη διαφωνία προς την τακτική της ΕΟΚΑ». Ταυτόχρονα, όμως κατέγραψε ότι «στη στάση μας έναντι στην ΕΟΚΑ διαπράξαμε μια σειρά λάθη, μερικά από τα οποία αρκετά σοβαρά». Η ευθύνη για «τα σοβαρά σεχταριστικά λάθη» αποδίδονταν στην «κεντρική ηγεσία του κόμματος και ιδιαίτερα στον κεντρικό καθοδηγητικό πυρήνα»… Και συνέχιζε:

«Πρώτα-πρώτα από την αρχή υποτιμήσαμε σοβαρά το κίνημα της ΕΟΚΑ, θεωρώντας το σαν κίνημα μερικών δεκάδων φανατικών της δεξιάς, προορισμένο να σβήσει σε μερικούς μήνες και δεν μπορέσαμε να μάθουμε και να παρακολουθήσωμε τις προετοιμασίες που γίνουνταν πάνω από τρία χρόνια.

Δεύτερο, η ανακοίνωση του Π.Γ. τον Απρίλη του 1955, ήταν μια πολύ βιαστική και αψυχολόγητη ενέργεια, που πρόδινε σύγχυση και έλλειψη ψυχραιμίας και με τον τρόπο που έπιανε το ζήτημα θεωρητικολογώντας για ατομική τρομοκρατία με αποσπάσματα από τον Λένιν, δεν βοηθούσε καθόλου τις μάζες να δουν σωστά για ποιους λόγους το κόμμα μας διαφωνούσε με την τακτική του ενόπλου αγώνα.

Τρίτο, οι χαρακτηρισμοί που σε ανακοινώσεις και άρθρα μας δώσαμε στην ΕΟΚΑ και τους αγωνιστές της, αποκαλώντας τους “Ψευτοδιγενήδες”, “τραμπούκους”, “βαρελόττα”, “τρακατρούκες” κ.λπ. ήταν προκλητικοί και σεχταριστικοί που ενώ δεν εξυπηρετούσαν καθόλου την εθνική μας υπόθεση και την ενότητα του λαού, οπλίζαμε την ΕΟΚΑ και τον μοναρχοφασισμό στην επίθεσή τους ενάντια στο κόμμα και το λαϊκό κίνημα και έριχναν νερό στον μύλο της διάσπασης και του κινδύνου εμφύλιου σπαραγμού.

(…) Πού οφείλετο η διάπραξη αυτών των σοβαρών σεχταριστικών λαθών της κεντρικής καθοδήγησης στη στάση μας έναντι της ΕΟΚΑ; Αυτά τα λάθη βασικά οφείλονται στον δογματισμό με τον οποίο βλέπαμε την Εθναρχία, τη Δεξιά και γενικά την κυπριακή αστική τάξη και τον ρόλο τους στον Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα. Ξεκινώντας από τη θέση του Στάλιν ότι «η αστική τάξη πέταξε στο βούρκο την σημαία της εθνικής ανεξαρτησίας» εφαρμόσαμε δογματικά αυτή τη θέση στην εκτίμησή μας απέναντι στην κυπριακή αστική τάξη, τη Δεξιά, και την Εθναρχία, που τους βλέπαμε όλους όργανα, «πλασιέ» των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών, έτοιμους να προδώσουν την εθνική μας υπόθεση κάμνοντας απαράδεκτους συμβιβασμούς με τους Βρετανούς αποικιστές. (…) Με βάση τη λανθασμένη και δογματική αυτή θέση για την κυπριακή αστική τάξη και την ηγεσία της και τον ρόλο της στον Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα που τον χαρακτηρίζαμε ”ξενόδουλο”, “ανθενωτικό” διαπαιδαγωγήσαμε το κομματικό σύνολο. Και έτσι όταν βρεθήκαμε μπροστά στο καινούργιο αυτό φαινόμενο του ένοπλου αγώνα της δεξιάς δεν μπορέσαμε να εχτιμήσουμε ψύχραιμα και αντικειμενικά αυτό το φαινόμενο»)

 

Συνεχίζεται>

Τρίτη 23 Ιουλίου 2024

Το κυπριακό μέχρι το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή (μέρος 3ο)

 

>Συνέχεια από το προηγούμενο

 

Δ. Η περίοδος που προετοίμασε τον ένοπλο αγώνα της ΕΟΚΑ

 

Δ1. Η εξέγερση του 1931 – τα «Οκτωβριανά»

Το 1926 (και μέχρι το 1932) κυβερνήτης της Κύπρου ανέλαβε ο σερ Ρόναλντ Στορρς (1926-1932). Αν και αρχικά προσπάθησε να κερδίσει την ανοχή του πληθυσμού καταργώντας τον φόρο υποτελείας που μέχρι τότε καταβαλλόταν ακόμη από την Κύπρο στην Τουρκία, στη συνέχεια τα πράγματα πήραν άσχημη τροπή. Σταδιακά δημιουργήθηκαν έντονες αντιπαραθέσεις στο Νομοθετικό Συμβούλιο (βλ. Α2) γύρω από θέματα οικονομικής φύσης. Έτσι, στις 20 Ιουλίου 1929, οι  Κύπριοι  υπέβαλαν προς τη Βρετανική Κυβέρνηση υπόμνημα με αίτημα την Ένωση με την Ελλάδα. Η αντιπαράθεση οξύνθηκε όταν τον Δεκέμβριο του 1929 πέρασε νόμος για τον διορισμό δασκάλων από την αποικιοκρατική κυβέρνηση ενώ μέχρι τότε οι δυο κοινότητες, ε/κ και τ/κ, παρείχαν στα παιδιά τους ελληνική και τουρκική παιδεία.

Τον Ιανουάριο του 1930, σε ευρεία συνέλευση που συγκάλεσε η Αρχιεπισκοπή, ιδρύθηκε από τους ε/κ η “Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων”/ΕΟΚ (βλ. Γ) με βασικό σκοπό την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Μάλιστα την 25η Μαρτίου του ίδιου έτους η ΕΟΚ προκάλεσε ενωτικό δημοψήφισμα σε ολόκληρη την Κύπρο.

Στις εκλογές που έγιναν τον Οκτώβριο για τα μέλη του Νομοθετικού Συμβουλίου («βουλευτές») εξελέγησαν από την ε/κ πλευρά υποψήφιοι που ήταν οπαδοί της ένωσης. Ανάμεσα τους ο επίσκοπος Κιτίου Νικόδημος Μυλωνάς.

Εν τω μεταξύ είχε ξεσπάσει η μεγάλη κρίση που ακολούθησε το κραχ του 1929 και αυτό είχε την αντανάκλαση του και στα δημοσιονομικά της Κύπρου. Ο προκλητικά αντιδημοκρατικός κανονισμός εκλογής των μελών του Ν.Σ. που κατέληγε σχεδόν πάντα στην επιβολή της θέλησης του κυβερνήτη από τη μια και τα οικονομικά μέτρα που έπαιρνε ο κυβερνήτης από την άλλη ηλέκτριζαν την κατάσταση. Μάλιστα, προκλητικά, ο Στορρς με ειδικό αυτοκρατορικό «διάταγμα εν συμβουλίω» (11/8/1931) επέβαλλε το νομοσχέδιο για το δασμολόγιο παρότι αυτό είχε καταψηφιστεί από το Ν.Σ. (28/4/1931) καθώς οι τ/κ δεν είχαν συμμετάσχει στην ψηφοφορία (αν και σύμφωνα με τον Στορρς, μόνο ένας τ/κ συνέπραξε με τους ε/κ «βουλευτές»).

Μέσα στις οικονομικές δυσκολίες που περνούσε ο κυπριακός λαός η Βρετανία του απαιτούσε να εξακολουθήσει να εισπράττει ειδικούς φόρους, προκειμένου να πληρωθεί το υπόλοιπο του δανείου που είχε πάρει η Τουρκία από Άγγλους κεφαλαιούχους το 1855.

Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1931 πραγματοποιήθηκε μυστική σύσκεψη των ε/κ «βουλευτών» στην οποία αποφασίστηκε η παραίτηση τους από το Ν.Σ. και η άρνηση πληρωμής αυτών των ειδικών φόρων. Την απόφαση αυτή ενέκρινε και η ΕΟΚ δεκαπέντε μέρες αργότερα.

Η κρίση ξέσπασε όταν, στις 18 Οκτωβρίου, ο (επίσκοπος Κιτίου και «βουλευτής») Νικόδημος Μυλωνάς κυκλοφόρησε σε χιλιάδες αντίτυπα διάγγελμά με επαναστατικό περιεχόμενο. Μια μέρα νωρίτερα είχε υποβάλει την παραίτησή του από το βουλευτικό αξίωμα παρότι μέχρι τότε  τασσόταν εναντίον της αποχώρησης των ε/κ από το Ν.Σ. Ακόμη και σήμερα δεν έχει διευκρινιστεί ποιοι λόγοι τον οδήγησαν σε αυτήν την εξεγερτική πράξη (ίσως επειδή αντιλαμβανόταν τα συναισθήματα του λαού, ίσως επειδή πείστηκε από τον φανατικό ενωτικό πρόξενο της Ελλάδας στην Κύπρο, τον, κυπριακής καταγωγής, Αλέξη Κύρου). Το παράδειγμα του ακολούθησαν ακόμη τρεις «βουλευτές». Την ίδια μέρα σε ομιλία του στη Λάρνακα κήρυξε ξανά την ανυπακοή προς τους Άγγλους και τάχθηκε για άλλη μια φορά υπέρ της ένωσης. Στις 20 Οκτωβρίου μίλησε σε ογκώδες συλλαλητήριο στην Λεμεσό και ακολούθησε διαδήλωση.

Το εξεγερσιακό κύμα έφτασε και στη Λευκωσία όπου το απόγευμα της επόμενης μέρας (21 Οκτωβρίου) συγκροτήθηκε ένα αυθόρμητο συλλαλητήριο το οποίο ανάγκασε ε/κ ηγέτες να πάρουν θέση. Οι παρευρισκόμενοι «βουλευτές» προσπάθησαν να πείσουν το πλήθος να διαλυθεί αλλά η κατάσταση σταδιακά ξέφυγε από τον έλεγχο. Το πλήθος μετά από σύγκρουση με αστυνομικές δυνάμεις έφτασε στο κυβερνείο για να επιδώσει ψήφισμα στον ίδιο τον κυβερνήτη. Η άρνηση του κυβερνήτη Στορρς να δεχθεί ν' ακούσει τους εκπροσώπους των διαδηλωτών ξεχείλισε το ποτήρι. Ξεκίνησε λιθοβολισμός του κυβερνείου, αυτοκίνητα που βρίσκονταν στην αυλή του κυβερνείου αναποδογυρίστηκαν και κάηκαν, έπεσαν πυροβολισμοί κατά των διαδηλωτών και τελικά έγινε η μεγάλη επίθεση κατά του κυβερνείου, το οποίο σύντομα παραδόθηκε στις φλόγες.

Επεισόδια ακολούθησαν και στις υπόλοιπες πόλεις: στην Αμμόχωστο (τα επεισόδια συνεχίστηκαν μέχρι τις 29 του μηνός), στην Λάρνακα, στην Πάφο, στην Λεμεσό και στην Κυρήνεια. Επεισόδια και συγκρούσεις σημειώθηκαν και στην ύπαιθρο όπου πυρπολήθηκαν αστυνομικοί σταθμοί, καταδιώχτηκαν κυβερνητικοί υπάλληλοι και φοροεισπράκτορες, πυροβολήθηκαν στρατιώτες και γκρεμίστηκαν γέφυρες για να εμποδιστεί η μετακίνηση του κατασταλτικού μηχανισμού.

Η εξέγερση κράτησε μέχρι τις 28 του μηνός και κάμφθηκε χάρη στις ενισχύσεις βρετανικών στρατιωτικών μονάδων από της Αίγυπτο και την βάση της Σούδας.

Την κατάπνιξη την εξέγερσης ακολούθησαν δίκες και καταδίκες. Σε φυλάκιση (από μερικούς μήνες μέχρι και 10 χρόνια) καταδικάστηκαν πάνω από τριακόσια άτομα ενώ περίπου δυο χιλιάδες καταδικάστηκαν σε πρόστιμα. Άλλοι καταδικάστηκαν σε εκτοπίσεις χωρίς δικαίωμα μετακίνησης. Επιπλέον οι ζημιές που είχαν προκληθεί χρεώθηκαν για να πληρωθούν από τους ε/κ.

Επίσης συνελήφθησαν και εξορίστηκαν δέκα πολιτικοί ηγέτες των ε/κ (μεταξύ αυτών και οι δυο ηγέτες του ΑΚΕΛ Βατυλιώτης και Σκελέας). Τα σκληρά μέτρα που ακολούθησαν την καταστολή του κινήματος στέρησαν μέχρι τα πρώτα χρόνια της επόμενης δεκαετίας τους ε/κ από την ηγεσία του.

Ο απολογισμός των θυμάτων, πέρα από τους τραυματίες, ήταν δεκαεπτά νεκροί ε/κ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η αντίδραση των τ/κ στην εξέγερση δεν ήταν αυτή την οποία ανέμεναν οι Βρετανοί (έτσι κι αλλιώς και στο παρελθόν οι σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων, πέρα από περιστασιακές εντάσεις, ήταν πάντα καλές). Σε άρθρα τ/κ εφημερίδων διατυπώθηκαν κατηγορίες κατά της ηγεσίας των ε/κ ότι θα κατέστρεφαν την αρμονία που υπήρχε στο νησί και καταδίκασαν τα γεγονότα διακηρύσσοντας και την πλήρη αντίθεσή τους στη λύση της ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα. Αλλά σε γενικές γραμμές η στάση των τ/κ έναντι των γεγονότων ήταν χλιαρή έως αδιάφορη

Κοιτώντας εκ των υστέρων την εξέγερση διαπιστώνεται ότι οι πιθανότητες επιτυχίας ήταν ελάχιστες, αφού ούτε προετοιμασμένη ήταν, ούτε είχε σχεδιαστεί για ν' αποβλέπει προς κάποιους στόχους ενώ δεν διέθετε και την υποστήριξη της ελλαδικής κυβέρνησης. Ταυτοχρόνως όμως τα «Οκτωβριανά» διεθνοποίησαν το κυπριακό και ευαισθητοποίησαν τον ελληνικό λαό τόσο στην Ελλάδα όσο και στις παροικίες του ελληνισμού. 

Η εξέγερση των Οκτωβριανών



 

Δ2. Η «Παλμεροκρατία» (Οκτώβριος 1931 – Οκτώβριος 1940)

Η 9ετία που ακολούθησε τα «Οκτωβριανά» έμεινε στην ιστορική μνήμη με τον όρο «Παλμεροκρατία» από το όνομα του κυβερνήτη Χέρμπερτ Ρίτσμοντ Πάλμερ (1933-39) και στη συνείδηση του λαού της Κύπρου ταυτίστηκε με τη στυγνή δικτατορία (οι άλλοι δυο κυβερνήτες της περιόδου ήταν ο Ρέτζιναλντ Έντουαρντ Σταπς (1932-33) και ο Γουίλλιαμ Ντέννις Μπάττερσιλ (1939-40)).

Αμέσως μετά την οκτωβριανή εξέγερση και την καταστολή της λήφθηκαν δικτατορικά μέτρα διακυβέρνησης του νησιού από την Βρετανία. Όλες οι ελευθερίες που είχαν αποκτηθεί έως τότε από τους Κυπρίους, ανεστάλησαν ώστε να διατηρηθεί η τάξη και να συνετιστούν οι ε/κ. Παράλληλα καταργήθηκε το Νομοθετικό Συμβούλιο, ακυρώθηκαν οι εκλογές «βουλευτών», σταμάτησαν οι εκλογές για κοινοτάρχες και δημάρχους που πλέον διορίζονταν, φιμώθηκε ο τύπος με την επιβολή ελέγχου και λογοκρισίας, η λογοκρισία επεκτάθηκε σε κάθε τρόπο επικοινωνίας (όπως λ.χ. στα τηλεγραφήματα), απαγορεύθηκε η ύπαρξη και λειτουργία πολιτικών κομμάτων και οργανώσεων, απαγορεύθηκαν οι συγκεντρώσεις, η ανύψωση ελληνικών σημαιών και κάθε άλλη πολιτική έκφραση (όπως πολιτικού περιεχομένου ομιλίες και δηλώσεις), επιβλήθηκαν περιορισμοί στη διακίνηση, ιδίως στο εξωτερικό. Επί πλέον υιοθετήθηκαν μέτρα που σκόπευαν να ενσωματώσουν την εκπαίδευση στην αγγλική διοίκηση ενώ η ηγεσία της Εκκλησίας απομονώθηκε: οι επίσκοποι Κιτίου (Νικόδημος Μυλωνάς) και Κυρηνείας (Μακάριος Β΄) εξορίστηκαν και ο Πάφου (Λεόντιος) περιορίστηκε στην Πάφο.

Η είσοδος της Ελλάδας στον Β ΠΠ στο πλευρό της Βρετανίας και ο ενθουσιασμός που προκλήθηκε στους ε/κ ουσιαστικά επέφεραν την άτυπη (αλλά όχι και επίσημη) κατάργηση των περιοριστικών μέτρων. Μάλιστα το ΑΚΕΛ πήρε την πρωτοβουλία να οργανώσει στρατιωτικό τμήμα από μέλη του που συμμετείχαν στον πόλεμο μαζί με τα στρατεύματα της αυτοκρατορίας.

 

Τα Οκτωβριανά του 1931 και η περίοδος της «Παλμεροκρατίας»



 

Δ3. Οι πρώτες ανησυχίες των τ/κ – η οργάνωση του τ/κ εθνικισμού

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1940 οι τ/κ –κατά βάση η τ/κ πολιτικοοικονομική ελίτ- δεν έδειχναν να ανησυχούν για το ενδεχόμενο ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα καθώς η Βρετανία δεν παρουσίαζε καμμία ένδειξη υποχώρησης απέναντι σε αυτό το ε/κ αίτημα. Όμως τα πράγματα άλλαξαν κατά την διάρκεια του Β ΠΠ όταν η Βρετανία άφηνε να εννοηθεί ότι οι αποικίες που θα συμμετείχαν στον πόλεμο θα αποκτούσαν την ανεξαρτησία τους. Το ενδεχόμενο αυτό θορύβησε τους τ/κ. Αρχικά οι τ/κ ίδρυσαν τον «Σύνδεσμο Τουρκικής Μειονότητας της Νήσου Κύπρου» (ΚΑΤΑΚ). Προερχόμενος από το ΚΑΤΑΚ, ο γιατρός Φαζίλ Κουτσιούκ, ίδρυσε το 1944 το «Εθνικό Λαϊκό Τουρκικό Κόμμα Κύπρου» (KMTHP). Το ΚΜΤΗΡ το 1955 μετονομάστηκε σε «Εθνική Τουρκική Ένωση Κύπρου» (KMTB) πάλι με επικεφαλής τον Κουτσιούκ (ο οποίος παρέμεινε ηγέτης των τ/κ μέχρι την δεκαετία του ’60 και διετέλεσε πρώτος αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας).

Μιμούμενοι την πρακτική των ε/κ, οι τ/κ εθνικιστές διοργάνωσαν διαδηλώσεις και συλλαλητήρια διαμαρτυρίας εναντίον της Ένωσης. Σε μια από αυτές -μετά την αποτυχία της “Διασκεπτικής”- στις 28 Νοεμβρίου 1948 στην Λευκωσία, αποφάσισαν να στείλουν τηλεγράφημα στον Τούρκο πρωθυπουργό στο οποίο διατράνωναν ότι «Οι δεκαπέντε χιλιάδες [συγκεντρωθέντες] τ/κ απεφάσισαν παμψηφεί να απορρίψουν το ελληνικό αίτημα για Ένωση […] η προσάρτηση και η αυτονομία θα είχε σαν συνέπεια τον αφανισμό της τουρκικής κοινότητος».

Τουρκοκύπριοι, από το περιθώριο στο συνεταιρισμό 1923-1960 




Τα χρόνια που ακολούθησαν τόσο οι ε/κ όσο και οι τ/κ εθνικιστές (οι πρώτοι απαιτώντας την Ένωση και οι δεύτεροι απαντώντας με το σύνθημα Διχοτόμηση-«Ταξίμ») κατάφεραν να διχάσουν τον πληθυσμό του νησιού και να τον οριοθετήσουν σε δυο εχθρικές κοινότητες. Μάλιστα οργανώνοντας παραστρατιωτικές ομάδες στράφηκαν και εναντίον των μελών των δικών τους κοινοτήτων που ζητούσαν συνεννόηση και συμβιβαστική λύση. Ιδίως την περίοδο 1950-65 ε/κ εθνικιστές σκότωσαν ε/κ Αριστερούς και τ/κ εθνικιστές σκότωσαν τ/κ Αριστερούς αναγκάζοντας τελικά τους τ/κ να αποχωρήσουν από το ΑΚΕΛ και τα συνδικάτα (το 1946 ιδρύθηκε ανεξάρτητο τ/κ συνδικάτο).

Όπως δήλωσε ο (τ/κ στην καταγωγή) ευρωβουλευτής της Κύπρου, Νιαζί Κιζιλγιουρέκ,

«Μα είναι γνωστό ότι και οι δύο αυτές οργανώσεις [η ε/κ ΕΟΚΑ και η τ/κ ΤΜΤ] ήταν βαθιά αντικομμουνιστικές, γιατί η ιδεολογία αυτή δεν συμβάδιζε καθόλου με το εθνικιστικό τους αφήγημα. Πριν και εκτός από τη διακοινοτική βία, υπήρξε και ενδοκοινοτική πολιτική βία. Συνέβησαν πολιτικές δολοφονίες και στις δύο πλευρές, για τις οποίες κανείς ακόμα δεν έχει λογοδοτήσει. Αυτοί που αγωνίζονταν μέσα από την ΕΟΚΑ και την ΤMΤ αγωνίζονταν σαν Έλληνες και σαν Τούρκοι, όχι σαν Κύπριοι, επιδιώκοντας, όπως είπαμε, οι μεν την ένωση, οι δε τη διχοτόμηση»

(βλ. και Ε.3.α, Ζ2 και Ζ3)

Η διακοινοτική και ενδοκοινοτική βία 1955-64 



Η στάση του ΑΚΕΛ απέναντι  στις πολιτικές δολοφονίες στελεχών της Αριστεράς




Η δολοφονία των Α. Χικμέτ και Α.Μ. Γκιουργκάν από την ΤΜΤ



 

Δ4. 1948 - Η Διασκεπτική Συνέλευση («Διασκεπτική»)

Ήταν μια πρωτοβουλία της Βρετανίας που αποσκοπούσε στην παγίωση της παρουσίας της στο νησί παραχωρώντας στους Κύπριους ένα σύστημα εσωτερικής διακυβέρνησης με αυτοδιοικητικά χαρακτηριστικά. Η Συνέλευση είχε στόχο την εκπόνηση Συντάγματος και τον καθορισμό των όρων συμμετοχής του κυπριακού λαού στην εσωτερική διακυβέρνηση. Την πρόσκληση αποδέχτηκαν οι τ/κ και το ΑΚΕΛ ενώ η κυπριακή Εκκλησία καταδίκασε το βρετανικό σχέδιο.

Στις αρχές Ιουλίου του 1947, ο Βρετανός κυβερνήτης Ουίνστερ κάλεσε όλες τις κοινωνικές οργανώσεις (Δήμους, Επιμελητήρια, αγροτικές οργανώσεις, συνδικάτα) να ορίσουν υποψηφίους για τη Διασκεπτική. Λίγες μέρες μετά (12 Ιουλίου) ο αρχιεπίσκοπος Λεόντιος κατήγγειλε το βρετανικό σχέδιο και κάλεσε τους Κυπρίους να συνεχίσουν τον αγώνα για την Ένωση. (Ο Λεόντιος είχε εκλεγεί αρχιεπίσκοπος στις 20 Ιουνίου και με την υποστήριξη της Αριστεράς και πέθανε στις 26 Ιουλίου σε ηλικία μόλις 51 ετών).

Στο Συμβούλιο της Εθναρχίας αποφασίστηκε να αρνηθούν κάθε συνεργασία και να επιμείνουν στο αίτημα της Ένωσης καθώς στα σωματεία, στους Δήμους και στην εκλογή του Λεόντιου διαφαινόταν ισχυρή δυναμική του ΑΚΕΛ. Έτσι, σε περίπτωση επιτυχίας της Διασκεπτικής υπήρχε φόβος η Δεξιά και η Εκκλησία να βρεθούν αποδυναμωμένες. Το ΑΚΕΛ, από την άλλη, έχοντας ως άμεσο στόχο την βελτίωση της θέσης των εργαζομένων αποφάσισε την συμμετοχή στην Διασκεπτική ως σκαλοπάτι στον αγώνα για Ένωση. Με βάση τους δυο αυτούς στόχους η πρόταση του ΑΚΕΛ διαμορφώθηκε ως «Αυτοδιάθεση-Ένωση».

Οι συζητήσεις της Συνέλευσης ξεκίνησαν την 1η Νοεμβρίου 1947. Το ΑΚΕΛ κατέθεσε ως πρόταση του ένα σχέδιο διακυβέρνησης όπως αυτό που ίσχυε στην Μάλτα αλλά οι τ/κ το απέρριψαν φοβούμενοι ότι θα βρεθούν σε δεύτερη μοίρα. Η Βρετανία, μετά από εσωτερικές διαφωνίες, κατέληξε σε ένα σχέδιο Συντάγματος που αναγνώριζε μεν συνταγματικές ελευθερίες για τους κατοίκους του νησιού αλλά δεν έφτανε μέχρι την αυτοδιοίκηση. Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό η κυπριακή Βουλή (Νομοθετικό Συμβούλιο) θα αποτελείτο από 18 ε/κ και 4 τ/κ με περιορισμένες αρμοδιότητες ενώ ο (Βρετανός) Κυβερνήτης θα διατηρούσε σημαντικές εξουσίες στην εσωτερική ασφάλεια (και σε άλλα θέματα). Ταυτοχρόνως προβλεπόταν ίδρυση Εκτελεστικού Συμβουλίου που θα βοηθούσε τον κυβερνήτη στην άσκηση των εκτελεστικών του εξουσιών. Οι ε/κ και οι τ/κ σύμβουλοι θα ήταν απλοί σύμβουλοι του κυβερνήτη και δεν θα είχαν υπουργεία.

Το βρετανικό σχέδιο τελικά απορρίφθηκε (21 Μαΐου 1948) καθώς υπέρ του τάχθηκαν μόνο οι τ/κ και δυο ε/κ συντηρητικοί. Το ΑΚΕΛ το καταψήφισε αφού έβλεπε ότι ο στόχος του για αυτοκυβέρνηση μέσω Συντάγματος με προοπτική την μελλοντική αυτοδιάθεση ναυαγούσε, η Εκκλησία το καταδίκασε και η Δεξιά παρέμεινε σταθερή στην θέση της για την Ένωση (ενόσω η ελληνική κυβέρνηση έμενε αδρανής).

 

Δ5. 1950 - «Δημοψήφισμα» για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα

Τον Ιανουάριο του 1950 με πρωτοβουλία του μετέπειτα αρχιεπισκόπου Μακαρίου (τότε επίσκοπος Κιτίου) διεξήχθη υπό την ευθύνη της εθναρχούσας Εκκλησίας ένα «δημοψήφισμα» υπέρ της Ένωσης -στην πραγματικότητα ήταν συλλογή υπογραφών- σε δύο συνεχόμενες Κυριακές, στις 15 και 22 Ιανουαρίου 1950 (στο πλαίσιο του ενωτικού κινήματος είχαν διεξαχθεί και άλλα δημοψηφίσματα αλλά αυτό του 1950 υπήρξε το μαζικότερο και έδωσε την πολιτική νομιμοποίηση στον αγώνα της ΕΟΚΑ ο οποίος ακολούθησε). Την εισήγησή του Μακαρίου ανακοίνωσε η Εθναρχία την 1η Δεκεμβρίου 1949 και την συνυπέγραφαν με εθναρχική εγκύκλιο στις 8/12/1949 ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β' και οι μητροπολίτες Πάφου και Κυρήνειας καθώς και ο χωρεπίσκοπος Σαλαμίνος.

Το ΑΚΕΛ -που από τον Ιανουάριο του 1949 είχε αλλάξει τη γραμμή της «Αυτοκυβέρνησης» και ακολουθούσε τη γραμμή της «Αυτοδιάθεσης – Ένωσης»- και ενώ το ίδιο συγκέντρωνε υπογραφές υπέρ της Ένωσης, μετά την εξαγγελία του δημοψηφίσματος από την Εκκλησία το υποστήριξε ενεργά. (Η αλλαγή της γραμμής του ΑΚΕΛ μάλλον οφείλεται σε σχετική προτροπή του Ζαχαριάδη ο οποίος, έχοντας την αυταπάτη ότι ο ΔΣΕ θα κέρδιζε τον εμφύλιο, θεωρούσε ότι η Κύπρος δεν είχε κανέναν λόγο να επιδιώκει την ανεξαρτησία αφού θα μπορούσε να ενωθεί με μια σοσιαλιστική Ελλάδα). 

Αρχικά ο αρχιεπίσκοπος είχε ζητήσει από τον Βρετανό κυβερνήτη σερ Άντριου Ράιτ να υλοποιήσει το δημοψήφισμα αλλά αυτός, όπως ήταν λογικό, το αρνήθηκε. Τελικά το «δημοψήφισμα» διεξήχθη με φανερή γραπτή ψηφοφορία στους ναούς των πόλεων και των χωριών. Σε αυτό πήραν μέρος άντρες και γυναίκες που είχαν δικαίωμα ψήφου. Ήταν στην πλειοψηφία τους ε/κ και μαζί με αυτούς Αρμένιοι και λίγοι τ/κ. Υπήρχαν δυο «ψηφοδέλτια» που έγραφαν το μεν πρώτο «Ἀξιοῦμεν τήν ἓνωσιν τῆς Κύπρου μέ τήν Ἑλλάδα» και το δεύτερο «Ἐνιστάμεθα εἰς τήν ἓνωσιν τῆς Κύπρου μέ τήν Ἑλλάδα» και οι ψηφοφόροι υπέγραφαν ή το ένα ή το άλλο. Ψήφισαν γύρω στους 250 χιλ. και από αυτούς το 95% υπέρ της Ένωσης. 

Τα ψηφοδέλτια «δέθηκαν» σε τόμους και παραδόθηκαν σε τρία αντίτυπα: ένα στον ΟΗΕ (παραδόθηκε στις 26/9/1950), ένα στην ελληνική κυβέρνηση (κυβέρνηση Πλαστήρα) η οποία αρνήθηκε να το παραλάβει προτρέποντας την ε/κ αντιπροσωπεία να περιμένει μια ευνοϊκότερη συγκυρία (τελικά το παρέλαβε ο πρόεδρος της Βουλής) και ένα στην βρετανική κυβέρνηση που επίσης δεν αποδέχτηκε να το παραλάβει καθώς «το δημοψήφισμα εστερείτο επισημότητας».

Το ενωτικό ζήτημα και το δημοψήφισμα του 1950




Ο ιμπεριαλισμός στον Ινδο-Ειρηνικό: μια εισαγωγή (μέρος 2ο/3)

  Συνέχεια από το προηγούμενο   Ο Ινδο-Ειρηνικός και ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος Η στροφή στις σχέσεις της Ουάσιγκτον με το Πεκίνο, η οποία ...